Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Τα χαμένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη

    Ήταν Άνοιξη του 1980 όταν ο ποιητής Γιάννης Κοντός και φίλος μου με σύστησε στον μανιώδη συλλέκτη Μάνο Χαριτάτο. Αναζητούσα μεροκάματο κι ο τελευταίος χρειαζόταν κάποιο άτομο εμπιστοσύνης που θα αναλάμβανε την καταγραφή όλων των βιβλίων του λογοτέχνη Στρατή Τσίρκα. Μόλις είχε ιδρύσει μαζί με τον ιστορικό Δημήτρη Πόρτολο το ΕΛΙΑ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) και το ίδιο διάστημα είχε αγοράσει την «βιβλιοθήκη» του συγγραφέα από την σύζυγο του Αντιγόνη. Ήταν ωραίος τύπος, ένας γνήσιος Αλεξανδρινός, ένας κοσμοπολίτης με πάθος στη συλλογή αρχείων σημαντικών συγγραφέων, αλλά και ιστορικών προσωπικοτήτων. Του οφείλουμε πολλά…

    Ο αδόκητος θάνατος του Στρατή Τσίρκα (κατά κόσμον Γιάννη Χατζηανδρέα) στις αρχές του έτους ήταν ακόμη νωπός στην μνήμη των φίλων και των αναγνωστών του, όταν  πέρασε και με πήρε ένα πρωί ο Μάνος με μια μηχανή μεγάλου κυβισμού από του Φιλοπάππου όπου διέμενα, με προορισμό το σπίτι του θανόντος. Φτάσαμε στα άνω Ιλίσια, στην οδό Ηλία Ηλιού συγκεκριμένα, ξεπεζέψαμε της μηχανής κι ανεβήκαμε στο διαμέρισμα. Μας καλοσώρισε η Αντιγόνη, μια μικροκαμωμένη γυναίκα κάποιας ηλικίας, ντυμένη στα μαύρα, γλυκύτατη και ευπροσήγορη. Με δική της απαίτηση καταργήθηκε, άμεσα και ο πληθυντικός. Από κοντά κατέφθασε και ο Κωστής, ο αφανής γιος. Από την πρώτη ματιά κατάλαβα ότι υπήρχε πρόβλημα, το παλικάρι είχε νοητική στέρηση. Παρότι κατά ένα έτος μικρότερός μου, όπως ο ίδιος φρόντισε να με πληροφορήσει, συμπεριφερόταν σαν οκτάχρονο παιδί. Ο Μάνος μου εξήγησε τι ακριβώς ήθελε να κάνω και αποχώρησε. Μείναμε οι τρεις μας. Η Αντιγόνη, ο Κωστής κι εγώ. Στο μεγάλο καθιστικό όλοι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι από βιβλία, τα ράφια ξεκινούσαν από το πάτωμα κι έφταναν στην οροφή. Αλλά και στην τραπεζαρία, δίπλα ακριβώς το ίδιο σκηνικό πρόλαβα να δω. Είχα πολλή δουλειά να κάνω, έπρεπε να τ’ αριθμήσω και να τα καταγράψω ένα – ένα σημειώνοντας τον τίτλο, τον συγγραφέα, τον εκδοτικό οίκο και την χρονολογία έκδοσης σε «χοντρά λογιστικά βιβλία». ‘Ηταν σίγουρα πολλή δουλειά, υπεύθυνη κι ενδιαφέρουσα, μέχρις ενός σημείου, αφού θα έβλεπα από πρώτο χέρι τα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα, τις πηγές και τα διαβάσματά του. Αλλά ήταν Άνοιξη, όπως είπαμε λίγο πριν κι εγώ, μόλις εικοσιτεσσάρων χρόνων! Ανυπόμονος και ευάλωτος στις λογής σειρήνες.

