Author: Βέρα Ι. Φραντζή

  • Του τοίχου…

    «Ερωτεύτηκα μία Δήμητρα από το Μπραχάμι», διάβασα στο περβάζι του παραθύρου του ισόγειου σπιτιού σε ένα πεζόδρομο ίσαμε πενήντα βήματα από το Θεμιστόκλειο γήπεδο.

    Πο, πο!

    Από τον ανατολικό Πειραιά να αγαπήσεις κάποια από το Μπραχάμι είναι πολύ δύσκολο. Τρομακτική απόσταση να την κόψεις με το πόδι. Δεν σας λέω να πάρετε δε τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όσο για το αυτοκίνητο, κλάφτα. Πολλή κίνηση.

    Πέρα των καταφανών δυσκολιών, των χειροπιαστών όπως τις περιέγραψα παραπάνω, το να ερωτευτείς μία Δήμητρα από το Μπραχάμι γίνεται αρκετά περίπλοκο έτσι όπως το έθεσε ο ποιητής που θέλησε να το μοιραστεί μαζί μας στον τοίχο, γνωρίζοντας πως η γνωστοποίηση από μόνη της φέρει κάποια ευθύνη.

    Κατ’ αρχάς, γνώριζε ότι είναι μία Δήμητρα επισημαίνοντας την τυχαιότητα του γεγονότος. Γιατί ο έρωτας είναι ένα εντελώς τυχαίο συμβάν. Και η Δήμητρα τυχαία ήταν, αλλά την ερωτεύτηκε υπερτονίζοντας πως δεν χρειάζεται ούτε ιδιαίτερη προσπάθεια να ερωτευτείς, αλλά ούτε και το θύμα του έρωτός σου να είναι κάποιος σπουδαίος άνθρωπος με περγαμηνές. Μια Δήμητρα με όλα τα πάθη και τα «έλη» της είναι ικανή να σε φέρει στου έρωτα την πληρότητα.

    Ο παρελθοντικός χρόνος μας μεταφέρει στο σήμερα. Από του έρωτα την πληρότητα, στην κενότητα της καθημερινότητας.

    Και εκεί αρχίζω να φοβάμαι πως η μία Δήμητρα ήταν εξ αρχής μία ή μετέπειτα έγινε μία; Πολλά μπορεί να συντρίψει ο χρόνος. Ακόμη και να ξεχάσεις πόσο δυνατά ερωτεύτηκε τη Δήμητρα. Βέβαια και ο ίδιος ο γράφων ή γράφουσα δεν έχει πάθει αμνησία, αφού το θυμάται ακόμη και μάλιστα αισθάνθηκε τη διάθεση να το σημειώσει κάπου που θα μείνει περισσότερο από ότι σε ένα χαρτί, σε ένα άσπρο φύλλο.

    Τέλος, ήθελε να το μάθω εγώ που κάνω τη βόλτα μου στον ήσυχο δρόμο με κάποιες καινούριες πολυκατοικίες αλλά κυρίως σπίτια του είκοσι, του σαράντα και του εξήντα με κάποιους απαραίτητους καλλωπισμούς, αλλά όχι η Δήμητρα. Γιατί άμα περάσει ο έρωτας και σου έρθει που και που η θύμησή του θες να τον παρουσιάσεις κάπου για χάρη της νοσταλγίας του συναισθήματος, αλλά δεν θες να το μάθει ο ενδιαφερόμενος. Πού να μπλέξεις ξανά;!

    Ίσως η κενότητα της καθημερινότητας, να γέμισε λίγο από την ανάμνηση του έρωτος για τη Δήμητρα από το Μπραχάμι, αλλά καλύτερα ούτε η Δήμητρα να το μάθει πόσο μάλλον το κοντέρ του αυτοκινήτου…

  • Νίκησαν τον θάνατο, τον φυσικό

    Βλέποντας το ομολογουμένως εντυπωσιακό σόου της Τζένιφερ Λόπεζ και της Σακίρα δεν μπορείς να μην διακρινείς το πως έχει εξελιχθεί η βιομηχανία της μουσικής. Σε κανένα άλλο πεδίο δεν υπάρχει τέτοια πρωτοκαθεδρία αλλά και ποσότητα στην παρουσίαση του θεάματος από το γυναικείο φύλο. Δεν υπάρχει κανένας άνδρας που μπορεί αυτή τη στιγμή να συναγωνιστεί τις γυναικές στην ποπ σκηνή σε δόξα, φήμη και φανς.

