Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Ο θείος Αύγουστος

    στον παιδικό φίλο μου Γιώργο Χαρωνίτη

     

    Εκείνα τα μακρόσυρτα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας, ίσως να ήταν ο μοναδικός επίγειος Παράδεισος που αξιώθηκα. Όταν έφτανε ο θείος Αύγουστος θυμάμαι ότι με εύρισκε στο υψηλότερο στάδιο εκτραχηλισμού. Ολοφάνερα αδυνατισμένος λόγω της ξαφνικής αύξησης ύψους, πέντε με επτά πόντους σε δυο μήνες – έριξε μπόι, έλεγε περήφανη η μητέρα – κι από υπάκουο παιδί μεταλλαγμένο σε αυθάδικο αίφνης, έκανα γούστο να αντιμιλάω με άνεση στους μεγαλύτερους, αρνούμενος πεισματικά να τρέξω για το παραμικρό θέλημα. Και με βελτιωμένο από το προηγούμενο καλοκαίρι το πενιχρό μου «οπλοστάσιο» σε κακές ή απαγορευμένες λέξεις για τις ανάγκες, βεβαίως, των φραστικών συρράξεων και μόνον με τους συνομηλίκους μου, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι ως παιδιά της γειτονιάς και αλητάμπουρες εν γένει, αγνοούσαμε την κλωτσοπατινάδα ή τον πετροπόλεμο, έχοντας τα γόνατά μου μόνιμα πληγωμένα από τα αλλεπάλληλα πεσίματα κατά την διάρκεια του καθημερινού, όσο και ξέφρενου παιχνιδιού, ελάχιστα διέφερα ή και καθόλου από τα υπόλοιπα χαμίνια. Επιτέλους, τα είχα καταφέρει, ήμουν ένας από εκείνους κι εγώ, δικός τους, μέλος της τσακαλοπαρέας, ο καλός μαθητής του Χειμώνα είχε ενσωματωθεί πλήρως με τα «κούτσουρα» της τάξης, οποία ευτυχία!

    Δύο έως τρία στενά μακρύτερα της πατρικής εστίας εθεωρείτο κανονικό ταξίδι. Συχνά – πυκνά οι δήθεν αγωνιώδεις φωνές των μητέρων διασταυρώνονταν στον αέρα μέσα στο κάμα του μεσημεριού. Μας φώναζαν με τα μικρά μας ονόματα να μαζευτούμε πίσω για φαγητό. Δεν το είχαν σε τίποτα να παριστάνουν τον τελάλη. Κι αλίμονο αν δεν απαντούσες αμέσως με την υπόσχεση «τώρα, καλέ μαμά, έρχομαι!». Ο συνήθης σχολιασμός τους, εξ αποστάσεως πάντοτε και στη διαπασών, δεν άφηνε περιθώρια ψευδαισθήσεων ή παρερμηνείας εκ μέρους σου για το είδος του κατ’ οίκον πατιρντί. «Έγινα ρεζίλι στην γειτονιά να σε ψάχνω και να φωνάζω. Τσακίσου, έλα εδώ αμέσως και θα δεις τι σε περιμένει…». Ο ήλιος πύρωνε, έσκαγε ο τζίτζικας κι εμείς δεν χορταίναμε παιχνίδι. Καμιά φορά με φόβο ψυχής κάναμε το εξαιρετικά παράτολμο να τραβήξουμε για το κοντινό ρέμα, έναν παραπόταμο του Ποδονίφτη, με γούρνες εδώ κι εκεί βρώμικου νερού από τα απόβλητα εργοστασίων, με τεράστια κουνούπια και λιβελούλες, με βατράχια να κρώζουν και κάποιες ενοχλημένες από την παρουσία μας κουκουβάγιες. Και φίδια σίγουρα που ευτυχώς ποτέ δεν τα συναντήσαμε. Για τα παιδικά μάτια μας οι λίγοι σχίνοι, οι πικροδάφνες και τα βάτα ήταν, ούτε λίγο, ούτε πολύ, η ζούγκλα του Αμαζόνιου. Κάποιος, ο πιο ξεσκολισμένος και μάγκας, έβγαζε από την τσέπη του ένα τσιγάρο που είχε σελεμίσει κρυφά απ’ το πακέτο του πατέρα του κι ένα κουτί σπίρτα. Ήταν η κορύφωση της περιπέτειας, η γλυκιά αίσθηση της παρανομίας μας έκοβε τα γόνατα. Καθόμασταν σε κύκλο στην πρώτη καβάντζα που συναντούσαμε και το τσιγαράκι περνούσε από χέρι σε χέρι. Παράλληλα εξιστορούσαμε ερωτικά κατορθώματα αυτοσχεδιάζοντας ο καθένας με την σειρά του, εξώφθαλμα αναληθή, πλην όμως τόσο γοητευτικά ακόμη και ως προς την τολμηρότητα της σύλληψής τους. Ή βγάζαμε τα τσουτσούνια μας έξω από το κοντό παντελονάκι να τα μετρήσουμε. Καμιά φορά γινόταν και διαγωνισμός με θέμα, ποιος κατουράει πιο μακρυά, αλλά μέχρις εκεί.

    Αν και γνωρίζαμε την τιμωρία που μας περίμενε κατά την επιστροφή, καθότι παρά τα τεχνάσματα και τα ψέμματα που επινοούσαμε, πάντοτε μας έπαιρναν χαμπάρι, μας ήταν αδύνατον ν’ αντισταθούμε στην σειρήνα της σκανταλιάς! Το ξύλο με την παντόφλα, εναλλάξ με το τράβηγμα του αυτιού, μέχρις αποκόλλησης του πτερυγίου τα είχαμε στο τσεπάκι μας. Αυτή ήταν η ήπια εκδοχή της είσπραξης. Στην χειρότερη υπήρχε το ανατριχιαστικό εκείνο σφύριγμα της ζωστήρας στον αέρα αρχικά, προτού επαναληπτικά «μετρήσει» με θυμό τα ισχνά, γυμνά μας ποδάρια αφήνοντας επάνω τους σημάδια κόκκινα, λουριδιές που έτσουζαν και πονούσαν για μέρες κι ας είχε αλλάξει το χρώμα τους από κόκκινο σε σκούρο μωβ, το ζύγιασμα λέω, που έκανε για μεγαλύτερη ευστοχία ο πατέρας πριν αρχίσει το κανονικό μπερτάχι, κάτι που μας έκοβε προκαταβολικά τα ήπατα. Όταν δεν μας έμπαινε το δαιμόνιο της εξερεύνησης ή βαριόμασταν να αυτοσχεδιάσουμε, παίζαμε τα κλασικά και πατροπαράδοτα, όπως για παράδειγμα, τον «βεζύρη», το «τσιλίκι», τους «βώλους» ή τις «γκαζές», τις «σβούρες», τους «κλέφτες κι αστυνόμους», την «μακριά γαϊδούρα», το «μπιζ» και τόσα άλλα. Σ’ αυτά δεν είχαν θέση τα κορίτσια της γειτονιάς, ήταν αμιγώς αγορίστικα. Εκείνα όφειλαν να μάθουν με το ζόρι κέντημα και οικιακές δουλειές. Τα απογεύματα υπό το άγρυπνο βλέμμα των μητέρων, όταν δεν έπαιζαν μεταξύ τους το «κουτσό» ή την «μικρή Ελένη» είχαν κάποια διακριτική συμμετοχή στα μικτά παιχνίδια, κυρίως στα «μήλα», στο «περνά – περνά η μέλισσα», στην «τυφλόμυγα», στην «μπερλίνα» και λιγότερο στο «κυνηγητό» ή στο επισφαλές «κρυφτό». Τα παραγγέλματα ήταν πάντοτε ίδια κι απαράλλαχτα: «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις κι όταν σου λέω λεμόνι να κρύβεσαι» ή «φτου ξελευθερία για όλους».

