Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Έστω για μια στιγμή

    ΕΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

    Όταν σε σκέφτομαι ή φέρνω στα χείλη τ’ όνομα σου
    κάτι μεγάλα τριαντάφυλλα ανοίγουν στο μυαλό μου,
    μοσχοβολάει ο τόπος, λες έφτασ’ η Άνοιξη και πάλι.

    Το βλέμμα σου, μ’ όλο το φως που έριξε επάνω μου,
    έστω για μια στιγμή, φωτίζει τα σκοτάδια μου ακόμη.

  • Η σκιά

    Η ΣΚΙΑ

    Προσέξτε όλοι εσείς, οι ευτυχείς, απόψε. Πίσω σας
    λουσμένη φεγγαρόφωτο κοντοζυγώνει, πάλι η σκιά
    παραμονεύει. Ο κίνδυνος της εξοχής είναι μεγάλος.

    Καμιά πανσέληνος δε νοιάστηκε, ποτέ για μας εδώ
    τους λύκους τους κακούς, για τους απελπισμένους.

    Απόψε μύρισε, ξανά το ανθισμένο αίμα ενός στίχου.

  • Ο θίασος του Άρη Ρέτσου

    Ειλικρινά δεν θυμάμαι πότε ακριβώς και με ποιαν αφορμή εισέβαλε στη ζωή μου. Πιθανόν σε κάποιον κοινό μας φίλο να οφείλεται η γνωριμία. Ήταν σίγουρα χειμώνας του 1980. Η μεγάλη επιτυχία της τηλεοπτικής μεταφοράς από τον Διαγόρα Χρονόπουλο του μυθιστορήματος «Αστροφεγγιά» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, εκτός των άλλων, μόλις μας είχε συστήσει και μερικούς νέους, πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς. Ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Άρης Ρέτσος. Άστραφτε ολόκληρος από ταλέντο. Η ερμηνεία του στον ρόλο του φθισικού φοιτητή υπήρξε σπουδαία, σφράγισε εσαεί αυτόν τον μυθιστορηματικό ήρωα, τολμώ να πω. Έτσι μου συστήθηκε ο φίλος μου, πολύ πριν συναντηθούμε.

    Αρχίσαμε να κάνουμε καθημερινή παρέα. Τις νύχτες αλητεύαμε, γυρνούσαμε στα τότε καλά μπαρ των Εξαρχείων, όπως «Διάπλαση των Παίδων», «Green Door», «Decadence» και πίναμε μέχρι τελικής πτώσεως. Και την ημέρα κοιμόμασταν, μέχρι αργά το μεσημέρι. Όλα ήταν εύκολα κι απλά. Ποιες υποχρεώσεις και κουραφέξαλα; Του δίναμε να καταλάβει. Ήμασταν τόσο νέοι κι άπληστοι για ζωή! Στα εικοσιτέσσερα εγώ, ένα χρόνο μικρότερος ο Άρης. Πριν επιστρέψουμε, κατά τις τέσσερις το πρωί, συνήθως στο σπίτι μου στου Φιλοπάππου, καθότι ήμουν πιο νοικοκυρόπαιδο, σταματούσαμε σ’ ένα «after» μπακαλικάκι στην Ιπποκράτους κι ο μαγαζάτορας, «δια τον φόβον των Ιουδαίων», μας έδινε ό,τι ψωνίζαμε, μέσα από τα τρίγωνα κενά του κατεβασμένου ρολού, απ’ όπου έπαιρνε και τα χρήματα. Καβαλούσαμε εκ νέου στο ματρακά παπάκι και φεύγαμε ολοταχώς με όραμα τα τηγανιτά αυγά μάτια. Από δίπλα πάντοτε υπήρχε κανένα ζαμπονάκι, κανένα τυρί και δεν συμμαζεύεται. Το αλκοόλ μας είχε θερίσει, πεινούσαμε σαν λύκοι. Κι όχι να πεις ότι αμέσως, μετά πέφταμε ξεροί για ύπνο. Όχι, τότε άρχιζε ο δεύτερος κύκλος του λακριντί. Μα που το βρίσκαμε τόσο κέφι; Ήταν κι εκείνος, βέβαια στα μεγάλα ντουζένια του για το θέατρο, όλο γι’ αυτό μιλούσε, μονίμως και τεχνηέντως, εκεί έφερνε σταθερά την συζήτηση. Και μήπως έπαψε ποτέ να κρυφοκαίει, με την ίδια αμείωτη ένταση, εδώ και σαράντα τόσα χρόνια, εκείνη η πρώτη φλόγα του;

    Εκείνο το διάστημα του έγινε η ξεχωριστή πρόταση από την Έλλη Λαμπέτη να συμμετέχει στο έργο που επρόκειτο να ανεβάσει «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Ως ταγμένος, άρχισε να «κυκλώνει» τον ρόλο του από παντού, αυτός ήταν ο Άρης. Τίποτα άλλο δεν τον απασχολούσε, ει μη μόνον το πώς θα κατανοήσει σε βάθος τον χαρακτήρα του θεατρικού ήρωα που θα υποδύετο. Να φανταστεί την πορεία του, να νιώσει τις ανάγκες και τα κίνητρα της συμπεριφοράς του, να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις του. Παραμονή Χριστουγέννων μου πρότεινε να πάμε σε μια εκδήλωση. Πέρασα και τον πήρα από το σπίτι του στην Σπυρίδωνος Τρικούπη στα Εξάρχεια και μαζί φτάσαμε στο τέρμα της Αλεξάνδρας, στο «Ίδρυμα Κωφαλάλων». Οι μαθητές της σχολής είχαν κι εκείνοι, όπως συνηθίζεται σε όλα τα σχολεία, την καθιερωμένη γιορτή τους και ήμασταν καλεσμένοι. Ήταν η πιο συγκινητική σχολική παράσταση που έτυχε ποτέ μου να δω. Το πρόβλημα ακοής και άρθρωσης των παιδιών, επέτεινε την προσπάθειά τους να αποδώσουν, σωστά τα διάφορα σκετς και τα ποιήματα που απήγγειλαν:

    «Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
    την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι».

