Author: Νατάσα Φωκιανίδου

  • Με την ψυχή στα χέρια

    Τέτοια εποχή μπουμπούκιαζαν στον κήπο οι γαρυφαλλιές στη Μηχανιώνα.

    Ήταν κάτι άσπρα μικρά γαρυφαλλάκια στο μέγεθος του δίδραχμου που μοσχοβολούσαν δυσανάλογα με το μέγεθός τους.

    Μεθυστικά.

    Στόλιζαν περίτεχνα τις βραγιές δίπλα στις τριανταφυλλιές.

    Όλα φυτεμένα απ΄τα χέρια του.

    Κάτι χοντρά χέρια με άγριο δέρμα αγκαθωτό.

    Πληγίτσες και γρατζουνίσματα πού και πού πάντα, κάποιο χτύπημα από λάθος ζύγισμα σφυριού.

    Τα άγγιζα εκείνα τα χέρια, τα κοίταζα.

    Θυμάμαι τα δρομάκια των ρυτίδων τους που ξεπρόβαλλαν με το πέρασμα του χρόνου, η ζέστη τους, το σφιχταγκάλιασμα των δαχτύλων πάνω στα δικά μου, τη μυρωδιά του δέρματος ανάμεικτη με κάποιο υπόλειμμα σκουριάς ή σκόνης.

    Γελούσαμε πολύ μαζί.

    Ταίριαζαν τα χούγια μας.

    «Κουκί κι έσκασες», έλεγε η μάνα μου.

    Χωμένη στης κουζίνας της τον παράδεισο ετοίμαζε τη μαγειρίτσα,

    έβαφε αυγά,

    ζύμωνε τσουρέκια,

    στο ενδιάμεσο του κατέβαζε κι ένα μεζέ μ΄ένα ποτηράκι τσίπουρο.

    Καθόταν στο σκαλάκι και κουβέντιαζε μαζί του για λίγο και μετά συνέχιζαν τις δουλειές τους.

    Χρυσά χέρια.

    Που δούλευαν, ετοίμαζαν, δημιουργούσαν για να ευχαριστήσουν εμάς που απολαμβάναμε για τρείς τέσσερεις ώρες και μετά χανόμασταν στην πόλη στα δικά μας μονοπάτια.

    Όλο εκείνο το σπιτικό στα χέρια τους.

    Όλα χειροποίητα.

    Όλα με μεράκι.

    Και το βλέμμα στο δρόμο να μας δουν να φτάνουμε.

     

    Άλλαξαν οι καιροί.

    Τα παιδιά και τα εγγόνια είναι μακριά πια.

    Η πανδημία, η απόσταση.

    Κοντεύω να ξεχάσω αυτά που ήξερα για κάθε Λαμπρή.

    Πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο τα κεριά των επιταφίων μου.

    Κλεισμένοι στα σπίτια, απομονωμένοι.

    Τι να μαγειρέψει κανείς για δυο ψυχές με την υπέρταση και τις χοληστερίνες να μας κυνηγούν κατά πόδας;

    Ζωντανεύω τις αναμνήσεις, τις μυρωδιές,

    τις εικόνες, τα πρόσωπα κι αναρωτιέμαι πόσο μα πόσο ευτυχισμένοι είμασταν που ζήσαμε γεμάτες ζωές κοντά στους γονείς και στους φίλους μας.

    Με παρηγορεί το γεγονός οτι και τα παιδιά μας τουλάχιστον μέχρι τα δεκαοκτώ τους, γεύτηκαν κομμάτια αυτής της τόσο όμορφης πλευράς της ζωής.

    Γερνάω και το μολογάω.

  • Tο χιόνι που μας μικραίνει

    Μας πήρε ο χιονιάς και φέτος.

    Χιονίζει απ΄το πρωί κι ο νους στο παράθυρο να μην το σταματήσει, να το στρώσει, να το δούμε αλλιώς το σκηνικό μας.

    Κάθε χρόνο η παρουσία του οδηγεί το μυαλό σε αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, στο παλιό σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, που πρωτοέπαιξα χιονοπόλεμο.

    Θυμάμαι οτι ακουγόταν στην αυλή όταν το πύκνωνε.

    Ναι ακουγόταν ένα πουπουλένιο παφ παφ σαν απόκοσμο νανούρισμα.

    Ταξίδευε ο πατέρας τότε και τον περιμέναμε στο σπίτι όλοι.

    Είμασταν πολλά άτομα, το παλιό τουρκόσπιτο είχε μπόλικα δωμάτια και μας βόλευε όλους.

    Χιόνιζε θυμάμαι από νωρίς το απόγευμα και τη μάνα μου την έζωναν τα φίδια.

    Τον περίμενε πώς και πώς κι έλεγε στη γιαγιά μου για την Κατάρα, πως είχε παγετό.

    Ήμουν γύρω στα τέσσερα χρόνια μου.

    Ήθελα να κρυφτώ πριν μπει στο σπίτι για να μ΄αναζητήσει όπως πάντα.

    Η ώρες περνούσαν κι εκείνος αργούσε.

    Είμασταν αγκαλιά με τη μάνα στον καναπέ του σαλονιού εκεί που ήταν η κεντρική σόμπα που ζέσταινε το σπίτι.

    Μας πήρε ο ύπνος.

    Ξαφνικά πετάχτηκα απ΄την αγκαλιά της ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο των φρένων του φορτηγού που τον ήξερα τόσο καλά.

