Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Ήταν ένα μικρό καράβι

    Την επομένη που ξεμπάρκαρε οριστικά ο νονός αλλά και θείος μου – ήταν αδελφός της μητέρας ο Θανάσης – κατέφθασε στο πατρικό σπίτι κρατώντας υπό μάλης ένα τεράστιο όπως μου φάνταζε τότε χάρτινο, μακρόστενο κουτί και μου ζήτησε να το ανοίξω μόνος μου. Ήταν το δώρο του. Έτρεμαν από την συγκίνηση και την ανυπομονησία τα χέρια μου θυμάμαι, μέχρι να τα καταφέρω. Όταν επιτέλους άνοιξα την συσκευασία ξεπρόβαλε μπροστά στα έκπληκτα παιδικά μάτια μου ένα γαλάζιου χρώματος ολοκαίνουργο και αστραφτερό, μεταλλικό υπερωκεάνειο… της στεριάς! Μπήκαν οι τρεις μεγάλου σχήματος μπαταρίες στην ειδική θήκη στο από κάτω μέρος και ξεκίνησε το παρθενικό ταξίδι του στο δάπεδο του δωματίου μου. Διέθετε ρόδες, δεν χρειαζόταν νερό για τον απόπλου. Και μάλιστα έστριβε από μόνο του όταν συναντούσε κατά την διαδρομή του κάποιο εμπόδιο. Το ραντάρ του έκανε αργές περιστροφές, τα δυο φωτάκια του σε πλώρη και πρύμνη αναβόσβηναν διαρκώς, ενώ κάθε τόσο σφύριζε κανονικά με τον χαρακτηριστικό ήχο των μεγάλων πλοίων. Ξετρελάθηκα! Δεν χόρταινα να το βλέπω. Ήμουν περήφανος, το πρόσεχα σαν τα μάτια μου. Εκείνο το μικρό καράβι ήταν το πρώτο και παρέμεινε το μοναδικό παιχνίδι που απέκτησα ως παιδί. Έκτοτε, από το 1964 με ακολουθεί σταθερά σε κάθε σπίτι που κατοικώ, σε κάθε καινούργιο μου μπάρκο… Και είναι το μόνο πολύτιμο αντικείμενο που έχω στην κατοχή μου, ο μοναδικός θησαυρός που κι εγώ διαθέτω.

    Παιχνίδια ως παιδιά, εκτός ελαχίστων τυχερών εξαιρέσεων, δεν είχαμε. Στην εργατική γειτονιά που μεγάλωσα όλοι οι πατεράδες ήταν μεροκαματιάρηδες και χρήματα για τέτοιες περιττές πολυτέλειες δεν περίσσευαν. Προτιμούσαν να μας αγοράσουν τα Χριστούγεννα και την Λαμπρή κανένα ζευγάρι παπούτσια και μέχρις εκεί. Τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας, όπως του λόγου μου για παράδειγμα, την περνούσαν με τα αποφόρια του μεγαλύτερου αδελφού. Είχε μαυρίσει το μάτι μου για κανένα καινούργιο ρουχαλάκι. Η μόνη παραχώρηση που έκαναν ήταν για την αγορά σχολικών βοηθημάτων, όπως η εγκυκλοπαίδεια «Ο θησαυρός των γνώσεων», αλλά κι εκείνη με δόσεις, όταν βεβαίως το παιδί τους είχε έφεση στο διάβασμα. Και κατά τον δάσκαλο, έδειχνε πως τα έπαιρνε τα γράμματα, τα αγαπούσε και καλό θα ήταν να το σπουδάσουν. Ή να το γράψουν επίσης στο φροντιστήριο αγγλικών της συνοικίας να μάθει και μια ξένη γλώσσα. Ούτε λόγος για παιχνίδια, θεωρούσαν πως ήταν πεταμένα λεφτά.

    Το ποδηλατάκι με τις βοηθητικές ρόδες του ευνοημένου από την μοίρα παιδιού προκαλούσε μέγα φθόνο στα υπόλοιπα. Έπρεπε να κάνεις μεγάλη υπομονή και να δοκιμάσεις ουκ ολίγες μαλαγανιές ή να υποστείς μια σειρά από ταπεινωτικές παραχωρήσεις, προκειμένου να σου επιτρέψει ο κάτοχός του να το καβαλήσεις για λίγο κι εσύ. Μεγάλη φασαρία για το τίποτα. Ίσως γι΄ αυτό και δεν έμαθα ποτέ μου να κάνω ποδήλατο.

    Ευτυχώς υπήρχαν τα παραδοσιακά, ομαδικά παιχνίδια, τα τόσο κατάλληλα για την κοινωνικοποίησή μας. Κατά την περίοδο του θέρους κυρίως, τότε που τα σχολεία παρέμεναν κλειστά κι εμείς δεν μαζευόμασταν στο σπίτι. Κυρίαρχο ήταν το ποδόσφαιρο που όμως εμένα ποτέ δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα. Συμμετείχα κάποιες ελάχιστες φορές και μάλλον υποχρεωτικά. Συνήθως έμπαινα τερματοφύλακας, θέση που μου επέτρεπε να χαζεύω ή και να ονειροπολώ ακόμη με αποτέλεσμα να μου βάζουν συχνά γκολ οι παίχτες της αντίπαλης ομάδας. Και τότε αλίμονό μου από τον αρχηγό της ομάδας. Άλλα εξ ίσου δημοφιλή και αγορίστικα αμιγώς παιχνίδια ήταν «Κλέφτες κι Αστυνόμοι» – η μόνιμη αντιπαράθεση καλού και κακού με την παραλλαγή στο ίδιο θέμα «Καουμπόυδες και Ινδιάνοι», «Βεζύρης», «Τσιλίκι», «Μακριά γαϊδούρα», «Πετροπόλεμος», «Μπιζ», «Στάκαμαν», «σβούρες», «βώλους» ή «γκαζές». Βάραιναν οι τσέπες μας και φούσκωναν από τις γκαζές τις οποίες συχνά ανταλλάσαμε μεταξύ μας. Μια μεγάλη γκαζιά ισοδυναμούσε με πέντε ή δέκα μικρότερες, ανάλογα το μέγεθος.

    Βγαίναμε το πρωί από το σπίτι και κατ΄ ευθείαν πηγαίναμε στα σημεία συνάντησης, γνωστά και προκαθορισμένα. Ξελυσσάγαμε στο παιχνίδι και δεν μαζευόμασταν πίσω αν δεν ακούγαμε να μας καλεί με το μικρό μας όνομα η στεντόρεια και όλο νεύρα φωνή της μητέρας. Συνήθως μας έκοβε επάνω στην καλύτερη φάση, πλην όμως έπρεπε να απαντήσουμε και μάλιστα με το ευγενικό εκείνο προς εξευμενισμό της «ορίστε καλέ μαμά» ή έστω με την μονολεκτική και αδιάφορη διαβεβαίωση «έρχομαι». Και τότε κατέφθανε εκ μέρους της το απειλητικό και τελεσίδικο «τσακίσου κι έλα εδώ κακομοίρη μου, τώρα αμέσως». Η άμεση συμμόρφωσή μας σε τέτοιου είδους μεσημεριανά κελεύσματα απέτρεπε συνήθως την επιβολή κάποιας ποινής. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν την υποχρεώναμε δηλαδή να επαναλάβει το κάλεσμα με αποτέλεσμα, όπως η ίδια έλεγε και ισχυριζόταν να γίνει εξ αιτίας μας ρεζίλι στην γειτονιά ή εάν επιστρέφαμε με τίποτα σκισμένα παντελόνια και κτυπημένοι, μας περίμενε στα σίγουρα η τιμωρία. Και αναλόγως τα νεύρα της η τιμωρία μας ήταν περισσότερο ή λιγότερο αυστηρή, με τις γνωστές κατραπακιές και τα λοιπά συνακόλουθα!

    Το μεσημέρι έπρεπε αναγκαστικά να ξαπλώσουμε προς ανάπαυση, με το ζόρι που λένε, κι ας μην μας έπαιρνε ο ύπνος. Ήταν κανόνας απαράβατος. Ξεφυλλίζαμε με τις ώρες τα «καινούργια» περιοδικά που είχαμε ανταλλάξει ή δανειστεί από τους φίλους μας, όπως «Μικρός Κάου – Μπόυ», «Μικρός Σερίφης», «Μικρός Ήρωας», «Κλασσικά Εικονογραφημένα». «Η Μάσκα» απαγορεύονταν δια ροπάλου, κρυφά μόνο μπορούσες να την διαβάσεις, συνήθως στον καμπινέ. Το απογευματάκι βγαίναμε και πάλι στην γειτονιά. Κόβαμε μια φέτα καρπούζι ή παίρναμε ένα τσαμπί σταφύλι από το ξύλινο ψυγείο του πάγου και φεύγαμε τρεχάλα έξω για παιχνίδι. Λίγο ψωμί και τυρί ή μια φέτα ψωμιού αλειμμένη με λάδι και ζάχαρη ή με σκέτο μπελτέ αποτελούσαν επίσης το συνηθισμένο κολατσιό μας. Το βούτυρο και το μέλι δεν «έπαιζαν» και τόσο συχνά. Το ρεπερτόριο του παιχνιδιού κατά τις απογευματινές ώρες και μέχρι το σούρουπο ήταν διαφορετικό. Συμμετείχαν βλέπεις και τα κορίτσια. Παίζαμε από κοινού μαζί τους «τα μήλα», «κυνηγητό», «περνά – περνά η μέλισσα», «μπερλίνα» και βεβαίως «κρυφτό». Πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα των γονιών μας, ιδίως όσο νύκτωνε, τότε ακριβώς που αποσπούσαμε επιτέλους μετά από τις πιεστικές γκρίνιες μας την πολυπόθητη μικρή παράταση στο παιχνίδι και το αγιόκλιμα παρέα με το γιασεμί άρχιζαν ξαφνικά να μας πυρπολούν με ριπές μεθυστικές. Μα δεν βαριέσαι, εμείς βρίσκαμε πάντοτε τρόπο να ξεγλιστράμε της προσοχής τους και κρυμμένοι σε σκοτεινές γωνιές να επιδιδόμαστε σε ερωτικές θωπείες και περιπτύξεις, όχι και τόσο παιδικές είναι η αλήθεια. Σημεία και τέρατα κάναμε, κυριολεκτικά κάτω από την μύτη τους, παριστάνοντας τις αθώες περιστερές…

    Οι πιο τολμηροί και κάπως μεγαλύτεροι άραζαν στα «μάρμαρα» για κανένα τσιγαράκι. Μυστήριο πώς βρέθηκαν στο χέρσο οικόπεδο πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο τόσα πολλά μάρμαρα. Ήταν μεγάλα και ογκώδη διαφόρων χρωμάτων και σχημάτων ατάκτως ερριμμένα. Εκεί λοιπόν κούρνιαζαν οι αμούστακοι θεριακλήδες και έφερναν γύρα από χέρι σε χέρι το αναμμένο τσιγάρο, το κλεμμένο με τρόπο από το πακέτο του πατέρα. Στο τράβηγμα κάθε τζούρας έλαμπε μέσα στο σκοτάδι ως πυγολαμπίδα ή επί το λαϊκότερον σαν κωλοφωτιά, εκείνη η κάφτρα του παράνομου τσιγάρου. Συνήθως στα μάρμαρα σύχναζαν παιδιά που δεν συνέχισαν το σχολείο μετά το δημοτικό. Σταμάτησαν και βγήκαν στο μεροκάματο για να μάθουν και κάποια τέχνη. Οι περισσότεροι μέχρι πρότινος ήταν συμμαθητές μας, καλά και φιλότιμα παιδιά, αλλά σκράπες στα γράμματα. Είχαν φροντίσει από πολύ νωρίς δε, να ξεσηκώσουν όλα τα σουσούμια που κουβαλούν οι λαϊκοί μάγκες, από το περπάτημα μέχρι τους τρόπους. Βιάζονταν πολύ, ήθελαν να μεγαλώσουν μιαν ώρα αρχύτερα, ήταν ανυπόμονοι όπως όλοι μας άλλωστε.

    Το χωράφι του Γκρίτση ήταν ένα παραλληλόγραμμο κομμάτι γης αρκετά μεγάλο μεταξύ των γραμμών του τρένου και της λεωφόρου Δημοκρατίας. Κάθε χρόνο ο ιδιοκτήτης του, ένας αρβανίτης από το Μενίδι που είχε και τα περισσότερα μαγαζιά της περιοχής, το έσπερνε σιτάρι. Όταν ψήλωνε και θέριευε προς τον Ιούνιο, ήταν μια καταπράσινη θάλασσα που λες και αναζητούσε τολμηρούς εξερευνητές. Κι εμείς ανταποκρινόμασαταν τόσο πρόθυμα στο κάλεσμά της! Ήταν πιο ψηλό από το μπόι μας. Μπαίναμε μέσα και χανόμασταν. Κάναμε διαδρόμους και εσωτερικές αλάνες. Οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη σκανταλιά μας εκεί συντελείτο. Αθέατοι, καλά κρυμμένοι από κάθε αδιάκριτο βλέμμα, παίζαμε κρυφτό, ξαπλώναμε κατά βούληση, κάναμε βαρελάκια. Ή βγάζαμε από τα κοντά παντελονάκια τα τσουτσούνια μας και τα μετρούσαμε. Άλλοτε πάλι κάναμε διαγωνισμό για να δούμε ποιος κατουράει πιο μακριά. Το μόνο δέντρο που υπήρχε ήταν μια γηραλέα αγκορτσά. Από τα κλαδιά της κρεμάγαμε τα σχοινιά για να φτιάξουμε καμιά κούνια. Και κάθε τόσο σκαρφαλώναμε για να πιάσουμε χρυσόμυγες ή ζήνες όπως τις λένε επίσης. Τις δέναμε με μια κλωστή κι αυτές πέταγαν ανήμπορες να δραπετεύσουν προς την ελευθερία τους.

    Μια φορά θυμάμαι με έστειλε η θεία μου η Αγαθή που έμενε ακριβώς δίπλα στο χωράφι, με την παρότρυνση μάλιστα και της μητέρας μου, να μαζέψω μερικές καβαλίνες για τον μπαξέ της. Υπήρχε από μέρες εκεί ένα γάιδαρος, μετά βεβαίως τον θερισμό, που έβοσκε δεμένος σε μιαν άκρη την ξερή καλαμιά. Κάτι έπαθε όμως το ζωντανό όταν πλησίασα με το κουβαδάκι μου, αγρίεψε, έκοψε την τριχιά κι άρχισε να με κυνηγάει. Το έβαλα στα πόδια αλλά από την τρομάρα μου σκόνταψα κι έπεσα κάτω. Με έφτασε, ήλθε από επάνω μου και επιχείρησε να με δαγκώσει. Γύρισα από ένστικτό ανάσκελα και με τα δύο χέρια μου έσπρωχνα τα φοβερά σαγόνια του. Μάταια προσπαθούσα να τον απωθήσω. Είδαν την σκηνή από τις γύρω αυλές και τις βεράντες οι γυναίκες που το είχαν ρίξει στο βελονάκι ταυτόχρονα με το σύνηθες απογευματινό λακριντί, κι έβαλαν τις φωνές. Σαν σε όνειρο θυμάμαι ότι έβλεπα την μανούλα μου να έρχεται αλαφιασμένη προς το μέρος μου. Ακόμα έχω στ΄ αυτιά μου τον ήχο της καλαμιάς από το δικό της τρέξιμο. Μόλις έφτασε σε απόσταση ενός μέτρου κατέρρευσε, δεν την κρατούσαν πλέον τα πόδια της. Ευτυχώς ο γάιδαρος τρόμαξε και απεσύρθη ησύχως χωρίς να με βλάψει. Με άρπαξε στην αγκαλιά της τρέμοντας σύγκορμη από την αγωνία και με φιλούσε. Στο μεταξύ κόσμος πολύς μαζεύτηκε. Για ώρα έλεγε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Εγώ πάντως φτηνά την γλίτωσα.

  • Ο Θησέας κι εγώ

    Ένα φθινοπωριάτικο σούρουπο του 1980 συνάντησα τον μικρό Θησέα. Έπαιζε αμέριμνος στον σταθμό του ηλεκτρικού στο Θησείο. Τον κάλεσα και ήλθε πρόθυμα κοντά μου κουνώντας την κοντή ουρά του. Έκανε λες και με γνώριζε από καιρό. Ομολογώ πως με κέρδισε εξ αρχής εκείνο το κουτάβι. Μέχρι να καταφθάσει ο συρμός του τραίνου, πρόλαβε να χαϊδευτεί κάμποσο στα πόδια μου. Πριν αποχωριστούμε έσκυψα για να μην μ’ ακούσουν οι υπόλοιποι επιβάτες της αποβάθρας και του ψιθύρισα σιγά κοντά στο αυτί. «Αν είσαι εδώ, όταν επιστρέψω από τον Πειραιά, να το ξέρεις, θα σε πάρω μαζί μου». Τακτοποίησα την δουλειά που είχα αναλάβει και μετά από μια ώρα περίπου πήρα και πάλι τον ηλεκτρικό για την Αθήνα. Αναρωτιόμουν σε όλη την διάρκεια της διαδρομής αν θα ήταν συνεπής στο ραντεβού που είχαμε δώσει. Μόλις αποβιβάστηκα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω στην απέναντι αποβάθρα, μήπως και διακρίνω τον μικρό φίλο μου. Δυστυχώς δεν τον είδα να με περιμένει. Παρηγορήθηκα στην σκέψη ότι επειδή είχε νυκτώσει δεν έβλεπα και τόσο καλά. «Τι ορατότητα να υπάρχει σε μια τόσο κακοφωτισμένη αποβάθρα; Μην απογοητεύεσαι έτσι εύκολα», ενθάρρυνα τον εαυτό μου κι έκανα όλον τον κύκλο από τις παλιές σκάλες για να βρεθώ στο αρχικό σημείο της γνωριμίας μας. Κοίταξα από ΄δω, κοίταξα από ΄κει, τίποτα! Άρχισα να τον καλώ, να του σφυρίζω συνθηματικά, αλλά και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. «Έφυγε, προφανώς κάπου θα τρύπωσε για να διανυκτερεύσει. Άντε, τώρα να τον βρεiς», συλλογίστηκα, πλην όμως δεν έπαψα να τον αναζητάω με το βλέμμα μου. Ώσπου κάτω από ένα παγκάκι είδα κάτι να ξεχωρίζει αμυδρά, κάτι λίγο πιο σκούρο απ΄ το σκοτάδι, κάτι που έμοιαζε από μακριά με δέμα ξεχασμένο. Πλησίασα όλος αγωνία κι άπλωσα το χέρι μου. Επρόκειτο για τον Θησέα! Λόγω της ελαφριάς ψύχρας ήταν κουλουριαμένος και κοιμόταν του καλού καιρού…

    Μισοξύπνησε και με κοίταξε απορρημένα. Τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον καθησύχασα με λόγια τρυφερά. Κατάλαβε και αφέθηκε κουνώντας μόνο λίγο την ουρά του. Μέχρι να φτάσουμε πεζή στο σπίτι είχαν γίνει και τα «βαφτίσια». Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στην ανεύρεση ονόματος. Θα έπαιρνε, εξ αιτίας του τόπου συνάντησης, το όνομα του μυθικού βασιλέα της αρχαίας Αθήνας. Αφ΄ενός γιατί ταίριαζε γάντι στην προσωπική μου μυθολογία. Και αφ΄ετέρου σκέφτηκα πως θα ήταν μια σταθερή υπενθύμιση του ξαφνικού έρωτα. Έτσι λοιπόν τον βάφτισα Θησέα! Το δέχτηκε χωρίς αντίρρηση… Στο σπίτι μόλις άναψα το φως, διαπίστωσα πόσο βρώμικος ήταν μουτζουρωμένος παντού, γεμάτος με γράσα. Τον έχωσα στην μπανιέρα και τον σαπούνισα γερά, τον πέρασα τρία χέρια μέχρι να καθαρίσει εντελώς. Κατόπιν τον σκούπισα καλά και του έβαλα να πιει νερό, αν διψούσε. Στο ψυγείο, το μόνο κατάλληλο που υπήρχε για εκείνον ήταν το γάλα που συνηθίζω να βάζω στον πρωινό καφέ μου, τον διπλό ελληνικό. Ζέστανα ένα φλυτζάνι, έτριψα λίγο ψωμί μέσα και το άδειασα σ΄ ένα ωραίο πήλινο σκεύος – το πιάτο του έκτοτε – για να δοκιμάσει. Δεν πεινούσε ιδιαίτερα. Οπότε, ήταν ώρα για ύπνο! Δεν ασχολήθηκα καθόλου να του ετοιμάσω δικό του γιατάκι. Σήκωσα τα σκεπάσματα και τον έβαλα από την μέσα μεριά του διπλού κρεβατιού με τα λευκά σεντόνια. Την πρώτη νύχτα κατέλαβε την τιμητική θέση στα δεξιά μου. Ξάπλωσα δίπλα του και τον χάιδεψα. Μέχρι να πεις «κίμινο» είχε αποκοιμηθεί. Προφανώς ήταν κατάκοπος από το ολοήμερο παιχνίδι. Έκλεισα κι εγώ τα μάτια νυσταγμένος. «Καλώς ήλθες στην ζωή μου Θησέα. Και καλό ξημέρωμα», πρόλαβα να του πω. Μόλις άρχιζε η τρυφερή μας συμβίωση.