    Το «κρυφτό» και οι πρόχειρες κρυψώνες του στάθηκαν κατάλληλες για τα πρώτα τολμηρά χάδια. Το σούρουπο ως φυσικός σύμμαχος κάλυπτε την άσεμνη συμπεριφορά μας, η δε απουσία μας δεν κινούσε την υποψία στους συμπαίχτες μας, ήταν μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού και απολύτως δικαιολογημένη. Ακόμη κι όταν παρατραβούσε η διάρκειά της κανένας δεν θα μπορούσε να εικάσει τι διημείβετο μέσα στο κοντινό χάλασμα ή το γιαπί. Ούτε βεβαίως τους περνούσε από το μυαλό, ότι η ιδέα του «κρυφτού», που έπεφτε ξαφνικά στην παρέα, δεν ήταν και τόσο αυθόρμητη ή αθώα. Υπήρχε δόλος εκ μέρους του συνήθως ενδιαφερόμενου και κατά δύο χρόνια μεγαλύτερου εμού, του Γιάννη Μ. Ο δε έτερος συνένοχος – που δεν ήταν άλλος από την αφεντιά μου – πιάνοντας το μυστικό σήμα, υπερθεμάτιζε της πρότασης, παροτρύνοντας και τους υπολοίπους να συναινέσουν. Ο μόνος κίνδυνος που ελλόχευε ήταν όταν τα «βγάζαμε» με κάποιο από τα γνωστά τραγουδάκια, όπως «ανέβηκα σ’ ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι, το κοίταξα καλά – καλά και σου ‘μοιαζε στην μούρη», μήπως τύχαινε να τα «φυλάει» ο εις εκ των δύο. Σε μια τέτοια περίπτωση αναποδιάς θα μετατίθετο η «συνεύρεση» αναγκαστικά για τον επόμενο γύρο του παιχνιδιού, αλλά μικρό το κακό. Χωρίς καμία προσυνεννόηση, λοιπόν φεύγαμε ομού προς την ίδια κατεύθυνση. Ήταν σύνηθες να κρυβόμαστε δύο – δύο ή και περισσότεροι μαζί. Φροντίζαμε, βεβαίως να αποκλείουμε με διάφορα κόλπα και δικαιολογίες την συμμετοχή τρίτων στην κρυψώνα μας. Κι εκεί, χωρίς καθόλου λόγια ξεκινούσε το δικό μας, το ιδιωτικό παιχνίδι. Μέσα στην ερωτική παραζάλη, τα χάδια και τα αδηφάγα φιλιά, ακούγαμε από μακρυά να μας αναζητούν για ώρα. Λίγο πριν εξαντλήσουμε το χρονικό όριο της υπομονής τους, ο πιο ψύχραιμος εκ των δύο, συνήθως ο κατά τι μεγαλύτερος, αποφάσιζε πως θα έπρεπε να διακόψουμε τις περιπτύξεις, να σουλουπωθούμε κάπως μετά τα  ξεβρακώματα και φαινομενικά ψύχραιμοι να εμφανιστούμε και πάλι στον τόπο του παιχνιδιού, ει δυνατόν από διαφορετικό σημείο. Ήταν ο θείος Αύγουστος που πύρωνε από παντού γύρω, ήταν και η εφηβεία, κάτι ανελέητα θαυμάσιο και ανεπανάληπτο, που μόλις είχε θριαμβευτικά εισβάλει. Με αυτό το «παιχνίδι», το ένα και μοναδικό, πορεύτηκα «εν κρυπτώ» τα επόμενα αρκετά χρόνια, χωρίς την αφορμή ή την δικαιολογία του «κρυφτού». Και με όλες για έναν μπερδεμένο έφηβο του ΄70 τις συνακόλουθες, όσο και μαστιγωτικές ενοχές.

    Η γειτονιά που μεγάλωσα ήταν εργατική. Πρώην αγρότες και μετέπειτα επαγγελματίες κτίστες, ηλεκτρολόγοι, κουρείς κ.ο.κ., αυτοδίδακτα μαστόρια δηλαδή, που είχαν μετακομίσει με την λήξη του Εμφυλίου από διάφορα μέρη της επαρχίας στις παρυφές της Πρωτεύουσας σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο αύριο στους ίδιους και προπαντός στα παιδιά τους, αποτελούσαν με ελάχιστες εξαιρέσεις, την ανθρώπινη κουρελού της ευρύτερης περιοχής. Μεροκαματιάρηδες που έχτισαν λαθραία όπως – όπως και με την ψυχή στο στόμα, την παραμονή εθνικών εκλογών, επί το πλείστον, ένα αυθαίρετο δωμάτιο αρχικά με τον καμπινέ στην αυλή, στο εκτός σχεδίου πόλεως οικοπεδάκι, που κι αυτό ήταν αγορασμένο με δόσεις. Χωρίς φως και νερό, όσο για τηλέφωνο ούτε λόγος να γίνεται. Εκτός από τον νερουλά και τον γαλατά οι υπόλοιποι πραματευτάδες περνούσαν με φορτωμένη την πραμάτεια τους σε γαϊδουράκια ή άλογα. Από θέμα πρασίνου ότι κατάφερναν οι λίγες γλάστρες με τα λουλούδια και τα φυτεμένα στο χώμα γιασεμί, αγιόκλημα και βουκαμβίλια. Και η σκιερή κρεβατίνα με τα απλωμένα κλήματα. Βλέπεις και το νεράκι ακόμα ήταν λιγοστό κι ακριβοπληρωμένο. Ευτυχώς ο πατέρας είχε φυτέψει δύο ακακίες ένθεν κι ένθεν της αυλόπορτας που με τα χρόνια είχαν πάρει να ψηλώνουν αρκετά. Κάτω από τον ίσκιο τους σταματούσαν όλοι οι περαστικοί να πάρουν μιαν ανάσα και οι καλές γειτόνισσες να πιάσουν ένα πρόχειρο λακριντί με την μητέρα. Εμείς τα παιδιά δεν παραλείπαμε να σκαρφαλώνουμε στα «δεντράκια», όπως τα λέγαμε, επιδιδόμενοι σε διάφορες ταρζανιές με κίνδυνο να βρεθούμε ξαφνικά με κανένα σπασμένο χέρι ή πόδι, μπορεί και κεφάλι.

    Χωματόδρομοι παντού με την σκόνη να σηκώνεται σύννεφο από κανένα ξαφνικό βοριαδάκι ή την σπάνια διέλευση τροχοφόρου οχήματος θυμιάζοντας, έτσι κανονικά τα καλοκαιρινά απογεύματα και τον Χειμώνα με την πρώτη βροχή να πνιγόμαστε από την λασπουριά, ήταν το χαρακτηριστικό της περιοχής. Αυτό κι ένα ακόμη, το κυριότερο, η άναρχη δόμηση με τις συνεχείς αυθαίρετες προσθήκες στην αρχική την πρώτη. Κι εκεί, μέσα στην χαύνωση του απομεσήμερου, όταν η υποχρεωτική σιέστα πλησίαζε προς το τέλος της κατέφθανε, μια στο τόσο, ο παγωτατζής επάνω στο ειδικά διαμορφωμένο τρίκυκλο, χωλός από το ένα ποδάρι, κάθιδρος με την λευκή στολή του λερή και με φωνή μπαϊλντισμένη να μας βγάλει από τον λήθαργο διαλαλώντας: «ΕΒΓΑ παγωτά η ΕΒΓΑ». Αρχίζαμε τότε με τον αδελφό μου τα παρακάλια και τις γκρίνιες για την εξασφάλιση της δραχμής, το αντίτιμο για την γλυκιά απόλαυση ενός παγωτού κρέμα ξυλάκι. Με επικάλυψη σοκολάτας είχε άλλη τιμή, ήταν ακριβότερο κατά πενήντα λεπτά. Παρά τα αυτοσχέδια λογίδρια της μητέρας, σχετικά με την ύποπτη ποιότητα της δροσερής λιχουδιάς, μήπως τυχόν και μας μεταπείσει, τις σχετικές νουθεσίες και τις διαβεβαιώσεις της πως αν φάμε παγωτό θα μας πιάσει κοιλόπονος, εμείς επιμέναμε φορτικά, δεν ίδρωνε το αυτί μας από κάτι τέτοια. Απηυδισμένη στο τέλος μας έβαζε να της υποσχεθούμε ότι για να μας κάνει το χατήρι θα έπρεπε να ποτίσουμε τα λουλούδια με το ποτιστήρι και στην συνέχεια να καταβρέξουμε και λίγο τον δρόμο για την σκόνη. Αποδεχόμασταν την συμφωνία χωρίς πολλά – πολλά. Η φέτα παγωμένου καρπουζιού ανά χείρας ή το τσαμπί σταφύλι μετά τον ύπνο, η φέτα ψωμιού άλλοτε μουσκεμένη σε νερό κι άλλοτε αλειμμένη με λάδι πασπαλισμένη με ζάχαρη ή φορές με μια στρώση πελτέ, όταν το ζαχαρούχο ήταν αποκλεισμένο ως επιλογή πασαλείματος, επειδή δεν επαρκούσε για το πρωινό γάλα της επομένης κι άρα έπρεπε να κάνουμε οικονομία, καλά ήταν λέω όλα αυτά, καλά κι άγια, αλλά τα είχαμε βαρεθεί. Και όπως και να το κάνουμε, το παγωτό, κακά τα ψέμματα, εκτός από καινοφανές προϊόν ήταν και παραμένει υπέροχο στην γεύση. Αν τύχαινε όμως, αμέσως μετά να περάσει προς ενημέρωση του φιλοθεάμονος κοινού το αυτοκίνητο με την ντουντούκα, διαφημίζοντας την βραδινή προβολή της νέας ελληνικής ταινίας στο Cine Άγγελ, τον θερινό κινηματογράφο στο απώτατο όριο της συνοικίας των Αγίων Αναργύρων, ακριβώς στην «συνοριακή γραμμή» με το Μενίδι, τότε όπως ήταν αναμενόμενο ξεσπούσε νέος, σκληρότερος γύρος διαπραγματεύσεων. Σ’ αυτόν διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο ο ισχυρός οικονομικός παράγοντας του σπιτιού, ο πατέρας.

