Author: Βέρα Ι. Φραντζή

  • Γίνονται πραγματάκια στα ΜΜΜ

    Στο βαγόνια του Μετρό πριν λίγο καιρό βρέθηκα στην ευχάριστη θέση του συμμετέχοντα σε πείραμα. Δεν ρωτήθηκα φυσικά, αλλά σίγουρα ήταν λιγότερο δυσάρεστο από τις ουρές για την έκδοση ηλεκτρονικών εισιτηρίων. Μπαίνω μέσα λοιπόν και διαπιστώνω πως πριν την κάθε αναγγελία και μετά από αυτήν, πέφτει χαλί μουσικής υπόκρουσης που θυμίζει μπιτάκι σε τηλεοπτικό σποτ της δεκαετίας του ’90 για αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Κοιτάζω γύρω μου, κοιτιέμαι με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες… δεν είμαστε στον διάδρομο με τα «ζυμαρικά, ρύζι και σάλτσες». Ξανά μανά στον επόμενο σταθμό τα ίδια. Γειά σου τσολιά μου με το κλαρίνο σου!

    Έχει κάνει δουλίτσα η κυρία που προσελήφθη για μουσικές επενδύσεις στους χώρους των ΜΜΜ. Βέβαια, το κόψανε μετά από δύο μέρες. Τόσο κράτησε η… χαρά μας.

  • Σταρ Ελλάς

    Όταν μπαίνω στο λεωφορείο και χτυπάω το ηλεκτρονικό εισιτήριο, αρκετοί συνεπιβάτες με κοιτούν, με περιεργάζονται και ακούω σούσουρο γύρω μου.
    Ό,τι ζούμε τώρα. Μετά τις 10 Νοεμβρίου κομμένα αυτά τα σταριλίκια.

  • To ημερολόγιο της Συλβί | Ημέρα Αναπλήρωσης Κενών της 12ης του Πράσινου Μήνα

    Φοβάμαι τους ανθρώπους. Πολύ. Φοβάμαι όταν περπατάνε από πίσω μου, ακουμπώντας την πλάτη μου με την σκιά του. Τους φοβάμαι όταν θέλουν να γίνουν φίλοι μου περισσότερο από εχθρούς μου. Ο ξένος που γνωρίζει όλα τα μυστικά μου και τις πιο σπουδαίες στιγμές μου, αυτές της ρουτίνας.

    Και τις δεύτερες σκέψεις τους, και την μυρωδιά τους την ανθρώπινη που την κρύβουν κάτω από αρώματα. Τις φοβάμαι.

    Μου αρέσει η μυρωδιά του δέρματος όπως αυτή ανεκμετάλλευτη υπάρχει μέσα στις χούφτες και ανάμεσα στα στήθη. Εκεί νιώθω ότι δεν μπορεί να με αγγίξει καμία δύσκολη αντίδραση. Δεν χρειάζεται αντανακλαστικά ούτε ξυπνητήρια ούτε έτοιμα αμυντικά λογύδρια εκεί.

    Οι άνθρωποι φθονούν πικρά και μοιάζουν διορατικοί μέσα στην ψευδαίσθηση που σου δημιουργεί αυτό το ρεπό από τη λογική. Αυτόν που ζηλεύει και αναμασά ό, τι μοχθηρό έχει ένα συκώτι ταλαιπωρημένο από οινόπνευμα, ομίχλη και χαπάκια αδυνατίσματος, ευφορίας, ηρεμιστικών, τον εκλιπαρείς προς την επιφάνεια και εκείνος δέρνει τον αέρα.

    Τους φοβάμαι τους ανθρώπους. Μοιάζουν φυλακισμένοι των κοσμητικών επιθέτων, των ουσιαστικών που έχουν πέλος και το χαϊδεύουν φιλήδονα σαν βασιλιάδες στο θρόνο. Αυτάρεσκοι ομιλητές κακοποιούν την γλώσσα για να εκτοξεύσουν γροθιές, ομφάλιους λώρους που σε δένουν προς το ματαιόδοξο σχέδιο της ανωτερότητας.

    Φοβάμαι και εμένα. Τόσο αλαζονική και νεκρή, να παίζω με τα μπαλόνια μου και να θεωρώ πως δεν με αγγίζει ούτε το οξυγόνο. Που θεωρώ ότι επειδή με έχω περάσει με αντισκωριακό και τα δόντια μου φέρνουν με τις ατσάλινες λαβίδες χειρούργων, μπορώ να αναπνεύσω μέσα σε κάτι που σίγουρα που δεν μοιάζει με ερωτική ουτοπία ούτε με τον Καιάδα. Κάπου ανάμεσα, ταλαιπωρούμαστε τόσο με την ανθρώπινη ύπαρξη.

