Author: Βέρα Ι. Φραντζή

  • Σημειώσεις πραγματικότητας #20180516

    Δεν ξέρω τι με βρήκε πρώτο. Η λογοτεχνία ή το περπάτημα, αλλά αυτά τα δύο συνδέονται μεταξύ τους με έναν άρρηκτο δεσμό. Και φυσικά να κατανοήσεις που βρίσκεσαι και με ποιους.

    Τα ταξίδια είναι η ζύμη πολλών ανθρώπων, αλλά συναισθηματικά το να περπατάς στις γειτονιές σου διατηρεί το μυστήριο των λεπτομερειών. Κάθε μέρα το ίδιο, μα κάθε μέρα ένα διαφορετικό ποτήρι με ρήξεις και αντιστάσεις, μισοστραπατσαρισμένο, πολτοποιημένο και μπαταρισμένο σύμφωνα με τις συμβάσεις της ΕΕ προς ανακύκλωση και ρημαδιό και ξανά ζωή.

    Και στρίβω τη γωνία και τα παιδιά παίζουν κρυφτό και φέγγουν οι επιδερμίδες τους μέσα στον καλοκαιρινό καιρό που μας έφεξε σε αυτήν την χώρα. Μάης μήνας -λίγο πριν το φαινόμενο του θερμοκηπίου μας μετατρέψει σε εντελώς ακέφαλα φυτά με ρίζες μέσα στα άδεια πορτοφόλια μας.

    Η δροσιά σε βρίσκει στη διασταύρωση και σε σπρώχνει, σκοντάφτεις, πέφτεις με τα μούτρα πάνω στην κλειστή εδώ και καιρό παιδική χαρά. Έργα, έργα, προστασία και σκουριά. Γύρω γύρω τα παιδιά. Σαν αυτές τις μέλισσες που δεν μπορούν να πετάξουν και θα αφανιστούν. Αποκαρδιωτική εικόνα.

    Το σουβλατζίδικο της γειτονιάς έχει αυτή την εσωτερική διακόσμηση της μίνιμαλ κουλτούρας των λαϊκών μαγαζιών. Ένα κάδρο με τον πατέρα και ιδρυτή του καταστήματος να την τρως κατακέφαλα με το που κάνεις ποδαρικό στον χώρο. Αριστερά το μαγειρείο με τις αλουμινένιες επιφάνειες να τρίζουν, να ματώνουν από τη χλωρίνη και το βετέξ. Δύο αρρωστιάρικοι γύροι, χοιρινος και κοτόπουλο, περιστρέφονται και ξεραίνονται σιγά-σιγά. Αναιμικοί και οι δύο όπως και η πελατεία του μαγαζιού. Όμως, η επιγραφή γράφει από το 1968. Αυτό φτάνει για να μείνω εδώ ακόμη και εγώ. Μου το επιτάσσει η συνείδησή μου. Πώς να φύγεις; Πού να αφήσεις το τίποτα που είναι κάτι εδώ που τα λέμε όπως η φουσκάλα στον καφέ;

    Οι γονείς με τα κουτσούβελα φόρεσαν τις λαστιχένιες παντόφλες. Το σπίτι ορθάνοιχτο απέναντι τους με την τηλεόραση να διαφημίζει εμμονικά το νέο πιεσόμετρο. Ντιριντάχτα.

    Το ζευγαράκι στο μοναδικό από κτήσεως της πλατείας παγκάκι που μένει στη σκιά των λαμπτήρων του δρόμου έχει φτιάξει ένα σίγμα. Οι οθόνες των κινητών αναδεικνύουν από κάτω προς τα πάνω το νεανικό τους δέρμα.

    Στο κλείσιμο της βραδιάς μία περιποιημένη πόρτα με τη γλάστρα και τα καλλιγραφικά γράμματα στο κουδούνι.

    Πώς να φύγεις;

  • Mαστερσεφικά

    Eν τω μεταξύ το #MasterChefGr πρέπει να είναι το μοναδικό τηλεπαιχνίδι που δεν πήρε μέρος πρώην του ΛΕΠΑ.

  • Από το ημερολόγιο της Συλβί/ Ημέρα κατάνυξης και συνειδητοποίησης

    Η αγαπημένη μας παραλία αντικατόπτριζε τον τρόπο που αγαπιόμασταν. Η αμμουδιά της δημιουργούσε λοφίσκους μαλακούς και πλαδαρούς που σε κάθε βήμα έπνιγαν το πέλμα σου ως τον αστράγαλο και παρόλη τη ζέστη του θέρους ήθελες να χώσει το σώμα σου εκεί μέσα και να σε αγκαλιάσει η φιλόξενη θερμοκρασία της. Διατηρούσε μία ευχάριστη υγρασία παραδόξως. Και για την υγρασία στην επιδερμίδα της και για την υπερβολικά υψηλή θερμοκρασία.