    Ας ήταν λάθος τονισμένα τα λόγια, ας έλειπαν οι στοιχειώδεις αποχρώσεις της φωνής, το μήνυμα των παιδιών ήταν σαφές, απλό και εύληπτο, και είχε ακουστεί. Δάκρυα άρχισαν να κατρακυλάνε, γύρισα και τον κοίταξα, ήταν συγκινημένος, επίσης. Και τότε κατάλαβα πως δεν του αρκούσε να εκπαιδευτεί απλά στην νοηματική γλώσσα, να αποστηθίσει τις κινήσεις – λόγια του ρόλου του, κάτι που το είχε, ήδη δρομολογήσει. Ήθελε να μπει με κάθε τρόπο στον περίκλειστο κόσμο τους, να τους αισθανθεί δικούς του, πέρα από κάθε μίμηση ή παπαγαλία.

    Μετά από αυτό χαθήκαμε, δεν είχε χρόνο για χάσιμο, ξενύχτια και κουβέντες. Μάρτιο του 1981, πλέον τον ξαναείδα στην πρεμιέρα του έργου, όπου έσκισε. Προς το καλοκαιράκι βρεθήκαμε και πάλι. ‘Ημασταν μια μεγάλη παρέα και όλοι μαζί τραβούσαμε, ιδιαίτερα τις ζεστές νύχτες για τον Λουμπαρδιάρη, εκεί στο πίσω μέρος, στο άνοιγμα με τα σπαρμένα βράχια. Μιλούσαμε μέχρι να φέξει, ακόμη και να τσακωθούμε μπορούσαμε, μακρυά από τους γείτονες. Λαμβάναμε τα μέτρα μας, ώστε να μην διαταράσουμε με τις φωνάρες μας τα φιλήσυχα, ως συνήθως όνειρα του ύπνου τους. Το ξαφνικό άνοιγμα των απέναντι παραθύρων απ’ όπου πρόβαλαν οι αγουροξυπνημένες φάτσες τους και οι μόνιμες απειλές που εκτόξευαν, περί συλλογής υπογραφών και τα σχετικά, είχε καταστεί ο καλοκαιρινός εφιάλτης μας. Κι εκεί παρατηρούσα, γι’ άλλη μια φορά, τον ασίγαστο δαίμονα, το ιερό πάθος που τον κατείχε ολόκληρο. Οι αμφιβολίες, η μια πίσω από την άλλη, ήταν μια σταθερή κατάσταση. Τίποτα δεν έδειχνε να του είναι αρκετό ή ασφαλές. Πρόσωπο ή ιδέα έπρεπε όλα τους να τα διυλίσει, να τα δει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό του ανατόμου, τα «πώς» και τα «γιατί» διαταυρώνονταν στον αέρα κάθε λίγο. Μαζί με διαλείμματα αυτοσαρκασμού και πολλών γέλιων. Μπορούσε να βλέπει τον εαυτό του από απέναντι και να γελάει με τις υπερβολές ή τις αντιφάσεις του. Και πιστέψτε με, δεν του χαριζόταν στο ελάχιστο. Αυτοσχεδίαζε, έκανε παντομίμες, αναποδογύριζε την σοβαρότητα λόγων και έργων, την έβαζε κάτω, την πατούσε και στην συνέχεια την θώπευε. Το βλέμμα του, το ίδιο πάντοτε διεισδυτικό βλέμμα, δεν άφηνε περιθώρια υπεκφυγών. Καταλάβαινες ότι ξέρει κι ας σωπαίνει.

    Στις μεταξύ μας ελάχιστες, αλλά εκ βαθέων καταθέσεις, σχετικές με παιδικά τραύματα, παλιά σημάδια, φορτία δυσβάσταχτα, μου επέτρεψε να δω όλες τις δυσκολίες και δεν ήταν λίγες, της προσωπικής του διαδρομής. Ήξερε καλά ποιον έχει απέναντί του κι ένιωθε ασφαλής. Αυτό δεν σημαίνει πως και στην πιο δραματική στιγμή της αφήγησης δεν εύρισκε κάτι ανάλαφρο να προσθέσει. Δεν ήθελε ολοφάνερα ν’ αφήσει, ούτε υποψία αυτολύπησης ή περιθώρια οικτιρμού εκ μέρους μου. Μπορεί για μεγάλα διαστήματα, για χρόνια ολόκληρα να χάναμε την επαφή μας. Μα κάθε φορά που ανταμώναμε τυχαία ή κατόπιν αναζήτησης με κάποια καλλιτεχνική αφορμή, η άκρη του νήματος ήταν κρατημένη στα δάκτυλα και των δυο μας. Συνεχίζαμε από το σημείο που το είχαμε σταματήσει. Χωρίς περιττές δικαιολογίες ή συγνώμες, για ποιον λόγο άλλωστε; Οι κώδικές μας ήταν σταθεροί κι ενεργοί, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Αρκούσε να ακουστεί δις, ένθεν κι ένθεν, η λέξη «σκυλί», να σκάσουμε αμοιβαία από ένα χαμόγελο κι όλα ήταν πάλι, όπως και πρώτα. Άντε και κανένα ηχητικό «γαβ, γαβ», ως παρασύνθημα! Γιατί πίστευε και σωστά, πως και οι άνθρωποι, όπως οι σκύλοι μεταξύ τους το συνηθίζουν, μυρίζονται. Και όσων η «μυρωδιά» μοιάζει να είναι συμπαθής και οικεία στην δική τους όσφρηση, εκείνη που για ανεξιχνίαστους λόγους τους προκαλεί ένα αίσθημα ασφάλειας, προτιμώνται των άλλων. Ή πιο απλά και κατά το κοινώς λεγόμενο: «Ταιριάζουν τα χνώτα τους».

