Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Ο Τζούλτος

    Ήταν το προτελευταίο από τα επτά παιδιά του Βλάμη, ίσως και το πιο όμορφο. Με διαφορά τρία χρόνια από τον πατέρα μου, τον βενιαμίν του παππού, ο θείος Γιώργος υπήρξε, εκτός της ομορφιάς του, ανδρείος πολύ κι ως εραστής ανήσυχος. Δύσκολα του αντιστέκονταν τα θηλυκά του χωριού. Χαρακτηριστική περίπτωση η πρώτη και μοναδική ίσως ερωμένη του πατέρα μου, προτού συνάψει σχέση με την μητέρα και καταθέσει έκτοτε τα όπλα του δια παντός. Όταν πληροφορήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός τα ερωτικά μπλεξίματα του μικρού και μη εγκρίνοντας το ειδύλλιο, θέλησε να τον αποθαρρύνει. Για να του αποδείξει έμπρακτα το «ποιόν» της ερωμένης του, πρότεινε στον πατέρα μου να της αποσπάσει την υπόσχεση μιας άμεσης συνάντησης, όπερ κι εγένετο. Την προηγουμένη είχε προλάβει να την γλεντήσει ο ίδιος αφήνοντας σκοπίμως εμφανή σημάδια στο κορμί της. Αποτυπώματα άγριων φιλιών και μελανιές επίμονων δαγκωμάτων, κυρίως γύρω κι επάνω στα βυζιά της λεγάμενης περίμεναν, ως δυσάρεστη έκπληξη, τον επίσημο εραστή. Η προδοσία της αυτή, έφτανε και περίσσευε, του ήταν αρκετή. Έκανε μεταβολή και παρά την συναισθηματική δυσκολία του, την εγκατέλειψε οριστικά. Πολύ σκληρή η μέθοδος του συνετισμού, απαράδεκτη, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική. Κι αν μη τι άλλο, κατά κάποιον τρόπο, της οφείλω την ύπαρξή μου!

    Το προσωνύμι Τζούλτος, που σημαίνει συρμάτινο καλάθι ψαρέματος, ο θείος Γιώργος το κληρονόμησε από τον νονό του, έτσι τον έλεγαν κι εκείνον. Το 1940 τον βρήκε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ήταν είκοσι δύο χρόνων παλληκαράκι. Εκεί γνώρισε την μόλις δεκατεσσάρων χρόνων Πιπέρα και συγκεκριμένα στο χωριό Οχυρό, λίγο έξω από το Κάτω Νευροκόπι της Δράμας. Αρχικά νοίκιαζε ένα δωμάτιο του σπιτιού, να μένει και να συγυρίζεται. Δούλευε τότε στα οχυρωματικά έργα του Μεταξά, την περίφημη γραμμή του Ρούπελ. Εξ αιτίας των οχυρών είχε πάρει και το όνομά του το νεοσύστατο χωριό. Η μετέπειτα θεία μου ήταν το δεύτερο παιδί του Κώστα και της Παρθένας Ποιμενίδη. Υπήρχε ο μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια γιος, ο Γιάννης, καθώς και δύο μικρότερα αδέλφια, ένα κορίτσι η Ελένη κι ένα αγόρι, ο Θανάσης. Της τα ‘ριξε ο γόης που στο μεταξύ είχε μπει στην δούλεψη του πατέρα της κι η νεαρά, άπραγη έφηβη ακόμη, τσιμπήθηκε στα γερά μαζί του. Ήταν από καλή γενιά η οικογένειά της. Πόντιοι ξεριζωμένοι από την Μικρή Γαράλη της Κερασούντας που σύντομα με την εργατικότητά τους έκαναν μεγάλη προκοπή, καζάντισαν με το παραπάνω στην νέα τους πατρίδα. Εκτός από τα κτήματα είχαν και πολλά ζώα, έτρεφαν αγελάδες και μοσχάρια. Πλούσιο σπίτι, γεμάτο με όλα τ΄ αγαθά του Θεού. Κάτι κατάλαβε για το ειδύλλιο ο πεθερός και μάλωσε αυστηρά την κόρη. Εκείνη έβαλε τα κλάματα. Ο θείος την πήρε παράμερα και της έδωσε τον λόγο του, πως αν έκανε υπομονή και τον περίμενε να γυρίσει από τον πόλεμο, θα της έβαζε στεφάνι.

    Όταν έσπασε το Μέτωπο και μετά την συνθηκολόγηση άρχισε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, ο θείος κατέβηκε πρώτα στους Κήπους της Εύβοιας. Πέρασε από το χωριό για να ανακοινώσει, ως όφειλε από σεβασμό, την ειλημμένη απόφαση στους γονείς του. Κάποιο πρωί, μάλιστα, ζήτησε από την μάνα του την Κατερίνα βούτυρο για το ψωμί κι άλλα καλούδια που δεν υπήρχαν στο φτωχικό σπίτι. Ήταν βλέπεις μαθημένος αλλιώς στους φιλόξενους Πόντιους. «Παιδί μου, που να τα βρω αυτά που μου ζητάς; Δεν έχουμε τέτοια εμείς εδώ και το ξέρεις. Με την ευχή μου να τα βρεις εκεί που διάλεξες να πας να κάνεις οικογένεια», του απάντησε η γιαγιά μου η Βλάμαινα. Τις μέρες εκείνες, καλοκαίρι του ΄41, έτυχε να γίνεται ένα γλέντι για τους στρατιώτες που γύρισαν από τον πόλεμο γεροί, στο μαγαζί του Στεμελόγιαννη, προικώον της συζύγου του Σταμελοβαγγέλως. Το ζεύγος ήταν άκληρο, εστερείτο απογόνων. Η αυλή του μαγαζιού ονομάζετο «αδερφομοίρι» με την αυλή της Μαριγάρας, αδελφής της Σταμελοβαγγέλως και γιαγιάς μου από την πλευρά της μάνας μου. Τις δύο αυλές τις χώριζε μια ξερολιθιά που στις έκτακτες περιστάσεις, όπως αυτής του γλεντιού ή διαφόρων πανηγύρεων, την «έριχναν» έτσι ώστε ο χώρος της διασκέδασης, η αλάνα του χορού δηλαδή, να διπλασιάζεται. Χόρευε πρώτος ο θείος, όταν κάλεσε να μπει στον χορό η μητέρα μου, παιδί ακόμη στα δώδεκα. Καμάρωνε και κάθε τόσο έλεγε με σημασία προς όλους: «Το μαγαζί αυτό, θα γίνει μια μέρα σταθιάνικο, να μου το θυμηθείτε!». Προφήτευε και σωστά όπως απεδείχθη, αυτό που χρόνια μετά έμελλε να συμβεί, το σμίξιμο της κόρης με τον μικρότερο αδελφό του, τον πατέρα μου. Κάτι που δεν υπήρχε τότε, καν ως υποψία, στο μυαλό των γονιών μου. Μόνο που το μαγαζί δεν έγινε ποτέ «σταθιάνικο», εκεί δεν επαληθεύτηκε η προφητεία του. Το κληρονόμησε ένας μεγαλύτερος αδελφός της μητέρας μου, ο θείος Τάκης, βαφτισιμιός της άκληρης Σταμελοβαγγέλως κι όχι εκείνη. Παρότι ήταν η μοναχοκόρη της Μαριγάρας και αγαπημένη υποτίθεται ανηψιά της θείας.

    Λίγο πριν εκπνεύσει το καλοκαίρι ο Τζούλτος αριβάρισε πίσω στο Οχυρό. Κράτησε την υπόσχεσή του. Τα χρόνια εκείνα, ο λόγος του άνδρα μετρούσε πολύ, ήταν το πιο ισχυρό συμβόλαιο, ανώτερος από οποιονδήποτε όρκο. Παρά την διαφορά της ηλικίας και το γεγονός ότι ο υποψήφιος γαμπρός ήταν ξένος, ένας άγνωστος φερμένος στα μέρη τους απ΄ την παλιά Ελλάδα, ο πεθερός δεν έφερε αντιρρήσεις για τον γάμο. Άνθρωπος ήσυχος και χαμηλών τόνων, γρήγορα συναίνεσε να παντρευτούν. Εκτίμησε την αξιοσύνη του στην δουλειά και την λεβεντιά του. Κι αγκάλιασε τον θείο μου, τον έκανε κι αυτόν παιδί του κανονικό, όπως και τ΄ άλλα του παιδιά. Δυστυχώς, σε λίγο καιρό έφτασε μια διαταγή που έλεγε, πως όλοι οι κάτοικοι της παραμεθορίου όφειλαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Φόρτωσαν όσα από τα υπάρχοντά τους χωρούσαν σ΄ έναν αραμπά και κίνησαν προς το άγνωστο. Μετά από δεκαεπτά μέρες ταξίδι έφτασαν στον Γιδά, την μετέπειτα Αλεξάνδρεια. Οι ντόπιοι για κάποιο λόγο προτιμούσαν να τον αποκαλούν «νησί». Νοίκιασαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και καλά χωράφια. Αγόρασαν σπόρους και ζώα για εκτροφή. Χρήματα υπήρχαν, έκανε καλό κουμάντο ο γέρο Ποιμενίδης. Άνθρωπος της οικογένειας, της εκκλησίας και της γης. Με την βοήθεια του άξιου γαμπρού του σε λίγο βρέθηκαν σε ακόμη καλύτερη οικονομική κατάσταση απ΄ ότι ήταν πριν φύγουν. Στην κόρη του Ελένη, που ως μικρότερη έμενε συνήθως πίσω για τις δουλειές του σπιτιού, είχε δώσει μια συμβουλή: «Όποιος ξωμάχος ή ταξιδιώτης σταματήσει στην πόρτα μας να δροσιστεί, μιας κι ο δρόμος δεν έχει αλλού σκιά να ξαποστάσει, και σου ζητήσει νερό να δροσιστεί, εσύ να του προσφέρεις και φαγί. Να κόβεις φέτες από το καρβέλι μας και να του δίνεις. Μαζί λίγο τυρί και φρέσκο γιαούρτι, ό,τι έχουμε. Υπάρχει μεγάλη πείνα στον κόσμο, μη το ξεχνάς παιδί μου». Κάπου τέσσερα χρόνια κράτησαν οι καλές μέρες. Μόνη εξαίρεση για το ζευγάρι στάθηκε ο πρόωρος θάνατος του πρώτου παιδιού, ένα κορίτσι που απέκτησαν και χάθηκε λίγων μηνών αβάπτιστο.

    Ο δυναμικός θείος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο καινούργιο περιβάλλον. Τον υπολήπτονταν όλοι και τον σεβόντουσαν. Τις Κυριακές κούρευε στο καφενείο του χωριού αφιλοκερδώς τους συχωριανούς του. Κατείχε εκτός των άλλων και την τέχνη του κουρέα, καθώς ο πατέρας μου κι ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο θείος Τάσος. Έδινε ένα χέρι βοηθείας αδιακρίτως στον καθένα που είχε την ανάγκη του. Πνεύμα ανήσυχο και προοδευτικό, γρήγορα προσχώρησε στο ΕΑΜ. Έγινε ο τοπικός πολιτικός καθοδηγητής του, έβγαζε λόγους πύρινους και αφύπνιζε συνειδήσεις. Κάποτε ήλθαν με τα όπλα να τον επιστρατεύσουν υποχρεωτικά στον Εθνικό Στρατό. Τους φόρτωσαν εκείνον και τον πεθερό του, μαζί με άλλους, σ΄ ένα φορτηγό για να τους πάρουν. Έπεσε μπροστά η Παρθένα κι αφού κατάφερε να κατεβάσει πρώτα τον σύζυγό της λέγοντας πως είναι δήθεν βαριά άρρωστος και καρδιοπαθής, γλίτωσε στην συνέχεια με παρακάλια και τον γαμπρό της. Αλίμονο, με την έναρξη του Εμφυλίου ο προαιώνιος φθόνος για την κατσίκα του γείτονα βρήκε επιτέλους την «πολιτική» του έκφραση… Κάθε μορφή ζήλιας, πολιτικού ανταγωνισμού και όλο το μίσος που από καιρό υπέφωσκε για τυχόν διαφορές του παρελθόντος, μπορούσαν πλέον να εκφραστούν. Και να «λυθούν» με τον πλέον ειδεχθή και ακραίο τρόπο. Την άνανδρη δολοφονία, την φυσική εξόντωση του κάθε «εχθρού».

    Ήταν ένα καλοκαιρινό σούρουπο του ’45. Οι δύο άνδρες του σπιτιού έφαγαν και ζήτησαν από την μικρή Ελένη να τους στρώσει να κοιμηθούν έξω. Η θεία Πιπέρα μαζί με το νεογέννητο αγόρι της και τα αδέλφια της Γιάννη και Θανάση είχαν προ ημερών επιστρέψει στο Οχυρό. Τους είχε συνοδέψει μέχρις εκεί ο θείος μου, αλλά δεν έμεινε. Γύρισε πίσω στο «νησί» για τις δουλειές. Πριν ξαπλώσουν ένας γείτονας, ο Σωκράτης, επέστρεψε το άλογο και το κάρο που είχε ζητήσει να του δανείσουν για λίγο. Το ζωντανό έσταζε ολόκληρο από τον ιδρώτα. «Μα που στη ευχή έτρεχες με το άλογο και το γύρισες μούσκεμα;» ρώτησε απορρημένος ο πεθερός. Κάποια δικαιολογία ψέλλισε ο γείτονας και φρόντισε στα μουλωχτά να εξαφανιστεί. Με το που έφυγε κατέφθασαν αμέσως, ειδοποιημένοι και συνεννοημένοι ολοφάνερα από τα πριν, έξι ή επτά ψευτοπαλληκαράδες, οι γνωστοί δωσίλογοι Μάηδες, ολισμένοι και φορώντας περιβραχιόνια με τα αρχικά Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Μπήκαν αθόρυβα σαν τους κλέφτες από το πίσω μέρος της αυλής. Υπό την απειλή των όπλων, τους ζήτησαν να σηκωθούν και να σταθούν όρθιοι. Ο Κώστας Ποιμενίδης προσπάθησε μάταια να τους αποτρέψει με τα λόγια. Ο θείος Γιώργος όρμησε, όπως ήταν με τα εσώρουχα από τον ύπνο και ξυπόλητος, κατά πάνω τους. Τα χάσανε. «Δώστε μια στον γέρο και πιάστε το θηρίο, προσοχή μη σας ξεφύγει», φώναξε κάποιος. Έριξαν μια ριπή στον πεθερό. Έπεσε κάτω. «Παναΐα μου σώσε με» πρόλαβε να πει. Το «θηρίο» το γάζωσαν οι άτιμοι με λύσσα, αμέτρητες οι σφαίρες που βρήκαν το κορμί του. Κι ήταν τόσο νέος, μόλις είκοσι επτά χρόνων. Τόσο όμορφος και γενναίος για έναν τέτοιον άδικο θάνατο.

    Ακούγοντας τους πυροβολισμούς η μικρή Ελένη βγήκε στο χαγιάτι ουρλιάζοντας. Έστρεψαν τα όπλα κατά πάνω της και της έριξαν. Γλίτωσε από θαύμα. Λιποθύμησε από τον φόβο της κι έγειρε πίσω πριν προλάβουν να την βρούν οι ριπές των όπλων τους. Η μάνα της έλειπε από το σπίτι, έτσι σώθηκε κι αυτή. Την άλλη μέρα έστειλε το κορίτσι να ειδοποιήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του θείου που έμενε στην Θεσσαλονίκη. Από το Βρυσάκι, το διπλανό κεφαλοχώρι την μάζεψε ένα φορτηγό. Έφθασε, και ρωτώντας με την διεύθυνση στο χέρι, βρήκε το σπίτι. Όταν μπήκε μέσα έμεινε έκπληκτη από το τεράστιο κάδρο με την φωτογραφία του  βασιλικού ζεύγους που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Ο μεγάλος αδελφός, βλέπεις, είχε προνοήσει να βρίσκεται από την σωστή πλευρά. Κι όχι από την πλευρά που έμελλε να βγεί ηττημένη από τον εμφύλιο σπαραγμό, που είχε ήδη δρομολογηθεί. Ο θείος Βασίλης και η θεία Μαριγούδα, παίρνοντας μαζί και το κορίτσι, πήγαν την επομένη στο «νησί» για την διπλή κηδεία. Στην θεία Πιπέρα δεν γνωρίζω ποιος εκόμισε το πικρό μαντάτο. Στο χωριό μας το μάθανε από την εφημερίδα. Ο θείος Γιάννης, γαμπρός στο σταθιάνικο σόι, είχε καφενείο και πρώτος αυτός πληροφορήθηκε το φονικό από την «Ακρόπολη» που αγόραζε για τους πελάτες. Η είδηση μιλούσε για «στυγερή δολοφονία υπό αγνώστων κακοποιών στοιχείων», αφήνοντας προβοκατόρικες υπόνοιες περί ανταρτών. Η θεία μου η Ταρσή ήταν στα Αλώνια με την τετράχρονη κόρη της την Σταματούλα, όταν της πρόλαβαν οι χωριανοί τον χαμό του αδελφού της. Γυρνώντας πίσω για το σπίτι της γιαγιάς μου της Κατερίνας, σε όλο τον δρόμο έκλαιγε και μοιρολογούσε. Η ξαδέλφη μου, μικρό παιδί τότε, θυμάται εκείνη την σκηνή. Παρ΄ όλο που δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι συνέβη, ούτε το μέγεθος της συμφοράς. Καλά – καλά δεν μπορούσε να φέρει στο μυαλό της την εικόνα του θείου Γιώργου. Κι όμως επέμενε να βάλει στο καζάνι με την καραμπογιά και τα δικά της ρούχα. Ήθελε να τα βάψει μαύρα, καθώς έκανε η μητέρα της και οι άλλες θείες από κοντά, η μία μετά την άλλη, από  την επομένη κιόλας ημέρα. Μια συνήθης πρακτική των γυναικών της επαρχίας και της φτωχολογιάς γενικότερα, όταν έπεφτε πένθος βαρύ. Που να βρεθούν τα χρήματα για την αγορά καινούργιων μαύρων ρούχων; Για τους άνδρες τα πράγματα ήταν πιο απλά. Αρκούσε το μαύρο περιβραχιόνιο στο αριστερό μανίκι και η αξυρισιά στο πρόσωπο, μέχρι τα γένια τους να καταστούν γενειάδα.

    Κάθε φορά που διάβαζα από την συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά» το πεζογράφημά του «Η αποζημίωση» ο νους μου πήγαινε κατευθείαν στον θείο Γιώργο. Υπάρχει μια παράγραφος εκεί που πολύ μου ταίριαζε στην περιγραφή της με όσα λίγα και αρκετά θολά, είναι η αλήθεια, γνώριζα για εκείνον. «Έχει γούστο», σκεφτόμουν, «να αναφέρεται στον δικό μου άνθρωπο».  Αλίμονο, τότε που ζούσε ο φίλος μου, δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω.

    Το ορεινό χωριό, πιο πάνω από την Γαλάτιστα, που βρέθηκε αυτοεξόριστη όλη η οικογένεια του συγγραφέα κατά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, δεν ταυτίζεται με τον Γιδά όπου, όπως πολύ πρόσφατα έμαθα ότι «μετανάστευσε», η άλλη οικογένεια από το Οχυρό, το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα. Αυτή η πληροφορία ανέτρεψε αρκετά την ψευδαίσθηση, αν όχι την βεβαιότητα, όλων των προηγούμενων χρόνων. Παρ’ όλα αυτά εγώ εξακολουθώ κάπως να επιμένω.

    «Η κοινοτική επιτροπή επίταξε αμέσως ένα δωμάτιο και μας έβαλε μέσα. Δε νομίζω πως ενοχλήθηκαν οι άνθρωποι απ΄ την παρουσία μας. Μάλλον πρέπει να χάρηκαν, γιατί εγώ αμέσως ανάλαβα να γράφω τα γράμματα στο νιόπαντρο νοικοκύρη του σπιτιού, που ήταν στο μέτωπο. Ποτέ μου όμως δε φανταζόμουν, ότι έγραφα σε τόσο ωραίο άνθρωπο. ‘Οταν αργότερα τον είδα, έμεινα κατάπληκτος από την λεβεντιά του. Κι όμως αυτό το ταυρί, που γλίτωσε από τόσους κινδύνους του πολέμου, σφάχτηκε ανηλεώς μέσα στο ίδιο του το χωράφι. Το γιατί σφάχτηκε είναι ένα άλλο θέμα, που άλλωστε εύκολα κανείς μαντεύει. Δεν υπάρχει τόπος στην επαρχία, όπου να μην έγιναν φοβερά πράγματα».

     

    Στο αγόρι δόθηκε το όνομα του άγρια δολοφονημένου πατέρα του. Δυστυχώς, στην ηλικία των δύο χρόνων ο μικρός Γιώργος πέθανε ξαφνικά από «μάτι». ‘Ηταν όμορφο πολύ και χαριτωμένο παιδί και το ματιάσανε… Κύριος οίδε από τι μπορεί να αρρώστησε. Η θεία Πιπέρα δεν ξαναπαντρεύτηκε. Κάθε φορά που της έκαναν την παραμικρή νύξη περί του θέματος, εκείνη σταθερά απαντούσε: «Βρείτε μου έναν που να μοιάζει στον Γιώργο, να έχει τις δικές του χάρες κι εγώ θα πω το ναι». Μια φορά την συνάντησα το 1968, νομίζω πως ήταν στον γάμο της ξαδέλφης μου της Καίτης του Γκαρδή. Μια κοντομηλίτσα θυμάμαι, γελαστή και πρόσχαρη. Μ΄ αγκάλιασε κι μ΄ έσφιξε με ιδιαίτερη λαχτάρα επάνω της. Έκτοτε δεν την ξαναείδα. Πέθανε ήσυχα από βαθιά γεράματα τον περασμένο Ιούνιο με τ΄ όνομα του θείου μου στα χείλη.

    Η γιαγιά μου η Βλάμαινα πέθανε το 1950 τυφλή από τα κλάματα. Αξημέρωτα έβγαινε στο χαγιάτι κι έπιανε τον θρήνο. Για χρόνια μοιρολογούσε τον αδικοσκοτωμένο γιο της, καθώς κι η άλλη γιαγιά μου η Μαριγάρα, την ίδια ώρα μοιρολογούσε τον επίσης αδικοσκοτωμένο λίγους μήνες πριν παππού μου, τον Γιάγκο. Όλο το χωριό ήξερε ποιες είναι οι χαροκαμένες γυναίκες που θρηνούν κάθε πρωί. Αν και δεν χάθηκαν σε κάποια μάχη υπέρ Πατρίδος, ευτυχώς τα ονόματα και των δύο ανδρών υπάρχουν χαραγμένα, μεταξύ των άλλων πεσόντων, στην επιτύμβια πλάκα του Ηρώου των Κήπων. Κάτι είναι κι αυτό. Γεώργιος Κ. Ευσταθίου – 1945 και Ιωάννης Δ. Πιπεργιάς – 1944.

