Author: Νατάσα Φωκιανίδου

  • Ελεφάντινα ομοιώματα

    Η μάνα μου νόσησε από καρκίνο της γνάθου.

    Ο καρκίνος διαγνώστηκε άκρως επιθετικός και την τελείωσε σε ενάμιση χρόνο.

    Ήταν ογδόντα τριών χρόνων υγιέστατη καθ’ όλα.

    Δεν είχε πιει αλκοόλ ποτέ, δεν είχε καπνίσει, δεν είχε κάνει καταχρήσεις κανενός είδους.

    Για πολλά χρόνια, πάνω από δεκαπέντε, δεν έτρωγε κρέας παρά μόνο ψάρια που ψάρευε ο πατέρας μου, και λαχανικά που καλλιεργούσαν στο μικρό μας κτήμα στη Νέα Μηχανιώνα, χωρίς λιπάσματα.

    Ήταν μια μορφή της αρρώστιας εφιαλτική και η κατάσταση αφόρητη.

    Γι αυτήν κυρίως μα και για μένα.

    Έβλεπα καθημερινά, ενώ προσπαθούσα να την ταΐσω, τη στοματική της κοιλότητα να λιώνει, να σαπίζει μέσα σε αβάσταχτους πόνους.

    Κάθε περιγραφή που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν γελοία μπροστά σ’ αυτό που ζήσαμε οι δυο μας μέσα στο δωμάτιό της.

    Δεν μπορούσε να κάνει χημειοθεραπείες λόγω ηλικίας και δεν δέχτηκα να γίνουν ακτινοβολίες για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

    Το μόνο που έγινε ήταν μια σοβαρή χειρουργική επέμβαση πολλών ωρών στην δεξιά πλευρά της γνάθου όπου μπήκε μόσχευμα.

    Αυτό απλά θα κρατούσε την κατάστασή του στόματός της σε καλύτερη κατάσταση.

    Ο θάλαμος νοσηλείας της ήταν τεράστιος, με περιπτώσεις παρόμοιες.

    Δέκα γυναίκες με καρκίνο του στόματος εγχειρισμένες με τους σωλήνες φαγητού να κρέμονται και με τις μύτες μπανταρισμένες σαν ελέφαντες.

    Μια φρικιαστική εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.

    Την πρώτη βραδιά που βγήκε από την εντατική έπρεπε να μείνω μαζί της.

    Έπρεπε να βγάλω τη νύχτα σε μια πλαστική καρέκλα σαν αυτές που πουλάν οι τσιγγάνοι τα καλοκαίρια με τα φορτηγά τους.

    Το σώμα μου ήταν ήδη τσακισμένο από την ένταση των ημερών κι ένιωθα τη μέση μου διαλυμένη.

    Παρ όλα αυτά έκατσα υπομονετικά αρκετές ώρες δίπλα της.

    Είχε αρχίσει να σουρουπώνει έξω.

    Στην άκρη του δωματίου υπήρχε μια κυρία που είχε κι αυτή τη μητέρα της στην ίδια κατάσταση.

    Ήταν από μέρες εκεί κι είχε νοικιάσει, όπως μου είπε, μια πολυθρόνα απ’ αυτές που γίνονται κρεββάτι.

    Άνοιξε λοιπόν εντελώς την πολυθρόνα, έστρωσε ένα καθαρό σεντόνι που είχε μαζί της και μου είπε λέξεις που γράφτηκαν στα μηνίγγια μου.

    «Έλα» μου είπε «εσύ από πάνω κι εγώ από κάτω», «Ντίνα με λένε».

    Την κοίταξα έκπληκτη.

    «Δε χωράμε Ντίνα» της απάντησα.

    «Χωράμε» ψιθύρισε και μ’ έπιασε απ το χέρι.

    Εκεί επάνω σ’ εκείνη την πολυθρόνα κουλουριαστήκαμε σαν έμβρυα η μια γυρισμένη απ’ τη μια μεριά κι άλλη απ’ την άλλη.

    Κούμπωσαν τα σώματά μας στην προσπάθειά μας να χωρέσουμε κι αγγίχτηκαν.

    Ζεστάθηκαν παρηγορητικά το ένα με το άλλο.

    Ένιωσα εκείνο το βράδυ αυτό που λέμε ίαμα.

    Από μια άγνωστη ύπαρξη που πονούσε όπως κι εγώ για έναν δικό της άνθρωπο.

    Τα τρίσβαθα του είναι μας, ενώθηκαν με ένα αόρατο δέσιμο που κρατάει ακόμη και μετά εννιά χρόνια.

    Αυτός ο ανθρώπινος πόνος που ενώνει.

    Αυτό που γίνεται όταν απλώνεται αυθόρμητα χέρι βοήθειας κι αλληλεγγύης.

    Αυτός ο πόνος που ωθεί τον άνθρωπο προς στον άγνωστο άνθρωπο χωρίς φόβο.

    Αυτό το θαύμα.

  • H τρελή της οδού Ιλιάδος

    Ύστερα μες το σούρουπο η οδός Ζαΐμη άδειαζε από παιδιά.

    Μαζευόμασταν όλοι στην επάνω γειτονιά γιατί ξέραμε οτι θα βγει το αερικό.

    Ήταν μια γυναίκα ψηλή λεπτή με χαμηλό κότσο, ακαθόριστης ηλικίας.

     

    Η τρελή της Ζαΐμη.

    Φορούσε πάντα το ίδιο ρούχο και τα ίδια παπούτσια χειμώνα καλοκαίρι.

    Ένα αλατζαδένιο κρεμ φόρεμα με μακριά μανίκια με μανσέτες, κλειστό μέχρι το λαιμό, μακρύ μέχρι τη μέση της γάμπας.

    Τα παπούτσια της ήταν γόβες κομμένες στο πίσω μέρος που τις φορούσε σαν παντόφλες.

    Έβγαινε από το διώροφο αρχοντικό με τον κήπο και τους ψηλούς φράχτες που είχαν σπασμένα γυαλιά στο πάνω μέρος τους έτσι ώστε να μην μπορεί κάποιος να σκαρφαλώσει χωρίς να τραυματισθεί.