    Ήταν ενα scania με κίτρινη ξύλινη καρότσα και τα φρένα του έκαναν ιδιαίτερο ήχο σα να ξεφυσούσαν.

    Βιάστηκα να χωθώ κάτω απ΄το τραπέζι.

    Το δαμάσκο τραπεζομάντηλο είχε γύρω του κρόσσια που μ΄άφηναν να βλέπω ενδιάμεσα.

    Έβλεπα τις μπότες του στο κατώφλι άκουγα τ΄αγκαλιάσματα και τα φιλιά με τη μάνα μου και μετά περίμενα.

    Ρωτούσε πάντα με τον ίδιο παιχνιδιάρικο τρόπο.

    «Πού είναι το κορίτσι μου;»

    Κι εγώ που δε βαστιόμουν άλλο να σωπαίνω απαντούσα με το κεφάλι έξω απ΄το τραπεζομάντηλο.

    «Νάτο το κορίτσι σου»

    Μετά ο κόσμος μίκραινε.

    Γινόταν μια αγκαλιά.

    Ενοιωθα τα χέρια του κρύα και αδρά στο προσωπάκι μου, τα μάτια του να γελάνε, τα μπράτσα του να μ΄αγκαλιάζουν, να με σηκώνουν μέχρι το ταβάνι.

    Το στέρνο του μύριζε κρύο αέρα.

    Έβαζε τις πατούσες μου πάνω στις μπότες του και με πήγαινε μέχρι το κρεββάτι.

    Κοιμήσου μου ΄λεγε …αύριο θα το ΄χει στρώσει και θα κάνουμε χιονάνθρωπο πρωί πρωί.

    Από τότε και μετά το χιόνι με μαγεύει.

    Με μικραίνει.

    Όπως απόψε.

  • Σχοινούσα

    Το νησί ήταν πολύ μικρό.

    Πολύ μικρό Κυκλαδίτικο νησί σήμαινε περί το 1983, τόπο χωρίς ρεύμα.

    Πιθανώς να υπήρχαν κάποιες γεννήτριες.

    Μας έβγαλε το «Μιαούλης» δύο τα μεσάνυχτα.

    Λιμάνι δεν υπήρχε ήρθαν κάτι βάρκες.

    Σαβουρντιστήκαμε νυσταγμένοι και αρμυροί απο το αγέρι της θάλασσας μετά τόσες ώρες ταξίδι απ’ τον Πειραιά.

    Πόσες;

    Άπειρες.

    Με σύζυγο και παρέα κι ένα παιδί δύο χρονών στην αγκαλιά.

    Ένα καφενείο όλο κι όλο στο ημίφως.

    Βρήκαμε την αμμουδιά αμέσως.

    Μύριζε εκείνη η θαλασσίλα η ιωδιούχα, ήσυχη σα λίμνη ήταν θυμάμαι.

    Βάλαμε τα σακίδια προσκέφαλο ο ουρανός από πάνω γεμάτος εκρήξεις άστρων σε σχηματισμούς.

    Το στερέωμα ασήμιζε απόκοσμο.

    Σήκωσα το κεφάλι δεξιά αριστερά.

    Απέραντη αμμουδιά κι ένα μόνο δέντρο.

    Μικρό αρμυρίκι ήταν το κατάλαβα με το χάραμα.

    Μια σταλιά.

    Όλο το άλλο πεντάρφανο από πρασινάδα.

    Πέταξα τα ρούχα μου.

    Αυτή η αίσθηση του δροσερού νερού σ’ όλο το κορμί το ξημέρωμα με ξεπερνάει πάντα.

    Με στέλνει αλλού.

    Σε άλλους πλανήτες με σχήματα μήτρας, με υπόκωφους θορύβους νερών που κινούνται γύρω και μέσα στο σχήμα μου.

    Βγήκα βρεγμένη και πεινασμένη.

    Στη μύτη μου έφτανε μυρωδιά φρέσκου ψωμιού.

    Πήγαινα και μύριζα.

    Ούτε ψυχή να ρωτήσω που είναι το φουρνάρικο.

    Έφτασα γρήγορα.

    Όλα κοντινά ήταν εξ άλλου εκεί.

    Ο φούρναρης ήταν ο Κουασιμόδος όχι των Παρισίων μα της Παναγιάς της Κυκλαδίτισσας.

    Αφάνα μαλλί, κακομούτσουνος, κοντός στραβοκάνης.

    Με κοίταζε κάτω απ’ τα φρύδια του, με ζύγισε.

    Και ξαναγύρισε στον αναμμένο φούρνο του.

    Έψαχνα να βρω με τι τον είχε ανάψει.

    Ρεύμα δεν υπήρχε.

    Ξύλα ούτε για δείγμα.

    Μετά είδα κάτι τεράστιους ξερούς θάμνους σαν αυτούς που έβλεπα στα γουέστερν σπαγγέτι μικρή να τους κατατρακυλάει ο άνεμος στη έρημο της Σονόρα.

    Θεέ και Κύριε σκέφτηκα.

    Πως ν’ ανάψει ένας φούρνος μόνο με λίγους θάμνους τι να πρωτοψήσει;

    Μετά είπα καλημέρα.

    Άκουσα ένα μουγκρητό.

    Ο Κουασιμόδος έφτυσε ένα «τι θες» μέσα απ’ τα δόντια του και με κοίταξε αδικαιολόγητα αγανακτισμένος.

    -Έχει ψωμί;

    Το είπα ψιθυρίζοντας.

    Δεν το απόσωσα και με πήρε ο δαίμονας.