    Συνέλεξα, με μεγάλη καθυστέρηση και όχι χωρίς συγκίνηση το ομολογώ, αυτές τις λιγοστές ψηφίδες της ζωής του, όσα από τα ελάχιστα κουρελάκια της μνήμης βρήκα σκόρπια εδώ κι εκεί. Προσπάθησα κάτι να διασώσω, το ελάχιστο έστω, από την ανελέητη λήθη του χρόνου. Κλείνοντας, να προσθέσω ακόμη, πως μεγάλωσα βλέποντας σε περίοπτη θέση του σπιτιού μας, μεγεθυμένη και μέσα σε κορνίζα ακριβή, την φωτογραφία εκείνου του σπουδαίου άνδρα ντυμένου στρατιώτη. Στο πίσω μέρος της πρωτότυπης μικρής, υπάρχουν με καλλιγραφικά γράμματα αποτυπωμένες οι λέξεις: «Ενθύμιον Στρατού Δράμας – την 29 Ιανουαρίου 1941 – υπογραφή/περίτεχνη». Ό,τι απόμεινε, αυτές οι λίγες λέξεις με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα πίσω απ΄ το πολυκαιρισμένο χαρτί της φωτογραφίας. Ο θείος Γιώργος, με το προσωνύμι Τζούλτος, ήταν ένας σωστός ντελικανής*. Καθαρόαιμο άτι σπάνιο, υπερήφανο. Και φέρω το όνομά του.

    Υ.Γ.

    Θερμές ευχαριστίες στην οικογένεια του Χρήστου Βαρυτιμιάδη. Ειδικότερα στην συζυγό του Ελένη, καθώς και τις κόρες του Δέσποινα και Σουλτάνα, για την αδιάλειπτη αγάπη τους.

    *νέος, παλληκάρι, λεβέντης

    τουρκικά deli=(τρελός) και kan=(αίμα)+ -li (παραγωγική κατάληξη).

    Η ταυτόσημη όσο και παραστατικότατη λέξη delikanli (κυριολ. τρελοαίματος), υφίσταται και στα σημερινά τουρκικά.

  • Ματαίως δεν άνθισες, Γιώργο Ιωάννου*

    «Τον προλαβαίνεις, δεν τον προλαβαίνεις τον φίλο σου» ήταν η απάντηση του Λάκη, του μικρότερου αδελφού του Γιώργου Ιωάννου. Είχα τηλεφωνήσει στο σπίτι, κατά τα συμφωνηθέντα, την επομένη το απόγευμα περιμένοντας να σηκώσει ο ίδιος το ακουστικό. Ετοιμαζόμουν μάλιστα να του ευχηθώ «σιδερένιος» και να τον ρωτήσω αν θα ήθελε να περάσω για λίγο να τον δω και να τα πούμε από κοντά. Το προηγούμενο βράδυ στάθηκε αδύνατον να μεταβώ ψηλά στα Βριλήσσια, στο «Σισμανόγλειο» συγκεκριμένα, όπου ενοσηλεύετο μετά από χειρουργική επέμβαση στον προστάτη. Έριχνε χιονόνερο θυμάμαι κι έκανε ψόφο, το κρύο της αρκούδας. «Μην ταλαιπωρείσαι καλό μου, δεν χρειάζεται να έλθεις νυχτιάτικα με τέτοιο διαβολόκαιρο εδώ πάνω. Αύριο το μεσημέρι παίρνω εξιτήριο. Προς το απογευματάκι πέρασε καλύτερα από το σπίτι», μου πρότεινε καθησυχαστικά από τηλεφώνου. Συμφώνησα, όχι χωρίς ενοχές είναι η αλήθεια. Κι αυτό γιατί εκτός των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν και την μεγάλη απόσταση που υποχρεωτικά θα έπρεπε να διανύσω μέχρις εκεί από το κέντρο της Αθήνας, όπου αμφότεροι διαβιούσαμε, υπήρχε μεγάλο πρόβλημα και στην ανεύρεση ταξί, λόγω της ώρας. Επίσης, γύρω στις δέκα το αργότερο, θα έπρεπε να βρίσκομαι οπωσδήποτε στο κλαμπ «ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ» επί της λεωφόρου Βουλιαγμένης, καθότι εργαζόμουν εκεί ως τσεκαδόρος στο μεγάλο μπαρ. Αυτοί ήταν, πάνω – κάτω, οι ασήμαντοι λόγοι που συνέτειναν δυστυχώς στο να αλλάξω την απόφασή μου και να στερηθώ έτσι την ευκαιρία για μια τελευταία συνάντηση και κουβέντα μαζί του.

    Εκείνος κατοικούσε όπισθεν του Εθνικού Μουσείου, επί των οδών Τσαμαδού και Δεληγιάννη 3, στο ισόγειο διαμέρισμα που ανήκε στην Αρλέτα κι εγώ στην επομένη από το Πολυτεχνείο γωνία, Στουρνάρη και Γ’ Σεπτεμβρίου 35. Μέναμε δηλαδή πολύ κοντά, ούτε πέντε λεπτά με τα πόδια. Κανένα μήνα πριν εισαχθεί για την προγραμματισμένη επέμβαση, πέρασε από το σπίτι μου προς επίσκεψη. Μόλις κάθησε έβαλε τις παλάμες στο πρόσωπό του κι άρχισε να κλαίει μ΄ αναφιλητά. Τραντάζονταν ολόκληρος. Πανικοβλήθηκα κι άρχισα να τον ρωτάω επίμονα τι του συμβαίνει. Με τα πολλά και σιγά μιλώντας, μου αποκάλυψε το βάσανό του. Είχε, εδώ και καιρό, κάποια ακράτεια ούρων. «Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στον προστάτη μου. Κατουριέμαι, μου φεύγουνε άθελά μου, δεν ξέρω τι θ΄ απογίνω. Ντρέπομαι τόσο που σου το λέω, καλό μου», μου εξομολογήθηκε απελπισμένος. Τον καθησύχασα. Του είπα ότι τέτοιες επεμβάσεις είναι πλέον επεμβάσεις ρουτίνας. Κι ότι δεν θα έπρεπε διόλου ν΄ ανησυχεί. «Δεν είναι και τόσο απλό. Υπάρχει το ζήτημα της εκσπερμάτισης, αν όχι και της στύσης. Τι γίνεται ακριβώς μετά την επέμβαση, δεν έχω λάβει ξεκάθαρη απάντηση από τους γιατρούς» με αποστόμωσε. Ήταν εύλογη η ανησυχία του και μένα οι γνώσεις μου περί του θέματος, λόγω του νεαρού της ηλικίας, ανύπαρκτες. Τον καταλάβαινα όμως και τον συμπονούσα βαθιά. Ήταν πενήντα οκτώ χρόνων και στον ερωτικό τομέα αρκετά δραστήριος ακόμη. Άνθρωπος ζωντανός, όπως λέμε, και μερακλής. Τα σχετικά θέματα τα συζητούσαμε λεπτομερώς… Θα ήταν κτύπημα για ΄κείνον, πλήγμα μεγάλο, η απώλεια της ερωτικής συνεύρεσης με τα πλάσματα που τόσο επιθυμούσε. Δεν ήθελε να στερηθεί, και δικαίως, μιας τέτοιας ξεχωριστής χαράς, έστω και σπάνιας, η κατά τ΄ άλλα μοναχική κλίνη του.

    Μα όλα αυτά φαντάζαν πλέον ως παρωνυχίδες. Έδινε μάχη άνιση ο φίλος μου να κρατηθεί στην ζωή. Πάλευε με το μικρόβιο της σηψαιμίας που είχε αρπάξει κατά το χειρουργείο και που τώρα τον κατέτρωγε με απίστευτη μανία, τον σάπιζε ανηλεώς και τον έστελνε στον άλλον κόσμο. Άργησαν να το αντιληφθούν οι θεράποντες. Λίγο μετά που κλείσαμε το τηλέφωνο άρχισε να μυρίζει άσχημα, όπως εκ των υστέρων έμαθα, ανέβασε υψηλό πυρετό και σε λίγο έπεσε σε κώμα. Τότε δραστηριοποιήθηκε το ιατρικό προσωπικό, μα τότε ήταν πολύ αργά. Η κατάσταση της υγείας του ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Τον έβαλαν άρον – άρον εκ νέου στο χειρουργείο, μήπως και αφαιρώντας τους προσβεβλημένους ιστούς με το νυστέρι, αναχαιτίσουν κάπως την εξάπλωση της γάγγραινας. Στη συνέχεια τον μετέφεραν διασωληνωμένο στην εντατική κι άρχισαν να τον βομβαρδίζουν με μεγάλες ποσότητες ισχυρότατης αντιβίωσης. Εκεί, στην κατάσταση αυτήν μου επέτρεψαν να τον δω «ζωντανό» για ύστατη φορά. Μου έδωσαν να φορέσω την αποστειρωμένη περιβολή και πλησίασα στο κρεβάτι του. Ανέπνεε έντονα με δυσκολία, έκαμνε συνεχώς, όλο νευρικότητα, κάποια κίνηση με το αριστερό χέρι του. Ήλθα πιο κοντά, τον χάιδεψα απαλά στο κεφάλι, έσκυψα και του μίλησα τρυφερά: «Γιωρίκα, Γιωρικάκι μου, μη μου φύγεις, όχι ακόμα» τον παρακάλεσα. Με άκουσε, δεν με άκουσε, ποιος να ξέρει; Δάκρυα πικρά άφησα να τρέξουν επάνω του. Ήξερα, με είχαν πληροφορήσει οι οικείοι του, η αδελφή του η Δήμητρα πιο συγκεκριμένα, ότι οι γιατροί δεν του έδιναν και πολλές ελπίδες να τα καταφέρει. Πλην όμως, πάντα προσδοκάς ενδόμυχα την διάψευση της δυσοίωνης πρόβλεψης για τον δικό σου άνθρωπο. Εύχεσαι, ας μην το πολυπιστεύεις ούτε κι εσύ ο ίδιος κατά βάθος, η έκβαση να είναι αίσια.

    Μέχρι το πρωί δυστυχώς ο Γιώργος Ιωάννου είχε καταλήξει. Κι εγώ για πρώτη φορά ένιωσα ορφανεμένος. Οι δικοί μου ζούσαν ακόμη, μα ο πνευματικός μου πατέρας, ο τρυφερός φίλος και άγρυπνος προστάτης μου είχε οριστικά και τόσο αδόκητα φύγει για πάντα. Ήμουν απαρηγόρητος. Χρόνια μετά ο κοινός φίλος Θοδωρής Γκόνης μου αποκάλυψε ότι σε μια γενικότερη συζήτηση μαζί του, είχε πει για μένα: «Δεν ξέρεις πόσο ανησυχώ γι΄αυτό το παιδί. Είναι πολύ ευαίσθητο. Φοβάμαι να μην μου το τσακίσουν». Στην αρχή θύμωσα ελαφρώς, δεν μου άρεσε και τόσο η συγκεκριμένη άποψη του Ιωάννου για το άτομό μου. Αλλά αμέσως μετά κατάλαβα με πόσο ενδιαφέρον κι αγάπη είχε ειπωθεί εκ μέρους του το σχόλιο εκείνο. Κι εδώ που τα λέμε, δεν είχε και πολύ άδικο ο συχωρεμένος. Τέλος πάντων. Ακολούθησα την οικογένεια που είχε καταφθάσει, έτσι κι αλλιώς, σύσσωμη από την Θεσσαλονίκη στην επιστροφή της πίσω με την «Ολυμπιακή». Η κηδεία του θα γίνοταν την επομένη εκεί, στην γενέθλια πόλη. Αλλά όχι στο παλαιό νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας που το ήθελαν πολύ και το προσπάθησαν ανεπιτυχώς οι δικοί του. Οι δημοτικές αρχές ήταν ανένδοτες να κάνουν κάποια παραχώρηση ακόμη και για τον καταξιωμένο εκλιπόντα συμπατριώτη τους. Έπρεπε να ταφεί στο καινούργιο, το εκτός πόλεως κοιμητήριο, προς την μεριά του αεροδρομίου. Εμένα προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει ο Θωμάς, ένας παλιός φίλος μου Σαλονικιός.

    Όλο το βράδυ χιόνιζε θυμάμαι. Ξημερώνοντας η Νύμφη του Θερμαϊκού είχε ντυθεί στα λευκά, έτοιμη θαρρείς να δεχτεί στην γη της, ως νύμφη πραγματική, τον δικό της νυμφίο, τον εξαίρετο συγγραφέα που τόσο πολύ, όσο ελάχιστοι ίσως, την αγάπησε και την τίμησε με το έργο του. Ως το μεσημέρι έκοβα βόλτες μόνος στους χιονισμένους δρόμους και στα πέριξ του Κέντρου στενά. Έβλεπα το πήγαινε – έλα του κόσμου. Παρατηρούσα λυπημένος την απρόσκοπτη συνέχεια της καθημερινότητας. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την αλλάξει. Όλα θα συνεχίζονταν όπως και πριν. Ακόμα κι οι στενοί συγγενείς, οι επιστήθιοι φίλοι, θα εξακολουθούσαν από την επομένη κιόλας ημέρα να καταπιάνονται ο καθένας με τις ασχολίες του και τα προβλήματά του. Έτσι είναι η ζωή, έλεγα μέσα μου, μας προσπερνάει όλους αδιάφορη. Με τις σκέψεις αυτές έφτασα από του πρώτους στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας για την νεκρώσιμη ακολουθία. Είχαν μόλις προηγηθεί ο παλιός μαθητής και φίλος του αγαπημένος, ο Γιώργος Σουσούρας με την σύντροφό του Ελένη. Πρόσεξα με πόση συγκίνηση και τρυφερότητα ασπάστηκαν την σορό του. Όταν με την σειρά μου τον φίλησα στο παγωμένο μέτωπο, διαπίστωσα  ότι υπήρχε μια ελάχιστη υποψία από το υλικό που χρειάστηκε ν΄ απλώσει η εικαστικός Ασπασία Παπαδοπεράκη για να εξασφαλίσει το εκμαγείο του προσώπου του, την νεκρική μάσκα όπως συνηθέστερα λέγεται. Ένα αντίτυπο της προσωπογραφία του Ιωάννου με μολύβι , προγενέστερο χαρακτικό έργο της ίδιας που μου χάρισε, βρίσκεται έκτοτε κρεμασμένο στον τοίχο του γραφείου μου, απέναντί μου ακριβώς και με κοιτάζει… Οφείλω να πω ότι ο άσπονδος φίλος του Ντίνος Χριστιανόπουλος έδωσε το παρόν. Παρά τις αψιμαχίες και τους καυγάδες τους προσήλθε. Ο έτερος Καππαδόκης, ο Δημήτρης Μαρωνίτης ήταν εκεί, ομοίως. Επίσης ξεχώρισα την παρουσία του Διονύση Σαββόπουλου και το θορυβώδες συνεργείο της ΕΡΤ3 που βιντεοσκοπούσε την εξόδιο ακολουθία για το νυκτερινό δελτίο των ειδήσεων, κάτι ήταν κι αυτό.

    Τέλος επιβιβαστήκαμε στα αυτοκίνητα και κινήσαμε εν πομπή για το ύστατο χαίρε στο νεκροταφείο. Η μητέρα του Αθανασία έτρεμε σαν το φύλλο, έχανε τώρα και τον πρωτότοκο. Πολλά χρόνια πριν χρειάστηκε να αποχαιρετήσει τον μικρότερο γιο της, τον Θοδωράκη στην ηλικία των δεκαεπτά μόλις χρόνων. Τον είχε θερίσει πρόωρα η φυματίωση. Ο Γιάννης Πατσώνης πρόλαβε να ρίξει μέσα στο ανοιχτό κιβούρι ένα πακέτο ΚΑΡΕΛΙΑ. «Να κερνάς τσιγάρα τους φίλους σου Γιώργο, εκεί που θα πας», του φώναξε. Ήταν χρόνια που δεν κάπνιζε ο Ιωάννου, μα πάντοτε είχε επάνω στο τραπεζάκι του γραφείου ένα ανοιγμένο πακέτο για τους καλεσμένους του και κάνα δυο σβησμένα τσιγάρα ακουμπισμένα στο σταχτοδοχείο, εις ανάμνησιν των τσιγάρων του στρατού. Όπως ο ίδιος μου είχε εξηγήσει, λύνοντας έτσι και την απορία μου, επειδή τα συνεχή παραγγέλματα διέκοπταν ξαφνικά το κάπνισμα, οι φαντάροι για λόγους οικονομίας δεν τα πετούσαν, απλώς τα «καρύδωναν», αφαιρούσαν την κάφτρα δηλαδή και τα φύλαγαν να τα καπνίσουν αργότερα, εν ευθέτω χρόνω. Αποχωρήσαμε περίλυποι αφήνοντας τον προσφιλή νεκρό μόνο, μέσα στα μακεδονικά χώματα κι όχι στα χώματα της Ανατολικής Θράκης, την μακρινή Ραιδεστό που είμαι βέβαιος, πως πολύ θα προτιμούσε να έχει ταφεί.

    Μερικές μέρες μετά, την Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 1985 συγκεκριμένα, διάβασα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ένα σημείωμα μικρό, ούτε μισό μονόστηλο, του Κώστα Γεωργουσόπουλου για τον Γιώργο Ιωάννου με τον τίτλο: «Ό,τι έμεινε».

    «Μια εβδομάδα ήδη πέρασε από τότε που εκοιμήθη ο Γιώργος Ιωάννου. Άλλοι ικανότεροι και αρμοδιότεροι θα μιλήσουν για το έργο του. Εγώ, με την απόσταση μιας εβδομάδας, όχι απόσταση ασφαλείας αλλά ανασφάλειας, θέλω να μιλήσω για τον άνθρωπο και τον φίλο. Δεν ξέρω γιατί αλλά τόσες μέρες που τον αναθυμούμαι από τότε που έφυγε μου έρχεται στο μυαλό μια χειμωνιάτικη νύχτα σ΄ ένα φιλικό σπίτι όπου κατέφθασε με το καφέ του παλτό με σηκωμένο το γιακά και τα γλυκά στο χέρι. Όλος μάτια και χέρια, ό,τι φαινόταν μέσα από τη χειμωνιάτικη πανοπλία του. Τα μάτια, τα διεσταλμένα διαπορούντα συνεχώς και κάπου – βαθιά – πανικόβλητα – και ακόμη βαθύτερα γεμάτα παράπονο, έτσι ακριβώς παρά-πονο, όπως λέμε παρα-μυθία, παρα-γώνι, παρη-γόρησις, και τα χέρια, ευκίνητα, αμήχανα όμως, αχόρταγα πάλι και πότε – πότε διστακτικά.

    Έτσι μου προβάλλει ο Γιώργος Ιωάννου με τα δύο έργα της τέχνης του, μ΄ αυτά που έβλεπε και μ΄ αυτά που έγραφε. Το άλλο σώμα κρυμμένο μέσα στο παλτό, απρόσιτο για τον πολύ κόσμο, ταμπουρωμένο, ιδιωτικό, ιερό.

    Τώρα που έλειψαν αυτά τα αδηφάγα μάτια και αυτά τα διψασμένα χέρια έμεινε ένα έργο που χειρονομεί. Το ορατό, που ορά την οικεία χειρονομία και γράφει την όψη του κόσμου…

    Εκείνα τα μάτια και εκείνα τα χέρια μέσα στο έργο του ετάζουν τας καρδίας μας και θωπεύουν τη μοναξιά μας.

    *Ματαίως δεν άνθισες, Γιώργο Ιωάννου».

     

    + Γιώργος Ιωάννου: 20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985

     

    Υ.Γ.

    Στην μνήμη του πατέρα μου: 21 Ιανουαρίου 1921 – 16 Φεβρουαρίου 1996

    Έφυγε 11 χρόνια μετά, την ίδια ημερομηνία με τον Γιώργο Ιωάννου.

  • Ακούσατε, ακούσατε….

    Ακούσατε

    Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι

    Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι

    Πολωνοί, αγάδες, πασάδες, ντερβισάδες

    Ρώσοι, Μπόερς και Οθωμανοί

     

    Κατά διαταγή του πολυχρονεμένου μας πασά

    όποιος μπορέσει και σκοτώσει τον κατηραμένον όφιν

    που είναι στο αραχνιασμένο σπήλαιο

    θα πάρει εκατό λίρες μπαξίσι

    τη θυγατέρα του πασά δια σύζυγον

    και μετά τον θάνατον του πασά

    θα λαμβάνει και τον θρόνον!

     

    Ακούσατε, ακούσατε….

     

    Ακόμα έχω στ΄ αυτιά μου το ντελάλημα του Γιώργου Μούτσιου σε στίχους του Ευγένιου Σπαθάρη από το χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου «Το καταραμένο φίδι» 1958, βασισμένο στο έργο του Θεάτρου Σκιών «Ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι». Η μουσική κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1964 και ήταν βεβαίως του Μάνου Χατζιδάκι. Από εκεί αντλώ την όποια σχετική ανάμνηση διαθέτω κι όχι ως αυτήκοος μάρτυρας ή κανονικός θεατής της παράστασης. Ποτέ δεν έφτασαν στις λαϊκές γειτονιές τα σπουδαία καλλιτεχνικά δρώμενα…

    Η δική μου η γενιά, η τελευταία ίσως, έπαιξε με τις φιγούρες του Καραγκιόζη. Δυο τρεις από την παρέα, οι μεγαλύτεροι και πρόσκαιρα συνεταιράκια, τις αγοράζαμε από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Με τζερεμεδίστικη μαστοριά τις κόβαμε και τις κολλούσαμε σε χαρτόνι. Τέλος καρφώναμε την κάθε μια σε λεπτό πηχάκι. Ένα παλιό λευκό σεντόνι της μητέρας εξασφαλισμένο μετά από πολλές γκρίνιες έκανε χρέη μπερντέ. Μερικά κεριά ή ένας φακός για τον φωτισμό και μπόλικα σκαμνιά για το φιλοθεάμον κοινό με τιμή εισόδου ένα πενηνταράκι. Έπρεπε να σουρουπώσει αρκετά για την έναρξη της παράστασης. Καλοκαιράκι και το ανθισμένο αγιόκλημα της αυλής από κοινού με το λευκό γιασεμί και εναλλάξ με το λιγωτικό νυχτολούλουδο πυροδοτούσαν μυστηριωδώς έτι πλέον την παιδική μας έξαψη. Τα λόγια τα διαβάζαμε τσάτρα πάτρα από μέσα. Το βιβλιαράκι, ένα και μοναδικό, το είχαμε βάλει στην μέση. Σκούντα εσύ και σκούντα εγώ… Ευτυχώς οι θεατές μας δεν είχαν απαιτήσεις, ήταν επιεικείς, μας συγχωρούσαν την προχειρότητα του εγχειρήματος. Και γελούσαν, γελούσαν πολύ, ξεκαρδίζονταν με τα αστεία και τις γκάφες του Καραγκιόζη, του Χατζηαβάτη, του μπάρμπα Γιώργου και των λοιπών ηρώων. Κι εμείς πίσω από τον μπερντέ, ενώ κινούσαμε άτσαλα τις φιγούρες, ταυτοχρόνως μετρούσαμε περιχαρείς κι άπληστοι τα πενηνταράκια. Καλλιτέχνες κι ομού επιχειρηματίες!

    Τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον σπουδαίο αυτόν «Καλλιτέχνη του Θεάτρου Σκιών», όπως ο ίδιος προτιμούσε να τον αποκαλούν αντί του συνηθισμένου εκείνου και απλοϊκού «καραγκιοζοπαίχτη» – κάτσε γύρευε ποιος διανοούμενος του έβαλε αυτή την ιδέα προς αναβάθμιση και λουστράρισμα του επαγγέλματος – τον συνάντησα στο σπίτι των κοινών φίλων Γιώργου Παυριανού και Δημήτρη Λέκκα στο Κουκάκι. Θα υποδύετο και τους τρεις μάγους σ΄ ένα μεσαιωνικό μυστήριο των Χριστουγέννων για το ραδιόφωνο του Τρίτου σε σκηνοθεσία του Παυριανού και μουσική του Λέκκα. Είχε έλθει να κάνει πρόβα με τους υπόλοιπους συντελεστές. Την Σαπφώ Νοταρά στον ρόλο του Ηρώδη, την Ζυράννα Ζατέλη ως Παναγία και τον «άγγελο εξ ουρανού» Ηλία Λιούγκο. Ήταν Δεκέμβριος του ΄77. Η ξυλόσομπα ζέσταινε γλυκά το γκρεμίδι κι εγώ δεν χόρταινα ν΄ ακούω τις κουβέντες τους. Έναν χρόνο μετά βρέθηκα να είμαι ο ένας από τους δύο βοηθούς του, ο άλλος ήταν ο Θόδωρος Αραβάνης. Επρόκειτο για την παράσταση του Τρίτου Προγράμματος «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη σε διασκευή και σκηνοθεσία του Παυριανού και μουσική του Λέκκα επίσης. Οι δύο τεθνεώτες τραγικοί ποιητές Αισχύλος και Ευριπίδης της κωμωδίας είχαν αντικατασταθεί κατά την διασκευή από τους εν ζωή συνθέτες Μίκη Θεοδωράκη και Μάνο Χατζιδάκι. Ο Καραγκιόζης κατέβαινε στον κάτω κόσμο με σκοπό αφού διαγωνιστούν μεταξύ τους ο «Αισχυλάκης» και ο «Ευριπιδάκις» να φέρει και πάλι τον νικητή στον επάνω κόσμο. Οι δύο δερμάτινες φιγούρες των συνθετών φιλοτεχνημένες από τον Σπαθάρη ήταν καταπληκτικές. Η πρώτη παράσταση δόθηκε, παρόντος του Χατζιδάκι, στον Φιλοπρόοδο Όμιλο Υμηττού, (Φ.Ο.Υ.). Ενθουσιάστηκε, γελούσε και χειροκροτούσε σαν μικρό παιδί. Μετά μας πήγε όλους μαζί, σύσσωμη την κομπανία, για φαγητό στον Μαγεμένον Αυλό. Εκεί πήρε μια παρτιτούρα της μουσικής και στο κάτω μέρος, στο λευκό περιθώριο έγραψε με το ακριβό του Mont Blanc, την πένα του με το σέπια μελάνι, ένα ιδιαίτερα κολακευτικό σχόλιο για τον Παυριανό. Και στο πλαϊνό της κόλλας συμπλήρωσε: «Θερμά συγχαρητήρια και για τους βοηθούς σου που είναι χάρμα οφθαλμών κι ελπίδα μιας ακριβής, ιδιωτικής συνάντησης».

    Όταν κάποτε διάβασα, και μάλιστα σε νεαρή ηλικία, το σεμνό βιβλιαράκι «Απομνημονεύματα» του πατρός Σωτήρη Σπαθάρη, ισάξιο κατά την εκτίμηση των Τσαρούχη και Σικελιανού του άλλου σημαντικότατου πονήματος, των «Απομνημονευμάτων» του Στρατηγού Μακρυγιάννη, ενθουσιάστηκα. Μέσα από την προσωπική, την άδολη κι απλοϊκή ματιά του, είδα να ξεδιπλώνεται η αθωότητα και το ήθος μιας άλλης, οριστικά χαμένης Ελλάδας. Περιγράφοντας τις περιπέτειες της δουλειάς του, τις χαρές και τις πίκρες που του χάρισε ο αγαπημένος του Καραγκιόζης, πρόβαλε ανάγλυφα η ελληνική επαρχία στις αρχές και μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Χωρίς δεύτερη σκέψη λοιπόν, μόλις μου δόθηκε το 1979 η ευκαιρία να υποβάλλω την δική μου πρόταση εκπομπής στο Τρίτο Πρόγραμμα, πρότεινα το βιβλίο αυτό. Θα ήταν δεκάλεπτα επεισόδια στην ανάγνωση του Ευγένιου Σπαθάρη. Εδώ κι εκεί θα υπήρχαν αποσπάσματα από ηχογραφημένες παραστάσεις του καραγκιόζη, καθώς και ρεμπέτικα τραγούδια εκείνης της περιόδου στις αυθεντικές τους εκτελέσεις ως ανάσες και σχόλια στην αφήγηση. Η πρόταση έγινε δεκτή από τον Μάνο Χατζιδάκι. Την ευχάριστη είδηση μου ανακοίνωσε ο αντ΄ αυτού στο Τρίτο, ο Γιώργος Κουρουπός. Και μάλιστα δίχως να μου ζητηθεί να ετοιμάσω κάποιον δοκιμαστικό «πιλότο». Αγχώθηκα ιδιαιτέρως. Ήμουν στην ηλικία των είκοσι τριών χρόνων και σχετικά άπειρος. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανελάμβανα πλήρως την ευθύνη μιας συνεργασίας και μάλιστα τόσο σοβαρής. Προηγουμένως έκανα το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ στην εκπομπή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ του φίλου Άρη Δαβαράκη. Η απόλυτη ελευθερία που παρείχε ο Χατζιδάκις στους συνεργάτες του και η εμπιστοσύνη με την οποία μας περιέβαλε όλους ανεξαιρέτως, ανέβαζαν αυτόματα πολύ ψηλά τον πήχυ της υπευθυνότητας εκ μέρους μας. Πόσο σοφό κι έξυπνο, αλήθεια! Αυτόματα μας δέσμευε και κινητοποιούσε το φιλότιμό μας. Χωρίς να μας ζητηθεί, καλούμασταν να αποδείξουμε και ορθώς, ότι ήμασταν άξιοι μιας τόσο σπουδαίας αντιμετώπισης.

    Μια φορά την εβδομάδα κατέφθανε τρέχοντας στην ΕΡΤ ο Σπαθάρης, κατά το μεσημεράκι συνήθως, μετά από κάποια άλλη υποχρέωση και πάντα ζορισμένος να προλάβει την ηχογράφηση. Το στούντιο ήταν προγραμματισμένο μέρες πριν. Θα διάβαζε κάποιες σελίδες του βιβλίου κι εγώ στην συνέχεια έχοντας την πρόζα θα έκανα το μοντάζ με τις μουσικές και όλα τα σχετικά. Μονίμως ερχόταν «αδιάβαστος». Τον είχα παρακαλέσει ευγενικά, ουκ ολίγες φορές, να ρίχνει μια ματιά στο παρακάτω προς διευκόλυνση όλων μας. Αμ δε… Τα λάθη και τα σαρδάμ έκαναν φεστιβάλ. Σημειωτέον ότι, τω καιρώ εκείνω, η ηχογράφηση γινόταν σε ταινίες. Δεν ήταν λοιπόν και τόσο απλό μετά το στοπ να κολλήσεις σωστά στο σημείο του λάθους, να ξαναμπείς με το ίδιο ύφος την στιγμή ακριβώς που άναβε στο πλατό η κόκκινη ένδειξη με την λέξη ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ, με δυο λόγια να ατακάρεις στο παράγγελμα του ηχολήπτη. Η ενδοσυνεννόηση στην περίπτωσή μας αποδείχτηκε παντελώς άχρηστη, δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Χρειαζόταν εμπειρία κι εγρήγορση που δυστυχώς ο αναγνώστης μου δεν διέθετε. Αναγκάστηκα, μη έχοντας άλλη λύση, να στρατοπεδεύσω δίπλα του. Παρακολουθούσα την ανάγνωση και τον διέκοπτα όποτε γινόταν το λάθος. Περισσότερο όμως τον βοηθούσα να πιάσει το νήμα από το σωστό σημείο. Του έδειχνα με το μολύβι από ποια λέξη κι έπειτα θα συνέχιζε. Όταν έδινε το σήμα ο ηχολήπτης μ΄ ένα ελαφρύ σκούντημα στο μπράτσο του τον ειδοποιούσα για την επανέναρξη της ηχογράφησης. Οι αφελείς δικαιολογίες του θύμιζαν μικρό παιδί. Δεν σχολίαζα απολύτως τίποτα. Αντίθετα έδειχνα σεβασμό και καρτερία. Σεβασμό στον σπουδαίο καλλιτέχνη που με τιμούσε με την συνεργασία του και καρτερία γιατί παρά την ταλαιπωρία, η δουλειά μου γινόταν. Χρωμάτιζε καταπληκτικά το κείμενο του πατέρα του. Και παρά την δυσκαμψία της γλώσσας κατά την ανάγνωση κι όλα τα λάθη, ναι, διάβαζε συγκινητικά τολμώ να πω. Ο Σπαθάρης, όπως και οι σημαντικοί καραγκιοζοπαίχτες πριν απ΄αυτόν, ήταν όλοι τους απλοί και λαϊκοί άνθρωποι. Δεινοί μάστορες του προφορικού λόγου και κατ΄ εξοχήν του αυτοσχεδιασμού. Εκεί μεγαλουργούσαν με το γνήσιο ένστικτο, το αλάθητο και το μεγάλο ταλέντο τους.

    Η εκπομπή είχε απήχηση, άρεσε πολύ. Ο κριτικός ραδιοφώνου Μηνάς Χρηστίδης του περιοδικού «Ταχυδρόμος», δεν χαριζόταν τα καλά λόγια, ήταν αυστηρός και δύσκολος. Παρ΄ όλα αυτά έγραψε ένα διθυραμβικό σχόλιο στην στήλη του. Δεν βαριέσαι όμως, τίποτα δεν διασώθηκε από εκείνην την δουλειά των πενήντα και πλέον επεισοδίων, παρεκτός από ένα και μόνον, μία εκπομπή διάρκειας δέκα λεπτών που ηχογράφησα τότε στο κασετόφωνο την ώρα της μετάδοσής της. Η μετά τον Μάνο Χατζιδάκι, η επί ΠΑΣΟΚ γενική διεύθυνση ραδιοφωνίας της ΕΡΤ υπό τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του μοναδικού αρχείου του Τρίτου Προγράμματος. Για λόγους οικονομίας δήθεν, ηχογραφούσαν κατ΄ εντολήν του κ. Γενικού, οποιαδήποτε σαχλαμάρα της τρέχουσας επικαιρότητας στις ταινίες του αρχείου. Να τα λέμε κι αυτά τα απαράδεκτα, όσο σκληρά κι αν είναι…

    Πέρασαν χρόνοι και καιροί. Το 2008 τον συνάντησα και πάλι με την πρόταση αυτή την φορά να μου διαβάσει τα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού Μακρυγιάννη για το Τρίτο Πρόγραμμα και πάλι. Μου ζήτησε να του στείλω μερικές σελίδες του βιβλίου σε μεγέθυνση. Το έπραξα, πλην όμως κατάλαβα ότι το εγχείρημα δεν θα ήταν και τόσο εύκολο. Στην συνεννόηση από τηλεφώνου υπήρχαν δυσκολίες, έπρεπε να επαναλαμβάνω κάθε μου πρόταση και να εξηγώ τα αυτονόητα. Είχε χάσει την σπιρτάδα του άλλοτε, δεν ήταν ο Σπαθάρης που ήξερα. Κανόνισα με την σύζυγό του Φανή τις λεπτομέρειες και την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα βρισκόμουν στο σπίτι του στο Μαρούσι με την κινητή μονάδα εξωτερικών μεταδόσεων της ΕΡΤ. Θα κάναμε μια δοκιμαστική ηχογράφηση για να δούμε πως πάνε τα πράγματα. Ήλθε με τις σελίδες ανά χείρας και ξεκινήσαμε. Παρότι είχε πρεσβυωπία, αρνείτο πεισματικά να βάλει γυαλιά. Διάβαζε στο περίπου… Αλλά το κείμενο του Μακρυγιάννη αποτυπωμένο σε ένα περίεργο γλωσσικό ιδίωμα, μια παράξενη ελληνική διάλεκτο και με την ιδιομορφία της σύνταξής του, παρουσίαζε έτι πλέον προσκόμματα. Λόγω δε και της ιστορικής του σπουδαιότητας το ζωντανό αυτό κειμήλιο ντοπιολαλιάς δεν μας επέτρεπε οποιαδήποτε προχειρότητα στην αντιμετωπισή του. Ιδροκοπήσαμε να ηχογραφήσουμε κακήν κακώς δύο μόλις σελίδες. Όταν μάλιστα δοκίμασα στο στούντιο με την βοήθεια του τεχνικού να συρράψω το ηχογράφημα στην κανονική μορφή του κειμένου, χρειάστηκε προσπάθεια μεγαλύτερη των τεσσάρων ωρών. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν γινόταν προκοπή. Έπρεπε δυστυχώς να το αφήσω στην άκρη, να εγκαταλείψω οριστικά την ιδέα. Λυπήθηκα πολύ, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Το εμπόδιο ήταν αντικειμενικά ανυπέρβλητο.

    Μερικούς μήνες μετά, εξ αιτίας ενός απλού ατυχήματος, ο Σπαθάρης βρέθηκε στο νοσοκομείο. Ήταν όμως μεγάλος αρκετά και η υγεία του επισφαλής. Μια επιπλοκή στάθηκε ικανή για το τέλος. Έφυγε για πάντα στις 9 Μαΐου του 2009. Ο μεγάλος Έλληνας Μαρουσιώτης γεννημένος στις 2 Ιανουαρίου του 1924 άφησε πίσω του σπουδαίο έργο. Άξιος συνεχιστής του επίσης σημαντικού καραγκιοζοπαίχτη, του πατέρα του Σωτήρη Σπαθάρη, ανήκει στην χορεία των πρωτοπόρων του είδους. Πλούτισε τον μπερντέ με έργα μοναδικά, με φιγούρες σπάνιας λαϊκής τέχνης και ομορφιάς. Μάστορας από τους λίγους, αυθεντικός καλλιτέχνης μιας ξεχωριστής παράδοσης, ο Ευγένιος Σπαθάρης αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι. Μικροί και μεγάλοι, σπουδαγμένοι και απλός λαός υποκλίνονταν στην τέχνη του. Εκτός από το μουστακάκι του αλά Σαρλό, ο ξεχωριστός συμπατριώτης μας παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με εκείνον. Και σίγουρα, ο χαρακτήρας του είχε κάποια στοιχεία ευδιάκριτα από τους ήρωες του Θεάτρου Σκιών. Πώς αλλιώς θα τους «ενσάρκωνε» με τόση πειστικότητα και χάρη επί εβδομήντα και πλέον χρόνια;

  • Στη διάλεκτο της ερήμου

    Τον Γιάννη Κοντό τον συνάντησα για πρώτη φορά στα τέλη του 1974 και συγκεκριμένα στον «Ηνίοχο», το βιβλιοπωλείο επί της οδού Σόλωνος που διατηρούσε με τον Θανάση Νιάρχο, τον επιστήθιο φίλο του, μεταφέροντας κατόπιν δικής του παραγγελίας μερικά αντίτυπα από το φρεσκοτυπωμένο «Χρονικό 74». Επρόκειτο για το καλλιτεχνικό πανόραμα της χρονιάς που εξέπνεε, μια ετήσια έκδοση της γκαλερί «Ώρα» όπου και εργαζόμουν. Φρέσκος και άπειρος στην πιάτσα, ομολογώ πως ένιωσα άβολα, αν όχι δυσάρεστα, με τα λεκτικά παιχνίδια που εξ αρχής έκανε ο ποιητής εις βάρος μου, τα υπονοούμενα και τα τερτίπια του. Ένιωσα να κοκκινίζω από συστολή, αδύναμος να του απαντήσω κατάλληλα και να τον βάλω στην θέση του. Αντίθετα εκείνος έδειχνε να απολαμβάνει την αμηχανία και το στρίμωγμα που μου προκαλούσε. Την μέθοδο αυτή δεν παρέλειπε έκτοτε να εφαρμόζει με συνέπεια σε κάθε παρόμοια ευκαιρία. Πράγμα ωστόσο αρκετό για να τον κατατάξω, ως περίπτωση ανθρώπου, στις άκρως δυσάρεστες και απωθητικές. Ομολογώ, ότι δεν αντιλαμβανόμουν τότε, τι υπέκρυπτε η φιλοπαίγμων, αν όχι αψυχολόγητη, συμπεριφορά του. Η τόσο άγαρμπη και ατελέσφορη στα σίγουρα. Ούτε υποψιαζόμουν ότι τα χοντροκομένα αστεία του, άλλο δεν δήλωναν από το ενδιαφέρον του για μένα.

    Πέντε χρόνια μετά, κάποιο μεσημέρι της Άνοιξης του 1979, βρεθήκαμε και πάλι από κοντά στο «Greek House», ένα εστιατόριο με θέα την Ακρόπολη και στην σκιά του Φιλοπάππου τα τραπέζια του, στην αρχή ακριβώς της οδού Γαριβάλδη. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα, μεταξύ αυτών ο Ματθαίος Μουντές, οι μαθητές του Ζαχαρίας Ρόχας και Ντίνος, η Σαπφώ Νοταρά και ο τότε συγκάτοικος και ισόβιος φίλος μου Γιώργος Παυριανός. Μόλις κατέφθασα, ο Γιώργος Μανιώτης ως συνδετικός κρίκος, άρχισε θυμάμαι τις απαραίτητες συστάσεις μεταξύ των συνδαιτημόνων, όταν ο Γιάννης Κοντός που ήδη παρευρίσκετο εκεί με την φίλη του Νάσα Παταπίου θέλησε, περιχαρής για την  απρόσμενη συνάντηση κι ενθουσιώδης, να επαναλάβει το παλιό, γνωστό μοτίβο του… Τον αγριοκοίταξα και μαζεύτηκε. Δεν ήμουν πλέον, ούτε υπάλληλος εν ώρα εργασίας, μήτε βεβαίως ο νεαρός, άτολμος δεκαοκτάρης του άλλοτε. Μια κουβέντα ακόμη αν έλεγε «θα τον έπαιρνε και θα τον σήκωνε» κανονικά. Μετά από κάμποση ώρα, διαπίστωσα μια ευχάριστη μεταστροφή στην συμπεριφορά του. Άλλαξε άρδην, έγινε βαθμηδόν ζεστή, έφτασε τα όρια της τρυφερότητας. Καιρό μετά κατάλαβα πόση αμηχανία και ταραχή του προξενούσα κάποτε ερήμην μου. Ήταν σαστισμένος, όπως μου εξομολογήθηκε, από την αδικαιολόγητη συμπάθεια, την πρωτόγνωρη έλξη που ένιωθε να τον καταλαμβάνει όποτε με συναντούσε. Πρωτόγνωρη κι ανομολόγητη. Και ότι στο πρόσωπό μου είχε ανακαλύψει, ούτε λίγο ούτε πολύ, τον έμπιστο φίλο, τον μικρότερο αδελφό που ποτέ δεν απέκτησε. Κι αυτό ήταν όλο. Επιτέλους, στεκόταν με ειλικρίνεια απέναντί μου. Τον καθησύχασα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος πανικού. Έδωσα άφεση στο κακό παρελθόν και σιγά σιγά γίναμε στενοί φίλοι. Τελικά, ήταν κι εκείνος, παρότι δεκατρία χρόνια μεγαλύτερός μου, ένα μπερδεμένο παιδί. Και κατά βάθος φοβισμένο, ίσως περισσότερο από μένα.

    Κατοικούσαμε στην ίδια περιοχή. Εκείνος στο Κουκάκι, εγώ λίγο πιο πάνω, στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Η ανταλλαγή επισκέψεων ήταν μια καθημερινή ρουτίνα. Κι αν δεν μέναμε στο σπίτι ετοιμάζοντας όλοι παρέα οι φίλοι κάτι πρόχειρο για φαγητό, βγαίναμε για βόλτα  προς τον Λουμπαρδιάρη με τελικό προορισμό μας το ξέφωτο στο πίσω μέρος του λόφου. Εκεί, ανάμεσα σε αστεϊσμούς και πλάκες, κάναμε συζητήσεις επί συζητήσεων, μέχρι πρωίας, για διάφορα θέματα. Συνήθως μιλούσαμε για την λογοτεχνία ή περί τέχνης γενικότερα. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας μας, κακά τα ψέματα, το διεκδικούσε το πρωτόφαντο παιχνίδι του έρωτα και οι ολέθριες, πλην άγνωστες ακόμη σε μας, συνέπειές του… Πιο τακτικοί συνοδοιπόροι στις νυχτερινές εξορμήσεις ήταν οι δύο συγκάτοικοί μου εκείνη την περίοδο, Γιώργος Χρονάς και Γιώργος Παυριανός. Άλλοτε ερχόταν η Ζυράννα Ζατέλη, ο Γιώργος Μανιώτης, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Χάρης Μεγαλυνός, ο Δημήτρης Λέκκας, η Λίνα Νικολακοπούλου, ο Γιώργος Κουμεντάκης και τόσοι άλλοι, αδύνατον να τους ανακαλέσω όλους στην μνήμη μου. Μαζί μας, ακολουθούσε καμιά φορά και ο Γιώργος Ιωάννου. Οι περισσότεροι ήμασταν νέοι πολύ και ανοιχτοί σε καινούργια πρόσωπα, σε νέους φίλους. Άλλοτε πάλι τραβούσαμε, τα καλοκαίρια ιδίως, τσούρμο κανονικό των δέκα και πλέον ατόμων, για φαγοπότι στα διάφορα ταβερνεία της Πλάκας, στο κλασικό μαγέρικο «Οικονόμου» των Πετραλώνων με τα υπέροχα εισέτι μαγειρευτά ή στο στέκι του Ηλία, τα γνωστά «παϊδάκια», πάνω από τον σταθμό του Θησείου.