    Να σας αρωματίσω;

  • Το ημερολόγιο της Συλβί| Ημέρα Αποσύνθεσης της 11ης του Πράσινου Μήνα

    Θα μπορούσα να μην τα γράψω ποτέ αυτά. Η κρυφή μου ελπίδα είναι να τα διαβάσει κάποιος και να με συμπονήσει. Έπειτα να με κατανοήσει και τελικά να προστατευθεί. Έχουμε όλοι φρούδες ελπίδες για τη δύναμη όσων γράφουμε ακόμη και σε ημερολόγια. Όσο μεγαλώνουμε, πιστεύουμε πως είναι ακόμη πιο σημαντικά και έχουν βαρύτητα ή μπορεί ακόμη και να είναι εμπορικά. Βέβαια, το ημερολόγιο δεν είναι ένα είδος που ξεκινά με σκοπό την εμπορικότητα, αλλά αν μπορούσε να πουλήσω τον εαυτό μου σε μένα θα μου τα διάβαζα. Άλλωστε, ανάμεσα στα σαρδάμ, τις μοιρολατρίες και ένα σωρό άγαρμπες ερωτήσεις που έχω διαπράξει πριν το απονενοημένο διάβημα να αρχίσω να καταγράφω λεπτομέρειες, τσιτάτα για χαρτάκια ημερολογιακά και φυσικά τις συζητήσεις αυτές που έγιναν και εκείνες που δεν έγιναν και κάποιες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει αν υπήρχε η δυνατότητα συνεννόησης, υπάρχει πάντα η ευγένεια του λευκού χαρτιού.

    Μερικές φορές υπάρχει πάντως και η σύμπνοια των σκέψεων των ανθρώπων. Και γίνεται πάνω από γλώσσες ή ομοιότητες ή συνήθειες. Όλοι οι άνθρωποι ας πούμε βιώνουν την κατασπατάληση, την απόλυτη και διαυγή βιαιότητα  της ρουτίνας και είναι τόσο σκληρό το κομμάτι αυτό της ζωής, τόσο στυγνό, τόσο ιδιοτελές που σε καταπίνει και μερικές φορές σε κάνει εγκληματία, απατεώνα. Και ανάμεσα στις άδειες συσκευασίες πλαστικών καθαριστικών και άλλων τόσων δωροεπιταγών και ακόμη μικρών ακουστικών κλασμάτων όπως το κουδούνι ή οι καθημερινές νότες της καρδερίνας μέχρι του εντερικού μας συστήματος τις λαϊκές άριες, το ίδιο μοτίβο είναι αφόρητο για κάποιον με νόηση, αλλά συναισθηματικά σταθερό και φυσικά θαλπωρή για το ευτελές και ακάθαρτο ανθρώπινο σώμα. Ευτυχώς, υπάρχει το σεξ. Μόνο αυτό είναι ένα υπολογίσιμο είδος που σε βγάζει από την φλύαρη πλευρά σου. Μόνο αυτό σε εξομοιώνει με υπεράνθρωπο μέσα σε αυτήν την μακάβρια ευθεία όμοιων τελειών, κεφαλαίων και χειρουργείων. Και εγώ το βρήκα αυτό ως τον απόλυτο οδηγό επιβίωσης…

  • Toυ talent το σόου

    Βλέποντας χθες μία εκπομπή για ανάδειξη μουσικών ταλέντων, διαπίστωσα πως τουλάχιστον οι περισσότεροι που τραγουδούν -ασχέτως καλής, σωστής, μέτριας φωνής- δεν αγαπούν τα μπουζουκονταγλάν. Πέρα από ελάχιστες εμφανίσεις (2 ή 3 ανάμεσα σε 30) κατευθείαν από πίστα στη συνολική παρουσίαση του talent show, όλοι οι υπόλοιποι ήταν ποπ, ροκ, έντεχνο, σύγχρονο, δικό τους μίγμα, κλασικό από τραγούδι και επιρροές. Άρα, το κοινό είναι αυτό που θέλει έκπτωση των καλλιτεχνών. Το κοινό εμπορεύεται την ποιότητα, το είδος, το φάλτσο, την ομοιογενοποίηση, την εκγύμναση, το μπούστο, το λάθος και το σωστό. Οι καλλιτέχνες έχουν τη λόξα τους και αυτή να θέλει να γίνει φακές, ενοίκιο και μπεντζίνα, πρέπει να στρέψει την προσοχή του στην καψούρα, που πάλι θα αναρωτηθώ αν υπάρχει πέρα από τους θεατρινισμούς πάνω στο ντιριντάχτα τους τσιφετελιού.