    Βεβαίως δεν γνώριζα το σύνολο του έργου του εκλιπόντος, πλην όμως τα σημαντικά βιβλία του, όπως την τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες», την «Χαμένη Άνοιξη» καθώς και το δοκίμιο «Ο πολιτικός Καβάφης» είχα προλάβει να τα διαβάσω. Ήξερα επίσης πως ήταν έντονα πολιτικοποιημένος, διαγραμμένος από το ΚΚΕ και στην συνέχεια ενταγμένος στον χώρο του ΚΚΕεσ, στοιχεία πρόσθετης συμπάθειας κι εκτίμησης. Μόνο μία φορά θυμάμαι έτυχε να τον δω από κοντά, λίγο πριν τον ξαφνικό θάνατό του συγκεκριμένα, όταν παρακολούθησα καταγοητευμένος την τελευταία, ίσως ομιλία του, εκεί στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού με θέμα: «Στο εργαστήρι του μυθιστοριογράφου».  Ήταν ένας πραγματικά συναρπαστικός ομιλητής.

    Κάθε πρωί που κατέφθανα στη οικία Τσίρκα ο φίλος Κωστής μού την είχε στημένη. Ψόφαγε για κουβέντα. Με ρωτούσε συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Κάπνιζε αρειμανίως το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο και δεν μ’ άφηνε σε ησυχία. Όταν το παραξήλωνε η μητέρα του ανέβαζε ελαφρώς τον τόνο της φωνής της και του ζητούσε να σταματήσει. Ή φρόντιζε να τον πάρει μαζί της έξω σε διάφορες δουλειές. Υπήρχε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου. Με αντιμετώπιζε ως άνθρωπο του σπιτιού. Συχνά μου ετοίμαζε μαζί με τον καφέ ή τον χυμό, σάντουιτς ή μου πρόσφερε ένα κομμάτι κέικ. Μου είχε ζητήσει τις διάφορες σημειώσεις ή τυχόν ανεξάρτητα χαρτιά που θα συναντούσα ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων να τα θέτω όλα υπ’ όψιν της, πριν τα τοποθετήσω και πάλι εκεί που τα βρήκα. Ακόμη και τα χειρόγραφα σχόλια στο περιθώριο των σελίδων, όφειλα να της τα δείχνω.  Κι εγώ με συνέπεια κι αγόγγυστα μπορώ να πω, από σεβασμό σ’ εκείνην, τηρούσα τα συμφωνηθέντα.

    Ώσπου ένα πρωί πέφτω επάνω σε δύο χειρόγραφα ποιήματα του Καβάφη. Έμεινα άφωνος από την συγκίνηση. Για ώρα τα κοίταζα και δεν πίστευα στα μάτια μου. Άρχισα να τα θωπεύω απαλά, με τρυφερότητα ως να επρόκειτο για σώμα αγαπημένο. Τα διάβαζα πάλι και πάλι. Μύριζα το χαρτί τους, το έφερνα στα χείλη μου. Όταν συνήλθα από την πρώτη έκσταση σκέφτηκα να τα υπεξαιρέσω, τ’ ομολογώ. Ήμουν μόνος στο σπίτι, εύκολα θα μπορούσα να τα χώσω σε μια τσέπη μου κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Ένιωσα ν’ ανεβαίνουν και πάλι οι σφυγμοί μου. Ήταν μεγάλη η ευκαιρία. Ζύγιασα όλα τα ενδεχόμενα. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει αντιληπτή η κλοπή, γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε, περί κλοπής επρόκειτο. Απ’ την άλλη, όμως, ποια σοβαρή δικαιολογία θα μπορούσε να «αθωώσει» μια τέτοια πράξη; Η αγάπη μου για τον Αλεξανδρινό, μήπως; Κουραφέξαλα! Ήμουν σίγουρος ότι ούτε ο ίδιος ο Ποιητής, παρά τον θαυμασμόν μου γι’ αυτόν θα ενέκρινε, αν με έβλεπε από ψηλά, μια τέτοια χειρονομία. Άρχισα να το ξανασκέφτομαι πιο ψύχραιμα. Υπήρχε και κάτι ακόμη, ιδιαίτερα ευαίσθητο και πολύ σημαντικό, υπήρχε η εμπιστοσύνη της Αντιγόνης.  Ακόμη κι αν αδιαφορούσα για τις μέχρι τότε αρχές μου, μου ήταν αδύνατον να προσπεράσω την εμπιστοσύνη με την οποία με είχε περιβάλλει η οικοδέσποινα του σπιτιού. Αυτό όχι, θα ήταν άτιμο εκ μέρους μου, ασυγχώρητο. Για κάμποση ώρα ομολογώ, πως ναι, αμφιταλαντεύτηκα. Ήταν σπάνια η πρόκληση που κρατούσαν τα δάκτυλά μου. Και κάποια στιγμή πήρα την μεγάλη απόφαση. Ακούμπησα τα δύο κιτρινισμένα φύλλα χαρτιού με τους ακριβούς στίχους επάνω στο τραπέζι και συνέχισα ήρεμος την εργασία μου.