    Τώρα, πολλές δεκαετίες μετά, ξαναφέρνω στον νου εκείνα τα παιδικά της συνοικίας καλοκαίρια. ‘Οσο στερημένα κι αν ήταν, χωρίς την υποψία των διακοπών, με τα ολίγιστα μπάνια εξασφαλισμένα από τα κουπόνια, δέκα τον αριθμό, της «Εργατικής Εστίας»  και συμπληρωμένα «ιδίοις εξόδοις» με μερικά ακόμη για τις λαϊκές παραλίες της Λούτσας, του Καβουριού ή του Σχοινιά κι αυτό χάρη στον δυναμισμό της κυρίας Ευγενίας Β. που φρόντισε να ξεκινάει καθημερινά πούλμαν από την γειτονιά μας για την θάλασσα, παραμένουν τα καλύτερα. Ας μην υπήρχαν οι ανέσεις και το χρήμα να ρέει. Όλα είχαν μια φρεσκάδα, λες και κάποιος μυστικός προβολέας τα φώτιζε. Οι γονείς νέοι ακόμη κι ερωτευμένοι δεν είχαν έγνοια και φροντίδα παρά μόνον για εμάς τα παιδιά. Κι εμείς άλλο δεν κάναμε από το να ανακαλύπτουμε, μέρα την μέρα, έκθαμβοι τον κόσμο. Αυτόν τον ίδιο προβολέα ανάβω ακόμη, όποτε παραστεί η ανάγκη. Και στην σκιά την πενιχρή της αυλής μου τρυπώνω κι αναψύχομαι, κάτω από τα «δεντράκια» εκείνα καταφεύγω κι ας είναι κομμένα προ πολλού, όταν του βίου ο καύσωνας καταντάει αφόρητος.

  • Αυτοεξόριστος

    ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

    Αυτοεξόριστος εδώ στην ξένη γη, μέσα στο ίδιο μου το σπίτι
    μακριά από τ’ σώμα σου μετέωρος, ένα παιδί χωρίς πατρίδα
    με το πρώτο φως της μέρας ξυπνάω κι ανοίγω τα παράθυρα
    καλημερίζω την σκέψη σου που καταφθάνει, πάντοτε πρώτη.

  • Η προσευχή

    Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ

    Ήσυχα θα κοιμηθώ κι απόψε, την ίδια προσευχή θα πω:
    Τα μικρά παιδιά, τ’ αδέσποτα, μετά οι ανήμποροι γέροι.
    Κι ένα ακόμη, θα το πω τελευταίο, στο αυτί σου κοντά.
    Φύλαξέ τον υπό την σκέπη Σου. Κι αν δεν χωράμε δύο,
    να πάρεις μόνον εκείνον. Είναι νέος και ανίδεος Κύριε.

  • Οι ήσυχες νύχτες του Αυγούστου

    Περπατώντας μόνος στο κέντρο της πόλης και συνομιλώντας με το αυγουστιάτικο φεγγάρι, ανέσυρα κάτι ξεχασμένες λέξεις και φράσεις που λείπουν εδώ και χρόνια από το καθημερινό μας λεξιλόγιο όπως, για παράδειγμα, μπέσα ή μπεσαλής, κιμπάρης, ντόμπρος ή ντομπροσύνη, φιλότιμο ή σου δίνω τον λόγο μου, ο λόγος μου είναι συμβόλαιο, δώσαμε τα χέρια (για κλείσιμο συμφωνίας), λόγια σταράτα ή ξεκάθαρες κουβέντες κ.ά. Και δεν είναι ότι σμίκρυνε το λεξιλόγιό μας, πτωχεύσαμε και σε αξίες. Τι μ’ έπιασε κι εμένα, χρονιάρα μέρα, παραμονή δεκαπενταύγουστου;

    Ένα από τα πρώτα διηγήματα του Γιώργου Ιωάννου, αν όχι το πρώτο, είχε τον τίτλο: «Για ένα φιλότιμο»,1964. Ένας δύτης, φίλος του συγγραφέα, κάτω στις ακτές της Αφρικής, διακινδύνεψε την ζωή του σε μια προσπάθεια να πιάσει ένα ακόμη σφουγγάρι που πήρε το μάτι του, μαύρο και γυαλιστερό, σε μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο βάθος.

    – Και γιατί το ‘κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ‘κανες; του φώναξα.

    – Για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά, εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσχημα δαμάσει.

    Έτσι κλείνει το μικρό διήγημα. Και καταλαβαίνουμε ότι και τότε, πριν από μισόν αιώνα, είχε αρχίσει να φθίνει η λέξη, δεν ήταν κοινός τόπος η φιλοτιμία, αλλά είδος προς εξαφάνιση. Είχε αρχίσει να παραγκωνίζεται και μαζί της να παρακμάζει το ήθος των Ελλήνων, ως φυσικό τους γνώρισμα. Ο λαϊκός δύτης οικτίρει τον συγγραφέα: «Εσύ τι ξέρεις απ΄ αυτά, εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσχημα δαμάσει.» Εύκολο να συμπεράνουμε, λοιπόν, ότι τα τελευταία, ίσως, ψήγματα να διατηρούνταν στα φτωχά, τα χαμηλά στρώματα. Αντίθετα τα γράμματα και η κοινωνική ανέλιξη που, κατά κάποιον τρόπο, αυτά συνεπάγονται, είχαν αρχίσει  διαβρώνουν για τα καλά τα χαρακτηριστικά της φυλής.

    Καμία νοσταλγία για τα περασμένα δεν υποκρύπτει η διαπίστωσή μου, πλην όμως ο πρόσκαιρος αλληθωρισμός μου στα παλιά, που μόλις τα πρόλαβα και σαν ανάμνηση αχνή επανέρχονται, άλλο δεν δηλώνουν από την έκπτωση των ημερών. Σε μια Αθήνα, ντε και σώνει, θελκτικό προορισμό, με τα σμήνη των αλλοδαπών τουριστών να φθάνουν κατά κύματα και να συμφύρονται με τους ταλαίπωρους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες στους δρόμους της, όταν οι τελευταίοι δεν συνωθούνται σε ύποπτα στέκια παραβατικότητας, σε νεοσύστατα γκέτο στις πέριξ της Ομονοίας υποβαθμισμένες περιοχές και τους ημέτερους άστεγους εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, σταθερά εξαθλιωμένους, να καταλύουν κάθε βράδυ σε υπαίθρια «ξενοδοχεία» αναρίθμητων αστέρων, πεσμένοι εδώ κι εκεί, συνήθως σε εισόδους κτηρίων και πολυκατοικιών, πότε νηστικοί και πότε χορτάτοι, σε μια Αθήνα επαναλαμβάνω ολοφάνερα βρώμικη, παραμελημένη και αλλοσούσουμη που παριστάνει, δήθεν την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, εμείς οι μόνιμοι, οι ορκισμένοι εραστές της δεν ξέρουμε άλλο από να την αγαπάμε, έστω κι έτσι. Όσο κι αν άλλαξε εκείνη, όσο αν αλλάξαμε κι εμείς. Ιδιαίτερα τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου που απομένουμε λίγοι, λίγοι και καλοί, ίσως. Αδειάζουν οι δρόμοι, τις νύχτες περισσότερο, σχεδόν όλοι λείπουν, έχουν άρον – άρον μεταβεί στις ιδιαίτερες πατρίδες, σε βουνά, λόγγους και μαγευτικές παραλίες. Μέχρι το τέλος του μήνα, μετά επιστροφή, και ξανά και πάλι στα ίδια. Γι’ αυτό φρόντισε να απολαύσεις την ερημιά της πόλης, όσο καλύτερα μπορείς, ψιθύριζα εις εαυτόν. Αφού ξέμεινες εδώ, αξιοποίησε την ευκαιρία καταλλήλως.