  • #Ποίημα20171018

    Τα ναρκωτικά δεν μπορούν να κάνουν πιο δημιουργικούς τους καλλιτέχνες. Μπορούν όμως να τους κάνουν λιγότερο ανυπόφορους.

    Τα ηρεμιστικά δεν μπορούν να κάνουν πιο ήσυχους τους καλλιτέχνες. Μπορούν όμως να τους κάνουν πιο σιωπηλούς.

    Καθολικά δεν υπάρχει ντόπα καλλιτεχνικής έκρηξης πέρα από τον έρωτα, την έλξη, την πικρία, την αποβολή, τα μανουάλια με άκαυτα κεφάλια.

    Η ποίηση δεν βρέθηκε εδώ για να σε δυσκολέψει, αλλά για να σε κάνει πιο συμπονετικό. Νομίζεις ότι είναι εύκολο ένα εκούσια σαρκοφάγο ζώο με τα ακρωτηριασμένα καταναλωτικά υποτυπώδη ένστικτα αυταξίας που αγοράζει λευκούς ταφτάδες για να συγκεντρώσει τη γύμνια του από κάτω και την ηδονική του σχισμή και ογκώδη λαμπυρίζοντα εξαμβλώματα που τα μοστράρει στο τέταρτο δάχτυλο ως λιπαποθήκη κύρους και ανωτερότητας μπορεί να γίνει συμπονετικό, όταν φέρεται τόσο βίαια στον ίδιον του εαυτό;

    Και οι τεμαχισμένες στύσεις κάτω από γραφεία SATO και μέσα σε μεγάλου κυβισμού αυτοκίνητα που μεταφέρουν τόνους φορτίων αυτεξάρτησης από τη ξεκουρδισμένη μανιβέλα της καρδιάς τους, που αλυχτά όσο μπορεί με διαστολές και συστολές συναισθημάτων, καταπνιγμένων κάτω από τον ήχο των κομπρεσέρ και του καρμπυρατέρ και της ηλεκτρονικής υπενθύμισης αφύπνισης για το ξεπλυμένο καθημερινό πρόγραμμα της ανισορροπίας;

    Νομίζεις ότι μπορεί να γίνει συμπονετικός ο αρωματισμένος γιακάς με αιθέρια έλαια που μάζευαν ορφανά της αφρικανικής ηπείρου; Νομίζεις;

  • Σε είδα #1

    Τον είδα να σέρνει το καροτσάκι με τρεις σακούλες πλαστικές μέσα. Η μία πράσινη αφυδατωμένη είχε μέσα μήλα, από εκείνα με τις κίτρινες ρωγμές. Η άλλη μπλε ολόσωμη είχε ντομάτες, από εκείνες τις δύσμορφες, τις μεταχειρισμένες σαν στήθη μάνας. Η τρίτη, λευκή και φθαρμένη, είχε μέσα μία εφημερίδα και ένα κεσεδάκι γιαούρτι. Ωχ, μονάχος. Μόνος εδώ και καιρό με το σιδερωμένο τζιν, όμως, και την καζάκα την γκρι. Μόνος με το καρότσι…

    80, 90…  πόσα λεπτά μόνος.

    Είχα πει στον παππού μου: «Οι άντρες πρέπει να πεθαίνουν πρώτοι, γιατί ποιος θα πηγαίνει μετά στην λαϊκή;»

  • Έχουμε όλα τα εφόδια για να ανήκουμε στους πλουσιοπάροχους κόπι πέιστ υπανθρώπους

    Πάει καιρός που δεν αντέχω πια την πόλη. Ξεχαρβαλωμένες κόρνες, πόδια παντού, μάτια που ρημάζουν πάνω σε κολώνες της ΔΕΗ. Λαβωμένα περιστέρια στα αποτεφρωτήρια των φωταγωγών, μυξωμένοι τροχονόμοι της ηθικής ευταξίας με ράσα.

    Κάθε μέρα στρίβω στον πεζόδρομο «Μάρκος Μπότσαρης». Πέφτω πάνω στα γαμψά νύχια ενός γέροντα καπνιστή. Έχει κρόκους αυγών αντί για κόρες ματιών και το καρό του βαμβακερό πουκάμισο γίνεται όλο και πιο σκονισμένο.

