Η κακή συνήθεια να περιμένεις, πίσω από την πόρτα, πότε θα
επιστρέψω. Και μόλις μπω στο άδειο σπίτι, πάντοτε μόνος, να
εμφανίζεσαι εσύ. Ώσπου να φέξει το πρωί, πίσω να με γυρνάς.
Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου
-
-
Δεν είμαι βλέπεις Χαλιμά να σε κρατήσω ξάγρυπνο, εδώ κοντά
χίλιες και μία νύχτες. Είναι αταίριαστοι οι στίχοι μου, για τέτοια
παραμύθια. Ίσως αντίθετα σου φέρουν νύστα και τότε αλίμονο! -
Πόσο μου λείπει εκείνη η συστολή των πρώτων συναντήσεων, πριν το
ξετίναγμα το ανελέητο. Τότε που τα χαμόγελα είχαν την σημασία τους. -
Μη φεύγεις
ΜΗ ΦΕΥΓΕΙΣ
Μην αποστρέφεις το βλέμμα, μην αφήνεις το χέρι μου, μη φεύγεις
τι κι αν ταιριάζει το πένθος στην ψυχή, εκείνη θέλει την αγάπη σου
μυστικά σε περιμένει, δεν λέει τίποτα, στέκει αμίλητη σε μια γωνιά.
Και με φοβίζει η τόση ησυχία κι ο πόνος, που πια δεν μοιάζει πόνος
αλλά δεν έπαψε στιγμή το πήγαινε-έλα στη γνώριμη, παλιά πληγή.Μην αποστρέφεις το βλέμμα, μην αφήνεις το χέρι μου, μη φεύγεις
δεν έχω τίποτα, περισσότερο το ξέρεις να σου δώσω, από φιλιά και
όνειρα. Κι άλλο στεφάνι ακριβό να σου στολίσω τα μαλλιά δεν έχω
από τα πικρά μου δάκρυα. Έκανα ευχή να σε γλεντήσει η άβυσσος.
Και τρόμαξα. Όχι λέω, η αγάπη ταιριάζει με το φως κι ας γίνει ξένη. -
Τα άδεια παπούτσια
ΤΑ ΑΔΕΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Είχε μιαν ιδιαίτερη αδυναμία στα παπούτσια. Τα διάλεγε με προσοχή και ανεξάρτητα από τον τύπο τους, αν ήταν σκαρπίνια από δέρμα ή πρόχειρα αθλητικά, έπρεπε να νιώθει ασφαλή τα πέλματα να εφαρμόζουν. Και αδιάφορο αν ήταν για επίσημες στιγμές ή χρήση καθημερινή, εκείνος τα φρόντιζε με την ίδια επιμέλεια. Είχε μια σχέση φιλική μαζί τους, σχεδόν αγαπησιάρικη.
Στη θέα των άδειων παπουτσιών ένιωθε, ανέκαθεν μια αδιόρατη ανησυχία να τον κυριεύει. ‘Ηταν κάτι το ακαθόριστο, σαν μια ξαφνική ομίχλη να τον τυλίγει.’Ενα ελαφρύ μούδιασμα απλώνοταν αστραπιαία σε όλο του το σώμα κι αμέσως, μετά χανόταν.
Τα άδεια παπούτσια που κάποτε με τόση χαρά αγόρασε, για χρόνια τον “περπάτησαν” σε δρόμους μεγάλα φωτισμένους, αλλά και σε κακόφημα στενά, συχνά τον έφεραν. Τώρα περίλυπα και άδεια – άψυχα, χωρίς υπερβολή – μαραζώνουν ξεχασμένα.
Στην όχθη εκεί της τελευταίας του απόπειρας να δραπετεύσει. -
Πιάνει τον εαυτό του να ονειρεύεται τον ίδιον θάνατο, ολόιδιον
απ’ την αρχή, όπως ο θύτης νοσταλγεί τον τόπο του εγκλήματος. -
Μοσχοσάπουνο ο έρωτας λιώνει μες τα χέρια μου, όλο
μειώνεται και φθίνει. Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν. -
Δε λέει να το πάρει απόφαση, πως όσα του είπαν ήταν ψέματα,
ακόμα πιστεύει σε δράκους, νεράιδες, ξωτικά κι αιώνιες αγάπες
Κι αν έπαιξε στα ζάρια τα ιμάτια, αθώος παραμένει του αίματος
Κύριε, ίσως ο τελευταίος. -
Λίγο θυμάμαι την πρώτη εικόνα του πατέρα, την μακρινή εκείνη.
Και είπα, πως έτσι θα πρέπει να κοιμούνται οι άντρες, με το ‘να
χέρι απλωμένο στην αγάπη, το άλλο να φρουρεί τα σκέλια τους. -
Από νωρίς
στον Γιώργο Ιωάννου*
ΑΠΟ ΝΩΡΙΣ
Μ’ έχει διαλέξει η μοναξιά από πολύ νωρίς
μικρό παιδί τραβήχτηκα από τον κόσμο έξω
χάραξα μια γραμμή κι αμέσως πέρασα εκτός
δεν είχα άλλο τρόπο στη τρέλα να μη φτάσω
στη κόψη όταν βρέθηκα, τραβούσα κατά ‘κεί
προτίμησα, απλά να μη τους κάνω το χατήρι.
’Εριξα την ψυχή μου στον ασβέστη να σωθώ.Μ’ έχει διαλέξει η μοναξιά από πολύ νωρίς
τι αφελής που νόμιζα πως είν’ επιλογή μου.Από την συλλογή «Η τρυφερότητα των άκρων» των εκδόσεων «Οδός Πανός» (2016).
*20 Νοεμβρίου 1927 – 16 Φεβρουαρίου 1985