    Συνέχισα την μοναχική βόλτα βουτηγμένος στις σκέψεις μου, ενώ κάθε τόσο ξεπηδούσαν πρόσωπα αγαπημένα από το παρελθόν «τόσο ολίγον εκτιμηθέντα» όταν έπρεπε, πρόσωπα για πάντοτε χαμένα. Να εδώ, κι εδώ! Ή μήπως λίγο παρακάτω, στην άλλη γωνία; Κι έφτασα στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ, χωρίς τον Άγγελον Κυρίου να κατέρχεται, πλέον, ίνα ταράξει τα ύδατα επί της πλατείας Ομονοίας που γνώρισε ημέρες και προπαντός νύχτες δόξης λαμπρές, τότε που διέθετε ακόμη τα εντυπωσιακά συντριβάνια και τους χρωματιστούς προβολείς να τα φωτίζουν, έτσι καθώς υψώνονταν ουρανομήκεις οι πίδακες νερού, τότε που όλα τα ανθρώπινα ποτάμια της επαρχίας, εκεί είχαν την εκβολή τους και στους πέριξ αυτής δρόμους και στενά. Χάζευαν αθώοι κι εκστατικοί το πρωτοφανές θέαμα οι άρτι αφιχθέντες πατριώτες της ενδοχώρας, κουμπωμένοι ελαφρώς στους τρόπους και στο βλέμμα τους μόνιμα αποτυπωμένη την ερωτική στέρηση, πλάσματα τόσο κατάλληλα και πρόθυμα για «αποπλάνηση», αυτοί και οι ένστολοι φαντάροι. Με διαφορετικές, κατά τεκμήριο, για την περίσταση δικαιολογίες, εύκολα ενέδιδαν στις σειρήνες της ηδονής – και τι σειρήνες! – όταν δεν το είχαν προαποφασισμένο. Στο café του τότε ομώνυμου ξενοδοχείου με απρόσκοπτη θέα στην πλατεία – το μετέπειτα κτήριο της φίρμας HONDOS – μπροστά ακριβώς στις κυλιόμενες σκάλες που οδηγούσαν, όπως και τώρα, στον υπόγειο χώρο με τις αποβάθρες ηλεκτρικού και μετρό, ελάμβαναν χώρα οι «σοβαρότερες» συναντήσεις και δίνονταν τα ποικίλα ερωτικά ραντεβού. Κόσμος πολύς κι ανακατωμένος έπινε καφέ, ενώ οι πιο τολμηροί έκαναν σινιάλα κι έγνεφαν με νοήματα όλο σημασία από το ύψος του πρώτου ορόφου με τις τζαμαρίες ανοιχτές χειμώνα – καλοκαίρι, ακόμη και τις χειμωνιάτικες νύχτες, όταν ο καιρός ήταν γλυκός, σε διερχόμενους ή σε σταθμευμένους επί τούτου, ακριβώς από κάτω.

    Στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου ΟΜΟΝΟΙΑ λειτουργούσε με τον ίδιο τίτλο, επίσης, το υπόγειο σινεμά με ταινίες αποκλειστικά σεξ, ένα από τα τρία ή τέσσερα, αν θυμάμαι σωστά, παρόμοια στέκια στην περιοχή για μια «πρόχειρη» ερωτική συνεύρεση. Ελάχιστες φορές είχα κατεβεί τα σκαλιά του, επικρατούσε το «έλα να δεις και να μην πάρεις» κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά… Απείχε πολύ οποιασδήποτε ερωτικής ατμόσφαιρας, όλα γινόντουσαν επί τόπου, χύμα και απροκάλυπτα. Εκεί διέπρεπαν, δυστυχώς, το θράσος και η οικονομική συναλλαγή. Η σκοτεινή αίθουσα απελευθέρωνε με τρόπο άτσαλο κι αγχωτικό την κάθε μορφής ερωτική καταπίεση των θαμώνων. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που μέσα στο σκοτάδι μπορούσες ν’ αναγνωρίσεις πρόσωπα «υπεράνω πάσης υποψίας», πρόσωπα του δημόσιου βίου, ακόμη και πρόσωπα από το κοινωνικό ή και το οικογενειακό σου περιβάλλον. Μέσα σε μια στιγμή έπεφταν οι μάσκες, όπως συνηθίζουμε να λέμε σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα κεφάλια αυθορμήτως στρέφονταν στην αντίθετη κατεύθυνση και τα λυμένα γόνατα οδηγούσαν κακήν – κακώς τον άρτι αποκαλυφθέντα προς τα σκαλιά της εξόδου. Η συνήθης πρακτική αντίδραση ήταν «δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω», σπάνια γινόταν η υπέρβαση και αντάλλασσαν κάποιου είδους χαιρετισμό με την κρυφή ελπίδα, βεβαίως, της αμοιβαίας αποσιώπησης του ατυχούς συμβάντος.

    Συνέχισα να κόβω βόλτες απολαμβάνοντας την μοναχικότητα των νυκτερινών στιγμών, μέχρις ότου ένιωσα την κούραση να πλησιάζει. Ο αρχικός ενθουσιασμός μου είχε «πάει περίπατο», είχε κοπάσει προ πολλού μετά από ένα τέτοιο πισωγύρισμα. Αραιά και που κατά την διαδρομή μου, συνάντησα και κάποιους παλαιούς από τους μόνιμους θαμώνες, έπεσα επάνω σε σκιές ξεχασμένες κι αμετανόητες που μετά βίας θύμιζαν τις καλές μέρες της νεότητάς τους, να σεργιανούν ακόμα σε πείσμα των αλλαγών. Αλίμονο, τίποτα, πλέον, δεν είναι το ίδιο σκέφτηκα. Εξέλιπαν «ανεπαισθήτως όλως» οι άνθρωποι, όπως και το café ή το cine, μαζί και το συντριβάνι με τα πλουμιστά νερά του, καθώς και η ατμόσφαιρα μιας τολμηρής εποχής, όλα χαθήκαν, ανεπιστρεπτί. Το μόνο που απέμεινε ολοζώντανο εντός μου, είναι το σχόλιο της πρώτης φοράς, όταν μπροστά στους δυσθεώρητους πίδακες, ως έκθαμβο τετραετές μειράκιον, εν πλήρει αθωότητι κι αυθορμήτως ανέκραξα: «Πω, πω μαμά μια χάλασσα!», φράση που δεν παραλείπω, εις ανάμνησιν εκείνης της στιγμής, να επαναλαμβάνω με δέος, όταν η υδαρής εκτίναξη ανταποκρίνεται, βεβαίως στις προσδοκίες μου, γεγονός που καθιστά τον δράστη άξιον θαυμασμού και κάθε επιβράβευσης.

  • Χωρίς μια λέξη

    ΧΩΡΙΣ ΜΙΑ ΛΕΞΗ

    Σκέφτομαι πως ίσως δίψασες για κανέναν στίχο μου ή
    μήπως, όχι; Τόσες μέρες σε άφησα χωρίς μια λέξη και
    σίγουρα θα κάνει ζέστη, εκεί στην κόλαση των άλλων.