    Μερικές φορές είναι τόσο λαμπερές οι μέρες που μου έρχεται να τρελαθώ από τις γκρι αντανακλάσεις του ήλιου. Μου έρχεται να χτυπήσω το κεφάλι μου σε όλους τους τοίχους, στα θεμέλιά των μαγαζιών, στις λαμαρίνες τους… να γεμίσει κόκκινο, βελούδο, ψαχνό εγκεφάλου, να πέσει το τοίχος, να καταπέσει ο κόσμος, να μπω στη θάλασσα που κρύβεται από κάτω, να γίνω μια κερένια κούκλα, να ζεσταθώ. Μερικές φορές μου έρχεται πραγματικά να τρελαθώ. Και όμως, δεν τρελαίνομαι. Και όμως ο άντρας με το πρωινό του τσιγάρο και το χτιστό του πρόσωπο και τα αποκόμματα για δέρμα κάθεται στο παγκάκι με το συνηθισμένο του απέραντο ύφος και εγώ περνάω από μπροστά του. Και είναι και αυτός εκεί και εγώ απέναντί του. Δυο έκπτωτοι νεκροί με ρήξεις χιαστών και μπουσουλάμε ανάμεσα στους καπνούς και τις ιδέες των ανθρώπων λες και θα βρούμε άκρη, λες και θα βρούμε έρωτα, λες θα βρούμε μόνιασμα.

    Δεν είμαστε μειονότητα.

    Έχουμε όλα τα εφόδια για να ανήκουμε στους πλουσιοπάροχους κόπι πέιστ υπανθρώπους, αλλά καταφέραμε κάτι παραπάνω από το να σφραγίζουμε τα μάτια μας μπροστά στο φως. Γιατί όποιος έχει άνθρωπο που ανήκει στο σπάνιο, το άλλο, το εκείνο, δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια μπροστά στους θλιμμένους ανθρώπους που βιάζονται καθημερινά από την δική μας δυσανεξία στις επιλογές. Ανθρώπινο δικαίωμα του πεθαμένου μου ήταν να μη ζει ξέχωρα από όλους και όμως οι δάσκαλοι, τα παιδιά, οι συμφοιτητές ήξεραν πως κάτι πήγαινε αντίστροφα με αυτό το αγόρι. Είχε κίτρινα μάγουλα, μικρή μυτούλα γαμψή που ίσα-ίσα ανάπνεε μέσα από τις τριχούλες των ρουθουνιών και χρειαζόταν άμεσα την βοήθεια των άλλων. Και οι άλλοι του γύριζαν την πλάτη. Τότε κατάλαβα ποτέ ξανά με εκείνους που ξεχωρίζουν.

    Ανθρωπιά είναι να είσαι με όλους.

  • Πεθαίνω, με ακούς ή να πάω στον επόμενο;

    Η ελληνική λαϊκή μουσική -και για να συνεννοηθούμε εννοώ τα μπουζούκια στη σύγχρονή τους μορφή- με μπερδεύει πολύ. Ποιο είναι στα αλήθεια το κοινό της; Σε ποιους απευθύνεται; Ποιους θέλει να συνεπάρει με τους στίχους και τη μουσική της;

    Πέρα από το κοινότυπο των συγχορδιών, που δεν χρειάζεται να έχεις μελετήσει δώδεκα χρόνια πιάνο και να ξέρεις τι σημαίνει ακόρντο, έχεις μερικούς νεαρούς με ξυρισμένα κρανία και ημι-ροκ ύφος μέσα στο επίσημο κοστούμι τους και άλλοτε στο καρό τους το πουκάμισο και τις νεαρές με κουνιστούς γοφούς κατά τα καρντασιανά πρότυπα και με τηλεοπτικές μπούκλες που κυματίζουν στους ώμους τους με μπαρόκ επιρροές να κλαίνε και να οδύρονται για τον έρωτα που χάσανε. Μέσα στο αψεγάδιαστο λουκ τους που ούτε τρίχα από το φρύδι τους δεν χάνει τον δρόμο της πονάνε τόσο πολύ αλλά διατηρούν το εγωιστικό προφίλ του ανέκφραστου προσωπείου του μεγάλου σταρ, του ανέγγιχτου αστεριού της πίστας, του πανέμορφου ανφάς της εντέλειας σε εμφάνιση και κοσμοθεωρία. Εν ολίγοις, μπερδεύομαι πολύ και σας το ξαναματαλέω. Και φαντάζομαι το κοινό που απευθύνεται το συγκεκριμένο είδος μουσικής να μπερδεύεται: να κλάψω ή θα τρέξει το ρίμελ;

    Αντίστοιχα οι θεατές, μουσικολάτρεις, οπαδοί του έρωτος και κομμένων φλεβών αναρωτιούνται «Να το σιδερώσω τον γιακά ή να το αφήσω ατημέλητο για να δείξω πως ολοκληρωτικά έχω πενθήσει τα τελευταία πέντε λεπτά για τον αδικοχαμένο μου χρόνο περισσότερο και τα δύο ακυρωμένα εισιτήρια της γραμμής 1 Πειραιάς- Πατήσια εξαιτίας της ξεπέτας και της χυλόπιτας;».

