Author: Αντώνης Γαζάκης

  • Ουκ ενοχλήσεις τον περί της γλώττης ανησυχούντα

    Να πω κι εγώ σαν (ή μήπως «ως»; ) ταπεινός φιλόλογος τη γνώμη μου για τον δεκάλογο των «ενοχλητικών χρήσεων» της ελληνικής που δημοσίευσε ο εθνικός μας γλωσσολόγος (άνευ εισαγωγικών πλέον αφού πρόσφατα μας πληροφόρησε ότι ο ίδιος καμαρώνει για τον τίτλο αυτόν) μετά από επεξεργασία των απαντήσεων των τηλεθεατών στο σχετικό ερώτημα που έθεσε μέσω της εκπομπής «Τη γλώσσα μού έδωσαν Ελληνική».
     
    Έστειλαν δηλαδή στον διασημότερο Έλληνα γλωσσοκινδυνολόγο επιστολές άνθρωποι κατά κανόνα γλωσσικά συντηρητικοί — πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το κοινό μιας τέτοιας εκπομπής το οποίο θα μπει μάλιστα στον κόπο να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα, και μάλιστα και με (ok, boomer) «συμβατικές επιστολές»; — για το ποιες χρήσεις τους ενοχλούν περισσότερο κι αυτός τις έκανε δεκάλογο και τις δημοσίευσε έτσι στο διαδίκτυο, επιστημονικότατα, άνευ άλλου σχολιασμού. Και από εδώ και πέρα θα αναπαραχθεί πλέον ευρύτατα το σχετικό εικονόλεξο (μόνο, χωρίς το συνοδευτικό κείμενο) και θα ρίχνεται το ανάθεμα σε όποιον/α παραβαίνει αυτές τις συγκεκαλυμμένες δέκα εντολές που μας έφερε ο Μωυσής της ελληνικής γλωσσικής θρησκείας ακούγοντας τάχα όχι φωνή Θεού, αλλά οργή λαού.
     
    Κύριε Μπαμπινιώτη μου, δεν είστε το BBC, γλωσσολόγος είστε. Pet peeves (μην παραλείψετε να μας προτείνετε και ελληνική μετάφραση για τη γλαφυρή αυτή αγγλική έκφραση) μπορεί να έχει ο καθένας, ακόμη και στη γλώσσα. Το πράγμα αλλάζει όμως όταν ένας επιστήμονας, και μάλιστα με τέτοιο κύρος, δημοσιεύει πασίγνωστα γλωσσικά pet peeves, και μάλιστα μιλώντας ρητά, σε μια έξαρση επιστημοσύνης, για «ενοχλητικές» χρήσεις.
     
    Αφήστε εμάς τους/τις φιλολόγους να συμβουλεύουμε — και όχι, επιτέλους, να «διορθώνουμε»! — τους μαθητές και τις μαθήτριες μας για χρήσεις που άνθρωποι σαν εσάς και σαν το τηλεοπτικό και διαδικτυακό σας κοινό τις θεωρούν «ενοχλητικές» (ενημερώνοντάς τους κιόλας ότι το κάνουμε και γι’ αυτό) κι ασχοληθείτε με κάτι που εμπίπτει περισσότερο στο αντικείμενο της γλωσσολογίας, όπως με το γιατί υπάρχουν αυτές οι χρήσεις ή γιατί κάποιοι ενοχλούνται τόσο πολύ από αυτές.

     

    ΥΓ. Στις δέκα πιο ενοχλητικές χρήσεις φυσικά δεν κατόρθωσε να προκριθεί ο καθαρευουσιανισμός που απαντάται σε φράσεις όπως «δεν έχει καλώς», «στο ακολουθούν εικονόλεξο», οι οποίες περιλαμβάνονται στη σχετική ανάρτηση του κ. Μπαμπινιώτη στο FB.