    Μεσολάβησαν πολλά. Οι ταινίες του Πανουσόπουλου «Οι Απένατι» και «Μανία», του Παπατάκη «Φωτογραφία», δύο προσωπικές σκηνοθεσίες του έργου «Το τάβλι» του Κεχαΐδη. Επικεντρωμένος σταθερά για χρόνια στην αρχαία ελληνική γλώσσα, στο μέτρο και τον ρυθμό της, στοιχεία κομβικά για το σύγχρονο ανέβασμα του αρχαίου δράματος, παρουσίασε στο πρωτότυπο αποσπάσματα από τον «Αίαντα» του Σοφοκλή.  Ακολούθησαν κι άλλα, όπως το «Αίμα Κακό», μια δική του προσέγγιση του ποιήματος «Μιαν εποχή στην Κόλαση» του Ρεμπώ. Κι άλλα, κι άλλα… Τον περασμένο Χειμώνα, ας είναι καλά ο μπαρμπα Αλέξανδρος ο Σκιαθίτης, βρεθήκαμε και πάλι αρκετές φορές στον πολυχώρο «Αλεξάνδρεια», πλησίον της πλατείας Αμερικής. Κι αυτό γιατί αποφάσισε, αντί άλλης θεατρικής δραστηριότητας, να διαβάσει μερικά από τα καλύτερα διηγήματα του μέγιστου Έλληνα λογοτέχνη, την «Σταχομαζώχτρα», το «Γουτού Γουπατού» στις γιορτές. Κατόπιν ακολούθησαν τα «Αθηναϊκά διηγήματα», στις αποκριές «Ο ξεπεμένος Δερβίσης» κι «Ο Αειπλάνητος» και στην συνέχεια τα «Μαγιάτικα», συνοδευόμενα όλα από την μουσική του Νίκου Σκαλκώτα. Κι ο κύκλος αυτός κλείνει, εντός των ημερών, με το υπέροχο διήγημα «Όνειρο στο κύμα». Κάτι που στάθηκε και η αφορμή του παρόντος νοσταλγικού σημειώματος.

    Κλείνοντας, ας προσθέσω κι αυτό: Κάποιο βράδυ είχαμε δώσει ραντεβού με τον Άρη, αμέσως μετά το τέλος της παράστασης εγώ κι ένας φίλος ακόμη, στην έξοδο της στοάς «Μπροντγουέη», επί της Αγίου Μελετίου. Ήταν την περίοδο του έργου «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Καταφθάνει, λοιπόν κι αρχίζουμε τα κανονίσματα για το πού θα πάμε, αμέσως μετά. Εν τω μεταξύ, βλέπω από το βάθος της στοάς να έρχονται, προς το μέρος μας τρεις γυναίκες. Ανάμεσά τους διακρίνω την Έλλη Λαμπέτη. Σκύβω και του το λέω ψιθυριστά. Αυτομάτως μας εγκαταλείπει και σπεύδει προς το μέρος τους. Σταματάει μπροστά της και τείνοντας το χέρι του δίκην μικροφώνου, την ρωτάει με ύφος ρεπόρτερ, αν είναι όντως η κυρία Λαμπέτη ή κάποια που της μοιάζει πολύ. «Μα, φυσικά!» του λέει εκείνη χαριτωμένα και συνεχίζει: «Σωστά καταλάβατε, εγώ είμαι, αυτοπροσώπως». Κι ακολουθεί η δεύτερη ερώτησή του: «Και σε ποιον θίασο παίζετε, φέτος;». Εμείς από το βάθος παρακολουθούμε κι έχουμε μείνει άναυδοι. Γίνεται μια γοητευτική παύση, του χαμογελάει, όπως μόνον εκείνη ήξερε να το κάνει κι ακούμε τέλος την απάντηση: «Στον θίασο του Άρη Ρέτσου!».

  • Έστω και μία

    ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑ

    Τις σελίδες μου όλες στον αέρα σκορπάω
    μήπως, έστω και μία φτάσει, μέχρις εσένα
    απαλά ως αδέσποτο κύκνου φτερό κι από
    τύχη αγαθή στα δικά σου τα πόδια εμπρός
    καταλήξει. Κι εκεί να κουρνιάσει για πάντα.

  • Μέχρι και χθες

    ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΧΘΕΣ

    Τώρα μπορώ να σας μιλήσω, να πω με βεβαιότητα
    πως τίποτα δεν περιμένω, ναι ξέφτισε η συγκίνηση
    των πρώτων ημερών. Η αθωότητα στους τρόπους
    πάει πια, τέλειωσε. Κι ήτανε τόσο ωραία! Μέχρι και
    χθες πίστευα στα θαύματα, τα λόγια των ανθρώπων.
    Έλεγα πως το φεγγάρι ήλθε για να μείνει, να σταθεί
    και πως εσύ, αλλού δεν θα γυρίσεις να κοιτάξεις, το
    βλέμμα σου επάνω μου θα μείνει αιώνια καρφωμένο
    πως δεν υπάρχει θάνατος για κείνους που αγαπάμε
    τέλος κανένα. Μήτε φόβος, μήτε φθορά η ελάχιστη.

    Τώρα μπορώ να σας μιλήσω, να πω με βεβαιότητα
    εξαπατήθηκα, για κάποιους λόγους υπήρξα αφελής.