    Σε λίγο άκουσα το κλειδί στην εξώπορτα του διαμερίσματος, είχαν επιστρέψει. Κάλεσα διακριτικά την Αντιγόνη για πολλοστή φορά να έλθει κοντά μου, λέγοντας πως είχα να της δείξω κάτι ενδιαφέρον που τυχαία ανακάλυψα, ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Η ίδια μου είχε ζητήσει να μη σηκώνομαι κάθε τρεις και λίγο που κάτι αξιοπρόσεκτο είχα επισημάνει, αντίθετα προτιμούσε να κάνει εκείνη τον κόπο. Ως συνήθως πλησίασε αδιάφορη και βαριεστημένα θέλησε να μάθει, περί τίνος επρόκειτο. Όταν της έδειξα τα δύο χειρόγραφα ποιήματα – που αν από περιέργεια με ρωτήσετε ποια ήταν, δυστυχώς τόσα χρόνια μετά δεν θυμάμαι να σας πω – άστραψε το βλέμμα της. «Α, ώστε εδώ ήταν, λοιπόν!» μου είπε όλο ενθουσιασμό. «Επιτέλους, βρέθηκαν. Αν ήξερες πόσο καιρό τα έψαχνα! Ούτε που μου πέρασε η σκέψη ότι θα μπορούσε ο Γιάννης να τα βάλει μέσα σε κάποιο βιβλίο. Γνώριζα την ύπαρξή τους, αλλά τα θεωρούσα χαμένα. Σ’ ευχαριστώ πολύ παιδί μου, να είσαι καλά!».

  • Το μείζον

    ΤΟ ΜΕΙΖΟΝ

    Από την γη στον ουρανό, ένα τσιγάρο δρόμος,
    έσκυψε και του είπε. Ξέχασε τα περί γυρισμού,
    αν πρέπει – κι ως συνήθως πρέπει – μόνος του
    πίσω να επιστρέψει. Αποσιωπήθηκε το μείζον.

  • Όταν ο Τζιμάκος συνάντησε τον στρατηγό Μακρυγιάννη.

    Με ρώτησε περί τίνος πρόκειται και γιατί είχα ζητήσει να τον συναντήσω. Αντί άλλης απαντήσεως έβγαλα από το σακίδιο ένα βιβλίο με τον τίτλο «Στρατηγού Μακρυγιάννη – Απομνημονεύματα» και το απόθεσα μπροστά του. Το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε και αμέσως μετά σχολίασε: «Ενδιαφέρον, πολύ ενδιαφέρον!». Ακολούθησαν κάποιες διευκρινιστικές κουβέντες για το πώς θα ήθελα να διαβαστεί και η συμφωνία μας έκλεισε. Πριν αποχωρήσω ένοιωσα την ανάγκη να τον ενημερώσω για το ύψος της αμοιβής του. Με διέκοψε λέγοντάς μου πως όλα έχουν καλώς και ότι του έφτανε να ξέρει αν το ποσόν που θα εισπράξει θα είναι το ίδιο με αυτό που σε προηγούμενες παραγωγές είχαν εισπράξει οι συνεργάτες μου. Τον διαβεβαίωσα πλην, όμως δεν γνώριζε ούτε στο περίπου το ύψος των αμοιβών, ούτε και ζήτησε να τον πληροφορήσω, σχετικώς…