     

    ΥΓ.2 Τουλάχιστον μάλιστα σε μία από αυτές τις ενοχλητικές χρήσεις μάλλον επιδίδεται και ο ίδιος ο τιμητής: πρόκειται για το τελικό ν στο «την» που στην ίδια ανάρτηση το χρησιμοποιεί κατά το δοκούν και όχι με βάση τον κανόνα που αποδέχεται και ο ίδιος, σύμφωνα με τον οποίο φυλάγεται «το τελικό ν, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από σύμφωνο στιγμιαίο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό (ξ, ψ)»· γράφει λοιπόν «στην ΝΕΤ», «την συχνότητά τους», αλλά και «τη γλώσσα», στον τίτλο του βιβλίου του στο οποίο μας παραπέμπει.
  • Ας κρατήσουν την ωδή

    Ας κρατήσουν την ωδή

    Η σχέση του Διονύση Σαββόπουλου με την Ελληνική Επανάσταση κρατάει από το 1969. Τότε, προκειμένου να αποφύγει τη λογοκρισία, τιτλοφόρησε το τραγούδι που είχε γράψει για τον Τσε Γκεβάρα «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη». Η χουντική λογοκρισία δεν μπορούσε φυσικά να κόψει ένα τραγούδι αφιερωμένο στον γιο της καλόγριας, παρά τους κρυπτικούς στίχους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν και κριτική στην καπηλεία του ‘21 από τη δικτατορία.

    Από την πρώτη στιγμή λοιπόν που έμαθα για το επετειακό βιντεοκλίπ για τα 200 χρόνια της Επανάστασης με το «Ας κρατήσουν οι χοροί», ήρθε η «Ωδή» στο μυαλό μου. Όταν μάλιστα το είδα κιόλας, διαπίστωσα ότι, αν η σκηνοθεσία του βίντεο εικονογραφεί σε πολλά σημεία τελείως κυριολεκτικά τον καλαματιανό του Σαββόπουλου (η Λυδία όντως ντρέπεται και ένα ζευγάρι ποζάρει χαμογελαστό για να φωτογραφηθεί -ευτυχώς δεν εμφανίστηκε και καμία πολαρόιντ), τότε οι στίχοι της «Ωδής στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» αποτελούν το καλύτερο σχόλιο για αυτό που είδαμε στις οθόνες μας. Εξάλλου, το έργο του Σαββόπουλου είναι τόσο σπουδαίο που μας δίνει το ίδιο τους στίχους και τις εικόνες για να του ασκηθεί η πιο ευθύβολη κριτική.

    Όλα είναι εδώ, εδώ υπάρχουν όλα· η οθόνη που βουλιάζει, το πλήθος που σαλεύει, οι εικόνες που ξεχύνονται μεμιάς, οι προβολείς που μας στραβώνουν, οι πομπές που ξεκινούνε· κι ακόμη, οι αντένες, τα μεγάφωνα και οι ασύρματοι -ή έστω τα εκσυγχρονισμένα τους αντίστοιχα- μιας γης χτυπημένης και πάλι, με χίλιους δυο τρόπους.

    Κι αν δεν υπάρχουν οι σκλάβες, τα πλήθη που τραγουδούν εν χορώ δεν απέχουν και πολύ από το να ουρλιάζουν, καθώς ηχούνε όχι καμπάνες, αλλά νταούλια, όλα τα πνευστά του κόσμου, ντουφεκιές και κανονιοβολισμοί. Κι όλα αυτά ώστε αυτός ο ύμνος της μικρής ιδιωτικής κοινότητας, του οικογενειακού γλεντιού και του «τελικά εμείς οι Έλληνες κάπως την βρίσκουμε την άκρη», να τραντάξει τον ναό των μεγάλων, μαζικών θεαμάτων, φιλοδοξώντας, όπως έχει ήδη γραφτεί, να μετατραπεί σε νέο εθνικό ύμνο.

    Μέσα σε όλα αυτά, οι οπλαρχηγοί του ‘21, που εμφανίζονται σαν ψηφιακό κορεό στις κερκίδες του Καλλιμάρμαρου περίπου στο μέσο του βίντεο, πράγματι κολυμπούν ολόισια στον θάνατο -του νοήματος και της ιστορίας. Πράγματι νανουρίζονται στη μνήμη μας για να αναληφθούν έπειτα στους βασιλιάδες τ’ ουρανού, μακριά από οποιαδήποτε απόπειρα να τους καταλάβουμε και να συνδιαλεχτούμε μαζί τους.

