Και κλαίει το μπαγλαμαδάκι από μέσα
Όλα αυτά συνέβησαν 27 του μηνός που τρέχει, μεσημεράκι με λιακάδα στον πλανήτη Γη.
Και κλαίει το μπαγλαμαδάκι από μέσα
Όλα αυτά συνέβησαν 27 του μηνός που τρέχει, μεσημεράκι με λιακάδα στον πλανήτη Γη.
Αυτός ο άνθρωπος, ο Κωνσταντινέας του ΣΥΡΙΖΑ, που φώναζε στη δήμαρχο της Μάνδρας εκπροσωπεί ένα μέρος του εκλογικού σώματος στη Βουλή. Προσφώνησε «γυναίκα» τη δήμαρχο της Μάνδρας και μέχρι και ο Αυτιάς τον διόρθωσε! Γυναίκα κατά την προσφώνηση ”άνδρα” από Θεό προς άνθρωπο για να τον εγκαλέσει. Δεν υπήρχαν και τα “dude”, “φίλε”,” εεε, ψιτ” τότε. Σε δημόσια συζήτηση. Γυναίκα δίνοντας απόσταση από αυτό που είναι ο ίδιος, βουλευτής, άνδρας. Δεν είναι ο διαχωρισμός του φύλου εδώ. Είναι η αγένεια. Σεξιστής, αμόρφωτος, ένα υποπροϊόν της «αδωνίζουσας» συμπεριφοράς του τηλεοπτικού πολιτικού που μας κουνάει τα δάχτυλα, που χάνει το λογικά του και βγαίνει από τα ρούχα του γιατί αυτό είναι πολιτική.
![]() |
Οι κανονικοί άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπήσουν
Πληρώνουν αντίτιμο- ενέσιμο με υπομονή και κατανάλωση μεταξύ αργιών και σαββατοκύριακων
Ευτυχώς δεν ήμασταν κανονικοί
Η σχισμή των κοριτσιών βυζαίνει το γάλα του κόσμου.
Φτύνει καμιά φορά τη ρόγα και ψοφάει να θηλάσει τη σκόνη από το κουτί το εγκεκριμένο από τα εργαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ό, τι δήθεν υποφέρει από ναρκισσισμό, από υστεροβουλία, από γόητρο φεμινιστικό και σύγχρονο και επιθυμεί την ισοπέδωση του πέους.
Λέω λοιπόν πως ούτε το καλοαναθρεμμένο
Ούτε το παρθένο
Ούτε το γεροντικό υποβρύχιο με τις τορπίλες της σύρραξης των νόμων της φύσεως δεν διαταράσσει την ομοβροντία των ανδρών
Απλώς κινεί λίγο τις τεκτονικές πλάκες για να φύγουν τα λαθεμένα νοήματα προς τον πυρήνα της καύσης.
Το σεξ δεν ήταν ποτέ και δεν θα είναι ορόσημο εποχών.
Δεν είναι το διαζύγιο και ο λόγος του έρωτος.
Όσοι λένε πως είναι υπερεκτιμημένο είναι βαθιά νυχτωμένοι. Το ίδιο και για όσους προσυπογράφουν πως είναι ανεκτίμητο.
Το σεξ είναι το σπασμένο πλευρό, αλλά πώς ένας ετερόφυλος μπορεί να δικαιωθεί για τη σεξουαλικότητα του όταν βάζει μέτρα και σταθμά;
Λίγο μπερδεμένα τα γράφω, αλλά μήπως δεν είναι μπερδεμένα;
Αν σας πουν πως υπάρχουν στάνταρ για μία επιτυχημένη σχέση, θυμηθείτε το μου… υπάρχει προγαμιαίο συμβόλαιο, κανονιστικό.
Αν σας πουν πως το σεξ είναι η απόδειξη επικοινωνίας ενός ζευγαριού, πρέπει να βαριούνται πολύ οι εμπλεκόμενοι το λαθραίο, το μοιραίο, τον πόθο.
Αν σας πουν πως έτσι πρέπει να κουνιέται η λεκάνη για να αποφράξει το μεδούλι του μισοφέγγαρού σας και για να σας πει και κανένα λογάκι, μην φάτε την γλαρόσουπα. Καλύτερα γιαχνί σκουπιδοσακούλα.
