Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Η αποκάλυψη της Ανάφης

    Μετά από κανονικό ψηστήρι είπα τελικά ελαφρά τη καρδία, το ναι στην Λίνα Μπέμπη, μα δεν το εννοούσα και πολύ. Συμφώνησα δηλαδή την 1η Αυγούστου ημέρα Δευτέρα, να σαλπάρουμε μαζί για την Ανάφη. Ήταν μέσα Ιουλίου ακόμη, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει μέχρι τότε, σκέφτηκα. Οι μέρες παρήλθαν, δεν αναφερθήκαμε έκτοτε στο θέμα κι εγώ ειλικρινά το είχα μισοξεχάσει όταν σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου εκείνο το πρωί και ερωτηθείς αν ήμουν έτοιμος δια τον απόπλουν, δήλωσα με χαρακτηριστική άνεση στην φίλη μου πως δεν είχα την παραμικρή διάθεση να πάω οπουδήποτε Αυγουστιάτικα και πως άλλαξα γνώμη, δεν θα την ακολουθούσα στις διακοπές της. Προτιμούσα αντίθετα να μείνω μόνος στην Αθήνα. Κι ενώ περίμενα ότι θα ξεμπέρδευα με συνοπτικές διαδικασίες, με τίποτα γκρίνιες αναμενόμενες όσο και δικαιολογημένες, άντε και με καμιά χλιαρή προσπάθεια μήπως κι αλλάξω γνώμη και ότι μετά θα συνέχιζα απρόσκοπτα τον ύπνο μου κι όλα πάπαλα, δέχτηκα ευτυχώς από μέρους της ένα σκληρό κι εν πολλοίς απροσδόκητο μαρκάρισμα. Προσπάθησε φιλότιμα να με μεταπείσει, επαναλαμβάνοντας ένα προς ένα όλα τα θετικά του νησιού, υποσχόμενη μάλιστα προσωπικά ότι δίχως άλλο, θα περνούσα καλά. Αν το αποφάσιζα πάντως να πάω, έστω και την ύστατη ώρα, υπήρχε χρόνος μέχρι το απόγευμα να ετοιμαστώ, όπως μου είπε. Κι έκλεισε με το αδιάσειστο επιχείρημα: «Επιτέλους, αν δεν πιστεύεις τα λόγια μου ή παραδόξως δεν σου ταιριάξει ο τόπος και περνάς βαρετά, μεθαύριο έχει πλοίο για τον Πειραιά, το παίρνεις κι επιστρέφεις».

    Έκλεισα το τηλέφωνο εντυπωσιασμένος και ολίγον κολακευμένος ομολογώ. Ήταν νεόκοπη φίλη τότε ακόμη, γεγονός που δεν δικαιολογούσε μια τέτοιαν επιμονή. Γνωριζόμασταν από παλιά, αλλά μόλις τους τελευταίους δυο – τρεις μήνες είχαμε ανοιχτεί κάπως ο ένας στον άλλον εξ αιτίας του μπαρ Memphis όπου βρεθήκαμε να εργαζόμαστε από κοινού. Και ήλθαμε περισσότερο κοντά, αμέσως μετά το μοιραίο εκείνο ξημέρωμα της 4ης Ιουνίου του 1988, όταν χάσαμε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τους φίλους μας Νίκο Επιτροπάκη και Σούλα Φρίκη. Από την άλλη η Λίνα δεν υπήρξε ποτέ αυτό που θα λέγαμε, άνθρωπος παρορμητικός κι ενθουσιώδης, το αντίθετο. Ήταν και παραμένει εσωστρεφής και μονόχνωτη. Γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο ένοιωθα κατάπληκτος με την τόσο ζεστή συμπεριφορά της απεναντί μου. Τέτοιος ζήλος να μην μείνω μόνος στην Αθήνα! Στο πίσω μέρος και του δικού μου μυαλού υπήρχε η ίδια σκέψη, καταλάβαινα το ορθόν του πράγματος. Είχα αρκετά ταλαιπωρηθεί ψυχολογικά το τελευταίο διάστημα κι όχι μόνον με την απώλεια των φίλων. Είχε προηγηθεί ένα δύσκολο off, η διακοπή δηλαδή της χρήσης μιας εξαρτητικής ουσίας, άκρως επιβλαβούς, με το όνομα ηρωίνη, κοινώς «παραμύθα». Και με πόνο ψυχής τα είχα καταφέρει καλά. Επίσης, είχα κουραστεί ιδιαίτερα έχοντας αναλάβει αποκλειστικά σχεδόν την φροντίδα της όλης προετοιμασίας για τον γάμο του μεγαλύτερου αδελφού μου, παραδόξως πως, καθότι εργαζόμουν ως πορτιέρης κάθε βράδυ στο μπαρ. Το ευτυχές μυστήριον είχε συντελεστεί δυο μέρες πριν, στις 30 του Ιουλίου, όπου συν τοις άλλοις, ήμουν και ο κουμπάρος του ζεύγους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μετά το τρικούβερτο γλέντι που ακολούθησε, επέστρεψα στο σπίτι μου κατάκοπος, κομμάτια. Ούτε να μιλήσω δεν μπορούσα από την εξάντληση. Θα ήταν κρίμα κι άδικο λοιπόν να ξοδέψω την άδειά μου που μόλις άρχιζε στην πυρακτωμένη Πρωτεύουσα. Το πήρα απόφαση κι άρχισα να ετοιμάζομαι. Αναζήτησα ένα σακίδιο κι έριξα μέσα μερικά χρειώδη, T- shirts κυρίως. Έφθασα στο λιμάνι την στιγμή ακριβώς που το πλοίο έλυνε τους κάβους κι άρχιζε σιγά – σιγά να σηκώνεται η μπουκαπόρτα. Πρόλαβα να πηδήξω μέσα την τελευταία στιγμή. Στο παρά πέντε, όπως λέμε, καθώς συμβαίνει ανέκαθεν στην ζωή μου…