    Συγχρόνως, όμως, η ποιότητα του θεάματος έχει εκπέσει πάρα πολύ. Πέρα από τα σουξέ που δεν αγγίζουν τη διάρκεια του χρόνου ούτε για πλάκα και θα τα πάρουν στον τάφο τους όλα αυτά τα μπιτ οι φίρμες, υπάρχει τόση εγωκεντρικότητα στην παρουσίαση του σόου όση ποτέ άλλοτε. Βέβαια, δεν γίνεται να γίνεις μεγάλος σταρ -ειδικά τραγουδιστής, περφόμερ- αν είσαι ταπεινός. Δεν νοείται να μπορείς να βγεις στη σκηνή και να μην πιστεύεις ότι είσαι ο καλύτερος. Αλλά και γενικότερα δεν μπορείς να κάνεις τέχνη αν δεν υποστηρίζεις πως η μοναδικότητά σου σε ξεχωρίζει από τη μοναδικότητα του άλλου. Κοινώς, δεν γίνεται να μην είσαι λίγο ψώνιο, έστω λίγο. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ορθομένο τείχος του εγώ του σταρ και αυτού του θεατή. Εγώ που είμαι;

    Πώς από τη δεκετία του 60 και τους Beatles που γέμιζαν με δεκάδες κόσμο γήπεδα, φτάσαμε σε μια λούπα χορευτικών που «εξυψώνει» το άτομο και όχι το κοινό γνωρίζουν καλύτερα οι μανατζερς και οι χορευτάδες leaders.

    Αυτό που σίγουρα κατανοεί το κοινό είναι πως η σκηνική παρουσία δεν γίνεται για αυτούς. Αν τους ξεσηκώνει είναι ένα εντελώς διαφορετικό ψυχολογικό τρικ.

    Παρακολουθούν, λοιπόν, ως ένα αναπόδραστό κομμάτι της διασκέδασης αυτής πια που μένει άπραγο και άφραγκο, αν σκεφθεί κανείς το αντίτιμο των εισιτηρίων.

    Και όλα αυτά λέγονται βέβαια όχι με νοσταλγικό υπόβαθρο, αλλά περισσότερο με ανάγκη για ένα καλό σόου ποπ μουσικής, αναγκαίας για έναν πιο χαρούμενο κόσμο ανεξαρτήτου ηλικίας.

    Να σημειωθεί δε πως οι ερμηνεύτριες νομίζω πως είναι πολύ κοντά στο να νικήσουν τον θάνατο, τον φυσικό θάνατο και αυτό είναι θαυμαστό γιατί δεν γίνεται να είσαι πενήντα και να μοιάζεις με είκοσι βαριά εικοσιπέντε. Την αιώνια μνήμη ούτε λόγος.

    Kαι ένα άλλο σόου για το καλό κατευόδιο:

  • Οι διηγήσεις της ξαδέρφης Μιγάμα

    Δεν ξέρω τι με έπιασε σήμερα και φλυαρώ. Δεν μου αρέσει η φλυαρία. Μιλάω λίγο. Γράφω λίγο περισσότερο, αλλά και πάλι ποτέ δεν ήμουν εκείνη που γέμιζε σελίδες. Με τον καιρό μιλάω όλο και λιγότερο και γράφω όλο και λιγότερο. Μέχρι που θα απομείνω μια τελεία. Ζήτημα αν θα είναι αυτό το τέλος, βέβαια. Μπορεί να έπονται πολλά. Αλλά σήμερα σαν να θέλω να πιάσω την τελευταία ευκαίρα να δω αν μπορώ να εκφραστώ σαν την ανεξάντλητη δύναμη της καρφίτσας να μπίγει το λεπτόκορμο στέλεχός της σε ό,τι τής ορίζεται κάθε φορά.