    Άκουγα ότι έμενε εκεί αυτή η γυναίκα με την αδερφή της.

    Στεκόταν ακριβώς μπροστά στο σπίτι της κάθε απόγευμα στο μέσον ακριβώς του δρόμου.

    Είχε τα χέρια της μαζεμένα κάτω απ’ το στήθος της, το κορμί της άκαμπτο, το βλέμμα της καρφωμένο κάπου στο βάθος και κοιτούσε κατ’ αρχήν προς την δύση.

    Εντελώς ακίνητη κι αμίλητη.

    Περίπου μισή ώρα.

    Μετά κοίταζε το ρολόι της και γύριζε το σώμα της προς την Ανατολή.

    Έμενε έτσι για μισή ώρα ακόμη και μετά χανόταν μέσα στο σπίτι.

     

    Ήμουν παιδί τότε έντεκα χρονών και την παρατηρούσα από μακριά.

    Μια μέρα ενώ ήταν στο δρόμο με τον γνωστό πια σε όλους τρόπο της, άνοιξε η πόρτα του γκαράζ ενός διπλανού διώροφου.

    Ήταν το σπίτι του Μωραΐτη που είχε γραφείο κηδειών κάπου στο κέντρο της πόλης, αλλά έφερνε τη νεκροφόρα στο γκαράζ του.

    Η γυναίκα στο αντίκρισμα της νεκροφόρας σάλεψε.

    Άνοιξε τα χέρια της τα σήκωσε και μούντζωσε προς τη μεριά της νεκροφόρας ενώ τρανταζόταν από λυγμούς.

    Δεν ξέρω τι απέγινε αυτή η γυναίκα.

    Το σπίτι υπάρχει ακόμη πάντως ακριβώς στην ίδια θέση με τους ίδιους ψηλούς φράχτες αναπαλαιωμένο και περιποιημένο.

    Νομίζω ανήκει στην Μητρόπολη χωρίς να είμαι σίγουρη.

     

    Το σπίτι που μένουμε είναι το παλιό πατρικό μου.

    Κοντά στη Ζαΐμη.

    Έχει ένα στενό μπαλκόνι όπου βολεύονται διάφορα πράγματα.

    Τόσα που δεν μ’ αφήνουν να κάνω ούτε δέκα βήματα.

    Βγαίνω αυτές τις μέρες του εγκλεισμού κάθε δύο τρεις ώρες για ανάσες.

    Βάζω το παλτό μου και στέκομαι μπροστά στη μπαλκονόπορτα.

    Ακουμπάω τους αγκώνες μου στο κάγκελο και κοιτάω μια προς τα κάτω δυτικά όπου είναι ο φούρνος της γειτονιάς.

    Το μόνο ανοιχτό μαγαζί προς αυτή την κατεύθυνση.

    Η οδός Δελφών άδεια, πού και πού κανένα αυτοκίνητο.

    Μετά κοιτάω απ’ την άλλη πλευρά προς την Ανατολή, φαίνεται ελάχιστα το βουνό και ένα κομμάτι ουρανός.

    Οι ακακίες εκατέρωθεν του δρόμου μας φούντωσαν στο μεταξύ, ακούγονται στα κλαδιά  ξεθαρρεμένα τα πουλιά φέτος.

     

    Μπαίνω μέσα και στην οθόνη του υπολογιστή παρελαύνουν τα φέρετρα και οι αριθμοί των νεκρών.

    Θερίζει η πανδημία τον κόσμο.

    Εμείς οι ακίνητοι.

    Οι τρελοί του πλανήτη.

    Και μου ‘ρχεται να μουντζώσω.

    Χωρίς λυγμούς.

    Με θυμό.

    Μόνο που δεν ξέρω σε ποια κατεύθυνση.

  • Εβδομάδα των Παθών

    Ναι εγώ είμαι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που νοιώθουν άβολα τελείως όταν τους στερούν με το στανιό έστω κι ένα μικρό κομματάκι της προσωπικής τους αυτοδιάθεσης.

    Μπορεί όταν προσωπικά αποφασίσω να κάνω υπομονή για κάτι που επιλέγω νάμαι γαϊδούρι πραγματικό.

    Να μην κουνιέμαι, να μένω σε ακινησία μπορεί και χρόνια αλλά όταν είναι δική μου η απόφαση.

    Μπορεί μέσα σε μια τέτοια διαδικασία εντελώς προσωπικής απόφασης να δω, να ακούσω, να υποστώ τρελά πράγματα χωρίς να λυγίσω στιγμή, δευτερόλεπτο.

    Η ψυχραιμία μου και η αφοσίωσή μου σε κάτι που εγώ αποφασίζω σπάει κόκαλα το ξέρω, τοχω δοκιμάσει.

    Όταν μου το επιβάλλουν όμως σαλεύει το μυαλό μου.

    Γίνομαι έξαλλη.

    Αγριεύω.

    Μένω ώρες αμίλητη.

    Δεν θέλω τίποτε και κανέναν.

    Θέλω μόνο να περάσει ο χρόνος, να αλλάξει.

    Θέλω να πάρω τα βουνά και τις θάλασσες να φύγω σε άλλο πλανήτη.

    Έτσι και τώρα.

    Ακούω διάφορα για την παραμονή στο σπίτι μέχρι το τέλος της χρονιάς λέει και το μάτι μου γυρίζει ανάποδα.

    Αναγκάζομαι να κατεβάζω τα εν δυνάμει του εαυτού μου σ’ ένα ρελαντί περιορισμένης καθημερινότητας και η διαδικασία της αυτοσυγκράτησης μου σπάζει τα νεύρα.

    Η φαντασία μου στο μεταξύ οργιάζει.

    Με καθησυχάζει.

    Με ταξιδεύει.

    Μετά όμως χρειάζεται να βάλω μάσκα εγώ που μισώ τα καρναβάλια, να βάλω γάντια ενώ θεωρώ οτι η αφή με τα πράγματα, με τα υφαντά μου, με τους ανθρώπους μου είναι από τα απολαυστικότερα δώρα της φύσης.

    Και κρατιέμαι.

    Θέλω να δω τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου.