    Αραχτοί στο κατάστρωμα άλλο δεν κάναμε με την Λίνα από το να μιλάμε. Κι εκεί λίγο πριν την άφιξή μας στο νησί, ένοιωσα να ραγίζει, να σπάει μάλλον το σκληρό περίβλημα της απρόσιτης φίλης μου και να μου φανερώνει βαθμιαία το μυστικό τοπίο της ψυχής της. Το πλοίο έπιασε λιμάνι τα ξημερώματα. Κατευθυνήκαμε στο μπαρ «Η τρελή γαρίδα». Μετά τον θάνατο του Νίκου Επιτροπάκη το είχε αναλάβει ο αδελφός του Κίμωνας. «Απόψε προτείνω να μείνουμε εδώ. Νωρίς το πρωί θα πάμε με την βάρκα στο Κλεισίδι. Κάνε προς το παρόν λίγη υπομονή», με πληροφόρησε ως γνώστης των καταστάσεων η έμπειρη ξεναγός μου. Όσο κι αν προσπαθούσα να το κρύψω, καταλάβαινε προφανώς πως είχα αρχίσει να φρικάρω. Και νομίζω δικαιολογημένα. Δεν επρόκειτο για ένα κανονικό μπαρ, αλλά για την παράγκα του Καραγκιόζη με «heavy metal» και «hard rock» μουσική, δίπλα στον υποσταθμό της ΔΕΗ, οι γεννήτριες του οποίου εβρυχώντο αδιαλείπτως και τους πελάτες του, φρικιά κατά το πλείστον, να σουλατσάρουν μέσα – έξω μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, όταν δεν κοπανιόντουσαν εκστασιασμένα από τους ήχους της μουσικής. «Σίγουρα δεν πάει καλά η φίλη μου, πως την πάτησα έτσι;», σκεφτόμουν ενδόμυχα. Αν και ήμουν έξω φρενών, προσπαθούσα παρ΄ όλα αυτά να να μην το δείξω και να παραμείνω ψύχραιμος. Κατά τις πέντε το πρωί, όταν έφυγαν παραπατώντας και οι τελευταίοι πελάτες, παραμέρισα κάπως στο δάπεδο τα γυαλιά από τα σπασμένα ποτήρια και τα σβησμένα αποτσίγαρα κι έγειρα επιτέλους το κορμί μου επάνω σ΄ ένα μισοφουσκωμένο στρώμα θαλάσσης που βρέθηκε πρόχειρο, για να κοιμηθώ, υπό τον απαίσιο, συνεχή βόμβο της ΔΕΗ. «Τι σπουδαίο καλωσόρισμα, μα και τι γλυκό νανούρισμα!», σχολίασα ειρωνικά. «Λίγη υπομονή κάνε και θα δείς. Μην βιάζεσαι να βγάλεις συμπεράσματα», ήταν η σιβυλλική απάντηση που έλαβα από την χαμαί επίσης κοιμωμένη.

    Την επομένη σπεύσαμε στο καφενείο – μαγέρικο της Πόπης, εκεί στο λιμάνι. Ήπιαμε έναν πρόχειρο καφέ ν΄ ανοίξει λίγο το μάτι μας. Η υπεύθυνη συνοδός μου κανόνισε με κάποιον βαρκάρη τα σχετικά. Φορτώσαμε τα σακίδια, σαλτάραμε κι εμείς μέσα στην βάρκα και βγήκαμε στο Κλεισίδι. Αφήσαμε τα πράγματα ως είχαν επάνω στην άμμο και η Λίνα αναζήτησε μέσα στα αρμυρίκια την σκηνή της. Την είχε δανείσει προσωρινά στον ζωγράφο Τάσο Παυλόπουλο με την προϋπόθεση πως θα την παρέδιδε πίσω, μόλις κατέφθανε η ίδια. Τώρα θα την παραχωρούσε έτοιμη σ΄ εμένα τον άπειρο. Εκείνη θα έστηνε μιαν άλλην σκηνή στην επόμενη παραλία, στο Κατσούνι. Αφού τακτοποιήθηκε κι αυτό, σκαρφαλώσαμε στο μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στο καφέ της Μαργαρίτας. Με σύστησε σε διάφορους φίλους και γνωστούς και καθήσαμε οι δυο μας για έναν δεύτερο καφέ και κανονικό πρωινό. Η θέα από το μπαλκόνι ήταν όντως μοναδικής ομορφιάς, όπως ακριβώς μου την είχε περιγράψει. Τον γαλάζιο ορίζοντα διέκοπταν μόνον κάποιες βραχονησίδες με χαρακτηριστικά ονόματα όπως, τα «Φτενά», η «Παχειά» και στο βάθος η «Μακριά»… Χάζευα γοητευμένος κι αμίλητος, όταν την άκουσα να με ρωτάει με σημασία: «Λοιπόν, τι έχεις να πεις τώρα, αγαπητέ Ζώρζ;». Γύρισα και την κοίταξα συγκινημένος. «Σ΄ ευχαριστώ Λίνα», της απάντησα. Τι άλλο θα μπορούσα να της πω; Είχα πάθει, το καταλάβαινα ήδη, έρωτα κεραυνοβόλο με την Ανάφη. Έναν έρωτα που διαρκεί, με κάποιες μικρές παρασπονδίες ομολογώ, τριάντα καλοκαίρια! Κι όπως συμβαίνει με τους άλλους έρωτες επίσης, που είναι αδύνατον συνήθως, όσο κι αν το προσπαθήσεις, να περιγράψεις στους τρίτους τις μαγικές εκείνες λεπτομέρειες ενός προσώπου που σ΄ αιχμαλώτισαν δια παντός, έτσι συμβαίνει και μ΄ αυτό το νησί. Έκτοτε, πουθενά αλλού δεν γαλήνεψε τόσο η ψυχή μου και δεν επληρώθησαν χάριτος οι αισθήσεις μου όλες, όσο εκεί, στον μικρόν αυτόν ξερικό τόπο, στην εσχατιά των Κυκλάδων.

