Author: Νατάσα Φωκιανίδου

  • Ενα σανατόριο χαρά θεού

    Το νοσοκομείο Παπανικολάου Θεσσαλονίκης βρίσκεται ψηλά.

    Κοντά στο Ασβεστοχώρι .

    Φημίζεται για το καλό κλίμα της η περιοχή.

    Κι όντως ο αέρας που χτύπησε τα ρουθούνια μου με το που βγήκα ήταν καθαρότατος, δροσερός.

    Μύριζε βουνό.

    Ποια φορά ήταν αυτή δε θυμόμουν.

    Εδώ ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο θείος μου, ένας σωρός φίλοι, συγγενείς, γνωστοί.

    Τώρα ο άντρας μου.

    Κατηφόριζα απ’ το Πέτρινο προς την έξοδο του νοσοκομείου και τα σκεφτόμουν.

    Η αίσθησή μου  γι αυτό το χώρο ήταν παλιά.

    Πιο παλιά απ αυτά τα γεγονότα.

    Πιο παλιά κι απ την γέννησή μου.

    Η μάνα μου έκανε την πρώτη αιμόπτυση στα είκοσί της χρόνια.

    Πριν ακόμη με γεννήσει.

    Ήταν εικοσιτριών χρονών αρραβωνιασμένη.

    Ο πατέρας μου υπηρετούσε την θητεία του στο στρατό και τον έπιασε ο εμφύλιος.

    Έσκασε το μέσα της να τον περιμένει.

    Έπρεπε να τον περιμένει μου είχε πει.

    Σε μια άδειά του  είχε γίνει γυναίκα του.

    Επομένως σύμφωνα με τις αρχές της έπρεπε να τον παντρευτεί.

    Άρα έπρεπε να πλαντάξει από υπομονή περιμένοντας με αγωνία να σωθεί απ’ τον πόλεμο  και επίσης να κρατήσει τον λόγο του και να  τιμήσει δεόντως τον αρραβώνα τους.

    Ο πατέρας μου τελειώνοντας ο πόλεμος σώθηκε κι απολύθηκε, σκάλωσε όμως στον Πειραιά για ένα εξάμηνο σε κάποια μακρινή ξαδέρφη του που ήταν ζωντοχήρα και την έλεγαν Πολυξένη.

    Η Πολυξένη στην αρχή τον φιλοξένησε.

    Μετά όμως τον σπίτωσε.

    Η Αφροδίτη στη Θεσσαλονίκη κι εκείνος στον Πειραιά εκείνη την εποχή ήταν σα να λέμε σήμερα ο ένας εδώ κι ο άλλος στη νήσο του Πάσχα.

    Η μάνα μου είδε κι αποείδε.

    Μια μέρα λύγισε, μάτωσε τα πνευμόνια της και ανέβηκε στο Σανατόριο ως ασθενής από φυματίωση.

    Εκείνη την εποχή στα 23 της δεν είχε βιώσει τίποτε.

    Μήτε παιδική ηλικία μήτε εφηβική.

    Έμεινε ορφανή από πατέρα στα εννιά της χρόνια κι

    έγινε μάνα για τα τρία μικρότερα αδελφάκια της, αναγκαστικά αφού η κανονική μάνα χρειαζόταν να κάνει τρεις δουλειές για να τα μεγαλώνει.

    Δεν υπήρχε άνθρωπος να τους βοηθήσει και η Γερμανική κατοχή αποτελείωσε ο,τι η μοίρα με τόσο απάνθρωπο τρόπο είχε αρχίσει.

    Μετά αρραβωνιάστηκε απ τα δεκάξι της.

    Εκτός από κακουχίες, ατυχίες και στερήσεις δεν είχε βιώσει τίποτε άλλο.

    Όταν αρρώστησε κι ανέβηκε στο Παπανικολάου το τότε Σανατόριο της Θεσσαλονίκης,  ήταν γεμάτο στην κυριολεξία από νέους ανθρώπους.

    Όλοι νέοι της κατοχής.

    Ήταν ωραία μου είπε κανένα χρόνο πριν πεθάνει.

    Μου έπεσε το σαγόνι.

    «Ωραία»; τι «ωραία» …τη ρώτησα.

    Ε να ωραία πως να το πω… εκεί μας μιλούσαν με ευγένεια, μας φρόντιζαν οι γιατροί, μας εξηγούσαν τι έπρεπε να κάνουμε για την υγεία μας, τρώγαμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ καλά, άσε που οι πτέρυγες των γυναικών και των ανδρών είχαν κρυφούς δρόμους επικοινωνίας και είχαμε έρωτες, παράφορα πάθη και γάμους ακόμη.

    Ερχόταν κυρίες και μας μοίραζαν δώρα τις γιορτές, στολίζαμε δέντρο, τραγουδούσαμε, χαιρόμασταν.

    Χτίσαμε τις πιο δυνατές φιλίες της ζωής μας εκεί.

    Ποιος με φρόντισε εμένα ποτέ πριν;

    Ποιος με ρώτησε αν πεινάω;

    Ποιος με πλησίαζε να μου σφίξει το χέρι να με κοιτάξει φιλικά στα μάτια;

    Κανείς.