    Θέλω να δω τα μάτια των φίλων μου να πιω έναν καφέ μαζί τους και να δω τα μάτια τους να γελάνε.

    Και κρατιέμαι.

    Μούρχεται όλη την ώρα να κλαίω, να κλαίω γι αυτή την ζουρλή κατάσταση που ζούμε αναγκαστικά …κι ακούω μην κλαίτε, μη βάζετε τα χέρια στα μάτια σας, μη τα χέρια στο στόμα σας, μη τα χέρια στα μαλλιά σας, μη στο σώμα σας, μην αναπνέετε, μην μιλάτε, μην βήχετε, μην φταρνίζεστε, μην ακουμπάτε το σίδερο, ούτε το χαρτί, ούτε το πλαστικό, ούτε το ύφασμα.

    Γίνετε άυλοι.

    Αυτό εκεί έξω είναι θάνατος.

    Ζει παντού, είναι ανθεκτικό και σκοτώνει.

    Γέμισε ο πλανήτης πτώματα.

    Ακούω τις ειδήσεις για τους νεκρούς, νεκροί χιλιάδες.

    Μέχρι πότε;

    Μέχρι ποιόν Γολγοθά;

    Μέχρι ποια Μεγάλη Παρασκευή;

    Μέχρι ποια Ανάσταση;

  • Αιρετικόν

    11 χρονών ήμουν.
    Το Κολοσσαίον στη Θεσσαλονίκη γεμάτο.
    Η θείτσα με είχε πάει να δω τα πάθη του Χριστού.
    ‘Εκλαιγα γοερά.
    Της ζήτησα να φύγουμε πριν τελειώσει η ταινία.
    Όχι μου είπε κάθισε να το δούμε όλο, θα δείς, στο τέλος θα χαρείς.
    Υπάκουσα έκλεισα τα μάτια μου με την παλάμη και δεν έβλεπα που τον μαστίγωναν, του έσκιζαν τα ρούχα, τον έφτυναν, τον χλεύαζαν, του φόρτωσαν τον σταυρό.
    Με το άλλο χέρι κρατούσα το χέρι της.
    Άκουσα τον χτύπο των σφυριών κι άνοιξα λίγο τα δάχτυλά μου.
    Είδα να τον καρφώνουν, αίματα παντού στο πρόσωπο, στο σώμα του, το στήθος μου πονούσε απ’ το κλάμα και το σφίξιμο.
    Μετά είδα τις γυναίκες κάτω απ’ το σταυρό να τον κοιτάνε και τον ουρανό να σκοτεινιάζει.
    Άρχισε να με πιάνει πανικός απ’ το φόβο.
    Είδα τον τάφο του ν’ ανοίγει κι έναν άγγελο να λέει οτι ο Χριστός σηκώθηκε, αναστήθηκε κι αντί να χαρώ φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
    Πως γίνεται να σηκωθεί ένας νεκρός από τον τάφο του κι εγώ να χαίρομαι;
    Τίποτε δεν καθόταν σωστά μέσα στο μυαλό των έντεκα χρόνων μου.
    Ακόμη το ίδιο μου συμβαίνει τέτοιες μέρες.
    Οι επιτάφιοι και οι τελετές αναπαράστασης του δράματος του Θεανθρώπου στις εκκλησίες με θλίβουν.
    Τίποτε απο τότε που είδα την ταινία δεν μ’ έκανε να χαρώ το Πάσχα.
    Θα περάσουν εκατοντάδες, χιλιάδες χρόνια.
    Η έρημος θάναι πάντα τόπος δοκιμασίας για τους ολομόναχους.
    Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα πουλάν το ξύλο του σταυρού του σε χαϊμαλιά για καλό σκοπό.
    Αυτός δεν θάναι εκεί να τους διώξει.
    Τόκανε μια φορά κι απέτυχε.
    Κάποια Σαλώμη θα χορεύει με τα επτά πέπλα μπροστά στους βασιλείς, οι Μαγδαληνές θα σκουπίζουν το αίμα του με τα μαλλιά τους, οι αιμοσταγείς θα σκοτώνουν τα βρέφη, οι Μυροφόρες θα ραίνουν τους τάφους με αρώματα κι εκείνος θα βγαίνει απ’ τον τάφο και θα πηγαίνει στον ουρανό.

    Το Φλαμπουράρι ανήκει στα Ανατολικά Ζαγόρια.

    Είναι χωριό στα πόδια του βουνού Τσούκα Ρόσσα.

    Βρέθηκα εκεί Μεγάλη Παρασκευή το 1983.
    Υπήρχε ενα παμπάλαιο ξωκκλήσι και μια εικόνα του Αη Γιάννη του Βαπτιστή. Άγνωστος ο αγιογράφος, ανεκτίμητης αξίας η εικόνα, ξεκλείδωτο το εκκλησάκι.
    Του 1770 μας είπαν.

    Ο Άγιος κρατούσε το κεφάλι του κομμένο, με το δεξί του χέρι, όχι σε δίσκο όπως συνήθως απεικονίζεται.
    Απ’ τα μαλλιά.
    Ήταν τόσο ζωντανός σαν να είχε κατεβεί μόλις απ’ τη μηχανή του μετά από μεγάλο ταξίδι.
    Αναμαλλιασμένος, άγριος, με διαπεραστικό βλέμμα και σμιχτά φρύδια, με μια ρυτίδα κούρασης ανάμεσά τους.
    Ήταν η μέρα;

    Ο τόπος;

    Η ησυχία της εκκλησιάς;

    Δεν ξέρω τι ήταν.
    Θυμάμαι όμως μετά από εκείνη την ταινία με τα Πάθη, που μόνο φόβο και λύπη μου προξένησε, πως ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα με ανακούφιση οτι μπορεί η Μεγάλη Εβδομάδα να έχει δύναμη και φως.
    Ότι ο προσωπικός δρόμος της μοναχικότητάς μας είναι η πιο ακέραια ιερή και γενναία πράξη προς τον εαυτό μας.
    Ότι είμαστε τυχεροί οσοι γνωρίζουμε έστω κι έναν άνθρωπο που βαδίζει σ’ αυτό το μονοπάτι.
    Όπως ο Χριστός τον Ιωάννη Βαπτιστή.
    Την επόμενη χρονιά μάθαμε οτι άγνωστοι έκλεψαν την εικόνα.