    Παρ΄ όλα αυτά θα το επιχειρήσω. Ιδιαίτερα για τα πρώτα χρόνια, μέχρι το 2000, πριν συμβεί η διάνοιξη των δρόμων και γίνει πραγματικότητα η εύκολη πρόσβαση με αυτοκίνητο ή με μηχανάκι σε κάθε σημείο του νησιού. Τότε που ο τόπος με τα ελάχιστα τροχοφόρα ήταν προορισμός διακοπών για τους ολίγους μυημένους και τους αποφασισμένους βεβαίως να κάνουν όλες τις διαδρομές με τα ποδάρια τους αποκλειστικά. Τι ωραίες εποχές! Όλα τα πρωινά στο μοναδικό μπαλκόνι της Μαργαρίτας. Και μετά τους καφέδες και τα σχετικά, σειρά είχαν τα ούζα, οι μπύρες και οι μεζέδες. Τα κεράσματα από παρέα σε παρέα έδιναν κι έπαιρναν, ενώ δεν έλειπαν και τα γλέντια, έτσι από το τίποτα. Και ξαφνικά φρικιά, μεγαλογιατροί, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αλλοδαποί λάτρεις του νησιού και οι ελάχιστοι ντόπιοι, γινόντουσαν όλοι ένα… Μετά τραβούσαμε για μπάνιο στο Κατσούνι κυρίως, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα ή στην Φλαμουρού, αν δεν την είχε «πάρει» ο Χειμώνας. Και το βράδυ πηγαίναμε σταθερά για φρέσκο ψάρι στα κάρβουνα ή καμιά αστακομακαρονάδα στο εστιατόριο της Βιβής, στα πέντε μέτρα ακριβώς πιο κάτω από της Μαργαρίτας. Τα κλείναμε από το πρωί, μόλις επέστρεφε η τράτα φορτωμένη. Διαλέγαμε, κατά προτίμηση σαργό ή φαγκρί, κανέναν μεγάλο ροφό επίσης και σκορπίνες για σούπα. Και μας περίμεναν όλα έτοιμα και σερβιρισμένα την συγκεκριμμένη ώρα που συμφωνούσαμε. Δεν έχω δοκιμάσει φρεσκότερα ψάρια στην ζωή μου και πιο σωστά ψημένα. Ο Αντώνης, ας είναι καλά, ήταν σπουδαίος ψήστης. Και νοστιμότερη αστακομακαρανάδα δεν έχω γευτεί από εκείνη της Ευθυμίας, της συζύγου του.

    Κάποιες φορές αποφασίζαμε να ξεκουνήσουμε και να πάμε λίγο παραπέρα, να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Μια βόλτα μέχρι την Χώρα για τίποτα ψώνια και καφεδάκι στην συνέχεια σε κάποιο δροσερό καφενείο χωμένο στα μικρά απόσκια σοκάκια. Ή άλλοτε για μπάνιο στην παραλία του Ρούκουνα. Τι υπέροχο αίσθημα να καταφθάνεις κάθιδρος μετά από πεζοπορία σαράντα λεπτών μέσα στο ντάλα του μεσημεριού και να βουτάς στα κρυστάλλινα νερά ολόγυμνος, όπως σε γέννησε η μάνα σου… Και μετά να πηγαίνεις για φαγητό και παγωμένες μπύρες ή τσίπουρα –όλα αυτά πριν αποφασίσω να διακόψω οριστικά το αλκοόλ- στο εστιατόριο του Παπά, θεός σχωρέστον, με την κυρά Ζαμπέτα την παπαδιά πάνω από τα ταψιά πάντοτε και τις κατσαρόλες -που όσο υπολείπεται σε φυσική ομορφιά, τόσο επιδέξια μαγείρισσα είναι– και τα παπαδοπαίδια όλα επιστρατευμένα στο σερβίρισμα. Ή να σκαρφαλώνεις το απομεσήμερο ασθμαίνων στο πάνω Μοναστήρι της Παναγιάς, εκείνη την μικρή αρετοφωλιά την θεμελιωμένη επάνω στην κορυφή ενός κάθετου βράχου ύψους πεντακοσίων περίπου μέτρων -πλην από χρόνια εγκαταλειμμένη και ορφανή πλέον από μοναχούς- μόνο και μόνο για να δεις από εκεί ψηλά το Αιγαίο απλωμένο στα πόδια σου. Το μάτι σου να φτάνει ως πέρα μακριά. Και όταν ο ορίζοντας τύχαινε να είναι καθαρός, να ξεχωρίζουν στο βάθος αχνά τα βουνά της Κρήτης. Κατόπιν μόλις βράδιαζε για τα καλά, χωμένος μέσα στον υπνόσακο κι ωσότου έλθει ο ύπνος κι αποκοιμηθείς γλυκά, να σιγοκουβεντιάζεις γλαρωμένος από την κούραση του περπατήματος και της ορειβασίας με τους φίλους σου, αλλά κυρίως ν΄ απολαμβάνεις την τεράστια πανσέληνο με τις μυστηριακές και ευδιάκριτες, παρά το απαστράπτον φέγγος της, σκιές.

    Και με το γλυκοχάραμα, τότε που εμπρός σου βυθίζονταν η σελήνη στον γαλάζιο ορίζοντα και ταυτοχρόνως πίσω σου ανέτειλε ολόλαμπρος ο ήλιος, εσύ να παίρνεις ζωηρός, μα και δυο φορές πιο προσεχτικός απ΄ ότι ήσουν κατά την ανάβαση, το μονοπάτι της επιστροφής για το Κλεισίδι.