    Όλο το βράδυ κοιμήθηκε ξερός, μήτε που σάλεψε από την θέση του. Το πρωί γύρισα προς το μέρος του και τον καλημέρισα. Άνοιξε τα μάτια του και για μερικά δευτερόλεπτα τον ένιωσα ότι προσπαθούσε να καταλάβει που βρίσκεται. Δυσκολευόταν προφανώς να συνειδητοποιήσει την τεράστια αλλαγή. Με κοιτούσε ξαφνιασμένος. Αμέσως μετά άρχισαν οι χαρές και τα πανηγύρια! Και τα πρώτα κατουρήματα εδώ κι εκεί με το ένοχο βλέμμα όταν τον τσάκωνα επ΄ αυτοφόρω… Έπρεπε ν΄ αρχίσει η εκπαίδευση. Ευτυχώς μετά την αποχώρηση του Κωστάκη, του ενός εκ των δύο συγκατοίκων μου εκείνη την περίοδο, το διπλανό δωμάτιο παρέμενε κενό. Έστρωσα εφημερίδες και έπεισα τον Θησέα, σχετικά εύκολα είναι η αλήθεια, να τα κάνει εκεί. Ήταν μια καλή αρχή. Την πρώτη μέρα φρόντισα να κλείσω ραντεβού με τον κτηνίατρο της περιοχής μου. Τον πήρα αγκαλιά και πήγαμε προς επίσκεψη, αφού προηγουμένως περάσαμε από το κοντινό pet shop για τα απαραίτητα αξεσουάρ, όπως περιλαίμιο, λουρί κ.τ.λ. Βεβαίως, το υποχρεωτικό κατά την έξοδο λουρί δυσκολεύτηκε κάπως να το συνηθίσει. Έγιναν τα σχετικά εμβόλια, ανοίχτηκε βιβλιάριο υγείας στο όνομά του και ο γιατρός με ύφος απεφάνθη: «Ο Θησέας είναι περίπου δύο μηνών και ημίαιμος». «Το περί ημίαιμου το γνωρίζω καλά γιατρέ, πείτε μου μόνο αν μπορείτε, σας παρακαλώ, πόσο μεγάλος πρόκειται να γίνει», τον ρώτησα. «Μετρίου ύψους, όπως συνήθως συμβαίνει με όλους τους κοπρίτες», μου απάντησε με σιγουριά. Αμ, δε! Ο Θησέας μου ελάχιστα μεγάλωσε και ψήλωσε. Δεν κατάλαβα ποτέ από που κρατάει η σκούφια του, κάτι που θα εξηγούσε ίσως και την σωματική του καθήλωση. Ποιες να ήταν πιθανόν οι ράτσες των γονιών του ή των κοντινών προγόνων του και λίγο με ένοιαζε. Παρά την σωστή διατροφή και τις ενισχυτικές βιταμίνες παρέμεινε ένας μικρόσωμος χρώματος καφετί προς το κοκκινωπό και με γλυκύτατο μούτρο κοντοστούπης. Αλλά πανέξυπνος, διαβόλου κάλτσα δηλαδή, και εξαιρετικά αγαπησιάρης.

    Όλα κυλούσαν ομαλά. Σε λίγο προστέθηκε στην παρέα ο Φώτης, το καναρίνι που «έπιασα» στην οδό Φωτάκου, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, ρίχνοντας προσεκτικά ως δίχτυ το παλτό που φορούσα. Και ο μικρός ψιψίνος που βρέθηκε να νιαουρίζει νηστικός στην πόρτα της πίσω αυλής. Αυτός πήρε το όνομα Σωφρόνης. Μας έλειπε ένας ποντικός πλέον για να καταντήσουμε «ντίλι ντίλι, ντίλι – ντίλι το καντήλι – που έφεγγε και κένταγε – η κόρη το μαντήλι», όπως εύστοχα σχολίασε, κατά το δημώδες, ο συγκάτοικός μου Γιώργος Παυριανός. Μέχρι τέλους που δόθηκε αναγκαστικά προς υιοθεσία στον φίλο Χρήστο Ακρίδα, ο Σωφρόνης δεν τα βρήκε ποτέ με τον Θησέα, παρέμειναν ορκισμένοι εχθροί. Το σπίτι ήταν μονίμως σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι φίλοι μου πάντως είχαν ολοφάνερη αδυναμία στον Θησέα, τον λάτρευαν περισσότερο κι από εμένα τον ίδιο. Κι αυτός τους το ανταπέδιδε με το παραπάνω. Έμενα τότε σε μια μονοκατοικία στον περιφερειακό δρόμο του Φιλοπάππου. Η γειτονιά ήταν πολύ ήσυχη, δεν κυκλοφορούσαν πολλά τροχοφόρα. Άφηνα μισάνοιχτη την εξωτερική πόρτα κι εκείνος έβγαινε μόνος του να κάνει την ανάγκη του. Και δυο και τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα. Δεν αργούσε ποτέ περισσότερο από δέκα λεπτά. Ήμουν ήσυχος καθότι είχα διαπιστώσει ότι ο πιτσιρίκος μου διέθετε οδική συμπεριφορά, ήξερε να φυλάγεται από τους κινδύνους και τις κακοτοπιές. Ώσπου ένα απόγευμα επιστρέφει ξαφνικά από την ολιγόλεπτη απογευματινή του βόλτα, ανεβαίνει σαν σίφουνας την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, με προσπερνάει κι εξαφανίζεται. Ούτε χαρές, ούτε τίποτα. Μου φάνηκε ύποπτη η συμπεριφορά του. Φευγαλέα είχα προλάβει να δω πως κάτι το περίεργο είχε στο στόμα του. Όταν μάλιστα διαπίστωσα ότι υπήρχαν κηλίδες αίματος στις σκάλες θορυβήθηκα. Να δεις, λέω, θα βούτηξε κανένα περιστέρι ο κύριος και γι΄ αυτό μου κρύβεται τώρα. Ουαί κι αλίμονό του… Όσο κι αν τον αναζητούσα, όσο κι αν τον φώναζα εκείνος δεν μου έδινε καμία απόκριση. Στο τέλος τον ανακάλυψα να στέκεται όρθιος στο βάθος, στην πίσω γωνία την πιο σκοτεινή, κάτω από το κρεβάτι μου.

    Χωρούσε μια χαρά, ήταν ένα παλαιϊκό ψηλό μπρούτζινο κρεβάτι, εκεί τρύπωνε όποτε καταλάβαινε ότι πλησιάζει η ώρα του μπάνιου. Αλλά εγώ όφειλα να πέφτω κάθε φορά στα τέσσερα, να σύρομαι μπρούμυτα και να του γλυκομιλάω, ενώ μέσα μου έβραζα για το χουνέρι που μου έκανε. Να του γλυκομιλάω και να τον καλοπιάνω μέχρι να τον περιβουτήξω βεβαίως. Τέλος να τον βγάζω με το ζόρι και παρά το προσποιητό τρέμουλο του αναξιοπαθούντος, μη τυχόν και καμφθώ, να καταλήγει μέσα στην μπανιέρα. Σύρθηκα λοιπόν ως συνήθως και τον τράβηξα απαλά προς τα έξω. Και τότε αντίκρυσα με φρίκη το πρόσωπο του σκυλιού μου μέσα στα αίματα και παραμορφωμένο. Δεν το χώραγε το μυαλό μου. Το κάτω σαγόνι του ήταν τσακισμένο. Έπαθα πανικό. Με πήραν τα κλάματα. «Θησέα μου, Θησέα μου, αγόρι μου» επαναλάμβανα τρελαμένος. Εκείνος ο δύστυχος έτρεμε σύγκορμος στ΄ αληθινά αυτή την φορά. Υπέφερε το σκυλί μου, πονούσε αφόρητα. «Τι να κάνω θεέ μου, τι μπορώ να κάνω;», αναρωτήθηκα. Ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου κι άρχισα να τηλεφωνώ σε φίλους που ήξερα ότι είχαν αντιμετωπίσει κατά το παρελθόν παρόμοια περιστατικά με τα ζωντανά τους και ζητούσα απεγνωσμένα να με συνδράμουν. Με τα πολλά βρέθηκε ιατρείο κατάλληλο για το περιστατικό στην Νέα Σμύρνη, στον Άγιο Σώστη συγκεκριμένα, αλλά δυστυχώς η ώρα ήταν περασμένη, θα έπρεπε να περιμένουμε να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Ο κτηνίατρος που του περιέγραψα από τηλεφώνου το πρόβλημα με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για την ζωή του Θησέα, ει μη μόνον μεγάλη ταλαιπώρια. Και μου συνέστησε να κάνω υπομονή. Υπομονή και τίποτ΄ άλλο.

    Περάσαμε ένα δύσκολο βράδυ και οι δύο. Περισσότερο εκείνος, ο τραυματίας μου ο αγαπημένος. Τον έβαλα επάνω σε μαξιλάρια μαλακά, μα δεν ήθελε με τίποτα να ξαπλώσει. Καθόταν στα πισινά του πόδια και με κοιτούσε μέσα στα μάτια όλο παράπονο. Ζητούσε την βοηθειά μου. Κι εγώ του μιλούσα όσο πιο γλυκά, όσο πιο τρυφερά μπορούσα, τον καθησύχαζα, τον χάιδευα συνεχώς, ενώ τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια μου. Επιτέλους, κάποια στιγμή ξημέρωσε και καβάλα στην μηχανή της φίλης μου της Δανάης πήγαμε στην κλινική. Ο γιατρός αφού εξέτασε προσεκτικά το τραύμα και μελέτησε τις απαραίτητες ακτινογραφίες μου ανήγγειλε, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της ζημιάς. Ο τραυματισμός του είχε προκληθεί κάποιο μηχανάκι ή αυτοκίνητο. Και σίγουρα όχι από ανθρώπινη κλωτσιά, όπως μεταξύ των άλλων είχα υποθέσει. Η κάτω γνάθος έφερε τρία συντριπτικά κατάγματα, δύο από την δεξιά πλευρά κι ένα από την αριστερή. Η επέμβαση θα κόστιζε ακριβά, περίπου σαράντα χιλιάδες δραχμές. Το ποσό αυτό ήταν ακριβώς όσες και οι οικονομίες που είχα φυλαγμένες για ώρα ανάγκης. Για μια στιγμή και μόνο, κόμπιασα. «Υπάρχει άλλη λύση;» τον ρώτησα νιώθοντας να φτερουγίζουν μακριά μου τα χιλιάρικα της αποταμίευσης… «Δυστυχώς, όχι. Το χειρουργείο είναι μονόδρομος. Εκτός κι αν επιλέξετε την δυσάρεστη λύση της ευθανασίας», μου απάντησε με ψυχραιμία. Ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς θα έκανε. Θα του έβαζε λάμες, όπως μου είπε. Αλλά σε έξι μήνες θα έπρεπε να τον υποβάλλει σε δεύτερο χειρουργείο για να τις αφαιρέσει. Με διαβεβαίωσε ότι η αποκατάσταση της ζημιάς θα ήταν πλήρης. Δεν θα του άφηνε κανένα κουσούρι. Ο Θησέας θα γινόταν εντελώς καλά. Του είπα να προχωρήσει και να κάνει το καλύτερο δυνατόν για τον σκύλο μου.

    Πέρασα να τον δω μετά το χειρουργείο. Ήταν ξαπλωμένος, υπό την επήρειαν ακόμη της νάρκωσης, μέσα στο ειδικό κλουβί κι ακίνητος. Τον χάιδεψα και του μίλησα σιγά. « Μικρέ μου Θησέα, αγόρι μου», του είπα. Κι εκείνος με άκουσε μέσα στην τόση ανημπόρια του. Κατάλαβε την φωνή μου και με δυσκολία κούνησε για λίγο μόνο την ουρά του. Με πήραν πάλι τα ζουμιά… Έφυγα για να ξαναπεράσω την επομένη να τον παραλάβω. Στο σπίτι έκανε μεγάλες χαρές. Κι εγώ άρχισα την ειδική φροντίδα. Αντιβίωση, βιταμίνες και τα βρασμένα μαζί με κρέας λαχανικά να του τα δίνω πολτοποιημένα με μια μεγάλη πλαστική σύριγγα. Νερό έπινε με άνεση, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αυτό κράτησε για μεγάλο διάστημα. Και στους έξι μήνες έγινε το δεύτερο χειρουργείο. Έπρεπε να αφαιρεθούν οι λάμες. Φτου κι απ΄ την αρχή η αντιβίωση κι όλα τα υπόλοιπα. Δεν βαριέσαι, έλεγα από μέσα μου, χαλάλι του. Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, δυσκόλεψαν όσο δεν γινόταν, όταν τον Αύγουστο του ΄84 αποφάσισα να μετακομίσω σε άλλο σπίτι. Ο Θησέας αρνιόταν να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του διαμερίσματος. Κατά την διάρκεια της απουσίας μου έκανε απίστευτες ζημιές. Έτρωγε τα παπούτσια μου, έσκιζε τα βιβλία μου και γαύγιζε συνεχώς. Οι γείτονες μού έβαλαν άγριο χέρι. Τέτοια συμπεριφορά δεν είχε ούτε ως κουτάβι. Τα νεύρα μου χόρευαν κανονικά. Τον πήρα με το γλυκό, τον πήρα με το άγριο, αλλά τίποτα. Συνέχιζε το βιολί του. Τότε έλαβα την μεγάλη και τραγικά άστοχη απόφαση να δώσω τον Θησέα σε ξένα χέρια. Ακόμα δεν συγχωρώ τον εαυτό μου… Υπήρξα κατώτερος των περιστάσεων, ένας απαράδεκτος εγωϊστής. Δεν τήρησα το ισόβιο συμβόλαιο που εγώ ο ίδιος πρότεινα στον Θησέα όταν τον συνάντησα το πρώτο βράδυ και τον υιοθέτησα στον σταθμό του ηλεκτρικού. Για χρόνια ξυπνούσα μέσα στον ύπνο μου από τις άγριες τύψεις. Με έπνιγαν εξ αιτίας της θλιβερής πράξης μου. Μα δεν μπορούσα πλέον να επανορθώσω. Ο πατέρας της οικογένειας που τον ανέλαβε ήταν στρατιωτικός που μετατέθηκε ξαφνικά σε μια μονάδα του Έβρου. Έτσι έχασα τα ίχνη του. Ελπίζω μόνο να συγχώρεσε την προδοσία μου. Έκτοτε δεν απέκτησα ποτέ μου άλλον σκύλο.

     

  • Μέγα μυστήριον και θαύμα καινόν!

    Πίσω στο μακρινό 1990. Σήκωσα το ακουστικό στο επίμονο κουδούνισμα του τηλεφώνου. «Είμαι η Χριστιάνα Σταματέλου, διευθύντρια της ελληνικής έκδοσης του Marie Claire», άκουσα μιαν άγνωστη γυναικεία φωνή να συστήνεται. «Μου έδωσε τον αριθμό σας η Μανίνα Ζουμπουλάκη. Τι θα λέγατε να βρεθούμε αύριο το πρωί για να συζητήσουμε από κοντά την προοπτική μιας συνεργασίας; Τα γραφεία μας είναι επί της οδού Πανεπιστημίου ψηλά, στο κτήριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού». Κατάπια την γλώσσα μου. Στην προσπάθειά μου να κερδίσω λίγο χρόνο προφασίστηκα ότι για την επομένη ήταν αδύνατον, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα ήμουν απασχολημένος με κάτι εξαιρετικά σοβαρό. Αντιπρότεινα έτσι να κάνουμε το ραντεβού μας την μεθεπομένη. Συμφώνησε και κατέβασα με ανακούφιση το ακουστικό. Ήταν αρχές Φλεβάρη κι εγώ από μέρες παρέμενα κλινήρης σε άθλιο χάλι. Είχα πάρει από μόνος μου, για δεύτερη φορά τ’ ομολογώ, την μεγάλη απόφαση να διακόψω κάθετα και χωρίς άλλη υποστήριξη, την ολέθρια εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες. Μόνο όποιος έχει παρόμοια εμπειρία μπορεί να καταλάβει πόσο απελπιστικά δύσκολο είναι κάτι τέτοιο. Πόσο επίπονο σωματικά και ψυχικά, ίδιο με Γολγοθάς, μέρες που είναι…

    Πανικοβλήθηκα στην σκέψη ότι θα έπρεπε στην κατάσταση που βρισκόμουν να ανασυνταχθώ άμεσα. Να μαζέψω όσα κουράγια μου είχαν απομείνει και να αντιμετωπίσω με επιτυχία την καινούργια επαγγελματική πρόκληση που μόλις είχε ξεπροβάλλει από το πουθενά. Από την άλλη καταλάβαινα πως αυτή η ξαφνική πρόταση ήταν σίγουρα ένα θετικό σινιάλο, ένα αισιόδοξο μήνυμα που δεν μου επιτρεπόταν να το αγνοήσω. Μέσα στην οδύνη του κορμιού και την μαυρίλα του μυαλού μου, μια μικρή αχτίδα φωτός είχε μόλις εισχωρήσει. Ίσως σκέφτηκα να ήταν ένα είδος ανταμοιβής για την ταλαιπωρία που περνούσα. Και μια επιβράβευση για την μεγάλη απόφαση. Όταν έφθασε όμως η ημέρα της συνάντησης, μου ήλθε να κάνω πίσω. Ένιωθα αδύναμος για ένα τέτοιο εγχείρημα. Προτιμούσα να ματαιώσω το ραντεβού και να καθίσω ασφαλής στο κρεβάτι μου. Μόνος και δυστυχής να κολυμπάω στην μιζέρια μου. Ο μαχητικός εαυτός μου εξαγριώθηκε: «Αρκετά σε ανέχτηκα. Σήκω επάνω, πλύσου, ντύσου, στολίσου και πήγαινε στον προορισμό σου. Πήγαινε και φρόντισε να κερδίσεις τουλάχιστον τις εντυπώσεις», άκουσα να μου λέω… Κάτι πήγε να αντιμιλήσει ως συνήθως περί αδυναμίας και φόβου ο ηττοπαθής, αλλά κατακεραυνώθηκε: «Δεν σηκώνω κουβέντα. Κάνε αυτό που σου λέω και κόψε τις κλάψες». Υποτάχθηκα χωρίς άλλες περιστροφές στην υγιή φωνή της λογικής και έκανα ακριβώς ό,τι θα έπρεπε να κάνω.