    Δεν ήθελα να φύγω από ‘κει το καταλαβαίνεις;

    Βγαίναμε φωτογραφίες στα χιόνια και τις κοιτάω ακόμη και κλαίω από συγκίνηση.

    Έλεγε, έλεγε η Αφρούλα κι εγώ δεν πίστευα στ αυτιά μου.

    Εκατοντάδες νέοι τότε έζησαν έτσι στα Σανατόρια.

    Στερημένοι από σχολεία και πανεπιστήμια λόγω δύσκολων εποχών, πεινασμένοι για όλα, λόγω της κατοχής, έχτισαν τις ζωές τους μέσα στις δομές των Σανατορίων.

    Γι αυτό η Αφροδίτη όταν γριούλα πια αρρώστησε βαριά και την μεταφέραμε εκεί άνοιγε το πρωί τα μάτια της, κοιτούσε απ το μεγάλο παράθυρο έξω, χαμογελούσε κι έλεγε:

    «μια χαρά είμαι εδώ»

    «δε φοβάμαι τίποτα».

    «Ήρθαν τα νιάτα μου πίσω»

  • Μέγας ο έρωτας στα νεκροταφεία της επαρχίας

    Η παγωμένη υγρασία τρύπωνε κάτω απ τη φούστα μου και περόνιαζε την υπογάστρια χώρα και την κοιλιά μου.

    Σερνόταν πάνω στις πλευρές μου και μου έσφιγγε το στήθος .

    Πονούσε όλο το σώμα μου.

    Περασμένες δύο το βράδυ.

    Παραδίπλα η μισή κωμόπολη κοιμόταν.

    Η άλλη μισή ήταν στα σκυλάδικα κι η υπόλοιπη στις πόκες, στο κουμάρι και τα ζάρια.

    Εμείς οι δυο όμως ήμασταν αλλού.

    Κοντά αλλά αλλού.

    Το νεκροταφείο ήταν φυσικά ήσυχο τέτοια ώρα.

    Κάτι λίγα καντηλάκια τρεμόσβηναν φωτίζοντας μαρμάρινους σταυρούς που είχαν μαυρίσει σχεδόν απ την πολυκαιρία.

    Οι περισσότεροι τάφοι στην επαρχία είναι οικογενειακοί.

    Κοιμούνται εκεί μέσα οι συγγενείς περιμένοντας άλλους συγγενείς να έρθουν απ έξω, κάνουν παρέες όπως και οι ζωντανοί, μπορεί και να συνωμοτούν η ν’ αστειεύονται.

    Κανείς δεν ξέρει.

    Πάνω σ’ ένα τέτοιο τάφο ήμουν μισοκαθισμένη.

    Είχα διπλώσει τα πόδια μου σφιχτά και προσπαθούσα να χουχουλιάσω τα χέρια μου.

    Δεν τα ένοιωθα.

    Κάπου μέσα στο αυτοκίνητο είχα τα γάντια μου μα η στιγμή δεν μου επέτρεπε να ζητήσω τίποτε μια και το αμάξι ήταν παρκαρισμένο έξω από το κοιμητήριο.

    Εβλεπα απο μακριά τα φιμέ τζάμια και τα καπάκια απ τις ρόδες να γυαλίζουν στο φως του τηλέγραφου.

    Δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής καθόταν ο Εκείνος.

    Ο Εκείνος ήταν ο Ενας.

    Ήθελε νάναι ο Ενας και Μοναδικός της ζωής μου.

    Ήθελα κι εγω νάναι ο Ενας μου.

    Κι εγω νάμαι η Μία του.

    Διπλομανταλωμένοι θέλαμε νάμαστε.

    Με ζώνες παρθενίας, με διπλές χειροπέδες, με σκοινιά, με άγκυρες, κτισμένοι στο βυθό της θάλασσας όταν δεν ήμασταν μαζί.

    Σε παραμύθια χωρίς πόρτες και παράθυρα.

    Σε κουκλόσπιτα με τυφλούς φεγγίτες.

    Στην πραγματικότητα και για να λέμε τα πράγματα έξω απ’ τους κυνόδοντές μας να φάμε ο ένας τον άλλον θέλαμε σε λουκούλλειο γεύμα, μα που τέτοιο λυτρωτικό θάρρος!

    Ο Εκείνος σαν γνήσιος επαρχιώτης σπουδαγμένος στη Αμέρικα, έβλεπε σε μένα τις ροδακινιές των παιδικών του χρόνων ολάνθιστες και κάτι απ’ τη μάνα του.

    Η Εγώ ήμουν εργαζόμενο νιάτο απ τα 19 μου σε περιβάλλον με δηλητηριώδεις συσκευασίες ιαμάτων.

    Είχα δει ως μοναχοκόρη  με τον πατέρα  καουμπόικα έργα και με την μάνα όλα τα μιούζικαλ της δεκαετίας του 60-70.

    Στον Εκείνο έβλεπα τον Ελβις Πρίσλευ με καουμπόικα ρούχα να σκοτώνει όλους τους κακούς στη σαβάνα του Νομού Ημαθίας.