  • Ο ανήφορος παρέα με τον ιό

    Μέρες τώρα προσπαθώ να μη γράψω τίποτε.

    Ανοίγω τον υπολογιστή και τον κλείνω.

    Τρέχω εδώ κι εκεί μες το σπίτι κάνω ένα σωρό άχρηστες δουλειές για να κρατώ απασχολημένο τον εαυτό μου.

    Να μη γράψω λέω από μέσα μου, να μη γράψω.

    Γιατί ξέρω τι θα γίνει αν γράψω.

    Να όπως τώρα.

    Με το που χτύπησα το πρώτο κλικ στο πληκτρολόγιο άρχισαν να φεύγουν τα δάκρυα δεξιά αριστερά και δεν κάνει να πιάνω ούτε τα μάτια μου, ούτε το στόμα μου, ούτε τη μύτη μου.

    Τα χαρτομάντηλα στην πρώτη γραμμή, τα αλκοολούχα διαλύματα στη δεύτερη.

    Γέμισε το σπίτι παράξενα σακουλάκια με γάντια μιας χρήσεως, με μάσκες.

    Έγνοια για το φαρμακείο και τα τρόφιμα σε καθημερινή βάση.

    Το ίντερνετ συνέχεια ανοιχτό, οι ειδήσεις βροχή… πόσα μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος… πόσα.

    Βγαίνουν δυνάμεις που δεν τις ξέρεις από μέσα σου σε κοιτάνε και σου κουνούν το δάχτυλο απ’ απέναντι.

    Όρθιος σου λένε κι αυτό θα περάσει.

    Ανεβαίνεις έναν ανήφορο κι ελπίζεις οτι κάπου απ’ το βάθος θάρθει η είδηση με το φάρμακο, με το εμβόλιο.

    Στο σπίτι δύο άτομα υψηλού κινδύνου περιμένουν εμένα.

    Κι εγώ πάλι από μένα κι έτσι γινόμαστε τρεις.

    Αναλογίζομαι την δυστυχία της Ιταλίας και λέω το δικό μας δεν είναι τίποτε.

    Τουλάχιστον είμαστε υγιείς προς το παρόν.

    Τουλάχιστον ακολουθούμε τους στοιχειώδεις κανόνες που ανακοινώνουν κάθε τόσο.

    Ανεβαίνουμε τον ανήφορο μ’ όλο τον κόσμο σ’ όλη τη γή.

    Ενώθηκε ο ανθρώπινος πόνος.

    Χτες το βράδυ άκουσα στο τηλέφωνο τη φωνή ενός πολύ καλού μου φίλου από το Μεξικό.

    Ήταν ανήσυχος για μας εδω στην Ευρώπη, εκεί ακόμη τα μέτρα δεν είναι αυστηρά.

    Μια φίλη μου είπε οτι ήρθαν οι γονείς των φοιτητών που μένουν απέναντί της, από τα Γιάννενα.

    Βγήκε ο γιος έξω πήρε τις σακούλες όχι απ’ το χέρι του πατέρα.

    Απ’ το έδαφος.

    Ο πατέρας κι η μάνα χαιρετούσαν από μακριά.

    Ούτε μια αγκαλιά ούτε ένα φιλί στο ίδιο το παιδί σου.

    Ήρθαν στο νου μου τα δικά μας τα ξενιτεμένα.

    Δοκιμάζονται οι σχέσεις των ανθρώπων.

    Οι αντοχές.

    Και κυρίως σου λένε κρατήσου όρθιος.

    Πρέπει.

    Δεν γίνεται αλλιώς.

    Πώς να μη λυγίσεις όμως πως να μην κλάψεις γι’ αυτό που γίνεται;

    Πώς ν’ αντέχεις τόσα φέρετρα καθημερινά;

    Τόσο θανατικό, τόση δυστυχία.

    Όλη μέρα όπου κι αν βρίσκομαι οτι κι αν κάνω, εύχομαι από μέσα μου κι απ’ έξω μου συνεχώς.

    Να βρεθεί το φάρμακο, να σταματήσει το κακό, να μείνουν οι άνθρωποι στα σπίτια τους.

    Νοιώθω οτι επικοινωνώ μ’ όλους όσους ξέρω σε καθημερινή βάση, είναι κάτι πρωτόγνωρο αυτό.

    Λες κι απλώθηκαν αόρατα νήματα μεταξύ μας όσο μακριά κι αν βρισκόμαστε που φτιάχνουν ένα ελπιδοφόρο πλέγμα δύναμης και προστασίας.

    Λες και υφάνθηκε ένας ιστός σαν από θαύμα, που ενώνει τις δυνάμεις μας, τις αντοχές και το κουράγιο μας.

  • Θα ζήσουμε αλλιώς

    Θα βλέπουμε να έρχεται απ’ απέναντι το παιδί μας, το εγγόνι μας, ο αγαπημένος μας άνθρωπος και θα απλώνουμε το χέρι να τους κρατήσουμε μακριά.

    Θα συνηθίσουμε να κρατάμε μακριά έτσι και τον πόνο τους και τα προβλήματά τους.

    Ανοίγουν δρόμοι για άλλων ειδών σχέσεις άγνωστων σε μας προς το παρόν.

    Αναρωτιέμαι με πόσους τρόπους θα περάσει αυτό στις επόμενες γενιές, τι άλλο θα υποστεί ο άνθρωπος σαν είδος για να χάσει όλα όσα τον κάνουν μαλακό κι ευσυγκίνητο.

    Ωστόσο κάποια κανάλια, κάποιες επαφές, παραμένουν και ανθίζουν.

    Όπως τις προάλλες, συνέβη με εμένα.

    Αφού έπεσαν τα σχετικά τηλέφωνα έγινε η μάζωξη.

    Οι γυναίκες όταν θέλουν να μιλήσουν δεν τις κρατάει τίποτε.

    Ξεχάσαμε τον ιό με την κορώνα και πιάσαμε ιστορίες της κυρα Στρατούλας που ήταν δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων και υποστήριζε το Στέμμα.