    Αρχές της Άνοιξης του 2012 και ο Τζιμάκος στα καλύτερά του. Την συγκεκριμέννη ημέρα και ώρα που είχαμε ορίσει κατέφθασε φουριόζος στο στούντιο ηχογράφησης του Βαγγέλη Κυριαζή. Το όλο εγχείρημα ήταν εξωτερική παραγωγή της ΕΡΤ  για το Τρίτο Πρόγραμμα. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και σε λίγο μπήκαμε στο στούντιο για ν’ αρχίσει η ηχογράφηση. Ξεκίνησε να διαβάζει με πολλά σαρδάμ είναι η αλήθεια. Κάθε τρεις και λίγο τον διέκοπτα για να επαναλάβει την φράση. Ως γνωστόν είναι από τα πλέον δύσκολα κείμενα τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού. Όχι μόνο λόγω της γλώσσας, αλλά και του συντακτικού. Το θέμα της στίξης, κάτι που απουσίαζε ολοσχερώς, το φρόντισε όσο μπορούσε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο επιμελητής τους. Υπενθύμισα στον Τζίμη ότι καλό θα ήταν να ρίχνει καμιά ματιά στο παρακάτω για πρακτικούς λόγους. Κάτι που θα διευκόλυνε τον ίδιον, αλλά και οικονομία χρόνου θα κάναμε. «Αυτό ξεχασέ το» μου απάντησε κατηγορηματικά και συμπλήρωσε: «Δεν θέλω να σου υποσχεθώ πράγματα που δεν θα κάνω. Εσύ να με διακόπτεις όσες φορές θέλεις. Κι αν κάτι δεν σου αρέσει είμαι πρόθυμος να το επαναλάβω ξανά και ξανά. Μην περιμένεις, όμως να σου έλθω διαβασμένος». Δεν το σχολίασα, υποτάχτηκα στην μοίρα μου και συνεχίστηκε η ανάγνωση.

    Μικρό το κακό σκέφτηκα.  Το σημαντικότερο, το ύφος του ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα, κάτι στο οποίο συμφωνούσε και ο ίδιος. Αποστασιοποιημένο, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις ή κάποιο χρωμάτισμα της φωνής.

    Άλλωστε αυτός ήταν και ο βασικός λόγος της επιλογής μου. Δεν ήθελα επ’ ουδενί να διαβαστούν τα «Απομνημονεύματα» από επαγγελματία ηθοποιό, ας ήταν κι ο καλύτερος. Η εκφορά του λόγου έπρεπε να πλησιάζει το ακατέργαστο της πηγαίας γραφής του Μακρυγιάννη. Κι αν ήταν δυνατόν, η προσωπικότητα του αφηγητή να έχει μιαν στοιχειώδη συγγένεια με αυτήν του Στρατηγού.