    Πολλές φορές τα πρωινά περνούσα για επίσκεψη από το γραφείο του. Αφότου έκλεισε το δικό του βιβλιοπωλείο, εργαζόταν ως σύμβουλος των εκδόσεων «ΚΕΔΡΟΣ» της Νανάς Καλλιανέση. Χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Με σύστηνε ανελλιπώς σε όλους τους σύγχρονους λογοτέχνες που παρήλαυναν καθημερινά από εκεί να πουν ένα «γεια» και με την ευκαιρία να πληροφορηθούν για τις πωλήσεις των βιβλίων τους. «Ο μικρός μου αδελφός», έτσι με έλεγε συνήθως. Αδύνατον να τους απαριθμήσω, ήταν πολλοί και διαλεχτοί, ένας κι ένας. Ας αναφέρω κατ’ εξαίρεση τον μέγιστο Γιάννη Ρίτσο και μόνον αυτόν. Δεν παρέλειπε επίσης να με φορτώνει με όλες τις νέες εκδόσεις και να μου εξηγεί το «τι» και το «πώς» για την κάθε περίπτωση. Μου χάριζε ακόμη και ιδιαίτερα ακριβά βιβλία όπως π.χ. τον σκληρόδετο τόμο «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» του Ηλία Πετρόπουλου. Ήταν μεγάλο πειραχτήρι, γνωστό αυτό. Ούτε η κυρία Καλλιανέση δεν εξαιρείτο του κανόνα. Όταν ο Γιάννης το παράκανε με τα πειράγματά του εκείνη μυστηριωδώς χανόταν, λες και περνούσε σε κάποια μυστική κρύπτη. Αλλά ήταν και πολύ αγαπησιάρης. Αντάλλασε σταυρωτά φιλιά με όλους, γυναίκες και άνδρες. Επιζητούσε σταθερά την συμπάθεια των συναδέλφων του, αυτών κυρίως. Ήταν η δική του μεγάλη οικογένεια, οι δικοί του άνθρωποι. Την πιο δύσκολη σχέση την είχε με τον Γιώργο Μανιώτη. Κάθε τόσο καυγάδιζαν και για ένα διάστημα έπεφτε «σιγή ασυρμάτου». Μετά «φτου κι απ΄την αρχή» πάλι σαν να να μην έγινε τίποτα. Τον αγαπούσε πολύ. Αυτό το υπογράφω. Αλλά ήταν και οι δυο τους μοναχοπαίδια, κάτι που νομίζω μας λέει πολλά για τον χαρακτήρα τους. Μεγάλη τρυφερότητα διέκρινα και για τον Γιώργο Ιωάννου. Τον εκτιμούσε βαθειά και τον σεβόταν. Όταν ξεκίνησε η αντιπαράθεση Ιωάννου – Μαρωνίτη με υπαιτιότητα του τελευταίου, ο Γιάννης Κοντός τάχθηκε στο πλευρό του φίλου του, πράγμα όχι και τόσο απλό για τις λογοτεχνικές φατρίες και τα λογής πρόσωπα εξουσίας στον πνευματικό χώρο.

    Τις Κυριακές του Χειμώνα χωμένος μέσα στο μοντγκόμερι και τυλιγμένος με το μακρύ κασκόλ του, το μόνιμο φετίχ, περνούσε να με παραλάβει με ταξί για φαγητό στο πατρικό του. Καταφθάναμε στου Παπάγου με την πληθωρική κυρία Ζωή, την μητέρα του, να μας περιμένει στην πόρτα. Ο κύριος Μάκης, ο χαμηλών τόνων συνταγματάρχης εν αποστρατεία, ήταν στα ενδότερα του σπιτιού. Πατέρας και γιος βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Προς χάριν, όμως του καλεσμένου έκαναν ανακωχή. Ο Γιάννης δεν παρέλειπε να τσιγκλάει διαρκώς την μητέρα. Εκείνη τσιμπούσε στα αθώα πειράγματα κι εμείς κάναμε χάζι τις αντιδράσεις της. Ως μοναχοπαίδι του είχε μεγάλη αδυναμία. Τον λάτρευε. Όποιος αγαπούσε το παιδί της ήταν φίλος. Και αντίθετα, όποιος στεναχωρούσε τον Γιαννάκη της ήταν ορκισμένος εχθρός της! Μετά το φαγητό πλαγιάζαμε συνήθως παρέα για έναν μεσημεριανό υπνάκο στον καναπέ με μια κουβέρτα. Μας σκέπαζε η μητέρα και πριν αποχωρήσει μας σταύρωνε και μας έφτυνε για το κακό το μάτι! Νωρίς το απόγευμα αποχωρούσαμε με τα απαραίτητα τάπερ και τα σχετικά εκ νέου φτυσίματα και ξόρκια ως κατευόδιο…

    Τα Καλοκαίρια κατά τον Αύγουστο ανηφορίζαμε για το Μεταξοχώρι, λίγο έξω από την Αγιά της Λάρισας. Υπήρχε το σπίτι του εκεί. Τα μπάνια τα κάναμε στην παραλία του Αγιόκαμπου. Τα μεσημέρια τρώγαμε κάτι πρόχειρο στο σπίτι και τα βράδια, όταν δεν ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι της Αλίκης Γεωργούλη ή της Άννας Βαγενά και του Κηλαηδόνη, βγαίναμε για φαγητό στην πλατεία του χωριού με τα αιωνόβια πλατάνια και το ποτάμι καταμεσίς. Κρατούσαμε ζακέτες και ελαφριά μπουφάν. Παρά τον καύσωνα της ημέρας, όταν νύχτωνε έκανε ψύχρα. Δεν θυμάμαι ποιος απ΄όλους έκανε την αρχή, ίσως ο Μποστ, μπορεί και ο Παντελής Καλιώτσος με τον Πέτρο Αμπατζόγλου, και σε λίγο, ο ένας μετά τον άλλον, βρέθηκαν με σπίτι στο Μεταξοχώρι, φημισμένο στις μέρες μας για τα εξαιρετικά κεράσια του. Από κοντά είχε έλθει έναν Αύγουστο και ο Κώστας Κάτσουλας, ο έτερος κολλητός μου. Τότε ήταν που πρωτοσυνάντησα και τον Γιώργο Καλφαμανώλη, τον γιο της Γεωργούλη, δωδεκαετές παιδίον να λυσσάει στο παιχνίδι με τους συνομηλίκους του, αδιάφορος για τις τιμωρητικές απειλές της μητρός του. Δεν εννοούσε να μαζευτεί στο σπίτι και η σερβιρισμένη μακαρονάδα κρύωνε στα πιάτα μας. Την ίδια περίοδο ο Μανιώτης υπηρετούσε στρατιώτης σε μια μονάδα της Λάρισας. Τον επισκευτήκαμε μία φορά. Δεύτερη δεν προλάβαμε. Έδωσε μια μικρή «παράσταση», όχι χωρίς ρίσκο και τσίμπησε μιαν ωραιότατην αναβολή θητείας. Από σύμπτωση βρεθήκαμε σε λίγες μέρες να αναχωρούμε όλοι μαζί στο ίδιο λεωφορείο για την Αθήνα, μέσα σε απίστευτη ένταση και εκνευρισμό. Οι τρεις παραθεριστές, ο φαντάρος και οι αγχωμένοι γονείς του, που μόλις την προηγουμένη είχαν καταφθάσει ανήσυχοι για το παιδί.

    Με τον Γιάννη Κοντό τα πρώτα χρόνια της περίκλειστης φιλίας μας, αλλά και τα υπόλοιπα που ακολούθησαν μέχρι τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 2015, μιλούσαμε σε μιαν άλλη διάλεκτο, «στη διάλεκτο της ερήμου». Έτσι ήθελε να το λέει. Και προφανώς εκεί οφείλει τον τίτλο της η ποιητική συλλογή που εξέδωσε το Φθινόπωρο του 1980. Κλείνοντας το σημείωμά μου αυτό στην  μνήμη του αγαπημένου φίλου, αντιγράφω από την πρώτη, εσωτερική σελίδα του βιβλίου.

    «Υ.Γ.

    Τα ποιήματα τάχουμε μαζί.
    – όπως τα παιδιά τα παιχνίδια –
    Μόνο που αυτά σκοτώνουν.
    Τώρα, το πως εγώ ζω, είναι
    μια άλλη ιστορία.
    Κατάλαβες Γιώργο;
    Γιάννης
    Τετάρτη μέρα συννεφιάς
    του Νοεμβρίου 1980».

    Γιάννης Κοντός:
    Αίγιο, 23 Ιανουαρίου 1945  – Αθήνα, 19 Ιανουαρίου 2015

  • Ο Ιωάννης των χρωμάτων

    Στα τέλη της εφηβείας μου, το μακρινό 1975, εργαζόμουν στην γκαλερί «ΩΡΑ» του Ασαντούρ Μπαχαριάν ή μάλλον στο Πνευματικό Καλλιτεχνικό Κέντρο «ΩΡΑ» καλύτερα, όπως ήταν και η πλήρης ονομασία, η επίσημη ας πούμε, το οποίο στεγάζοταν σ΄ ένα εξαίρετο νεοκλασσικό, δίπατο σπίτι επί της οδού Ξενοφώντος 7, στο Σύνταγμα. Με είχε συστήσει ο φίλος Γιώργος Χρονάς και αυτή ήταν η πρώτη δουλειά που έπιασα αμέσως μετά την αποφοίτησή μου από το γυμνάσιο, αντικαθιστώντας τρόπον τινά την μόλις αποχωρήσασα τότε από το πόστο και μετέπειτα φίλη μου επίσης Ζυράννα Ζατέλη. Και ξαφνικά, μια μέρα των ημερών, αναστάτωση κι ένταση μεγάλη δημιουργήθηκε στην «ΩΡΑ». Αιτία ήταν η αναδρομική έκθεση που θα φιλοξενείτο εκεί του σπουδαίου ζωγράφου και κάπως μονόχνωτου ανθρώπου είναι η αλήθεια, του  Διαμαντή Διαμαντόπουλου, ως απάντηση μάλιστα της άλλης έκθεσης που ήταν στα σκαριά από την γκαλερί Ζουμπουλάκη, αυτής του Γιάννη Τσαρούχη. Οι φήμες ήθελαν τους δύο ζωγράφους να είναι στα μαχαίρια…

    Προσωπικά, ιδέαν δεν είχα περί ζωγραφικής, πόσω δε μάλλον για τα παρασκήνια του χώρου και τα σχετικά κουτσομπολιά. Άκουγα ότι ο Διαμαντόπουλος, επιστήθιος φίλος και δάσκαλος του Τσαρούχη κάποτε, είχε περιέλθει – αντίθετα με τον μαθητή του – στην αφάνεια, εξ αιτίας των σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Καθώς επίσης, ότι πίσω από την διεθνή φήμη του Τσαρούχη, υπήρχε ο πολύς Αλέξανδρος Ιόλας που κινούσε τα νήματα μιας τέτοιας καταξίωσης. Από τον τρόπο που τα συζητούσαν όλα αυτά, το σχετικό δέος δηλαδή που διακατείχε τους ειδικούς και τους καλά ενημερωμένους πέριξ των εικαστικών στις σχετικές κουβέντες τους, αντιλήφθηκα το μέγεθος των ανδρών. Την καλλιτεχνική αξία τους, καθώς και την συνακόλουθη εμπορική.

    Λίγους μήνες μετά συνάντησα από κοντά τον Τσαρούχη στην κάμαρα του Χρονά, την επί της οδού Πανός 17 κείμενη, κάτω από την Ακρόπολη, το μεγαλύτερο σαλόνι της Μ. Ανατολής, όπως χαρακτηριστικά την είχε ονομάσει ο θυμόσοφος ζωγράφος. Του άρεσε να είναι μισογερτός συνήθως στο διπλό ντιβάνι κι ακουμπώντας στο αριστερό χέρι του να μας αφηγείται με φωνή ακύμαντη και βλέμμα απλανές διάφορα χαριτωμένα συμβάντα σπουδαίων ανθρώπων του παρελθόντος ή περιέπαιζε τα χούγια τους. Για την Κατίνα Παξινού, φίλη του από την πρώτη νιότη τους, εκ Πειραιώς ορμώμενοι κι οι δύο, έλεγε: «Η συγχωρεμένη η Κατίνα, αρέσκετο στους λαρυγγισμούς! Είχε περάσει, βλέπεις, από το Λυρικό Θέατρο, με αποτέλεσμα να της μείνει αυτό το κουσούρι… Σε όλες τις τραγωδίες της Επιδαύρου έκανε το ίδιο τερτίπι, έβγαζε κάτι μακρόσυρτους λυγμικούς φθόγγους προς εντυπωσιασμόν του κοινού, πράγμα απαράδεκτο».

    Καμιά φορά βγαίναμε όλοι μαζί, οι μόνιμοι θαμώνες της κάμαρας κι εκείνος για φαγητό σε κάποιο ταβερνείο στα πέριξ της Αρχαίας Αγοράς. Με βηματισμό ιδιόμορφο – κάπως έσερνε τα πόδια του παρά περπατούσε – προηγείτο ελαφρώς της κουστωδίας, ήταν ο επικεφαλής. Συνέχιζε να μιλάει, κοιτώντας μπροστά, προσηλωμένος θαρρείς σε κάποιον αόρατο στόχο, αδιαφορώντας, δήθεν, για το ποιοι εξ ημών τείναμε ευήκοα ώτα. Αυτονόητο είναι πως είχε σταθερά τον πρώτο λόγο. Ουδείς τολμούσε να τον αμφισβητήσει, ει μη μόνον ο Χάρης Μεγαλυνός και ο Εύμολπος Συνοδινός από την παρέα, οι κάπως μεγαλύτεροι εμού και σίγουρα περισσότερο ενημερωμένοι. Ήταν αποκλειστικά χορτοφάγος και λιτοδίαιτος. Ανέπτυσσε δε, διάφορες καινοφανείς απόψεις – εκ των υστέρων καθόλα σεβαστές, «στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα» – αναφορικά με τις σωστές γαστριμαργικές συνήθειες, αντίθετα με τις σύγχρονες της φυλής μας. Κατακεραύνωνε την υπερβολική κατανάλωση του κρέατος και την χαρακτηριστική διάθεση βουλιμίας που συχνά μας διακατέχει σχετικώς με το φαγητό. «Οι νεοέλληνες , παρότι οι περισσότεροι ήταν αγέννητοι την περίοδο της Κατοχής, τρώνε αναδρομικά τόσο, όσο υποτίθεται στερήθηκαν να φάνε τότε. Έχουν ένα σύνδρομο πείνας, το σύνδρομο της Κατοχής, λες κι έχει περάσει στο DNA τους ο φόβος της έλλειψης τροφής» μας εξηγούσε, εύστοχα μιλώντας. Την ίδια στιγμή, εμείς οι υπόλοιποι, εντυπωσιασμένοι από τις διαπιστώσεις του, αλλά και αδιάφοροι κατ’ ουσίαν, τεμαχίζαμε την μοσχαρίσια μπριζόλα την ψημένη στα κάρβουνα, ενώ εκείνος αρκείτο σ΄ ένα πιάτο ραδίκια με μπόλικο λεμόνι και λάδι. Ίσως και σε μερικές ελιές ή λίγη φέτα.

    Τέλος καλοκαιριού του 1977 βρέθηκα με φίλους στο υπαίθριο πάρκινγκ επί της οδού Καπλανών 6, στο Κολωνάκι. Τα σημάδια στις πλαϊνές πολυκατοικίες μαρτυρούσαν ότι στον χώρο παλιότερα υψωνόταν ένα διώροφο σπίτι, ότι κάποτε υπήρχε ζωή εκεί. Κι άνθιζε καθημερινά μαζί της η γλυκιά ρουτίνα των ενοίκων του. Όπως συνέβη και με την Τροία, ούτως ειπείν, πριν αλωθεί και γίνει μαύρος σωρός ερειπίων από τους Έλληνες. Πιθανόν να ήταν αυτός ο λόγος ακριβώς που τον επέλεξε ο μεγάλος ζωγράφος. Και πρόχειρα τον μετέτρεψε εντός ολίγων ημερών σε θέατρο. Είχαμε μεταβεί λοιπόν με την ελπίδα ότι θα καταφέρουμε να εισχωρήσουμε. Μεγάλη περιέργεια μας τριβέλιζε τον νου.  Θέλαμε να παρακολουθήσουμε τις πρόβες που καθημερινά έκανε ο Τσαρούχης για το ανέβασμα των δικών του «Τρωάδων». Ο Χρονάς που θα υποδύετο τον επικεφαλής αξιωματικό και ο φίλος Πάρις Τορναζάκης έναν από τους ναύτες της φρουράς του Μενέλαου, μας είχαν ενημερώσει με ποιο τρόπο θα έπρεπε να προσεγγίσουμε το άβατον και πώς θα το εκπορθήσουμε ως μη έχοντες κάποιον Δούρειον Ίππον! Η πληροφόρησή μας λοιπόν ήταν εκ των έσω… Μιλώντας χαμηλόφωνα, προσπαθούσαμε να κόψουμε κίνηση μέσα από τις σχισμές και τα κενά που άφηναν μεταξύ τους οι σανίδες της πρόχειρης  περίφραξης του χώρου, όταν είδαμε να καταφθάνει ο Τσαρούχης με μια ανοικονόμητη αρμαθιά κλειδιών στο χέρι, ως μέγας κλειδοκράτορας. Προφανώς αντελήφθη την έξωθεν κινητικότητα, κοινώς μας πήρε χαμπάρι και έσπευσε να μας μαλώσει. Άνοιξε φανερά ενοχλημένος. Ρώτησε τον λόγο της παρουσίας μας. Εμείς δασκαλεμένοι καταλλήλως του είπαμε να μας επιτρέψει να μπούμε μέσα για την πρόβα. Έριξε πρώτα μια διερευνητική ματιά στον καθένα μας ξεχωριστά, προσποιήθηκε ότι δεν με αναγνώρισε και κατόπιν σε ύφος αυστηρό μας είπε: «Περάστε, αλλά να είσαστε φρόνιμοι. Να μην ακούσω κιχ, αλλιώς θα σας διώξω όλους».

    Δηλώσαμε υπακοή και λάβαμε θέσεις στην ξύλινη κερκίδα. Κάθε τόσο διέκοπτε τους ηθοποιούς και τους διόρθωνε. Ο τρόπος του ήταν τόσο απρόοπτος και ασυνήθιστος. Σχολίαζε κι έκανε οξυδερκείς παρατηρήσεις με κάποια σχετική ειρωνεία πάντοτε, πράγμα που διασκέδαζε ακόμα και τους σχολιαζόμενους! Υποδείκνυε θυμάμαι στην Σμάρω Στεφανίδου, σε ποιο σημείο ακριβώς, σε ποιαν ατάκα όφειλε ως Εκάβη, να ξεκινάει τον θρήνο της. Και όχι νωρίτερα έτσι ώστε να μην καλύπτει τον λόγο της Σαπφούς Νοταρά, της κορυφαίας του χορού. Στην Νοταρά επίσης έλεγε να μην υπερτονίζει – για λόγους γυναικείου ανταγωνισμού και προσωπικής πίκας εικάζω – την προσφώνηση «γριά» απευθυνόμενη στην Εκάβη… Λίγες μέρες μετά, την ημέρα της πρεμιέρας, στις 3 Σεπτεμβρίου συγκεκριμένα, ήμασταν σύσσωμοι και πάλι εκεί. Νομίζω πως είναι περιττό να πω, ότι τελειώνοντας η παράσταση φύγαμε κυριολεκτικά μαγεμένοι.

    Την Άνοιξη του 1978, μόλις απολυμένος από τον στρατό, ανέβηκα αρκετές φορές παρέα με τον Χρονά στο σπίτι του στο Μαρούσι. Στην δροσερή αυλή συνέρρεε κόσμος πολύς, άτομα σημαντικά από όλο το φάσμα των γραμμάτων και των τεχνών. Ο σεβασμός όλων στο πρόσωπό του ήταν έκδηλος. Το καταλάβαινα από τον τρόπο που ρωτούσαν την γνώμη του για μια σειρά από πράγματα, αλλά και τον τρόπο που τους απαντούσε. Εμένα δεν ίδρωνε το αυτί μου. Ήμουν μόλις εικοσιδύο χρόνων και πέρα έβρεχε… Εντύπωση μου είχε κάνει η ακαταστασία που επικρατούσε και στους δύο ορόφους, άσε στο χώρο του εργαστηρίου, το ατελιέ του ζωγράφου. Κανονικό χάος. Αναρίθμητα σχέδια σε χαρτί και μισοτελειωμένα έργα σε μουσαμά παντού. Πινέλλα, μπογιές και εργαλεία της δουλειάς σκόρπια εδώ κι εκεί. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι με άφηναν ασυγκίνητο οι ζωγραφιές του, ίσα ίσα το αντίθετο συνέβαινε. Μπορεί να ήμουν αδαής, πλην όμως η εκφραστικότητα των μορφών του, οι αδρές γραμμές και τα χρώματα, προπαντός τα χρώματα των έργων του, ήταν χωρίς υπερβολή καθηλωτικά. Ο Ιωάννης των χρωμάτων, σκεφτόμουν ενώ περιδιάβαινα ανάμεσά τους.