    Τα πράγματα πήγαν εξαιρετικά καλά. Κανένας δεν κατάλαβε πόση προσπάθεια κατέβαλα για να είμαι γοητευτικός. Σημασία είχε ότι τα κατάφερα. Φεύγοντας μάλιστα είχα στην τσέπη μου και την πρώτη ανάθεση θέματος εκ μέρους της διευθύνσεως. Λόγω του επικείμενου Πάσχα, τους πρότεινα να μεταβώ στο Άγιον Όρος με τον  φωτογράφο Χάρη Χριστόπουλο, φίλο απ’ τα παλιά, για να κάνω ένα σχετικό ρεπορτάζ. Τους άρεσε πολύ η ιδέα. Από κοντά προστέθηκαν αυθορμήτως στην παρέα ο από χρόνια μοναχικός οδοιπόρος και γνώστης του Όρους Άρης Δαβαράκης και ο Γιώργος Παυριανός. Με αυτή την σύνθεση το κουαρτέτο των φίλων πέταξε με την πρώτη πρωινή πτήση της Ολυμπιακής για την Θεσσαλονίκη. Από εκεί ναυλώσαμε ένα ταξί για την Ουρανούπολη της Χαλκιδικής. Εξασφαλίσαμε τα απαραίτητα «διαμονητήρια» και επιβιβαστήκαμε στο πλοιάριο με προορισμό την Δάφνη, το μικρό επίνειο του Όρους. Φθάνοντας μας παρέλαβε το πούλμαν για τις Καρυές, την πρωτεύουσα της υπέρ χιλιετούς Αθωνίτικης Πολιτείας. Στην συνέχεια κινήσαμε, πεζή πλέον, για την κοντινότερη μονή  Σταυρονικήτα. Μόλις άρχιζε η τύποις αλλά και ουσία περιπλάνηση μας στην πολυπόθητη μοναστική κοινότητα του Όρους.

    Κατά την διάρκεια του διάπλου από την Ουρανούπολη στην Δάφνη, κάπου εκεί στην μέση περίπου, ένιωσα κάτι ν΄αλλάζει, ανεπαισθήτως όλως. Το άγχος και το υπερβολικό σφίξιμο που από χρόνια κουβαλούσα στην ψυχή μου μεταμορφώθηκε σιγά σιγά σε κάτι ήσυχο και τρυφερό. Μια γλυκύτατη ηρεμία κατέφθασε από το πουθενά και τα σκέπασε όλα. Όσο περπατούσαμε μέσα στην ομορφιά της φύσης, τόσο αύξανε εντός μου η γαλήνη. Γύρω μας από παντού υπήρχαν πλαγιές καλυμμένες με καστανιές, λεύκες, οξιές, πλατάνια και βαθυπράσινες δάφνες. Υπόγειες νεροσυρμές είχαν βρει δίοδο στην σχισμή κάποιου βράχου. Ανάβλυζαν αίφνης μορμυρίζοντας ήχους ξεχασμένους. Τα πετεινά του ουρανού, χαρίεντα κι αθώα γλυκολαλούσαν στο τελευταίο φως της ημέρας. Ενώ πέρα μακριά στον ορίζοντα απλωνόταν το Αιγαίο, ανεξάντλητο στους αιώνες και απαστράπτον. Και ξαφνικά σε κάποια στροφή του μονοπατιού ξεπρόβαλλε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ένα κάστρο παραμυθιού με πέτρινα τείχη, ψηλά καμπαναριά και λιθόκτιστες στέγες. «Το Βυζάντιο είναι εδώ. Υπάρχει και αναπνέει», σκέφτηκα, όχι χωρίς συγκίνηση.

    Την θρησκευτικότητα των μοναχών με την αδιάκοπη σχεδόν προσευχή, την λιτότητα της διαβίωσης τους, φορές με ακραία εγκράτεια και τις λοιπές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς τους τις έχουν περιγράψει σε δημοσιευμένα ρεπορτάζ ουκ ολίγοι πριν, καθώς και μετά από εμένα. Με δυο λόγια είναι πράγματα γνωστά στους περισσότερους. Μπορεί να παραμένει άβατον για τον γυναικείο πληθυσμό, πλην όμως ένας ικανός αριθμός ανδρών το έχει επισκεφθεί και συνεχίζει με αυξανόμενο ολοένα ρυθμό να το κάνει. Κι όλοι αυτοί χωρίς αμφιβολία όταν επιστρέφουν στον έξω κόσμο, μιλούν και περιγράφουν στους οικείους τους, όσα πολλά και θαυμαστά συνάντησαν εκεί. Άρα περιττεύει κάπως η επανάληψη μιας ακόμη «ξενάγησης». Από 1990 της πρώτης φοράς μέχρι σήμερα ανέβηκα με φίλους ή και μόνος, αρκετές φορές στο Όρος. Γιόρτασα μάλιστα Χριστούγεννα και Άγιο Πάσχα αντάμα με τους αδελφούς μοναχούς. Πάντοτε με την ίδια συναισθηματική φόρτιση και συγκίνηση. Προτιμώ λοιπόν να σταθώ σ΄ ένα ξεχωριστό γεγονός που στάθηκα τυχερός ο ίδιος να ζήσω στην αρχαιότερη και πρώτη τη τάξει ιερά μονή, αυτήν της Μεγίστης Λαύρας, την πλέον προσφιλή μου.

    Στον επόμενο σταθμό μας λοιπόν που ήταν η Μεγίστης Λαύρας, έπεσα επάνω σ΄ έναν φίλο αγαπημένο με μεγάλο πρόβλημα εξάρτησης, ολόιδιο με το δικό μου. Μόλις είχε αφιχθεί κι εκείνος με την κρυφή ελπίδα, όπως μου αποκάλυψε, να γλιτώσει από την κόλαση των ναρκωτικών που από χρόνια ήταν παγιδευμένος. Γνώριζα την κατάστασή του από πρώτο χέρι, είχαμε από κοινού «τραβηχτεί» κατά το πρόσφατο παρελθόν στα περισσότερα γνωστά στέκια και τις πιάτσες προς εξασφάλιση της δόσης μας. Υπήρξαμε συνένοχοι της ίδιας παραβατικής δράσης και θύματα ομού της ηρωίνης. Του ευχήθηκα καλή δύναμη, αν και δεν πίστευα ομολογώ, λόγω προσωπικής εμπειρίας, πως θα τα καταφέρει και μάλιστα τόσο εύκολα κι απλά. Τις μέρες που μείναμε παρέα μιλούσαμε διαρκώς και με ενημέρωνε  λεπτομερώς για την πορεία της κατάστασής του. Τον πήρε μάλιστα για εξομολόγηση ο τότε άγιος ηγούμενος της μονής, ο ιερομόναχος Φίλιππος. Επέστρεψε μετά την συνομιλία τους ολοφάνερα συγκλονισμένος. Πάλευε πραγματικά και το έβλεπα. Παραδόξως όμως δεν είχε καθόλου σχεδόν τα αναμενόμενα, τα τόσο δύσκολα στερητικά συμπτώματα, γνωστά σε όλους τους χρήστες που προσπαθούν να απεξαρτηθούν. Τον ενθάρρυνα διαρκώς, όπως μπορούσα. Ήμουν κι εγώ αρκετά αδύναμος ακόμη και φοβισμένος, ως άρτι ανανήψας. Χώρια το άγχος που ένιωθα, καθότι άπειρος και νέος στον χώρο, σχετικά με την επαγγελματική υποχρέωση που είχα αναλάβει. Ανησυχούσα μήπως δεν καταφέρω τελικά να βγάλω το θέμα μου. Οι μοναχοί ήταν καχύποπτοι και επιφυλακτικοί στο άκουσμα της δημοσιογραφικής μου ιδιότητας. Αρνούνταν να μιλήσουν για οτιδήποτε, πόσο δε μάλλον να στηθούν και να φωτογραφηθούν από τον Χριστόπουλο. Είχε καεί βλέπεις η γούνα τους, ουκ ολίγες φορές, με τα διάφορα επικριτικά σχόλια ή τα «κίτρινα» ρεπορτάζ των εφημερίδων και των περιοδικών.

    Φεύγοντας από την Λαύρας τον πήραμε μαζί μας στο οδοιπορικό που κάναμε. Παρότι ο ηγούμενος, κατά την πάγια τακτική της φιλάνθρωπης διακονίας του, τον προέτρεψε χάριν του δικού του καλού να παραμείνει για ένα ικανό διάστημα – επικοινώνησε μάλιστα τηλεφωνικώς με τους γονείς του φίλου αναλαμβάνοντας την όλη ευθύνη της παραμονής του – εκείνος ευγενικά αρνήθηκε και προτίμησε να ενσωματωθεί στην δική μας παρέα. Ήταν πλέον ένας άλλος άνθρωπος, ξαναγεννημένος! Ενδόμυχα καταλάβαινα ότι, τι μέγα μυστήριον, μέσα σε ελάχιστες ημέρες είχε θεραπευτεί οριστικά πλέον, ανώδυνα και γλυκά, από την χρόνια εξάρτησή του. Μάλιστα το ανακοίνωσα έτσι ακριβώς στους ανήσυχους οικείους του, όταν κατά την επιστροφή μας τον παρέδωσα στα χέρια τους. Η μητέρα του με δάκρυα στα μάτια με ευχαρίστησε για την συμπαράσταση. Το παιδί της είχε επιτέλους γλιτώσει, το καταλάβαινε κι εκείνη με το αλάθητο ένστικτό της. Ο πατέρας ως παλαιός κομουνιστής, παρέμενε πιο επιφυλακτικός και δύσπιστος στα «θαύματα». Τουλάχιστον ας είχε, αν μη τι άλλο, εμπιστοσύνη στο θαύμα της θέλησης του κάθε ατόμου. Δεν τον ψέγω, τον είχε απογοητεύσει κατ΄ επανάληψιν ο κανακάρης του στο ζήτημα αυτό. Κι όμως, στα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν ο φίλος μου παρέμεινε σταθερά «καθαρός», όπως σωστά πίστευα από την πρώτη στιγμή. Και υγιής, μακρυά από κάθε εξάρτηση.

    Έναν μήνα περίπου μετά κατέφθασε το Πάσχα. Το οδοιπορικό στο Άγιον Όρος δημοσιεύτηκε με επιτυχία στο περιοδικό Marie Claire. Άρεσε πολύ, έκανε θυμάμαι εξαιρετική εντύπωση. Ας είναι ευλογημένο! Κι εμείς κατά το μεγαλοβδόμαδο, σύσσωμοι μεταβήκαμε εκ νέου στο ολάνθιστο Περιβόλι της Παναγιάς, στο εναπομείναν Βυζάντιο. Θέλαμε ως απλοί προσκυνητές αυτή την φορά, ευγνωμονούντες για την θεία χάρη που αξιωθήκαμε, να ζήσουμε καθώς αρμόζει την κατάνυξη του θείου δράματος και να συνεορτάσουμε από κοινού με τους αδελφούς μας μοναχούς το μέγα θαύμα της Ανάστασης του Κυρίου.

  • Μια ανυπόληπτη χειραψία

    Μεγάλη ταραχή και αγωνία κατέλαβε τους γονείς μου, λες και φαρμακώθηκαν, όταν περιχαρής τους ανακοίνωσα επιστρέφοντας από το σχολείο, ότι με είχε επιλέξει ο δάσκαλος να προϋπαντήσω ντυμένος τσολιάς τον Στυλιανό Παττακό. «Τον κύριο υπουργό εσωτερικών της Εθνικής Κυβερνήσεως, τι ακριβώς δεν καταλαβαίνετε και κάνετε έτσι;», συμπλήρωσα διευκρινιστικά, έχοντας αποστηθίσει το αξίωμα του επισήμου προσώπου. Το εύρισκα ακατανόητο κι επιεικώς άδικο να μη χαίρονται με μια τέτοια τιμή στο πρόσωπο του γιού τους. Όλο κάτι σιγομιλούσαν μεταξύ τους και ελαφρώς διαπληκτίζονταν. Καταλάβαινα ότι θα προτιμούσαν να είναι κάποιο άλλο παιδί στην θέση μου, ένας οποιοσδήποτε συμμαθητής μου, αλλά όχι εγώ. Πικράθηκα! Κοτζάμ υπουργό θα χαιρετούσα κι εκείνοι αντιμετώπιζαν το γεγονός λες και επρόκειτο για καμιά αποβολή ή κάτι παρόμοιο. Μου πρότειναν μάλιστα να «αρρωστήσω» με πυρετό κατά την ημέρα της άφιξης του επισήμου και να παραμείνω στο κρεβάτι. Τους θύμισα ότι όσες φορές κατά το παρελθόν προσπάθησα να τους ξεγελάσω παριστάνοντας τον αδιάθετο, μήπως και γλιτώσω το μάθημα, πόσο αυστηρά με τιμώρησαν. Και τώρα οι ίδιοι με συμβούλευαν να πω ψέματα στον δάσκαλο; Μου ζητούσαν δηλαδή να πράξω κάτι ανήθικο; Ήμουν ανέκαθεν καλός στον αντίλογο. Εύρισκα με ευκολία τα κατάλληλα επιχειρήματα για να περάσει το δικό μου. Όταν τύχαινε μάλιστα να με πνίγει το άδικο, τους τουμπάριζα στο πι και φι. «Μα τι δικολάβος είσαι εσύ! Δεν τα βγάζει κανείς πέρα μαζί σου», μου φώναζε καμιά φορά απηυδησμένη η μητέρα. Και όταν την έφερνα σε έξαλλη κατάσταση, «τώρα θα σου δείξω εγώ κύριε εξυπνάκια» κραύγαζε πριν με περιβουτήξει για τα καλά με τον πρόχειρο πλάστη ή με κανένα σκουπόξυλο, αν τύχαινε να είμαστε στην αυλή. Ήταν η στιγμή καθ΄ην εξαντλείτο κάθε πολιτισμένος διάλογος μεταξύ μας και σειράν είχε πλέον το δίκαιο του ισχυρού. Κι ενώ μου τις έβρεχε ανηλεώς, μουρμούριζε που και που το τετριμμένο ρητό, «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος».

    ‘Οχι, από κάτι τέτοιο δεν κινδύνευα, ήμουν ήσυχος πως δεν θα τις μαζέψω ως συνήθως. Η περίσταση απαιτούσε σοβαρότητα και λεπτούς χειρισμούς. Τελικώς ο κύβος ερρίφθη. Με βαριά καρδιά είπαν το μεγάλο ναι. Του λόγου μου πέταξα από την χαρά μου. Και το μάθημα θα γλίτωνα και τσολιάς θα ντυνόμουν και θα χαιρετούσα τον Παττακό. Ήμουν πανευτυχής! Θα πήγαινα κορδωμένος, όπως μου είχε προταθεί, στην υποδοχή του κυρίου υπουργού, ενός εκ των πρωταίτιων και βασικών στυλοβατών της χούντας. Τον Απρίλιο του 1968 τελείωνα στην 6η τάξη του δημοτικού, ήμουν πολύ μικρός για να καταλαβαίνω πόσο δραματικό κι επικίνδυνο ήταν για την πατρίδα αυτό που είχε συμβεί πριν ακριβώς ένα χρόνο. Άλλωστε στο σπίτι μας, παρότι οι γονείς μου ήταν δημοκράτες, κεντροαριστεροί καλύτερα, κάθε συζήτηση σχετική με την πολιτική ή με τα ερωτικά ζητήματα, ήταν θυμάμαι ρητώς απαγορευμένη. Είχε καεί η γούνα τους, αν και κάπως ξώφαλτσα είναι η αλήθεια, με τις ταλαιπώριες στενών μας συγγενών στον εμφύλιο, αλλά και κατά την διάρκεια των μετέπειτα χρόνων. Και πριν την «εθνοσωτήριον επανάστασιν» υπήρχε μεγάλη τρομοκρατία από την περιβόητη ΕΡΕ, την τότε δεξιά παράταξη που κυβερνούσε την χώρα. Κατά την «επταετία» δεν γεννάται αμφιβολία περί τούτου… Γνώριζαν πολύ καλά την εξουσία του χωροφύλακα, ότι μπορούσε δηλαδή για ψύλλου πήδημα «να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο κοσμάκης. Φόβος μέγας τους διακατείχε και μόνιμη ανησυχία. Κυρίως για τον μεγαλύτερο αδελφό μου κι εμένα, παρά για τους ίδιους. Ούτε καν τα ανέκδοτα, τα αθώα και αφελή – και τότε κυκλοφορούσαν στις παρέες ουκ ολίγα σχετικά με το «μυστρί» και την καράφλα του Παττακού – δεν μου επιτρεπόταν να αναπαράγω.

    Είχαμε μπει στην αίθουσα όταν κτύπησε την πόρτα και πέρασε μέσα διακόπτοντας με άνεση το μάθημα ο Γεώργιος Ρουμελιώτης, γνωστός συνεργάτης – πληροφοριοδότης της τοπικής ασφάλειας. Υπήρχαν κι άλλα επίσημα καρφιά στην περιοχή μας όπως ο κυρ Χρόνης ο μπακάλης και ο κουνιάδος του ο κυρ Βαγγέλης, πρώην χωροφύλακας που διατηρούσε καφενείο, χώρο ιδιαίτερα πρόσφορο για την αλίευση αντικαθεστωτικών σχολίων εκ μέρους των θαμώνων του. Και βεβαίως ο κυρ Χρήστος ο περιπτεράς, το κατ΄ εξοχήν τότε πόστο ρουφιανιάς. Παλαιότερα ο Ρουμελιώτης ήταν οικοδόμος, τα τελευταία χρόνια όμως προτιμούσε κάτι πιο απλό κι εύκολο. Παρίστανε τον κτηματομεσίτη διατηρώντας μάλιστα και το σχετικό γραφείο στην γειτονιά διακοσμημένο με όλα τα σύμβολα και τις φωτογραφίες της χούντας. Όλοι αναρωτιόντουσαν πού τα βρίσκει τα λεφτά αφού πελάτης δεν περνούσε το κατώφλι του. Ψόφαγε για παραγοντιλίκι και πολύ του άρεσε να  κωλοτρίβεται με την κάθε λογής εξουσία, ακόμη κι αν επρόκειτο για τον τελευταίο υπάλληλο του δήμου. Μιλούσε καθαρευουσιάνικα της κακιάς ώρας προς εντυπωσιασμό του κοσμάκη. Παρίστανε τον χρυσό νοικοκύρη και τον υποδειγματικό δήθεν σύζυγο, παρότι κεράτωνε απροκάλυπτα σχεδόν την κυρία Φανή, καθώς και τον φιλόστοργο πατέρα έξι παιδιών, μεταξύ των οποίων ήταν και η Λαμπρινή η συμμαθήτριά μου.

    Αφού εξήγησε τον λόγο της ξαφνικής επίσκεψης εν ώρα μαθήματος στον δάσκαλό μας, τον συμπαθέστατο Γεώργιο Παναγιωτόπουλο ή Φουντούκο, όπως συνηθέστερα τον αποκαλούσαμε στα κρυφά, ζήτησε κατόπιν να του προτείνει ένα αγόρι για την προϋπάντηση του Παττακού. Για το κορίτσι είχε αποφασίσει από μόνος του, δεν ετίθετο θέμα ότι θα ήταν η κόρη του βεβαίως η Λαμπρινή. Κι ο δάσκαλος χωρίς δεύτερη σκέψη του υπέδειξε εμένα. Εκείνη ντυμένη Αμαλία κι εγώ ως τσολιάς θα προσφέραμε από κοινού άνθη στον υψηλό επισκέπτη, λέγοντας απαραιτήτως και δυο λόγια για καλωσόρισμα, τις γνωστές κλισέ φράσεις που οφείλαμε να αποστηθίσουμε μέχρι την επομένη το πρωί. Το σημείο υποδοχής ήταν ήδη καθορισμένο. Μέχρι εκεί θα πηγαίναμε με δική του ευθύνη. Θα στηνόμασταν και θα περιμέναμε την άφιξη του υπουργού μπροστά από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων. Το ζήτημα ήταν να βρεθεί άμεσα η στολή του τσολιά και να φρεσκαριστεί. Ούτε λόγος για ενοικίαση. Δεν θα δίναμε πεταμένα λεφτά για δυο ώρες. Η περίπτωση της γειτόνισσάς μας της κυρά Άννας που επανειλημμένως μας είχε δανείσει την δική της για τις σχολικές απαγγελίες ποιημάτων κατά τις εθνικές επετείους, έμοιαζε να είναι η ιδανική λύση. Ήταν μια ωραιότατη πλήρης στολή με βελούδινο γιλέκο χρώματος σκούρου μπορντό, χρυσοκεντημένου από τα επιδέξια χέρια της μητέρα της, της γλυκύτατης κυρά Μαρίας. Η Αννεζούλα, όπως χαϊδευτικά την έλεγαν οι οικείοι της ή και Ζούλα χάριν συντομίας, την φορούσε ως παιδίσκη και κατά τα λεγόμενά της, διερχόμενη έτσι ντυμένη τα καντούνια της Κέρκυρας, οι διάφοροι μάγκες δεν έχαναν την ευκαιρία να της κλείσουν το μάτι και να της φωνάξουν με σημασία: «Γειά σου ψωλιά μου!». Πλην όμως η μητέρα μου είχε ψυχρανθεί μαζί της και δεν ήθελε να ρίξει τα μούτρα της. Αναγκαστικά κατέφυγε στην φίλη της την Κατίνα την μοδίστρα. Είχε κι εκείνη μια παρόμοια στολή, με μπλε τσόχινο γιλέκο και μια πολύπτυχη φουστανέλα, φτιαγμένη από την ίδια για τον γιο της τον Τάκη. Αλλά στα σίγουρα θα μου έπεφτε μεγάλη. Με τα πολλά, αφού έγιναν οι απαραίτητες μικροδιορθώσεις, έφεραν την στολή στα μέτρα μου. Την άλλη μέρα το πρωί ήμουν ένας άρτιος μικρός τσολιάς που καμάρωνε σαν γύφτικο σκερπάνι!