    Αξίζει να ομολογήσω εδώ, πως η περίπτωση του Τζίμη Πανούση ήταν η τρίτη και ίσως η καλύτερη επιλογή μου. Είχε προηγηθεί μία απόπειρα με τον Ευγένιο Σπαθάρη, η πρώτη. Δεν ευδοκίμησε για πρακτικούς λόγους. Παρά την προπαρασκευή και την μεταφορά εξωτερικού συνεργείου της ΕΡΤ επί τόπου στο σπίτι του στο Μαρούσι, ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης, ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης του Θεατρού Σκιών ήταν ήδη πολύ μεγάλος στην ηλικία, δεν μπορούσε να τα καταφέρει. Επιπλέον αρνείτο πεισματικά να φορέσει γυαλιά πρεσβυωπίας. Η απόπειρα απέβη άκαρπη, ήταν κανονικός τραγέλαφος. Ο Σπαθάρης διάβαζε στο περίπου και ότι καταλάβαινε από τα συμφραζόμενα. Για μία σελίδα ιδρωκοπήσαμε κι εμείς κι εκείνος, επί μία ολόκληρη ώρα. Και στην συνέχεια για το μαντάζ, για ένα στοιχειώδες σουλούπωμα, απαιτήθηκαν τρεις ώρες. ‘Ηταν ολοφάνερο πως ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια. Μετά από καιρό σκέφτηκα τον Διονύση Σαββόπουλο. Δέχτηκε και κάναμε έναν δοκιμαστικό πιλότο. Διάβαζε καλά, στο δικό του ύφος, αλλά αυτό δεν με πείραζε και τόσο. ‘Ενοιωθα ενθουσιασμένος στην ιδέα μιας συνεργασίας με έναν τόσο σημαντικό καλλιτέχνη, με έναν από τους μύθους της δικής μου γενιάς. Συν το γεγονός ότι με είχε συμπτωματικά ξεχωρίσει και ήταν εκείνος που πρώτος με αναζήτησε με αφορμή μια σειρά Μεγαλοβδομαδιάτικων εκπομπών μου στο Τρίτο,  «ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΤΘΑΙΟΝ» στην μετάφραση του Ντίνου Χριστιανόπουλου που τον είχαν ενθουσιάσει ως ακροατή. Πρότεινε λοιπόν στον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον τότε Γενικό Διευθυντή της ΕΡΑ, να επιμεληθώ προσωπικά τις αναγνώσεις, που πολύ θα ήθελε να κάνει, κάποιων διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για το Τρίτο Πρόγραμμα. Εκείνος του είπε ότι διακαής μου πόθος ήταν να μου διαβάσει τον Μακρυγιάννη, κι όσο για τον Παπαδιαμάντη, θα βλέπαμε. Η ευτυχής συγκυρία δεν είχε αίσιον τέλος. Ο Διονύσης την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, όταν κατάλαβε ότι είχα κατά νου την ανάγνωση ολόκληρου του έργου κι όχι κάποιων αποσπασμάτων. Μάλλον φοβήθηκε τον όγκο, μιλάμε για 425 σελίδες συν την δυσκολία της γλώσσας και ούτε λίγο, ούτε πολύ εξαφανίστηκε, χωρίς καμία εξήγηση. Κάποιοι έσπευσαν να σχολιάσουν τότε, ότι μάλλον τυχερός υπήρξα. Κι ότι αλίμονό μου αν έμπλεκα με τον Σαββόπουλο. Τι να πω, δεν ξέρω.

    Ο Τζίμης Πανούσης υπήρξε υποδειγματικά συνεπής και σωστός επαγγελματίας. Δεν ματαίωσε κανένα ραντεβού ηχογράφησης, δεν έφερε καμία αντίρρηση στις αναρίθμητες παρατηρήσεις μου, στην απαίτησή μου να επαναλάβει ξανά και ξανά, κάτι που δεν είχε ειπωθεί σωστά, όπως ακριβώς μου το είχε υποσχεθεί. Είχε απόλυτο σεβασμό στο έργο που κρατούσε στα χέρια του. Εμπιστευόταν τους συνεργάτες του. Ήξερε ότι όλοι έχουμε έναν και μόνον στόχο. Να ακουστεί σωστά ο λόγος του Μακρυγιάννη. Ήταν φορές που μακάριζα τον εαυτόν μου. Τι εύνοια της τύχης, σκεπτόμουν, όχι χωρίς συγκίνηση. Με προθυμία δέχτηκε να τραγουδήσει a cappella και μερικά από τα καλύτερα τραγούδια της κλεφτουριάς για τις ανάγκες του έργου, μοναδικές στιγμές! Όπως μοναδικές ήταν και οι ελάχιστες φορές που διέκοψε την αφήγηση για να σχολιάσει με τον δικό του τρόπο τα τεκτενόμενα, όπως λ.χ. εκείνο το περίφημο που είπε, μετά από τις απανωτές έριδες και ρεμούλες των αγωνιστών: «Πω, πω! Το βαθύ Πασόκ».