    Στις 25 Μαΐου του 1978 βρέθηκα στο τρένο να ανηφορίζω παρέα με τον Τσαρούχη και τον Χρονά για την Θεσσαλονίκη. Ήταν κανονισμένο να πάνε οι δυο τους, αλλά την τελευταία στιγμή πήραν κι εμένα μαζί τους, της προσκολλήσεως που λένε. Την πρώτη ημέρα συνεχίσαμε για την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής καλεσμένοι στην βίλα ενός γνωστού, ολοφάνερα νεόπλουτου και ανόητου επίσης, όπου και καταλύσαμε. Την επομένη την σκυτάλη θα έπαιρνε ο Σέρο Αμπραχαμιάν, ένας εκκεντρικός Σαλονικιός σχεδιαστής ρούχων, αρμένικης καταγωγής. Το ραντεβού μας μαζί του ήταν στο πολύ γνωστό και κλασσικό τότε εστιατόριο της παραλίας, το «Όλυμπος Νάουσα». Φτάνοντας εκεί αυτομόλησα, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία να συναντήσω μετά από καιρό έναν ντόπιο φίλο μου. Βεβαίως, ως μη όφειλα, αλλά από σεβασμό και μόνον στο πρόσωπο του Τσαρούχη, μπήκα στον κόπο να εξήγησω τον λόγο της απουσίας μου και αφού υποσχέθηκα, ότι δεν θα λείψω πέραν της μιας ώρας, αναχώρησα ανυποψίαστος. Έκανα το τραγικό λάθος να απουσιάσω πέραν του συμφωνηθέντος, καθυστέρησα κατά μισήν ώρα. Δεν είχα προλάβει να καθίσω στο τραπέζι και να ανταλλάξω χειραψία με τον καινούργιο οικοδεσπότη μας, όταν δέχτηκα τα καταιγιστικά πυρά του Τσαρούχη. Άρχισε να φωνάζει υστερικά, να με ρωτάει γιατί άργησα, ότι έχει την ευθύνη μου και ολοκλήρωσε τον εκτός εαυτού μονόλογο με την μελοδραματική φράση: «Δεν μπορείς εσύ να με πεθάνεις!». Μετά την τελευταία κορώνα, σιώπησε κι έγειρε το κεφάλι του περιπαθώς πίσω.

    Είχα μείνει αποσβολωμένος, δεν καταλάβαινα προς τι όλη αυτή η υστερική συμπεριφορά εκ μέρους του. Οι πελάτες από τα γύρω τραπέζια είχαν διακόψει το φαγητό τους και μας κοιτούσαν απορρημένοι. Ντρεπόμουν, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ντρεπόμουν πολύ και ταυτόχρονα έβραζα από τον θυμό μου. Έβρισκα ακατανόητη αυτήν την επίθεση, άδικη και φυσικά δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ανησύχησε πραγματικά γιατί δήθεν αργοπόρησα μισή ώρα. Επιτέλους, ήμουν ενήλικος, για ποια ευθύνη μου μιλούσε και κουραφέξαλα; Προφανώς είχε τρωθεί ο ναρκισσισμός του. Πώς ήταν δυνατόν, πώς τολμούσα να έχω το παραμικρό ενδιαφέρον για οποιονδήποτε άλλον, πέραν εκείνου; Και μάλιστα καθ’  ήν στιγμή αποτελούσα μέλος της συνοδείας του; Εκεί επάνω ήλθε συνεπίκουρος ο Χρονάς, «έχει δίκιο ο Γιάννης, ήταν λάθος σου» τόλμησε να μου πει. «Εσύ με ποιον είσαι, με το θηρίο ή με εμένα;» του απάντησα έξαλλος. Φύγαμε αμίλητοι από το εστιατόριο και κατευθυνθήκαμε πεζή προς τα ανατολικά της πόλης στο διαμέρισμα του Σέρο Αμπραχαμιάν, ο οποίος ευτυχώς δεν είχε πάρει θέση στον καυγά. Φτάνοντας εκεί ξάπλωσα σ’ ένα κρεβάτι κι έκλεισα τα μάτια μου να ηρεμήσω λίγο. Ήμουν πολύ συγχυσμένος. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου, αν ήταν ποτέ δυνατόν! Και ξαφνικά ακούω να κλείνει με πάταγο η ανοιχτή πόρτα και πριν προλάβω να αντιδράσω ακούω να γυρίζει το κλειδί. Πετάχτηκα επάνω και δοκίμασα ν’ ανοίξω. Έπαιξα το πόμολο, τίποτα. Είχε κάνει το αδιανόητο, με είχε κλειδώσει μέσα, με φυλάκισε κανονικά. Απείλησα θεούς και δαίμονες, φώναξα, καμία απάντηση. Βγήκα στο μπαλκόνι προς αναζήτηση βοήθειας. Για κακή μου τύχη το διαμέρισμα ήταν στον 1ο όροφο και ακριβώς από κάτω υπήρχε ένα ψητοπωλείο με την μουσική στην διαπασών. Σκέφτηκα να ζητήσω από κάποιον διερχόμενο να καλέσει την άμεσο δράση. Αναλογίστηκα την φασαρία και το σκάνδαλο που πιθανώς θα ξεσπούσε σε βάρος του Τσαρούχη. Όχι, αυτό παρά ήταν πολύ, δεν χρειαζόταν να το φτάσουμε στα άκρα. Φορτωμένος θυμό προσπάθησα να κοιμηθώ. Και κάποια στιγμή τα κατάφερα.

    Το άλλο πρωί ξύπνησα από τον θόρυβο τακουνιών στο πάτωμα. Άνοιξα τα μάτια και είδα μέσα από την ορθάνοιχτη πλέον πόρτα του δωματίου μου, να πηγαινοέρχεται με πασούμια ο οικοδεσπότης φορώντας ένα διαφανές πενιουάρ!

    Χαμογέλασα, αν μη τι άλλο, ήμουν επιτέλους ελεύθερος. Με ρώτησε αν ήθελα πρωινό ή αν προτιμούσα σκέτο καφέ. «Το δεύτερο, έναν καφέ σε παρακαλώ», του απάντησα. Όπως μου εξήγησε στην συνέχεια, Τσαρούχης και Χρονάς είχαν αποχωρήσει νωρίτερα, για πού, άγνωστο. Καλύτερα σκέφτηκα. Δεν είχα καμία διάθεση να τους ξαναδώ μπροστά μου. Όσο κι αν μ’ έθλιβε το σύντομο και τόσο άδοξον τέλος του ταξιδιού, ήταν προτιμότερο από το να φιλοξενηθώ στο διαμερισμά του Σέρο, όπως ο ίδιος μου πρότεινε. Δεν ήταν άλλωστε δικός μου φίλος. Τύχη αγαθή το θέλησε όμως και σε μια περατζάδα που έκανα στην προκυμαία έπεσα συμπτωματικά επάνω σ’ έναν συμμαθητή μου από το γυμνάσιο, τον Ηλία Γιαννιά. Υπηρετούσε στρατιώτης σε κάποια κοντινή μονάδα. Όταν του γνωστοποίησα ότι θα έπρεπε να επιστρέψω άρον άρον πίσω λόγω έλλειψης χρημάτων, με απέτρεψε, μου βρήκε μάλιστα και λύση στο πρόβλημα. «Τις μέρες που παίρνω έξοδο, διανυκτερεύω στο σπίτι ενός φίλου. Πιστεύω ότι δεν θα του ήταν μεγάλο βάρος, αν έμενες κι εσύ μερικές μέρες». Όπερ και εγένετο! Λίγους μήνες μετά χτύπησε το τηλέφωνο του πατρικού μου σπιτιού, ήταν ο Χρονάς. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, μου δήλωσε πως το δίκιο ήταν με το μέρος μου. Και πως, την μία και μοναδική φράση που του είχα πει, την θυμόταν καλά! «Αν και νεώτερος όλων, μίλησες σοφά. Να το ξέρεις, μαζί σου είμαι», μου είπε.

    Το καλοκαίρι του 1983 ήλθε από την μακρινή Ιαπωνία και ανέβηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού η μετέπειτα θρυλική παράσταση «Μήδεια» του Γιούκιο Νιναγκάουα. Η φήμη της προηγείτο, με αποτέλεσμα να εξαφθεί η περιέργεια των θεατρόφιλων Αθηναίων. Στην γενική δοκιμή τρύπωσα μέσα, όπως και πολύς άλλος κόσμος. Έμενα δίπλα σχεδόν, στου Φιλιπάππου, σε μια κάθετο στην αρχή του περιφερειακού δρόμου. Ο θίασος αποτελείτο εξ ολοκλήρου από άνδρες. Η χάρη και η εσωτερική ένταση στην κίνηση του Μικιτζίρο Χίρα στον ρόλο της Μήδειας επρόκειτο πραγματικά για κάτι το θαυμαστό, όπως επίσης και ο συνδυασμός αυθεντικής ιαπωνικής μουσικής με σουίτα του Μπαχ. Η δε σκηνή της αποθέωσης με την ηρωίδα επάνω σε άρμα που το οδηγεί δράκος, ενώ εκείνη κρατάει στα  χέρια της τα κεφάλια των σφαγμένων παιδιών της ήταν θριαμβική. Τελειώνοντας η «γενική» πήρε το μάτι μου κατά την έξοδο τον Τσαρούχη να ακολουθείται από μια ομάδα θαυμαστών και φίλων του. Πλησίασα διακριτικά. Ήμουν πολύ περίεργος να ακούσω τα σχόλιά του, μιας κι όλοι γύρω του τον ρωτούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, μετ’ επιτάσεως: «Πώς σου φάνηκε Γιάννη η παράσταση; Τι λες δάσκαλε για την γιαπωνέζικη εκδοχή της Μήδειας;». Κι εκείνος αφού τους άφησε επ’ ολίγον να σιγοψηθούν, τελικώς απεφάνθη: «Είναι η άποψη που έχει ο Άξονας για την αρχαία τραγωδία!». Την αποδοκίμασε με το ευφυολόγημα περί «Άξονος». Ήταν εξαιρετικά πνευματώδης, άπιαστος αετός.

    Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο, έχοντας γράψει τους στίχους τεσσάρων τραγουδιών στον δίσκο «Μόνον Άντρες» που μόλις είχε κυκλοφορήσει στην αγορά σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη με την φωνή του Γιώργου Μαρίνου, αισθάνομουν ευτυχής. Εξ αιτίας μάλιστα της δισκογραφικής συνεργασίας μας ο Μαρίνος μου είχε προτείνει μια μεγαλύτερη συμμετοχή στο πρόγραμμα που ετοίμαζε για την χειμερινή σεζόν. Να γράψω δηλαδή ελληνικούς στίχους σε κάποια γνωστά τραγούδια που είχαν γίνει μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό. Και φτάνει κάποτε η βραδιά της γενικής δοκιμής πριν την πρεμιέρα. Κάποιος ήλθε στα καμαρίνια και μου σφύριξε λίγο πριν την έναρξη, ότι κατέφθασε στην «Μέδουσα» ο Γιάννης Τσαρούχης. Παρά την ταραχή που μου προκάλεσε η είδηση του ερχομού του, έσπευσα αυθορμήτως στην σάλα. Είχε ήδη καθίσει και περίμενε μαζί με τους υπολοίπους να ξεκινήσει η «γενική». Δίπλα του ήταν ο επί χρόνια πιστός γραμματέας και βοηθός του Αλέξης Σαββάκης. Στάθηκα εμπρός του, έσκυψα με σεβασμό και του άπλωσα το χέρι μου. Με κοίταξε με το σύνηθες απλανές βλέμμα, με αναγνώρισε, έτεινε κι αυτός το δικό του προς χειραψία, ενώ ταυτόχρονα με ρώτησε, όλο νόημα, με την χαρακτηριστική φωνή του: «Δεν μου λες εσύ, έβαλες καθόλου μυαλό ή όχι ακόμα;». Και αυθορμήτως, χωρίς δεύτερη σκέψη, του απήντησα: «Έβαλα κύριε Τσαρούχη, μείνετε ήσυχος. Έβαλα μυαλό!». Σιγά μην έβαλα δηλαδή, αλλά τέλος πάντων.

     

    Γιάννης Τσαρούχης
    Πειραιάς, 13 Ιανουαρίου 1910 – Αθήνα, 20 Ιουλίου 1989
    Στην μνήμη του

  • Πάει ο παλιός ο χρόνος;

                                                                                            μέρος 1ο, «Μας τα ΄παν άλλοι»

     

    Έπρεπε να ξυπνήσω πολύ νωρίς. Μόνον έτσι είχα ελπίδα να βγάλω καμιά δραχμή παραπάνω, να εξασφαλίσω ένα αξιοπρεπές χαρτζηλίκι. Συνήθως έβγαινα να πω τα κάλαντα και να τραγουδήσω τον «Αϊ Βασίλη» παρέα με τον μεγαλύτερο αδελφό μου. Τα «Φώτα» δεν είχαν κέρδος, ο κόσμος είχε βαρεθεί και δεν έδινε. Κάτι λίγες πενταροδεκάρες κι αυτές με βαριά καρδιά. Ώσπου κατάλαβα ότι δεν με συμφέρει ο συνεταιρισμός, ο «μεγάλος» μόνιμα μ’  έριχνε στην μοιρασιά, κάτι που συνεχίζει να κάνει με τον τρόπο του άλλωστε, μέχρι και τώρα. Από βραδίς κατέστρωνα το επιτελικό μου σχέδιο. Έπρεπε να ξεκινήσω την γύρα, παρότι η ακτίνα δράσης μου δεν υπερέβαινε τα τέσσερα ή πέντε οικοδομικά τετράγωνα, με τους πλέον επισφαλείς και απομακρυσμένους «πελάτες» της νοερής λίστας που είχα ετοιμάσει. Ούτε λόγος για επίσκεψη στο Κέντρο, για «καριέρα» πιο προσοδοφόρα στα μαγαζιά και τις πολυκατοικίες, όπως έκαναν οι τσακαλόμαγκες και οι ξεσκολισμένοι της συνοικίας ή να ανεβοκατεβαίνω στα λεωφορεία και τον ηλεκτρικό, κάτι που παρά το φοβερό στριμωξίδι, θα εκτίναζε κατακόρυφα τις πενιχρές εισπράξεις μου! Έπρεπε να πειθαρχήσω στις νουθεσίες της μητέρας και να περιοριστώ αναγκαστικά στους γείτονες και τους λιγοστούς συγγενείς, πάλι καλά.

    Όσο μικρός κι αν ήμουν καταλάβαινα πότε ακριβώς τα χαμόγελα που εισέπραττα ήταν ειλικρινή και πότε όχι. Ο οβολός τους επιβεβαίωνε συνήθως τις αρχικές δυσοίωνες προβλέψεις μου, όχι δεν είχα πέσει έξω. Έβλεπα συχνά ξινισμένα μούτρα, σημάδι ότι είχα να κάνω με απρόθυμες τσέπες και τσιγγούνικες καρδιές.  Αντίθετα, λίγες ήταν οι φορές που διαψεύστηκαν οι υπολογισμοί μου και εξεπλάγην ευχάριστα από εκεί που δεν το περίμενα.  Έμπαινα σε σπίτια πλουσιότερα κάπως από το δικό μου ή και πολύ πιο φτωχικά. Παρατηρούσα διακριτικά το πόσο απελπιστικά ανοικοκύρευτες κι ανεπρόκοπες ήταν κάποιες από τις γνωστές ψηλομύτες κυρίες της γειτονιάς, τις τόσο αντιπαθείς. Με διάφορες δικαιολογίες αρνιόμουν τα αγοραστά συνήθως μελομακάρονα ή τους κουραμπιέδες που μου πρόσφεραν. Υπήρχε φόβος με το κέρασμα να χάσω την όποια αμοιβή μου σε χρήματα, ας ήταν κι ελάχιστα. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερη απογοήτευση, έστω και πρόσκαιρη, όταν στην τυπική ερώτηση: «Να τα πούμε;» έπαιρνα την αρνητική απάντηση: «Μας τα ΄παν άλλοι». Αλήθεια, ψέματα, ποιος να ξέρει;

    Επιστρέφοντας το μεσημεράκι κουρασμένος μεν από την πολύωρη περιπλάνηση, ευχαριστημένος δε αν είχε πάει καλά η είσπραξη της ημέρας, χάιδευα με το χέρι μου κάθε τόσο τα κέρματα στην φορτωμένη τσέπη. Ο ήχος τους, το γλυκό τους ντιντίνισμα, ζέσταιναν την σκέψη μου. Τα είχα μετρήσει και ξαναμετρήσει πάνω από δέκα φορές. Ήξερα από πόσα δίφραγκα ακριβώς, πόσες δραχμές, πενηνταράκια ή δεκάρες και εικοσάρες αποτελείται το φοβερό ποσόν που με βάραινε. Όλο και τα χάιδευα κρυφά, τα έσφιγγα καλά μέσα χούφτα μου μέχρι να φτάσω στο σπίτι, όπου εκεί θα τα μετρούσα γι΄ άλλη μια φορά. Μέχρι να αποφασίσω επιτέλους, ποια απ΄ όλα όσα για έναν ολόκληρο χρόνο επιθυμούσα βιβλία ή απαγορευμένα περιοδικά, θα πήγαινα την μεθεπομένη κιόλας να τ΄ αγοράσω. Τα χρήματα, επιτέλους, ήταν όλα δικά μου, καθώς και η επιλογή της επένδυσης!

     

                                                                                                            μέρος 2ο «Silent night»

    Κάναμε δοκιμαστική πρόβα στο κλασσικό τραγούδι των Χριστουγέννων στα αγγλικά, «Silent night, holy night, all is calm, all is bright…». Πλησίαζε η κυρία Ιωάννα το αυτί της ξεχωριστά στον καθένα για να μας ακούσει προσεχτικά. Έπρεπε βλέπεις να επιλέξει ποιοι από τους μαθητές του φροντιστηρίου της ήταν καλλίφωνοι και άρα άξιοι να απαρτίσουν την εορταστική χορωδία που είχε στα σκαριά. Κάτω από τον φαρδύ – πλατύ τίτλο στην ταμπέλα «Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών», της αγγλικής μόνο κατ΄ουσίαν, υπήρχε το ονοματεπώνυμο καθώς και το πατρικό της επώνυμο, ήτοι «Ιωάννας Βαβαράπη – Μάλλιου». Κάτι διόλου συνηθισμένο, όχι μόνον για τα ήθη της εποχής, αλλά και για τις αντιλήψεις της εργατικής συνοικίας της οποίας οι νεαροί βλαστοί επάνδρωναν το ευαγές ίδρυμά της. Η ίδια, σε κάθε ευκαιρία, δήλωνε με σημασία: «Δεν με σπούδασε ο Μάλλιος, ο Βαβαράπης με σπούδασε. Το οφείλω στον πατέρα μου…».  Παρότι λίαν ήμουν και παραμένω παράφωνος, βρέθηκα τελικώς ανάμεσα στους τυχερούς. Τα κριτήρια προφανώς δεν ήταν καλλιτεχνικά. Περισσότερο μετρούσε η εμφάνιση του υποψήφιου και βεβαίως η συνέπεια πληρωμής εκ μέρους των γονιών του. Τα «τσιμπημένα» δίδακτρα ήταν ένα άλγος κανονικό για τους δικούς μου. Μετά από μερικές πρόβες ξαμολυθήκαμε εν χορώ, φορώντας τα καλά μας, να πούμε τα κάλαντα.

    Πιάσαμε τους κεντρικούς δρόμους, τους πολυσύχναστους. Τραγουδούσαμε άλλοτε εν κινήσει, άλλοτε κάνοντας κάποιες στάσεις, ανάλογα πως ζύγιζε τα πράγματα, κατά το συμφέρον της πάντα η κυρία Ιωάννα. Ως χορωδός προηγείτο μερικά βήματα και μας διηύθυνε κουνώντας ρυθμικά το χέρι. Υπήρχαν δύο εκδοχές εκτελέσων από την χορωδία. Η αγγλική «Silent night» και η απόδοση της στα ελληνικά «Άγια νύχτα». Και η μία διαδέχετο την άλλη χωρίς παύση. Η έκπληξη του κοσμάκη ήταν μεγάλη. Έστεκαν και μας χάζευαν εντυπωσιασμένοι μπροστά στις αυλόθυρες, μέχρι που στρίβαμε στην πρώτη γωνία. Και πόσο διαφορετικά μας αντιμετώπιζαν ως μέλη της αγγλόφωνης χορωδίας, πως μας καμάρωναν, αντίθετα με τις φορές που κατά το παρελθόν κτυπούσαμε την πόρτα τους ως απλοί καλαντιστές. Υπήρχε βεβαίως και το απαραίτητο κουτί με την σχισμή στο επάνω μέρος για την ρίψη των χρημάτων. Διότι υπήρχε και φιλανθρωπικός χαρακτήρας σ΄ αυτήν την  πρωτοβουλία της κυρίας Ιωάννας. Με όσα κατορθώναμε να συγκεντρώσουμε  στον «κουμπαρά», επρόκειτο να αγοράσουμε τρόφιμα για δύο πολύ φτωχές οικογένειες, πολύ φτωχότερες από τις δικές μας.

    Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, γίναμε το θέμα συζήτησης της ημέρας. Ακριβώς αυτό που επιζητούσε και η κυρία Ιωάννα. Εκτός από πολύ όμορφη γυναίκα, ας το πούμε κι αυτό, ήταν και τρομερά καπάτσα. Με εντυπωσίαζε θυμάμαι με πόση προσήνεια φερόταν στις αφελείς μανούλες, με τι οικειότητα τους μιλούσε όταν κατεύφθαναν στο Φροντιστήριο για να καταβάλλουν τα δίδακτρα ή για την παραλαβή του «ελέγχου». Αντίθετα, ο κύριος Μάκης Μάλλιος όχι, δεν ήταν και τόσο. Περισσότερο θα τον λέγαμε «βασιλικό σύζυγο». Παρότι εκείνη έκανε συνεχώς ό,τι περνούσε από το χέρι της για να του δώσει πόντους. Υποτίθεται πως από μόνη της δεν έπαιρνε καμία απόφαση, όταν ετίθετο θέμα εκδρομής ή η διοργάνωση κάποιου πάρτυ. Έπρεπε να εξασφαλίσει πρώτα την σύμφωνη γνώμη του κυρίου Μάκη, όπως η ίδια μας έλεγε. Κι εμείς κοιταζόμασταν μεταξύ μας με νόημα.

     

                                                                                                   μέρος 3ο «Τα μαύρα σκαρπίνια»

    Παρά τις υποσχέσεις μου μαγεμένος από τις στολισμένες βιτρίνες ξεχάστηκα και χωρίς να το καταλάβω άφησα το χέρι της, κάτι που προφανώς δεν το ένιωσε η μητέρα. Ποιος να ξέρει πόσο αφηρημένη ήταν και του λόγου της.  Μέσα στην εορταστική παραζάλη, κύριος οίδε που έτρεχε ο νους της. Φώτα, μουσικές, κόσμος πολύς και τα μαύρα σκαρπίνια μου, τα άρτι αγορασθέντα από του ΔΡΑΓΩΝΑ ως συνήθως, ενίοτε κι από το κατάστημα Αφοι ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ, το έτερο λαμπρό της εποχής, επί της οδού Αιόλου και τα δύο ή το λίγο πιο κάτω, το μεταγενέστερο ΜΙΝΙΟΝ, τακτοποιημένα αντικρυστά στο κουτί τους και το κουτί μέσα στην σακούλα την οποία επέμενα πεισματικά να κρατάω, ακριβέστερα θα έλεγα να την σέρνω με το ελεύθερο χέρι μου, το δεξιό, ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχα, «καινούργιο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω»!