  • Ο πρίγκιπας ποιητής

    Τα μαλλιά του, καθώς περπατούσε τα φύσαγε θαρρείς ένας μυστικός, αθέατος άνεμος. Με τα χρόνια, βεβαίως όλο και λιγόστευαν, μαδούσε η χαίτη του λιονταριού, άσπριζαν στην ρίζα τους οι εναπομείνασες στο πίσω μέρος της κεφαλής μακριές τρίχες, κουρεμένες σ’ ένα αυτοσχέδιο καρέ και βαμμένες με καραμπογιά – κάτι που δεν παρέλειπε να εφαρμόζει και στον παλιομοδίτικο μύστακα που διατηρούσε. Είχε έναν ιδιαίτερο βηματισμό ο Μιχάλης Κατσαρός. Ψηλός και παρά το μεγάλωμά του ευσταλής, το κουρασμένο κορμί στητό και ίσιο, την κεφαλή ορθή και με το βλέμμα προσηλωμένο σε κάτι μακρινό, ίσως σε κάποιο ποιητικό όραμα, προχωρούσε αφήνοντας στους γύρω του την αίσθηση, λες και μόνος αυτός, διέσχιζε ένα πλήθος ανθρώπων, πως άνοιγε δρόμο ανάμεσά τους για να πορευτεί. Ή καλύτερα μάλλον, ότι παραμέριζε στην θέα του, αυτό το μέγα πλήθος το φανταστικό, για να περάσει ο Ποιητής.

    Τα ρούχα του ήταν φτωχικά. Έβλεπες λαδιές εδώ κι εκεί διάσπαρτες. Φθαρμένο το σακάκι, τριμμένη στους αγκώνες η καπαρντίνα του και λερή, ταλαίπωρα τα υποδήματα. Κι όμως συχνά την μπουτουνιέρα του εστόλιζε έν άνθος. Τις μέρες του Χειμώνα κασκόλ χρωματιστά περιέτρεχαν τον λαιμό του. Και δακτυλίδια ψεύτικα στα δάκτυλα φορούσε, μπακιρένια που μαύριζαν με τον καιρό το δέρμα στα σημεία, ενίοτε με πέτρες γυάλινες, πολύχρωμες, καθώς στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό» ο ομοτεχνός του, ο Αλεξανδρινός, με συμπάθεια λέγει:

     «’Ενα σωρό κομμάτια από υαλί,
    κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
    το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
    δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
    από υαλί χρωματιστό»
    (του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια).

    Μα επάνω του όλα έδειχναν αλλιώς, τα ρούχα τα παλιά εφάνταζαν σπουδαία. Είχε τους τρόπους, άρχοντα. Την ευγένεια, πρίγκιπα. Την τέχνη ασκούσε της ποιήσεως την ακριβή.

    Τον πρωτοσυνάντησα το ’74 στην κάμαρα του Γιώργου Χρονά, επί της οδού Πανός 17, κάτω από την Ακρόπολη. Κάπνιζε, συνεχώς το ένα πίσω από τ’ άλλο κάτι βαριά, άφιλτρα τσιγάρα της εποχής, τα «Ματσάγγου» ή τα «Τέλειον», μπορεί και τα «Καρέλια Αγρινίου», δεν είμαι σίγουρος. Με αποτέλεσμα, μετά από λίγο η κάμαρα να μετατρέπεται σε αερόστατο έτοιμο ν’ ανυψωθεί. Τότε και μόνον τότε ο οικοδεσπότης έβαζε ξαφνικά τις φωνές και παρά το κρύο άνοιγε το παράθυρο απαγορεύοντας διά ροπάλου το καπνίζειν, παραιτέρω. Ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρόνων κι εκείνος πλησίαζε τα εξήντα. Ελάχιστα γνώριζα και καταλάβαινα, τότε από ποίηση. Ούτε να πεις πως είχα διαβάσει, έστω την σπουδαία συλλογή του «Κατά Σαδδουκαίων».

    Ούτε υποψιαζόμουν ότι κάποτε ο άντρας αυτός φορούσε σταυρωτά τα φισεκλίκια στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου, οργανωμένος στις τάξεις του ΕΛΑΣ, τα βασανιστήρια της Γκεστάπο και την κράτησή του στις φυλακές «Χατζηκώστα». Ή για την κουμπαριά του με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον γάμο του με την Κούλα Μαραγκοπούλου και τον γιο του τον Στάθη. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά. Ήταν προσωπικά πράγματα του μακρινού παρελθόντος. Προτιμούσε να αναφέρεται με τον δικό του, τον τόσο ασυνήθιστο και ανατρεπτικό λόγο του, τον σχεδόν ακατάληπτο, σε θέματα της τέχνης, της καθημερινότητας και του έρωτα. Και ποτέ της πολιτικής. Αργότερα πολύ πληροφορήθηκα και το ευτράπελον συμβάν πως κάποτε, την περίοδο της μαύρης πείνας, έτυχε να τον επισκεφτεί μια μεγαλοαστή κυρία. Τον πέτυχε κάτι να μαγειρεύει που δεν ήταν άλλο από βραστές πατάτες. Απορημένη του έκανε την αφελή ερώτηση: «Μα καλά, με βραστές πατάτες θα γευματίσει ο ποιητής;». Κι εκείνος αποστομωτικά της απάντησε: «Όχι κυρία μου, κάνετε λάθος. Δεν θα γευματίσει με βραστές πατάτες, αλλά με pommes de terre!».