    Είναι ακούραστες οι καρφίτσες. Πάντα το πίστευα αυτό. Τις έχουμε συνήθως να περιμένουν στο μικρό τους μαξιλαράκι και θεωρούμε πως κοιμούνται, αλλά αυτές αντιθέτως εργάζονται, δηλαδή κάνουν αυτό για το οποίο κατασκευάστηκαν. Είναι χωμένες μέχρι τα ρουθούνια τους μέσα σε κάποιο ξένο σώμα. Να το συγκρατούν, να το λαξεύουν ως κύμα το ύφασμα. Καμιά φορά τις πιάνει η κακιοσύνη τους και τραυματίζουν δάχτυλα. Κάθε γλυκιά μοδίστρα έχει ρουφήξει το αιματάκι της από το δάχτυλο σε ένα δήθεν τυχαίο αυτοτραυματισμό. Πιστεύω, όμως, πως αυτές οι καταραμένες ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Θέλουν να δοκιμάσουν όλες τις εναλλακτικές τους. Έχουν μια ακόρεστη επιθυμία να τσιμπούν. Καρφίτσες. Τι να πεις.

    Σήμερα είναι μια σπουδαία μέρα, όμως. Δεν χρονοτριβώ και αμέσως θα σας πω τι μου συνέβη. Απολύτως τίποτα. Και είναι τόσο συναρπαστική η ρουτίνα που ήθελα να το καταγράψω, αλλά και να υπερβάλλω… να δω που μπορώ να φτάσω τη σκέψη μου με αυτά τα πενιχρά κοινότυπα μέσα της συνήθειας.

    Σηκώθηκα το πρωί κατά τις οχτώ και μισή με αυτές τις σημειώσεις για τις καρφίτσες. Τις γυρόφερνα από εδώ και από εκεί και ήθελα να δω πως μπορώ να ξεσκεπάσω τη συνωμοσία τους. Πλύθηκα και χτενίστηκα και απόρησα με τις παράλογες μου σκέψεις για ένα τόσο λεπτοκαμωμένο αντικείμενο, σχεδόν άχρηστο για τον περισσότερο κόσμο ειδικά στη σύγχρονη εποχή. Άραγε πόσοι από εσάς έχουν πια καρφίτσες στα σπίτια τους; Σε ποιον χρειάζονται αυτές οι μεταλλικές μικροσκοπικές κόγχες; Πόσο μάλλον ποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει τις παλαβομάρες μου για τις καρφίτσες;

    Παρόλα αυτά για μένα ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας. Μάλιστα, πολλές φορές μου έβαζαν τον διάολο μέσα μου. Τις έπαιρνα και τσίμπηγα τα μπούτια της Μπάρμπι. Πολλές φορές τους έκανα τρυπητήρι το πρόσωπό τους μέχρι που τους άνοιγα τεράστιες τρύπες στις κόγχες των ματιών τους, στα χείλη και τα μάγουλα και έμοιαζαν πια με ένα ξεσκισμένο πλαστικό. Άλλες φορές ολόκληρα απογεύματα τις έχωνα μέσα στα καθίσματα του σαλονιού και προσπαθούσα να ακούσω ξανά και ξανά τον ανεπαίσθητο ήχο του υφάσματος που δεχόταν το αιχμηρό βέλος τους. Οι ίνες χωρίζονταν στα δύο και η καρφίτσα φώλιαζε εκεί μέσα. Χάίδευα το κεφάλι της καρφίτσας που ξεχώριζε και ξανά από την αρχή το τρύπημα και το παιχνίδι. Κάτι σαν βουντού χωρίς καμία ευχή και κατάρα, απλώς αγνή παιδική απώλεια χρόνου σαββατοκύριακου, που λείπει στον κάθε ενήλικα που δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του ούτε με τον χρόνο. Ίσως όχι μόνο σε αυτούς αλλά και στους οληκληρωμένους.

    Τι τα θες.

    Μεσημέριασε και εγώ σκεφτόμουν τις καρφίτσες.

    Μέσα σε ένα κουτάκι πολυγωνικό περίμεναν κάμποσες να αδράξουν τη μέρα. Όταν πέθανε η γιαγιά μου κάποιες έμειναν για πάντα παρθένες παρά την φαλλική τους λειτουργία, λαμπερές και για πάντα αδύνατες εκεί μέσα.