    Κι εμείς -ή έστω εγώ- μπροστά σε όλο αυτό το συσκοτιστικό λαμπερό υπερθέαμα αναρωτιόμαστε ποιοι είμαστε, πού πάμε και ποια διάολο είναι η θέση μας εδώ πέρα.

     

    Παρανάγνωση και αυθαίρετη ερμηνεία θα μου πείτε. Γιατί, η πρόεδρος της επιτροπής τι έκανε αιτιολογώντας την επιλογή του «Ας κρατήσουν οι χοροί»;

  • Ή κλείνεις και σιωπάς

    21 χρόνια από τον τελευταίο studio δίσκο (Χρονοποιός). 13 χρόνια από τον τελευταίο live με κάποιο νόημα (Πυρήνας). 12 χρόνια από την τελευταία ουσιαστική συμμετοχή του σε δίσκο (Σαμάνος).

    Ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει αποφασίσει εδώ και καιρό ότι έχει κλείσει καλλιτεχνικά και πλέον το μόνο που κάνει είναι να διαχειρίζεται -με τον χείριστο τρόπο- την περσόνα που κέρδισε χάρη στην καλλιτεχνική και δημοσιολογική του πορεία.

    Το έχουμε εμπεδώσει αυτό και είναι απολύτως λογικό η διαρκώς κλιμακούμενη γραφικότητα των δηλώσεών του να μας αφήνει αδιάφορους ή έστω να μας φέρνει γέλιο, θυμηδία, οργή ή θλίψη.

    Αυτό που παραμένει όμως εξωφρενικό είναι ότι πολλοί/ές, όποτε ο Σαββόπουλος κάνει άλλη μια τέτοια δήλωση, πρέπει να μας πληροφορήσουν πως α) δεν τους άρεσε ποτέ ο Σαββόπουλος, β) το έργο του είναι υπερτιμημένο, γ) είναι, κατά βάση, ένας αντιγραφέας/λογοκλόπος, δ) όλα τα παιδ- συγγνώμη, όλα τα παραπάνω.

    Προφανώς (δεν θα έπρεπε να το γράφω καν αυτό), δικαίωμα του καθενός και της καθεμιάς να πιστεύει ό,τι θέλει για τον Σαββόπουλο και το έργο του (αν και το β και το γ χωρούν πολλή συζήτηση ως προς τον βαθμό υποκειμενικότητά τους).

    Δεν είναι εκεί το θέμα· αυτό που με τρελαίνει είναι η βαθιά ριζωμένη αντίληψη ότι ο καλλιτέχνης και το έργο του είναι ένα και, ως εκ τούτου, αυτό το έργο (αλλά και όσοι το αγαπάνε) είναι υπόλογο για κάθε άλλη δήλωση ή πράξη του δημιουργού του -ακόμη κι αν αυτή απέχει δεκαετίες από τη δημιουργία του έργου του.

    Εδώ και πολλά χρόνια οι δημόσιες τοποθετήσεις του Σαββόπουλου και άλλων καλλιτεχνών που συνδέθηκαν με -ας πούμε- κινήματα αμφισβήτησης συνδυάζουν κατά κανόνα το κοινότοπο και το συντηρητικό με το ανόητο και το γραφικό. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι για να τις κρίνουμε ως τέτοιες δεν χρειάζεται κάθε φορά μια αποτίμηση ή μια επανεκτίμηση του καλλιτεχνικού τους έργου;

    Ένα έργο το οποίο συχνά, όπως στην περίπτωση του Σαββόπουλου, είναι τόσο σπουδαίο που μας δίνει το ίδιο τους στίχους και τις εικόνες για να τους ασκηθεί η πιο ευθύβολη κριτική.