    Έτσι, λοιπόν σιωπούσα κι άκουγα τις κουβέντες του, μα περισσότερο τα απίθανα λογοπαίγνια που αρέσκονταν να κάνει. Όπως για παράδειγμα, την ερμηνεία του για τον όρο «τζιτζιφιόγκος», την δική του απίθανη εξήγηση με τρόπο γλαφυρό ειπωμένη: «Κάποτε, υπήρχαν κάτι νεαρά αγόρια στις Τζιτζιφιές που συνήθιζαν να φορούν παπούτσια στολισμένα με κάτι μεγάλους και περίτεχνους φιόγκους. Από εκεί, λοιπόν, βγήκε και ο όρος «τζιτζιφιόγκος», εξ αιτίας αυτών των νεαρών». ‘Η το άλλο, το απίθανο σχόλιο που έκανε όταν πληροφορήθηκε την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη. Τηλεφώνησε στον Χρονά και λακωνικά του είπε μόνο την φράση: «’Εχω γίνει μπαρούτι!». Περιττεύει νομίζω κάθε σχετική εξήγηση. Ως γνωστόν ο Σουηδός ευεργέτης των γραμμάτων και των επιστημών Άλφρεντ Νόμπελ είχε εφεύρει, μεταξύ άλλων και την πυρίτιδα, με τις γνωστές συνέπειες. Κι άλλη μια φορά σε μια τυχαία συνάντηση από τις πολλές που είχε με την Ζυράννα Ζατέλη, μπροστά στο Καλλιμάρμαρο στην περίπτωσή μας, της είπε με νόημα: «Εμείς οι δυο, όλο στον δρόμο συναντιόμαστε. Καιρός είναι να συναντηθούμε και στο κρεβάτι μου». Και φεύγοντας, γύρισε προς το μέρος της συμπληρώνοντας με σημασία: «Αλλά προσέξτε, είμαι πολύ καρπερός!».

    Την περίοδο της συγκατοίκησής μου με τον Χρονά στου Φιλοπάππου (1979 – 1981), υπήρξε τακτικός επισκέπτης μας. Αν τύχαινε να απουσιάζω έβρισκα, συχνά – πυκνά ιδιόχειρα σημειώματα με ευχές και άλλα διάφορα, κάτω από την πόρτα του δωματίου μου, τα έχω όλα φυλαγμένα. Τότε έβγαλε κι ένα θνησιγενές λογοτεχνικό περιοδικό, νομίζω με το όνομα «Επίπεδο», όπου φιλοξενήθηκε και το πρώτο δικό μου ποίημα. Επρόκειτο για ένα πρωτόλειο, ούτε τίτλο δεν είχε. Αλλά θυμάμαι πώς τελείωνε: «Καπνίζω τα λόγια σου σε στριμμένο χαρτί, σε λεπτό τσιγαρόχαρτο, φτύνοντας κομματάκια καπνού που ξεφεύγουν απ’ το ποίημα». Μας εξιστορούσε, λοιπόν πως κάποια μέρα που πέρασε κι από τις εκδόσεις «Κέδρος» να προτείνει την προβολή τους μέσω μιας φτηνής διαφημιστικής καταχώρησης στο επόμενο τεύχος του περιοδικού του – μπας και δει, δηλαδή κανένα φράγκο στην τσέπη του – η ιδιοκτήτρια των εκδόσεων Νανά Καλλιανέση, όταν αντελήφθη περί τίνος επρόκειτο, έκανε με τρόπο από το βάθος του βιβλιοπωλείου, αρνητικό νεύμα στον υπάλληλό της. Κάτι που το έπιασε, όμως ο Μιχάλης και δεν το άφησε ασχολίαστο: «Νο Νανά!», «Νο, Νο Νανά!», επαναλάμβανε χαριτωμένα, σε μια φιλότιμη προσπάθεια να κρύψει την δυσαρέσκεια και τον θυμό του. Ένα μεσημέρι θυμάμαι τον πέτυχα στη οδό Σολωμού και Γ’ Σεπτεμβρίου γωνία. Μόλις είχε βγει περιχαρής από το παρακείμενο Εθνικό Τυπογραφείο μ’ ένα φύλλο, ανά χείρας, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως». Όπως μου εξήγησε είχε δημοσιευτεί κάποιος νόμος, σχετικός με τις συνταξιοδοτήσεις κι αυτός θα του εξασφάλιζε μιαν ελάχιστη τιμητική σύνταξη, την τόσο απαραίτητη για εκείνον.

    Συνήθως κυκλοφορούσε στο ιστορικό κέντρο και κυρίως στην πλατεία Συντάγματος. Για τον καφέ του προτιμούσε το μικρό μαγαζί επί της Βουκουρεστίου, το Μπραζίλιαν. Αλλά, σπάνια τον πετύχαινες μόνο του. Πάντοτε υπήρχαν δυο – τρεις θαυμαστές από δίπλα ή τίποτα περαστικοί με φιλοπαίγμονα διάθεση. Σταματούσαν για λίγο, ξυνόμενοι στην γκλίτσα του τσοπάνη κι εκείνος τους τακτοποιούσε, καταλλήλως. Όταν έκλεισε το Μπραζίλιαν, το στέκι του μεταφέρθηκε στην παρακάτω γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου, στο μοντέρνο «Every Day». Όλα πέριξ του τετραγώνου, όπου δέσποζε το κτήριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Το γεγονός, ίσως ότι στην πρώτη του νεότητα υπήρξε υπαξιωματικός της αεροπορίας, τα γραφεία της οποίας στεγάζονταν εκεί, μπορεί να δικαιολογεί την μετέπειτα εμμονή του. Στο παλιό Zonars επί της Πανεπιστημίου δώσαμε, πάντως και το ραντεβού μας, για τις ανάγκες μια συνέντευξης που θα μου παραχωρούσε για το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ». Και η συνέντευξή του, η τελευταία νομίζω, υπήρξε περιβόλι. Βεβαίως, δεν μου επέτρεψε να τον κεράσω, αντίθετα επέμενε να πληρώσει εκείνος τον λογαριασμό. Κι όταν είχαμε φτάσει στο φινάλε, πλέον της κουβέντας, ζήτησα να μου πει μια τελευταία, ακόμη φράση. Αντ’ αυτού, ο Μιχάλης προτίμησε να κρατήσει τα χέρια μου λέγοντας: «Η συνομιλία αυτή, ας κλείσει με μια δική μου ερώτηση: Θα πιάσουμε και πάλι την παλιά φιλία μας;»

    Ήταν Μάρτιος του 1997.
    Ο Μιχάλης Κατσαρός έφυγε τον Νοέμβριο του 1998.