    Μετά από πολύωρη ορθοστασία και αναμονή ακούστηκε το σύνθημα ότι κατέφθασε επιτέλους ο κύριος υπουργός. Ανασυνταχθήκαμε όλοι οι παρευρισκόμενοι και κυρίως εγώ με την Λαμπρινή που είχαμε την ιδιαίτερη αποστολή. Φόρεσα εκ νέου το φέσι, ίσιωσα τις μακριές λευκές κάλτσες που είχαν πάρει τον κατήφορο, τακτοποίησα κάπως τις πτυχές της φουστανέλας μου και επανέλαβα νοερά την προσφώνηση: «Κύριε Υπουργέ της Εθνοσωτηρίου Κυβερνήσεως, σας καλωσορίζουμε σήμερα με χαρά στον δήμο των Αγίων Αναργύρων ευχόμενοι υγείαν και δύναμιν εις το έργον σας». Ούτε μια λέξη δεν πρόλαβα να αρθρώσω από αυτό το λογύδριο. Τα διάφορα τσιράκια τον είχαν κυκλώσει ασφυκτικά, συνωστισμός μέγας επικράτησε και άγριο τσαλαπάτημα. Κινδύνεψαν ακόμη και οι γλαδιόλες που κρατούσε προσεκτικά, τακτοποιημένες μέσα στο σελοφάν τους, από πρωίας η Λαμπρινή. Με αγκωνιές και κλωτσιές καταφέραμε να πλησιάσουμε. Η Αμαλία του πρόσφερε τις ταλαίπωρες γλαδιόλες κι εγώ έτεινα το δεξί χέρι μου έτοιμος για την επιβεβλημένη χειραψία. Μου το έσφιξε θερμά και με το αριστερό του χέρι με κτύπησε ψευτοπερήφανα στον ώμο λέγοντας γελαστός: «Γεια σου τσολιά μου!». Πάλι καλά, σκέφτηκα. Θα μπορούσε να κάνει κανένα σαρδάμ και να επαναλάβει κατά λάθος το πειραχτικό εκείνο που συνήθιζαν να μετέρχονται οι Κερκυραίοι μάγκες, το πάλαι ποτέ, απευθυνόμενοι στην διερχόμενη σκερτσόζα Αννεζούλα!

    Το όλον τουρλουμπούκι δεν κράτησε περισσότερο από δέκα λεπτά. Στην συνέχεια, μετά το αναμενόμενο «τους ζυγούς λύσατε», αυτονομήθηκα και όπως ήμουν ντυμένος, περπάτησα μέχρι την επόμενη γωνία της πλατείας κάτω από τα έκπληκτα και διαπορούντα βλέμματα των ανυποψίαστων περαστικών – δεν ήταν βλέπεις κάποια εθνική εορτή ή περίοδος καρναβαλιού για να δικαιολογείται η αμφίεσή μου – για να τρυπώσω τελικά στο φωτογραφικό στούντιο «Αφοι Συκόλα». Οι άκαμπτες και πολυκαιρισμένες κούκλες της βιτρίνας του ήταν θυμάμαι όλες τους ντυμένες νύφες. Κατ΄ εντολήν του πατέρα μου, όπως εξήγησα στον φωτογράφο, όφειλε να με απαθανατίσει ντυμένο τσολιά. Χωρίς δεύτερη κουβέντα με οδήγησε στον ειδικό θάλαμο κι έπραξε τα δέοντα. Κατά τους χρόνους της εφηβείας και της συνακόλουθης έντονης πολιτικοποίησής μου, κάθε φορά που έπεφτα επάνω στην συγκεκριμένη φωτογραφία, αυτόματα έρχονταν στο νου μου η μακρινή εκείνη ανυπόληπτη χειραψία. Ντρεπόμουν πολύ, ένιωθα πως υπήρξα, έστω και εν αγνοία μου, ένας «στιγμιαίος» συνένοχος της απριλιανής χούντας. Και φυσικά το κρατούσα κρυφό, ήταν το επτασφράγιστο ένοχο μυστικό. Κλείνοντας αξίζει ίσως να πω, ότι ποτέ μου δεν έμαθα ποιος ήταν ο λόγος της επίσκεψης – αστραπής του Παττακού στα μέρη μας. Ούτε τότε που συνέβη, αλλά ούτε και μετέπειτα.

  • Η «Ώρα» του Ασαντούρ Μπαχαριάν

    Μόλις είχα πάρει την πανταχούσα των αποτελεσμάτων. Το όνομά μου δεν φιγουράριζε μεταξύ των άλλων στην λίστα των επιτυχόντων. Τζίφος λοιπόν το διάβασμα, το όχι και τόσο επίπονο ομολογώ, για τις εισαγωγικές εξετάσεις μου στην Νομική Σχολή της Αθήνας. Τζίφος και όλες οι ώρες στο φροντιστήριο του Τζουγανάτου επί της οδού Σίνα κατά το μακρινό εκείνο καλοκαίρι του 1974 με την πολυπόθητη πτώση της χούντας και την αμέσως μετά εθνική τραγωδία της Κύπρου. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις συνεπικουρούμενες από την καλπάζουσα εφηβεία δεν μου άφηναν χώρο για συστηματική μελέτη. Ήταν αδύνατον να συγκεντρωθώ απερίσπαστος στα βιβλία μου και την εξεταστέα ύλη. Η αποτυχία πάντως, όσο κι αν ήταν αναμενόμενη, μια πικρή γεύση μου την άφησε. Συνάμα έπρεπε όμως να βγω στην βιοπάλη. Ο φίλος Γιώργος Χρονάς που συμπτωματικά είχε την πληροφορία ότι το «Πνευματικό – Καλλιτεχνικό Κέντρο Ώρα» αναζητάει έναν συμπαθή νεαρό για τις εξωτερικές δουλειές, με πρότεινε στον Ασαντούρ Μπαχαριάν, τον ελληνοαρμένη αυτόν σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο και αφοσιωμένο αγωνιστή, καθώς και σημαντικό ζωγράφο. Έσπευσα θυμάμαι στο νεοκλασσικό κτήριο επί της οδού Ξενοφώντος 7 στο Σύνταγμα και μετά από μιαν σύντομη συζήτηση στο γραφείο του στον 2ο όροφο προσελήφθην στην «Ώρα», όπως χάριν συντομίας αποκαλούσαμε την γκαλερί. Βεβαίως, κατά τις καλοκαιρινές διακοπές των προηγούμενων χρόνων όλο και κάτι έκανα για το επιπλέον χαρτζιλίκι μου, πλην όμως αυτή ήταν η πρώτη επίσημη εργασία μου. Με ένσημα και όλα τα συναφή.

    Εκτός από τον ιδιοκτήτη της «Ώρας» Ασαντούρ Μπαχαριάν στο μόνιμο προσωπικό ανήκε η στενή συνεργάτις του Αντωνία Αλαμάνου ή απλώς Νίτσα στα καθ΄ ημάς, ο πρόσφατα εκλιπών ποιητής Μιχάλης Μήτρας επιφορτισμένος με τις δημόσιες σχέσεις – με την αποχώρηση του τότε για το BBC το πόστο ανέλαβε ο επίσης ποιητής και μετέπειτα πρωτοκλασάτος υπουργός του ΠΑ.ΣΟ.Κ Τηλέμαχος Χυτήρης – ο υπεύθυνος του ατελιέ Άγγελος Καμπάνης, ένας γλυκύτατος άνθρωπος που κι αυτός δυστυχώς μας άφησε χρόνους και η Γιάννα Τσιώμη του βιβλιοπωλείου ως αντικαταστάτρια της Νίνας Τέτση. Υπήρχαν και δύο οικόσιτοι σκύλοι, ο γηραλέος Μπαρόν και ο Μπόμπο, ένα χαριτωμένο και πανέξυπνο κανίς – γκριφόν που στην πορεία θα υιοθετούσα σε πείσμα των γονιών μου και θα μετονόμαζα σε Ρόκκο, προφανώς εξ αιτίας της ταινίας του Βισκόντι. Ακόμη έχω στ΄ αυτιά μου τον χαρακτηριστικό ήχο της παλιάς ξύλινης σκάλας κατά την κοινή κάθοδό τους από το δεύτερο στο πρώτο πάτωμα της γκαλερί. Όπως θυμάμαι επίσης την σφοδρή αντίδραση από μέρους των δικών μου όταν τον κουβάλησα μ΄ ένα ταξί στο πατρικό σπίτι. Ήταν αρνητικοί, δεν ήθελαν ούτε ν΄ακούσουν τα επιχειρήματα που είχα ετοιμάσει από τα πριν για να τους πείσω. Τότε κατέφυγα στην έσχατη λύση, τον εκβιασμό. «Αν φύγει το σκυλί, θα φύγω κι εγώ μια για πάντα», τους ανακοίνωσα αποφασισμένος. Έκαναν πίσω. Κατάλαβαν ότι δεν αστειευόμουν. Κι έτσι με βαριά καρδιά συναίνεσαν να παραμείνει υπό δοκιμήν και μόνο για ένα μικρό διάστημα. Ήμουν σίγουρος ότι θα τους κατακτήσει. Όπερ κι εγένετο. Σε λίγο τον αντιμετώπιζαν καλύτερα κι από παιδί τους. Τον φρόντιζαν και τον αγαπούσαν σε τέτοιο βαθμό που ένιωσα πραγματικά να ζηλεύω. Και ούτε λόγος βεβαίως να φύγει ο Ρόκκο.

    Είναι νομίζω περιττό να πω ότι υπήρξα πολύ τυχερός εργαζόμενος στην ηλικία των δεκαοκτώ χρόνων σ΄ ένα τέτοιο πνευματικό περιβάλλον. Ήλθα σε επαφή και γνώρισα από κοντά σπουδαίους ανθρώπους και καλλιτέχνες πρώτου μεγέθους. Τώρα που τους συλλογίζομαι όλους μαζί και τον καθένα ξεχωριστά καταλαβαίνω πόσο μεγάλη, ατελείωτη σχεδόν είναι αυτή η λίστα.  Αν και δεν έμεινα περισσότερο του έτους, καθότι προτίμησα να αποφύγω την αναβολή και τελειώνω εγκαίρως με τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, πρόλαβα να μάθω ένα σωρό σημαντικά πράγματα. Η «Ώρα» ήταν αυτό που έλεγε το όνομά της, ένα πραγματικά καλλιτεχνικό – πνευματικό κέντρο. Πέραν των εξαιρετικών εκθέσεων που φιλοξενούσε σε τακτά διαστήματα στις αίθουσες των δύο ορόφων της, συχνά περισσοτέρων του ενός εικαστικού καλλιτέχνη, έκανε και εκδόσεις βιβλίων τέχνης υψηλής αισθητικής, με κορωνίδα της την ετήσια έκδοση του «Χρονικού» προς στο τέλος του κάθε έτους. Επρόκειτο για ένα σκληρόδετο, χονδρό τόμο,κάτι σαν λεπτομερές πανόραμα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής του τόπου για την χρονιά που εξέπνεε. Χρησιμότατο μεν για τους φιλότεχνους, αλλά άκρως επίπονο κατά την μεταφορά του… Όταν κυκλοφόρησε το «Χρονικό ΄74» ο κλήρος της διανομής του έπεσε βεβαίως σε μένα. Έπρεπε να το μεταφέρω με τα πόδια σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, όσα ήταν στο ιστορικό Κέντρο τουλάχιστον και στα πέριξ αυτού. Η κάθε παραγγελία χωριστά ήταν συνήθως για τέσσερα ή και πέντε αντίτυπα. Όφειλα δε, προς εξοικονόμηση χρόνου, να πηγαίνω δύο, τρεις ή και τέσσερις παραγγελίες μαζί, όσες δηλαδή ήταν προς την ίδια περίπου κατεύθυνση. Πέσανε τα χέρια μου από το κουβάλημα…

    Ανάμεσα στις άλλες δραστηριότητες της «Ώρας» ήταν και τα δεκαπενθήμερα καλλιτεχνικά σεμινάρια. Όπως για παράδειγμα αυτό για τον κινηματογράφο με ομιλητή τον κριτικό  Γιάννη Μπακογιαννόπουλο που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και μάλιστα ως εργαζόμενος εκεί άνευ οικονομικού κόστους, αντίθετα με τους λοιπούς σινεφίλ. Στις εννέα το βράδυ η γκαλερί και το βιβλιοπωλείο έκλειναν για τους επισκέπτες και ξεκινούσε το εκάστοτε σεμινάριο διάρκειας δύο και πλέον ωρών στον δεύτερο όροφο. Άπλωνα τα πτυσσόμενα καθίσματα και λάβαινα θέση από τους πρώτους. Παρά την κούραση της ημέρας παρέμενα να το παρακολουθήσω με κίνδυνο πολλές φορές να χάσω το τελευταίο λεωφορείο για το σπίτι μου. Δεν χόρταινα να ακούω τα όσα πολύτιμα μας έλεγε κάθε φορά με τρόπο γλαφυρό κι εύληπτο για τον σύγχρονο ελληνικό και ξένο κινηματογράφο, για τα σενάρια και τους δημιουργούς του. Στο τέλος ακολουθούσε συζήτηση και λύνονταν έτσι όλες οι τυχόν απορίες ή τα ερωτηματικά των παρευρισκομένων. Πόσα αλήθεια δεν έμαθα εκείνο το διάστημα!

    Σημαντικό κομμάτι αποτελούσαν και οι λογοτεχνικές βραδιές. Εκ των υστέρων έμαθα τον ενθουσιασμό και την θύελλα χειροκροτημάτων που ξεσήκωσε ένα βράδυ μεσούσης της χούντας ο Γιώργος Ιωάννου κατά την ανάγνωση ενός αθώου φαινομενικά διήγηματός του με τον εύγλωτο τίτλο «Το ξεσκάτωμα». Και πόσα άλλα ακόμη! Αξίζει επίσης να πω δυο λόγια για τον μήνα των νέων δημιουργών. Κανείς πριν δεν είχε την ευαισθησία να δώσει «βήμα» στους νέους και άγνωστους εν πολλοίς από όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Πρώτος το έκανε ο συγχωρεμένος ο Μπαχαριάν. Φτασμένοι σήμερα δημιουργοί στην «Ώρα» παρουσίασαν για πρώτη φορά την δουλειά τους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ήταν δεν ήταν είκοσι χρόνων, όταν έπαιξε μπροστά στο φιλόμουσο κοινό που είχε κατακλύσει την αυλή στο πίσω μέρος του νεοκλασσικού κτηρίου, το πρώτο μουσικό έργο του με τον τίτλο «Τοπία». Αυτή την φορά ήμουν παρών. Χάλασε ο κόσμος θυμάμαι. Ο Γιώργος Ιωάννου που είχε έλθει με την δική μου παρότρυνση και ήταν κάπως επιφυλακτικός για το τι τον περιμένει, στο τέλος ολοφάνερα εντυπωσιασμένος χειροκροτούσε όρθιος επαναλαμβάνοντας την φράση: «Μα αυτός εδώ είναι ήδη ένας ολοκληρωμένος συνθέτης!».

    Στην διάρκεια στης στράτευσής μου όποτε έπαιρνα άδεια και κατέβαινα στην Αθήνα, αλλά και αμέσως μετά στα χρόνια που ακολούθησαν, κάθε φορά που με έφερνε ο δρόμος μου από εκεί, ανέβαινα την παλιά  ξύλινη σκάλα για να πω μια καλησπέρα σε όλους. Ένιωθα τόσο οικεία και ζεστά! Όπως εκείνο το δύσκολο βράδυ στα μέσα Απριλίου του 1976 που πέρασα λιποτάκτης ων να «χαϊδευτώ» λιγάκι από δικούς μου ανθρώπους κι έπεσα τυχαία επάνω στην Ζυράννα Ζατέλη. Είχε εργαστεί κι εκείνη κατά το παρελθόν στην «Ώρα» όπως με πληροφόρησε και διατηρούσε έκτοτε κάποια επαφή, όπως ακριβώς κι εγώ. Χάρηκα που την είδα. Ήμασταν γνώριμοι, φίλοι δεν θα το έλεγα. Παρ΄ όλα αυτά με ευκολία της εξομολογήθηκα το τεράστιο άγχος που κουβαλούσα στην ψυχή μου. Με άκουσε με προσοχή και μ΄ έναν μαγικό τρόπο με καθησύχασε κάπως. Μου έδωσε μάλιστα την διεύθυνσή της και ζήτησε να της γράψω τα νέα μου μόλις θα ξεμπέρδευα από το Κυλώνειο άγος. Έτσι κι έγινε. Σε όλη την θητεία μου αλληλογραφούσαμε τακτικότατα με αποτέλεσμα όταν απολύθηκα να έχουμε γίνει στενοί φίλοι. Και το πρώτο χειροπιαστό πράγμα που κλήθηκα να κάνω για την εμπέδωση της φιλίας μας – συνεχούς και αμείωτης για σαράντα και πλέον χρόνια κατά την ένδειξη του κοντέρ – ήταν να παραμείνω εσώκλειστος στο άρτι τότε μισθωμένο δώμα της επί της Θαλού 5 στην Πλάκα και να το βάψω εξ ολοκλήρου με τα χεράκια μου. Ακόμα γελάμε με την μακρινή εκείνη ανάμνηση.

     

    Στην μνήμη του Ασαντούρ Μπαχαριάν, 1924 -1990, ενός σπουδαίου ανθρώπου.

  • Το Εργοστάσιο της Αθήνας

    Λίγο πριν εκπνεύσει το 1983 άνοιξε το νυκτερινό club της Αθήνας «Εργοστάσιο» επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης 268, στο ύψος των Καλογήρων. Το βιομηχανικό κτήριο προϋπήρχε, εκεί στεγαζόταν το παλιό εργοστάσιο παρκέτων του Αλέκου Μελετόπουλου. Οι δύο γιοι του Τάσος και Σπύρος Μελετόπουλος είχαν την ιδέα μετά τον θάνατο του πατρός, να το μετατρέψουν σε σύγχρονο χώρο διασκέδασης στα πρότυπα του θρυλικού Studio 54 της Νέας Υόρκης. Κράτησαν το κτίσμα εξωτερικά ως είχε και εσωτερικά έστρωσαν απ΄ άκρου εις άκρον το πάτωμα με παρκέ για να θυμίζει αυτό που ήταν κάποτε. Διατήρησαν επίσης στην θέση της την βασική μηχανή την οποία ευφυώς μετέτρεψαν σε μπαρ, όπου και βρέθηκα να εργάζομαι ως μπάρμαν την πρώτη σεζόν και ως τσεκαδόρος – ταμίας την δεύτερη. Ενώ τεράστια εργαλεία, κατσαβίδια και «κλειδιά» προστέθηκαν στην οροφή με υδραυλικό μηχανισμό για να ανεβοκατεβαίνουν κατά περίσταση. Υπεύθυνος της κίνησής τους καθώς επίσης και των πρωτότυπων φωτιστικών εφέ είχε αναλάβει ο Ζαννό Μαστρανδρέας. Δίπλα του στα πικ απ, στο ειδικά διαμορφωμένο πατάρι με θέα την πίστα χορού, ήταν ο Τάκης Τσαντίλης, γνώστης δεινός της σύγχρονης μουσικής σκηνής.