    Το νερό δε πράσινο με γαλάζιες πτυχώσεις. Πατούσες σε ψιλή χρυσόσκονη και περπατούσες σε ρηχό δροσερό νερό μέχρι να βαρεθείς αυτήν την πλάση και την άκρη της και να γυρίσεις πίσω στη στεριά.

    Φυσικά υπήρχαν ελάχιστοι καλοθελητές να την αφαιμάξουν οικονομικά και ουδείς δεν είχε διάθεση για συμπράγκαλα και μοναξιές.

    Εμείς παρόλα αυτά είχαμε ο ένας τον άλλον.

    Το δωμάτιο ήταν ισόγειο και δεν έβλεπε την θάλασσα παρά σε μία φωτογραφία μιας κορνίζας.

     

    [ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Eίχα μία καθηγήτρια στη Φιλοσοφική που την θυμάμαι καλύτερα από όλες. Ήταν ογκώδης όχι γιατί είχε τόσο κιλά πάνω της. Ήταν βέβαια αρκετά ψηλή και μαυριδερή.  Φορούσε κάτι φαρδιά ρούχα τα οποία δεν μπορούσες να περιγράψεις αν ήταν πουκάμισο, φόρεμα, ζακέτα. Όλα πάνω της ήταν μία  μάζα, φορούσε χρώματα αλλά ήταν όλα σαν μαύρα. Το δέρμα της ήταν σαν συρματόπλεγμα, τα μαλλιά της σαν ηλεκτρικά καλώδια, το βάδισμά της αντηχούσε στους διαδρόμους. Μας είχε περιγράψει μία φορά τον εαυτό της μέσα από τα λεγόμενα μίας γερόντισσας ως «Μία Μανιάτισσα με χοντροπάπουτσα». Και μέσα όλο αυτό ξεχώριζαν δύο λαμπρά μάτια που ακόνιζαν όλον τον χώρο και φυσικά ένα πνεύμα που σε τρόμαζε από την οξύτητά του. Αποτύπωμα.

    Είδα όλες τις φωτογραφίες από το #ΜetGala και φυσικά έχω μείνει με ανοιχτό το στόμα. Τι σώματα, τι υφάσματα, τι προϋπηρεσία. Και δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου ήρθε στο μυαλό αυτή τη γυναίκα να εμφανίζεται εκεί πέρα ανάμεσα σε όλο αυτό το σκυλολόι με τα μαύρα της κουρέλια και να τραβάει όλα τα φλας, όλα εκείνα τα μικρά κλικ όχι γιατί τα είχε ανάγκη μα είναι η αντίστιξη, ηλίθιε. Πάντα με τραβάει προς το μέρος της και δεν μπορώ, δεν μπορώ να μην τη σημειώσω.]

  • Tσιτάτα για ημερολόγια #5

    Θα ζούσα έναν σαρκοβόρο έρωτα, αλλά μας φάγανε λάχανο οι αντισπισιστές

  • Σημειώσεις πραγματικότητας| Κούλουμα σαπουνέ

    Στη γειτονιά ανάμεσα στα προσφυγικά, τα αναπαλαιωμένα χαμόσπιτα σε μικρές ιλουστρασιόν βιλίτσες με κλιματισμό και ιδιωτικό πάρκινγκ, τις πολυκατοικίες με δορυφορικες κεραίες και τα ψιλικατζίδικα με τις σερβιέτες των 5 ευρώ που σε βρίσκουν απόγευμα Κυριακής στην ανάγκη… υπάρχει ένα χαλβαδοποιείο!

    Και όμως!

    Στη μέση της τοπικής κοινωνίας της Κοκκινιάς κοντά στην παλαιοημερολογήτικη εκκλησία του Πέτρου και Παύλου και τα σκονισμένα συνεργεία αυτοκινήτων, τα κομμωτήρια των Πακιστανών και τα δερματάδικα με τα μπορντό μακριά παλτό που φορούσε ο Κιάνου Ριβς στο Μάτριξ, υπάρχει ένα μικρό εξειδικευμένο εργαστήριο χαλβά.

    Έχει τις χαλβαδόπιτες Σύρου, το σαπουνέ και φυσικά τον μακεδονικό.