  • Βρείτε το λάθος

    Βρείτε το λάθος στο να χαρακτηρίζονται μη άνθρωποι, υπάνθρωποι, σκουπίδια, κατσαρίδες, όσοι χαρακτηρίζουν και αντιμετωπίζουν άλλους ανθρώπους ως μη ανθρώπους, υπανθρώπους, σκουπίδια, κατσαρίδες.

  • Sticky

    Συμβαίνει κάτι ακραίο (αλλά όχι πρωτόγνωρο, ούτε μη διαχειρίσιμο εντέλει) σε μια σχολική αίθουσα (έναν χρόνο πριν, αλλά ας πούμε ότι δεν το ξέραμε στην αρχή), κυκλοφορεί σε βίντεο, αρχίζουν τα ηλεκτρονικά δικαστήρια, βγαίνουν οι ετυμηγορίες για μαθητή, καθηγήτρια, ΕΠΑΛ, εκπαιδευτικό σύστημα, κυβέρνηση, φύση του ανθρώπου και ό,τι άλλο μπορούμε να φανταστούμε, και -σχεδόν- κανείς δεν ασχολείται με το πόσο λανθασμένη και κανιβαλική είναι η ίδια η δημοσιοποίηση και αναπαραγωγή του βίντεο, πόσο η ευκολία του διαδικτύου καταργεί για άλλη μια φορά κάθε πλαίσιο, κάθε έννοια παιδαγωγικής, κάθε αντίληψη που ψελλίζει «δεν είναι αυτός ο τρόπος να χειριστούμε ως κοινωνία ένα τέτοιο ζήτημα». Κάπως έτσι θα πορευόμαστε, με οτιδήποτε συνέβη κάπου, κάποτε, κάπως, να διαιωνίζεται ως κτήμα ες αεί, κολλημένο σε διάφορες ψηφιακές γωνιές.

  • Το παιχνίδι των μόνων

    Η συζήτηση που έχει ανάψει γύρω από τον τελευταίο κύκλο του Game of Thrones (GoT) ξαναφέρνει με ορμή στην επιφάνεια τη μόνιμη σχεδόν παρανόηση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο επίπεδα «αληθοφάνειας» στη μυθοπλασία, και, κυρίως, στο ποιο από τα δύο είναι το πιο σημαντικό: από τη μια είναι η αληθοφάνεια του φυσικού κόσμου του έργου μυθοπλασίας· για παράδειγμα, από πόσο ψηλά μπορεί να πέσει ένας άνθρωπος και να μην επιζήσει, πόσες μαχαιριές μπορεί να φάει κάποιος για να πεθάνει, πόση είναι η δύναμη ενός δράκου ή μιας βαλλίστρας, αν κάποιος μπορεί να βλέπει μόνο το παρελθόν ή και το μέλλον και πάει λέγοντας.

    Από την άλλη, είναι η αληθοφάνεια των χαρακτήρων και των σχέσεων μεταξύ τους· το κατά πόσον δηλαδή μπορεί να εξηγηθεί η συμπεριφορά, η στάση και οι πράξεις των προσώπων του δράματος, κατά πόσον υπάρχει λογική συνέπεια στην εξέλιξή τους, πόσο πιθανό είναι κάποιος να έσπρωχνε ένα παιδάκι από ένα παράθυρο ή κάποιος άλλος να έσφαζε μια έγκυο ή μια τρίτη να έκαιγε ανθρώπους.

    Είναι προφανές ότι στο GoT αυτό που μας έκανε να αγαπήσουμε τη σειρά είναι το δεύτερο και όχι απλώς ότι πλάθει έναν πολύ πειστικό fantasy κόσμο (πράγμα το οποίο, τουλάχιστον ως προς την τηλεοπτική σειρά δεν είναι απολύτως αληθές, αφού για λόγους τηλεοπτικού χρόνου, πολλά πράγματα από το lore του κόσμου είτε δεν λέγονται είτε είναι απλοί υπαινιγμοί). Γι’ αυτό λοιπόν το να αναλωνόμαστε σε μια θετικιστική ανάλυση του πόσο έπαψε να είναι ρεαλιστική η σειρά -με όρους φυσικών νόμων του κόσμου του GoT- είναι μάλλον εκτός θέματος, όσο τουλάχιστον δεν χαλάει για τον καθένα μας η τηλεοπτική εμπειρία φωνάζοντας κάθε τρία δευτερόλεπτα «ψέμα!».