  • Διακοπές γιοκ

    Τα τελευταία χρόνια οι διακοπές δεν παίζουν. Ο λόγος είναι προφανής. «No money, no honey», όπως λένε και στο χωριό μου. Αλλά μήπως υπήρξα και ποτέ φανατικός των διακοπών ή των ταξιδιών; Ουδόλως. Και τώρα που το σκέφτομαι από απόσταση, την σχετική πρεμούρα περί διακοπών μόλις κοντοζύγωνε ο Αύγουστος, δεν την υπαγόρευε κάποια ανάγκη της ψυχής. Περισσότερο ήταν λόγω της κοινωνικής πίεσης. Το «θέλω» των κολλητών, μηδέ του ευρύτερου φιλικού περίγυρου εξαιρουμένου, με τις σχετικές συζητήσεις και όλα εκείνα τα ατέρμονα κανονίσματα, με υποχρέωναν κατά κάποιον τρόπο να συγχρονιστώ κι εγώ, ο αδιάφορος περί του θέματος, με τις προσταγές της παρέας. Δεν τολμούσες να μη δηλώσεις συμμετοχή ή να πεις κανένα «βρε, άει παρατάτε όλοι σας, αφήστε με ήσυχο με τις διακοπές σας», υπήρχε ο κίνδυνος να παρεξηγηθείς, καθόσον δεν θα ήταν μια τέτοια αντίδραση χαρακτηριστική ενός ισορροπημένου ψυχολογικά ανθρώπου. Αυτομάτως θα εδημιουργείτο η εύλογη απορία. Μα πως είναι δυνατόν να μην πάλλεται κάποιος από συγκίνηση, να μην τρεμουλιάζει σύγκορμος στην προοπτική μιας έστω και ολιγοήμερης ανάπαυλας; Έλα μου ντε; Κι όμως, να που συμβαίνει… Μόνη εξαίρεση υπήρξε και παραμένει η Ανάφη. Από το 1988 που βρέθηκα για πρώτη φορά εκεί, κατόπιν αφόρητης πιέσεως της νεόκοπης τότε φίλης μου Λίνας Μπέμπη και που έπαθα έρωτα κεραυνοβόλο με το νησί, μέχρι το 1999, λίγο πριν ανοιχτούν οι δρόμοι κι αλλάξει ο χαρακτήρας του, όχι μόνο πήγαινα ανελλιπώς κάθε καλοκαίρι τρελός από χαρά, αλλά και όλο τον χρόνο το νοσταλγούσα. Κι αν συνέχισα να σαλπάρω, αποκλειστικά κατά τα τέλη Ιουνίου πλέον, πριν προλάβουν να εμφανιστούν οι ορδές των τουριστών, αυτό γινόταν από αγάπη για τον τόπο. Και για την Μαργαρίτα Καλογεροπούλου, την ψυχή της Ανάφης βεβαίως.

    Η δική μου κοινωνική τάξη, η εργατική με τους μερκαματιάρηδες γονείς, δεν εγνώριζε από κάτι τέτοιες πολυτέλειες. Παρότι ήταν η πλέον σκληρά εργαζόμενη κατηγορία ανθρώπων, δεν απολάμβανε σχεδόν τίποτα. Διακοπές χάριν αναψυχής και ξεκούρασης ήταν ψιλά γράμματα. Η μοναδική παραχώρηση που μπορούσε να γίνει ήταν αν συνέτρεχαν λόγοι υγείας των παιδιών. Και τότε ξόδευαν τις αιματηρές οικονομίες τους καθ΄ υπόδειξη του γιατρού που μπορούσε να συστήσει βουνό ή θάλασσα, ανάλογα με την γνωμάτευση που είχε κάνει. Βλέπεις, ακόμα και οι περίφημες παιδικές κατασκηνώσεις – ότι πρέπει για να ησυχάσει για λίγο το κεφάλι της μητέρας και να κοινωνικοποιηθεί το παιδί ερχόμενο σε επαφή με άλλα συνομήλικα παιδιά, διαφορετικά του συνήθους αληταριού της γειτονιάς – δεν ήταν προσβάσιμες σε όλους. Κι εκεί υπήρχαν οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια με κυρίαρχο όλων το περίφημο και διαχρονικό «μέσον». Μια φορά μόνο κατόρθωσαν να στείλουν τον μεγαλύτερο αδελφό μου για κατασκήνωση στην Κερατέα κι αυτό ήταν όλο, εμένα ποτέ. Στην καλύτερη περίπτωση, όσοι είχαν ένα σπίτι πατρικό στην επαρχία – μιας κι όλοι από επαρχίες προερχόμασταν – ή κάποιο στενό συγγενή που είχε ξεμείνει στο χωριό, την γιαγιά ή καμιά ανύπανδρη θεία τέλος πάντων, τα μάζευαν και αριβάριζαν μιαν ωραία πρωΐαν για λίγο καθαρόν αέρα, ν΄ αναπνεύσουν οξυγόνο τα παιδιά! Με ή χωρίς τον πατέρα, μιας που τις περισσότερες φορές έμενε πίσω για να μην χάσει το μεροκάματο. Εκτός των άλλων η μητέρα εκμεταλλευόμενη την χρυσή ευκαιρία, φρόντιζε να φτιάξει χυλοπίτες και τραχανάδες, τον γλυκό ή σταρένιο και τον ξινό, για μια εύκολη χορταστική σούπα και τόσο τραβηχτική κατά τις κρύες νύχτες του χειμώνα.

    Θυμάμαι πως καμάρωνε το Κατινάκι, η στενή φίλη της μητέρας, όταν κάποτε ενοικίασε για δύο χρονιές εξοχικό σπίτι στο Χαλκούτσι της Αττικής. Υπέφερε από σοβαρή δισκοπάθεια κι ο ορθοπαιδικός της συνέστησε ως θεραπευτική αγωγή να κάνει μπάνια, πολλά μπάνια στην θάλασσα. Κολυμπούσε στα βαθιά πρωί και απόγευμα, το λιγότερο από μία ώρα την κάθε φορά, ώσπου στο τέλος ίσιωσε… Το αυτό επαναλήφθηκε το επόμενο καλοκαίρι για προληπτικούς λόγους. Με αφορμή το θεραπευτικό του πράγματος μας εξιστορούσε με λεπτομέρειες παράλληλα και τον εν Χαλκούτσι τρόπο ζωής, λες κι επρόκειτο για διακοπές στην Κυανή Ακτή. Κι όμως, στα δικά μας μάτια τουλάχιστον, κάπως έτσι φάνταζε! Καθώς και το άλλο που μας περιέγραφε κάθε τόσο. Την μετάβαση όλης της οικογένειας στην «Κινέτα», με το τρένο μάλιστα, για το μπάνιο της Κυριακής. Και μόνο το όνομα «Κινέτα» ηχούσε στα αυτιά μου το λιγότερο ως «Ριβιέρα» κι ας αγνοούσα, εξ ίσου τότε, την διάσημη αυτή κοσμική παραλία. Οφείλω να ομολογήσω ότι κύριος αποδέκτης των αφηγήσεών της ήταν η μητέρα, εγώ απλώς τύχαινε να παρευρίσκομαι και να συλλέγω έκθαμβος αυτές τις πληροφορίες. Υπήρχε μεγάλη στέρηση στον κοσμάκη, το κάθε τι καινούργιο έμοιαζε μυθικό κι εξωπραγματικό. Δεν είχαμε περάσει βλέπεις τότε ακόμη, την δεκαετία του ΄60, στην νέα εποχή της πληροφόρησης, της ευμάρειας και του ολέθριου καταναλωτισμού με την συνακόλουθη αλλοτρίωση. Τον νεοπλουτισμό με ό,τι θλιβερό συνεπάγεται τον αγνοούσαμε καθότι δεν υπήρχε. Κι όχι πως είμαι κανένας αφελής ή ιδιόρυθμος που πρεσβεύει την στέρηση ως άσκηση τάχα της ανθρώπινης ψυχής. Για την αρετή υπάρχουν πολλοί δρόμοι και δρομάκια. Αλλά δυστυχώς, εμείς εδώ οι εν Ελλάδι, την πατήσαμε ως αγράμματοι. Και κυριολεκτώ…