    Έγινε δωδεκάμισι το βράδυ κι η Χριστίνα ακόμη μας έλεγε για την μάνα της που την έστελνε από την Τετάρτη δημοτικού μέχρι την Έκτη γυμνασίου να καθαρίζει και να πλένει τον τάφο του ξαδέρφου της κάθε Κυριακή χειμώνα καλοκαίρι.

    Πιλότος στην Ελληνική Αεροπορία ο ξάδερφος έπεσε με το αεροπλάνο του σε κάποιο βουνό της Πελοποννήσου.

    Το φέρετρο έφτασε στη Θεσσαλονίκη σφραγισμένο και μόνο ο αδερφός του ήξερε ότι εκεί μέσα δεν υπήρχε παρά μόνο μια στολή.

    Δεν το είπε πουθενά.

    Άφησε σ’ όλους να πιστεύουν ότι ο αδερφός του θάφτηκε στα στρατιωτικά νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης.

    Δεν το ήξερε ούτε η θείτσα του η Στρατούλα  που τον μεγάλωσε, δεν το ήξερε ούτε η Χριστίνα η κόρη της που πήγαινε από μικρό κοριτσάκι βρέξει χιονίσει στον τάφο του κάθε Κυριακή.

    Κάποια στιγμή όμως ο αδερφός του αδικοσκοτωμένου πιλότου μίλησε.

    Είπε για το άδειο φέρετρο κι η θείτσα η Στρατούλα χτυπιόταν κι έκλαιγε με τις μέρες για το ανιψούδι της το άθαφτο.

    Η Χριστίνα όμως …αχ η Χριστίνα θύμωσε πολύ και με το δίκιο της.

    Τόσος κόπος, τόσα χρόνια για έναν άδειο τάφο ρε μάνα έλεγε και ξανάλεγε…

    Κι η Στρατούλα δώστου κι άλλο κλάμα.

    Τις δωδεκάμισι τις πιάσαμε πάντως με την επόμενη ιστορία που  είχε να κάνει με τον Παγκρατίδη.

    Τον γνωστό «δράκο της Θεσσαλονίκης».

    Ο Μητσάκης ο κολλητός του φίλος έμενε δίπλα στης Χριστίνας το σπίτι.

    Η μάνα της η Στρατούλα ήταν μια απ’ τις καλύτερες μοδίστρες της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή.

    Δεν μπορούσε ποτέ βέβαια να φανταστεί ότι θα ερχόταν η στιγμή στην καριέρα της που θα έραβε και το νυφικό του Μητσάκη.

    Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

  • Τα καρναβάλια, το πολυκατάστημα και δέκα τσόνια

    Πολλά αρνητικά μπαινοβγαίνουν στον ψυχισμό μου τώρα τελευταία, στραβομουτσουνιάζω με το παραμικρό, «δεν» το ένα, «όχι» το άλλο.

    Λέω από μέσα μου «μεγάλωσες και παραξένεψες»

    μου απαντάει,

    «κόψε τις βλακείες πάντα τέτοια ήσουνα»,

    τα λέω και φωναχτά,

    ακούγεται ένα

    «άμα δεν ταιριάζαμε δε θα συμπεθεριάζαμε»

    από το διπλανό κονάκι του αφέντη τσουτσουλομύτη κι όσο περνάει ο καιρός τόσο περισσότερο εμπεδώνω την φαντασίωσή μου να ζήσω σ’ ένα λαγούμι τελικά παρέα με ένα λαγό.

    Πριν αρχίσω να σκάβω το λαγούμι μου όμως και με όλη την καλή διάθεση να σωθώ απ’ το γκρινιαρόγατο που νιαουρίζει μέσα μου και μου σπάζει τα νεύρα, πήγα χθες σε μεγάλο εμπορικό κέντρο με φίλη, επιστρατεύοντας όλη την καλή θέληση που είχα, μια και η γυναίκα που ήθελε να ψωνίσει δεν είναι απλά φίλη καρδιακή, μα μια απ’ αυτές που κοιτάζεσαι μαζί τους και ως δια μαγείας αναπτύσσεται μπροστά σου ένα ταμπλό με κώδικες που αναβοσβήνουν καθώς μιλάς κι ενώ εσύ λες «και» η φίλη καταλαβαίνει άλλες εκατόν πενήντα λέξεις πλάι στο «και» σου.

    Ποτέ δε μ’ άρεσαν τα πολυκαταστήματα, τα καρναβάλια κι οι άνθρωποι που μεγαλώνοντας αρνούνται να εμπλουτίσουν το μυαλουδάκι που τους έδωσε ο θεούλης με το παραμικρό, λόγω τεμπελίτιδας, όπερ μένουν μ’ αυτό της γέννας τους, που είναι ίσο με ένα πουλί και δέκα τσόνια.

    Φεύγουν κι έρχονται οι εμπειρίες στη ζωή τους, γίνονται πράγματα και θάματα δίπλα τους.

    Αυτοί τίποτε.

    Αυτό ξέρουνε αυτό μολογάνε.

    Τίποτε δεν τους ακουμπά, τίποτε δεν τους εντυπωσιάζει για ν’ αναρωτηθούν λίγο παραπάνω απ’ το κατώφλι του σπιτιού τους.

    Μη σας πω πως αν εξωκείλουν και σκεφτούν κάποια φορά κάτι διαφορετικό η προσπαθήσουν ν’ αλλάξουν κάτι στη ζωή τους, πισωγυρίζουν εκατόν πενήντα θέσεις πιο πίσω από κει που ήταν, γιατί η ανασφάλεια του άγνωστου τους τρελαίνει το μυαλό, τους δημιουργεί κομφούζιο και πανικό.

    Τι να κάνουμε όμως υπάρχουν κι αυτοί.

    Το εμπορικό πολυκατάστημα όμως δεν υπάρχει.

    Αρνούμαι οτι υπάρχει.

    Αδυνατεί η εσωτερική μου καλοπροαίρετη διάθεση να συμπεριλάβει στους κόλπους της μια κατάσταση σαν αυτή που βίωσα χτες.

