Παρά ένα σαράντα χρόνια σήμερα από τον ερχομό του ΠΑΣΟΚ.
Ας θυμηθούμε μια ένδοξη πτυχή της πολιτισμικής κληρονομιάς του: την ανάδειξη του ταριφόμυαλου ελληνάρα ως χαρακτηριστικού ανθρωπότυπου αυτής της χώρας.
Ένας ανθρωπότυπος που, βεβαίως, τάισε τα ναζίδια όταν τα τσιφτετέλια (πρώην ζεϊμπέκικα) σταμάτησαν και το κούνημα της πράσινης σημαίας (“αγώνας” στην πασοκική διάλεκτο) δεν έβγαζε πλέον φραγκάκια και διορισμούληδες.
Οι σπόροι έπεφταν μπροστά στα μάτια μας, αλλά μετά από τον τριαντάχρονο σοδομισμό από τη μετεμφυλιακή Δεξιά, όλα έμοιαζαν προτιμότερα.
Οπότε, “η Ελλάδα στους Έλληνες”, που διαβάστηκε όπως βόλευε τον καθέναν (γεια σου ρε ΛεΠεν), “το όνομά μας είναι η ψυχή μας”, όταν κατέβαιναν Μελίνες και σια για το Μακεδονικό στους δρόμους, δίπλα στο παπαδαριό και τον Σαμαρά για να πέσει ο Μητσοτάκης και να πάει η ψηφιοποίηση του ΟΤΕ στη Ζήμενς, η “ισχυρή Ελλάδα” του 2004, με τη Γαλάζια Στρατιά να προσφέρει εθνική συγκίνηση σε ζωντανή σύνδεση από τα γήπεδα της Εθνικής Ελλάδος (αλλά όχι από τα μαχαιρώματα Αλβανών) και άλλα, μικρά-μικρά καθημερινά. Και δεν έχω αγγίξει καν τον κωστοπουλισμό.
Είδα και τα “Κορίτσια της Χρυσής Αυγής”. Κι η μάνα του Ηλιόπουλου (εκείνου με το τατού Ζιγκ Χάιλ, που το έκανε “επειδή του άρεσε η γραμματοσειρά”), πασόκα που “αγωνίστηκε για το κόμμα” ήταν.
Ναι, τα ναζίδια κατάγονται από τον κατοχικό δωσιλογισμό και τα βάθη της εμφυλιακής μαυρίλας και τραβάνε κόσμο από εκεί. Έλα ντε όμως που αυτή η πολιτισμική μετάλλαξη α λα ΠΑΣΟΚ τους πρόσφερε φρεσκοτηγανισμένα μυαλά, έτοιμα για το μίσος και τη μισαλλοδοξία.
Disclaimer: Μιλάω πολιτισμικά, για όποιον δεν κατάλαβε και του λείπει μια κάποια αναφορά στο ΕΣΥ, στην ισότητα των φύλων, στην αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και στην προσωπολατρεία του Αντρέα.
Όχι έξαφνα, αλλά εξωφρενικά, εν μέσω πανδημίας και μέτρων κοινωνικού αποκλεισμού, όλοι οι εντεταλμένοι, από τα γνωστά μούτρα των καναλιών μέχρι τους προσφάτως επανακάμψαντες «ανώνυμους» λογαριασμούς του «έρχεται πίτσα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μας πείθουν οριστικώς (μάλλον ενάντια στην πρόθεσή τους) ότι η τσωρτσιλικότερη κυβέρνηση των τελευταίων αιώνων πουλάει κάργα επικοινωνία σε βάρος της ουσίας.
Μια επικοινωνιακή διαχείριση που εν τέλει μας κάνει να φοβόμαστε ότι, παρά την εγνωσμένη επάρκεια του κυρίου Τσιόδρα, οι πολιτικές κατευθύνσεις που ο εθνικός λοιμωξιολόγος δεν μπορεί να υπερβεί (και δυστυχώς γι’ αυτόν καλείται να υπερασπίσει) συνοψίζονται στο «κλωτσάμε το τενεκάκι ώς αύριο και βλέπουμε, κλείσ’ τους μέσα μπας και την γλιτώσουμε, ινσαλλάχ».
Βασικά, η διαχείριση εκ μέρους του κυβερνητικού-επικοινωνιακού μονομπλόκ, που δεν ανέχεται πραγματικά ρεπορτάζ από το μέτωπο των νοσοκομείων ούτε και το ψέλλισμα οποιασδήποτε σημειακής κριτικής, μας κάνει να πιστεύουμε ότι όλα τα χτεσινά παπαγαλάκια της γερμανικής δημοσιονομικής αυστηρότητας (νυν «υπέρ» του δημόσιου συστήματος υγείας, τρομάρα τους) είναι χεσμένοι μην τυχόν και πάει κάτι στραβά και καταρρεύσει η ροζ ακουαρέλλα «επιτέλους έχουμε κράτος, τι όμορφα».