    Ποιος χρειάζεται μία καρφίτσα να του χαλάσει τη μέρα, είπα απέξω μου και προσπάθησα να συνεχίσω τη ζωή μου μακριά από αυτές τις ανώφελες σκέψεις. Από παιδί με υπνώτιζαν οι σκέψεις με μεγάλη αδιαφορία για το τι είναι πραγματικά σημαντικό. Φαίνεται πως τώρα που μεγάλωσα δεν έκοψα τη σηνήθεια αυτή και καθόλου συμπτωματικά περιηγήθηκα μέσα στο πατρικό μου ψάχνοντας να βρω τις υπόλοιπες καρφίτσες. Και στάθηκα έτσι μέσα στα κουτιά του μυαλού μου μπροστά από το ημερολόγιο της κουζίνας. Εκεί οι μερικές καρφίτσες κάθετα και κόντρα στο χαρτί περίμεναν ανάμεσα στους αριθμούς και τις μέρες να χρησιμοποιηθούν. Η μητέρα μου τις είχε ετοιμοπόλεμες. Παλιά σπίτια, ποιος ξέρει γιατί έπρεπε έτσι εκτεθειμένες να βρίσκοντα σε ένα τόσο εμφανές σημείο. Ναι και η ζωή μας κρεμόταν από τις καρφίτσες.

    Βράδιασε ανεπαίσθητα και λέω και ξαναλέω πως αν επέλεγα ξανά ένα μονόλογο για να με γνωρίσει ένας νέος φίλος πάλι για τις καρφίτσες θα του έλεγα. Μήπως και εγώ μία καρφίτσα δεν είμαι; Πάντα σε εγρήγορση μέσα στην ασημαντότητά μου.

  • Το καλοκαίρι είναι ωραίο γιατί στεγνώνουν τα βετέξ γρήγορα.

  • Eγωπαθέστατες εποχές

    Ψάχνοντας κάτι συρτάρια χθες έπεσε σε κάτι φωτογραφίες από μια εκδρομή της πρώτης λυκείου και είχα τουλάχιστον πέντε φωτογραφίες που ειχα τραβήξει κορίτσια και αγόρια της τάξης και δεν βρισκόμουν εγώ μέσα. Άλλες πέντε με τοπία και οι υπόλοιπες με εμένα αλλά τουλάχιστον άλλο ένα άτομο μαζί, συνήθως παρέα 4-5 ατόμων.
    Τι αστόχαστα κάναμε εκείνες τις εποχές με το περιορισμένο αριθμό των τριάντα φωτογραφιών σε κάθε φιλμ και βγάζαμε και ξένους ανθρώπους;
    Βέβαια, αυτό το κάνουν τα σόσιαλ μίντια. Σε εξαναγκάζουν να στρέφεσαι όλο περισσότερο στον εαυτό σου.
    Παλιά λέγανε «έλα να τραβήξουμε μια φωτογραφία!». Τώρα οι περισσότεροι θα σου πουν «Βγάλε με μία φωτογραφία!». Οι αναμνήσεις αφορούν μόνο το πρόσωπό μας. Οι άνθρωποι έρχονται, φεύγουν… είναι ουσιαστικά αδιάφοροι στην ροή της ζωής μας. Πόσο μάλλον στην μνήμη του κινητού μας.
    Τις προάλλες είδα μια φωτογραφία που είχε ανεβάσει ένας φιλος διαδικτυακός και ήταν αποκλειστικά η παρέα του. Μου φάνηκε τόσο περίεργο. Κατ΄αρχας πρέπει να έχεις το δικαίωμα να τους αποτυπώσεις και δευτερευόντως να τους αναρτήσεις στην αιωνιότητα του Ιντερνετ. Τρίτον, όμως, ποιον ενδιαφέρει στο προφίλ σου να δει κάποιος φωτογραφία που δεν απεικονίζεσαι; Οταν δεν πρόκειται για επαγγελματίες φωτογράφους είναι παράλογο, αν όχι σιγουρα αδιάφορο για πολλούς.
    Οι φωτογραφίες πια είναι αποκλειστικά εμείς και ο εαυτός μας. Οτιδήποτε περισσότερο δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον όχι μόνο του κοινού, αλλά και του εγώ μας. Είμαστε το μοναδικό μας επίκεντρο και αυτό υπερτονίζεται και ενδυναμώνεται με κάθε δωρεάν κλικ.

  • Έχω πάει διακοπές σε κάποια νησιά και για λόγους εργασίας σε κάποια ακόμη. Όλο το ζήτημα είναι διαφορετικές τυρόπιτες.

  • Τα πεντάχρονα χθες στο μπιτσόμπαρο έχτιζαν πυργάκια στην άμμο ενώ από τα ηχεία η τραγουδίστρια ενημέρωνε «Ι am horny, horny, horny…» σε ένα υπέροχο ρεμίξ.