    Αυτό που βίωσα είχε ένα και μοναδικό στοιχείο και στοιχειό ταυτοχρόνως.

    Τον τρόμο στα μάτια παιδιών κι ενηλίκων.

    Ένα τεράστιο ποτάμι ανθρώπων μικρών και μεγάλων με τα κινητά στο χέρι, με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά, με άγχος, με φωνές λίγο χαμηλότερες των γηπέδων,  να προσπαθούν να ψωνίσουν.

    Κι ύστερα το δραματικότερο όλων.

    Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, οι έφηβοι, τα παιδιά, τα μωρά στα καροτσάκια με τις μανούλες, να προσπαθούν να πάρουν καφέ, αναψυκτικό, πίτσα, χοτ ντογκ, γλυκά, τσουρέκια, για να τα φάνε ο ένας παστωμένος πάνω στον άλλο φωνάζοντας ο ένας τον άλλον τόσο δυνατά που η αίθουσα πραγματικά θύμιζε γήπεδο.

    Αυτό είναι για ένα σωρό ανθρώπους γύρω μας μια φυσιολογικότατη κατάσταση, για πολλούς δε εφήβους μεταφράζεται ως και ο παράδεισος.

    Προσωπικά ένοιωσα μια γροθιά να μου σφίγγει το στέρνο, ήπια δυο γουλιές καφέ και κατευθύνθηκα με την φίλη στα μαγαζάκια  της γειτονιάς μου όπου συμπαθητικά κι ήσυχα ήπιαμε την μπυρίτσα μας.

    Έχω γεράσει ναι εντάξει.

    Δεν θα πήγαινα όμως με τίποτα στο καρναβάλι της Πάτρας ακόμη κι αν με πλήρωναν… ας με συμπαθάνε όσοι το λατρεύουν.

    Δεν το έκανα ποτέ στη ζωή μου.

    Δεν αντέχω τις απομιμήσεις καλές ή κακές της Βραζιλίανικης μουρλαμάρας… παιδιά συγχωρείστε με.

    Προσβάλλεται η αισθητική μου και κινδυνεύω να φανώ κάπως που το λέω, όμως δεν θέλω να τσικνίζω και στις γειτονιές με το «γιούργια» είμαστε όλοι μια παρέα με μάσκες που τρώμε χοιρινό λίπος.

    Όμως θάθελα κολασμένα πολλά θορυβώδη, ίσως και άκρως ανεξέλεγκτα.

    Ομαδικά ή μη.

    Κι όχι δεν απεχθάνομαι της ζωής τη διασκέδαση και τη χαρά.

    Θέλω τον θόρυβο μιας ροκ συναυλίας σαν τρελή ναι αυτόν τον θόρυβο, αυτή την βαβούρα, αυτή την παλιοκατάσταση που σε απογειώνει και σε κάνει να χορεύεις με τις ώρες πάνω σε μια κερκίδα όπως  το 1998 με τους Rolling Stones.

    Απλά είναι μερικά πράγματα που έχουν μια μυρωδιά, ένα άρωμα, έναν ρυθμό, ένα «να πάρει η ευχή» σ’ αυτή τη ζωή.

    Δεν είναι όλα ο,τι νάναι.

  • Iώσεις και 40 κύματα

    Έρχεται λοιπόν η ίωση και σε βρίσκει.

    Σε κοιτάει σε ζυγίζει και μόλις βρει την πιο ευαίσθητη σχισμή σου εισχωρεί θριαμβευτικά και εγκαθίσταται στα βάθη σου.

    Τις πρώτες μέρες έχεις μια ησυχία που διαταράσσεται μόνο από κάτι φταρνίσματα που ξεσπούν σαν αστροπελέκια.

    Είναι γιατί ο ιός αισθάνεται ευεξία λόγω της εισβολής του και τον απασχολεί η νέα του κατοικία εξ ου και σε αφήνει ήσυχο.

    Κι εκεί που λες οτι φτηνά την γλίτωσες, ξυπνάς περί τις τέσσερις το χάραμα πατάς και δεν πατάς στα πόδια σου, αρχίζουν να γυρίζουν όλα γύρω σου, προσπαθείς να βάλεις μάταια απ’ την καλή μεριά της την ζακέτα και δεν το πετυχαίνεις με τίποτα, το ρίγος σε κάνει να νοιώθεις από αειθαλής φυλλοβόλος κι αρπάζεις τη θερμοφόρα, το θερμόμετρο, ανεβάζεις την θερμοκρασία του δωματίου γίνεσαι μούσκεμα σε δευτερόλεπτα απ’ τον ιδρώτα και κοιτάς τον υδράργυρο.

    Ο ιός γελάει σαρκαστικά μέσα σου βλέποντας τα μάτια σου να γουρλώνουν.

    Κοιτάς κι αναρωτιέσαι.

    40.

    Τι σημαίνει 40;

    Είναι πυρετός;

    Είναι υγρασία;

    Είναι ξηρασία;

    Είναι μποφόρ;

    Οχι είναι πυρετός. Και είναι Σαββατόβραδο.

    Ταβλαρώνεσαι ξανά στο κρεββάτι, έφτασε το Τριώδιο λες, ας χορέψουμε γαϊτανάκι.

    Αρχίζει νέος μαραθώνιος.

    Κλείνεις τα μάτια… καίνε.

    Κλείνεις τ’ αυτιά… βουίζουνε.

    Κλείνεις το στόμα… πονάει ο λαιμός.

    Γυρίζεις στο πλάι …πονάει ο γοφός.

    Αρχίζει η μέθοδος ζεστό τσάι …τουαλέτα.

    Κι έπειτα έρχεται η κατάρρευση.

    Αρχίζεις απ’ τα πιο απλά.

    Θα πεθάνω λες.

    Ήρθε ο κορώνα ιός και μου φόρεσε ακάνθινο στεφάνι.

    Θα φύγω και δεν θα προλάβω τίποτε.

    Ούτε να τελειώσω το υφαντό που άρχισα, ούτε να δω κορίτσι εγγόνι που θέλω τόσο.