    Μια ακόμη καινοτομία που σόκαρε ελαφρώς τους όλο και περισσότερους κάθε βράδυ καινούργιους πελάτες ήταν το face control κατά την είσοδο τους στο club, η κοινώς λεγόμενη «πόρτα». Όλοι ώφειλαν να περιμένουν υπομονετικά στην ουρά μέχρι να έλθει η σειρά τους. Αλλά και τότε τίποτα δεν τους διασφάλιζε ότι θα διαβούν επιτέλους το κατώφλι, καθότι υπήρχε το σοβαρό ενδεχόμενο να «κοπούν» την τελευταία στιγμή. Να φθάσουν μέχρι την πηγή χωρίς να πιουν νερό… Ίσχυε δηλαδή κάπως το ρηθέν από τον Στράβωνα «Ου παντός πλειν ες Κόρινθον», όπως εύστοχα είχε επισημάνει για την αρχαία πόλη, διάσημης τότε για την ποικιλότητα της διασκέδασης που παρείχε στους κονομημένους επισκέπτες της. Με την μόνη διαφορά ότι στο Εργοστάσιο τα φουσκωμένα πορτοφόλια των νεόπλουτων δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν κάποια ευνοϊκή μεταχείριση στους ιδιοκτήτες τους. Τέτοια εκεί δεν περνούσαν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι πλέον θερμόαιμοι να δημιουργούν τσαμπουκάδες. Οι τσαλακωμένοι εγωισμοί έπρεπε οπωσδήποτε να απαντήσουν στην απόρριψη που δέχτηκαν. Λεκτικές αψιμαχίες και καυγάδες ήταν μια καθημερινή υπόθεση. Μέχρι και ξυλοδαρμοί είχαν συμβεί. Την ευθύνη για το ευαίσθητο, όσο και δύσκολο αυτό έργο ανέλαβε αρχικά η εκκεντρική κοσμοπολίτισσα Φαίνη Ξύδη, αλλά το πράγμα δεν τσούλησε. Μόλις δύο νύκτες έκανε «πόρτα». Στην συνέχεια μπήκε στο πόστο ο Άρης Δαβαράκης συνεπικουρούμενος από τον νεαρό τότε αρχιτέκτονα Θωμά, δυστυχώς μου διαφεύγει το επίθετό του. Τα κριτήριά τους ήταν πολύ απλά. Έφτανε και περίσσευε για το πολυπόθητο διαβατήριο το εκάστοτε πρόσωπο από μόνο του. Μιας και επάνω σ΄ αυτό μπορείς να τα διαβάσεις όλα, αν διαθέτεις κάποια σχετική εμπειρία. Ένα φωτεινό χαμόγελο αρκούσε. Άλλοτε μια τυχαία λεπτομέρεια ενδυματολογική ήταν καθοριστική, έφτανε και περίσσευε όπως λέμε. Από την δοκιμασία εξαιρούντο συνήθως οι φίλοι και οι γνωστοί. Οι διάσημοι κοσμικοί, οι «επώνυμοι» μπον βιβέρ και οι καλλιτέχνες επίσης.

    Αμέσως μετά την είσοδο οι ευνοημένοι περνούσαν ελεύθερα στα ενδότερα. Τους υπολοίπους τους περίμενε ο Γιώργος Παυριανός με τα ξυλάκια του. Από την Σκύλλα στην Χάρυβδη ένα πράγμα δηλαδή… Έπρεπε να καταβάλλουν το αντίτιμο ενός ποτού κι εκείνος τους έδινε το ξυλάκι τους που δεν ήταν άλλο από ένα μικρό τεμάχιο παρκέτου, ευχόμενος χαμογελαστός σε όλους «καλή διασκέδαση». Προσερχόμενοι κατόπιν στο μπαρ το έδιναν κι έτσι έπαιρναν το πρώτο ποτό. Κάποιοι ελάχιστοι τυχεροί, οι προσωπικοί φίλοι του, γλίτωναν από αυτήν την διαδικασία με το κλείσιμο και μόνο του ματιού συνωμοτικά.  Η λειτουργία του club άρχιζε στις έντεκα κάθε βράδυ και διαρκούσε μέχρι τις τρεις περίπου το πρωί. Εμείς ως προσωπικό έπρεπε να είμαστε εκεί μία ώρα νωρίτερα για την σχετική προετοιμασία. Στις έντεκα ακριβώς έμπαινε το πρώτο μουσικό κομμάτι στο πικ απ από τον Τσαντίλη και ανοίγαμε τις πύλες του πιο hot και trendy μαγαζιού της Αθήνας. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι κι εμείς ακόμη που εργαζόμασταν εκεί είχαμε την ίδια διάθεση με τους πελάτες, διακεδάζαμε μαζί τους και κάναμε τρελό κέφι. Προσωπικά όταν ετοιμαζόμουν στο σπίτι μου και κινούσα μετά για το Εργοστάσιο ένιωθα ότι βγαίνω έξω προς διασκέδαση κι όχι για να πάω στην δουλειά. Περιττό να αναφέρω τις διασημότητες που ήταν μόνιμοι θαμώνες. Ή τους ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού, μηδέ της πολιτικής εξαιρουμένης ή της δημοσιογραφίας, που πέρασαν έστω και για μία φορά από περιέργεια. Η φήμη του είχε απλωθεί, μα λίγο μα πολύ, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα στους κόλπους της ανήσυχης και φιλοπερίεργης νεολαίας. Λαϊκά παιδιά των δυτικών συνοικιών γλεντούσαν αντάμα με τους γόνους των βορείων προαστείων. Κι αυτό δημιουργούσε μεγάλο ενδιαφέρον, πρωτίστως ερωτικό βεβαίως και δευτερευόντως κοινωνιολογικό…

    Μια ξεχωριστή περσόνα του Εργοστασίου ήταν η Έλενα. Επρόκειτο για μια κοντή και μάλλον λεπτή γυναίκα με πρόσωπο ωειδές όλο ρυτίδες που θύμιζε εξ αιτίας των έντονων ζυγωματικών κάτι μεταξύ γηραιάς εσκιμώας και μακρινής απόγονης του Τζέκινς Χάν. Διατηρούσε πολύ μακρυά τα μαλλιά της, ήταν μια συνήθεια της πρώτης νιότης, όπως η ίδια μας διαβεβαίωνε και για του λόγου το αληθές μας επιδείκνυε περήφανη τις σχετικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας άλλης εποχής. Τα είχε δε πάντοτε πιασμένα πίσω σε σχήμα αλογοουράς. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας, η χαίτη εξακολουθούσε να διατηρεί το κορακί της χρώμα, εννοείται με την ευεργετική βοήθεια της βαφής. Στα δύο αυτιά έφερε κρεμασμένους μεγάλους χρυσούς κρίκους, ενώ το πενιχρό μπούστο της το διατρέχανε αρκετές χρυσές αλυσίδες συν ένας ευμεγέθης σταυρός. Έτρεφε μεγάλη αδυναμία στο χρυσό, όλες τις οικονομίες της τις επένδυε σε παρόμοια τζοβαΐρια, θεός σχωρέστην. Τα στραβά πόδια όπως διαγράφονταν μέσα από το εφαρμοστό τζην παντελόνι, την υποχρέωναν σ΄ ένα περίεργο, αν όχι αστείο περπάτημα. Η εκ Χαλκίδος εργάτρια του εργοστασίου παρκέτων και δεινή χειρίστρια όλων των μηχανών που κάποτε άκουγε στο όνομα Ελένη, πρόθυμα δέχτηκε να αναλάβει τις τουαλέτες του club.  Ίσως τότε, λόγω του μοντέρνου εργασιακού περιβάλλοντος, να αναβάθμισε και το όνομά της σε Έλενα. Πάντως ο κύριος Θεοδώρου, συνάδελφός της από τα παλιά χρόνια που συνέχισε ως υπεύθυνος των οικονομικών της νέας επιχείρησης, άνθρωπος βαρύς και λιγομίλητος, αρνούμενος τέτοιου είδους μάταιους νεωτερισμούς, Ελένη εξακολουθούσε να την αποκαλεί ενώπιον όλων, κάτι που προφανώς της έσπαγε τα νεύρα…

    Ελένη ή Έλενα δεν έχει και τόση σημασία. Ένα είναι το σίγουρο, πως ήταν η ψυχή του Εργοστασίου. Λάτρευε τα δύο αδέλφια, τον Τάσο και τον Σπύρο, ειδικά στον πρώτο είχε τρελή αδυναμία. Έλεγε «ο κύριος Τάσος» και το στόμα της έσταζε μέλι και αφοσίωση… Φρόντιζε να μαθαίνει τα πάντα και να ενημερώνει τα αφεντικά. Ένιωθε υποχρεωμένη να υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους. Είχε το δικαίωμα ή πιο σωστά, έτσι της άρεσε να νομίζει με το μυαλό της, να κάνει σε όλους παρατήρηση. Έχωνε την μύτη της παντού, καυγάδιζε κάθε τόσο, δημιουργούσε συμπάθειες και αντιπάθειες. Κυρίως, κατά την ώρα της προετοιμασίας. Μετά, μόλις άνοιγε το μαγαζί, εκείνη αποσύρονταν στις τουαλέτες, στο δικό της μετερίζι. Κι εκεί ήταν η απόλυτη κυρά κι αφέντρα. Επάνω στην φούρια της δουλειάς πεταγόμασταν για την ανάγκη μας κι αντί να μας δώσει προτεραιότητα, μας άφηνε να περιμένουμε στην ουρά. Αν όμως της βάζαμε στο χέρι κανένα μπαξίσι άνοιγε την κλειδωμένη για τους V.I.P τουαλέτα και μας την παραχωρούσε με γλυκόλογα. Παρότι δεν είχε υποχρεώσεις, παιδιά ή εγγόνια, ήταν πολύ παραδόπιστη, σκέτος φραγκοφονιάς! Τίποτα δεν έκανε με το αζημίωτο. Αλλά όπου μυριζόταν και το ελάχιστο κέρδος άρχιζε τις  ρεβεράντζες. Μια φορά έτυχε να συμπέσουν στο άντρο της, με μικρή χρονική διαφορά, η Μελίνα Μερκούρη και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Τότε βρέθηκε σε δύσκολη θέση. «Κυρία Βουγιουκλάκη μου, λυπάμαι δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Έχω την κυρία Μερκούρη στην καλή τουαλέτα. Θα πρέπει να περιμένετε λίγο», δήλωσε ευθαρσώς στην εθνική μας σταρ. Κι εκείνη, χωρίς να τα χάσει, της απάντησε: «Καλά δεν πειράζει, θα πάω στην αντρική τουαλέτα που όπως βλέπω είναι ελεύθερη». Και πριν προλάβει να το μαζέψει, η Βουγιουκλάκη τρύπωσε μέσα στην αντρική. Σιγά που θα μάσαγε το Αλικάκι. Έτσι πάει, από μια λάθος εκτίμηση έχασε το γερό φιλοδώρημα που τόσο προσδοκούσε. Το φύσαγε μετά η Έλενα και δεν κρύωνε!

    Εν μια νυκτί χρήστηκα μπάρμαν και βρέθηκα να κολυμπάω στα βαθιά. Ιδέα δεν είχα από ποτά, πέραν των συνηθισμένων. Τελικά τα κατάφερα μια χαρά. Στην ταχύρυθμη εκπαίδευση με βοήθησαν οι καλοί συνάδελφοι και φίλοι μου έκτοτε Σούλα Φρίκη, Πέτρος Χριστοδούλου και Μάκης ο Ψηλός. Αυτά κατά την πρώτη σεζόν. Την επομένη έγινα «τσεκαδόρος» στο κεντρικό μπαρ. Ή πιο απλά ταμίας. Φρόντισα μάλιστα να ράψω μακριές μανσέτες από μαύρο ύφασμα και λάστιχο στις δύο άκριες τις οποίες φορούσα, όπως ακριβώς έκαναν παλιά όλοι οι ταμίες, πάνω από τα μανίκια του πουκαμίσου μου. Κάπου υπάρχουν ακόμη φυλαγμένες. Το αλκοόλ έρεε άφθονο. Πίναμε όλοι ανεξαιρέτως σαν σφουγγάρια. Τα ποτά ήταν καθαρά, ούτε υποψία «μπόμπας» δεν υπήρχε. Και αδιακρίτως κερνούσαμε τους πελάτες. Κάθε βράδυ γινόταν τρελό κέφι. Δεν έλειπαν δε και τα σπασίματα. Άπλωνα τα χέρια μου θυμάμαι και με μια κίνηση γκρέμιζα όσα ποτήρια ήταν αφημένα επάνω στην μπάρα κάτω στο πάτωμα. Η Έλενα, επιφορτισμένη με την καθαριότητα του χώρου, γκρίνιαζε διαρκώς για τα σπασμένα ποτήρια και μου ζητούσε τα ρέστα. Κι εγώ βεβαίως ενοχοποιούσα τους πελάτες, όλες τις ζημιές τις φόρτωνα σ΄ εκείνους. «Μα, τα σπασμένα δεν είναι από την έξω μεριά του μπαρ, αλλά από την μέσα. Αυτό πως εξηγείται;», με ρωτούσε καχύποπτα. Ήμουν βλέπεις ως τσεκαδόρος ο υπεύθυνος και κατά συνέπειαν έπρεπε να απολογηθώ. «Θα πρέπει να τα έσπασαν, αφού κλείσαμε κι εγώ είχα πάει να κάνω ταμείο με τον κύριο Θεοδώρου» της απαντούσα.

    Αξέχαστο θα μου μείνει το αποκριάτικο πάρτυ με θέμα «Super Kitsch». Νομίζω πως ήταν μια ιδέα του Σπύρου Μελετόπουλου. Η διακόσμηση του χώρου ανατέθηκε στο δημιουργικό γραφείο «Κρίτων – Πάνος/Επεμβάσεις». Γεμίσαμε από παλιές ξύλινες ντουλάπες, σιφονιέρες και φωτιστικά των 50΄ς. Το πάρτυ ήταν βεβαίως μασκέ. Αποφάσισα λοιπόν να ντυθώ «συνταξιούχος». Φόρεσα ριγέ πυτζάμες και παντούφλες. Λευκό κλασσικό φανελάκι και σώβρακο σκελέα από μέσα. Όταν άναψε το κέφι εγκατέλειψα το πόστο μου και ανεβασμένος επάνω στην παλιά μηχανή του μπαρ, έχοντας πετάξει τις πυτζάμες και φορώντας μόνο την σωβρακοφανέλα, βρέθηκα να χορεύω έξαλλος. Όσο κι αν ήμουν μεθυσμένος είχα προνοήσει, πριν αναρριχηθώ για το σόου, να ασφαλίσω σε καλή καβάτζα τα χρήματα του ταμείου. Στο φινάλε του τραγουδιού κατέβηκα προσεχτικά για να μη τσακιστώ και χειροκροτούμενος ενθουσιωδώς από το πολυπληθές κοινό συνέχισα την δουλειά μου. Η συνέχεια εκείνης της βραδιάς ήταν εξ ίσου απρόβλεπτη. Όταν κατά τις πρώτες πρωινές ώρες αποχωρήσαμε σε απερίγραπτη κατάσταση από το «Εργοστάσιο», επιβιβαστήκαμε επτά άτομα σ΄ ένα αυτοκίνητο με προορισμό μας την κεντρική αγορά της οδού Αθηνάς. Θέλαμε να φάμε, όπως το συνηθίζαμε, καμιά ζεστή σούπα. Στις αρχές της Λεωφόρου Συγγρού και συγκεκριμένα στο ύψος των γραφείων της πάλαι ποτέ «Ολυμπιακής», μείναμε από βενζίνη. Για κακή μας τύχη πέσαμε επάνω σε ένα παρκαρισμένο περιπολικό της αστυνομίας και θεωρήσαμε φρόνιμο να ρωτήσουμε τα όργανα της τάξεως αν υπήρχε εκεί κοντά ανοιχτό βενζινάδικο. Χωρίς δεύτερη κουβέντα μας διέταξαν να αποβιβαστούμε. Ήμασταν υπεράριθμοι και μασκαρεμένοι, αυτά τα ξέραμε. Και οι περισσότεροι εκτός εαυτού, όπως φάνηκε στην πορεία. Ο συνεπιβάτης μας Μάνος Σταλάκης άρχισε να ζητάει τα ρέστα από κάποιον αστυνομικό γιατί είχε λέει μεταποιήσει την στολή του. Την είχε στενέψει υπερβολικά, με αποτέλεσμα, όπως του υπογράμμιζε οργισμένος ο φίλος μας, η θέα του να τον προκαλεί ερωτικά. Και απαιτούσε από τον αστυνομικό να του δώσει τα στοιχεία του. Ήθελε να τον καταγγείλει, άκουσον – άκουσον, για παραποίηση στολής!

    Να μη σας τα πολυλογώ, οδηγηθήκαμε όλοι μαζί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα του Νέου Κόσμου για να πάρουν τα δικά μας, βεβαίως, στοιχεία. Η Σούλα Φρίκη φώναζε και διαμαρτύρονταν για την ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους των αστυνομικών. Δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει ότι είναι μια κυρία, μια παντρεμένη γυναίκα και μητέρα ενός ανήλικου παιδιού. «Είναι ανεπίτρεπτο να μου συμπεριφέρεστε σαν να είμαι καμιά του δρόμου» τσίριζε διαρκώς. Το όλο θέαμα ήταν κάτι περισσότερο από κωμικό. Γιατί ως θιγμένη υπεραμύνονταν με απόλυτη σοβαρότητα της σεβαστής θέσης της, καθ΄ ην στιγμήν φορούσε κάτω από το ανοιχτό παλτό την αποκριάτικη σέξυ στολή της. Ένα μαύρο δαντελένιο και στράπλες κορμάκι, δικτυωτό καλσόν και τις ανάλογες γόβες. Οι αστυνομικοί κρυφογελούσαν ευχαριστημένοι με τον παράξενο θίασο που αναπάντεχα ήλθε από το πουθενά για να διακόψει την θλιβερή μονοτονία της νυκτερινής βάρδιας τους και να τους διασκεδάσει. Ο Γιώργος Παυριανός ντυμένος γκέισα κι εγώ ως «συνταξιούχος» προσπαθούσαμε μάταια να κατευνάσουμε τα οξυμένα πνεύματα. Με τα πολλά μας άφησαν ελεύθερους. Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. Χωριστήκαμε από τους υπολοίπους και μαζί με την συγχωρεμένη την Σούλα και τον Γιώργο Παυριανό τραβήξαμε για την Δημητρακοπούλου να πάρουμε το τρόλεϋ. Μπήκαμε μέσα με την γνωστή αμφίεση κι ετοιμαστήκαμε, κάτω από τα διαπορούντα μάτια των αγουροξυπνημένων επιβατών, να ρίξουμε στην σχισμή τα κέρματα που όπως υπολογίζαμε αντιστοιχούσαν στο εισιτήριό μας. Έτσι ήταν το σύστημα πληρωμής τον καιρό εκείνο στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Όταν ξαφνικά μέγας θόρυβος υψώθηκε και σύσσωμο το πλήρωμα του τρόλεϋ άρχισε κάτι να μας λέει. Κάτι το οποίο εμείς αδυνατούσαμε να καταλάβουμε. Ταυτόχρονα κουνούσαν τα χέρια τους και μας έκαναν διάφορες χειρονομίες στον αέρα. Δεν άργησε να μπούμε στο νόημα. Προσπαθούσαν οι συμπαθείς εκείνοι συμπολίτες μας να αποτρέψουν κάτι που, κατά την κοινή λογική, ήταν άδικο να συμβεί. Επειδή η μετακίνηση των επιβατών μέχρι τις οκτώ το πρωί γινόταν τότε δωρεάν, ανησύχησαν μη τυχόν κάναμε το λάθος να ρίξουμε κέρματα στο κουτί. Με δυο λόγια δεν ήμασταν υποχρεωμένοι στην καταβολή κομίστρου. Κάτι που και οι τρεις μας, καθότι εκτός πραγματικότητας και τόσο «παρκαρισμένοι» αλλού, δυστυχώς το αγνοούσαμε.