  • Κι όμως

    ΚΙ ΟΜΩΣ

    Κι όμως λαχτάρησα την μαύρη εκείνη τρικυμία, την αναστάτωση
    απ’ τα άγρια φιλιά, τα χάδια εξουθένωσης απ’ τα δικά σου χέρια
    την αλμυρή μετέπειτα αγωνία για μία, έστω, δεύτερη συνάντηση.
    Κι ακόμη τις μυστικές μου ικεσίες, λόγια άναρθρα τα παρακάλια
    τις επικλήσεις στον Θεό για πιθανή ματαίωση της εγκατάλειψης
    του τέλους μιαν αναβολή προσωρινή – ε δεν χάλασε κι ο κόσμος!

    Κι όμως λαχτάρησα την άβυσσο του έρωτα, τον μυστικό Καιάδα.

  • Η Σέρκα έφυγε

    Ήταν γραφτό να το ξαναζήσει. Εξήντα περίπου χρόνια μετά το δυστύχημα μέσα στα χιόνια του μυστικού «αρραβωνιαστικού», του ατυχούς Μάρκου, ο ίδιος σπαραγμός για την καινούρια απώλεια, ας ήταν λίγο – πολύ αναμενόμενη λόγω της ολέθριας υπερλειτουργίας του θυρεοειδούς που διαγνώστηκε ότι πάσχει. Διότι η Σέρκα δεν ήταν βεβαίως μία κοινή, συνηθισμένη γάτα. Επρόκειτο για ξεχωριστή περίπτωση οικόσιτου αιλουροειδούς, έφτασε μάλιστα στο υπέρτατο σημείο ν’ αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, το alter ego της. Από μητέρα ράτσας (καθαρόαιμη Περσίδα) και κεραμιδόγατο πατέρα είχε κληρονομήσει όλα εκείνα τα κατάλληλα γονίδια για να διαμορφώσει μεγαλώνοντας μία προσωπικότητα ισχυρή. Φυσικά έπαιξε καθοριστικό ρόλο και το κατάλληλο περιβάλλον στο οποίο βρέθηκε από μικρή. Έτυχε μοναδικής φροντίδας, αγγίζοντας ή και ξεπερνώντας φορές τα όρια της λατρείας από την κυρά της. Οι δυο τους ανέπτυξαν κώδικες μυστικής επικοινωνίας, μέσα από τριβές και συγκρούσεις κυριαρχίας, περισσότερο εκ μέρους της Σέρκας, που της ήταν αδύνατο να αποδεχτεί, ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα της συμβίωσης, ότι δεν θα είχε μόνιμα τον πρώτο λόγο, ότι δεν θα περνούσε κάθε φορά το καπρίτσιο της. Ωστόσο τα κατάφεραν από νωρίς να ισορροπήσουν μεταξύ τους, αποδεχόμενες η μία τα χούγια της άλλης, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, κυρίως εκ μέρους της φίλης μου, για να καταλήξει η υπόθεσή τους να παγιωθεί στο επιγραμματικό και σαφέστατο: «Εγώ η Σέρκα και η γάτα μου η Ζυράννα».

    Χάρμα οφθαλμών, με το φουντωτό τρίχωμά της στις αποχρώσεις της κανέλλας και του χρυσού, το κόκκινο τιγρέ όπως επίσημα έχει κατοχυρωθεί ως χρώμα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της κληρονομημένα απ’ ευθείας από την ευγενή ράτσα, μάτια τεράστια, ιριδίζοντα και απαστράπτοντα, γεμάτα περιέργεια για κάθε τι καινούριο ή παράξενο του οπτικού τους πεδίου, καθηλωτικά αν αποτολμούσες να την κοιτάξεις ασκαρδαμυκτί, μουστάκια–αισθητήρες καμπυλωτά και μεγάλα, η Σέρκα είχε θαρρείς επίγνωση της ωραιότητος που η γαλαντόμος φύση την προίκισε. Επιβλητική, περιπαθής, εκ φύσεως, «όσο πατάει η γάτα» νωχελική, είχε επίσης το μοναδικό χάρισμα της ομιλίας. Ας μην ακουστεί ως υπερβολή, έπιανες κανονική κουβέντα μαζί της. Ρωτούσες κι εκείνη απαντούσε ή το αντίστροφο. Τα «μαρ μαρ» έδιναν κι έπαιρναν, αν είχες κέφι για συζήτηση. Έδειχνε να το απολαμβάνει που, επιτέλους, κάποιος την ακούει και λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν του την γνώμη της. Ποτέ δεν έλεγε όχι σε μια «λεκτική» επικοινωνία. Κι αυτό μπορούσε να κρατήσει για ώρα χωρίς να βαρεθεί. Ήθελε την προσοχή σου στραμμένη επάνω της. Αλίμονο αν έκανες το λάθος, έστω και φευγαλέα, να ασχοληθείς με την «λαϊκιά» πλην τσαχπίνα Ζαΐρα ή τον κατάλευκο Ναρσίζο με τα καταγάλανα μάτια, Πέρσης κι αυτός, τις δύο ακόμη γάτες του σπιτιού, αποκτηθείσες για λόγους φιλευσπλαχνίας και αρκετά μετά από την δική της έλευση. Όσο υπήρχε εκείνη, τις αντιμετώπιζε ως «γάτες ενός κατώτερου Θεού» και το έδειχνε με κάθε τρόπο, προς πάσα κατεύθυνση. Τις κρατούσε σε απόσταση χωρίς πολλά – πολλά. Ήθελε δεν ήθελε αποδέχτηκε τελικά την παρουσία τους και με κόπο ψυχής το πήρε απόφαση να συμβιώσει ειρηνικά μαζί τους, περισσότερο για χατήρι της κυράς της. Με την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι εκείνη θα διατηρούσε την πρωτοκαθεδρία, έχοντας τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στην μεταξύ τους συναναστροφή και τα παιχνίδια, όπερ και εγένετο. Ως «πρωτότοκη» απαιτούσε την μερίδα του λέοντος σε όλα, ακόμη και στα περιζήτητα, τα καθημερινά χάδια της κυράς της, ουδόλως μοιρασμένα δίκαια, φανερά τουλάχιστον… Μου είχε εκμυστηρευτεί πως για ν’ αποφεύγει τις σκηνές ζήλειας εκ μέρους της, κάτι που θα ξεσπούσε στην καμπούρα των ανυποψίαστων ομοφύλων της, φρόντιζε να τα χαϊδεύει κρυφά  και εναλλάξ στο μπάνιο. Παρ’ όλα αυτά, πάντοτε το έπαιρνε χαμπάρι η Σέρκα και την είχε στημένη έξω από την κλειστή πόρτα!