    Στην μνήμη του.

  • Στα ίδια χείλη

    ΣΤΑ ΙΔΙΑ ΧΕΙΛΗ

    Κι όμως στα ίδια χείλη, εδώ και χρόνια επιστρέφω
    ας μεσολάβησαν τόσα Φθινόπωρα, σώματα άλλα
    ξένα φιλιά, τριγμοί, χειρονομίες παρόμοιες με τις
    δικές μου. Ας λιποθύμησαν τα μάτια του, αυτά τα
    μάτια από χαλκό και γάλα, σε κρεβάτια αλλότρια
    χαμηλωμένα ως το χάραμα στους αργυραμοιβούς
    ε, και τι μ’ αυτό;
    τα ίδια μάτια αναζητώ, στα ίδια χείλη παραδίνομαι.

  • Πανσέληνος

    ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

    Μεγάλωσε το φεγγάρι, ολοστρόγγυλο
    στη μέση χωρισμένο σε δυο κομμάτια
    μπορείς σαν πορτοκάλι να το στύψεις
    πρόσεξε μόνο μη κοπείς με το μαχαίρι
    παιδί πράγμα αδέξιο μια τέτοια νύχτα.

  • Καζούρα ή Bullying το ίδιο κάνει

    Δεν είχε προλάβει να στεγνώσει το μελάνι, κατά την συνήθη έκφραση, της προσωπικής ιστορίας μου «Ο Έβρος ήταν σκύλος», όταν συνέβη η αυτοκτονία του δεκαπεντάχρονου αγοριού στην Αργυρούπολη. Με χρονική απόσταση, ακριβώς σαράντα χρόνων μεταξύ των δύο πικρών στιγμών, το μοναδικό, όσο και θλιβερό συμπέρασμα είναι πως στην ελληνική κοινωνία, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κι όχι ότι περίμενα την μάταιη αυτοχειρία να επιβεβαιώσει την ανησυχία μου.

    Συχνά – πυκνά διαφωνώ με φίλους υποστηρίζοντας πως είναι λάθος να κάνουν θετικές διαπιστώσεις, περί δήθεν μεγαλύτερης ανοχής ή και αποδοχής ακόμη των συνανθρώπων μας με διαφορετικές ερωτικές προτιμήσεις, κρίνοντας μόνο και μόνο από το τι συμβαίνει στον στενό κοινωνικό τους περίγυρο. Η κάθε λογής διαφορετικότητα, είτε έχει να κάνει με εξωτερικά χαρακτηριστικά, είτε με συμπεριφορές, δημιουργεί έναν φόβο στο σύνολο των «κανονικών». Οτιδήποτε ξεχωρίζει ή διαφέρει από το σύνηθες, από το κοινά αποδεκτό, είναι προς εξοστρακισμόν.  Η αγέλη απαιτεί την ομοιομορφία και χάριν αυτής, μπορεί να προβεί σε ακρότητες. Αυτή η έμφυτη, σχεδόν παρόρμηση της απόρριψης κάθε παραφωνίας από την κρατούσα χορωδία των μελωδών, αντί να αμβλύνεται, να καθησυχάζεται από την οικογένεια και το σχολείο, αρχικά και στην συνέχεια από την κοινωνία, δυστυχώς οξύνεται με κάθε τρόπο.

    Τι μέγα σφάλμα, η εξασφάλιση της τόσο αναγκαίας για την ύπαρξή μας σιγουριάς, να τροφοδοτείται με τον χειρότερο τρόπο και δη μέσω της ταπείνωσης, της εξουθένωσης, της συντριβής του κάθε «μειονεκτούντος» ατόμου! Και τι σκοταδισμός, πόση βλαχιά, τι φασισμός απροκάλυπτος πρέπει να καταναλώνεται για το χατήρι μιας ψευδαίσθησης που αντιλαμβάνεται τον διασυρμό του «διαφορετικού», ως πρόσθεση πόντων στο γόητρο του δήθεν ισχυρού!  Στο θλιβερό αυτό «σπορ» του bullying επιδίδονται, στην καλύτερη περίπτωση οι πλέον ανασφαλείς και στην χειρότερη, όσοι νιώθουν μέσα τους, πως έχουν ένα θέμα ή κατά το κοινώς λεγόμενο, τους τρώει ο κώλος τους.  Με τον ακραίο αυτό τρόπο αμύνονται σ’ εκείνο που φοβούνται, όσο τίποτ’ άλλο, κι έτσι το ξορκίζουν. Γιατί το τρέμουν, ίσως και να το επιθυμούν κατά βάθος, όταν δεν το εξασκούν στα κρυφά.

    Ομολογώ πως υπήρξα θύμα εκφοβισμού και άγριας πλάκας από πολύ μικρός, ένεκα της διαφαινόμενης διαφορετικότητας, της τόσο ευδιάκριτης στα μάτια των άλλων κι αντίθετα τόσο αθέατης ή και ανύπαρκτης για τα δικά μου. Έφτανε και περίσσευε το καλό παρουσιαστικό μου και η φυσική ευγένεια στους τρόπους μου. Δεν ήμουν σαν τους συνομηλίκους μου τσακαλόμαγκες, ούτε κι επιθυμούσα να τους μοιάσω. Αρνιόμουν πεισματικά να συμμετέχω στις αλητείες τους, να πειράζω τα κορίτσια, να λέω αισχρόλογα, να καπνίζω κρυφά. Αντιπαθούσα το ποδόσφαιρο, τις γκαζιές, τις σβούρες, το τσιλίκι, τον πετροπόλεμο. Αγαπούσα τα γράμματα, ήμουν τακτικό παιδί κι επιμελής μαθητής, μου άρεσε το διάβασμα και γοητευόμουν από τα εξωσχολικά βιβλία, το σταθερό αποκούμπι μου, η μόνη καταφυγή μου στο καθημερινό μαρτύριο του bullying. Με άλλη ονομασία τότε, ως κοροϊδία ή καζούρα, το ίδιο κάνει. Αργότερα, εκεί στην εφηβεία, προστέθηκαν οι καινοφανείς λέξεις κράξιμο και ξεφώνημα, άλλος εφιάλτης κι αυτός.