    Παρότι υποχρεώθηκα λοιπόν να καταργήσω τις διακοπές, δεν μου λείπουν στο ελάχιστο. Και σίγουρα όχι κατά τον μήνα Αύγουστο τότε που, όσο να πεις, αδειάζει η Αθήνα και η ζωή μας όσων παραμένουμε, γίνεται σχετικώς πιο εύκολη. Λιγότερα τροχοφόρα, λιγότεροι άνθρωποι, λιγότερο άγχος. Μόνον οι υψηλές σταθερά θερμοκρασίες με ταλαιπωρούν και κυρίως το σώμα μου που συνεχώς ιδροκοπάει και δυσανασχετεί. Δεν βαριέσαι όμως, υπάρχει το κλιματιστικό και το ντους στο μπάνιο. Και πάντως το προτιμώ από το να συνωστίζομαι πάνω σε βαπόρια και πλοία αυγουστιάτικα με τα μιλιούνια των αλλοδαπών και των ημεδαπών τουριστών, προσπαθώντας να εξασφαλίσω μια θέση κι εγώ κάτω από τον ήλιο σε κάποια παραλία… Όπου κι εκεί οι λουόμενοι, ο ένας επάνω στον άλλον, καμώνονται τάχα τους ευτυχείς και τους ανέμελους. Και ξεροψήνονται με τις ώρες μήπως και αποκτήσουν το πολυπόθητο βαθύ σοκολατί χρώμα το οποίον προώρισται να απωλεσθεί με την επάνοδό τους στο άστυ. Άσε την μεγάλη αναμονή και το σπάσιμο νεύρων μέχρι να σερβιριστούν κατά τις ώρες αιχμής. Ή τις τσιμπημένες τιμές του λογαριασμού. Και την μελαγχολία βεβαίως που θα τους συνοδεύει επάνω στο καράβι της επιστροφής… Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους! Ειλικρινά, δεν ζηλεύω στο ελάχιστο τους αυγουστιάτικους παραθεριστές των ελληνικών νησιών. Μήτε ισχύει για την περίπτωσή μου η στάση της αλεπούς στο μύθο του Αισώπου. Όταν, ως γνωστόν η κυρά Μάρω, αφού προσπάθησε επί ματαίω να φθάσει τα γινωμένα σταφύλια, πλην όμως ποσώς τα κατάφερε, κατέληξε στο τέλος η πονηρή στην διαπίστωση: «Όμφακες εισί!», ήτοι: «Αγουρίδες είναι!».

    Τα πράγματα για όσους τυχόν παίρνουν τα βουνά είναι προφανώς διαφορετικά. Ή τουλάχιστον έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ εκ του μακρόθεν. Καθόσον ούτε του βουνού, ούτε του λόγγου είμαι λάτρης. Εκτιμώ και θαυμάζω τις φυσικές ομορφιές, αλλά δεν νομίζω πως θα ήμουν ο ευτυχέστερος των ανθρώπων, αν για κάποιο λόγο θα έπρεπε να μετακομίσω μόνιμα στην επαρχία. Κακά τα ψέματα, ένα παιδί της πόλης είμαι που την δεύτερη, τρίτη ημέρα αρχίζω και βαριέμαι «τας εξοχάς». Ακόμα και κατά την περίοδο των διακοπών μου υπάρχουν στιγμές που βαριέμαι ή νοσταλγώ την ρουτίνα της καθημερινότητας και ιδιαίτερα το άνετο κρεβάτι μου. Οπότε δεν μου πέφτει και τόσο βαρύ που δεν θα πλατσουρίσω ούτε και φέτος στα νερά του Αιγαίου και κατά προτίμηση στις αγαπημένες Κυκλάδες. Εννοείται πως, ούτε λόγος για μπάνιο στις ακτές της Αττικής. Η μετακίνηση μέχρις εκεί μου φαίνεται βουνό… Παλαιότερα, σε περιόδους παρόμοιας ανεργίας με την τωρινή, όταν με ρωτούσαν οι φίλοι και γνωστοί πότε προγραμματίζω διακοπές, απαντούσα: «Να πάω διακοπές για να διακόψω τι, το μόνιμο καθησιό μου;». Κι έμεναν εμβρόντητοι οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες μου. Την ίδια ερώτηση κάθε χρόνο μου έκανε όσο ζούσε ο συγγραφέας και στενός φίλος μου Γιώργος Ιωάννου. Και πολύ χαίρονταν όταν του απαντούσα πως δεν επρόκειτο να πάω πουθενά. «Καλύτερα, δεν πειράζει, νέος είσαι, θα έχεις πολλές ευκαιρίες για διακοπές. Μείνε εδώ καλό μου να μου κάμνεις και λίγο παρέα. Που να τρέχεις τώρα;», με καθησύχαζε. Ο Ιωάννου δεν έκανε ποτέ στην ζωή του διακοπές. Θεωρούσε ότι ήταν σπατάλη, άδικο χάσιμο πολύτιμου χρόνου από τα γραφτά του. Ομολογώ πάντως, ότι κάτω από ιδανικές συνθήκες, δεν θα ήμουν αρνητικός στο ενδεχόμενο των διακοπών. Να είμαι φιλοξενούμενος δηλαδή και το απομωνομένο σπίτι να απέχει καμιά δεκαριά μέτρα από την θάλασσα. Όπως συνέβη για παράδειγμα αρκετές φορές κατά το παρελθόν με την περίπτωση της Σκύρου. Αλλά κι αυτό ακόμη με αρκετή επιφύλαξη το λέω. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι θα αποδεχόμουν την πρόσκληση. Ίσως έχω καταντήσει τελικά ένας δύστροπος, γκρινιάρης γέρος, που δύσκολα απολαμβάνει τις χαρές. Ή μήπως όχι;