    Πολλοί και πολλές όμως βλέποντας τις -υπαρκτές, ιδίως όσο πλησιάζουμε προς το τέλος- ασυνέπειες και βιασύνες στο επίπεδο της πρώτης αληθοφάνειας, τις μεταφέρουν και στη δεύτερη θεωρώντας ότι οι ίδιες νομοτέλειες που αφορούν τον φυσικό κόσμο μπορούν να εφαρμοστούν και στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Πράγμα που είναι αυτονόητο ότι δεν ισχύει ούτε στην τέχνη, ούτε, πολύ περισσότερο, στη ζωή: αν οι άνθρωποι κάναμε πάντα το λογικό ή το -εύκολα- εξηγήσιμο, τότε θα ήμασταν πολύ πιο ευτυχισμένοι, η Μήδεια όμως δεν σκοτώνει τα παιδιά της «λογικά», ο Άμλετ (του οποίου του μοιάζει όλο και πιο πολύ ο Τζον Σνόου) δεν είναι αναποφάσιστος «λογικά», ο Μάικλ Κορλεόνε δεν κάνει όσα κάνει μόνο «λογικά», για να μη μιλήσουμε για τις ζωές μας και για τις ζωές των άλλων γύρω μας.

    Βέβαια, δεν μιλώ εδώ για την «τρέλα», ούτε εννοώ ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι παράλογες, αλλά ότι είναι κάθε φορά μία μόνο από τις πιθανές εξελίξεις ενός χαρακτήρα. Ο καθένας και η καθεμιά δικαιούται να θεωρεί ότι η τάδε ή η δείνα πράξη ενός χαρακτήρα δεν είναι επαρκώς εξηγημένη μέσα στο μυθοπλαστικό πλαίσιο, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα ένα αντικειμενικό συμπέρασμα κάθε φορά, και γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν τόσες προσλήψεις ενός καλλιτεχνικού έργου όσοι είναι και οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή με αυτό.

    Στο GoT λοιπόν αυτό που είδαμε ακόμη και σε αυτόν τον κακολογημένο τελευταίο κύκλο είναι, σε σχέση σχεδόν με οποιοδήποτε άλλο ποπ πολιτιστικό προϊόν, κάτι που είναι απείρως πιο κοντά στην πραγματική ανθρώπινη συμπεριφορά, όχι μόνο σε μικρο-σκοπικό επίπεδο, δηλαδή στις προσωπικές σχέσεις (ατέλειες, ασυνέπειες, ανακολουθίες, πισωγυρίσματα, εμμονές, αλλά και αλτρουισμό, φιλία, συμπόνια, μεταστροφές, συνέπεια), αλλά και σε μακρο-σκοπικό, δηλαδή στη συμπεριφορά των ηγετών -και των μαζών- και στο τι σημαίνει -για τους «μεγάλους» και τους «μικρούς» εξίσου- φιλοδοξία, ματαιοδοξία και αμείλικτος αγώνας για την εξουσία.

    Αυτό, μαζί με το γεγονός ότι οι διαδικτυακές συζητήσεις που γίνονται με βάση τα επεισόδια του τελευταίου κύκλου του είναι χρυσωρυχείο για όποιον/α ενδιαφέρεται να μελετήσει ζητήματα πρόσληψης/ερμηνείας ενός καλλιτεχνικού έργου, εσωτερικής συνέπειας, ρεαλισμού, αφηγηματικής συνοχής, εξέλιξης χαρακτήρων και πολλών άλλων σχετικών θεμάτων, πρέπει να μας πείθει ότι το Game of Thrones είναι -και θα μείνει στην ιστορία ως τέτοιο- κάτι πολύ παραπάνω από μια τηλεοπτική σειρά υψηλών προδιαγραφών.

  • Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι το να γράφει έμμεσα ή άμεσα άτομο που ανήκει στον αριστερό ή αναρχικό χώρο για την επίθεση φασιστών στον εκλεγμένο δήμαρχο της πόλης ότι ο Μπουτάρης ήθελε και τα ‘παθε, αλλά ούτε αριστερό ούτε αναρχικό είναι.

  • Ergo sum

    Σε απάντηση ενός κειμένου του Old Boy που το έγραψε σε συνέχεια μιας ανάρτησής του στο φμπ για τους στίχους του «Υπάρχω» (Πυθαγόρας), λίγες επιπλέον σκέψεις, οι οποίες επιδιώκουν να φωτίσουν από μια διαφορετική σκοπιά τους στίχους αυτού του εμβληματικού, σε κάθε περίπτωση, τραγουδιού, εξετάζοντας τους έξω μεν από τη μυθολογία και τους βιογραφισμούς των καζαντζιδικών συμφραζομένων τους, μέσα όμως στο πλαίσιο των συμφραζομένων που δημιουργούν οι ίδιοι.

    Όπως πολύ σωστά το θέτει ο Old Boy, στο «Υπάρχω» μιλά  ένας πληγωμένος άνθρωπος που τον έχει χωρίσει το ταίρι του. Και τι λέει; Ότι ένα φάντασμα θα πλανιέται διαρκώς πάνω από τη ζωή της, το φάντασμα του ίδιου (για τον Old Boy πρόκειται ξεκάθαρα για το φάντασμα του εγωκεντρισμού). Ό,τι και να κάνει εκείνη, ο Υπάρχος λέει ότι θα είναι εκεί, ενοχλητικά παρών και τα πάντα χαλών.

    Αν όμως είναι ξεκάθαρο το τι λέει ο Υπάρχος, δεν συμβαίνει το ίδιο ούτε με το σε ποιον το λέει ούτε με το πότε το λέει. Ναι, προφανώς το β΄ ενικό δεν θα έπρεπε να αφήνει αμφιβολίες ότι απευθύνεται σε εκείνη, αλλά το γεγονός ότι βαδίζουν σε δρόμους χωριστούς ή ότι τη διαβεβαιώνει πως θα είναι μια ζωή σκλάβα του δεν μας επιτρέπει να πιθανολογήσουμε ότι την έχει μπροστά του -ή, έστω, ότι της τα γράφει σε γράμμα. Εκτός από μία περίπτωση· να αποτελούν απάντηση σε ένα “Δεν υπάρχεις πια για μένα, σε σβήνω από τη ζωή μου” που του λέει κατάμουτρα η άλλη. Τότε λοιπόν τα λόγια αυτά μπορούν να γίνουν αντιληπτά όχι ως δείγμα αλαζονείας του Υπάρχου, αλλά ως μια οντολογική υπενθύμιση της σπινοζικής αντίληψης ότι είμαστε το αποτέλεσμα κάθε εμπειρίας και αλληλεπίδρασής μας με το περιβάλλον και τους ανθρώπους γύρω μας. Εξάλλου, όπως λένε και κάποιοι άλλοι μελοποιημένοι στίχοι, «ό,τι υπήρξε μια φορά δεν γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει». Ο αλαζόνας σε αυτή την περίπτωση μόνο ο Υπάρχος δεν είναι.

    Ευκολότερα βέβαια μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Υπάρχος μονολογεί πάνω από ένα μπουκάλι του αγαπημένου του ποτού ή μπροστά σε μια φωτογραφία της. Και κάθε μονόλογος ξέρουμε όλοι ότι είναι στην πραγματικότητα ένας διάλογος με τον εαυτό μας, εξού και το β΄ ενικό. Αν μάλιστα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε χρονικά πότε ακριβώς εκτυλίσσεται αυτός ο εσωτερικός μονόλογος, τότε μπορούμε να διακρίνουμε δύο πιθανές ερμηνείες του.