    Οφείλω να ομολογήσω, εν παρενθέσει, πως αδυναμία μου είναι το αντίπαλον δέος, οι σκύλοι. Κι ας μην αναζητήσουμε τους βαθύτερους λόγους της προτίμησης. Πρόχειρα και μόνο να σημειώσω πως το βλέμμα του σκύλου – το δουλοπρεπές για τους θιασώτες των γατών – ή το χαρούμενο γαύγισμά του κατά τον ερχομό του αφέντη, συνοδευόμενο από το μέχρις υπερβολής κούνημα της ουράς, αλλά κι όλες εν γένει οι εκδηλώσεις του πίστης, αφοσίωσης και αγάπης, είναι από τα πράγματα που με συγκινούν βαθιά. Πλην όμως η προσφιλής Σέρκα κατάφερε να μετατοπίσει, κατ’ εξαίρεσιν, το ενδιαφέρον μου. Προφανώς αυτό δεν συνέβη μόνον ένεκα της αδιαμφισβήτητης γοητείας που διέθετε, αλλά διότι την είδα και μέσα από τα μάτια της φίλης μου. Αυτός ήμουν πάντα, οι φίλοι των φίλων μου ήταν και δικοί μου φίλοι. Αγαπούσα ό,τι αγαπούσαν κι εκείνοι, πώς αλλιώς; Έτσι, όταν το τελευταίο διάστημα, παρά την ξεχωριστή φροντίδα και την καθημερινή φαρμακευτική αγωγή, έφτασαν οι τιμές του θυρεοειδούς στα ύψη, με αποτέλεσμα να χάνει διαρκώς βάρος, φιλοτιμήθηκα να αναλάβω κάπως πιο ενεργό ρόλο. Αφορμή στάθηκε η λιχουδιά των ψητών σαρδελών, αγορασμένες, λόγω της περίστασης, σε τσιμπημένη τιμή. Πρότεινα να το κάνω εγώ σε τακτά διαστήματα, μιας και η κυρά της απέχει κάθετα από οιανδήποτε επαφή με την «κακοποιημένη» από το ανθρώπινο είδος πανίδα. Η ανταπόκριση υπήρξε μεγάλη εκ μέρους του ζωντανού. Από κοντά προστέθηκε στο μενού και συκώτι μοσχαρίσιο. Περιχαρής μου ανακοίνωνε κάθε φορά τηλεφωνικώς η φίλη μου, πως τιμήθηκε με το παραπάνω εκ μέρους της Σέρκας, η προσφορά μου. Και πως ευχαριστεί θερμά τον θείο της. Παρά τις πιέσεις να πληρωθώ το κόστος και παρότι εν πενία διάγων, αρνήθηκα λέγοντας: «Είναι μία αφιλοκερδής προσφορά προς την ανιψιά μου, δεν δέχομαι κουβέντα επ’ αυτού».  Η επισφαλής υγεία, η ολοένα φθίνουσα, είχε επιφέρει, ανάμεσα στα άλλα, αλλαγές και στις διατροφικές της συνήθειες. Περνούσε κρίσεις βουλιμίας ή ανορεξίας. Ήμουν ευχαριστημένος λοιπόν που έπιανε τόπο η χειρονομία μου. Και για την φίλη, που τόσο αγωνιούσε, ήταν μια σχετική ανακούφιση, μια φευγαλέα παρηγοριά το γεγονός ότι η γάτα της έτρωγε με όρεξη ό,τι της έστελνα. Οι αρίστης ποιότητας κονσέρβες και τόσο δαπανηρές, την άφηναν αδιάφορη. Αδυνάτιζε κάθε μέρα όλο και πιο πολύ, είχε πάρει την κατιούσα, ίσα που θύμιζε τον παλιό λαμπρό εαυτό της η σκιά που είχε, πλέον, απομείνει ως Σέρκα.

    Ένα απόγευμα ήταν ιδιαίτερα ανήσυχη. Παρά την ασθένεια που εδώ κι έναν χρόνο την είχε ολοφάνερα καταβάλει σωματικά, εξακολουθούσε λόγω του χαρακτήρος της τα διάφορα πείσματα.  Δεν εννοούσε να πειθαρχήσει όχι στις προσταγές, αλλά στις ικεσίες που με χαμηλή φωνή και παρακλητικά της απηύθυνε  η κυρά της. Έκοβε βόλτες επάνω στο γραφείο και υπέγραφε, κατά την πάγια συνήθειά που είχε, τις σκόρπιες σελίδες με την ουρά της. Όταν με τα πολλά την κατέβασε κάτω, θύμωσε κι άρχισε τα «μαρ μαρ» σε εριστικό τόνο. «Άκου να σου πω, δυο Ζυράννες στο ίδιο σπίτι δεν χωρούν, πάρτο απόφαση», της ξεκαθάρισε, έστω και με πολυετή καθυστέρηση, η συγγραφέας. Ολαφάνερα ενοχλημένη για την προσβολή και μάλιστα μπροστά σε τρίτον, γύρισε και της απάντησε με ένα εύγλωττο, μακρόσυρτο «μαρ» του τύπου: «Μπα, και ποιος το λέει αυτό;». Κοιταχτήκαμε και βάλαμε τα γέλια. «Πάρτο εσύ απόφαση, αφού η ίδια λες ότι η Σέρκα σε φιλοξενεί στο σπίτι σου και όχι το αντίθετο», σχολίασα αστειευόμενος. «Πες το ψέμματα» μου αποκρίθηκε. Και λίγο μετά άκουσα κάτι ψιθύρους μετάνοιας και συγγνώμης εκ μέρους της φίλης μου. Την είχε πάρει παράμερα και της εξηγούσε χαμηλόφωνα το πόσο πολύ την αγαπάει και ότι λυπάται αν την στεναχώρησε. Εκείνη συγκατένευε με κανένα σοροπιασμένο «μαρ» κάθε τόσο, απολαμβάνοντας τα χάδια της αποζημίωσης. Και ξεχώρισα να της λέει η Ζυράννα: «Δεκατρία χρόνια που ήμαστε μαζί, ζήτημα είναι αν οι κακές στιγμές μας φτάνουν ως άθροισμα το ένα μισάωρο. Εγώ στεναχωριέμαι περισσότερο όταν σε μαλώνω, και το ξέρεις αυτό». Μετά το οικογενειακό καυγαδάκι προσποιήθηκα, βεβαίως, τον ανήξερο για όσα άθελά μου είχα ακούσει και συνεχίσαμε την κουβέντα μας από το σημείο που είχαμε διακόψει.

    Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο φθίνοντος Ιουλίου, στις 22 συγκεκριμένα, κτύπησε το τηλέφωνο. Πήρα το ακουστικό και αντί άλλου χαιρετισμού άκουσα ένα γοερό κλάμα και μια τραυλή φωνή που προσπαθούσε κάτι να μου πει. Και κάποια στιγμή εκείνη η σπασμένη φωνή κατόρθωσε να ξεστομίσει και να μου πει την πικρή είδηση: «Η Σέρκα έφυγε». Το κλάμα συνεχίστηκε κι εγώ βουβός κι αμήχανος προσπαθούσα να βρω τα κατάλληλα λόγια παρηγοριάς. Δεν επρόκειτο για τον θάνατο συγγενικού ή προσφιλούς προσώπου, αλλά για τον χαμό ενός αξιολάτρευτου τετράποδου πλάσματος, γεγονός εξ ίσου οδυνηρό. (Δεν θα ξεχάσω ποτέ το κλάμα που έριξα επί ένα δίωρο στην σκοπιά, επιστρέφοντας από άδεια στην μονάδα, την ίδια ακριβώς ημέρα που το πρωί είχα βρει σκοτωμένο, λίγα μέτρα από το πατρικό σπίτι, τον  σκύλο μου, τον αγαπημένο μου Ρόκο.) Όσοι φίλοι των ζώων και τρυφεροί προστάτες τους βρέθηκαν σε παρόμοια θέση κατανοούν, πλήρως. Δεν διαφέρει η πίκρα της απώλειας για τα πλάσματα που αγαπήσαμε βαθιά. Προσπαθούσα εις μάτην να ανασύρω, λοιπόν, εκφράσεις και λόγια αρμόδια, ενώ εκείνη από την άλλη άκρη του τηλεφώνου μονολογούσε, μη παραλείποντας κάθε τόσο να αναφέρει το όνομά της: «Σερκούλα μου» έλεγε και ξανάλεγε με άφατη θλίψη. Όταν καταλάγιασε λίγο μου είπε μέσες–άκρες, πότε και πώς έγινε το μοιραίο. Έφυγε ήσυχα κι αθόρυβα. Το ίδιο πρωί ανέβηκε στο σπίτι, μιας κι από τότε που καλοκαίριασε για τα καλά προτιμούσε, λόγω δροσιάς προφανώς, να κοιμάται στο χαμηλότερο εσωτερικό κεφαλόσκαλο της μονοκατοικίας. Έτυχε της συνήθους τρυφερότητας, επαυξημένης με απαλό βούρτσισμα, αγκαλιές και πάμπολλα χάδια. Δεν πλησίασε το πιάτο με την τροφή, ήπιε μόνο νερό και μετά πήγε στην άμμο της. Κατά την διαδρομή της προς τα εκεί συναντήθηκε με τον Ναρσίζο. Αφού τον προσπέρασε, γύρισε και του έρριξε ένα βλέμμα του τύπου, «οι κυρίες προηγούνται, πόσω μάλλον εγώ», και συνέχισε την πορεία της. Μέχρι τέλους ο χαρακτήρας της παρέμεινε ίδιος και αναλλοίωτος, καθότι ως γνωστόν «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι». Εκείνος ως συνήθως γαλήνιος στάθηκε ακίνητος μέχρι να αποχωρήσει η Σέρκα. Η οποία κατέβηκε πάλι τα σκαλιά προς το μέρος που είχε επιλέξει. Κι αυτό ήταν. Η τελευταία εικόνα της εν ζωή. Την ταφή της ανέλαβε πρόθυμα ένας φίλος από τα Μέγαρα, ο Μανόλης. Θα την μετέφερε εκεί, στο κτήμα που έμενε. Το μόνο που ζήτησε από εμένα η Ζυράννα, η μοναδική χάρη που ήθελε να της κάνω, ήταν να συναντηθούμε κατά το βραδάκι για έναν καφέ στο CENTRALE, το μόνιμο στέκι μας.