  • Η δύσκολη λέξη

    «Κάποιος του μίλησε για των ανδρών τη μοναξιά, την κάπως ειδική.                                          Την ένιωθε από μικρός, από πολύ παλιά. Έλειπε μόνο τ’όνομά της».*

    Συναντηθήκαμε τυχαία στο Κέντρο μετά από πολλά χρόνια. Η εφηβεία μας ανήκε πλέον στο μακρινό παρελθόν και είναι η αλήθεια, πως με κάποια σχετική δυσκολία έγινε η μεταξύ μας αναγνώριση. Μας πήρε κάμποση ώρα ώσπου να συνηθίσουμε την εμφανισιακή πραγματικότητα ο ένας του άλλου και να προσαρμοστούμε στα καινούργια δεδομένα. Με δυο λόγια να βάλουμε στην θέση της παλαιάς λαμπρής εικόνας, όπως την είχε με τρυφερότητα διατηρήσει η μνήμη, την άχαρη σύγχρονη. Παρότι μεσόκοποι πλέον και οι δύο με τα σημάδια του πανδαμάτορος ολοφάνερα στην όψη και το σώμα, χαρήκαμε ειλικρινά που ξαναβρεθήκαμε. Αλλά έπρεπε να ελέγξουμε κάπως και να διαχειριστούμε την συγκίνηση που διαδέχτηκε την πρώτη έκπληξη. Ευτυχώς, σε λίγο έριξε την πρόταση να πάμε για έναν καφέ. Ναι, θα ήταν προτιμότερο να καθίσουμε κάπου και να μιλήσουμε. Να κουβεντιάσουμε λίγο, μετά από τόσο καιρό, με την ησυχία μας κι όχι όρθιοι, εκεί μέσα στην κίνηση του δρόμου. Ποιος να το περίμενε, ότι στο τέλος επρόκειτο να προχωρήσει σε εκ βαθέων εκμυστηρεύσεις. Προφανώς η μεγάλη χρονική απόσταση από την ενστικτώδη, την πάλαι ποτέ τυφλή ερωτική μας δράση, του έδινε την άνεση, ίσως και την σχετική ασφάλεια, για τέτοιου είδους συναισθηματικές καταθέσεις.

    Ο Γιάννης Μ. παρουσιάστηκε ξαφνικά στην γειτονιά το καλοκαίρι του 1966. Ήταν μεγαλύτερός μου κατά δύο χρόνια, τον Σεπτέμβριο που κοντοζύγωνε εκείνος θα πήγαινε στην Α΄ Γυμνασίου κι εγώ στην Ε΄ Δημοτικού. Αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Ως παιδί προερχόμενο από την επαρχία, τα Λαγκάδια Αρκαδίας συγκεκριμένα, τον διέκρινε θυμάμαι μια ασυνήθιστη συστολή και αρκετή σοβαρότητα. Μπορεί να έπαιζε ρόλο και η ηλικιακή μας διαφορά, μικρή μεν αλλά αρκετά σημαντική για τότε, γεγονός που τον έκανε να φαντάζει στα μάτια μου έμπειρος και πολυπράγμων. Γνώριζε πολλά είναι η αλήθεια, πολλά και άκρως τολμηρά γύρω από τα φλέγοντα ερωτικά ζητήματα – σε σχέση μ΄ εμένα τον άπραγο τουλάχιστον – που μόλις είχαν αρχίσει να με απασχολούν. Οι σχετικές συζητήσεις μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον μου, κάτι που καλώς ή κακώς, εξακολουθεί να παραμένει αμείωτο μέσα στα χρόνια. Στο πατρικό και η παραμικρή νύξη του θέματος ήταν ρητώς απαγορευμένη. Πάσα σχετική ερώτηση έμενε αναπάντητη. Πολλές φορές μάλιστα κινδύνευα να βρω τον μπελά μου στα καλά καθούμενα και να τιμωρηθώ αυστηρά με τις «άστοχες» απορίες μου. Οπότε κι εγώ φυλαγόμουν από τις κακοτοπιές, δεν ρωτούσα το παραμικρό και προσπαθούσα να ξεδιαλύνω μοναχός μου τα σκοτάδια του νου.

    Φρόντισε λοιπόν εκείνος, πρώτος απ΄ όλους, να με ενημερώσει σχετικώς με κάθε λεπτομέρεια. Οποιαδήποτε όμως καινούργια πληροφορία μου έδινε περί της ερωτικής πράξεως, στα δικά μου αυτιά ηχούσε ως κάτι το εντελώς απίστευτο. Έμοιαζε με άσχημο παραμύθι, νοσηρό και βρώμικο. Ήταν αδύνατον να το χωρέσει το μυαλό μου! Αρνιόμουν να δεχτώ ότι οφείλω την υπαρξή μου σε μια τέτοια ανήκουστη πράξη των γονιών μου. Ήμουν πολύ επιφυλακτικός, ώσπου κάποια μέρα έπεσα ανέλπιστα επάνω στο αδιάψευστο τεκμήριο. Σκαλίζοντας το κομοδίνο του πατέρα, ανακάλυψα μέσα σ΄ ένα κουτάκι χρώματος μαύρου με την αγγλική λέξη O.KEY και την φωτογραφία μια χαριτωμένης ψιψίνας απ΄ έξω, ένα χύμα προφυλακτικό. Στην αρχή τα έχασα. Μεγάλη ταραχή με κατέλαβε. Το ξεδίπλωσα και το κοιτούσα εμβρόντητος για ώρα. Ώστε είχε δίκιο λοιπόν ο φίλος μου! Καθότι για την απλή αυτή μέθοδο αντισύληψης με προφυλακτικό με είχε ήδη ενημερώσει. Άρα ήταν αληθής και κάθε άλλη πληροφορία ή περιγραφή του σχετική με την ερωτική πράξη. Όταν συνήλθα, το δίπλωσα πάλι προσεχτικά και το έβαλα πίσω στην θέση του. Ο μύθος του καλού πελαργού που φέρνει τα μωρά στο σπίτι, μόλις είχε τελειώσει για μένα. Μαζί του είχε κάνει φτερά και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Λυπήθηκα, ήμουν στεναχωρημένος για μέρες, σύντομα όμως το αποδέχτηκα. Δεν γινόταν κι αλλιώς.