Αν σας πουν πως είναι εντελώς αδιάφορο, τόσο να μου το θυμηθείτε, κάτι απάνθρωπο υπάρχει στο κορμί που κατοικείται από αίμα και οπωροφόρα αγγεία.
Γενικά, είναι τέτοιο το μπούλινγκ περί σχέσεων και κοσμοθεωριών μοριακής κουζίνας ωοθηκών με φόρτσα το όσχεο που θα την πάθεις κάποια στιγμή την βλάβη. Οι κακοτοπιές πολλές, όσα τα εγχειρίδια.
Ζήστε το μύθο σας χωρίς την πεπατημένη του Μάικ του Φασολάκη. Καθείς και το ριζικό του.
Όταν είχα πυρετό και ήμουν παιδί, με ζέσταινε ο ίλιγγος που προκαλεί στο κεφάλι το βράσιμο αυτό. Παναθρώπινο συναίσθημα. Όλοι κομπιάζουμε, παραμιλάμε, είμαστε ζωντανοί νεκροί και ταλαιπωρούμαστε με ιδρώτες που χλιαίνουν το κοκκινωπό δέρμα, αφουγκράζονται τα οιδήματα. Μου άρεσε να σκέφτομαι πως φτιάχνω μικρά σκαλιά από βιβλία και να προσπαθώ να τα ανεβώ. Μετεωριζόμουν στο κρεβάτι. Και όσο πιο ψηλά ανέβαινα, τόσο πιο βαρύ γινόταν το σώμα και έσταζε και έβρεχε και απορροφούσε κρύο και θέρμο μαζί.
Όταν έχεις πυρετό, μοιάζεις άκακος ή θες να πιστεύεις πως παύει να είσαι οτιδήποτε λαθραίο σου φόρτωσαν. Δεν μπορείς να σκεφθείς πέρα από την κατάσταση σου και αυτή η μονοτονία βγάζει το σώμα από το λήθαργο. Ψάχνει διεξόδους από τον πόνο, την ανισορροπία. Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες. Τι ομοιότητες και θλιβερό ταμάμ, ένα με ένα η δοσολογία με την ευθεία της ζωής που ψάχνει τον καθρέφτη για να δει το είδωλο του άλλου, του αριστούχου στην ευτυχία και να το φέρει πλάι και κοντά του.
Kαι έβλεπα τη μητέρα μου να χτυπάει στον αέρα το θερμόμετρο για να κατέβει η θερμοκρασία του υδράργυρου και έλεγα… α, αυτό μοιάζει με την μητρότητα. Να ρίχνεις τη θερμοκρασία του γκρι μπετόν μέσα στο γυάλινο κελί του. Και μετά μου λέτε ότι είναι δύσκολο να ζεις μέσα σε κάποια χιονόμπαλα. Δείτε το δηλητήριο που ζει με την αστείρευτη παντοδυναμία του σε ένα σιφώνι για πάντα κλειστό να ανεβοκατεβαίνει. Το αγρίμι ζει μια χαρα εσώκλειστο στην ρουτίνα, απλώς κάποια στιγμή μπορεί να σπάσει το φράγμα και να ξεχυθεί παθητικά επιθετικό…
Όταν διαβάζουμε κάτι (από διαφημιστικό φυλλάδιο πιτσαρίας έως το σημείωμα της μητέρας μας στο τραπέζι της κουζίνας, από το ποίημα πίσω από το χαρτάκι του ημερολογίου έως το πολυδιαφημιζόμενο μυθιστόρημα, από την ερωτική επιστολή του αγαπημένου μας έως το κηδειόχαρτο κολλημένο στο στύλο της ΔΕΗ, από τις οδηγίες βρασίματος πακέτου μακαρονιών έως το επώνυμο σε ένα κουδούνι της πολυκατοικίας), προσπαθούμε να βρούμε κάτι συγκαταβατικό μέσα στα μεγαλόπνοα και τα πιο μικρά γραφόμενα των ετικετών που θα μας ηρεμήσει ή θα βρούμε λίγο από τον εαυτό μας, τον λογικό, αυτόν πίσω από της φωνές και τις γροθιές, τον σπάνιο. Στα δημοσιογραφικά ντελίρια συντακτών και στις ομιλίες στη Βουλή βρίσκω ακριβώς τον ορισμό των ανθρώπων που θέλουν να ξύσουν το θυμικό και έπειτα από αυτήν την εμπειρία να σε φτύσουν ακόμη πιο προέφηβο με επιθετικές τάσεις και εντερικά προβλήμα ανεξέλεγκτων κενώσεων. Αυτό μάλλον είναι το αντίθετο του πολιτισμού.