  • Για έναν ξιφία / μία βασιλική ζαργάνα

    Τι υποκριτές που είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Όταν τα ψάρια αλιεύονται από το φυσικό τους περιβάλλον και καταψύχονται αμέσως, είναι φαντάζομαι ένας μη επώδυνος θάνατος που τους αξίζει; Όταν ο αστακός ζωντανός βράζεται από το ενυδρείο του εστιατορίου αμέσα στο πιάτο με μια στάση τους 100 βαθμούς κελσίου, είναι ένας θάνατος που του αξίζει; Όταν το χταποδάκι δέχεται το λεπίδι μέσα στο σώμα του από ένα ψαροντούφεκο για τη διασκέδαση, είναι ένας αρμοστός τρόπος θανάτωσης;
    Το θέαμα με τον ξιφία / βασιλική ζαργάνα (που ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί πώς βρέθηκε νεκρό μετά από το περιστατικό με τον λιθοβολισμό) είναι αποτρόπαιο. Σαν ζόμπι οι άνθρωποι βιντεοσκοπούν χωρίς να το σταματήσουν. Η ομαδικότητα της πράξης είναι η σκληρότητα την οποία κατακεραυνώνουμε και δικαίως, γιατί φαίνεται πως δεν φοβόντουσαν αλλά έπαιζαν με το ανήμπορο ζώο.
    Όταν θα γίνουμε βίγκαν ή χορτοφάγοι, θα έχουμε περισσότερα δικαιώματα να μιλάμε για φρίκη, φρίκη, φρίκη. Προς το παρόν οι περισσότεροι είμαστε συνένοχοι, όπως κι εγώ.
  • Ioύλιος

    Για καλή μας τύχη, το καλοκαίρι είναι συμπαγές χρονικά. Περιορισμένο χρονικά από τα ίδια τα χαρακτηριστικά του καιρού που το δομούν μέχρι το πρόγραμμά μας, ευτυχώς κάποια στιγμή τελειώνει. Είναι κάπως τρομακτική εποχή. Δεν σου επιτρέπει να έχεις πληθώρα συναισθημάτων. Δεν υπάρχει γενναιότητα, αλλά θράσος. Δεν υπάρχει συνήθεια, αλλά εμπειρία. Όλα μπορούν να είναι ενοχλητικά, αλλά τελικά δεν είναι τίποτε παρά ερεθιστικό. Χθες τυχαία βγήκα στο μπαλκόνι την ώρα που περνούσε το τελευταίο δρομολόγιο ενός λεωφορείου. Κρεμάστηκα να δω αν υπήρχαν άνθρωποι. Και βέβαια υπήρχαν. Κατέβαιναν στον Πειραιά, στο λιμάνι, ίσως λίγο πιο κάτω στο Δημοτικό Θέατρο. Ο Πειραιάς είναι όμορφος τα καλοκαιρία, φυσικά αποπνικτικός. Όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά μα μοιάζουν με ανοιχτά. Οι εργασίες συνεχίζονται στα γραφεία των πολυκατοικιών και δεν ξεμένει ψίχουλο δυσαρέσκειας από τυχόν αβλεψίες. Δεν είναι ανθρώπινος τόσο καθησυχασμός. Σαν κουκίδες σε ένα πίνακα του Georges Seurat μένουμε αμετακίνητοι, προσεκτικοί πρώτη φορά κάθε χρόνο μην φύγει κάποιο δάκρυ και χαλάσει το αριστούργημα.

  • Το πιο εντυπωσιακό στον Γιάννη Αντετοκούνμπο είναι ότι είναι λαϊκό παιδί με μία έννοια που γίνεται με ένα αξιοθαύμαστο τρόπο παγκόσμια.
    Και πιστεύω αυτό είναι που τον κάνει συμπαθή σε αρκετούς Έλληνες, ακόμη και ρατσιστές. Γιατί θα μπορούσαν να ζηλεύουν που το παιδί των μεταναστών τα κατάφερε, αλλά η κοινή γλώσσα που μιλάει κατανοείται πλήρως. Η αναφορά στην Ελλάδα του βγαίνει από μέσα του, δεν είναι κάποιο κόλπο μάρκετινγκ. Πρόκειται για αγνή ευγνωμοσύνη που λοιδωρεί με τον πιο εύστοχο τρόπο τον ρατσισμό.