    Οι τολμηρές μεταξύ μας κουβέντες σε λίγο έφεραν και τις πρώτες χειρονομίες.

    Ποιος αποτόλμησε την πρώτη κίνηση, δεν θυμάμαι. Το εναρκτήριο λάκτισμα πρέπει να το έδωσε ως μεγαλύτερος ο Γιάννης. Κι εγώ ανταποκρίθηκα βεβαίως με το παραπάνω. Υπήρχε συνενοχή από την πρώτη στιγμή. Καταλαβαίναμε ενδόμυχα, χωρίς να έχει ειπωθεί το παραμικρό, ότι όχι μόνο οι συζητήσεις μας, αλλά και οτιδήποτε άλλο «επιλήψιμο» κάναμε, θα έμενε αυστηρά μεταξύ μας. Παρά το νεαρόν της ηλικίας, ήταν και για τους δυο μας κάτι αυτονόητο και ποτέ δεν χρειάστηκε να δώσαμε όρκους εχεμύθειας. Η μέθοδος που ακολουθούσαμε για μια κατ΄ ιδίαν συνεύρεση ήταν απλή. Όταν συναντιόμασταν στα γνωστά και καθιερωμένα μας στέκια, αν ήταν απομεσήμερο ακόμα, προτείναμε αυθορμήτως στην παρέα να παίξουμε το «κρυφτό». Κι εμείς βρίσκαμε την ευκαιρία, έστω και για λίγο, να επιδοθούμε ανενόχλητοι και ασφαλείς από αδιάκριτα βλέματα στην κοινή κρυψώνα που επιλέγαμε, σε φιλιά και γερά τριψίματα. Κάποτε τύχαινε να ξεχαστούμε από την έξαψη κι έτσι συνεπαρμένοι καθυστερούσαμε υπερβολικά να φανερωθούμε, «να βγούμε και να φτύσουμε», όπως όριζαν οι κανόνες του παιχνιδιού. Αυτή η αδικαιολόγητη αργοπορία όμως δημιουργούσε τον κίνδυνο να γίνει αντιληπτό στους υπολοίπους το άλλο, το δικό μας μυστικό παιχνίδι και τότε αλίμονο… Μετά από αρκετές αναβολές παίρναμε επιτέλους με πόνο ψυχής την δύσκολη απόφαση να διακόψουμε τις περιπτύξεις μας. Και δήθεν αδιάφοροι να φανερωθούμε με ιαχές, ερχόμενοι από διαφορετική πάντοτε κατεύθυνση.

    Άλλοτε ξεκόβαμε με τρόπο από την υπόλοιπη παρέα και συνεχίζαμε μόνοι τις βόλτες μας. Αρχικά και μέχρι να σουρουπώσει στους κεντρικούς δρόμους της γειτονιάς. Και πόσο πολύ αργούσε, Θεέ μου, τα καλοκαίρια ιδίως, να πέσει το σκοτάδι! Να έλθει επιτέλους η προστατευτική νύχτα. Η νύχτα με τα στοργικά σκοτάδια για τους άγουρους εραστές, τους από ώρα γλυκά αδημονούντες να ξεμοναχιαστούν και συνάμα τόσο ακατάλληλους – λόγω της έξαψης ακριβώς – για προφυλάξεις. Μόλις χαμήλωνε λίγο το φως, χαμήλωναν θαρρείς σιγά – σιγά και οι κουβέντες μας κι εμείς αμίλητοι σχεδόν, μ΄ ένα ελαφρύ τρέμουλο διάχυτο στα μέλη, κατευθυνόμασταν σε όλο και πιο απόμερα σημεία. Το ξέραμε καλά, ήμασταν σίγουροι εξ αρχής, το πως θα κατέληγε η κάθε τυχαία μας συνάντηση. Υπήρχαν οι σταθερές καβάτζες, γιαπιά κυρίως που για κάποιο ανεξήγητο λόγο καθυστερούσε η αποπεράτωσή τους. Έτριζε κάτω από τα διστακτικά βήματά μας η ξεραμένη από το σοβάτισμα λάσπη στο δάπεδο, καθώς μπαίναμε από την χάσκουσα πόρτα και προχωρούσαμε στα τυφλά προς διερεύνηση του χώρου. Ρίχναμε μια κλεφτή ματιά σε όλα τα δωμάτια και καταλήγαμε στο λιγότερο εκτεθειμένο. Αμήχανοι το ίδιο κάθε φορά λες και ήταν η πρώτη, ανοίγαμε τα φερμουάρ ή ξεκουμπώναμε τα παντελόνια μας για να ουρήσουμε υποτίθεται ο ένας δίπλα στον άλλον. Περνούσαν έτσι μερικές στιγμές απόλυτης σιωπής. Μόνο οι ανάσες μας ακούγοταν. Ώσπου κάποιο χέρι, του πιο τολμηρού συνήθως ή του πιο ανυπόμονου, άρχιζε να θωπεύει δειλά το παρακείμενο κορμί το γυμνωμένο.