Το βασικό για όσους γράφουν αλλά και για όσους μιλάνε δημόσια, θα ήταν ωφέλιμο να προασπίζουν την συναισθηματική και νοητική ισορροπία του αναγνώστη και ακροατή και όχι να τον μετουσίωνουν σε γαστρικά όξινα υγρά που έχουν σκοπό να διαβρώσουν οποιαδήποτε συμβιβαστική λύση, αυτή που μάθαμε από τα διαλείμματα των σχολικών εποχών ότι πρέπει να ακολοθούν οι ενήλικοι για να μην ζούμε στην αστική ζούγκλα των νευρώσεων των ανθρώπων, των χειραγωγητών και των προφητών της διαφήμισης υποπροϊόντων- ιδεολογιών.
Είναι παράδοξο;
Είναι κάποιου είδους σύγχρονη τυφλότητα υποβοηθούμενη από τη γενικότερη ανημποριά να εκτονώσουμε τα δέοντα της λίμπιντο της σκέψης;
Είναι μία νέα σύμβαση μεταξύ των ανθρώπων να είναι το αντίθετο του ψύχραιμου και να εκσφενδονίζουν σάλια και μερικούς σάπιους κυνόδοντες ακόμη και όταν γράφουν;
Είναι μία ταύτιση με τα αρχέγονα ένστικτά μας να στριμωχνόμαστε στις μέσες λύσεις, στις λογικές απαντήσεις και να τις διογκώνουμε με άλλοθι ώστε να τις φθάσουμε στα άκρα μία ώρα αρχύτερα; Και να σκάνε τα μπαλόνια και το ήλιο να τσιμεντοποιείται και να πέφτει αχός στο κεφάλι μας το κούφιο;
Είναι δυνατόν οι άνθρωποι να γίνονται τόσο εριστικοί για οποιοδήποτε θέμα ανακύπτει, να βγαίνουν από τα ρούχα τους και αυτό να συμβαίνει όχι για την θεάρεστη πράξη του σεξ, αλλά για να δείξουν τι κρέμεται ανάμεσα στα πόδια τους ή στο στέρνο τους ως τη αυταξία των λεγομένων τους;
Είναι αυτό που ζούμε η κανονική πορεία μας;
Η κοινή λογική πού να είναι θαμμένη; Ούτε καν στο οστεοφυλάκιο δεν την βρίσκουμε πια.
Γιούχα, απροίκιστα λογύδρια και «εντιμότατοι φίλοι μου, σας συμπαθώ ειδικά αν σας δω σφαγμένους».
Δεν συνευρισκόμαστε που δεν συνευρισκόμαστε ερωτικώς, ας γίνουμε σαδιστές απόψεων και τεθωρακισμένα δάχτυλα που βγάζουν μάτια να τελειώνουμε με τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο και αυτό το σύμπαν το ακατανόητο. Εμ.
Μέσα στο μυαλό ενός τρελού πάντα έχει λιακάδα.
Μην νομίζετε ότι επειδή όλα φωτίζονται από το αμείλικτο φως, δεν είναι επικίνδυνα ή ανειλικρινή.
Κανείς δεν θα σε αγαπήσει επειδή είσαι ελκυστικός. Μπορεί να τον προσελκύσεις ή να σε ερωτευτεί για αυτό.
Κανείς δεν θα σε αγαπήσει επειδή είσαι έξυπνος. Θα τον εντυπωσιάσεις εξαιτίας αυτού.
Κανείς δεν θα σε αγαπήσει επειδή έχεις χρήματα. Θα σε υποφέρει ίσως εξαιτίας του.
Κανείς δεν θα σε αγαπήσει επειδή κατέχεις σεξουαλική τεχνική. Θα τον εθίσεις για κάποιο διάστημα με αυτό.