    -Ψωμί; Δηλαδή κι εμείς τι κάνουμε απ’ τη νύχτα εδώ κοπέλα μου;

    -Θέλω ένα… είπα για να τελειώνει το μαρτύριο κι έβαλα πάνω στον πάγκο του το χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών που κρατούσα.

    -Πάρτο πίσω …άκουσα να λέει.

    -Πάρε το ψωμί και φύγε δε θέλω λεφτά.

    -Πού νόμιζες οτι ήρθες; σε τράπεζα;

    Το πήρα.

    Μου έκαιγε τα χέρια.

    Το τύλιξα στη μαντήλα μου.

    Με τη μυρωδιά και την ζεστασιά του κατέβηκα στην παραλία.

    Πήγα κάτω απ’ το μοναδικό αρμυρίκι και κάθισα.

    Ήταν ζυμωτό, βαρύ ψωμί, γεμάτο, με κόρα τραγανή και μυρωδιά από ξύλο.

    Χτυπούσε τον ουρανίσκο μου η γλύκα, η κόρα του θρυμματιζόταν ανάμεσα στα δόντια μου κι ακουγόταν το κριτσάνισμα στ’ αυτιά μου.

    Ζούσα ένα μικρό θαύμα.

    Αυτός ο άτιμος, ο άσχημος, ο αγενής τόχε ζυμώσει και ψήσει υπέροχα.

    Με ξύπνησε ο θόρυβος από τσεκούρι την άλλη μέρα το πρωί.

    Κοίταξα γύρω.

    Το ένα και μοναδικό αρμυρίκι σ’ όλο το νησί είχε κοπεί απ’ τη ρίζα.

    Τον είδα να το σέρνει ανηφορίζοντας προς τον φούρνο.

    Το «Μιαούλης»  είχε φέρει οκτώ στόματα που έπρεπε να τα ταϊσει ο άτιμος.

    Τι να έκανε;

  • Μικρά σπίτια στο λιβάδι ή έτσι γίνεται με όλα

    Μερικοί άνθρωποι είναι έτσι.

    Σαν μικρά σπίτια στο λιβάδι.

    Φιλόξενα ζεστά χέρια.

    Μάτια που κοιτάνε σπάζοντας τις γωνιές τους χωρίς τον φόβο των ρυτίδων.

    Άνθρωποι που αρνούνται κατηγορηματικά να φύγουν απ’ την παιδική ηλικία της άδολης χαράς, της ανεμελιάς, της ζαβολιάς, του γέλιου.

    Όταν τους αρέσει κάτι είναι αδύνατον να κρυφτούν, όταν αγαπούν, αγαπούν για μια ζωή.

    Δεν συγχωρούν γιατί απλά δεν κακιάζονται ποτέ.

    Η συγχώρεση είναι άγνωστη λέξη δεν τους χρειάζεται.

    Κι αν νομίζετε ότι περιγράφω κάποιον ή κάποια αφελή κάνετε λάθος.

    Φαίνονται αφελείς γιατί προσφέρονται άφοβα.

    Έχουν πολλά καλά κι ένα κακό.

    Το κακό είναι ότι σε κάνουν να φοβάσαι με το δόσιμό τους.

    Αυτό που λέμε συχνά αλλά το βρίσκουμε σπάνια.

    Άνθρωποι ‘’χαρά θεού’’.

    Αυτό.

    Από τότε που η τύχη τόφερε να ασχοληθώ με την μικροϋφαντική κάθε φορά που αρχίζω ένα κόσμημα για κάποια ή κάποιον είναι σαν να τον έχω μπροστά μου.

    Είναι μαγικό.

    Μπροστά μου ένα άδειο τραπέζι.

    Κουτιά και συρτάρια με κλωστές και χάντρες σε πύργους παντού.

    Κι όλα αρχίζουν από μια κλωστή.

    Την πρώτη.

    Δένοντας τον πρώτο κόμπο είναι σαν να πιάνω απ’ το χέρι τον άνθρωπο για να τον ταξιδέψω μαζί μου σ’ έναν άγνωστο χρωματιστό δρόμο.

    Με παράδρομους, με στάσεις, μεταμφιέσεις, διαλόγους, αρμονία, ησυχία, γέλιο, εξάρσεις χαράς.

    Κανένα δάκρυ πότε πότε.

    Κάποτε οι στάσεις διαρκούν.

    Η μεγαλύτερη που μούτυχε ήταν 4 χρόνια.

    Και το βλεπα εκεί.

    Να με περιμένει καρτερικά.

    Κι εγώ να μην μπορώ να το κουνήσω απ’ τη θέση μου, τα χέρια μου να μην πηγαίνουν και το μυαλό μου να φρενάρει κάθε διάθεσή μου.

    Ύστερα έρχεται μια στιγμή που όλο αυτό λύνεται.

    Αρχίζει πάλι η ροή εντός μου όλα γίνονται νερό που τρέχει και το χέρι ασταμάτητο τελειώνει αυτό που αρνιόταν μέχρι εκείνη την ώρα.

    Το κόσμημά της έτσι άρχισε.

    Με ροή ασταμάτητη εξελίχθηκε το σώμα του.

    Ώχρα, μπλε ζωντανό, γαλάζιο σαξ, πορτοκαλί του ήλιου.

    Μ’ ένα άσπρο φίλντισι εκεί στη μέση.

    Να στέκει και να προφυλάσσει, να ισορροπεί τους δρόμους του μυαλού.

    Αυτού του μυαλού που μας προδίδει.

    Όλους.