    Χαράς ευαγγέλια χθες και σήμερα! Ουρές ο κόσμος για να πάρει ένα κομμάτι θεογενές γλύκισμα. Λίγο σιναχώθηκα με την κίνηση του κόσμου να συμβάλει στις προσπάθειες συντήρησης της οικογένειας αυτής, η οποία διατηρεί το συγκεκριμένο μαγαζάκι μέσα στη λαίλαπα της τυποποίησης του συγκεκριμένου προϊόντος της βιομηχανικής παραγωγής. Είμαστε ακόμη μερακλήδες, λοιπόν. Μας ενδιαφέρει το καλό υλικό δίπλα στα υποπροϊοντα με τρας λιπαρά του Λιντλ.

    Παραδοσιακή μου αγάπη, μείνε στη ζωή μου. Δυναστεία είμαστε, όχι λαός.

    Λίγα μπράβο στη ταμειακή με το μικρό ρολάκι που μοιάζει με κομπιουτεράκι και οι προγραμματιστές γελάνε με την απλοϊκότητας της και το μικρό Ζ που βγάζει αγκομαχώντας το βράδυ.

    Κάπως έτσι, Καλά Κούλουμα.

  • Valentine’s Day πουλάκ’ μ’

    Για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου θα σας υπενθυμίσω μονάχα πως όλα τα αφεντικά την ίδια μούρη έχουνε.

  • Το ημερολόγιο της Συλβί | Αναγεννώντας τον Καβάφη μέσα της

    Υπήρχε ως νοοτροπία με την κυκλοφορία περιοδικών όπως το «Αθηνόραμα» εκεί γύρω στα 2000. Παραστάσεις, εστιατόρια, ιβέντς, πάρκα θεματικά. Χιλιάδες προτάσεις να περάσεις τον ελεύθερο χρόνο σου μέσα στην πόλη. Θα σπαταλήσεις και άλλο τόσο χρόνο στον δρόμο με τις μετακινήσεις και πάει και αυτή η μέρα, πάει η αργία, πάει το σαββατοκύριακο, πάνε οι γιορτές των Χριστουγέννων, πάνε οι διακοπές του Αυγούστου, πάει το ταξίδι του μέλιτος, πάει η παιδική ηλικία και εφηβική, φτου και πέθανα.

    Ειδικά τώρα με τα σόσιαλ μίντια, τα τσεκ ιν, τις συγκρίσεις στη δημοτικότητα, ευζωία, χαρά, τις συγκρίσεις στην φιλία, την ερωτική σχέση, κάθε είδους διαπροσωπική σχέση όλοι μπουχτίζουν τις ζωές τους με καφεδάκια, σινεμαδάκια, φαγητάκια στο πόδι και στο τραπέζι, ταξιδάκια, δώρακια, ψωνάκια.

    Το μυαλό άραγε λειτουργεί;

    ‘Η μέσα σε αυτήν την υπερβολική μετακίνηση, τις πολλές τις συναθροίσεις -που θα έλεγε και ο ποιητής-, τις αναρτήσεις στα μπαράκια και στα κλαμπάκια με φαν φατσούλες και μπεκροπιόματα και ξανά και μανά αλισβερίσι και ξενύχτι και παρεούλες δίχως νόημα και οίστρο και ίδιες συζυτήσεις για τον καιρό, τους μισθούς, τα αφεντικά, το φλερτ με τον απέναντι και τα τσιγάρα να σβήνουν και να ατμίζουν τα ηλεκτρινικά μαραφέτια και να παίρνουν φωτιά οι εσπρεσιέρες και τα τζελάτο να λιώνουν στα πιάτα και τα καπκέικς να σερβίρονται σε ρετρό πιατάκια και εσύ να παρακολουθείς τη ζωή σου μέσα από καρέ  πλαστικοποιημένων ευτυχισμένων στιγμων ή ακόμη χειρότερα με καμία διάσταση μέσα σε μία οθόνη και ιστορίες στο Ισνταγκραμ και τουίτς και στιλιζαρισμένα χαμόγελα σε φωτογραφίες που τις βλέπουν χιλιάδες μάτια. Και εκατομμύρια αν είσαι τυχερός όπως η Κιμ Καρντάσιαν.

    Και το μυαλό άραγε δουλεύει;

    Ιδρώνω όταν σκέφτομαι.

    Με το μυαλό μου και το σώμα μου έχω κάνει χιλιάδες πράγματα που άλλοι δεν τα έχουν φανταστεί ποτέ.