    Πάνω στις οκτώ, κινήσαμε ένα απόγευμα για τα Μέγαρα. Ήμασταν κάποιοι στενοί φίλοι, θα μας πήγαινε ο Ορέστης με το αυτοκίνητό του. Σε όλο το ταξίδι ήταν βουτηγμένη στις σκέψεις της. Φτάσαμε και, σαν υπνωτισμένη, κατευθύνθηκε προς το μνηματάκι της Σέρκας. Κάτω από μια ροδιά υπήρχαν μερικές πέτρινες πλάκες στρωμένες με τάξη και μία όρθια. Η Ζυράννα έσκυψε, γονάτισε κι άρχισε σιγανά να της μιλάει.

  • Μια λεπτομέρεια

    ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

    Αψήφησα πολλούς κινδύνους, έτσι μεγάλωσα από παιδί
    ένας γδαρμένος γάτος η ψυχή γεμάτη με παλιές ουλές
    από αναμετρήσεις. ‘Ο,τι με τρόμαζε, έψαχνα να το βρω.

    Ήτανε πλούσια η σοδειά, μια λεπτομέρεια ο τόσος πόνος
    κανένα πηγάδι σκοτεινό δεν έμεινε να μην κοιτάξω μέσα.

  • Τι κρίμα

    ΤΙ ΚΡΙΜΑ

    Εχθές, είδα στον ύπνο μου πως γύρισες
    πως ήλθες, λέει, για να μου πεις συγνώμη.
    Μιλούσες ακατάπαυστα με κάποια αγωνία
    τα χείλη ανοιγόκλεινες, φθόγγος κανένας.

    Τι κρίμα, σκέφτηκα, τώρα που αποφάσισε
    να πει αλήθειες, έχασα εγώ την ακοή μου.

  • Η αφελής κατάρα

    Εκείνο το πρωινό της 31ης Ιουλίου του έτους 1944, στάθηκε μοιραίο για τον παππού μου τον Γιάγκο, «πήγε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι», όπως συνηθίζεται να λέμε για περιπτώσεις άδικου και ξαφνικού χαμού. Τον σκότωσε μέσα στο ίδιο το χωράφι του, το Σταχτί συγκεκριμένα, ένας Γερμανός (Λευκορώσος) στρατιώτης, λιποτάχτης που είχε αυτομολήσει από την μονάδα του στην Κύμη και περιπλανιόταν φοβισμένος, εδώ κι εκεί στα χωριά του κάμπου.

    Πολύ νωρίς, πριν φύγει από το σπίτι έδωσε παραγγελία στην μητέρα μου, μοναχοκόρη ανάμεσα σε έξι, ακόμη αρσενικά παιδιά, να σφάξει μια κότα απ’ το κοτέτσι, κατά προτίμηση κάποια που έπαψε να γεννάει αυγά, για να αποκρέψουν. Από την επομένη θ’ άρχιζε η νηστεία του δεκαπενταύγουστου, μέχρι της Παναγίας. Της ζήτησε να την κάνει κοκκινιστή με φρέσκια τομάτα, αλλά να φτιάξει από δίπλα και μακαρόνια κουφωτά, ένα είδος τοπικών ζυμαρικών με αλεύρι και νερό. Αν και μόλις δεκαπέντε χρόνων η Λούλα είχε υποχρεωθεί να αναλάβει, εξ ολοκλήρου το νοικοκυριό και μάλιστα από πολύ νωρίτερα. Η γιαγιά μου η Μαριγάρα, ένας απίστευτα έξυπνος, όσο και στρυφνός άνθρωπος, προτιμούσε ν’ ακολουθεί τον συζυγό της στις αγροτικές δουλειές, παρά να ασχολείται, ως όφειλε, με την λάτρα του σπιτιού. Πιθανόν να τον ζήλευε ελαφρώς, μιας και, κατά κοινή παραδοχή, ήταν ένας καλοκαμωμένος και ωραίος άντρας. Ο παππούς πάλι είχε μπει σώγαμπρος αναλαμβάνοντας, έτσι και την φροντίδα της πεθεράς του, της περίφημης Κορογιαννούς, μιαν άλλη φορά θα μιλήσουμε για την περίπτωσή της. Βάσκανος μοίρα το θέλησε, λοιπόν να είναι παρούσα η γιαγιά, μόλις λίγα μέτρα πιο πέρα, μαζί με ένα από τα μικρότερα αγόρια, τον θείο Βαγγέλη που, ως φιλάσθενος τύγχανε ιδιαίτερης φροντίδας, όταν πυροβολήθηκε θανάσιμα ο παππούς. Τα μεγαλύτερα αγόρια, ο πρωτότοκος Γιώργος, ο μεθεπόμενος Αναστάσης, καθώς και ο πέμπτος κατά σειράν Θανάσης, είχαν πάει σε άλλο χωράφι, προφανώς σε κάποια κοντινή τοποθεσία, ενώ τον θείο Νίκο – ο μόνος εν ζωή ακόμη – τον είχαν αφήσει, ως βενιαμίν, πίσω στο σπίτι για τα θελήματα. Η σφαίρα τον βρήκε στην καρδιά, ο θάνατός του υπήρξε ακαριαίος. Μόνο ένα «αχ» πρόλαβε να βγει από τα χείλη του. Αθέατος, κρυμμένος μέσα στα σχίνα ο Λευκορώσος τον σημάδεψε με την ησυχία του.

    Είναι γεγονός, ας το πούμε κι αυτό, ότι ο Γιάγκος Πιπεργιάς πήγαινε και λίγο γυρεύοντας. Η φήμη για την ύπαρξη του λιποτάκτη είχε διαδοθεί, ως είθισται στις μικρές κοινωνίες, από την προηγούμενη. Κι εκείνος προτίμησε, αντί ν’ αποφύγει μιαν συνάντηση μαζί του, να την επιδιώξει. Εύλογα, λοιπόν θ’ αναρρωτηθεί κανείς για ποιον λόγο, αφού ως γνωστόν «λαγός την πτέρην έσειε, κακό της κεφαλής του». Σίγουρα δεν εμφορείτο από κάποιον ακραιφνή πατριωτισμό, ώστε να προσπαθήσει αυτός, ένας οικογενειάρχης με επτά παιδιά και παρότι άοπλος, να δολοφονήσει τον οπλισμένο «σαν αστακό» εχθρό. Η εξήγηση για την απενενοημένη πράξη του έχει να κάνει με τον δευτερότοκο, τον θείο Μίμη που πολεμούσε από τους πρώτους «στο βουνό» – μόλις ένα μήνα, αργότερα στις 3 Σεπτεμβρίου και παρά το βαρύ πένθος του, το εικοσιδυάχρονο παλικαράκι διακρίθηκε στη μάχη που δόθηκε, υπό την ηγεσία του Προκόπη Τζάνου ή Λόγγου, ενάντια στους κατακτητές στη θέση Λαμπούσα, μια κοντινή, σχετικά τοποθεσία στους Κήπους. Η απελευθέρωση πλησίαζε, ολοταχώς συνοδευόμενη, εκ μέρους των ταγματασφαλιτών και των Γερμανοτσολιάδων από περίεργες διαδόσεις, όπως «αλίμονο στους αντάρτες κομουνιστές του ΕΛΑΣ και τους συνοδοιπόρους τους, μαύρο φίδι που τους έφαγε, όταν πάρουμε την εξουσία» και άλλα παρόμοια που δυστυχώς, πολύ σύντομα επαληθεύτηκαν. Κι ήθελε ο αφελής να συλλάβει τον λιποτάχτη στρατιώτη των Γερμανών, ούτως, ώστε αν ποτέ το έφερνε η ανάγκη και στριμώχνανε για «αντεθνική» δράση τον γιο του, να παρουσιάσει την ανδραγαθία του ως αντίβαρο. Αποπειράθηκε, λοιπόν να τον αιχμαλωτίσει με μόνον οπλισμό ένα τσεκουράκι με χαραγμένα τα αρχικά του Ι.Δ.Π. – ευτυχώς, διασώθηκε κι υπάρχει, ως τα τώρα φυλαγμένο – επαναλαμβάνοντας, κάθε τόσο στον αέρα την καθησυχαστική φράση: «No kaputt», που πολύ αμφιβάλλω, αν αντιλαμβανόταν την σημασία της ο απελπισμένος λιποτάχτης. Μόνον ως θανάσιμη απειλή θα πρέπει να την ένοιωθε, έτσι καθώς ήταν στριμωγμένος σ’ ένα χαντάκι με σχίνα κι έβλεπε κάποιον να τον πλησιάζει, παραμερίζοντας φύλλα και κλαδιά, βάτα και κασούλες μ’ ένα τσεκούρι. Κάποιον που ολοφάνερα εκείνον αναζητούσε.