    Και μέσα σε μια στιγμή όλα άλλαξαν κι από την μαγεία προσγειώθηκα αστραπιαία στον πανικό. Ήμουν μόνος, μόνος εντελώς ανάμεσα σ΄ένα άγνωστο πλήθος και πολύ μικρός για να φανώ ψύχραιμος. Έντρομος άρχισα να την φωνάζω, σιγά στην αρχή και δυνατά γεμάτος απελπισία, όσο κυλούσαν τα λεπτά. Μάταια προσπαθούσαν  να με καθησυχάσουν κάποιοι πρόθυμοι κι ευαίσθητοι από τους διερχόμενους. Ώσπου εμφανίστηκε από το πουθενά και εξ ίσου πανικόβλητη έσκυψε και με πήρε στην αγκαλιά της. Έτρεμα σύγκορμος, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως, ακόμη και η δική της ασφάλεια η δεδομένη, ήταν σχετική και καθόλου, μα καθόλου σίγουρη.

    Έκτοτε ουκ ολίγες φορές ένιωσα τον ίδιον τρόμο, να χάνω ξαφνικά την γη κάτω από τα πόδια μου. Εδώ και πολλά χρόνια όμως δεν φωνάζω, ούτε κλαίω, μήτε καλώ σε βοήθεια. Ποιος να βρεθεί άλλωστε να με συντρέξει; Κανένα αποτέλεσμα δεν έχει και ουδόλως ωφελεί μια τέτοια αντίδραση. Κι ομολογώ ότι ακόμη, τι παράδοξο, όπως μου συνέβη τότε στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων στα Χαυτεία κατά την εκπνοή του 1960, ένα παρόμοιο αίσθημα εγκατάλειψης με κυριεύει, την ίδια άβυσσο βλέπω να χάσκει εμπρός μου, όταν ένα αγαπημένο χέρι παύει απρόσμενα κι οριστικά να σφίγγει το δικό μου.

    Επίλογος:

    Τρεις ιστορίες της παιδικής ηλικίας σχετικές με τις εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, λίγο συνηθισμένες, σίγουρα νοσταλγικές, που όμως μου υποβάλλουν περισσότερο από το σύνηθες, πιο επιτακτικά θα έλεγα – μυστήριο γιατί – την υποψία ότι ο χρόνος ο παρελθών, ο παρών και ο μέλλων, ίσως να είναι ένας και ενιαίος. Πιο συγκεκριμένα και εξ αιτίας αν μη τι άλλο της αναμενόμενης, εντός των προσεχών ωρών, νέας άφιξης: «Πάει ο παλιός ο χρόνος;». Ιδού το ερώτημα!

  • Εν χρω κεκαρμένος

    Μέχρι πολύ πρόσφατα, μόλις λίγα χρόνια πριν, είχα εφιάλτες στον ύπνο μου σχετικούς με το μακρινό φανταριλίκι. Βρισκόμουν, λέει, παγιδευμένος σε κάποιο στρατόπεδο έχοντας ένα υπόλοιπο θητείας. Έσκαγα από το κακό μου ενθυμούμενος ότι έχω εκπληρώσει κανονικά τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις και δη με το παρά πάνω, ότι υπήρξα συνεπής με το καθήκον μου προς την Πατρίδα. Έσκαγα, γινόμουν έξω φρενών μέσα στον εφιάλτη που τακτικά ερχόταν ακάλεστος, αλλά άκρη δεν μπορούσα να βγάλω. Ξυπνούσα κάθιδρος κι αμέσως ανακουφιζόμουν αντιλαμβανόμενος την περίεργη αυτήν βασανιστική σκευωρία της ψυχής που ουδεμίαν σχέση είχε με την πραγματικότητα. Την τελευταία μόνο φορά, όταν έκανε την επίσκεψη του ο γνωστός εφιάλτης, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Εκεί που πήγα, ως συνήθως, να στεναχωρηθώ για την κακοτυχία μου, με πλησίασαν, λέει, κάποιοι νεοσύλλεκτοι νεαροί, ευειδείς είναι η αλήθεια, και άρχισαν να μου μιλούν με λόγια συμπάθειας. Διαπίστωσα μάλιστα ότι, λόγω της ηλικιακής διαφοράς, απευθύνοντο στο προσωπό μου με τον προσήκοντα σεβασμό. Μερικοί μάλιστα εξ αυτών, οι λιγότερο άνετοι, προτιμούσαν να χαμογελούν με τρόπο διακριτικό, πλην εύληπτο ως προς το νόημά του και μεστό από υποσχέσεις, ενώ αντίθετα κάνα δυο ξεθαρρεμένοι μου «έπαιξαν» με σημασία το μάτι. Πάντως, όλοι μαζί μου έλεγαν και συμφωνούσαν μεταξύ τους, πως δεν αξίζει καθόλου να χολοσκάω, αντίθετα με διαβεβαίωναν, πως «θα τα περάσουμε φίνα, θα δεις!». Έχουν δίκιο τα παιδιά, συλλογίστηκα. Για ποιον λόγο τάχα με κατατρύχει τόσο η αναποδιά μου και σφίγγομαι; Τι καλύτερο θα έκανα εκεί έξω, σάμπως τι σπουδαίο άφησα να με περιμένει; Και σιγά την ελευθερία που πρόκειται να στερηθώ, στο κάτω κάτω. Μωρέ δεν πάνε στο διάβολο όλα, μια χαρά είμαι κι εδώ! Και με την σκέψη αυτή χαλάρωσα. Έκτοτε ο εφιάλτης μου εξαφανίστηκε δια παντός.

    Έπεφταν οι ξανθοί, νεανικοί μου βόστρυχοι στο πάτωμα, ανακατεύοταν με τα άλλα, τα σκούρα ή καστανά μαλλιά όσων προηγήθηκαν εμού. Τους  έβλεπα να κατρακυλάνε από τους ώμους μου στο δάπεδο κομμένοι κι άψυχοι πλέον, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα στην θέα αυτής της ξαφνικής απώλειας, καθότι η πλούσια χαίτη μου από την εποχή του γυμνασίου κι εντεύθεν, δεν είχε γνωρίσει παρόμοια ταπείνωση. Και η μηχανή στο χέρι τού, άνευ αξιώσεων κουρέα, συνέχιζε ακατάβλητη το ισοπεδωτικό έργο της, μέχρι τέλους. Έτσι, εν χρω κεκαρμένος ή «κουρεμένος στον άσο» από το αγγλικό «zero haircut», πιο απλά «με την ψιλή», όπως συνηθίζεται να το λέμε, όμοια με πρόβατα μετά την κουρά ή τον «κούρο» κατά τον μήνα Μάιο που σφίγγουν οι ζέστες, κίνησα με τους υπολοίπους «γλόμπους» για το δεύτερο σημαντικό στάδιο της κατάταξής μου, την παραλαβή του ιματισμού και των άλλων προσωπικών ειδών. Ήταν ημέρα Τετάρτη, 26 Νοεμβρίου του 1975 που παρουσιάστηκα ως Υ.Ε.Α στο 6ο Σ.Π., το στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου. Από Αθήνα ταξίδεψα με τον σιδηρόδρομο συνοδευόμενος από τους φίλους Κώστα Κάτσουλα και Γρηγόρη Παπαδόπουλο. Όταν φτάσαμε έξω από το στρατόπεδο πλησίαζε το απόγευμα. Εκεί με αποχαιρέτησαν και πέρασα μόνος τη μεγάλη Πύλη. Μόλις άρχιζε η στρατιωτική θητεία μου. Ήμουν η 119 σειρά ή άλλως η 75 ΣΤ΄ ΕΣΣΟ. Εκεί τοποθετήθηκα θυμάμαι, από σύμπτωση όλως, στην 1η διμοιρία, του 1ου λόχου, του 1ου τάγματος!

    Αργά το πρώτο βράδυ, όταν εδέησε επιτέλους να μας οδηγήσουν, μετά από την πολύωρη ταλαιπωρία της ορθοστασίας, κατάκοπους στους θαλάμους, πλαγιάσαμε να κοιμηθούμε. Υπήρχε διάχυτη μια δυσάρεστη μυρωδιά. Οι κουβέρτες, παρά τα αμέτρητα σώματα που είχαν κατά το παρελθόν σκεπάσει, ήταν άπλυτες.  Άφηναν στην αφή την αίσθηση του  λίπους. Παρά το κρύο, δεν τις ανέβασα υψηλότερα της μέσης μου, ήταν αδύνατον. Το δεύτερο βράδυ τις έφτασα μέχρι το στήθος. Το τρίτο χώθηκα όλος από κάτω… Είχα ολοφάνερα πλέον εγκλιματιστεί! Από την επομένη άρχισαν η εκπαίδευση και η αγγαρεία. Εκτός από την δύσκολη αποστολή να σκοτώσουμε το «θηρίο», να καθαρίσουμε τις τουαλέτες δηλαδή, υπήρχε και το έτι δυσκολότερο έργο, που δεν ήταν άλλο, από την «εκδρομή» με την σκουπιδιάρα, το άδειασμα με δυο λόγια του απορριμματοφόρου στην πλησιέστερη χωματερή. Στις δεκαπέντε ημέρες είχαμε το πρώτο επισκεπτήριο. Μας συγκέντρωσαν Κυριακή πρωί στο γήπεδο του στρατοπέδου και μετά από ένα δεκάρικο λόγο του κυρίου διοικητή για την υψηλή αποστολή των ενόπλων δυνάμεων με αναφορές μάλιστα στον αγώνα του Πολυτεχνείου και το παράγγελμα από τα μεγάφωνα «τους ζυγούς λύσατε», μας επέτρεψαν επιτέλους να συναντηθούμε από κοντά με τους γονείς, τ΄αδέλφια και τους φίλους μας που είχαν από νωρίς καταφθάσει φορτωμένοι τσάντες με καλούδια και περίμεναν υπομονετικά.

    Χαθήκαμε μέσα στην αγκαλιά τους. Ακολούθως ήλθαν οι επίμονες ερωτήσεις για το πώς περνάμε και κυρίως, αν είμαστε καλά. Ήθελαν να μάθουν το κάθε τι για την καινούρια μας ζωή. Καμάρωναν ολοφάνερα έτσι όπως μας έβλεπαν ντυμένους στο χακί, αλλά κι ανησυχούσαν. Κι εμείς βαριεστημένα, με ύφος ψευτοκουρασμένο, απαντούσαμε. Τότε, για πρώτη φορά, ζήτησα την άδεια από τον πατέρα μου να ανάψω τσιγάρο μπροστά του. Κάπνιζα κανονικά καιρό πριν, αλλά επισήμως, όχι. Συγκατένευσε σχολιάζοντας χαμηλόφωνα: «Ό,τι θέλεις κάνε. Τώρα, πλέον είσαι άντρας!». Αχ, βρε πατέρα, μέσα σε δεκαπέντε μέρες ενηλικιώθηκα κι από παιδί έγινα άντρας… Δίπλα μας σχεδόν, είδα μετά της οικογενείας του τον Γιώργο Ζαμπέτα, να συνομιλεί μ’ έναν άγνωστο, από άλλο τάγμα προερχόμενο, συστρατιώτη μου. Έστησα αυτί. Τον ψάρευε να του πει πώς τα περνάει. «Πες μου την αλήθεια. Αν υπάρχει πρόβλημα θα ρίξω τηλέφωνο να το τακτοποιήσω», τον άκουσα να λέει. Κι ο συνομήλικός μου, «αφού σου είπα, όλα εντάξει, βρε μπαμπά, δεν καταλαβαίνεις;», τον καθησύχαζε.  Επρόκειτο για τον γιο του Μιχάλη, θεός σχωρέστον, έφυγε δυστυχώς πολύ νέος από την ζωή.

    Στις τριάντα μέρες και κάτι έγινε η ορκωμοσία μας, όχι χωρίς συγκίνηση ομολογώ. Και κατόπιν μας δόθηκε ή πρώτη άδεια. Φύγαμε πετώντας! Μπαίνοντας όλο ενθουσιασμό στο πατρικό σπίτι ο σκύλος μου ο Ρόκκο, ένα μικρόσωμο κανίς – γκριφόν, αντί να μου κάνει χαρές με γαύγισε απειλητικά. Έσκυψα και ψιθύρισα τρυφερά τ’ όνομά του. Με αναγνώρισε, αμέσως. Η στολή τον είχε μπερδέψει, πιθανόν και η αλλαγή της μυρωδιάς μου. Κόντεψε να τρελαθεί από την χαρά του. Πηδούσε συνεχώς στον αέρα φτάνοντας στο ύψος του προσώπου μου, κάτι πρωτοφανές. Την μεθεπόμενη ήταν Πρωτοχρονιά. Το βράδυ της παραμονής η παρέα είχε κλείσει προς τιμή μου τραπέζι σ΄ ένα μαγαζί της Πλάκας, στα «Χρυσά Κλειδιά», όπου τραγουδούσε η Γιώτα Γιάννα. Της έδωσα τις ευχές και τα χρόνια πολλά, «παραγγελιά» ενός συστρατιώτη μου και φίλου της. Ενθουσιάστηκε. «Όλο το πρόγραμμα απόψε είναι αφιερωμένο στα φανταράκια μας που υπηρετούν στην Κόρινθο», δήλωσε από μικροφώνου. Εκεί, λοιπόν υποδέχτηκα την έλευση του 1976 και μπήκα όλο φούρια στα είκοσι. Τι νιάτα Θεέ μου! Τι απίστευτα, ακατάλυτα νιάτα!

    Επιστρέφοντας στο στρατόπεδο μας περίμεναν οι μεταθέσεις και τα αποτελέσματα σχετικά με το ποιοι εξ ημών, από υποψήφιοι έγιναν δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί και ποιοι όχι. Η έλλειψη μέσου, «βύσματος» κατά την στρατιωτική ορολογία, καθιστούσε την πιθανότητα επιτυχίας για μένα από ισχνή, έως ανύπαρκτη. Από την άλλη υπήρχε, πράγμα σίγουρο, και ο αποσταλείς φάκελλος της ασφάλειας που πληροφορούσε το 2ο γραφείο του στρατεύματος για τα πολιτικά μου φρονήματα. Για το άτομό μου δεν είχαν συλλέξει και πολλά στοιχεία, μόνον κάτι αστειότητες. Τα διάβασα όλα εγώ ο ίδιος στον φάκελλό μου, όταν ο φίλος μου ο Χρήστος Παπαδημητρίου μερικούς μήνες μετά και σε άλλη μονάδα ­­- ως γραφέας του 2ου γραφείου της 24ης Ε.Μ.Α – με δική του πρωτοβουλία και άκρα εχεμύθεια μου επέτρεψε να το κάνω.  Μεταξύ των άλλων υπήρχε και η βεβαρημένη φράση: «Είς αδελφός κομμουνιστής εκ μητρός και είς αδελφός κομμουνιστής εκ πατρός ανέπτυξαν αντεθνικήν δράσιν κατά τον συμμοριτοπόλεμον», υπογραμμισμένη δε με κόκκινο στυλό. Για τους γονείς μου δεν υπήρχε ούτε μια λέξη εθνικής καχυποψίας που θα μπορούσε να με ακολουθεί «κληρονομικώ δικαίω», πλην όμως έφταναν και περίσσευαν οι μπαρμπάδες μου για κάτι τέτοιο. Τότε λοιπόν πληροφορήθηκα ότι θα έφευγα για το Κ.Ε.ΤΘ του Αυλώνα να εκπαιδευτώ ως απλός οπλίτης στα τεθωρακισμένα με την ειδικότητα του οδηγού μέσου άρματος Μ48. Τι αστείο, εγώ που δεν είχα οδηγήσει μέχρι τότε, όχι μοτοσακό, ούτε καν ποδήλατο ή πατίνι, να οδηγώ άρμα!

    Εκεί τα πράγματα ήταν σκούρα, πολύ σκούρα. Κι όχι εξ αιτίας του μαύρου μπερέ που αντικατέστησε το δίκωχο χρώματος χακί. Η αυστηρή πειθαρχία και η σκληρή εκπαίδευση των μαυροσκούφηδων δεν διέφεραν και τόσο συγκριτικά με αυτές των ειδικών δυνάμεων. Άσε την αγγαρεία και το καψόνι, «πήξαμε» κανονικά. Ευτυχώς ως νεόδμητο στρατόπεδο είχε καλές κτιριακές εγκαταστάσεις, το μόνο καλό στην υποθεσή μας. Το 6ο Σ.Π. που προηγήθηκε φάνταζε, πλέον κανονικό κολλέγιο, το νοσταλγούσαμε. Μετά από ένα τρίμηνο περίπου εκπαίδευσης, ίσως και λιγότερο, πήραμε την ανηφόρα για τα σύνορα. Επιβιβαστήκαμε από τον διπλανό σταθμό του Αγίου Θωμά σε μια παροπλισμένη αμαξοστοιχία του ΟΣΕ αποκλειστικά για μας, τους μετατιθέμενους φαντάρους. Θα έφτανε μέχρι το απώτατο σημείο των συνόρων μας, πέρα κι από την Ορεστειάδα νομίζω. Σε όλο το μήκος τη διαδρομής σταματούσε κάθε τόσο και αποβίβαζε στρατιώτες. Συγκίνηση, αποχαιρετισμοί και υποσχέσεις για αλληλογραφία που σπάνια επρόκειτο να πραγματοποιηθούν. Σιγά – σιγά αραιώναμε στα βαγόνια, γεγονός που επέτεινε την ανησυχία μας και την γενικότερη άσχημη ψυχολογική μας κατάσταση. Το άγνωστο και μόνον του προορισμού μας ήταν αρκετό. Και το ταξίδι αυτό έμοιαζε να είναι ατελείωτο, είχαμε παραντουρήσει από την κούραση. Τέλος, μετά από είκοσι δύο ώρες αποβιβάστηκα μαζί με αρκετούς ακόμη, στο σταθμό της Αλεξανδρούπολης. Εκεί μας παρέλαβαν παλαιότεροι στρατιώτες, μας φόρτωσαν στα ΡΕΟ και ξεκινήσαμε μες την μαύρη νύχτα, τραγουδώντας υποχρεωτικά «Έχω μια αδελφή, κουκλίτσα αληθινή…» για την εκτός πόλης μονάδα, την 24η ΕΜΑ, όπου είχαμε μετατεθεί και που πλέον αποτελούσαμε το πολυαναμενόμενο «νέο αίμα».

    Από το ίδιο βράδυ άρχισαν τα όργανα… Μόλις φτάσαμε και παραταχθήκαμε για το προσκλητήριο, μέσα σε αγριοφωνάρες και απειλές από τις «παλιοσειρές» που μας περίμεναν πώς και τι, κυρίως για να απαλλαγούν από την αγγαρεία, με πλησίασε ένας λοχίας και μου ζήτησε να αναφερθώ. Την τρίτη ή την τέταρτη φορά, αφού ξελαρυγγιάστηκα, ικανοποιήθηκε επιτέλους από την απόδοσή μου και δήλωσε προς όλους: «Αυτό το τεμάχιο είναι δικό μου». Το τεμάχιο ήμουν εγώ και με είχε καπαρώσει. Αυτός ήταν ένας πειραιώτης καλοκαμωμένος, ονόματι Κώστας Μαλεβίτης, αλλά ολίγον μούτρο και βαθιά συμπλεγματικός, όπως έμελλε να διαπιστώσω με τον χειρότερο τρόπο στην πορεία.

    (συνεχίζεται)

  • Φιλία κεραυνοβόλος

    Ανάμεσα στα ελάχιστα εικονίσματα της καρδιάς, τους γονείς μου και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ξεχωριστή θέση έχει ο φίλος μου Γιώργος Ιωάννου. Για τον σημαντικό Θεσσαλονικιό λογοτέχνη μου πρωτομίλησε το 1978 η επιστήθια φίλη μου και μετέπειτα σημαντική συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη. Αγόρασα αμέσως την συγκεντρωτική έκδοση του ΕΡΜΗ με τις τρεις πρώτες συλλογές πεζογραφημάτων του: «Για ένα φιλότιμο», «Η Σαρκοφάγος» και «Η μόνη κληρονομιά». Το εξώφυλλο κοσμούσε ένας κισσός σε μωβ φόντο, σχέδιο της Αρλέτας, φίλη του συγγραφέα, αλλά και ιδιοκτήτρια του ισογείου διαμερίσματος που μίσθωνε στα Εξάρχεια στην γωνία των οδών Τσαμαδού και Δεληγιάννη 3.

    Με το που άρχισα το διάβασμα ένιωσα μια ιδιαίτερη ζεστασιά να με τυλίγει. Η συγκίνηση όσο προχωρούσε η ανάγνωση αύξανε διαρκώς. Ήταν σα να πλημμύριζα ολόκληρος από τα σιγανά ρυάκια του συγγραφέα. ‘Οσα εξιστορούσε ήταν όλα γνώριμα, θαρρείς. Και όπως τα πολύ δικά μου πράγματα, έτσι κι εκείνα με άγγιζαν βαθιά. Έβλεπα πως ολοφάνερα εδώ, υπήρχε μια συγγένεια ψυχής. Συνέχισα να βυθίζομαι με απόλαυση στις σελίδες του βιβλίου μου, όταν μετά από τα δύο – τρία πεζογραφήματα που διάβασα, ένιωσα θυμάμαι την παρόρμηση, την επιτακτική ανάγκη μάλλον, να κοιτάξω πιο προσεχτικά το οπισθόφυλλο, όπου φευγαλέα είχα δει μια φωτογραφία κι ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα. Άρχισα να περιεργάζομαι τη φωτογραφία. Ο Ιωάννου όρθιος με κουστούμι και γραβάτα, κρατώντας ένα τσιγάρο στο δεξί χέρι του και με το αριστερό ν’ ακουμπάει σ΄ένα τοίχο. Πίσω του οι ράγες του ηλεκτρικού στο Θησείο. Και τότε για πρώτη και ίσως τελευταία φορά στη ζωή μου, έκανα αυθόρμητα τη σκέψη, που έμοιαζε και λίγο με ευχή: «Πόσο θα ήθελα αυτός ο άνθρωπος να είναι φίλος μου!». Αν και τότε ήμουν μόλις είκοσι δύο χρόνων, ενώ ο Ιωάννου είχε πατήσει τα πενήντα, μεγάλη η διαφορά της ηλικίας.