Ο κανείς μπορεί να γίνει κάποιος, όταν τον αγαπήσεις εσύ.
Τίποτα δεν σε ξαφνιάζει.
Κάτω από τη γη είμαστε όλοι οι ισότιμοι συνεπιβάτες με σκοπό να βγούμε όσο πιο γρήγορα από εκεί μέσα αλώβητοι.
Ο τύπος ήταν μετρίου αναστήματος με ένα άθλιο λερωμένο τζιν, με μπαλώματα και βαψίματα δήθεν και γενικώς με ένα τζιν που βρήκε σε κάποια παρατημένη σακούλα δίπλα από τον κάδο σκουπιδιών την γειτονιάς του. Δεν υπήρχε η δική του απόφαση πουθενά πάνω σε αυτό το τζιν ούτε στις τσέπες του. Ένα χακί μπουφάν και μακριά μαλλιά που νευρικά τα στήριζε πίσω από τα αυτιά του κάθε τρις και λίγο. Αυτά είχαν μαλακώσει πια από τα πολλά τραβήγματα πίσω από τα αυτιά. Το δέρμα του ήταν μαύρο από κάποιο άλλο λόγο και όχι της γονιδιακής του επιταγής. Κάθισε απέναντί μου. Αμέσως σηκώθηκε και ζήτησε από μία κυρία γύρω στα πενήντα να κάτσει εκείνη στην καρέκλα. Τον ευχαρίστησε, αλλά δεν έκατσε. Εκείνος δίστασε. Σχεδόν προσβλήθηκε με την επίμονη κυρία να σταθεί στα πόδια της κρατώντας τον στύλο. Έψαξε να βρει άλλον άνθρωπο, πρόχειρο να του προσφέρει τη θέση. Πρώτη φορά του άνηκε κάτι τόσο πολύ, τόσο δικαιωματικά όσο αυτή η θέση και ήθελε να την προσφέρει και τι(!) ατυχία κανείς να μην ενδιαφέρεται για αυτήν. Σε έναν άλλο συρμό αν είχε μπει, θα έκαναν κρα για να κάτσουν σε αυτή τη θέση. Ίσως τον είχαν σπρώξει πριν καν τη δει για να του την πάρουν και όμως τώρα όλοι ήταν ακατάδεχτοι, ξεκούραστοι από το σαββατοκύριακο, φρέσκοι στην ορθοστασία και επομένως πιο θαρραλέοι. Αν δεν ήθελε εκείνο το ευχαριστώ του συνεπιβάτη, αν δεν ήθελε για λίγο να αισθανθεί αποδεκτός, μέλος οργανικό της κοινωνίας που μετακινείται κάτω από τη επιφάνεια των ασφαλτόδρομων μόνο με ηλεκτρικό φως και ακυρωτικά μηχανήματα και ανθρώπους και εργάτες και γραφιάδες, καλαμαράδες και μερικές πωλήτριες, κομμωτές, νοσοκόμες και κλεφτρόνια, αγοραστές και φοιτητές, κοντοί και μέτριοι και κλειστοφοβικοί που ξεπέρασαν το άγχος τους· αν δεν τον ενδιέφερε η ελάχιστη αυτή υποτυπώδης επικοινωνία, τώρα προ πολλού θα είχε προχωρήσει στα αρθρωτά μέρη του συρμού, θα είχε κάτσει οκλαδόν και τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί. Αλλά εκείνος ο επιβάτης που ζει στο περιθώριο του κόσμου εκεί που ανθεί το ενοίκιο και η λατρεία του φωτός, εκεί δεν παίζει κανένα ρόλο και κανένα ευχαριστώ δεν θα ακούσει. Δεν έχει ισχύ και λόξα που να αντιπαρέρχονται τη δυναμική ενός οδηγού, ενός φορολογούμενου, ενός με άδειο στομάχι που έχει συνηθίσει να το γεμίζει ανά δύο ώρες όπως ορίζει και η πιο συμβατική πια δίαιτα του τελευταίου κατατρεγμένου τρωγλοδύτη της ΕΕ. Εκεί μέσα στο μετρό, τα πράγματα ήταν αλλιώς, αλλά τελικά ούτε εκεί δεν έπιασε το παραγάδι του.