    Και ας κάθομαι στο σπίτι μου και είμαι δουλειά σπίτι, το τεθλιμμένο ρεπορτόριο ενός άφραγκου  υποταγμένου υβριδικού ανθρώπου που τρώει παραφουσκωμένες πιπεριές που μυρίζουν περισσότερο κολλαγόνο και από τα κοτόπουλα σε περίοδο πάχυνσης για σφάξιμο προπαραμονή Χριστουγέννων.

    Έτσι μου είπε η βάβω η συνείδηση λίγο πριν πεθάνω. Δεν μετάνιωσα εν ολίγοις για τα ταξίδια που δεν έκανα, για τις διασκεδάσεις που ακύρωσα, για τις φιλίες που δεν δοκιμάστηκαν και τα τηλέφωνα που δεν σήκωσα.

    Τουλάχιστον δεν κουράστηκα, αλλά πιο πολύ κουράστηκα.

  • Xειμερινοί Ολυμπιακοί αγώνες….

    Ταξικό μίσος για τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς αγώνες των αθλημάτων όπως αλπικό σκι και κουραφέξελα σε λευκό χιόνι και 3-4-22 πηγάδια αθλητών με πόρσε καγιέν που θα τους χειροκροτήσουν δικτάτορες όπως η αδερφή του Κιμ Γιο-Γιονγκ.
    ΧΑΟΣ.

  • Η αυλή μου πάντα

    H αυλή του σπιτιού μου ήταν πάντα ένα παράδοξο κρησφύγετο των παιδικών μου χρόνων. Κυκλωμένο από τους τοίχους των γύρω πολυκατοικιών και τις πίσω βεράντες των διαμερισμάτων της δικής μου πολυκατοικίας, το μακρόστενο κομμάτι του ουρανού σαν καπάκι και δίοδος ελευθερίας μαζί. Αστικές ενατενίσεις και εκμυστηρεύσεις. Πάντα στη σκιά και πάντα στο φως.

    Μια διεξοδική μορφή φυλακόβιου κοινόχρηστου χώρου όπου οι κουβέντες από τις ανοιχτές τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, οι τσιρίδες από τους καβγάδες, τα βογγητά από νεόκοπα ζευγάρια και φυσικά οι πνιχτές σαν σε απομακρυσμένο μεγάφωνο ιαχές των αυτοκινήτων από την λεωφόρο, όλες ένα ντουμάνι ιστοριών και ηδονικής αφήγησης μιάς πόλης κάπου στον κόσμο. Όλες πάνω από το κεφάλι μου στο μεγάλο τασάκι της αυλής, στο κέντρο του οικοδομικού τετραγώνου. Καταπληκτική ενορχήστρωση με μαέστρο την ρουτίνα.

    Το ζεστό μωσαϊκό κάτω από τα πόδια μου μετά το απομεσήμερο με τις ρωγμές του από τους σεισμούς έμοιαζε με φιλικό πεζοδρόμιο και σαν χαμίνι -με την ευκολία όμως του σπιτιού του- ήταν η σκηνή των παιδικών καλοκαιρινών μου περιστατικών, μεγάλων και μικρών.

    Τα μεγάλα μυρμήγκια λιάνιζαν τις γλάστρες. Οι γάτες περπατούσαν στα γείσα των τοίχων, τα ποντίκια το έσκαγαν από τα διπλανά σπίτια και χώνονταν στο σιφόνι της αποχέτευσης, οι γλάστρες έλαμπαν από ήλιο και ξεκούραση. Χλωρίδα και πανίδα ενός βιότοπου με συγκεκριμένες παροχές και περιθώρια.

    Ό,τι απέμεινε από επικοινωνία μεταξύ γειτόνων, η αυλή σαν αρχαίος αθηναϊκός χώρος συνάθροισης είχε τη δική του ιστορία. Ένιωθες ασφαλής και ας πετούσαν γόπες, ουρανοκατέβατες αναφλέξεις της στιγμής.

    Εκεί στον αθέατο κόσμο τους μεγαλώνουν παιδιά, γιαγιάδες κουτσομπολεύουν, μπουγάδες στεγνώνουν, τσιγάρα καπνίζονται τα βράδια του χειμώνα, κρυφά τηλεφωνήματα χτυπάνε, μωρά συλλαμβάνονται κάτω από το μακρόστενο κομμάτι ουρανού.

     

  • Tσιτάτα για ημερολόγια #4

    ‘Ασε την κυτταρίτιδα να φύγει και αν δεν ξαναγυρίσει δεν ήταν ποτέ δική σου.