–> ΦΥΙ: Κανείς μας δεν θέλει να πάει κάτι στραβά, φίλτατα πλουμιστά και μίσθαρνα πλασματάκια. Άντε, γιατί κάνει κρα (είδατε τι έκανα εδώ, ε;) η προσπάθεια για τη δημιουργία εσωτερικού εχθρού.
Σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, την ώρα που η σύσταση στην ΕΕ (βλ. Ντράγκι) είναι «τυπώστε χρήμα και μοιράστε το στους εργαζόμενους, μη μας πάρει ο διάολος όλους μαζί», οι εδώ «πολεμικοί ηγέτες» δίνουν τις μικρότερες πανευρωπαϊκά διευκολύνσεις στους εργαζόμενους που μπήκαν στον πάγο ή απολύθηκαν, ενόσω εξοφλούν προεκλογικά γραμμάτια, διευκολύνοντας το ρεσάλτο στα ευάλωτα δημόσια οικονομικά (βλ. διπλασιασμός αποζημίωσης για κλίνες ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα και «κονδύλια επικοινωνίας»).
Και μετά, όπως και το 2010, θα λένε «ουπς, τράκαρε το καράβι, τι να κάμωμε».
Μόνο που δεν θα μπορούν τόσο εύκολα να πουν ότι τα φάγαμε μαζί, ειδικά την ώρα που έχουν ανασταλεί σύμφωνα σταθερότητας και λοιπά καπίστρια: με τον έλεγχο του προϋπολογισμού καταδικό τους, αυτοί θα τα έχουν φάει.
Κι αν (αν, λέμε) σταθεί στα πόδια της η ευρωζώνη κι εμείς μείνουμε στην απέξω, τι θα λένε; Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε; Σκίζαμε, 4% ανάπτυξη θα είχαμε, αλλά ο κορωνοϊός μάς τσάκισε;
Επειδή στην Κωλαμβιανή κανονικότητα είμαστε όλοι α λα καρτ ύποπτοι για κατοχή παράνομου υλικού (άλλο το μπουκάλι της μπύρας στο σπίτι του πυητή Μπογδάνου, άλλο στο δικό σου), έκανα χθες εκκαθάριση στο σπίτι.
Δεν είμαι φίλος του αλκοόλ και έτσι δεν είχα άδεια μπουκάλια. Δεν είμαι φίλος της βίας και έτσι δεν είχα οτιδήποτε θυμίζει όπλο. Καλού-κακού όμως, χάρισα το σετ μαχαιριών του σεφ και ένα σουγιαδάκι στον αποπάνω, που έχει μονίμως επηρμένη την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι –αυτός δικαιούται να κατέχει οτιδήποτε (έχει και όπλο στο σπίτι, όπως μου έχει εξομολογηθεί).
Οπότε επικεντρώθηκα στη βιβλιοθήκη. Εκεί ναι, κάποιοι τίτλοι ήταν όντως για έκτακτο στρατοδικείο. Και πρώτο-πρώτο καθάρισα το ράφι με τα Ιερά Βιβλία Πασών των Θρησκειών. Άφησα μόνο Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Στην κούτα το «Κεφάλαιο» του Μαρξ (στα γαλλικά, ποτέ δεν εμπιστεύθηκα τις μεταφράσεις του κκε), στην κούτα το Κοράνι (άντε να πείσεις ότι δεν είσαι ισλαμοτσιράκι του Σόρος τέτοιες εποχές), στην κούτα και η Μπαγκαβάτ-Γκιτά (γραμμένη από σκούρους λάθρο, για όσους γνωρίζουν).
Έβαλα μέσα καλού-κακού και έναν παλιό Παγκόσμιο Άτλαντα, γιατί δεν είναι εύκολο πλέον να επιχειρηματολογήσεις ότι η Γη είναι στρογγυλή.
Τελευταία στιγμή με έκοψε κρύος ιδρώτας. Είχα ξεχάσει το πτυχίο της Κοινωνιολογίας (αναρχοκομμουνισμένοι οι κάτοχοί του, στρέιτ θρου για αναμόρφωση στη Μακρόνησο). Βαθιά στην κούτα κι αυτό.
Αμέσως μετά, βρήκα στο Δίκτυο και τύπωσα ένα ωραίο πτυχίο του Κωλάμβια και ένα ωραιότερο ΜΒΑ από το Χάρβαρδ Μπίζνες Σκουλ. Αύριο που θα τα παραλάβω κορνιζαρισμένα και θα τα κρεμάσω στο καθιστικό, θα νιώσω πραγματικός υπήκοος Κουλάνδης, έτοιμος για ανώτερα αξιώματα.