    Αυτή η κάστα τραγουδιστών που δεν έχουν κανένα προσωπικό στιλ, ιδιότυπο τρόπο να τραγουδούν και παράγουν σουξέ όπως η Πάλμολιβ μπουκάλια κρεμοσάπουνου έχει ένα περιορισμένο κοινό νέων των δυτικών συνοικιών που με τα 400 ευρώ μισθό θα δώσουν τα εκατό για τη διασκέδασή τους και την καψούρα τους. Συγχρόνως, υπάρχει ακόμη ένας περιορισμένος αριθμός γλεντοκόπων που είτε θέλουν να θαυμάσουν τις καλλίπυγες  κορασίδες να λικνίζονται ως άλλες Σαλώμες στα ντιριντάχτα είτε να μεθοκοπήσουν δίχως αύριο και μεθαύριο (γιατί τα ποτά είναι τόσο μπόμπα που για διήμερη καταρράκωση μιλάμε έπειτα).

    O μέσος τριαντάχρονος, ο μέσος σαραντάχρονος και πενηντάχρονος (και συν) και αλλοτινός θιασώτης των λαϊκών ασμάτων βρίσκει θαλπωρή και κατανόηση στο παλιό λαϊκό τραγούδι, αν παραμένει λάτρης του συγκεκριμένου είδους μουσικής, αλλιώς θα πάρει τον ομματιών του και σε άλλο είδος μουσικής. Βέβαια, είναι και εποχές άμουσες τελικά. Πολλοί δεν ακούν πια μουσική. Αυτό είναι τρομακτικό αλλά και λογικό όταν βλέπεις ένα τόσο σημαντικό είδος τέχνης να εκπέφτει ελαφριά την καρδιά στη εμπορευματοποίηση και για να βρεις να ακούσεις κάτι της προκοπής  πρέπει να είσαι ο κατάσκοπος των μουσικών εξελίξεων. Όμως, καθολικά και μονοθεματικά διαφημίζεται ως το κύριο, το μόνο είδος στα τηλεοπτικά μπαλκόνια.

    Σίγουρα, είμαστε μέσα στο κέντρο του βόθρου και αναμένονται αλλαγές και επαναστάσεις. Τώρα ζούμε το μαύρο αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα.

  • To duck face που μάτωσε τον πλουραλισμό της σεξουαλικής αγωγής μας

    Δυστυχώς διαπιστώνεται πως οι γυναίκες βάφονται όπως η Κιμ Καρντάσιαν, ντύνονται όπως Τζένιφερ Λόπεζ, στήνουν τον κώλο τους όπως η Κιμ, παίρνουν αισθησιακές πόζες όπως η Ριάνα, κάνουν ντακ φέϊς όπως οι εγχώριες παρουσιάστριες στις κυριακάτικες τους σέλφιζ  σαν την Κιμ όχι για την σεξουαλική πληροφορία του όλου ζητήματος, όχι για την θεμιτή επιβεβαίωση, όχι για την εφηβική πληρότητα της ομορφιάς μέσα στο καθολικό πλαίσιο των likes, αλλά για έναν άλλο λόγο: To χρήμα.

    Η αισθητική του ζητήματος, οι τάσεις της μόδας δεν είναι η κατεύθυνση των τουρλωμένων οπισθιών και των ληξιπρόθεσμων επιταγών της νεότητας. Το χρήμα και η δήθεν ποιότητα ζωής που αυτού του είδους η ομορφιά και η πόζα ακολουθεί κατά πόδας σε ένα χαυνωμένο οριοθετημένο παράδεισο επιθυμιών είναι η αιτία των βίαιων παρακαταθηκών πλουσιοπάροχης διαπόμπευσης στον κόσμο της εικόνας και του παζαριού σάρκας.

    Η ομορφιά προωθεί την ποιότητα της ζωής μας σε ένα ασύγκριτο επίπεδο ζωής. Η ομορφιά μας ηρεμεί, μας προσφέρει ασφάλεια, γλυκιές μυρωδιές, καλοσύνη, φερεγγυότητα… ποιότητα ζωής. Το λιανικό της εμπόριο σε εξευτελιστικές τιμές προτρέπει σε λιντσάρισμα της ανθρώπινης νόησης. Και βασικά, πού είναι το σεξ που μας εξανθρωπίζει σε όλα αυτά;