    Ο ακήρυχτος πόλεμος στις πρώτες τάξεις του σχολείου και στα παιχνίδια με τους συνομηλίκους μου στην γειτονιά, παρά την σπάνια, όσο και δειλή συμμετοχή μου, ήταν ανηλεής. Ζούσα μέσα στον τρόμο, περιμένοντας να συμβεί, ανά πάσα στιγμή το απευκταίο, ήτοι να ακουσθεί θριαμβευτικά από κάποιον θρασύ εξυπνάκια η γνωστή λέξη καμτσικιά ή κάποιο θελκτικό για την τροφοδότηση της πλάκας, συνώνυμό της. Έτσι, στα καλά καθούμενα κι όχι να πεις απάνω σε κάποιον καυγά, σε μιαν αντιδικία. Γιατί όπως λέει κι η παροιμία «καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα» κι εμένα, ακουσίως μου είχε βγει. Έφτανε, για παράδειγμα, η παρουσία ενός νέου μέλους στην παρέα κι έσπευδε ο πιο ηλίθιος να τον ενημερώσει κατάλληλα. Και το χειρότερο όλων, όταν το νεοφερμένο πρόσωπο ήταν κορίτσι, εκεί, καλύτερα ν’ άνοιγε η γη να με καταπιεί. Μα ούτε αυτό δεν σέβονται, αναρωτιόμουν πικραμένος.

    Ο θυμός μου για όλους αυτούς τους άθλιους τσόγλανους ήταν απερίγραπτος και παρά τα χρόνια που κύλησαν, εν μέρει παραμένει ενεργός. Ένιωθα ότι η συμπεριφορά τους απέναντί μου ήταν άδικη, αναίτια κακή. Αν είχα όπλο θα τους εκτελούσα έναν – έναν με τρελή χαρά, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Τους μισούσα με όλη την δύναμη της ψυχής μου, νύχτες ολόκληρες σχεδίαζα την εξόντωσή τους. Όλα αυτά, τα άκρως οδυνηρά για ένα παιδί που σχεδόν δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο έχει στοχοποιηθεί και βάλλεται από παντού, με έστρεψαν σε μιαν εσωτερική απομόνωση και το ’ριξα με πάθος στο διάβασμα. Αλλά τα μαρτύρια αυτά μου έδωσαν, επίσης την πικρή ευκαιρία να καταστώ, εκτός των άλλων, παρατηρητής, καταγραφέας κι αργότερα μεγαλώνοντας κι αναλυτής των λογής άσχημων συμπεριφορών. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσω και, ει δυνατόν, να ερμηνεύσω τους διώκτες μου. Και ίσως – ίσως, τελικά να τους συγχωρήσω.

    Κι ερχόμαστε στο κεφάλαιο οικογένεια. Ο πατέρας σταθερά στον κόσμο του. Τρυφερός, γλυκός κι ανυποψίαστος για το δράμα του γιου του. Ο μεγαλύτερος αδελφός αδιαφορούσε για την ύπαρξη μου, όταν δεν γινόταν ανταγωνιστικός. Η μητέρα υποψιασμένη κι απειλητική γι’ αυτό που αιωρείτο στην ατμόσφαιρα. Ίσως καταλάβαινε, εκ των υστέρων, πόσο εσφαλμένη και καθοριστική, δυστυχώς υπήρξε η συμπεριφορά της στην διαμόρφωσή μου, κάτι που την γέμιζε ενοχές και παραδόξως την διαόλιζε συνάμα. Το αποτέλεσμα ήταν να με δέρνει ανελλιπώς, να με τιμωρεί με το παραμικρό δυσανάλογα αυστηρά, ως προς το μέγεθος της σκανταλιάς. Και πάλι να μην καταλαβαίνω το τι συμβαίνει. Εισέπραττα μια τιμωρητική συμπεριφορά, μιαν εχθρότητα, ακόμη κι από το πιο προσφιλές μου πρόσωπο. Τα είχα χαμένα. Αισθανόμουν τρομοκρατημένος και μπερδεμένος. Τότε ξαφνικά παρουσίασα συμπτώματα βραδυγλωσσίας, άρχισα να κεκεδίζω άσχημα, κάτι που το ξεπέρασα μετά από χρόνια, με σκληρή κι επίπονη προσπάθεια. Όταν μπήκα στην εφηβεία συνειδητοποίησα πως ο μόνος τρόπος που είχα, η μόνη ορατή επιλογή μου για να την βγάλω καθαρή, ήταν να παίξω το παιχνίδι τους. Διαφορετικά ήμουν ξοφλημένος. Να τους καθησυχάσω συγγενείς και φίλους, προσποιούμενος πως είμαι ή μπορώ να γίνω αυτό, ακριβώς που προσδοκούσαν από μένα. Η «κανονικότητα» δεν ήταν παρά ένας ρόλος που έπρεπε να τον μάθω και να τον υποδύομαι σωστά. Τουλάχιστον προς το παρόν, γι’ αργότερα θα έβλεπα. Ούτε λόγος να εξομολογηθώ το βάσανο που περνούσα, να το εκμυστηρευτώ σε ευήκοον ους,  μήπως βρω λίγη κατανόηση και στήριξη.