    Μετά από δύο χρόνια, Απρίλιος του ’80 ήταν, διάβασα στο περιοδικό «Τραμ» του Γιώργου Κάτου, ένα ακόμη δικό του, για πρώτη φορά δημοσιεύμενο πεζογράφημα, με τον τίτλο «Επιτάφιος Θρήνος». Έκανα αμέσως μια γραπτή πρόταση στο Τρίτο Πρόγραμμα, όπου είχα την εύνοια της τύχης και παρά το νεαρόν της ηλικίας μου να είμαι συνεργάτης, προτείνοντας να καλέσω τον συγγραφέα να διαβάσει ο ίδιος το πεζογράφημά του κι εμείς να το μεταδώσουμε το απόγευμα της επερχόμενης Μ. Παρασκευής. Η πρότασή μου έγινε αμέσως δεκτή από τον Μάνο Χατζιδάκι, διευθυντή τότε του Τρίτου Προγράμματος. Το τηλέφωνο του Ιωάννου μου το έδωσε ο κοινός φίλος ποιητής Γιάννης Κοντός. Την προκαθορισμένη ημέρα και ώρα συναντηθήκαμε στην ΕΡΤ για την ηχογράφηση. Γρήγορα διαπίστωσα ότι η ανάγνωση παρουσίαζε ένα σοβαρό πρόβλημα. Λόγω άγχους προφανώς, ο Ιωάννου έβηχε κάθε τρεις και λίγο, σχεδόν μόνιμα. Ο ηχολήπτης τραβούσε τα μαλλιά του, λέγοντάς μου, πως είναι τεχνικώς αδύνατον να «καθαρίσει» όλα αυτά τα βηξίματα και πως δεν μπορεί να βγει τέτοια εκπομπή στον αέρα. Να σημειώσω για τους νεότερους ότι, τότε η εγγραφή γινόταν σε μπομπίνες. Δεν υπήρχαν οι Η/Υ που απλουστεύουν την ηχογράφηση. Τον παρακάλεσα να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν. Και πραγματικά καταφέραμε, ελάχιστα από τα βηξίματα να παραμείνουν, που στο τέλος – τέλος, έχουν κι αυτά τη χάρη τους. Άλλωστε, να το πω κι αυτό, εξαιρουμένου του βήχα, ο Ιωάννου είχε διαβάσει με αίσθημα και πολύ σωστό τονισμό. Όταν μεταδόθηκε ο «Επιτάφιος Θρήνος», ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων τόσο από τους αρχιερείς, τους ποιμένες της εκκλησίας μας, όσο και από κάμποσους φαρισαίους ακροατές γιατί, δήθεν σκανδαλίστηκαν από την τολμηρότητα του πεζογραφήματος και τον ιερόσυλο χαρακτήρα του! Ο Χατζιδάκις, πάντως, το είχε διασκεδάσει θυμάμαι με το παραπάνω. Και το πεζογράφημα, αλλά και τις ανόητες αντιδράσεις εκ μέρους μερίδας των ακροατών. Του άρεσε να τους προκαλεί και να ξεσκεπάζει με κάθε τρόπο την υποκρισία τους.

    Τότε ήταν με αφορμή αυτή την συνεργασία, που εκπληρώθηκε η μυστική ευχή μου. Ναι, η φιλία μας υπήρξε κεραυνοβόλος! Ο Ιωάννου από εκείνη την ημέρα και μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 1985 που έφυγε για πάντα, τόσο, μα τόσο άδικα, υπήρξε φίλος μου ακριβός. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας, με περνούσε σχεδόν τριάντα χρόνια, στο πρόσωπό του βρήκα έναν πνευματικό πατέρα, όπως συνηθίζεται να λέμε. Κι αυτός, ίσως να είδε σε μένα τον γιο που δεν απέκτησε. Ήταν σα να με περίμενε να εμφανιστώ στη ζωή του. Τα τηλεφωνήματά μας και οι συναντήσεις μας πύκνωσαν από τότε που του συνέβη το ατύχημα με «τα πολλαπλά κατάγματα» και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο ΚΑΤ περισσότερο από τρεις μήνες. Τότε ήταν που εδραιώθηκε, που έδεσε η φιλία μας και γνώρισα όλη την οικογένειά του, την αδελφή του τη Δήμητρα και τον άνδρα της τον Μιχάλη Μηλαράκη, τον Χριστόδουλο ή Λάκη, τον μικρότερο αδελφό του, τα ανήψια του τον Θοδωράκη και την Νάνσυ. Και βεβαίως, την μητέρα του, την κραταιά Αθανασία. Είδε κι έπαθε μέχρι να την πείσει να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όταν μετά το ΚΑΤ κατέφθασε, έστω και με τις πατερίτσες, στο σπίτι του. Ήθελε να μείνει, επιτέλους και λίγο μόνος, να συναντήσει τα δικά του πρόσωπα, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.

    Για τον σκοπό αυτόν επιστρατεύτηκε η αδελφή του Δήμητρα κι έτσι μόνον άλλαξε γνώμη. Και με βαριά καρδιά είναι η αλήθεια, αποφάσισε επιτέλους να πάρει το τραίνο για την Θεσσαλονίκη. Την συνόδευσα μέχρι τον Σταθμό Λαρίσης κι αμέσως μετά επέστρεψα εκ νέου στο σπίτι του, όπως είχαμε μυστικά συνεννοηθεί, για να τον βοηθήσω να κάνει, έπειτα από τόσο μεγάλο διάστημα, το πρώτο κανονικό του μπάνιο. Από μέρες μου είχε ζητήσει να του αγοράσω, ως νεότερος και άρα πιο ενημερωμένος, όλα τα σχετικά: Διάφορα σαμπουάν, αφρόλουτρα και υδατικές κρέμες. ‘Ηθελε, μετά από τόση ταλαιπωρία, να κάνει ένα μικρό δώρο στον εαυτό του. Πώς και πώς, σαν μικρό ανυπόμονο παιδί, περίμενε αυτή την στιγμή. «Ζήτω η Ελευθερία» μου φώναξε θριαμβευτικά όταν με είδε να επιστρέφω. Τον βοήθησα να μπει στο μπάνιο, και όχι χωρίς συγκίνηση, τον έλουσα. Στη διάρκεια του λουσίματος αστειευόμασταν και γελούσαμε, όσο ποτέ. Είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ, συνήθιζε μάλιστα να αυτοσαρκάζεται ανελέητα, δείγμα χαρακτηριστικό ανθρώπου χωρίς συμπλέγματα. Αμέσως μετά, με σοβαρότητα και φωνή ελαφρώς επιτακτική μου ζήτησε να βγω έξω από το μπάνιο. «Φτάνει, καλό μου. Μέχρις εδώ. Άσε με τώρα μόνο μου, για τα υπόλοιπα» μου είπε. «Όταν σε χρειαστώ, θα σε φωνάξω εγώ, να με βοηθήσεις να φτάσω στο κρεβάτι μου».

    Ο σεισμός της Αθήνας στις 24 Φεβρουαρίου 1981 με βρήκε στο σπίτι του. Είχα περάσει να τον δω κι επιστρέφοντας από την κουζίνα, όπου πετάχτηκα να πιω νερό, με πέτυχε μπαίνοντας στο δωμάτιό του. Εκείνος μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι του, κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο κι άρχισε να μου φωνάζει: «Κάθησε κάτω, κάθησε κάτω». Ήταν αδύνατον να κάνω το παραμικρό. Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μου. Μπόρεσα μόνο ν’ ανοίξω ενστικτωδώς τα χέρια μου για να στηριχτώ στο κάσωμα της πόρτας. Μόλις πέρασε η πρώτη ταραχή και συνήλθαμε κάπως, μου ζήτησε να βγούμε έξω. «Θα τα καταφέρεις;» τον ρώτησα. « Ναι, θα τα καταφέρω. Προτιμώ ό,τι πρόκειται να συμβεί, να μου συμβεί μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν θέλω να με βρει το κακό στο κρεβάτι μου ανυπεράσπιστο», μου απάντησε. Και σηκώθηκε, αμέσως ντύθηκε, πήρε το μπαστούνι του που είχε αντικαταστήσει τις πατερίτσες, άρπαξε και μια ομπρέλα, γιατί εκτός από τον σεισμό είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, και μια και δυο, βγήκαμε από το σπίτι. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από αλαφιασμένους ανθρώπους. «Στεναχωριέμαι, μου λέει, για τον κοσμάκη. Αλλά ας δουν και οι Αθηναίοι, τι εστί βερύκοκο… Να καταλάβουν τι λαχτάρες έχουμε περάσει εμείς στη Σαλονίκη». Κατευθυνθήκαμε προς το Πεδίον του Άρεως. Ήταν σε μικρή απόσταση και ως ανοιχτός χώρος, χωρίς πολυκατοικίες τριγύρω, το ασφαλέστερο σημείο για τυχόν κανέναν ισχυρό μετασεισμό. Εκεί πλήθος κόσμου είχε συρρεύσει και οι πιο οργανωμένοι έστηναν ήδη αντίσκηνα και άπλωναν κουβέρτες για να διανυκτερεύσουν. «Ο φόβος του θανάτου», μου λέει, «ξυπνάει την ερωτική διάθεση. Προβλέπω απόψε να γίνουν εδώ, κάτω από τα δέντρα, πράματα και θάματα». Ήδη μερικοί μοναχικοί τύποι ξεκόβανε από τον συρφετό και γλιστρούσαν σα σκιές προς τα ενδότερα του πάρκου.

    Λίγες μέρες μετά τον σεισμό αποφάσισε να κάνει στο σπίτι του ένα γλεντάκι, προς τόνωση του ηθικού όλων μας, όπως έλεγε. Αυτός θα έβαζε το σπίτι και εμείς θα φροντίζαμε για τα υπόλοιπα. «Να πάνε στο διάβολο όλα. Τόσα καλούδια έχω στο κελάρι μου. Ελάτε να το κάψουμε». Και όντως, του δώσαμε και κατάλαβε. Ήμασταν μια αντροπαρέα καμιά δεκαριά νοματέοι. Φάγαμε, ήπιαμε και τραγουδήσαμε του καλού καιρού. Ο οικοδεσπότης μας ήταν πανευτυχής. Στο τέλος άρχισαν τα παρατράγουδα… Αφού χορέψαμε ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια, στο τέλος φτάσαμε να χορεύουμε ταγκό. «Όπως, στα αρχαία βαλανεία» έσκυψε και μου ψιθύρισε συνωμοτικά στο αυτί και συνέχισε: «Υπάρχει μια άλλη ανοιχτωσιά, εδώ στην Αθήνα. Είναι αλλιώς θαρρείς οι άνθρωποι. Αντίθετα, στη θεόσωστη πολιτεία μας, είναι όλοι τους τόσο σφιχτοκούραδοι… Δεν είναι μόνο η μιζέρια κι ο ανυπόφορος επαρχιωτισμός τους, νιώθεις συνεχώς κι ένα στραγγάλισμα, σα να σε σφίγγουν στο λαιμό!».

    Για ένα διάστημα, όταν ήταν αποσπασμένος ο εξαίρετος φιλόλογος Γιώργος Ιωάννου με τον βαθμό του Γυμνασιάρχη στα γραφεία του Υπουργείου Παιδείας, επί της οδού Μητροπόλεως κοντά στο Σύνταγμα, περνούσα να του πω μια καλημέρα και τότε είχα την ευκαιρία να ακούσω, πρώτος εγώ, τους στίχους που μπορεί μόλις την προηγουμένη να είχε γράψει για τον συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, εν όψει του έργου «Κέντρο Διερχομένων» που μυστικά τότε ετοίμαζαν από κοινού. Και μάλιστα, να ζητήσει την γνώμη μου. Άλλοτε πάλι μου διάβαζε τους στίχους του από το τηλέφωνο, ανάμεσα σε πληροφορίες, σχόλια και περιγραφές που ανταλλάσαμε μεταξύ μας όλων των ειδών και κυρίως των ερωτικών κατορθωμάτων μας… Και πριν πούμε την «καληνύχτα» ή μάλλον μαζί με την καληνύχτα τύχαινε, μια στο τόσο, να μου δηλώσει την αγάπη του, όχι με τίποτα λόγια γλυκερά κι ανόητα, αλλά με το ανεκδιήγητο εκείνο «σκατουλάκι», μια λέξη καθημερινή, καθόλου εύηχη μάλιστα που, όμως ήταν με τόση τρυφερότητα ειπωμένη από εκείνον, που ένοιωθα να με τυλίγει σ’ ένα χνουδωτό σύννεφο ασφάλειας και θαλπωρής.  «Άντε σκατουλάκι, σε αφήνω τώρα. Αύριο πάλι. Καληνύχτα». Καληνύχτα Γιώργο, καληνύχτα.

     

    Στην ακριβή του μνήμη, ως γενέθλιο δώρο

    + Γιώργος Ιωάννου: 20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985

  • Το δικό μου Πολυτεχνείο, το ελάχιστο.

    Μαθητής της πέμπτης τάξης του δημοτικού ήμουν όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ημέρα Παρασκευή, πριν από το Σάββατο του Λαζάρου συγκεκριμένα. Τα σχολεία από την επομένη θα έκλειναν, ως είθισται, για την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, μέχρι την Κυριακή του Θωμά. Ο δάσκαλος, ο κύριος Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, σκέτο «Κύριος» για τους μαθητές, ένας γλυκύς και συμπαθής άνθρωπος τον οποίον οι τσακαλόμαγκες είχαν φορτώσει με ουκ ολίγα προσωνύμια, άτινα εξ αυτών ήσαν «φουντούκος», «αράπης» λόγω του σκούρου δέρματος, «σκαρμούτσος» ή «πιττακός», μας ανήγγειλε μετά την πρωινή προσευχή ότι, λόγω έκτακτης περίστασης, δεν θα κάναμε κανονικό μάθημα, αλλά ούτε και την επαύριον. Ευχήθηκε σε όλους, σύννους και κατηφής, «καλήν Ανάσταση» και μας έστειλε στα σπίτια μας. Εμείς περιχαρείς, επειδή γλυτώσαμε, έστω και κατά μία ημέρα το σχολείο, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής για την πατρική εστία. Φτάνοντας εκεί διαπίστωσα πως και ο πατέρας δεν είχε πάει στην δουλειά, καθώς και οι γείτονες επίσης. Έκαναν «πηγαδάκια» στο δρόμο κι όλο κάτι συζητούσαν χαμηλόφωνα και σαν στεναχωρημένοι. Πήρε τ’ αυτί μου κάποιον να λέει: «Έκαναν πάλι δικτατορία όπως ο Μεταξάς». Κι αμέσως έσπευσα κορδωμένος να το ανακοινώσω στους δικούς μου, οι  οποίοι πέσανε να με φάνε. «Αυτό να μην το ξαναπείς. Πρόσεχε καλά τις κουβέντες σου και τι λες, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά» ήταν η ανήσυχη, όσο και φοβισμένη αντίδραση του πατέρα στον εξυπνάκια γιο του, τον τόσο «έγκυρα» πληροφορημένο.

    Και οι δύο γονείς μου δήλωναν δημοκράτες, κατά του Βασιλέως και της δεξιάς στα κρυφά, «συνοδοιπόροι» του κομμουνισμού δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσε με καχυποψία η χούντα των συνταγματαρχών, όλους τους αριστερά του παπανδρεϊκού κέντρου πολιτικά τοποθετημένους και όσους δεν ήταν φίλα προσκείμενοι στο καθεστώς γενικότερα.  Άνθρωπος φιλήσυχος, ένας τυπικός οικογενειάρχης ήταν ο πατέρας μου, που έτρεμε το φυλλοκάρδι του για το μέλλον των παιδιών του, του αδελφού μου και το δικό μου. Αν και ο ίδιος είχε υπηρετήσει σαράντα μήνες ως στρατιώτης του εθνικού στρατού κατά τον εμφύλιο στην πρώτη γραμμή πυρός, Γράμμο και Βίτσι, καταλάβαινε πως αυτή η «προσφορά» του στην Πατρίδα δεν τον τοποθετούσε εσαεί στο απυρόβλητο… Υπήρχαν στενοί συγγενείς με την ρετσινιά του κομμουνιστή, ένας αδελφός του κι ένας αδελφός της μητέρας μου είχαν υπάρξει εαμίτες.  Ήξερε ότι το παραμικρό άστοχο σχόλιο και δη σε δημόσιο χώρο ήταν αρκετό για να βρεις τον μπελά σου. Είχε προλάβει να δει απ’ την καλή και την ανάποδη, όλα τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το ΄50, τους λογής κάθε φορά εθνοσωτήρες πολιτικούς, να νιώσει στο πετσί του την αυταρχικότητα των μετεμφυλιακών κυβερνήσεων, το κυνήγι και τον κατατρεγμό, το καθημερινό μπουζούριασμα του κοσμάκη «δι ασήμαντον αφορμήν». Εξ αιτίας όλων αυτών στο σπίτι μας ήταν ρητώς απαγορευμένη κάθε πολιτική συζήτηση. Κάτι που καθημερινά μας συμβούλευε να αποφεύγουμε κι όταν ήμασταν εκτός, στο σχολείο ή οπουδήποτε αλλού. Όσο όμως κι αν προσπαθούσε να μας επιβάλλει την σιωπή και μιαν αδιάφορη ουδετερότητα για την πολιτική κατάσταση της χώρας, εμείς καταλαβαίναμε πως πίσω από τον εμμονικό τρόμο του, υπήρχε ένας τσακισμένος δημοκράτης κι ένας ορκισμένος αντιχουντικός στα σίγουρα.

    Μια εφηβεία σκυφτή, ολοφάνερα μπερδεμένη και γκρίζα κατεύθασε. Και παρότι ασφυκτιούσε εξ αιτίας των ποικίλων απαγορεύσεων, δεν σημαίνει πως δεν ήταν παλλόμενη. Μαλλιά κοντοκουρεμένα, περιορισμοί στην εμφάνιση και αυστηροί κανόνες στην συμπεριφορά, όριζαν την καθημερινότητα εκείνων των χρόνων. Στο δρόμο ο αστυνόμος ή ο χωροφύλακας ανάλογα, στο σχολείο ο γυμνασιάρχης και οι καθηγητές, στο σπίτι οι γονείς, από παντού βρισκόσουν κυκλωμένος, δεν μπορούσες να γλιτώσεις τον συνεχή τους έλεγχο. Παρ’ όλα αυτά, η ζωή δεν φυλακίζεται! Βρήκα καταφύγιο κι αναψυχή στο διάβασμα. Ας είναι καλά οι μεγαλύτεροι φίλοι μου στην γειτονιά που ενστικτωδώς κατέφυγα και βρήκα, παρά την διαφορά της ηλικίας, κατανόηση κι αποδοχή, τα αδέλφια Παναγιώτα, Μήτσος και Παύλος Παπατριανταφύλλου, ο πρωτότοκος ο Γιώργος σπούδαζε από καιρό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κοντά τους έμαθα να διαβάζω λογοτεχνία, εκείνοι μου σύστησαν τον Ρίτσο, τον Βάρναλη, τον Ελύτη, τον Καζαντζάκη, τον Λουντέμη, τον Λόρκα και τον Νερούδα, τον Θεοδωράκη και τον Μαρκόπουλο. Με έπαιρναν συχνά μαζί τους στην «Λήδρα» για να ακούσουμε στο φινάλε του προγράμματος το ριζίτικο «Πότε θα κάνει ξαστεριά», τραγουδισμένο από τον Νίκο Ξυλούρη κι από κοντά εμείς το ενθουσιώδες κοινό, μέσα σε μια εκρηκτική, αντιστασιακή ατμόσφαιρα. Με δυο λέξεις άνοιξαν τα μάτια μου, ξεδίψασε η ψυχή μου, πολιτικοποιήθηκα. Οι γονείς μου καλοί και άγιοι, αλλά η φροντίδα τους εξαντλούνταν κυρίως στα περί σιτίσεως, ένδυσης, σωστών συναναστροφών και της βαθμολογίας, υψηλής ή όχι, των μαθημάτων στον τακτικό έλεγχο, πέραν τούτων και να ήθελαν, δεν είχαν άλλες δυνατότητες.

    Την πληροφορία για την εξέγερση των φοιτητών στο Πολυτεχνείο και την λειτουργία του πρώτου ελεύθερου ραδιοφωνικού σταθμού, μας την πρόλαβε ο μπάρμπας μου ο Τάσος, παλιός αριστερός. Μέσα σε απίστευτα παράσιτα κατάφερα να ακούσω για πρώτη φορά μια ηχηρή φωνή που επαναλάμβανε, «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλάει ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Ένα ρίγος συγκίνησης με διαπέρασε ολόκληρον, τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν.  Έσπευσα να αγοράσω εφημερίδα, το ΒΗΜΑ συγκεκριμένα όπως συνήθιζα, μια πράξη ιδιαίτερα τολμηρή κατά τους χαλεπούς εκείνους χρόνους. Δεν έγραφε τίποτα περισσότερο από μιαν λακωνική είδηση για την συγκέντρωση των φοιτητών και τον εγκλεισμό τους στο Πολυτεχνείο με αφορμή τα πάγια αιτήματά τους. Αποφάσισα να φύγω για το σχολείο, ήμουν απογευματινός και η ώρα πλησίαζε για το κουδούνι. Εκεί θα είχα καλύτερη πληροφόρηση, υπήρχε ένας μικρός αντιστασιακός πυρήνας αποτελούμενος από ελάχιστους «μυημένους» συμμαθητές μου. Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε, συναποφασίσαμε να μεταβούμε επί τόπου, άλλωστε το κάλεσμα της εξέγερσης από ραδιοφώνου ήταν σαφές, έπρεπε όλοι να ξεσηκωθούμε στο πλευρό των φοιτητών. Στο διάβολο οι απουσίες κι ο κύριος γυμνασιάρχης μαζί. Τι μπορούσε να μας κάνει; Στην χειρότερη, ας μας «έδινε» αποβολή, λίγο μας ένοιαζε. Ήμασταν αποφασισμένοι και «σαν έτοιμοι από καιρό», αψηφούσαμε κάθε κίνδυνο κι αν η χρεία το καλούσε – όπως μόνο στα ξέφρενα νειάτα, στους αθεράπευτα ρομαντικούς και στους συνεπείς ιδεολόγους συνηθίζεται –  πρόθυμοι να πέσουμε στην φωτιά. Είχαμε μπουχτίσει, όχι μόνο από την καταπίεση και την βαρβαρότητα της στρατιωτικής χούντας, αλλά και την γελοιότητα, καθώς και την κακογουστιά, μηδέ εξαιρουμένης της κακομοιριάς που σύσσωμη εξέπεμπε ως ψωριάρικο άλογο κι ήθελε με κάθε τρόπο, όλα αυτά να μας τα επιβάλλει.