    Στις νύκτες του Εργοστασίου τοποθετώ την απαρχή του αλκοολισμού μου. Μέχρι τότε σπανίως έπινα κι αυτό κανένα κρασί ή καμιά μπύρα στις ταβέρνες. Από εκεί κι ύστερα όμως το αναζητούσα και επεδίωκα να το τσούζω. Η κατάσταση έβαινε διαρκώς κλιμακούμενη μέχρι τον Ιούνιο του 2005 που πήρα την μεγάλη απόφαση να διακόψω κάθετα και δια παντός – ελπίζω κι εύχομαι – την χρήση του αλκοόλ. Βέβαια δεν ευθύνεται το «Εργοστάσιο» για την εξάρτηση που απέκτησα. Η προδιάθεση ασφαλώς και υπήρχε. Κι εγώ ο ανυποψίαστος ύφαινα από μόνος μου, καθημερινά και σιγά – σιγά για πολλά χρόνια, τον αθέατο ιστό της παγίδευσής μου. Ας πρόσεχα… Ομολογώ πάντως, πως πέρασα υπέροχα εργαζόμενος εκεί, στο θρυλικό club «Εργοστάσιο» που, ως γνωστόν, άφησε εποχή.

  • Ξενοδοχείον «ΚΕΚΡΩΨ»

    Το τραγούδι «Ξενοδοχείον Κέκρωψ» ήταν το δεύτερο που έδωσα προς μελοποίηση στον Σταμάτη Κραουνάκη για τον δίσκο του «Μόνον Άνδρες» με ερμηνευτή τον Γιώργο Μαρίνο, ο οποίος αντιπρότεινε να το ονομάσουμε καλύτερα «Δάμων και Φιντίας», αλλά αρνήθηκα κατηγορηματικά. Η αρχή θυμάμαι είχε γίνει με το «Δακτυλικά αποτυπώματα». Στον δίσκο, όταν μπήκα κι εγώ ως σφήνα, παρότι ήταν δρομολογημένος ήδη σε στίχους του Γιώργου Παυριανού και του συνθέτη, βρέθηκα στο τέλος να συμμετέχω με τέσσερα τραγούδια. Επρόκειτο για ένα τολμηρό δισκογραφικό εγχείρημα, τουλάχιστον για την εποχή που κυκλοφόρησε. Φθίνοντος του 1983 συγκεκριμένα.

    Οι στίχοι του μιλάνε για ένα υπαρκτό ξενοδοχείο επί της οδού Τσαγκάρη 13, ένα κάθετο στενό στην Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας, περίπου στο ύψος της Πύλης του Αδριανού. Αν και ήταν κακοφωτισμένη η ταμπέλα μπορούσες άνετα να διακρίνεις τα γράμματα και να διαβάσεις στα πεταχτά το ξεθωριαμένο από τότε όνομά του: Ξενοδοχείον «Κέκρωψ». Επρόκειτο για ένα τριώροφο κτίσμα, νεοκλασσικό πιθανόν. Oι μεταγενέστερες επισκευές και τροποποιήσεις είχαν αλλοιώσει εντελώς οποιοδήποτε χαρακτηριστικό στοιχείο της αρχικής του εμφάνισης. Μόνον οι δύο ασήμαντοι κίονες που είχαν ξεμείνει στην είσοδο, προσπαθούσαν μάταια να λαμπρύνουν με την ύπαρξή τους τον ολοφάνερο ξεπεσμό του. Εδώ και πολλά χρόνια παραμένει σφαλιγμένο και σκοτεινό. Αλλά όταν ο δρόμος μου με φέρνει από εκεί, πάντοτε κοντοστέκομαι για λίγο και το χαζεύω, αδύνατον να προσπεράσω αδιάφορος. Στις κάμαρες εκείνες, τις ψηλοτάβανες και παλιακές με τα κλειστά πλέον παράθυρα, πέρασα μερικές από τις ωραιότερες νύκτες της πρώτης μου νεότητας. Νύκτες τόσο εξαίσιες και τόσο γενναίες ερωτικά, όπως θα έλεγε κι ο Αλεξανδρινός!

    Ο Δημήτρης Γκομόζιας είχε την πληροφορία και μου το πρότεινε. Άλλος τρόπος να στεγάσουμε τον έρωτά μας δεν υπήρχε. Ήμασταν συνομήλικοι, στα εικοσιένα και οι δύο. Εγώ μάλιστα υπηρετούσα ακόμη στον στρατό, ήμουν φαντάρος. Εκείνος, λόγω αναβολής, όχι. Η γνωριμία μας, σχετικά πρόσφατη, είχε πυροδοτήσει από την πρώτη στιγμή ένα τρελό πάθος ανάμεσά μας. Λιώναμε κυριολεκτικά ο ένας στην θέα του άλλου. Βρισκόμασταν σε κάθε ευκαιρία, όποτε δηλαδή το επέτρεπε η υπηρεσία μου στον Αυλώνα κι έβγαινα εξοδούχος. Δίναμε σταθερά ραντεβού στο πίσω μέρος της Ρωσικής Εκκλησίας. Εκείνος ερχόταν πεζή από τα Πετράλωνα όπου έμενε κι εγώ από τους Αγίους Αναργύρους έχοντας αλλάξει δύο συγκοινωνίες.  Συναντιόμασταν ασθμαίνοντας κι όλο λαχτάρα. Πλην όμως δεν είχαμε που να πάμε. Συνήθως καθόμασταν με τις ώρες στο πατάρι μιας καφετέριας επί της Μητροπόλεως που έβλεπε στην πλατεία Συντάγματος. Πίναμε καφέδες, καπνίζαμε και συζητούσαμε με τις ώρες. Συχνά, εξ αιτίας της ερωτικής έντασης μάλλον της μη δυνάμενης να εκτονωθεί, καυγαδίζαμε. Πότε – πότε σταματούσαμε απότομα τις αψιμαχίες και κοιταζόμασταν στα μάτια σιωπηλοί όλο σημασία, λαίμαργα. Ή αγγίζαμε φευγαλέα και τυχαία δήθεν τα χέρια μας. Εκείνες τις στιγμές ήταν τόσο φορτισμένη η ατμόσφαιρα που και ο παραμικρός σπινθήρας ήταν αρκετός θαρρείς για να γίνει παρανάλωμα το μαγαζί. Μαζί του κι εμείς. Μήπως και γλιτώναμε έτσι από το βάσανο της επιβεβλημένης απόστασης που μας χώριζε. Ή πιο σωστά της απόστασης που εμείς οφείλαμε να κρατάμε αναγκαστικά μεταξύ μας για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας.

    Στο άκουσμα της πρότασης σφίχτηκα. Δεν είχα περάσει ποτέ μου το κατώφλι ενός τέτοιου είδους ξενοδοχείου, χαρακτηρισμένου και ύποπτου. Φοβόμουν τα τυχόν παρατράγουδα. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μπουκάρει καμιά «Ασφάλεια» και τότε φασκελοκουκούλωστα… Από την άλλη, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση στο φλέγον ζήτημα της ερωτικής στέγασης. Έμοιαζε να είναι η μοναδική επιλογή μας. Και προσιτή στο πενιχρό χαρτζιλίκι μας. Χώρια την δυνατότητα που παρείχε στους πελάτες, αυτής της πιο συφερτικής «μιας ώρας», αντί της γνωστής ταρίφας «μέχρι το πρωί». Τα πρόχειρα καταλύματα γιαπιά και γκρεμίδια της γύρω περιοχής τα είχαμε εξαντλήσει προ πολλού. Αλλά τι μπορούσες να κάνεις κι εκεί στα όρθια; Άσε δε που θα έπρεπε να είσαι μόνιμα σε επιφυλακή, με την ψυχή στο στόμα. Είχαν υπάρξει φορές που γλιτώσαμε παρά τρίχα από κάποια αγριεμένη αγέλη σκύλων. Κινδυνέψαμε να μας δαγκώσουν άσχημα οι συμπαθείς κατά τ΄ άλλα κοπρίτες. Με βαριά καρδιά και μεγάλη ανησυχία είπα τελικά το ναι.

    Την πρώτη φορά, φτάνοντας απ’ έξω, αναβάλαμε κάμποσες φορές την απόφασή μας. Δυστυχώς είχαμε δει να πλησιάζουν και να μπαίνουν μέσα άλλα παράνομα ζευγάρια. Έτρεμε το φυλλοκάρδι μας μη τυχόν μας συμβεί καμιά απροόπτη, όσο και δυσάρεστη συνάντηση. Ο διάβολος, ως γνωστόν, έχει πολλά ποδάρια. Συνεχίσαμε να κάνουμε κύκλους πέριξ του ξενοδοχείου, μέχρι να πετύχουμε την κατάλληλη στιγμή που θα ήταν άδεια από πελάτες η είσοδος. Τέλος, πήραμε φόρα κι ανεβήκαμε ψύχραιμοι υποτίθεται κι αδιάφοροι τα «αμαρτωλά» σκαλοπάτια. Πίσω από τον γκισέ μας καλησπέρισε όλο χαμόγελα ένας ηλικιωμένος άνδρας. Κάτι είπε για τον καιρό και το μόνο που ρώτησε ήταν αν θα χρησιμοποιούσαμε το δωμάτιο για μια ώρα ή ως το πρωί. «Μέχρι το πρωί», απαντήσαμε και οι δύο ταυτόχρονα, λες και ήμασταν συνεννοημένοι από τα πριν. Ευτυχώς, αστυνομική ταυτότητα δεν μας ζητήθηκε να αφήσουμε. Πληρώσαμε, μας έδωσε το κλειδί και ανεβήκαμε με τις σκάλες στον 2ο όροφο, αναζητώντας το δίκλινο 202. Επιτέλους μπήκαμε στο δωμάτιο, ανάψαμε το φως και κλείσαμε πίσω μας την πόρτα. Και τότε, προτού αγκαλιαστούμε, κοιταχτήκαμε για μια στιγμή σιωπηλοί, όπως συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους που έτυχε να ζήσουν μια δύσκολη κατάσταση, που μόλις πέρασαν από μεγάλη δοκιμασία. Και που τελικά, καλά τα κατάφεραν!

     

    Όλο το βράδυ ζήτημα ήταν αν κοιμηθήκαμε κανένα τρίωρο. Ανοιγόκλειναν πόρτες διαρκώς, φωνές ακούγονταν στο διάδρομο, κάποτε και βρισιές ακόμα ξεχωρίσαμε. Υπήρχε ένα ασταμάτητο πήγαιν΄ – έλα. Με το πρώτο φως της μέρας διαπιστώσαμε το γκρίζο χρώμα των σεντονιών, την ξεφτισμένη οροφή, τις θλιβερές κουρτίνες. Μα δεν βαριέσαι, όλα αυτά ήταν παρονυχίδες μπροστά στο μέγα γεγονός της περιφρουρημένης από αδιάκριτα βλέμματα αγκαλιάς. Μπορούσαμε να συμπεριφερθούμε κι εμείς όπως ακριβώς το επιθυμούσαμε. Να επιδοθούμε, επιτέλους, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, σε όλα τα κόλπα και τα ερωτικά παιχνίδια που μέχρι τότε ήταν αποκλειστικό προνόμιο της φαντασίας μας. Γυμνοί όπως μας γέννησε η μάνα μας, γεμάτοι νιάτα κι έξαψη, ανακαλύπταμε τις απροσπέλαστες χάρες, όλη την κρυφή γοητεία του άλλου σώματος. Τις μυρωδιές, τους ολισθηρούς γκρεμούς, τις επικίνδυνες χαράδρες μα και το αγαπημένο στέρνο με το λεπτό ακόμη της εφηβείας τρίχωμα, πλάτωμα ιδανικό για μιαν ανάσα ξεκούρασης. Εκεί ή στην ζεστή καμπύλη του λαιμού. Προς το μεσημεράκι, άυπνοι μα χορτασμένοι από φιλιά και χάδια, είπαμε να εγκαταλείψουμε το δίκλινο 202 και να επιστρέψουμε στα τίμια πλην ανυποψίαστα σπίτια μας. Θα μας περίμεναν οι δικοί μας, ήταν σίγουρο, να καθίσουμε όλοι μαζί οικογενειακώς γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι. Την τελευταία στιγμή προτίμησα να παραμείνω λιγάκι πιο πίσω. Ας έβγαινε πρώτος ο Δημήτρης και θα τον ακολουθούσα με ελάχιστη καθυστέρηση. Ήθελα να τον προφυλάξω από το ενδεχόμενο να πάει κάτι στραβά κατά την έξοδο. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, ας έτρεχε εκείνος να γλιτώσει. Θα έμενα να το αντιμετωπίσω μόνος μου. Και ορίσαμε, εκτός απροόπτου, να συναντηθούμε αμέσως μετά στην επόμενη γωνία για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό.

    Με μικρές παραλλαγές το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Συνήθως τα Σαββατόβραδα αποτολμούσαμε το εγχείρημα του ξενοδοχείου. Σπάνια παίρναμε την μεγάλη απόφαση μεσοβδόμαδα. Βγαίναμε από νωρίς βεβαίως και αφού κάναμε διάφορα, καταλήγαμε στο κρησφύγετο της οδού Τσαγκάρη. Πιο πριν, περνούσαμε ενίοτε για κανένα ποτό από το μπαρ «Ζώδια» της οδού Θόλου, ψηλά στην Πλάκα. Έτσι, τιμής ένεκεν, καθότι ήταν το μαγαζί που γνωριστήκαμε. Μόνιμα καθόμασταν στην μπάρα. Μας σέρβιρε ο κύριος Κώστας, άνθρωπος ιδιαίτερα χαριτωμένος κι αλέγρος με το χαρακτηριστικό παρατσούκλι «Τσιν – Τσιν». Μεσήλικας με εκκεντρικό ντύσιμο και κουρεμένος εντελώς γουλί αλά Τέλης Σαβάλας, ήταν κάτι το ασυνήθιστο εκείνα τα χρόνια, αν όχι και αλλόκοτο. Το ξυρισμένο κεφάλι σε συνδυασμό με το λεπτότατο μουστακάκι το λεγόμενο και ποντικοουρά που διατηρούσε το επάνω χείλος, τον έκαναν να θυμίζει ελαφρώς κινέζο, εξ ου και το δισύλλαβο «Τσιν – Τσιν». Κάπνιζε ταυτόχρονα δυο – δυο τα τσιγάρα κι έπινε σα σφουγγάρι από δύο ποτήρια επίσης. «Καλώς τις αγάπες μου» αναφωνούσε μόλις μας έβλεπε να καταφθάνουμε με τον Δημήτρη. «Τι να σας ετοιμάσω γλυκά μου αγόρια;», μας ρωτούσε όλο νάζι. Δίναμε την παραγγελία και μας σέρβιρε τα ποτά πάντοτε με το ίδιο συνοδευτικό σχόλιο: «Ορίστε, έτοιμα τα καταπότια σας, αγάπες μου!». Κι έσπευδε να μας κάνει τόκα και με τα δύο δικά του ποτήρια… Μια φορά μάλιστα κατά την είσοδό μας είχε πεί, προς κολακείαν των νεοαφιχθέντων πελατών του, το εξής παροιμιώδες ευφυολόγημα: «Καλώς το ξανθό αριστούργημα και το μελαχρινό αραβούργημα».

    Ο Δημήτρης ήταν ένα αγόρι σπάνιας, πραγματικά, μελαχρινής ομορφιάς. Αλλά κι εγώ ο ξανθός με την σειρά μου, δεν πήγαινα πίσω. Δεν χρειάζονται πλέον μετριοφροσύνες, είναι περιττές. Στάθηκα τυχερός. Και ναι, υπήρξα ως νέος ιδιαίτερα ευνοημένος από την φύση. Πλην όμως ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν άφησε τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Εκτός ίσως από μιαν αδιόρατη αχλύ της πάλαι ποτέ καλλονής που την αισθάνομαι, χωρίς υπερβολή, να με περιβάλλει ακόμη. Πιθανόν και ισόβια. «Ωραίος νέος, ωραίος γέρος» λέει μια σχετική παροιμία. Η σχέση μας κράτησε μόνο μερικούς μήνες και διακόπηκε ξαφνικά. Για μένα ήταν κυριολεκτικά κεραυνός εν αιθρία. Μου πήρε χρόνια να το ξεπεράσω και να πάω παρακάτω. Ομολογώ πως είμαι, διαπιστωμένα πλέον, τραγικά αργός σε κάθε περίπτωση συναισθηματικής απεμπλοκής. Από το 1977 μέχρι το 1983 που κυκλοφόρησε ο δίσκος «Μόνον Άνδρες» με το τραγούδι «Ξενοδοχείον Κέκρωψ», είχε περάσει μια εξαετία. Του τηλεφώνησα, αρκετά φορτισμένος είναι η αλήθεια, για να του πω τα ευχάριστα. Η αντιμετώπισή του ήταν μάλλον αδιάφορη. Και σίγουρα δεν διαπίστωσα καμιά συγκίνηση στον τόνο της φωνής του. Προφανώς και ήμουν ερωτευμένος ακόμη μαζί του. Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν τηλεφώνησα και το 1995 για να του πω ότι επανακυκλοφόρησε το τραγούδι μας με τον καινούργιο τίτλο «202» και την ερμηνεία της Άλκηστης Πρωτοψάλτη αυτή την φορά. Και ότι μπορεί να το βρεί, αν θέλει, στο διπλό C.D. του Σταμάτη Κραουνάκη «Όταν έρχονται οι φίλοι μου». Τότε τον άκουσα να μου λέει, ελαφρώς σοκαρισμένος, ότι είχε πρόσφατα χειρουργηθεί στο κεφάλι για την αφαίρεση ενός καλοήθους ευτυχώς όγκου. Απέφυγα να μπω σε περιττές λεπτομέρειες. Ευχήθηκα περαστικά και του πρότεινα να βρεθούμε από κοντά για έναν καφέ. Μου υποσχέθηκε πως θα το φρόντιζε άμεσα. Δεν στάθηκε δυνατόν. Κάποτε τον αναζήτησα εκ νέου. Ο αριθμός του τηλεφώνου του είχε πλέον αλλάξει. Φίλοι κοινοί ή γνωστοί δεν υπήρξαν ποτέ για να πληροφορηθώ αν είναι καλά. Κάτι που εγώ ολόψυχα εύχομαι και παρακαλάω να συμβαίνει.

    Υ.Γ.

    Πρόσφατα, σε μια κοινωνική εκδήλωση, με πλησίασε η Μ. Β., γνωστό πρόσωπο του δημόσιου βίου και με ρώτησε αν είμαι εγώ ο στιχουργός του τραγουδιού «Ξενοδοχείον Κέκρωψ». Συγκατένευσα βεβαίως και τότε μου αποκάλυψε ότι την ίδια χρονική περίοδο που έκανε πιάτσα στο Κολωνάκι, τόσο εκείνη όσο και τα υπόλοιπα κορίτσια, εκεί πήγαιναν κάθε βράδυ με τους πελάτες τους… Προφανώς, εκτός του δικού μου, στέγασε και πολλούς άλλους έρωτες το παλαιό Ξενοδοχείον «Κέκρωψ». Λιγότερο ή περισσότερο εφήμερους, τι σημασία έχει; Αυτό που μετράει είναι πως υπήρξε ένας αληθινός ναός της κάθε μορφής έρωτα.

  • Τα καλύτερά μας χρόνια

    Έπεσα τυχαία στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Έμεινα και την χάζευα με τις ώρες. Εικόνες, χειρονομίες, λόγια επέστρεψαν μονομιάς. Ο χρόνος δεν στάθηκε ικανός να σβήσει τα χνάρια της επιστροφής. Ξαφνικά άναψε σαν πινακίδα «νέον» ο τίτλος της ταινίας του Σίτνεϊ Πόλακ «The way we were» (1972), με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Ρόμπερτ Ρέφορντ, μεταφρασμένος στα ελληνικά ως «Τα καλύτερά μας χρόνια». Ξεπερνούν τις τριάντα οι φορές που μπήκε στο βίντεο η κασέτα της ταινίας για να την δούμε με τον Παναγιώτη Τιμογιαννάκη στο πρώτο σπίτι που έπιασε φεύγοντας από την πατρική του εστία, στο δυάρι επί της οδού Μπουμπουλίνας. Πάλι και πάλι, πριν ή μετά από κάποιαν άλλη ταινία. Και πάντοτε με την ίδια συγκίνηση, λες και ήταν η πρώτη. Άλλη φορά θα σας μιλήσω για εκείνες τις μεταμεσονύκτιες προβολές, τις μέχρι τελικής πτώσεως!