    Η εφηβεία υπήρξε εξ ίσου μια περίοδος μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, παρότι τα πράγματα έδειχναν να έχουν, φαινομενικώς ομαλοποιηθεί –  τι λέξη κι αυτή! – η εσωτερική κρίση βάθαινε. Τώρα γνώριζα καλά τι μου συμβαίνει και τι περίπου με περιμένει στο μέλλον. Τα πράγματα θα ήταν δύσκολα, εξαιρετικά δύσκολα. Τα μηνύματα ήταν σαφή. Ουαί κι αλίμονο σε όποιον παρεκκλίνει του ορθού δρόμου. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που μούσκευα το μαξιλάρι μου με δάκρυα πικρά για την κακοτυχία μου. Φιλότιμες προσπάθειες έκανα ένα σωρό, μήπως και κόψω αλλιώς το τιμόνι, ν’ αλλάξω την ερωτική μου επιθυμία για τους άντρες, να μ’ ενδιαφέρουν οι γυναίκες, αλλά μάταιος κόπος, όλες απέβησαν άκαρπες. Άρχισαν λόγω της αφόρητης πίεσης που, προφανώς ασκούσα στον εαυτό μου, να προκαλούνται εσωτερικές συγκρούσεις, μεταξύ του «πρέπει» και του «θέλω», με  αποτέλεσμα να αποκτήσω εμμονικές συμπεριφορές, διάφορα τικ, μικροβιοφοβία, αϋπνία και κρίσεις άγχους. Ένιωθα ότι κρεμόμουν από μια κλωστή που λίγο ήθελε να σπάσει, καθώς πλησίαζα ολοταχώς προς την τρέλα.

    Ώσπου, εκεί γύρω στα δεκαοκτώ, γύρισα, ξαφνικά από την μια μέρα στην άλλην, τον διακόπτη. Τόσο απλά, τόσο ήσυχα. Ό,τι με φόβιζε, ό,τι με άγχωνε, ό,τι με πλήγωνε πήγε περίπατο. Αποδέχτηκα, επιτέλους αυτό που είμαι και ταυτόγχρονα είδα τα πράγματα αλλιώς, πιο ανάλαφρα. Θυμάμαι την στιγμή που ενστικτώδικα ίσιωσα το κορμί μου και ψιθυριστά απευθύνθηκα εις εαυτόν: «Να το ξέρεις, πως εγώ τουλάχιστον σε αγαπάω, έτσι όπως, ακριβώς είσαι. Κι όχι μόνο δεν αισθάνομαι ντροπή, αλλά αντίθετα είμαι περήφανος για σένα. Όσους έχουν αντίρρηση, όλους όσους, τυχόν διαφωνούν, στείλ’ τους στο διάβολο, μαζί και την κοινωνία ολόκληρη, αν χρειαστεί».

    Η δική μου «επανάσταση» υπήρξε μυστική κι αθόρυβη, καμία σημαία ή φλάμπουρο δεν υψώθηκε, ήταν όμως καθοριστικής σημασίας για το υπόλοιπο του βίου μου. Οι γύρω δεν πήραν χαμπάρι τι συνέβη, καμία υποψία για την μεγάλη αλλαγή, ούτε βεβαίως ανακοίνωσα τις αποφάσεις μου σε κανέναν, άσε που δεν υπήρχε λόγος, αλλά και σε ποιον να το πω; Ήμουν επιτέλους κι εγώ χαρούμενος, χωρίς άγχος και συμπλέγματα κατωτερότητας. Αποφασισμένος να ζήσω, πλέον στο φως και όχι στο ημίφως. Δίπλα σε ανθρώπους που με γνωρίζουν καλά και με εκτιμούν γι’ αυτό που ακριβώς είμαι. Που με σέβονται και τους σέβομαι. Έτοιμος, ανά πάσα στιγμή να πληρώσω, αν χρειαστεί, το κόστος της αλήθειας μου και της αξιοπρέπειάς μου, όσο κι αν είναι αυτό.

    Κι αν μίλησα, όσο μπόρεσα εδώ, για την δική μου στάση απέναντι στο  διαχρονικό πρόβλημα του παιδικού εκφοβισμού είναι, γιατί ένιωσα την ανάγκη, μαζί και την υποχρέωση να το κάνω. Πέρασαν σαράντα χρόνια και διαπιστώνω, πως τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το γεγονός αυτό αν δεν ήταν από μόνο του τόσο τραγικό, θα μπορούσε να είναι σίγουρα γελοίο. Λίγες μέρες πριν, ένα νεαρό αγόρι έφτασε να γίνει αυτόχειρας, εξ αιτίας του περίφημου bullying που υπέστη από μερικούς ανεγκέφαλους, «ουγκ» συμμαθητές του. Τι κρίμα αλήθεια για το παιδί αυτό, αλλά τι κρίμα και για τους υπόλοιπους, τους ηθικούς αυτουργούς, τους «θύτες» του. Πάνε χαμένοι κι αυτοί. Και λέω πως, αν η «αγία οικογένεια» είχε παίξει σωστά τον ρόλο της, αν οι καθηγητές επαγρυπνούσαν λίγο περισσότερο, αν οι υγιείς συμμαθητές έδειχναν μεγαλύτερη ευαισθησία, αν κάποιοι εκπρόσωποι της εκκλησίας δεν έβγαζαν κηρύγματα περιφρόνησης εις βάρος των «ανωμάλων» παιδιών της, αν η Πολιτεία δεν ήταν ένα μπάχαλο, αλλά  ευνομούμενη, αν… Πολλά, πάρα πολλά τα «αν». Αν και όλοι μας τελικά, ως μέλη αυτής της κοινωνίας, ένα μικρό μερτικό ευθύνης το έχουμε.

     

  • Το παιχνίδι

    ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

    Δεν παραλείπω την τροφή, πρέπει να σε ταΐζω κάθε τόσο,
    αλλιώς θα φύγεις και κάπως, έτσι θα τελειώσει το παιχνίδι.
    Με πιάνει φόβος για την παλιά πληγή που δεν αιμορραγεί
    κι απελπισία νιώθω, όταν δεν έχω έναν στίχο να σου ρίξω.