    «Έξι χρόνια αρκετά, δεν θα γίνουνε επτά», ήταν το πρώτο σύνθημα που φτάνει στα αυτιά μου ανηφορίζοντας την οδό Στουρνάρη, κάτι που, δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε, αντίθετα έμελλε να γίνουν ολοστρόγγυλα επτά, πάλι καλά… Και μετά, όσο πλησιάζαμε προς τα εκεί, κύματα αλλεπάλληλα, χαρμόσυνα τα συνθήματα, πρωτάκουστα, επαναστατικά, ανατρεπτικά! Ο κόσμος πλημμύρα μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο, νέοι και νέες στην πλειοψηφία τους. Εκκλήσεις από τα μεγάφωνα για τις διάφορες ανάγκες μιας στοιχειώδους οργάνωσης των «ελεύθερων πολιορκημένων». Αστυνομική δύναμη εμφανής δεν υπήρχε, μόνο κάτι «μυστικοί» μπερδεύονταν με το πλήθος. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν φαγητά, πανέρια με ψωμί, φαρμακευτικό υλικό, τσιγάρα. Πετάω προς το παράθυρο το ανοιγμένο μου πακέτο Dunhill, έχει άρτι επιστρέψει ο αδελφός μου από την Κύπρο μετά από έναν χρόνο θητείας στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. φορτωμένος με αφορολόγητα τσιγάρα πολυτελείας κι εγώ επειδή καπνίζω ημιεπίσημα πλέον, κάνω το κομμάτι μου. Ο μουσάτος νεαρός το αρπάζει στον  αέρα χαμογελώντας. Οι οδηγοί των διερχόμενων τρόλεϋ περιμένουν υπομονετικά να ολοκληρωθεί το γράψιμο των συνθημάτων με σπρέυ στα πλευρά του οχήματος ή να κολληθεί στο παρ μπριζ του το σχετικό χαρτόνι. Κλείνουν το μάτι συνωμοτικά στα παιδιά με τα μακρυά μαλλιά που οι κρατούντες τα έλεγαν αλήτες… Αυτά την πρώτη ημέρα, γιατί την δεύτερη, η Πατησίων από το ύψος του Πολυτεχνείου μέχρι την Ομόνοια, κλείνει για τα τροχοφόρα, η παρουσία του κόσμου αυξάνεται, ογκούται συνεχώς σε πλήθος και σε αγωνιστικό παλμό.

    Την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, την Παρασκευή, κυκλοφόρησε από νωρίς η φήμη ότι η υπομονή της χούντας εξαντλήθηκε κι ότι θα επέμβει άμεσα πλέον και  με τρόπο δυναμικό να καταστείλει την εξέγερση. Ένα αδιόρατο σύννεφο ανησυχίας απλώθηκε στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Πολλοί μιλούσαν για απειλές χωρίς ουσία, ότι η φημολογία περί αρμάτων μάχης και τα σχετικά ήταν μόνον προς εκφοβισμό. Η μητέρα μου είχε αντίθετη άποψη. Πίστευε και σωστά, ότι δεν το ΄χουν σε τίποτα να αιματοκυλήσουν τον κοσμάκη.  Όταν ετοιμάστηκα σιωπηλός να φύγω δήθεν για το σχολείο, είδα το χρώμα της να αλλάζει. «Δεν θα πας πουθενά» μου είπε όλο αγωνία και μπαίνοντας μπροστά, μου έφραξε τον δρόμο. Προσπάθησα να διασκεδάσω την ανησυχία της λέγοντας πως δεν επρόκειτο να κατεβώ στο Κέντρο, αλλά προφανώς δεν την έπεισα. Υπήρχε αναστάτωση και σε μένα, αδύνατον να προσποιηθώ επαρκώς τον ψύχραιμο. Και τότε άνοιξε διάπλατα τα χέρια της σε μια προσπάθεια να με συγκρατήσει. Πάλι δεν τα κατάφερε. Έπεσε στα γόνατα και μ΄έκλεισε, έτσι γονατισμένη, σφιχτά μέσα στην αγκαλιά της, αδύνατον να ξεφύγω. Έκλαιγε σπαραχτικά, με εκλιπαρούσε να μείνω στο σπίτι. Κι έμεινα.

    Σαράντα πέντε χρόνια από εκείνη την νύχτα μπορώ, επιτέλους να τ’ ομολογήσω: Ναι, παρά τις επίμονες εκκλήσεις του σταθμού, την κρίσιμη στιγμή έκανα πίσω. ‘Οχι, δεν ήμουν κι εγώ εκεί. Ίσως μέσα μου φοβόμουν περισσότερο από εκείνη και γι’ αυτό στάθηκε ικανή, τα κατάφερε να μην πάω. Το διάβασε πιθανόν στο βλέμμα μου ή το διαισθάνθηκε ως μητέρα. Ντρεπόμουν κι απέφευγα να απαντήσω ευθέως, κάθε φορά που ερχόταν η κουβέντα και κάποιος γνωστός με ρωτούσε, αν την νύχτα του Πολυτεχνείου ήμουν μέσα. Όχι, δεν ήμουν κι εγώ εκεί. Ίσως, πάλι να μην διέθετα, λέω, τον απαιτούμενο ηρωισμό που σε κάνει να αψηφάς τον κίνδυνο. Δείλιασα θα ήταν μια τίμια απάντηση, αρπάχτηκα από τα παρακάλια, τα δακρυά της και κάθησα φρόνιμα στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Μπορεί και να χανόμουν. Τα θύματα να μετρούσαν σήμερα είκοσι τέσσερα συν ένα. Κι αν γλίτωνα, σίγουρα θα με περίμεναν μεγάλες ταλαιπώριες, μέχρι την πτώση της δικτατορίας. Και μόνο η απουσία μου από το σχολείο στάθηκε ικανή να έρχεται επίσκεψη κάθε εβδομάδα ο ασφαλίτης για να υποβάλλει στην μητέρα μου τις ίδιες ανόητες ερωτήσεις. Ο πατέρας μου, παρά τις επανειλημμένες περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις μου, ήταν σίγουρος ότι ανήκα σε κάποια αντιστασιακή οργάνωση και ότι ήταν θέμα χρόνου η σύλληψή μου. Αρρώστησε από την στεναχώρια του. Όχι, λοιπόν, δεν ήμουν κι εγώ εκεί!

  • Ο Σόουμαν δεν θα ΄ρθει απόψε*

    Αγκομαχούσε το «παπάκι» του Σταμάτη, ένα μεταχειρισμένο 50άρι από δεύτερο, ίσως και από τρίτο χέρι, κάθε φορά που μας πήγαινε ασθμαίνοντας, εκείνον κι εμένα, στον Νέο Βουτζά. Καλοκαίρι του 1983 και ο δίσκος «Μόνον Άντρες» του Σταμάτη Κραουνάκη με τον Γιώργο Μαρίνο ήταν στα σκαριά. Από τα δώδεκα τραγούδια οι στίχοι των τεσσάρων είχαν την δική μου υπογραφή με σημαντικότερο εξ αυτών το τραγούδι, Ξενοδοχείον «Κέκρωψ». Τους στίχους των υπολοίπων είχαν γράψει ο ίδιος ο συνθέτης, ο Γιώργος Παυριανός κι ένα η Λίνα Νικολακοπούλου. Το εξώφυλλο, μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μαρίνου με σμόκιν από τον Ντίνο Διαμαντόπουλο, είχε φιλοτεχνήσει η κοινή μας φίλη Άννα Πανουργιά. Ξεκινούσαμε λοιπόν, ενίοτε μες τα μαύρα μεσάνυχτα με προορισμό μας το νεόδμητο σπίτι του Μαρίνου, μια έπαυλη με τεράστιο κήπο και πισίνα στο Μάτι. Ο Σταμάτης ερχόταν με το παπί του από την Ν. Σμύρνη να με παραλάβει από του Φιλοπάππου και στην συνέχεια κινούσαμε παρέα, εκείνος στο τιμόνι και πισωκάπουλα εγώ για τα Μεσόγεια. Καβάλα στο μηχανάκι φορτωμένοι νιάτα κι έξαψη, με φεγγάρι ή όχι και το ευεργετικό αεράκι να μας δροσίζει από τον καλοκαιρινό καύσωνα, τραβούσαμε κάθε τόσο, κάνοντας μια διαδρομή που έμοιαζε ατέλειωτη, για την καθιερωμένη νυκτερινή εκδρομή!

    Πάντα προλάβαινε να μας υποδεχτεί με γαυγίσματα και υπόκωφα γρυλίσματα χαράς η παρέα των αμέτρητων φιλοξενούμενων σκύλων. Έδινε πρώτη αυτή το σύνθημα της άφιξής μας κι από κοντά εμφανίζετο ο νοικοκύρης του σπιτιού προσπαθώντας να κατευνάσει αρχικά τον ενθουσιασμό της ξέφρενης αγέλης και στην συνέχεια να καλωσορίσει τους νυχτερινούς επισκέπτες του. Ακολουθούσαν συζητήσεις επί συζητήσεων σχετικές με την επικείμενη κυκλοφορία του δίσκου, διανθισμένες με ποικίλα καλλιτεχνικά κουτσομπολιά, άφθονα γέλια, φαγητό μέχρι σκασμού, αμέτρητα ποτά και κάθε άλλη πιθανή ευωχία βάζει ο νους σας… Συνήθως μας εύρισκε το πρωινό φως εξαντλημένους με τα ουρανομήκη χασμουρητά να έρχονται ως αλλεπάλληλα κύματα, σημάδι κόπωσης και χρείας ύπνου. Τότε και μόνον τότε, μετά τις απαραίτητες καλημέρες, καθότι είχε ήδη φέξει ο Θεός την μέρα του, αποφασίζαμε ότι ήταν πλέον η στιγμή να αναπαυθούμε και τραβούσαμε ο καθένας για το δικό του δωμάτιο. Ο Μαρίνος επειδή ήθελε να υπάρχει απόλυτο σκοτάδι για να κοιμηθεί, φρόντιζε ανελλιπώς να τραβάει τις βαριές διπλές κουρτίνες.

    Υπήρχαν και φορές, ιδιαίτερα από την στιγμή και μετά που κυκλοφόρησε στην αγορά ο δίσκος, αφ’ ενός για την προβολή της καινούριας δουλειάς κι αφ’ ετέρου για να γνωρίσουν οι φίλοι του την άρτι περαιωθείσα πολυτελή κατοικία του, που ο Μαρίνος καλούσε τακτικά κόσμο για φαγητό. Και κάθε φορά, μόνιμα σχεδόν, ήμασταν καλεσμένοι ο Σταμάτης κι εγώ. Συνήθως ήταν γνωστοί καλλιτέχνες, ηθοποιοί κυρίως, όπως η Μιμή Ντενίση, η Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.λ.π. Παρά τις φήμες που την ήθελαν εχθρό του, επειδή ο γνωστός σόουμαν την σατίριζε σταθερά από το πρόγραμμά του, με αιχμή του δόρατος το γαργαλιστικό θέμα της ηλικίας της, η Αλίκη αντίθετα παρέμενε φίλη του, ήταν βλέπεις αρκετά ευφυής και καταλάβαινε ότι η ενασχόλησή του μαζί της, η έστω και αρνητική, της πρόσφερε την καλύτερη διαφήμιση. Μετά το δείπνο και πριν το επιδόρπιο, σειρά είχε η ακρόαση κάποιων τραγουδιών. Το μαύρο πιάνο υπήρχε μέσα στο τεράστιο σαλόνι διαθέσιμο και καλοκουρδισμένο για τον ετοιμοπόλεμο συνθέτη, ο ερμηνευτής ήταν παρών και πάντοτε πρόθυμος, οπότε η σύντομη συναυλία ερχόταν ως φυσικό επακόλουθο. Όπως ήταν αναμενόμενο κι όχι απαραίτητα για λόγους ευγενείας, τα σχόλια ήταν θετικά, συχνά και διθυραμβικά. Ήταν όντως μια εξαίρετη δουλειά και πολύ τολμηρή για την εποχή της. Μια δουλειά που μόνον ο Μαρίνος με την καλλιτεχνική διαδρομή που είχε ήδη διανύσει και με τα ρίσκα που από πολύ νωρίς είχε πάρει, μιλώντας ανοιχτά και ξεκάθαρα για την ομοφυλόφιλη ερωτική του ταυτότητα, θα μπορούσε να την υποστηρίξει. Ας το πούμε κι αυτό.

    Το βράδυ με καλεσμένους την Αλίκη και τον Βλάση περάσαμε, μετά την ακρόαση των τραγουδιών, προς χαλάρωση στην βεράντα. Εκεί άρχισε να φέρνει γύρα ένα τρίφυλλο, κέρασμα πιθανότατα και σε ιδιόχειρη κατασκευή του Βλάση, δεν είμαι και σίγουρος. Συμπτωματικά είχα καθίσει παραπλεύρως της Αλίκης, το κυρίαρχο είδωλο, ναι το ομολογώ, της παιδικής μου ηλικίας. Κι ανοίγω παρένθεση: Μεσούσης της χούντας και καθότι πολιτικοποιημένος, διανύοντας την υγιή εφηβεία της αμφισβήτησης, ήταν αναμενόμενο, αν όχι και απαραίτητο, να την απορρίψω. Μεγαλώνοντας όμως την αγάπησα εκ νέου, αλλιώς. Την παραδέχτηκα για το τσαγανό της και την αφελή φρεσκάδα που πρόσφερε στον τόσο ταλαιπωρημένο λαουτζίκο. Ας μιλάνε περί του αντιθέτου οι λογής «προοδευτικοί», ας λένε ό,τι θέλουν περί αποβλάκωσης και όλα τα σχετικά, αδιαφορώ. Μάλιστα «Το γκρίζο γατί»  ή όπως είναι γνωστό το τραγούδι «Νιάου βρε γατούλα» του Χατζιδάκι από την ταινία του Σακελλάριου «Το ξύλο βγήκε απ΄ τον Παράδεισο», θυμάμαι ότι το είχα ξεσηκώσει και το χόρευα σε συγγενικά γλέντια, κάνοντας όλα τα σχετικά σκέρτσα της Αλίκης, προς μεγάλη και βουβή αγωνία της μητέρας – την διάβαζα ξεκάθαρα στα μάτια της, αλλά δεν μπορούσα ακόμα να εννοήσω το γιατί. Κλείνω την παρένθεση.

    Καθισμένος λοιπόν δίπλα της, την είδα με την άκρη του ματιού μου, όταν το τσιγαρλίκι έφτασε σ’ εκείνην, να παίρνει κάνα δυο επιπόλαιες ρουφηξιές κι αμέσως μετά το έτεινε, ως είθισται, προς το μέρος μου λέγοντας: «Εσείς θα κάνετε τσιγαράκι;» Κι έκανα… Τι περίεργη που είναι η ζωή! Ποιος να μου το λέγε τότε, όταν ήμουν πιτσιρίκος, ότι κάποτε θα έλθει μια στιγμή και η Αλίκη θα μου «περάσει» τον μπάφο της παρέας. Παρότι ήταν εντελώς ασήμαντες οι ξώφαλτσες ρουφηξιές που δοκίμασε, σε λίγο άρχισε να αναζητάει τον Βλάση και με ύφος άπραγης παιδούλας να του λέει: «Έλα εδώ κοντά μου Βλασούλη, ζαλίζομαι ελαφρώς, πάρε με μιαν αγκαλιά, νιώθω ανασφάλεια». Αθάνατη Αλίκη!

    «Αγόρι μου σε λατρεύω» ήταν η συνήθης προσφώνηση του Μαρίνου. Την πρώτη φορά κολακεύτηκα, νόμισα λανθασμένα ότι ήταν κάπως εξατομικευμένη. Μόλις με είχε συστήσει ο Σταμάτης εξηγώντας του ότι είμαι εκείνος που είχε γράψει τους στίχους του τραγουδιού «Δακτυλικά αποτυπώματα», το πρώτο από τα τέσσερα της συμμετοχής μου κι ο Μαρίνος έσπευσε αυθόρμητα να με αγκαλιάσει. «Μα τι ωραίοι στίχοι!» πρόφτασε να μου πει κι αμέσως μετά με ρώτησε: «Αλήθεια, για μένα τους έγραψες;». Συγκατένευσα κοκκινίζοντας. Αυτό ήταν, γίναμε φίλοι, συνεργάτες μάλλον. Δεν ήταν η φιλία το φόρτε του, όπως άλλωστε και ο ίδιος κατά καιρούς δήλωνε. Δεν επένδυσε και τόσο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είχε να φροντίσει την καριέρα του, εκεί έδωσε όλη του την προσοχή. Και τα κατάφερε περίφημα. Παιδί χωρισμένων γονιών μεγάλωσε με την μητέρα του την οποία κυριολεκτικά λάτρευε. Δευτεροετής στην δραματική σχολή του Εθνικού συμμετείχε το 1962 στην περίφημη παράσταση «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι ερμηνεύοντας μοναδικά το τραγούδι «Κάθε Κήπος». Η καθιέρωση ήλθε λίγο αργότερα, όταν πρώτος αυτός με τα σκέτς, τις καυστικές ατάκες, την ανελέητη σάτιρα και τις μιμήσεις του έγινε ο πιο λαμπερός σόουμαν της ελληνικής σκηνής. Για είκοσι χρόνια από το 1973 – 1992 σκορπούσε το γέλιο στο φανατικό κοινό του το οποίο έσπευδε κάθε σεζόν με συνέπεια να τον απολαύσει στην «Μέδουσα».

    Από νωρίς, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, ξεκαθάρισε δημόσια μιλώντας σε μια άκρως συντηρητική Ελλάδα για το θέμα των ερωτικών του προτιμήσεων. Στους γονείς του είχε μιλήσει πολύ πριν, από την ηλικία των δεκαέξι χρόνων. Ήθελε μεγάλο κουράγιο για ένα τέτοιο «αυτο – outing» και ο Μαρίνος το διέθετε. Μας έλεγε ότι σε κάποιο φιλικό καρέ χαρτοπαιξίας που συμμετείχε τακτικά και η μητέρα του, ένα βράδυ οι διάφορες συμπαίκτρίες της σχολίαζαν με δηκτικά υπονοούμενα κάθε αρσενικόν σχεδόν που εμφανιζόταν στην ανοιχτή τηλεόραση του σαλονιού. Και όλο εκεί έφερναν την κουβέντα συνεχώς. Ποιος είναι και ποιος δεν είναι «τοιούτος» και πόσο ασφαλής δήθεν ήταν ή όχι, η σχετική φήμη που κυκλοφορούσε. Έγινε μια φορά, έγινε δυο, έγινε τρεις. Στο τέλος η μητέρα του που, μέχρι τότε παρέμενε σιωπηλή, γυρνάει ενοχλημένη και ευθαρσώς τους λέει: «Θα αφήσετε τις ανοησίες παλιοπουτάνες, ποιος είναι και ποιος δεν είναι, και να παίξετε κανονικά; Εμένα πάντως ο δικός μου γιος είναι!».

    Το 1990 ζήτησα να μου δώσει μια συνέντευξη για το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» που εργαζόμουν ως δημοσιογράφος. Δέχτηκε με χαρά. «Εσύ ό,τι θέλεις αγόρι μου, σε λατρεύω!» τον άκουσα, όχι χωρίς συγκίνηση τ’ ομολογώ, να μου λέει από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, επαναλαμβάνοντας την γνωστή, αγαπημένη φράση. Κάτι μου θύμιζε, κάτι άλλο διαφορετικό, πέρα από εκείνον. Η συνέντευξη έγινε και μάλιστα είχα την ιδέα να αφαιρέσω όλες τις πάνω κάτω κλισέ ερωτήσεις μου και να μετατρέψω τις απαντήσεις του σ’ έναν δυνατό, σφιχτοδεμένο μονόλογο με τον τίτλο «Χωρίς ανάσα», ένα στοιχείο τόσο χαρακτηριστικό για το ταμπεραμέντο του επί σκηνής. Πολλά από τα λεγόμενά του, όπως ήταν φυσικό, βελτιώθηκαν κι άλλα διορθώθηκαν στον γραπτό λόγο σε μια διατύπωση καλύτερη του αυθόρμητου προφορικού. Ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα. Μου είπε διάφορα κολακευτικά σχόλια και κάπου εκεί ανάμεσα, το απαραίτητο «αγόρι μου σε λατρεύω». Και ξαφνικά κατάλαβα ότι μου θύμιζε τον Δημήτρη Χόρν.  Ήταν φίλος του από την εποχή της «Οδού Ονείρων» κι από αυτόν την είχε προφανώς αντιγράψει κι αν όχι την φράση την ίδια ακριβώς, την εκφορά της πάντως σίγουρα. Άλλωστε εκείνος μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο, πως κάποτε, όταν τον επισκέφτηκε στο τέλος μιας παράστασης στο καμαρίνι του ο Χόρν, γονάτισε δακρυσμένος εμπρός του και πιάνοντάς του τα χέρια, του δήλωσε: «Αγόρι μου σε λατρεύω. Τόλμησες να κάνεις, όλα όσα δεν τόλμησα ποτέ να κάνω εγώ, μπράβο σου!».

    Τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος Μαρίνος έχει αποσυρθεί εντελώς. Δεν είναι τόσο μεγάλος, ούτε καν τα ογδόντα δεν έκλεισε ακόμα. Ο σόουμαν δεν θα ΄ρθει απόψε, ούτε θα ξαναβγεί ποτέ στην σκηνή της «Μέδουσας». Δυστυχώς, όπως μαθαίνω, φιλοξενήθηκε αναγκαστικά για ένα διάστημα, λόγω μεγάλου οικονομικού προβλήματος, στο «Σπίτι του Ηθοποιού». Και τι κρίμα, αν αληθεύουν οι φήμες περί αρχομένης άνοιας, για έναν άνθρωπο τόσο σπιρτόζο και γοητευτικό! Πέραν τούτου ουδέν, ως πληροφορία από τους κοινούς γνωστούς και φίλους. Όχι, δεν θα του άξιζε, εκείνου ιδιαίτερα, να απωλέσει την μνήμη του, το τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το έσχατο όριο της ενσυνείδητης  ζωής.

    *τίτλος του ομώνυμου μυθιστορήματος του Γιάννη Ξανθούλη