    Αρχίζουν τα δάκρυα να κατρακυλάνε στο λαιμό δυναμώνει ο βήχας, πέφτουν τηλέφωνα απανωτά, να οι φιλενάδες, άντε κι οι συγγενείς.

    Πηγαίνετε στο νοσοκομείο.

    Βάλτε μάσκες.

    Χτυπάει το κινητό είναι ο ομοιοπαθής φυλλοβόλος  του διπλανού δωματίου.

    Σύζυγο τον λένε.

    Τι κάνεις; Tι γίνεσαι; Θες τίποτα;

    Τίποτα δε θέλω.

    Θέλω να γίνω καλά, να φύγω, να γυρίσω πίσω στην Ελαφόνησο του 99.

    Θέλω να βγαίνω ολόγυμνη στην κλειστή αυλή που έβγαζε στη θάλασσα ανάμεσα στις βουκαμβίλιες.

    Να μου φέρνεις ζεστό μυρωδάτο καφέ και να μ’ αφήνεις ήσυχη στις απολαύσεις μου.

    Χωρίς ιούς.

    Πολλά ζητάω πάλι;

  • Σιδερένιος έρωτας

    Τα σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο.

    Ένας χαμηλός φράχτης από αγιόκλημα και γιασεμιά τα χώριζε.

    Στον ένα κήπο έπαιζα εγώ, επτά χρονών τότε.

    Μια “καραμελωμένη” μπέμπα ήμουν με κοτσιδάκια και φιόγκους μεγαλύτερους απ το μπόι μου.

    Στον άλλο κήπο της κυρίας Γαρουφαλλίδου δεν έπαιζε κανείς.

    Κάθε πρωί άκουγα περίεργους θορύβους από τριξίματα και τις ψιθυριστές φωνές δυο γυναικών που έκαναν κάτι που δεν καταλάβαινα.

    Ήταν Ιούνιος μήνας.

    Ήμουν πολύ λυπημένη που είχε κλείσει το σχολείο και βολόδερνα βαριεστημένα στην αυλή περιμένοντας να περάσουν οι μέρες και να φύγω για την θάλασσα.
    Ώσπου μια μέρα άκουσα πάλι τους θορύβους.

    Έτρεξα στον φράχτη έβαλα το ένα πόδι στο τοιχάκι, σκαρφάλωσα και θρονιάστηκα ανάμεσα στο αγιόκλημα περιμένοντας να δω τι γινόταν εκεί δίπλα.

    Η γύρη από ένα λουλούδι μ’ έκανε να φτερνιστώ και φοβήθηκα ότι θα με δουν και θα με μαλώσουν αλλά μπα τίποτα.

    Οι δύο γυναίκες ήταν απασχολημένες και δεν έδωσαν σημασία.

    Η γηραιότερη έστρωνε ένα χαλάκι στην αυλή εκεί που χτυπούσε ο ήλιος.

    Η άλλη, η πιο νέα είχε στην αγκαλιά της ένα αγόρι.

    Το απίθωσε πάνω στο χαλάκι με προσοχή κι εξαφανίστηκε.

    Η άλλη κουβάλησε μια αρμαθιά βιβλία τα ακούμπησε δίπλα του, χάιδεψε το αγόρι στα μαλλιά κι έφυγε κι αυτή.

    Η απόσταση που βρισκόμουν ήταν αρκετή κι ο πρωινός ήλιος από απέναντι δεν μ’ άφηνε να δω καλά τον μικρό που καθόταν ήσυχα και διάβαζε. Κατέβασα λοιπόν με θράσος το πόδι μου απ’ την μεριά του ξένου κήπου και μ’ ένα πηδηματάκι βρέθηκα μέσα.
    Στάθηκα ακίνητη στην αρχή και μετά τον είδα να μου γνέφει με το χέρι του.

    Έκανα λίγα βήματα και κοντοστάθηκα.

    Τώρα τον έβλεπα καλύτερα.

    Αδύνατος σαν κλαράκι, βαθιά χωρίστρα πάνω σε αχυρένια βρεγμένα μαλλιά και μάτια καταγάλαζα διάφανα με κοιτούσαν ήρεμα μα με προσμονή.

    Χαμογέλασε.

    Ήταν σαν να έσκασε ο ήλιος σε χίλια κομμάτια.

    “Φοβάσαι;” με ρώτησε.

    Έγνεψα αρνητικά με το κεφάλι μου και πλησίασα ακόμη περισσότερο.

    Έπειτα στρογγυλοκάθισα δίπλα του και τότε είδα το αριστερό του πόδι.

    Ήταν φυλακισμένο σε μια μακρόστενη θήκη με σίδερα και δερμάτινα λουριά που έδεναν στο πλάι με μεταλλικές αγκράφες.

    “Φοβάσαι;” με ξαναρώτησε.

    “Οχι” του ψιθύρισα.

    “Εμένα με λένε Αναστασία” του είπα.

    “Κι εμένα Θοδωράκη” και μούδωσε το χέρι του.

    Ήταν η πρώτη χειραψία που αντάλλαξα με αγόρι.

    Όλα τα άλλα μου τραβούσαν τις κοτσίδες, μου ‘βγάζαν τους φιόγκους, με σκουντούσαν άγρια κι έπεφτα.

    Ο Θοδωράκης όμως ήταν ήρεμος κι ευγενικός.

    Και ακίνητος.

    Προπαντός χαμογελούσε.
    Από κείνη τη μέρα το σκηνικό επαναλαμβανόταν.

    Η μαμά μου μ έψαξε μια δυο φορές μετά κατάλαβε που πάω και μ’ άφησε ήσυχη.

    Πηδούσα πάντα τον φράχτη , κι ο Θοδωράκης με περίμενε.

    Μου διάβαζε παραμύθια και ιστορίες μου μιλούσε για τρένα, βαπόρια και αεροπλάνα.

    Μου έλεγε για την ζούγκλα και τ’ άγρια ζώα κι εγώ κρεμόμουν απ τα χείλη του μαγεμένη.
    Λίγες μέρες αργότερα αρρώστησα.
    Ο πυρετός με καθήλωσε στο σπίτι κι ο Θοδωράκης ήρθε με την μητέρα του να μ’ επισκεφθεί.