    Η ηχογράφηση της πρόζας διήρκησε, περίπου ενάμιση μήνα κι άλλο τόσο η μίξη και το μοντάζ για τα 60 ημίωρα επεισόδια. Φεύγοντας κι αφού είχε κατεβεί μερικά σκαλιά γύρισε και χαμηλόφωνα με ρώτησε περί της αμοιβής του. Του είπα το ποσόν και την διαδικασία της είσπραξης. Με ευχαρίστησε ακόμη μία φορά και ευχόμενος την καλήν επιτυχία τον είδα να απομακρύνεται. Τόσο ήσυχα, τόσο διακριτικά και ναι, τόσο κυριλέ, ως τελευταία εικόνα.

    Αρχές Ιουνίου του 2012 η σειρά ήταν έτοιμη και βγήκε στον «αέρα». Σημείωσε εξαιρετική επιτυχία. Αρχές Ιουνίου και πάλι, εχθές δηλαδή και έξι χρόνια μετά την πρώτη μετάδοση, ολοκληρώθηκε η επαναληψή της με την ίδια, αν όχι με μεγαλύτερη επιτυχία. Αφορμή στάθηκε η ξαφνική απώλεια του Τζιμάκου στις 13 του περασμένου Γενάρη.

    Στην μνήμη του.

    Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Και είδα

    ΚΑΙ ΕΙΔΑ

    Έσκυψε απάνω μου και είδα το
    φως από κοντά να με τυφλώνει
    καταράκτες να κυλάν μέσα στα
    μάτια του. Και είδα το κάλεσμα
    να φύγω, έκαναν νόημα το ίδιο
    μια δρασκελιά η αντίπερα όχθη.
    Με τρόμο άκουσα στα φρέσκα
    του φιλιά τον περασμένον ήχο.

  • Όχι τυχαία

    ΟΧΙ ΤΥΧΑΙΑ

    Μπερδεύω πρόσωπα κι ονόματα, όχι τυχαία.
    Το ίδιο βάρος έχουν όλα, αβάσταχτο το ίδιο.

  • Όνειρο

    ΟΝΕΙΡΟ

    Επιστρέφεις τις νύχτες με χείλη
    μισάνοιχτα και τα μάτια κλειστά,
    ως όνειρο ανεξήγητο παραμένεις.

  • Όλο το απόγευμα

    ΟΛΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ

    Όλο το απόγευμα, αναπολούσα το χνούδι των πρώτων λόγων σου
    έφερνα στα χείλη μου ρινίσματα, μια γύρη ελάχιστα στυφή φιλιών
    κάτι πυκνά ματόκλαδα, μάτια γερμένα λες παράθυρα στην αντηλιά
    όλο το απόγευμα σπάραζα εντός μου συνεπαρμένος κι αβοήθητος.

  • Το άσπρο πουκάμισο

    ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

    Δεν είχε τίποτα περισσότερο από την νεότητα και τo άσπρο πουκάμισο
    το άσπρο πουκάμισο της Κυριακής και της απογευματινής του τσάρκας.

     

    Από την συλλογή «Η τρυφερότητα των άκρων» των εκδόσεων «Οδός Πανός», 2016.

  • Τότε

    ΤΟΤΕ

    Σαν έρθει ‘κείνη η ώρα, με
    πρόχειρη την λέξη μου την
    τελευταία, μην με ξεχάσεις,
    θα σου πω κι αυτό μ’ αρκεί
    το λιγοστό αν τότε πράξεις.

  • Τα μολύβια

    ΤΑ ΜΟΛΥΒΙΑ

    Δεν έμαθα να κρύβω τα μολύβια, απ’ το σχολείο γυρνούσα
    κάθε μέρα με λιγότερα,
    ο διπλανός μου στο θρανίο ένα μούτρο, μόνο την πράξη της
    αφαίρεσης ήξερε καλά.