    Εδώ, στην φωτογραφία εννοώ, ήταν καλοκαιράκι του 1982. Καθήσαμε πρόχειρα όλη η παλιοπαρέα στα σκαλοπάτια έξω από την πέτρινη μονοκατοικία επί της οδού Σωφρονίσκου 11 και Γαριβάλδη γωνία, όπου συγκατοικούσα τότε με τον Γιώργο Παυριανό. Μόλις είχε τελειώσει το γύρισμα του βιντεοκλίπ για το τραγούδι «Σαριπιντάμ» από τον δίσκο «Σαριμπιντάμ… Θα πει τρελλαίνομαι!» σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, την μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και ερμηνεύτρια την Χριστιάνα. Ήταν η δεύτερη σημαντική δισκογραφική δουλειά του συνθέτη και της στιχουργού. Είχε προηγηθεί το μεγάλο «μπαμ» με τα «Σκουριασμένα χείλια» και την αξεπέραστη ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού. Ο δίσκος αυτός, δώρο του Τιμογιαννάκη, είχε λιώσει στο πικ απ… Πολλά βράδια, χωμένοι στο «Ενναλλάξ», το γνωστό μπαρ εκείνης της εποχής επί της οδού Μαυρομιχάλη, ακούγαμε και πάλι τα αγαπημένα τραγούδια και τραγουδώντας μισομεθυσμένοι κάναμε το απαραίτητο σεκόντο της ψυχής. Επιστρέφοντας στην συνέχεια πεζή για τα σπίτια μας μέσα από τους άδειους νυκτερινούς δρόμους, στου Φιλοπάππου εγώ και ο Τιμογιαννάκης στο πατρικό της Καλλιθέας, άλλη δουλειά δεν κάναμε από το να τα τραγουδάμε «έξω φωνή». Δεν είχαμε δραχμή στην τσέπη μας, αλλά ούτε που μας ένοιαζε. Kαι πότε με ένοιαξε, εδώ που τα λέμε, εμένα τουλάχιστον; Είχαμε όμως τα νιάτα μας, τα όνειρά μας και κάτι αθώους έρωτες φορτωμένους ενοχές. Τις σπουδαιότερες αποσκευές.

    Ο καμεραμάν του βιντεοκλίπ Προκόπης Μπουρνάζος επέμενε να μας φωτογραφίσει όπως ήμασταν. Η σκηνοθέτις Μαρία Παπαγεωργίου του έκανε το χατήρι. Ο Δημήτης Λέκκας είχε αναλάβει την παραγωγή. Ο Παυριανός κι εγώ είχαμε διαθέσει το σπίτι μας για τις διάφορες ανάγκες, άρα συμμετείχαμε κι εμείς μ΄ έναν τρόπο. Έτσι λοιπόν παραταχθήκαμε στα σκαλιά περιμένοντας το «κλικ». Ζήτησα να μου δώσουν λίγο χρόνο, μόλις ένα λεπτό, να φορέσω κάτι. Ήμουν γυμνός από την μέση κι επάνω, ξεστήθωτος όπως λένε. Στάθηκε αδύνατον. «Δεν χρειάζεται να ντυθείς, άστο καλύτερα. Η ομορφιά αξίζει να είναι ακάλυπτη» με αποπήρε ο Κραουνάκης. «Και απροκάλυπτη…», έσπευσε να σχολιάσει ο Παυριανός. Η Χριστιάνα, αφού ανέβηκε και κατέβηκε κάμποσες φορές την σκάλα τραγουδώντας πλέη μπακ το «Σαριμπιντάμ», μετά το πέρας του γυρίσματος, έσπευσε διακριτικά να αποχωρήσει. Καθώς και οι υπόλοιποι του συνεργείου. Εμείς που παραμείναμε, οι μιλημένοι συνωμότες, φίλοι κι εχθροί ομού κάθε επίσημα παραδεδεγμένης αντίληψης περί ζωής ή τέχνης, κοιτάξαμε κατάματα τον φακό.

    Ένα χρόνο μετά συνέβη, όλως συμπτωματικά, να συνεργαστώ στιχουργικά στον δίσκο «Μόνον Άνδρες» που ετοίμαζε ο Κραουνάκης με τον Παυριανό για τον Γιώργο Μαρίνο. Αφορμή στάθηκε ένα τραγούδι που είχα γράψει με τον τίτλο «Δακτυλικά αποτυπώματα».  Άρεσε πολύ στον συνθέτη. Το ίδιο βράδυ μάλιστα φρόντισε να γνωρίσω από κοντά τον Μαρίνο, όπου του ανακοίνωσε και τα καθέκαστα. Ο καλλιτέχνης άκουσε το τραγούδι κι ενθουσιάστηκε. Σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε τσάτρα πάτρα να μας το τραγουδάει. Η συνέχεια έγινε με το «Ξενοδοχείον Κέκρωψ» – το μετέπειτα «202» με την φωνή της  Άλκηστης Πρωτοψάλτη στο διπλό C.D. του Κραουνάκη «Όταν έρχονται οι φίλοι μου» – ακολούθησε το «Νυκτερινά τηλεφωνήματα» κι ο κύκλος έκλεισε με το «Έλα». Βρέθηκα να υπογράφω τα τέσσερα, ούτε λίγο ούτε πολύ, από τα δώδεκα τραγούδια του δίσκου. Ήμουν πανευτυχής! Ήταν και πάλι καλοκαιράκι. Το πήγαιν΄ – έλα στον Νέο Βουτζά με το παπάκι του Σταμάτη, όπου είχε πρόσφατα τότε μετακομίσει ο Μαρίνος, ήταν διαρκές. Κάθε τρις και λίγο καβαλούσαμε το 50άρι, αργά το βράδυ συνήθως και αριβάραμε στην εξοχική έπαυλη. Πάντοτε διανυκτερεύαμε εκεί. Οι συζητήσεις κάθε φορά συνοδευόμενες από πολλά γέλια μάς ξημέρωναν. Ήταν ατελείωτες οι αστείες ιστορίες και τα ευτράπελα που μας διηγείτο ο Μαρίνος από την καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Όσα είχε ο ίδιος ζήσει ή τα είχε πληροφορήθει από τρίτους. Όρεξη να ΄χεις ν΄ ακούς…

    Με την Λίνα Νικολακοπούλου δεν αναπτύξαμε ποτέ κάποιαν εγγύτητα. Βρισκόμασταν κατά καιρούς σε φιλικά σπίτια, τρώγαμε και μιλούσαμε, αλλά τίποτα παραπάνω. Και μέχρι σήμερα το ίδιο ισχύει. Μόνο μια φορά θυμάμαι βρέθηκα καλεσμένος κάποιο Πάσχα, από σπόντα και τότε, στο σπίτι της στο Μεταξουργείο για να γυρίσουμε τον οβελία. Ήταν μια πανωλεθρία. Η κοινή μας φίλη Γιόλα Ψαροπούλου που είχε αναλάβει την όλη διαδικασία του ψησίματος, άνθρωπος ανυπόμονος και πείσμων, δεν έπαιρνε από λόγια. Με αποτέλεσμα το αρνί, παρά τις προειδοποιήσεις και τις ενστάσεις μας, να κατεβεί από την σούβλα άψητο σχεδόν. Έτσι αρκεστήκαμε υποχρεωτικά σε κάποιες τραγανές πετσούλες, στις σαλάτες και τα κόκκινα αυγά. Ευτυχώς ήμασταν μεταξύ μας, τέσσερα ή πέντε άτομα όλο κι όλο. Ούτε με την Μαρία Παπαγεωργίου είχαμε πολλά πολλά. Εκείνη την περίοδο κάναμε λίγο παρέα. Μόλις είχε επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολίτειες έτοιμη να δοκιμάσει την τύχη της στα καθ΄ ημάς κινηματογραφικά δρώμενα. Αξέχαστη θα μου μείνει η εκδρομή μας στην Επίδαυρο με αφορμή βεβαίως, μια παράσταση του αρχαίου δράματος, ούτε που θυμάμαι πλέον συγκεκριμένα. Ήμασταν πολυπληθής παρέα, ετερόκλητη. Μετά το θέατρο διανυκτερεύσαμε όπως – όπως με υπνόσακους εκεί κοντά. Μας ρήμαξαν τα κουνούπια. Την επομένη ξενυχτισμένοι όλοι και άυπνοι κάναμε πρωινό μπάνιο στην παραλία του Τολό. Από το πλήθος των εκδρομέων θυμάμαι μόνο τον Βασίλη Νειάδα που είχε βάλει στο μάτι μια λαϊκή, πολύ πεταχτούλα και σκερτσόζα πιτσιρίκα και κάθε τόσο αναφωνούσε ολοφάνερα λιγωμένος στην θέα της: «Μα είναι έκτακτη αυτή η μικρή, σωστή λολίτα!». Με είχε εντυπωσιάσει ο ανάλαφρος όρος «λολίτα» που με κομψότητα χρησιμοποιούσε, αντί του αναμενόμενου που όλοι μας είχαμε κατά νου.  Και που δεν ήταν άλλος από το  κοινώς λεγόμενο «πουτανάκι».

    Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω ακριβώς, αλλά έχω την βάσιμη υποψία ότι για τους περισσότερους εικονιζόμενους της φωτογραφίας, αν όχι για όλους, εκείνα τα χρόνια ήταν τα καλύτερά μας. Οι λόγοι πολλοί και εν μέρει αυτονόητοι. Πρώτος απ΄ όλους η νεότητα, κάτι το ανεπανάληπτο, ήδη χαμένο ανεπιστρεπτί. Και δεν μπορώ ν΄ ακούω τις διάφορες θεωρίες για την σπουδαιότητα δήθεν της γνώσης που με τα χρόνια επέρχεται ή τις άλλες, τις περί της αυξανόμενης γοητείας όσο μεγαλώνουμε. Προφάσεις εν αμαρτίαις ή αν μπορούν ας κάνουν κι αλλιώς… Μαζί με την νεότητα ως Διόσκουροι, ακόλουθοι και προστάτες της, το κάλλος και το πάθος. Απωλεσθέντα κι αυτά προ πολλού. Ανεξαρτήτως της μεγάλης καταξίωσης, ιδιαίτερα του Σταμάτη και της Λίνας, λόγω του σημαντικού έργου τους ή και των υπολοίπων στον βαθμό που ο καθένας μας ποιος λίγο – ποιος πολύ τα κατάφερε, νιώθω πως όλοι μας, καθώς οι άνθρωποι μιας ηλικίας, αλληθωρίζουμε κατά καιρούς κοιτώντας προς τα πίσω, τότε που τίποτα δεν είχαμε και τα είχαμε όλα. Προσωπικά μια έντονη νοσταλγία μη θεραπεύσιμη με κυριεύει για τον αφελή Παράδεισο του ξεκινήματος ή την τρυφερή Κόλαση της αρχής, αν προτιμάτε. Όπως και να ΄χει πάντως, ένα είναι το μόνο σίγουρο. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.

  • Το αμάρτημα του πατρός μου

    Τον πήρε κουτάβι, ένας γλυκύτατος κόπρος ήταν που τον χάρισε στον πατέρα κάποιος γνωστός του. Το μικρό αυθαίρετο σπίτι κτισμένο, εν μια νυκτί σχεδόν, όπου στέγασε την οικογένειά του, γυναίκα και δύο μικρά παιδιά, έπρεπε κάπως να προστατεύται σ΄ εκείνη την ερημιά. Χρήματα δεν υπήρχαν για μια στοιχειώδη περίφραξη του οικοπέδου, έναν μαντρότοιχο έστω που να το οριοθετεί. Όλες οι οικοινομίες, όσα ελάχιστα είχαν με θυσίες συγκεντρωθεί, ξοδεύτηκαν για το κυρίως κτίσμα. Ένα δωμάτιο, μία κουζίνα και ο απαραίτητος εξωτερικός καμπινές ή «μέρος» αποτελούσαν εν συνόλω το τσαρδί. Το κομπόδεμα δεν έφτανε για περαιτέρω. Άλλωστε οι δόσεις για την αγορά του εκτός σχεδίου αγροτεμάχιου έτρεχαν, δεν είχαν εξοφληθεί ακόμη τα γραμμάτια. Τι να σου κάνει κι ο πατέρας με δύο χέρια, πώς να τα βγάλει πέρα; Ήμουν μωρό ασαράντιστο όταν μετακομίσαμε άρον άρον στο δικό μας σπίτι, το υγρό και παγωμένο, στα μέσα Φλεβάρη του ΄56. Είχαμε επιτέλους το δικό μας «κεραμίδι». Αλλά με μόνη θέρμανση το μαγγάλι με την πυρήνα, σύντομα αρρώστησα από βρογχοπνευμονία. Έτσι δέχτηκα και τις πρώτες ενέσεις πενικιλλίνης. Φτώχεια καταραμένη.

    Αρχικά του δώσαμε το όνομα Τζίμ. Από συνήθεια μάλλον, παρά από ευκολία, επικράτησε να τον φωνάζουμε όλοι Τζίμη. Φύλακας πιστός ο Τζίμης μεγάλωνε στην αυλή μας με τους λίγους ασπρισμένους τενεκέδες τους φυτεμένους λουλούδια, το αγιόκλιμα και την πασχαλιά. Αλλά ούτε λόγος να περάσει το κατώφλι του σπιτιού. Υπήρχε το δικό του αυτοσχέδιο κουβούκλιο. Την τροφή του αποτελούσαν βεβαίως ξεροκόματα βουτηγμένα σε κάποιο υπόλοιπο σάλτσας και τα καθημερινά δικά μας αποφάγια. Αξίζει να θυμίσουμε ίσως, ότι τα οικόσιτα ζωντανά σκύλοι και γάτες, τότε στην δεκαετία του ΄50 όπως και τα αμέσως επόμενα χρόνια, εκτελούσαν μια συγκεκριμένη αποστολή και για τον λόγο αυτόν τριγύριζαν στα πόδια μας. Θέλω να πω ότι δεν είχαν αξιωθεί στον κόσμο της εργατιάς τουλάχιστον, της μεταγενέστερης αναβάθμισής τους. Και σε σε καμία περίπτωση δεν ήταν, τότε ακόμη, ισότιμα μέλη της οικογένειας με όλες τις γνωστές περιποιήσεις και τα χάδια, όπως πολύ σωστά συμβαίνει τώρα πλέον. Στην διάρκεια της ημέρας λοιπόν, αν και ήταν ελεύθερος ο Τζίμης να κόβει βόλτες, σπάνια απομακρυνόταν πολύ. Πάντως, όταν με το σούρουπο επέστρεφε, ήξερε ότι τον περιμένει η αλυσίδα του – για το θλιβερό σχοινί του σκύλου θα μιλήσουμε παρακάτω. Τις νύχτες παρέμενε αγόγγυστα δεμένος εκτελώντας το καθήκον του σ΄ εκείνη την ερημιά. Γαύγιζε στον παραμικρό ύποπτο θόρυβο, άλλοτε γρυλίζοντας υπόκωφα ως προειδοποίηση κι άλλοτε ουρλιάζοντας μανιασμένα. Υπήρχε και το κοτέτσι της μητέρας, συν τοις άλλοις, που έπρεπε να προστατευθεί από ανεπιθύμητους θηρευτές, ξεθαρρεμένες αλεπούδες κυρίως.

    Ο Τζίμης μεγάλωνε μαζί με μένα, ήμασταν συνομήλικοι. Και φίλοι σπουδαίοι. Αχνά τον θυμάμαι, πολύ λίγο, ελάχιστα. Μια εικόνα μου έρχεται περισσότερο στον νου. Φορώντας τις πυτζάμες μου να τον χαϊδεύω με το ένα χέρι, ενώ εκείνος, κουνώντας χαρούμενος την ουρά να εποφθαλμιά την φέτα του ψωμιού, την  αλειμμένη με βούτυρο που κρατούσα με το άλλο για πρωινό. Ώσπου στο τέλος θυμάμαι, βρήκα την ευκαιρία και κρυφά εννοείται από το άγρυπνο βλέμμα της μητέρας την πρόσφερα οικειοθελώς. Πρέπει να ήμουν τριών χρόνων περίπου, όταν συνέβη το ατύχημα. Μια μέρα ήλθε πίσω από την βόλτα με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Τον είχε κτυπήσει κάποιο αυτοκίνητο. Το δεξί του μερί ήταν πολύ άσχημα γδαρμένο. Παρά τα γιατροσόφια και τις αλοιφές η πληγή δεν έλεγε να κλείσει για καιρό. Οι δικοί μου άρχισαν να ανησυχούν, όχι τόσο για την υγεία του σκύλου, αλλά επειδή, παρά τις αυστηρές παρατηρήσεις τους, εγώ συνέχιζα να παίζω μαζί του και να τον αγκαλιάζω σε κάθε ευκαιρία. Περισσότερο μάλιστα από πριν μιας και ήταν χτυπημένος και τον συμπονούσα. Ούτε να με τιμωρήσουν μπορούσαν λόγω ανυπακοής. Ήμουν πολύ μικρός για να καταλαβαίνω από νουθεσίες, από τα «πρέπει» και τα «μη» των μεγάλων.

    Ο πατέρας μου αγχώθηκε ιδιαίτερα καθότι ήμουν η κρυφή αδυναμία του. Φοβόταν πολύ μήπως αρρωστήσω εξ αιτίας του σκύλου. Υπήρχε μεγάλη άγνοια και προκατάληψη τα χρόνια εκείνα. Ιστορίες φρικιαστικές κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα στις λαϊκές γειτονιές σχετικές με ανθρώπους που κόλλησαν  εχινόκοκκο ή έπαθαν λύσσα από τα προσφιλή τετράποδα τα οποία, όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, δεν τύγχαναν ούτε του στοιχειώδους εμβολιασμού. Για έκτακτες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα το αιφνίδιο και συνάμα απρόκλητο δάγκωμα από ύποπτο στην συμπεριφορά ή την εμφάνιση σκύλο, υπήρχε το Δημόσιο Λυσσιατρείο. Κι ας μη λησμονούμε βεβαίως τον περιβόητο «μπόγια». Περνούσε μια στο τόσο με την κλούβα και μάζευε τα αδέσποτα σκυλιά, με την γνωστή  σε όλους μας κατάληξη των αθώων κοπριτών. Των γλυκύτατων τετράποδων με την χαρακτηριστική αφοσίωση στον αφέντη τους.

    Με βαριά καρδιά τσουβάλιασε τον Τζίμη, τον έδεσε στην σχάρα του ποδηλάτου και τον μετέφερε στις Τρεις Γέφυρες, μια διόλου ευκαταφρόνητη απόσταση από το πατρικό. Του πέταξε ένα ξύλο μακρυά για να τον ξεγελάσει, ότι δήθεν θα άρχιζαν το παιχνίδι. Μόλις απομακρύνθηκε προς αναζήτηση του ξύλου ο Τζίμης, καβάλησε το ποδήλατο κι εξαφανίστηκε. Κατά την επιστροφή του μάλιστα έκανε ορθοπεταλιά για να απομακρυνθεί, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από το σημείο της εγκατάλειψης. Πίστευε πως έτσι θα έχανε ολότελα την μυρωδιά του ο αποδιοπομπαίος μούργος και άρα κάθε δυνατότητα να τον ακολουθήσει. Μάταιος κόπος. Όταν επέστρεψε πίσω, αντίκρυσε με έκπληξη τον πιστό σκύλο να να τον περιμένει. Είχε προηγηθεί, βρισκόταν ήδη στο σπίτι μας και χαρούμενος του κουνούσε όπως πάντα την ουρά. Μετά από λίγες ημέρες επανέλαβε το εγχείρημα. Αυτή την φορά τον άφησε σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση, έφτασε μέχρι το Ροσινιόλ. Μα δε βαριέσαι, ο αφοσιωμένος Τζίμης παρότι σακατεμένος, επέστρεψε και πάλι πίσω πριν από εκείνον. Βρέθηκε σε αδιέξοδο. Κατάλαβε πως δεν θα ήταν και τόσο απλό να τον ξεφορτωθεί. Αλλά δυστυχώς δεν παραιτήθηκε της προσπάθειας. Σίγουρος ότι αυτή η συνύπαρξη, εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για τον νεαρό βλαστό του, ήταν αποφασισμένος πάση θυσία, να τον ξαποστείλει οριστικά.