    Τότε είδα για πρώτη φορά ότι στηριζόταν σε πατερίτσες.

    Έκατσε δίπλα μου και μου διάβασε μια ιστορία .

    Μετά σηκώθηκε και στηρίζοντας τα χέρια του στο κρεβάτι στάθηκε μ έναν δικό του τρόπο από πάνω μου κάπως στραβά και φίλησε το μάγουλό μου αργά και μαλακά ψιθυρίζοντας μου περαστικά.
    Η άδολη αγάπη μας κράτησε ένα χρόνο, μετά ο Θοδωράκης έφυγε στο εξωτερικό με τους γονείς του κι η κυρία Γαρουφαλλίδου θυμάμαι ότι έκλαιγε συνέχεια.
    Ήταν δώδεκα χρονών αγόρι τότε αδύνατο σαν κλαράκι.

    Η πολιομυελίτιδα του ‘χε αχρηστέψει το αριστερό πόδι αναγκάζοντάς το να σέρνει τον σιδερένιο νάρθηκα παντού.
    Μα εγώ αγαπούσα τον σιδερένιο του θόρυβο.
    Να κοιτάω τα μάτια του ήθελα μόνο και ν’ ακούω τη φωνή του να μου διηγείται ιστορίες για την ζούγκλα και τ’ άγρια ζώα.

  • Το λουτρό της Κυριακής

    Ο μπαχτσές τέλειωνε εκεί.

    Πριν τη στροφή του τοίχου έκλειναν τα ξύλινα κάγκελα με τις άσπρες μαργαρίτες κι άφηναν τη βερικοκιά να υψώνεται μόνη κυρίαρχος του κήπου.

    Παραδίπλα της άρχιζε το υπόστεγο του πλυσταριού με το δενδρολίβανο και τις λεβάντες.

    Τρία καζάνια στη σειρά κι από κάτω τους να καίνε τα ξύλα πυρωμένα.

    Το ένα για τα ασπρόρουχα.

    Το δεύτερο αποκλειστικά για τα παιδικά ρούχα και το τρίτο να βράζει το νερό για το λουτρό μας.

    Μυρωδιές από πάστρα και πράσινο σαπούνι γνώριμες.

    Έξω απ’ την πόρτα κρεμασμένες στον τοίχο οι γαλότσες μας.

    Πολλά ζευγάρια οι μεγάλες.

    Ένα μοναδικό μικρό για μένα.

    Πόσο μ’ άρεζαν εκείνες οι γαλότσες… ένα κομμάτι ξύλο κι ένα λουράκι, ένα τίποτα δηλαδή, κι όμως, δεν έβλεπα την ώρα να τις φορέσω.

    Η Κυριακή η κάθε Κυριακή εκεί «μέσα» ήταν απόλαυση.

    Το «μέσα» ήταν η καμαρούλα που ακολουθούσε το πλυσταριό, ένα δωματιάκι μικρό, με απλό τσιμέντο στο δάπεδο και μια τρύπα αποχέτευσης, κάτι ράφια στους τοίχους για τα σφουγγάρια και τα σαπούνια και

    τέσσερα ξύλινα  σκαμνιά.

    Πίσω απ’ την πόρτα απλά μεγάλα καρφιά όπου κρεμούσαμε τις πετσέτες.

    Στον απέναντι φράχτη το αγιόκλημα οργίαζε την άνοιξη.

    Η λεμονιά άνθιζε μαζί με τη γαρδένια.

    Γιαγιά, μάνα και θειά έλυναν τα μαλλιά τους.

    Εγώ κοιτούσα.

    Γιαγιά, μάνα και θειά έβγαζαν τις ρόμπες τους έμεναν ολόγυμνες.

    Εγώ κοιτούσα.

    Με μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα θαυμασμό.

    Καταλάβαινα τις διαφορές.

    Από τότε έμαθα τις αναλογίες του σώματος, την αισθητική, την αισθαντικότητα, το άγγιγμα, το θάρρος της γύμνιας, το φώλιασμα των υγρών στα ρυάκια του σώματος, τις θερμοκρασίες του νερού που αντέχει το κορμί, το κανάκεμα και την αφή των άλλων ανθρώπων.

    Το σώμα της γιαγιάς ώριμο, της μάνας απαλό, της θειάς σφριγηλό, κρουστό.

    Στήθη στρόγγυλα, μυτερά, ολόγιομα, λαιμά ολόλευκα, λαγόνια και γλουτοί, βρεγμένα όλα ν’ αχνίζουν εκεί «μέσα».

    Χέρια έμπειρα που έλουζαν τα μαλλιά με προσοχή μη μπει σαπούνι στα μάτια μου.

    Τρεις γυναίκες γελαστές που ψιθύριζαν μεταξύ τους λέξεις που είχαν «α» και «ω» και «λα» σαν να τις έλεγαν με μέλι και γάλα ανάμεσα στα δόντια και κοιλιές που τραντάζονταν απ’ τα γέλια.

    Κοίταζα.

    Μάθαινα…

    πόσο απαλό πρέπει να είναι το κτύπημα στον ώμο όταν θέλει ο άνθρωπος κουράγιο, πόσο σφιχτό είναι το άγγιγμα όταν χρειάζεται να φέρει παρηγοριά.

    Πόσο μαλακώνουν τα φωνήεντα όταν η καρδιά έχει ανάγκη από ηρεμία, πόσο ακατάλληλα είναι τα συριστικά όταν το μυαλό ζητάει ξεκούραση.

    Για να μπορώ τώρα στη δύση μου να ξέρω καλά πια

    πόσο πρέπει να σφίξω το υφάδι πάνω στο στημόνι, πόσο μαλακά να γυρίσω την κλωστή για να κάθεται αρχοντικά, άφοβη πάνω στις σειρές.

    Πώς να κάνω το υφαντό ν’ αναπνέει ελεύθερα χωρίς να χάνει το σχήμα του.

    Να ξέρω καλά ότι εύκολα, από ένα τίποτα, μπορείς να πληγώσεις ανεπανόρθωτα έναν άνθρωπο αγγίζοντάς τον με λάθος τρόπο και στο σώμα και στην ψυχή.