Η κούτα βρίσκεται θαμμένη σε ασφαλές σημείο, εκτός Περιφερείας Πρωτευούσης.
[Γιάννης Αγγελάκας & Νίκος Βελιώτης: Μπασταρδοκρατία, άλμπουμ: Λύκοι στη χώρα των Θαυμάτων (Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού – Volume 1). Διασκευή του τραγουδιού της Γενιάς του Χάους (1984)]
Ως (λευκός) αράπης Έλληνας είδα έναν (μαύρο) αδελφό μου να ανέρχεται.
Ελληνικός δεν σημαίνει σημαιούλες, περικεφαλαίες, τσολιαδάκια, παρελάσεις, σύνορα, χωροφυλάκοι, αίμα, μίσος, DNA.
Ελληνικός σημαίνει συμμετοχή σε μια γλώσσα και σε μια παιδεία (κουλτούρα την αποκαλούμε πλέον) που θεμελιακά συστατικά της είναι η συμπερίληψη και όχι ο αποκλεισμός, το κυνήγι της αρετής και όχι του πλούτου, η εν δήμω ισότητα και όχι η εν ιδιωτεία ανισότητα, η παγκοσμιότητα μέσα από την τοπικότητα και όχι η επιβολή της τοπικότητας ως παγκοσμιότητας.
Σήμερα εξέχει ένας ελληνονιγηριανός αδελφός. Και όχι μόνο για το επίτευγμα, αλλά -εκεί είναι η μεγάλη περηφάνεια- και για το ήθος της ταπεινότητας και της ανοιχτής καρδιάς, και μάλιστα μέσα στο επίκεντρο του τσίρκου της εγωπάθειας που είναι η διασημότητα.
Ένας ελληνονιγηριανός αδελφός: το ίδιο ακριβώς πράγμα με έναν ελληνοαρβανίτη, ελληνόβλαχο, ελληνοπόντιο, ελληνοκύπριο, ελληνοαιγυπτιώτη, ελληνομικρασιάτη, όπως όλοι μας, απόγονοι των κάποτε προσήλυτων σε αυτή την παιδεία.
Και το αγόρι από το hood των Σεπολίων στέκεται δίπλα στον μύθο Καρήμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ. Τον “I’m black and I’m proud” Καρήμ. Και αυτοί είναι οι δύο κορυφαίοι παίκτες που αναδείχθηκαν μέσα από τους Μπακς του Μιλγουώκη.
Δηλαδή τι άλλο θέλω για να είμαι περήφανος;
Και οι δύο φύσεις μου χοροπηδάνε. Στο ένα αυτί βουίζει ο Βαμβακάρης, στο άλλο ο Τζέιμς Μπράουν.
Κάτι που με κάνει να μην ακούω ούτε σκουληκιασμένους εθνικιστές της ρουφιανιάς ούτε άνιωθους διεθνιστές της αερολογίας.
Βιωμένη διαλεκτική, μπίτσεζ!
Υ.Γ.: Και όχι, αυτή την ελευθεριακή, κοινοτιστική κουλτούρα της δημιουργικής σύμμειξης δεν την χαρίζω σε κανένα ναζίδι, σε κανέναν σκατόψυχο νεοβάρβαρο με γαλανόλευκο ιχώρ.
[Os Mutantes: “Ave, Lúcifer”, άλμπουμ: “A Divina Comédia ou Ando Meio Desligado”, 1970]
Μια μικρή ανασκόπηση του τρόπου με τον οποίο φτάνεις να εκλέγεις έναν καραμπινάτο (pun intended) ακροδεξιό που -κλασικό σετάκι- λατρεύει την τρέχουσα ληστρική εκδοχή της “ελεύθερης οικονομίας”.
Δεν είναι πρωτότυπη αυτή η αφήγηση: παρόμοιοι χειρισμοί οδήγησαν τόσο στην εκλογή Τραμπ όσο και στο Μπρέξιτ. Απλώς, σε αυτή την περίπτωση, δεν έχεις τόσο όμορφη θεσμική βιτρίνα και τα πράγματα είναι πολύ, πάρα πολύ ωμά.
Πάμε λοιπόν. Σε μια πολύ πλούσια χώρα με έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, η διαφθορά οργιάζει. Σε πολιτικό επίπεδο, οι βουλευτές δεν διστάζουν να αλλάξουν κόμμα και θέσεις ανά πάσα στιγμή, αναλόγως πώς ξύπνησαν το πρωί (ενίοτε, και με έναν κίτρινο φάκελο γεμάτο μετρητά στο προσκεφάλι τους).