    Ολοκληρώθηκε σε λίγες μέρες.

    Μετά ήρθε η σειρά μου.

    Εξήντα τέσσερις πόντοι φεστόνι μονόκλωνο είπα.

    Υπερβολικό μου απάντησα.

    Έτσι θα το κάνω είπα.

    Με υπερβολή.

    Οι μέρες περνούσαν κι εγώ τίποτε.

    Ακίνητη.

    Μήτε βελονιά.

    Το μικρό σπίτι στο λιβάδι περίμενε.

    Σιωπηλά.

    Τσιμουδιά δεν ακούστηκε.

    Μέρες το παίδευα.

    Τρεις βελονιές με την πρώτη δροσιά μέσα στο φετινό καλοκαίρι.

    Μπήκαν με ζόρι.

    Δε μετάνιωνα με τίποτα.

    Άλλοι τρεις πόντοι σε δυο βδομάδες.

    Μπουκωμένο το μέσα μου απο κορονοϊούς, καραντίνες, υποχρεωτικές μάσκες, γάντια, καύσωνες.

    Και προχθές τόβαλα πάνω στα δάχτυλά μου, η βελόνα γλίστρησε ακολουθώντας το ρυθμό της καρδιάς κι ενός ταμπούρλου που ακουγόταν απ’ το πουθενά.

    Έτσι γίνεται με όλα.

    Έρχεται η στιγμή, η ώρα.

    Οι κόμποι που στόμωσαν κάποτε λύθηκαν.

     Στη θέση τους δέθηκαν με αγάπη ώχρα, μπλε της θάλασσας και πορτοκαλί του ήλιου.

    Μ’ ένα άσπρο φίλντισι στη μέση για την πίστη της.

  • Οι κρίνοι, ο γιόγκι και το τουρσί

    Έτος: Το τελευταίο που ήμουν στην Ελαφόνησο, δε θυμάμαι ποιό.
    Ωρα: 4:30 το πρωί.
    Η παραλία ήταν παράδεισος.
    Ένα απέραντο κομμάτι με αμμόλοφους.
    Θίνες που και που.
    Λίγα αρμυρίκια.
    Αγκαθωτοί θάμνοι, βούρλα και κρίνοι.
    Άπειροι άσπροι κρίνοι που μοσχοβολούσαν κι έσταζαν μέλι.
    Και μετά η θάλασσα.
    Απίστευτα καθαρή χωρίς μια πέτρα, χωρίς ένα φύκι κάπου.
    Στις άκρες της ρόζιζαν μικρά κοχύλια στο πρώτο φως της μέρας.
    Απόκοσμο το περιβάλλον.
    Ιδανικό για προσευχή, διαλογισμό ή ο,τι άλλο ιαματικό ψυχής και σώματος.
    Έπρεπε λέει να τα μαζέψουμε με το πρώτο φως τα κρινάκια.
    Ήταν μια παλιά Βυζαντινή συνταγή για τουρσί.
    Όλο τέτοια αυτός ο άνθρωπος.
    Απορούσα που τα ήξερε, που τα ανακάλυπτε ή αν τα κατέβαζε απλώς το μυαλό του αναμοχλεύοντας παλιές μνήμες.
    Συναίνεσα φυσικά.
    Χαζή ήμουν να μη συναινέσω?
    Όπου παραξενιά και ιδιομορφία, όπου λάθος της φύσης και πανηγύρι πάντα πρώτη.
    Χρόνια προσπαθούσα να διαχειριστώ την βαρεμάρα μου μ’ αυτό τον τρόπο και το κατάφερνα.
    Και φυσικά μιλούσαμε μεγαλόφωνα.
    Και φυσικά πιστεύαμε οτι ήμασταν μόνοι μας σ’ όλο τον κόσμο όχι μόνο εκεί.
    Αυτό να λέγεται.
    Το θέμα είναι οτι δεν ήμασταν.
    Ήταν εκεί λίγο πιο κάτω από μας.
    Καθόταν στην άμμο στραμμένος προς την ανατολή σε στάση οκλαδόν.
    Μαυρισμένος, ολόγυμνος, πετσί και κόκκαλο.
    Διαλογιζόταν.
    Είμαι σίγουρη οτι εκείνη τη στιγμή πίστευε κι αυτός οτι ήταν μόνος αν όχι σ’ όλο τον κόσμο, αλλά στην περιοχή.
    Και φυσικά τον ανησυχήσαμε.
    Φυσικά τον αποσυντονίσαμε με τις βροντοφωνάρες μας απο την χαρά της συλλογής των κρίνων.
    Ποιος γιόγκι τώρα και κουραφέξαλα!
    Τους κρίνους έπρεπε να τους κόψουμε οπωσδήποτε χάραμα την ώρα που έσταζαν τους χυμούς τους.
    Αλλιώς το τουρσί θα ήταν αποτυχημένο.
    Ο άνθρωπος σηκώθηκε.
    Είδε τι κάναμε.
    Στάθηκε 5 δευτερόλεπτα.
    Βεβαιώθηκε οτι δεν έβλεπε οράματα αλλά δυο βάρβαρους που μαδούσαν τη φύση πρωινιάτικα.
    Κι έφυγε τρέχοντας, ίσως και για άλλη γη και άλλα μέρη.
    Εμείς βέβαια συνεχίσαμε να κόβουμε κρίνους.
    Με κέφι.
    Μιλώντας ασταμάτητα.
    Μετά τους βάλαμε σε γυάλινα βάζα.
    Από κει και πέρα δεν ξέρω τίποτε άλλο για την μυστική συνταγή.
    Όταν μετά από μήνες τα έφαγα με κρόκο αυγού νόμιζα οτι θα λιποθυμούσα από ηδονή.
  • Πέρασμα στο χωροχρόνο

