Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Ο δήμιος του έρωτα

    Ο ΔΗΜΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

    Κλείνω σιγά την στρόφιγγα του οξυγόνου
    μέρα τη μέρα σφίγγω λιγάκι περισσότερο
    τις χαραμάδες με τα χέρια μου σφραγίζω,
    τα ελάχιστα περάσματα, ρωγμές αθέατες
    σε σένα. Μη με ρωτάς το πως και το γιατί
    σκληρό κι άχαρο πολύ το έργο του δημίου.

    Ξέπεσα, εκτελεστής του έρωτα σε δόσεις.

  • Ενδίδω κάθε μεσημέρι, σε συναντώ στο ίδιο πάντοτε σημείο.
    Με περιμένεις ανυπόμονα στον πλαϊνό της εκκλησίας τοίχο
    και όταν φεύγεις, συνήθως το πρωί, δείχνεις βαριεστημένος.
    Με ρήμαξε η επανάληψη, δεν υποφέρεται η μόνιμη απουσία.

  • Υπήρξα υπάκουο παιδί και τακτικό. Θαμώνας μόνιμος, μιας
    λύπης τρυφερής, το καταφύγιο απ’ τους ποικίλους διώκτες.
    Εκείνο το κλειστό δωμάτιο, το μυστικό, δεν άνοιξε ποτέ του
    χαμένο το κλειδί, από καιρό. Σκουριάσανε κι οι μεντεσέδες.

  • Μια λεπτομέρεια μικρή αναζητώ, θα είναι αρκετή, την αθωότητα
    και πάλι να σε ντύσω. Μια λεπτομέρεια ασήμαντη, μα τόσο ικανή
    στο πρώτο βλέμμα σου, το σπάνιο λεπίδι σου, να με γυρίσει πίσω.

  • Τι να σου δώσω; Κάτι παράταιρα κουμπιά απόμειναν, λίγα ρετάλια
    από αισθήματα για προσκεφάλι. Τι να σου δώσω; Κι ό,τι καλό σου
    φύλαγα, πέρασε ο χρόνος ένα απόγευμα, αυτός ο μπόγιας μου τα
    πήρε. Με άδεια χέρια κι εγώ προσέρχομαι, με άδεια, προτεταμένα.

  • Χρόνια γυρίζω ραβδοσκόπος, σε τόπους άνυδρους. Υπήρξα
    άτυχος, όσο κι αν έψαξα, ποτέ καμία φλέβα δεν μου δόθηκε.
    Χρόνια γυρίζω ραβδοσκόπος, άπελπις, μονίμως διψασμένος.

  • Τα στάχυα

    ΤΑ ΣΤΑΧΥΑ

    Λυγίζουνε στον άνεμο τα στάχυα απαλά
    σημάδι θερισμού, καιρός για το δρεπάνι,
    την νέα συγκομιδή. Τα στάχυα τα χλωρά
    μεστώσανε, θυμήσου, χόρτασες παιχνίδι
    όταν σουρούπωνε γλυκά, ανάμεσά τους.
    Κι έκανες, πως δεν άκουγες το κάλεσμα,
    την φορτωμένη ανησυχία φωνή της, σιγά
    μην άκουγες, άλλα πρωτόφαντα σε είχαν
    συνεπάρει. Κι όλα σαν χθες, τα τρυφερά
    κι όλα για σένα τρυφερά να παραμένουν.

    Πήγε καλά η περσινή χρονιά είχε βροχές
    τα δάκρυα δεν λείψανε, σιμώνει ο καιρός
    ακούω το σφύριγμα για το καλό δρεπάνι.

  • Και τι νομίζεις

    ΚΑΙ ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ;

    Και τι νομίζεις, δεν έτρεμα απελπισμένος, όμοια με φύλλο
    το τελευταίο, πριν το φυσήξει ο βοριάς της δυστυχίας μου;
    Με τη ζαβή αξιοπρέπεια να ψιθυρίζει όλη τη νύχτα: Ήσυχα.
    Τη νύχτα ‘κείνη, καθώς γλιστρούσες μέσ’ από τα χέρια μου
    – σε είχα πλάι μου, αλλά δεν ήσουνα εκεί, εσύ χαμένος ήδη
    κι έβλεπα τη μαύρη άβυσσο ν’ ανοίγει σκοτεινή, να χάσκει.
    Και τι νομίζεις, πως ξεμπερδεύεις εύκολα με τους νεκρούς;

  • Η δίψα μου δεν σβήνει με φιλιά κι ούτε με χάδια. Φουντώνει ακόμη
    περισσότερο, γυρεύει κι άλλα ανήκουστα. Πλήρη παράδοση ζητάει.

  • Και μόνο που έριξες το βλέμμα σου επάνω μου, είν’ αρκετό.
    Τύχη βουνό το λέω αυτό. Τα άλλα λεπτομέρειες ασήμαντες.
    Κανένας δεν κατάφερε, μήτε πρόκειται να σ’ έχει όπως εγώ.