    Έτσι πήρε την μεγάλη απόφαση. Είμαι σίγουρος εκ των υστέρων, ότι του στοίχιζε πολύ μα δεν έκανε πίσω. Είχε δημιουργήσει από μόνος του το δίλημμα, το παιδί μου ή το σκυλί μου. Και η πλάστιγγα έγειρε αναμφισβήτητα προς το μέρος του παιδιού. Ο Τζίμης έπρεπε λοιπόν να θυσιαστεί. Ανεξήγητο είναι γιατί πήρε μαζί του και έκανε συνένοχο στην αποτρόπαια πράξη του, τον μεγαλύτερο αδελφό μου, ένα παιδί μόλις οκτώ χρόνων. Οδήγησαν τον άτυχο σκύλο στο ρέμα της περιοχής, ένα παραπόταμο του Ποδονίφτη που κατέβαινε από την Πάρνηθα, πίσω ακριβώς από το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου. Μεγαλώνοντας αργότερα θα γινόταν ο απαγορευμένος τόπος εξερεύνσης και παιχνιδιού όλων σχεδόν των παιδιών της νεοσύστατης γειτονιάς. Εκεί υπήρχε ένα γεφύρι, αρδευτικό κανάλι μάλλον μιας άλλης εποχής, πλάτους ενός μέτρου, αλλά σε αρκετό ύψος από την ξερή κοίτη, περισσότερο των δέκα. Έκανε μια θηλιά με το σχοινί που είχε φέρει και το πέρασε στο λαιμό του σκύλου. Εκείνος υπάκουος, μη αντιλαμβανόμενος τι σκαρώνει σε βάρος του ο αφέντης, το δέχτηκε. Με μια βίαιη κίνηση έσπρωξε τον Τζίμη στο κενό. Το μικρό αγόρι από δίπλα του πρόλαβε να φωνάξει έντρομο: «Μη πατέρα». Ευτυχώς το σχοινί ήταν παλιό και φθαρμένο, δεν άντεξε το βάρος κι έσπασε. Ακούστηκε ένας γδούπος από το σώμα του ζωντανού που έσκασε σαν πέτρα επάνω σε κάτι σχίνα. Την επόμενη στιγμή ο σκύλος με την θηλιά στον λαιμό κι ένα κομμάτι από το σχοινί να σέρνεται, πετάχτηκε όρθιος και το έβαλε στα πόδια, εξαφανίστηκε μέσα στην κοίτη. Ήταν τυχερός!

    Για μέρες τον αναζητούσα. Πήγαινα στο σημείο όπου τον δέναμε στην αυλή. Το κουβούκλιο ήταν έρημο και άδειο. Δίπλα είχε ξεμείνει ο μικρός πάσσαλος και η αλυσίδα που τον δέναμε. Και τα σημάδια του επάνω στο χώμα, παντού εκεί γύρω. Ο Τζίμης δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ίσως να κατάλαβε από ένστικτο ότι είναι πλέον ανεπιθύμητος. Μπορεί και να ένιωσε ξεκάθαρα την απειλή, τον κίνδυνο που διατρέχει αν τυχόν επιστρέψει. Ποιος ξέρει; Κάποτε, μετά από χρόνια, έμαθα όλη την αλήθεια. Γέμισα ενοχές. Εγώ ήμουν η αιτία λοιπόν, έστω και άθελά μου, που χάθηκε ο φίλος μου. Όλα έγιναν για το καλό μου, έτσι μου έλεγαν. Δεν άκουγα καμία δικαιολογία. Έκανα εχθρούς τον πατέρα και τον αδελφό μου. Θα έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος τρόπος για την υποτιθέμενη προστασία μου. Και σίγουρα όχι αυτός.

  • Ο μεγάλος σεισμός

    «Κάθησε κάτω, κάθησε κάτω», άκουσα να μου επαναλαμβάνει επιτακτικά, έντρομος ο ίδιος και πανικόβλητος. Πρόλαβα ν΄ ανοίξω αυθόρμητα τα χέρια μου σε διάσταση και να κρατηθώ από το κάσωμα της πόρτας. Η γη κάτω από τα πόδια μου πήγαινε κι ερχόταν, χοροπηδούσε. Πρώτη φορά καταλάβαινα, ένιωθα κι εγώ το ασύλληπτο μέγεθος, την τεράστια δύναμη την απερίγραπτη, εκείνη που μεταμορφώνει με μιάς, σπίτια και κτήρια στιβαρά κτισμένα για την προστασία μας, όλο μπετόν και σίδερο, σε τιποτένια καρυδότσουφλα. Ο σεισμός με πέτυχε την στιγμή ακριβώς που έμπαινα στο υπνοδωμάτιο του Γιώργου Ιωάννου επιστρέφοντας από την κουζίνα. Είχα πεταχτεί μέχρις εκεί, ανυποψίαστος για το επερχόμενο, να πιω νερό. Εκείνος μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι κι εγώ καθισμένος στην διπλανή πολυθρόνα μιλούσαμε για πολλά και διάφορα κι αστειευόμασταν ως συνήθως. Τον είχα επισκεφθεί κατά το απογευματάκι να του κρατήσω λίγη συντροφιά. Δεν ήταν πολύς ο καιρός που είχε βγεί από το ΚΑΤ, μόλις στις 22 Δεκεμβρίου 1980. Τρεις μήνες ακριβώς πιο πριν, στις 22 Σεπτεμβρίου συγκεκριμένα, τον είχε χτυπήσει άσχημα ένα αυτοκίνητο, έφερε πολλαπλά κατάγματα και στα δύο πόδια.  Χρειάστηκε έτσι να υποστεί περισσότερα του ενός χειρουργεία και να μείνει, όλο αυτό το διάστημα, κατάκοιτος μέσα σε γύψους. Μόλις τις τελευταίες ημέρες είχε απαλλαγεί από το «Π», την περπατούρα όπως συνηθίζεται να το λέμε, και είχε αναβαθμιστεί στο μπαστούνι. Κάτι που το θεωρούσε, και δικαίως, μεγάλη κατάκτηση. «Μέχρι να μπει το καλοκαίρι, όπως πάνε τα πράγματα, θα είμαι εντελώς καλά. Και τότε θα αριβάρω για σεργιάνι στους δρόμους της Σαλονίκης χωρίς την γεροντική κι απαίσια βακτηρία. Έτσι, να με βλέπει η νυφίτσα του Βορρά και να σκάει από το κακό της. Που νόμιζε ότι θα γλίτωνε τόσο εύκολα από μένα. Και μόνο για να δω την ζήλεια στα ξινισμένα μούτρα της, παίρνω κουράγιο και κάνω υπομονή», μου έλεγε κι έσκαγε στα γέλια. Περιττό νομίζω να σας πω σε ποιον ομότεχνό του αναφέρονταν, δεν θα ήταν άλλωστε σωστό, ούτε και τόσο χριστιανικό!

    Στις 24 του Φλεβάρη ημέρα Τρίτη, έγινε ο μεγάλος σεισμός. Είχε βραδιάσει προ πολλού θυμάμαι, κόντευε 11.00 η ώρα και σε λίγο θα έφευγα, όταν κτύπησε απροειδοποίητα ο εγκέλαδος. Μόλις πέρασε η πρώτη ταραχή και συνήλθαμε κάπως, ο Ιωάννου πήρε την απόφαση να βγούμε από το σπίτι και να μεταβούμε στο κοντινό Πεδίον του Άρεως. «Είσαι σίγουρος; Μπορείς να περπατήσεις μέχρις εκεί και μάλιστα υπό βροχήν;», τον ρώτησα ανήσυχος. Είχε πιάσει ένα σιγανό ψιχάλισμα, αθόρυβο μα και αρκετά επικίνδυνο συνάμα για την ολισθηρότητα των δρόμων. «Θα πάρουμε ομπρέλες και θα πάμε. Θα σε βαστώ από το μπράτσο και θα βαδίζουμε αργά. Ό,τι είναι να συμβεί, ας είναι και το χειρότερο, θέλω να με βρει μέσα στον κόσμο κι όχι μόνο μου στο σπίτι», μου απάντησε. Βγήκαμε στην Δεληγιάννη και στρίψαμε δεξιά στην Τσαμαδού. Άνθρωποι αλαφιασμένοι με τσάντες στα χέρια και μικρά παιδιά στην αγκαλιά, κατευθύνονταν όλοι όπως κι εμείς άλλωστε, προς το πλησιέστερο πάρκο. Το μόνο ελεύθερο από πολυκατοικίες μέρος και άρα το πιο ασφαλές. Μπήκαμε από την πλαϊνή είσοδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Το άγαλμα της Αθηνάς παρέμενε ευτυχώς αγέρωχο στο υψηλό βάθρο του. Η αρχαία θεά ήταν ατσαλάκωτη. Καλό σημάδι. Κάποιοι από τους σεισμοπαθείς μάλιστα, οι πλέον προνοητικοί, είχαν αρχίσει να στήνουν τα πρώτα αντίσκηνα και να ξεδιπλώνουν κουβέρτες, αποφασισμένοι ολοφάνερα να διανυκτερεύσουν κάτω από τα δέντρα. «Σπουδαία και ποικίλα ερωτικά κατορθώματα προβλέπω να συμβούν απόψε» μου ψιθύρισε με σημασία και συμπλήρωσε: «Ο μεγάλος κίνδυνος αφυπνίζει θαρρείς την ερωτική επιθυμία». Τρανή απόδειξη των λόγων του ήταν οι μοναχικές σκιές που ξέκοβαν ήδη από το ανθρώπινο συνοθύλευμα και γλιστρούσαν ήσυχα προς τα ενδότερα. Κι εμείς, ως εραστές των σκοταδιών, γενναίοι ανέκαθεν θηρευτές της ηδονής, σπεύσαμε αυθόρμητα να τις ακολουθήσουμε.

    Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην ευάλωτη, πλέον, ασφάλεια των σπιτιών μας. Αφού με καθησύχασε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να παρατείνω την παραμονή μου στο διαμέρισμά του και πολύ περισσότερο να κοιμηθώ εκεί, τον καληνύχτισα και επέστρεψα αναγκαστικά με τα πόδια στο δικό μου τσαρδί. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, τα τελευταία λεωφορεία και τρόλεϋ είχαν αποσυρθεί από ώρα. Άλλωστε η απόσταση από τα Εξάρχεια στου Φιλοπάππου δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Οι συγκάτοικοί μου Παυριανός και Χρονάς μόλις με είδαν να μπαίνω στην πόρτα ανακουφίστηκαν. Ανησυχούσαν για μένα και περισσότερο λόγω της μητέρας μου που τηλεφωνούσε εναγωνίως σε τακτά διαστήματα, από την ώρα του σεισμού και μετά, για να πληροφορηθεί αν έδωσα σημεία ζωής κι αν είμαι καλά. Αλήθεια, πώς δεν το σκέφτηκα να ενημερώσω τους δικούς μου, ως όφειλα, ότι είμαι σώος και αβλαβής; Και να μάθω με την σειρά μου, επίσης, αν τους συνέβη το οτιδήποτε; Άλλη μια χαρακτηριστική αδιαφορία της επιπόλαιης νεότητας… Τέλος πάντων, έκανα με καθυστέρηση, έστω, το χρέος μου. Με μεγάλη έκπληξη είδα ότι και στα τρία δωμάτια, ακόμη και στο δικό μου που απουσίαζα, επικρατούσε μέγας συνωστισμός από φίλους που είχαν συρρεύσει φοβούμενοι κάποιον ισχυρό μετασεισμό. Το σπίτι ήταν κτισμένο στα κράσπεδα του λόφου, πέτρινο με γερά ντουβάρια και χωρίς πολυκατοικίες πέριξ αυτού, ει μη μόνον ακριβώς απέναντι, όπου κατοικούσε και ένας όμορφος έφηβος ονόματι Χρήστος. Ο Ζέφυρος όπως εμείς τον είχαμε μετονομάσει για ευνόητους λόγους. Και ακροβολισμένοι πίσω από τις γρίλιες, τύχαινε συχνά να παραφυλάμε, ερήμην του βεβαίως, για να τον βλέπουμε να παίζει με την μπάλα, πάνω κάτω στις σκάλες.

    Στο μεγάλο δωμάτιο του Χρονά και καθιστικό γενικότερα, είχαν καταλύσει ο Χάρης Μεγαλυνός και ο Πάρης Τορναζάκης. Στο μικρότερο αντίθετα του Παυριανού, του πιο εξωστρεφούς χαρακτήρα όπως θα λέγαμε, υπήρχαν οι Ζυράννα Ζατέλη, Λευτέρης Βογιατζής, Γιώργος Μανιώτης, Δημήτρης Λέκκας, Δημήτρης Παπαδημητρίου και άλλοι που μου διαφεύγουν. Επικρατούσε ένας χαμός, απορούσα πώς στην ευχή χωρούσαν! Στο δικό μου επειδή απουσίαζα, είχε στρατοπεδεύσει μόνον ο Άκης ο αστυνομικός κι αυτό λόγω οικειότητας. Σε λίγο δε, μεταφερθήκαμε κι εμείς στο διπλανό, όπου πλέον επικρατούσε το αδιαχώρητο. Άλλοι καθιστοί ή ξαπλωμένοι κι άλλοι όρθιοι, λέγαμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Υπήρχε περισσότερο μια έξαψη εξ αιτίας της ξαφνικής συνάφειας, παρά πραγματική ανησυχία. Ξαφνικά, μέσα στην φασαρία της κουβέντας, ο Βογιατζής ύψωσε την φωνή του και μας ζήτησε να κάνουμε ησυχία. «Νάτος, έρχεται, τον ακούω, φθάνει» μας ανήγγειλε μορφάζοντας έντρομος. Κοιταχτήκαμε απορημένοι. «Ποιος φθάνει Λευτέρη;» τον ρώτησε Παυριανός. Και προτού λάβει απάντηση, το σπίτι άρχισε να τρέμει συθέμελα. Ανοίξαμε την πόρτα του δωματίου και πεταχτήκαμε σαν τους λαγούς στον διάδρομο. Ταυτόχρονα άνοιξε η πόρτα του Χρονά και ξεμπουκάρισαν οι εκεί φιλοξενούμενοι. Πρώτος κατέβηκε τα σκαλιά της εσωτερικής σκάλας ο Άκης και σφυρίζοντας επίμονα με την υπηρεσιακή σφυρίχτρα του, άνοιξε την εξωτερική πόρτα. Ως όργανο της τάξεως – και τι όργανο! –  είχε εκπαιδευτεί για την αντιμετώπιση τέτοιων εξαιρετικών καταστάσεων και αντιδρούσε με ψυχραιμία. Ακολουθώντας τις υποδείξεις του, βγήκαμε όλοι έξω ο ένας μετά τον άλλον και ακροβολιστήκαμε στην μεγάλη εξωτερική σκάλα μπροστά από την μονοκατοικία μας που οδηγούσε στον περιφερειακό δρόμο. Και τότε μόνο συνειδητοποιήσαμε πόσοι πολλοί ήμασταν μαζεμένοι.

    Λίγες μέρες μετά, στις αρχές Μαρτίου κι ενώ δεν είχαν καλά καλά κοπάσει οι μετασεισμοί, ο Ιωάννου έριξε την ιδέα να κάνουμε ένα φαγοπότι στο σπίτι του προς αναπτέρωση του πεσμένου ηθικού μας. Μου πρότεινε μάλιστα να αναλάβω την διοργάνωση της βραδιάς και πρόσθεσε: «Το κελάρι μου είναι γεμάτο από καλούδια και κρασιά. Ελάτε να το ρίξουμε λιγάκι έξω. Να φάμε, να πιούμε και να τραγουδήσουμε. Ακόμα και να χορέψουμε. Εσείς, γιατί εγώ δεν είμαι σε θέση αλίμονο, προς το παρόν βεβαίως, για κάτι τέτοιο». Όλοι ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν, τους άρεσε η ιδέα, για να μην πω ότι πέταξαν την σκούφια τους. Έτσι κι έγινε. Μαζευτήκαμε όλη σχεδόν η παλιοπαρέα και το γλέντι ξεκίνησε. Ο Ιωάννου ήταν περιχαρής. Κάθε τόσο έφερνε κι άλλα φαγώσιμα, κι άλλα κρασιά στο τραπέζι. «Ας πάει και το παλιάμπελο, τι να τα κάνω όλα αυτά; Πότε θα τα καταναλώσω; Απόψε θα το ρίξουμε έξω!». Κι εγώ για να τον πειράξω, αλλά να μη με ακούσουν οι υπόλοιποι, του ψιθύρισα σιγά στο αυτί. «Εννοείς πως θα το ρίξουμε στο σορολόπ;». Έπιασε το υπονοούμενο κι ευθύς σχολίασε με σημασία. «Αν ήξερες πόσο πολύ έχω υποφέρει από αυτό το επίθετο όταν ήμουν μικρός, δεν θα μου έκαμνες τώρα τέτοια άνοστα αστεία…». Ντράπηκα και του ζήτησα συγνώμη. «Έλα τρελέ, σιγά το πράγμα. Κοίτα, μήπως τυχόν θέλουν να φέρεις κάτι στο τραπέζι τα παιδιά και άσε κατά μέρος τις συγνώμες. Περασμένα ξεχασμένα», με αποπήρε γλυκά. Αχ, βρε Γιώργο, τι σπουδαίος φίλος που ήσουν!

    Δεν άργησε ν΄ ανάψει το κέφι. Το άφθονο κρασί και τα ρεμπέτικα τραγούδια στο μαγνητόφωνο έκαναν σωστή δουλειά. Είχε ιδιαίτερη αγάπη στον Βασίλη Τσιτσάνη, τον λάτρευε. Άρχισαν οι χοροί, τα ζεϊμπέκικα κυρίως. Από κοντά και τα αμπντάλικα τα αντικρυστά. Και δώστου τα παλαμάκια και δώστου τα «όπα». «Φωτιά στα κάρβουνα», φώναξε κάποιος και ο οικοδεσπότης έσπευσε να συμπληρώσει: «Απόψε θα καεί το πελεκούδι! Έτσι για το αντέτι του σεισμού».  Σε λίγο περάσαμε στα περιπαθή ταγκό. Η ιδέα ήταν του Άκη και παρότι αταίριαστη κάπως για μιαν αντροπαρέα σαν την δική μας, βρήκε ένθερμους υποστηρικτές. Ο ίδιος ανέλαβε να σηκώσει πρώτο και καλύτερο, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, τον καθηλωμένο στο κάθισμα Ιωάννου. Κάτω από την πίεση των επεφημιών και των σφυριγμάτων της παρέας, ενέδωσε τελικά στην πρόταση και δέχτηκε, υποβασταζόμενος από τον καβαλιέρο του, να «αλλάξει» μερικά δειλά βήματα. Κάτι που το χάρηκε και με το παραπάνω. Ακολούθησαμε και οι υπόλοιποι σε διάφορους συνδυασμούς. «Όπως στα αρχαία βαλανεία, έτσι συμβαίνει κι απόψε εδώ» πλησίασε κοντά και μου είπε. Κι αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Είμαι τόσο χαρούμενος! Υπάρχει θαρρείς μια άλλη ανοιχτωσιά στην Αθήνα, αντίθετα με τον αφόρητο επαρχιωτισμό και την στέγνα των ανθρώπων της Θεόσωστης Πόλης μου. Τελικά, όπως και να το κάνουμε ή όπως αλλιώς και να το πούμε, η Θεσσαλονίκη είναι δυστυχώς σφιχτοκούραδη».