    Ο Γιόχαν κι η γυναίκα του θα δουν την επόμενη άνοιξη τα τριαντάφυλλα ν’ ανθίζουν.
    Φυτεμένα από χέρια που γέρασαν κι έφυγαν για άλλες διαδρομές.
    Όλα τα λουλούδια και τα δέντρα αγγιγμένα απο γιαγιά, μάνα και πατέρα εκεί απ’ το 74.
    Καρποφορούν κι ανθίζουν, ζουν σε δικούς τους χρόνους, θροΐζουν στο βραδινό αεράκι όπως πάντα.
    Ποιος ξέρει τι μνημόσυνο κουβεντολόϊ ανοίγουν μεταξύ τους.
    Την τελευταία φορά που πήγα τέλος Ιουλίου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με χαιρετούσε κι έσκαγε χαμόγελα στο πρωινό φως.
    Δόθηκε.
    Το σπίτι δόθηκε.
    Μαζί κι οι μυρωδιές του, τα μουρμουρητά, οι σκιές, η δροσιά στα δωμάτια, η ζεστασιά απ’ το τζάκι.
    Πόσοι άνθρωποι εκεί μέσα.
    Πόσα γλέντια.
    Πόσες συζητήσεις.
    Πόσες αναζητήσεις.
    Ευλογία όλα.
    Του μίλησα την τελευταία μέρα.
    Το αποχαιρέτησα.
    Το παρέδωσα για να μη χαθεί.
    Με δάκρυα ανακούφισης όπως όταν πεθαίνει κάποιος και λέμε …”καλύτερα που έφυγε, ησύχασε”
    Σήμερα άνθισε ακόμη ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
    Σε γλάστρα αυτό.
    Η Άννα μού ‘στειλε πρωί πρωί γεμάτη χαρά τη φωτογραφία.
    Η θεία Φούλα δεν μπορεί να το δει.
    Δε βγαίνει ούτε στο μπαλκόνι πια.
    Μωλωπισμένα τα χέρια της απ’ τα χτυπήματα εδώ κι εκεί.
    Το λεπτό κορμί της λυγισμένο απ’ το χρόνο χρειάζεται άλλα δυο χέρια να κρατηθεί για να κάνει πέντε βήματα μέχρι το κρεβάτι της.
    Παρηγοριέται με το πρωινό καφεδάκι, δίνει ευχές και αστειεύεται.
    Με τάϊζε και την ταΐζω.
    Μ’ έλουζε και τη λούζω.
    Με παρηγορούσε στην αγκαλιά της και την παρηγορώ.
    Μου πιάνει σφιχτά τα χέρια, με κοιτάει στα μάτια χωρίς μάτια και μου λέει ”να μη φοβάσαι τίποτα”
    Λέει τον κορονοϊό πορνοϊό, τον Ερντογάν Ερ-Ντουγάνι, λέει πολλά τέτοια και μετά κοιμάται.
    Κοιμάται και ξεχνάει.
    Εχει δρόμο ακόμη η ζωή της το ξέρω.
    Έχει ”αχ” η ψυχής της κάθε που μ’ αγγίζει και το νοιώθω.