    Στην πρώτη περίπτωση, τα λόγια αυτά ακούγονται όταν ο χωρισμός είναι ακόμη φρέσκος και μπορούν να ερμηνευτούν ως παρηγοριά και ευχή (και, αν επιμένουμε ότι απευθύνονται στην άλλη, απειλή)· αφού θα με βλέπει, νιώθει, θυμάται παντού, αλλά θα (της) λείπω ως σωματική παρουσία, θα αντιληφθεί το λάθος της και τελικά θα γυρίσει. Παρηγοριά στον άρρωστο (εαυτό) δηλαδή και  να ‘χαμε να λέγαμε.

    Στη δεύτερη, ο καιρός όλο και περνάει (εξάλλου τα υπαρκτικά ρήματα όταν βρίσκονται στον ενεστώτα υπαινίσσονται αιώνια ισχύ) και εκείνη φυσικά δεν επιστρέφει στην αγκαλιά του Υπάρχου. Τότε το «Υπάρχω» ακούγεται ως «Υπήρξα» και δηλώνει το μετασχηματισμό του καρτεσιανού αφορισμού σε «Με σκέφτονται, άρα υπάρχω». Είμαστε το αποτύπωμά μας στη σκέψη των άλλων, είμαστε αναμνήσεις στο μυαλό τους, είμαστε το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρά τους.

    Ο Old Boy ισχυρίζεται ότι ο εγωκεντρισμός του Υπάρχου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι «[δ]εν μαθαίνουμε οτιδήποτε για τη γυναίκα που ερωτεύτηκε, δεν μαθαίνουμε μισή λέξη για το γέλιο της, το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, τα μάτια της, κάτι της.»/ Το ίδιο όμως ακριβώς συμβαίνει και με τον Υπάρχο· δεν μας λέει τίποτα από όλα αυτά ούτε για τον ίδιο. Υποψιάζομαι ότι αυτό συμβαίνει όχι επειδή η αξία του είναι αυτονόητη και αυταπόδεικτη, αλλά επειδή ο ίδιος θεωρεί πως σημαντικός υπήρξε μόνο επειδή εκείνη τον αντιλήφθηκε ως τέτοιο, περίπου όπως η Πολυδούρη λέει «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες» (λίγο καιρό αφότου ο Καρυωτάκης είχε γράψει «”υπάρχω;”, λες, κι ύστερα “δεν υπάρχεις!”»). Ο, υπαρκτός προφανώς, εγωκεντρισμός του Υπάρχου έχει στην πραγματικότητα το κέντρο του έξω από αυτόν. Το αμάρτημά του είναι ότι θεωρεί πως ξέρει καλύτερα από την άλλη, ότι διαβάζει την ψυχή της, ότι βλέπει αυτό που δεν είδε εκείνη. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός σε αποκλείει αυτομάτως ως ερωτική πιθανότητα. 

    Φυσικά, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε την πιθανότητα όλο το τραγούδι να μπορεί να ερμηνευτεί ειρωνικά, ως ένα κυνικό “Ναι, καλά…” απέναντι στον καθένα που ισχυρίζεται ότι ισχύουν απολύτως κυριολεκτικά για την δική του περίπτωση χωρισμού οι εξωφρενικές απιθανότητες των στίχων του. Όπως και να ‘χει όμως, τα τραγούδια υπάρχουν όσο υπάρχουμε και καμιά ερμηνεία τους δεν είναι και αρχή και φινάλε.

     

    ΥΓ. Περίπου την ίδια ώρα που έγραφα τις παραπάνω γραμμές, ο Μανόλης Σαββίδης αναρτούσε στο greek cloud το δικό του κείμενο με αφορμή την ανάρτηση του Old Boy για το «Υπάρχω».

  • Πολύ επαναστατικό και προοδευτικό αυτό που πρέπει απαραιτήτως να πάρουμε θετική, αρνητική ή ουδέτερη θέση για την καλλιτεχνική παρουσία της Μποφίλιου ξεκινώντας να υπερασπιστούμε, να κατακεραυνώσουμε ή έστω να σχολιάσουμε τις δηλώσεις της.

  • Οι αντιδράσεις κάποιων για τη ρατσιστική επίθεση στο σπίτι του Αμίρ θυμίζουν εκείνο το “Ε, είπαμε, όχι και μαχαίρι.”