    Τα νιάτα όμως που σαρώνανε τότε τις υπάρξεις μας είχαν περίεργες κι επικίνδυνες στροφές και φουσκοθαλασσιές.

    Πάνω σε μια τέτοια στροφή ο Εκείνος έφυγε στην Αμερική για meetings και μπίζνες με σχιστομάτιδες.

    Έμεινα πίσω μόνη, βρήκα πρώτη φορά χρόνο να αδειάσω το μυαλό μου μετά απο 8 μήνες που ήμασταν μαζί, σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα είδα τα αδιέξοδα περίπου στο μέγεθος της Πορτάρας του Γεντί Κουλέ κι αποφάσισα να ψάξω αλλού την τύχη μου.

    Ενω ήμουν φουλ ερωτευμένη με τον Εκείνο.

    Κολυμπώντας στην ανασφάλεια που δημιούργησε η απόσταση…

    Ετσι έλεγα.

    Η αλήθεια ήταν οτι το μυαλό μου ήταν θολό, οι ενδορφίνες του έρωτα χτυπούσαν κόκκινο, η τρικυμία εν κρανίω ήταν ολούθε και η κραιπάλη μου δεν είχε προηγούμενο σε οινοπνεύματα και ξενύχτια.

    Αποτέλεσμα όλης αυτής της μπερδεμένης κατάστασης ήταν να φτάσουν στ’ αυτιά του Εκείνου τα κατορθώματά μου ενω έλειπε, να γυρίσει εσπευσμένα παρατώντας τα μισά meetings και να είμαστε στα νεκροταφεία περασμένα μεσάνυχτα.

    Οσο κι αν χουχούλιαζα τα χέρια μου συνέχιζα να μην τα αισθάνομαι, άκουγα όμως λυγμούς και κατά διαστήματα ρουφήγματα της μύτης που προσπαθούσε να την αποφράξει με τεχνητές ανατινάξεις της γλώσσας πάνω στον ουρανίσκο του ματαίως.

    Ο Εκείνος μου έκλαιγε.

    Έκλαιγε γοερά αλλά βουβά.

    Ηταν εξαιρετικά ατυχές το γεγονός οτι δεν είχαμε χαρτομάντηλα κι οτι η βρύση του νεκροταφείου βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση.

    Διάβαζα και ξαναδιάβαζα γεμάτη αμηχανία τα ονόματα των συγγενών του πάνω στον τάφο προσπαθώντας να δώσω λίγο χρόνο μπας και συνέλθει αλλά δεν έβλεπα να γίνεται τίποτε.

    Η κατάστασή του χειροτέρευε, τα μπουκώματα άρχισαν να γίνονται ρινικές πλημμύρες που κατέληγαν στα μανίκια του, ωστόσο στις παροτρύνσεις μου να φύγουμε το μόνο που έλεγε ήταν:

    «όχι πρώτα θα μου ορκιστείς»

    Κι εγώ, η Εγώ του, ορκίσθηκα.

    Στον πατέρα, την μάνα του, τον παππού και την γιαγιά του.

    Οτι θάμαι πιστή .

    Ακλόνητη.

    Με αιώνια αφοσίωση και αγάπη.

    Αυτά άκουσε απο μένα ο Εκείνος μου εκείνο το βράδυ πάνω στον οικογενειακό  τάφο.

    Οταν ρώτησα αν κι αυτός μ’ αγαπάει μου είπε τρελά πράγματα, ανομολόγητα, εξωκοσμικά.

    Μου μίλησε για έρωτα όλεθρο, για τρυφερότητα ποτάμια.

    Μου κατέθεσε τα ευαίσθητα, τα ιερά και τα όσια της ψυχής του πάνω στο μάρμαρο κι επειδή ήταν ένας άντρας που πάνω από όλα είχε ενα εξαιρετικά πηγαίο χιούμορ, μόλις αισθάνθηκε οτι το κλίμα ήταν πια πολύ βαρύ απ’ το πολύ αγαπητιλίκι μας, μου μίλησε και για τ’ άλλα.

    Για το μπούκωμα της μύτης του, την απόφραξη, τις ποσότητες των ρινικών υγρών που δεν χύθηκαν ποτέ εκ μέρους του για καμιά άλλη γυναίκα παρά μόνο για μένα, το ρεζίλι και την ταπείνωσή του μπρός τα πόδια μου, αφήνοντάς με μισολιπόθυμη απ τα γέλια στις 3 τα ξημερώματα πάνω στον τάφο του πατέρα του.

     

    Πιστή δεν έμεινα.

    Ούτε κι αυτός.

    Ζήσαμε όμως τα προσεχή 25 χρόνια ως αχώριστοι φίλοι δεμένοι με μεγάλη αγάπη και κυρίως ειλικρίνεια.

    Μετά βαρέθηκε κι έφυγε.

    Επίσης πέθανε.

    Δεν τον ξαναείδα.

    Νομίζω ζει στη Νότιο Καρολίνα.

    Δεν είμαι σίγουρη όμως.