  • Απόλλωνας και Παναγιά

    Εμείς ρίχναμε άφοβα τα σώματά μας στις αμμούδες με το χέρι κάτω απ’ το σβέρκο και κοιμόμασταν κάτω απ’ τ’ άστρα.
    Ούτε ψάθα, ούτε πετσέτα, ούτε υπνόσακος.
    Ζαλισμένους από εικοσιτετράωρα ταξίδια με εκατό στάσεις σ’ όλα τα λιμάνια μας έπαιρναν οι βάρκες να μας βγάλουν στη στεριά…
    Ταξιδεύαμε στο κατάστρωμα κι εκεί κατάχαμα ο ύπνος μας.
    Μήτε κάθισμα, μήτε κουκέτα και τα χρήματα ίσα-ίσα.
    Δανειζόμασταν ο ένας απ’ τον άλλο μη και φύγει ο φίλος που ξέμενε γιατί τον θέλαμε εκεί μαζί μας.
    Λέγαμε πού θα πάμε και οι πέντε γινόμασταν δεκαπέντε.
    Χωρίς κινητά κι ακίνητα.
    Με σήματα αόρατα συμφωνούσαμε, με σήματα αόρατα βρισκόμασταν.
    Δεν ρωτούσαμε τα τριβάγκο, δεν ξέραμε αν θα βρούμε να φάμε καν.
    Θέλαμε μόνο.
    Πολύ.
    Πάρα πολύ.
    Να ταξιδέψουμε στα ορφανά της Ελλάδας νησάκια λες και οσμιζόμασταν τους αναδόχους και τις υιοθεσίες που έρχονταν απ’ το μέλλον.
    Έβγαιναν οι αέρηδες των Κυκλάδων και γέμιζαν τ’ αυτιά, τα μαλλιά, τις κοιλότητες όλου του κορμιού άμμο.
    Σκεπαζόμασταν μέχρι το στόμα με καμιά μαντήλα κι αυτό ήταν όλο.
    Τα περπατούσαμε απ’ άκρη σ’ άκρη.
    Δύσβατη ξεδύσβατη η ακρογιαλιά εμείς την κατεβαίναμε μαζί με τ’ αγριοκάτσικα και τα γλαροπούλια.
    Με σκισμένες ελβιέλες απ’ το καιρό κι όχι απ’ το ψαλίδι.
    Αλμύρα, αλάτι παντού.
    Μέρες χωρίς γλυκό νερό.
    Πλενόμασταν με θάλασσα κι όταν βρίσκαμε πηγή γινόταν χαμός.
    Και τ’ αγόρια μας έδιναν προτεραιότητα.
    Μαλλιά ριγμένα προς τα κάτω θυμάμαι, δρόμοι ηλιοκαμμένοι οι πλάτες μας, γυάλιζαν οι γοφοί μας από υγεία και τα μάτια μας απο χαρά.
    Λιγωμένοι απ’ τα γέλια χωρίς τσιγαριλίκια και κολοκύθια τούμπανα, έβγαζαν φωτιά τα κεφάλια μας απ’ την κορυφή τους, ερωτευμένα παιδόπουλα ήμασταν με ανοιχτά τα κανάλια μας στο φως του Αιγαίου πώς να γινόταν κι αλλιώς;
    Πλάκες ολημερίς μεταξύ μας, πειράγματα, κουβέντες μέχρι το χάραμα στην αμμουδιά με τα πόδια μες το νερό όλη νύχτα και δέκα φεγγάρια ασημένια μπροστά μας να κολυμπούν στο πλάτωμα της θάλασσας.
    Ναι έτσι.
    Χωρίς ίχνος ρομαντισμού ή εξωραϊσμού τα θυμάμαι όλα.
    Με λεπτομέρειες.
    Έτσι ήταν.
    Τώρα δεν ξέρω πως είναι.
    Και τώρα κάπως θα είναι.
    Αλλά αλλιώτικα.
    Ούτε πόσο αλλιώτικα είναι ξέρω κι ούτε με νοιάζει.
    Μου αρκεί που ανέβηκα τότε στον μονόλιθο στην Παναγιά την Καλαμιώτισσα.
    Που εκεί δίπλα στη στέρνα της με το μαζεμένο βρόχινο νερό και το κουβαδάκι, έπλυνα το γυμνό κορμί μου να φύγει η κάψα του απ’ τον ήλιο και τον έρωτα.
    Έβλεπε κι ο Αναφαίος Αιγλήτης Απόλλωνας, έβλεπε κι η Παναγιά.
    Κι εγώ μαζί τους τον εαυτό μου όπως με γέννησε η μάνα μου.
    Όπως δεν θα τον ξαναδώ ποτέ.
  • Διάλογος με την καρδιά

    Μικρή η αίθουσα αναμονής.

    Με πέντε άτομα μπαλ μασκέ πάρτι δε γίνεται βέβαια, ωστόσο το χρωματολόγιο εδω μέσα βοηθά αρκετά.

    Η ζουμπουρλούδικη κυρία φορά μάσκα ασορτί με την τσάντα της κι ο νεαρός με κοιτάει μέσα από το πλέξιγκλάς του.

    Διακρίνω στο βλέμμα του την απαξίωση της ηλικίας μου «άντε κυρά μου που θες γιατρούς σ’ αυτή την ηλικία αντί να παζαρεύεις οικοπεδάκι στα κυπαρισσάκια σιγά σιγά», τον ακούω που το λέει μέσα του κι ας μη φαίνεται στο απ’ έξω του.

    Ο μεσήλικας άντρας κι εγώ φοράμε μάσκες μιας χρήσεως συνηθισμένες χαζεύουμε στην τηλεόραση ένα απογευματινό παιχνίδι, αυτό που μαντεύεις τι ηλικία έχει ο άλλος κι άλλες τέτοιες μπούρδες.

    Ένα μικρό περιοδικό που ξεφυλλίζω έχει τίτλο: «Μπορεί να ραγίσει η καρδιά μας από στενοχώρια ή ευτυχία».

    Η δική μου χορεύει καντρίλιες, σάμπα κατά διαστήματα, σταματά λαχανιασμένη και μετά ξανά τσα τσα και μπόσα νόβα.

    Την ακούω να μου λέει «φύγε φύγε από δω».

    Κι ύστερα πάλι …

    «Μην κάνεις το ψόφιο κοριό …ξέρεις πολύ καλά που έπρεπε νάσαι για να σταματήσεις αυτές τις τρέλες με τους χορούς μες την άνοιξη…»

    Τίποτε εγώ καρφωμένη εκεί.

    Περιμένω τη σειρά μου.

    Δεν την ακούω.

    Κάνω πως δεν την ακούω.

    Κι αυτή η άτιμη επικοινωνεί με όλα εδώ μέσα στις σάρκες μου.

    Δεν αφήνει τίποτε ανέγγιχτο.

    Κυρίως επιβλέπει τις σκέψεις μου.

    Δίνει ξεγυρισμένα χαστούκια στα μάγουλά μου.

    Λέει βγες μη κάθεσαι μέσα, ταξίδεψε, γνώρισε καινούργια πρόσωπα, πήγαινε στην θάλασσα, αφού επιθύμησες τόσες φίλες, τόσες μαθήτριές σου τι στο καλό κάνεις στους γιατρούς.

    Ώρες ώρες τη νοιώθω να θέλει να βγει απ’ το στέρνο μου, να μου πιάσει το χέρι και να με σύρει με ζόρι στο ρυθμό της έξω ζωής που είναι ο ρυθμός της.

    Κάνω οτι δεν βλέπω, κάνω οτι δεν ακούω.