Κάποια στιγμή, ο μονίμως αγόμενος και φερόμενος λαουτζίκος ανεβάζει στην εξουσία ένα αριστερό κόμμα, μετά από μια μείζονα οικονομική κρίση, έχοντας μπουχτίσει από την εναλλαγή διάφορων -και καλά “αντίπαλων” μεταξύ τους- εκπροσώπων της άρχουσας τάξης, η οποία δεν παύει, κρίση-ξεκρίση, να βλέπει το πορτοφόλι της να παχαίνει.
Το “αριστερό” κόμμα πολύ σύντομα αποδεικνύεται έξτρα πραγματιστικό και συμβιβαστικό, προκειμένου τόσο να διατηρήσει τη διακυβέρνηση όσο, όμως, και να βάλει μπροστά κάποια μέτρα ανακούφισης του λαουτζίκου.
Οι πολύ αριστεροί ξενερώνουν, η πολιτική ατζέντα νερώνει, η “εξ αριστερών” εναρμόνιση με την παγκόσμια τάξη προχωράει μια χαρά, αλλά μια χαρά προχωρούν και αρκετά μέτρα άμβλυνσης των βάρβαρων κοινωνικών ανισοτήτων.
Στο μεταξύ, οι πρώην, οι Δυνατοί, οι άρχοντες, λυσσάνε, γιατί η κουτάλα δεν βρίσκεται πια αποκλειστικά στα χέρια τους. Τα φίλα προσκείμενα σε αυτούς ΜΜΕ ξερνάνε κάθε μέρα χολή, αλλά νταξ, ο λαουτζίκος, κάπως ανακουφισμένος, επιμένει στην επιλογή του και συνεχίζει να βγάζει προέδρους από το ίδιο κόμμα.
Ώσπου ξεκινά μια συντονισμένη εισαγγελική έρευνα για την πιο σάπια και λαδιάρικη εταιρεία που, μεταξύ άλλων, τα έχωνε σε όλους ανεξαιρέτως τους πολιτικούς. Βεβαίως, σε πολιτικό/ποινικό επίπεδο, μόνο το “αριστερό” κόμμα την πληρώνει: πρώτα καθαιρείται η εν ενεργεία πρόεδρός του, χωρίς οριστικές αποδείξεις, και αντικαθίσταται από έναν συντηρητικό ο οποίος ήταν χοντρά εμπλεγμένος, και πολιτικά και προσωπικά, στο σκάνδαλο.
Στη συνέχεια, ο πρώην “αριστερός” πρόεδρος, που κατεβαίνει ξανά στις εκλογές ως φαβορί, καταδικάζεται σε σκληρή φυλάκιση και του στερείται η υποψηφιότητα, για μια βίλα, της οποίας του είχε παραχωρηθεί μόνο η χρήση, μετριέται όμως σαν να είχε λάβει την κυριότητά της ως μπαξίσι.
Κοντολογίς, η “αριστερή” διαφθορά συνίστατο στην αποδοχή ενισχύσεων για το κόμμα και μερικών παιχνιδιών καλοπέρασης – και κόστισε δύο προέδρους. Η διαφθορά του συστημικού μπλοκ σήμαινε σακούλες με μετρητά, υπεράκτιες εταιρείες, προσωπικούς και πολιτικούς χρηματισμούς, αλλά ούτε (πολιτικό) ρουθούνι δεν άνοιξε.
Αποδυναμωμένο από τον αρχηγό του και ψιλοδιωκόμενο στις προεκλογικές εκδηλώσεις του, το “αριστερό” κόμμα ασθμαίνει. Ταυτόχρονα, οι εκπρόσωποι του συστημικού μπλοκ ψιλοβυθίζονται μπροστά σε έναν ορμητικό υπερσυντηρητικό οπλόκαυλο, λευκό και ρατσιστή υποψήφιο, που επικαλείται τον θεό σε κάθε του ομιλία, καταδικάζει τις εκτρώσεις και γουστάρει τη (ματωμένη) εποχή της δικτατορίας – και βεβαίως υιοθετεί πλήρως τη νεοφιλελεύθερη οικονομική ατζέντα.
Αυτός δεν ενοχλεί τις παραδοσιακές συντηρητικές δυνάμεις, τουναντίον – αφού ο λαουτζίκος μάς έχει σιχαθεί, ας πάει με τον χουνταίο νομίζοντας ότι θα φέρει σταθερότητα, νόμον και τάξιν. Δε πα’ να πυροβολάει μαύρους και διαφωνούντες στον δρόμο, ευτυχώς γλιτώσαμε από τους απλυταραίους.
Διακρίνω ένα μοτιβάκι εδώ. Όταν δεν καταλαβαίνεις ότι στην πολιτική, και ιδίως σε αυτή την παγκόσμια συγκυρία, το μη χείρον είναι βέλτιστον, κερδίζεις δωράκι λυσσασμένους ακροδεξιούς.