Η έννοια της αποδοχής λαξεύεται στους τοίχους των σπιτιών. Μητέρες σκάβουν παραμύθια, χειρούργοι αφαιρούν λίπη, όγκους, κοκαλάκια που πετούν, κομμώτριες βάφουν, οδοντίατροι κάνουν εξαγωγές, μασέρ τρίβουν, ήλιοι και φεγγάρια ψήνουν με τις ακτίνες τους, ψυχολόγοι σε πιάνουν από το χέρι, ξυλοκόποι γλείφουν κορμούς και τα κάνουν κρεβάτια για όργια, παρουσιαστές τρώνε αρκετό βούτυρο για να λειάνουν τις γλώσσες τους, γιαγιάδες αγοράζουν μικρές σοκολάτες υγείας, πέη κόβονται, σταυροί και πετραχήλια στο στήθη, φωτισμένες γωνίες αδιεξόδων, πρόβατα σφάζονται και τσιγαρίζονται στο αραβοσιτέλαιο, και αλατιέρες αγοράζονται και σκεπάσματα πλένονται και πρόσωπα απορυτιδώνονται και φτου από την αρχή. Πάλι Δευτέρα, πάλι μηδέν χρονών, πάλι όνειρα, πάλι κλάματα, πάλι τραπεζώματα και σεμέν και μπριγιάν και νότες και λέξεις και λίστες. Και όλα αυτά για είμαστε μαζί, ο ένας με τον άλλον και συγχρόνως απόμερα. Για την αποδοχή.
Ο τύπος ήταν νευρικός. O τύπος μετά από όλα αυτά έγινε αγνώριστος. Έκατσε στην καρέκλα και τριγύριζε κατά μήκος του συρμού. Για κακή του τύχη ήταν το τεράστιο ακορντεόν που πάει προς το αεροδρόμιο. Ξεχάστηκα με τούτον τον τύπο, αλλά δεν ξέχασα αυτό που μου είπε.
Και βέβαια, ό,τι και να κάνεις για την αποδοχή του κόσμου θα γυρίσει μπούμερανγκ σε εσένα ως γλοιώδης συμπεριφορά με τεχνητά μέσα και ανήθικους τρόπους εκμεταλλευόμενα από εσένα για λόγους χειραγώγησης και ανειλικρίνειας. Έτσι, θα πουν. Θα σε κατηγορήσουν που προσπάθησες, θα σου κάνουν μπούλινγκ, θα σε εξεφτελίσουν πιο πολύ τελικά από την αρχή, από το ξεκίνημα, από την πρώτη εντύπωση και την πρώτη συμπεριφορά, τότε που τελικά δεν ήσουν αποδεκτός και ξεχώριζες. Αυτός ο θλιβερός κόσμος που έχει έναν τόσο μεγάλο και πανέμορφο ήλιο και τόσα όμορφα κορίτσια και αγόρια και τόσα άσχημα που θα ήθελαν να ήθελαν να είναι αποδεκτά.
Η πιο θλιβερή εικόνα που παρατηρώ στις πόλεις είναι οι άνθρωποι μέσα από σκονισμένες τζαμαρίες γραφείων, στον τέταρτο ή πέμπτο όροφο, μοναχικές φιγούρες που στερεώνουν το κεφάλι τους στο δεξί τους χέρι και αυτό στο αριστερό και όλα μαζί πάνω στην κοιλιά τους και μοιάζουν με σίγμα τελικό χωρίς τελειωμό. Κάθονται μονάκριβοι, επηρεασμένοι από το νέφος έως το σπασμένο νύχι τους, τη μακάβρια καθημερινή είδηση έως το άγχος για τα γηρατειά τους και κοιτούν τη λεωφόρο και τον δρόμο, τα αμάξια και τα αυτοκίνητα να διασχίζουν την πορεία τους, την πρωινή, τη συνηθισμένη. Και είναι τόσο βουβή αυτή η εικόνα και εισαγωγή στο δράμα του ανθρώπου της πόλης που ψάχνω να βρω κινήσεις.
Το φαντάστηκα ή υπάρχει το πνεύμα αυτό;