    Κάνουμε οτι δεν βλέπουμε, κάνουμε οτι δεν ακούμε.

    Αυτή φωνάζει απ’ τη μία κι απ’ την άλλη ο νεαρός με το απαξιωτικό βλέμμα, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα δικά μου σκάρτα σακατεμένα μέρη ντυμένα με ενοχές.

    Βγάζουμε τον εαυτό μας από μόνοι μας στο περιθώριο.

    Αφήνουμε την καρδιά μας να διαμαρτύρεται και ακολουθούμε τους ενοχικούς δρόμους του μυαλού μας αυτό κάνουμε όλοι.

    Τα σκέφτομαι όλα αυτά και είμαι έτοιμη να σηκωθώ να φύγω απ’ την αίθουσα αναμονής.

    Η πόρτα ανοίγει, χαρούμενο το πρόσωπο του καρδιολόγου με καλεί.

    Είναι σαραντάρης κι ομορφάντρας.

    Μη χτυπιέσαι της λέω σκάσε επιτέλους τώρα είσαι σε καλά χέρια.

    Ο γιατρός είναι.

    Δεν είναι ο χάρος.

  • Αγκινάρες και γαϊδουράγκαθα

    Σφιχτές ήταν οι άτιμες.

    Πάντα έτσι είναι θα μου πεις.

    Τις βλέπεις και λες τώρα απ’ αυτές όλες τι θα μείνει;

    Όντως.

    Ένα φυτό λουλούδι της άνοιξης που κρύβεται καλά προστατευμένο.

    Έχει βάλει γύρω του σειρές από φύλλα σκληρά, αγκαθωτά πολλές φορές, αδρά, που δεν βράζουν με τίποτε.

    Ουσιαστικά ψάχνεις μέσα σ’ ένα μπουμπούκι να βρεις το κέντρο του όταν τις καθαρίζεις.

    Τις έβλεπα πολλές ώρες πάνω στον πάγκο και έλεγα με το νου μου «Αχ ρε Νατάσσα τι σε περιμένει!»

    Σε τέτοιες περιπτώσεις μαγειρικής ανοίγει το κανάλι με τη φωνή της μάνας μου.

    Αρχίζει να μιλάει μες το μυαλό μου και να δίνει οδηγίες.

    Χρειάζεσαι μαχαίρι κοφτερό έλεγε, ψαλίδι και υπομονή να μην τις χαραμίσεις.

    Άρχισα να τις μαγειρεύω μετά από μία ολόκληρη ώρα καθάρισμα.

    To fast food και τα συναφή τα ξεχνάς σ’ αυτές τις περιπτώσεις.

    Συγκεντρώνεσαι καλά γιατί το μαχαίρι συναντά αντίσταση, κλωτσάει πάνω στη σκληράδα τους και γυρίζει να σε κόψει στο δευτερόλεπτο.

    Ξεχάστηκα με τη φωνή της μάνας στ’ αυτιά μου και τις ετοίμασα με μια διάθεση ηρεμίας ίσως και νιρβάνας πολύ κοντά στις γιόγκες που έκανα κάποτε.

    Ένα κομμάτι της μαγείας στη μαγειρική είναι αυτό.

    Αυτό που σε συνεπαίρνει δημιουργικά και σε κάνει να δώσεις αγάπη απ’ τον εαυτό σου.

    Αγάπη που πήρες κάποτε από άλλους ανθρώπους.

    Ενα φαγητό έχει πληροφορίες που έρχονται στ’ αυτιά σου την ώρα που το μαγειρεύεις, έχει αισθήσεις, αναμνήσεις, συμπεριφορές.

    Έχει την γλύκα που αφήνουν μέσα σου άνθρωποι που είναι ή πέρασαν απ’ τη ζωή σου.

    Η Ρόζα μου η αγαπημένη Ιταλίδα στην Κέρκυρα.

    Μου έδειξε μια μέρα πώς να τηγανίζω τα φύλλα της αγκινάρας βουτηγμένα σε κουρκούτι, έναν άριστο μεζέ για τσίπουρο ή λευκό κρασί.

    Τις τρώνε έτσι στην πατρίδα της μου είπε.

    Δεν χόρταινα να την κοιτάζω όταν μαγείρευε.

    Η αγάπη και η ηρεμία της εκείνες τις στιγμές θα μου μείνουν αξέχαστες.

    Όπως και πολλών άλλων ανθρώπων.

    Η μαγειρική είναι έρωτας.

    Σε γοητεύει, σε κρατάει, σε απογειώνει.

    Σου μαθαίνει να μπαίνεις με ευγένεια κι αβρότητα σε μια κατάσταση, ν’ αφοσιώνεσαι, ν’ αποσύρεσαι με αισθητική ακολουθώντας τον ρυθμό της καρδιάς σου.

    Την ώρα που σηκώνουμε το καπάκι να φροντίσουμε το φαγητό μας αισθανόμαστε.

    Την ώρα που χαμηλώνουμε τη φωτιά μας και την κλείνουμε δεν κάνουμε τίποτε άλλο απ’ αυτό που κάνουν οι καλοί εραστές.

    Αυτοί που δεν είναι αναγκαστικά αιώνιοι αλλά που έχουν την διάθεση να νοιώσουν τον άλλο για όσο είναι μαζί.

    Που ξέρουν ν’ αποσύρονται ο ένας απ’ το σώμα του άλλου με προσοχή και τρυφερότητα.

    Που έχουν τον νου τους στο κέντρο του άλλου ανθρώπου με έγνοια και αφοσίωση.