    Το άσχημο νέο, κάπως ασαφές στην αρχή που σαν αστραπή έφτασε και κυκλοφόρησε στο χωριό, μιλούσε αόριστα για κάποιο σκοτωμό στο Ποτάμι. Κι όμως, παρά τον αόριστο χαρακτήρα της είδησης, όταν την πληροφορήθηκε η μητέρα μου, ένιωσε ένα δυνατό τσίμπημα στην καρδιά. «Χριστέ μου, βάλε το χέρι σου. Οι δικοί μου, για ΄κεί κινήσαν το πρωί. Βοήθα, Παναγία μου μη πάθουν κανένα κακό», σκέφτηκε έντρομη. Κι αμέσως πέταξε από τα χέρια της τα φρύγανα που κρατούσε, κάτι ξερόκλαδα που είχε μαζέψει στην αυλή σχεδιάζοντας να τα φουντώσει στο τζάκι για να τηγανίσει στην χόβολη έν’ αυγό. Μόλις είχε τελειώσει με τις άλλες δουλειές και πριν βάλει εμπρός το δύσκολο μαγείρεμα της κότας, πείνασε κι ήθελε να κολατσίσει κάτι πρόχειρο. Τα παράτησε όλα και βγήκε πανικόβλητη στον δρόμο προς το Ποτάμι, το μέρος που θα πήγαιναν οι δικοί της. Ενώ έτρεχε αλαφιασμένη και ξυπόλητη, οι συχωριανοί που συναντούσε σε αντίθετη πορεία με την δική της, σκυθρωποί όλοι και φοβισμένοι, παραμέριζαν να περάσει. Απέφευγαν να της μιλήσουν, της έριχναν μόνο κάτι φευγαλέα βλέμματα συμπάθειας και οίκτου, μιας κι εκείνοι γνώριζαν καλά τι είχε συμβεί.

    Λίγο έξω από το χωριό, μπροστά στο Φραχτό, την σταμάτησε ο μπάρμπας της ο Σταμελόγιαννης. «Πού πας παιδί μου ξυπόλητο, γύρνα πίσω» της είπε και της έκλεισε τον δρόμο με την αγκαλιά του. «Ο πατέρας μου θείε, η μάνα μου, φύγανε το πρωί για το Ποτάμι. Τ’ αδέλφια μου. Κάποιον σκότωσε αυτός ο ξένος, έτσι λένε. Αχ, Παναγία μου». Μπέρδευε τα λόγια της, προσπάθησε να του ξεφύγει. Την κράτησε γερά και κομπιάζοντας της ομολόγησε το πικρό νέο, πιο πικρό κι απ΄ το φαρμάκι. «Κάνε κουράγιο παιδί μου, ο πατέρας σου ήταν ο τυχερός». Αν και ενδόμυχα ψυχανεμίζονταν το κακό, το ήξερε ήδη, έτσι ξεκάθαρα, μόλις ειπωμένο την θέρισε, την έκοψε στα δύο. Έπεσε κατά γης, ίδια με πληγωμένο ζώο που σπαρταράει στο χώμα. Έκλαιγε και σφάδαζε για ώρα, δέρνονταν και μοιρολογούσε, αυτή ένα παιδί ακόμη, έχοντας ανασύρει ξαφνικά, κύριος οίδεν από ποια μυστική κρύπτη, λόγια ταιριαστά και θρήνους ακριβούς, αντάξιους της μεγάλης αγάπης της. Ως μοναχοκόρη λάτρευε τον πατέρας της, μα κι εκείνος της είχε ολαφάνερη αδυναμία, ποτέ δεν της χαλούσε το χατήρι, γεγονός που εξόργιζε την γιαγιά μου. Μέχρι τέλους, όταν μιλούσε για τον πατέρα της, πλημμύριζαν δάκρυα τα μάτια της. Με την μητέρα της, αντίθετα δεν απόκτησε ποτέ αγαθές σχέσεις. Υπήρχε μεταξύ τους ένας μόνιμος ανταγωνισμός, μια αντιπαλότητα.

    Τα σανίδια του σπιτιού, στο μέρος που απόθεσαν το άψυχο σώμα και παρά τα πολλά πανιά με τα οποία προσπάθησαν πρόχειρα να «επουλώσουν» το θανατηφόρο τραύμα, πότισαν από το αίμα του. Η γιαγιά έμεινε λιπόθυμη περισσότερο από τρεις ώρες, στάθηκε αδύνατον να την συνεφέρουν. Πολλοί πίστεψαν ότι έφυγε μαζί του. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία. Από το σπίτι τον σήκωσαν για το νεκροταφείο οι γυναίκες. Οι άντρες είχαν πιάσει τα ψηλώματα. Κάποιος τους ειδοποίησε ότι μια γερμανική φάλαγγα κατευθύνεται προς το χωριό. Είχαν πληροφορηθεί το συμβάν κι έσπευδαν, επί τόπου, να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβη. Στο σπίτι του νεκρού δεν ανέβηκαν. Μια ασθενική εξήγηση λέει, ότι απέφυγαν να το κάνουν από σεβασμό, το πιθανότερο είναι λόγω αδιαφορίας καθότι, ως γνωστόν, δεν ίδρωνε το αυτί τους από κάτι τέτοιες λεπτότητες. Όσο για τον λιποτάχτη, άμεσα συνελήφθη κι εκτελέστηκε. Και σαν ειρωνεία της τύχης, μετά από δύο μήνες και κάτι, σήμαναν οι καμπάνες χαρμόσυνα. Ξεκουμπίζονταν από την χώρα, έφευγε κακήν κακώς η μαύρη, ανελέητη ακρίδα των κατακτητών ηττημένη. Είχε φτάσει, επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της απελευθέρωσης. Τι κρίμα, εκείνος δεν πρόλαβε να ζήσει και να την χαρεί με την οικογένειά του, δεν πρόλαβε για λίγο, για τόσο λίγο μόνο.

    Τα μαύρα ρούχα και το μαύρο μαντήλι η γιαγιά μου δεν τα έβγαλε ποτέ, μέχρι τον θάνατό της σε βαθύ γήρας, αν και όταν χήρεψε, ήταν σαρανταπέντε χρόνων, συνομήλικη του παππού. Μόνο στους γάμους των παιδιών της με βαριά καρδιά το αποχωριζόταν και δεχόταν, κατόπιν πιέσεων, να ρίξει στους ώμους της και μόνον για όση ώρα διαρκούσε το μυστήριο στην εκκλησία, ένα λευκό μαντήλι.

    Τέλος, ακόμη μια πικρή λεπτομέρεια: Τον παππού από τον τόπο της δολοφονίας του στο χωριό, τον μετέφεραν τυλιγμένον σε μια δρομίδα – ένα είδος υφαντής κουβέρτας. Ίσως για να εκπληρωθεί μια από τις πολλές κατάρες της γιαγιάς που τις εκτόξευε με τόση ευκολία, έτσι για ψύλλου πήδημα, όταν μάλωνε με τον άντρα της: «Στην δρομίδα να σε φέρουνε». Και της τον έφεραν. Έκτοτε δεν ξεστόμισε, ποτέ την συγκεκριμμένη κατάρα, ούτε κι άλλη καμιά.