    Μόνο έτσι πετυχαίνουν οι συνταγές, μόνο έτσι ζει στην ψίχα του ο άνθρωπος.

  • Δέκα βήματα του έρωτα

    Βγήκα χτες βράδυ πάλι στο μπαλκόνι, αυτό το στενό και άβολο, για την νυχτερινή μου ανάσα.

    Άνοιξη στο φόρτε της.

    Ακακίες τρελαμένες από ανθοφορία με λυγισμένα  κλαδιά απ’ τα μυρωδάτα μπουκέτα των λουλουδιών.

    Χαρακτηριστικό άρωμα, έντονο.

    Θυμάμαι πουλούσαν κάποτε χύμα κολόνια ακακία, όπως και γαρδένια και λεμόνι.

    Ήταν οι δεύτερες γυναικείες κολόνιες όπως έλεγε η μάνα μου.

    Αυτές που μας περιέλουζαν μετά το μπάνιο.

    Τις πολυτελείας τις φύλαγαν μαζί με τα καλά μας ρούχα για την Κυριακή και τις γιορτές.

    Εμεναν τότε για χρόνια σφραγισμένες ολόκληρες σαλοτραπεζαρίες.

    Άνοιγαν μόνο τις Κυριακές και τις γιορτές ενώ οι οικογένειες στριμώχνονταν σε λίγα τετραγωνικά να περνούν την καθημερινότητά τους.

    Όταν καμιά φορά μ’ έστελναν χειμωνιάτικα να φέρω κάτι από κει μέσα ένοιωθα έντονη ψυχρολουσία με το που άνοιγα την πόρτα.

    Ο χώρος εκεί μύριζε αλλιώς.

    Δεν μύριζε ανθρωπίλα.

    Μύριζε το φυλαγμένο σπιτικό λικέρ και το ξύλο απ’ τα αχρησιμοποίητα έπιπλα.

    Η μηχανή σταμάτησε ακριβώς κάτω απ’ το μπαλκόνι μου.

    Είχε τον χαρακτηριστικό θόρυβο του απαλού ντούκου ντούκου των μηχανών μεγάλου κυβισμού.

    Γυάλιζαν τα κράνη τους κάτω απ’ το φως του τηλέγραφου.

    Η συνοδηγός είχε αγκαλιά απ’ την μέση τον οδηγό.

    Είδα τα πόδια της να πετάνε από γρηγοράδα όταν ξεκαβάλησε.

    Εβγαλε το κράνος της κι ήρθε στο πλάι του.

    Χύθηκαν τα μαλλιά της πάνω στο σάκο που κρεμόταν στην πλάτη της.

    Εκείνος έμεινε πάνω στη μηχανή, με το κράνος, έγειρε το κεφάλι του απ’ την μια πλευρά κοιτώντας την, μια υπέροχη κίνηση που κάνουν ακόμη και οι σκύλοι όταν τους δείχνεις η τους λες κάτι παράξενο.

    Έμεινα εντελώς ακίνητη στο μπαλκόνι.

    Δεν ήθελα να την χάσω αυτή την εικόνα.

    Άνοιξε η καρδιά μου έτσι που τους έβλεπα.

    Ο κοροναιός τα μάζεψε κι εξαφανίστηκε έντρομος.

    Ο νεαρός άντρας άπλωσε τα χέρια του την τράβηξε απότομα επάνω του απ’ την μεσούλα της, μετά τα χέρια του σηκώθηκαν και φυλάκισαν το πρόσωπό της στις παλάμες του και κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό της.

    Το ίδιο έκανε κι αυτή.

    Απλώθηκαν τα χέρια της στο λαιμό του κι έκλεισαν πίσω απ’ το σβέρκο του.

    Κυκλωτικές κινήσεις, κτητικές, γεμάτες τρυφερότητα και δύναμη.

    Τα κορμιά και τα χείλη τους αποχωρίστηκαν και συναντήθηκαν ξανά και ξανά.

    Εκείνη που και που ξεκαρδιζόταν με σύντομα πνιχτά γελάκια που της τα τέλειωνε απότομα με τα φιλιά του.

    Τον είδα να φεύγει με τη μηχανή στο ρελαντί.

    Το κορίτσι σήκωσε το χέρι ψηλά ενώ τον περίμενε να εξαφανιστεί στη γωνία, προφανώς την κοιτούσε μέσα απ’ τους καθρέφτες της καρδιάς του.

    Κλείνοντας την μπαλκονόπορτα θυμήθηκα.

    Μια ταβέρνα κάπου στα κάστρα της Θεσσαλονίκης.

    «Μακεδονικό» την λέγαμε τότε.

    Μπροστά στην αριστερή πορτάρα κοντά στη στάση 23.

    Ερασιτέχνες φοιτητές με μπουζούκια, κιθάρες, τουμπερλέκια και μπαγλαμάδες σε γλέντια μέχρι το πρωί.

    Μόνο με μεζέ και κρασί.

    Χώροι που γέννησαν τις μετέπειτα ρεμπέτικες κομπανίες.

    Χάραζε θυμάμαι.

    Δίπλα μου ντάνες με καφάσια γεμάτα άδεια μπουκάλια ρετσίνας με τη γνωστή μυρωδιά.

    Γύρω μου μια αγκαλιά.

    Μέσα μου ο χρόνος.

    Ο άπειρος.

    Αυτός που κάνει τα νιάτα να μη λογαριάζουν τίποτα.

    Η πιο γλυκιά απάτη της ζωής.