    Μια φορά, παραμονή 28ης Οκτωβρίου συγκεκριμμένα, τον συνάντησα στην γειτονιά με το δεξί του χέρι μπανταρισμένο. Όπως μου εξήγησε το είχε σπάσει το πρωί της ίδιας ημέρας. Κάπου γλίστρησε, έχασε την ισορροπία του και πέφτοντας κάτω το κτύπησε άσχημα. Όταν πήγε στο ΚΑΤ κι έκανε ακτινογραφία οι γιατροί διαπίστωσαν συντριπτικό κάταγμα στον καρπό γι΄ αυτό και του το έβαλαν στον γύψο από την παλάμη μέχρι ψηλά στον αγκώνα. Ευτυχώς δεν πονούσε πλέον, αλλά λυπόταν που δεν θα μπορούσε την επομένη να παρελάσει. Είχε προλάβει μάλιστα να περάσει από τον κουρέα πριν το ατύχημα και να κουρευτεί για να είναι έτοιμος, μα τι κρίμα, όλα πήγαν στράφι… Προσπάθησα να τον παρηγορήσω και για τον λόγο αυτόν, ίσως και για δική μου ικανοποίηση υποθέτω εκ των υστέρων, έστρεψα την συζήτηση στα ερωτικά, το μόνιμο και προσφιλές μας θέμα. Τσίμπησε και σε λίγο ανοίχτηκαν επί τούτου ζητήματα άκρως ερεθιστικά. Οι μισοπραγματικές – μισοφανταστικές περιγραφές με όλες εκείνες τις περιττές μα και τόσο και αναγκαίες για την περίσταση πρόστυχες λεπτομέρειες, κόρωναν την έξαψή μας. Σε λίγο, όπως ήταν αναμενόμενο, μη δυνάμενοι από την ένταση να πούμε ούτε μια λέξη παραπάνω – μιας και είχαμε αρχίσει πλέον να τραυλίζουμε κι όχι να μιλάμε κανονικά – πήραμε σιωπηλοί και αποφασισμένοι τον δρόμο που οδηγούσε στο παράνομο τσαρδί μας. Αλλά εκεί μας ανέκυψε ξαφνικά καινούργιο πρόβλημα. Ήταν μια πρακτική λεπτομέρεια που μέσα στην τόση ένταση μας είχε μάλλον διαφύγει. Το δεξί χέρι του Γιάννη ήταν παροπλισμένο λόγω του γύψου. Άρα θα έπρεπε, εκ των πραγμάτων, να αναλάβω το διπλό έργο να ξεκουμπώσω εκτός από τα δικά μου κουμπιά και τα δικά του! Και όχι μόνον αυτό… Όταν τέλος ξεπεράστηκαν οι τεχνικές δυσκολίες και με προσοχή τον πήρα αγκαλιά, μια βαριά μυρωδιά κτύπησε τα ρουθούνια μου. Ήταν το φθηνό πατσουλί με το οποίο τον είχε περιλούσει ο κουρέας κατά το πρωινό του κούρεμα και που δεν έλεγε, τόσες ώρες μετά, να ξεθυμάνει.

    Όλα κυλούσαν ήσυχα για χρόνια. Βρισκόμασταν μια φορά στο τόσο, τυχαία συνήθως και σπάνια κατόπιν συνενοήσεως, και περνούσαμε καλά. Παρότι αποτελούσε την μοναδική μου ερωτική διέξοδο κατά την σκοτεινή και δύσκολη περίοδο της εφηβείας, δεν μπορούσα να χαρώ πραγματικά εκείνες τις αθώες μας συνευρέσεις. Οι ενοχές με κυνηγούσαν κατά πόδα και μ΄ έπιαναν από τον λαιμό, μ΄ έπνιγαν. Κάθε φορά ορκιζόμουν στον Θεό πως αυτή ήταν η τελευταία και του ζητούσα ειλικρινά να με συγχωρέσει για την αμαρτία μου. Πλην όμως, σε λίγο διάστημα υποτροπίαζα εκ νέου, αθετούσα όλες τις υποσχέσεις μου και πατούσα τους βαρείς όρκους που είχα δώσει. Πάλευα μέσα μου διαρκώς, εγώ ο μικρός κι αδύναμος, ο αβοήθητος και φοβισμένος, μόνος εγώ σε μιαν τέτοιαν άνιση μάχη. Πάλευα απελπισμένα ν΄ αλλάξω αυτό το «ολέθριο» που καταλάβαινα ότι μου συμβαίνει. Και μούσκευα κρυφά με δάκρυα τις νύχτες το μαξιλάρι μου… Ώσπου συνέβη το αναπάντεχο. Ήμουν παραδομένος στην έκσταση της στιγμής, στις περιπτύξεις και τα χάδια του, όταν μου ζήτησε αίφνης στα καλά καθούμενα να διακόψουμε και να βγούμε έξω από το γιαπί, γιατί ήθελε λέει κάτι σοβαρό να μου πει. Συμμορφώθηκα στην επιθυμία του, ανέβασα όπως – όπως το παντελόνι μου και τον ακολούθησα περίεργος ν΄ ακούσω, ποιο ήταν τάχα αυτό το τόσο σοβαρό που δεν σήκωνε την παραμικρή αναβολή κι έπρεπε άμεσα να ειπωθεί.

    Χωρίς περιστροφές μου ανακοίνωσε ότι ήταν αποφασισμένος να βάλει ένα τέλος στις συναντήσεις μας. Υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αν συνεχίζαμε αυτό το βιολί να γίνουμε ομοφυλόφιλοι, έτσι μου είπε. Και πως την «επιστημονική» αυτή άποψη την είχε εκφράσει προσφάτως στον ίδιον, κάποιος εξαδελφός του φοιτητής της ιατρικής. Από τότε κατάλαβε, όπως μου εξήγησε, ότι αν ο μη γένοιτο καταντούσαμε δέσμιοι μιας τέτοιας θλιβερής εκτροπής από την ομαλότητα, αυτός ως μεγαλύτερος θα έφερε και την κύρια ευθύνη. Τον άκουγα εμβρόντητος! Τέτοια ψυχρολουσία δεν την περίμενα. Και παρά τον θυμό που ένοιωθα να καταφθάνει κατά κύμματα και να με κυριεύει, εντυπωσιάστηκα θυμάμαι από την κομψότητα των λόγων του. Περισσότερο πρόσεξα τον όρο «ομοφυλόφιλοι». Γνώριζα καλά τι σημαίνει και ήταν ο εφιάλτης μου. Πάλι καλά, σκέφτηκα, που δεν χρησιμοποίησε καμιά από τις γνωστές λέξεις του συρμού, τίποτα «πούστηδες» ή «αδερφές»… Η απόφασή του δεν μου άφηνε επιλογές. Συμφώνησα μαζί του, πως ναι, αυτό θα ήταν το σωστό, να διακόψουμε οριστικά. Μέσα μου όμως έβραζα και κόχλαζα. Περισσότερο κι από το σπάσιμο που μόλις είχα υποστεί ή το ενδεχόμενο να παραμείνει πιστός στην απόφασή του και να μην το «ξανακάνουμε» στο μέλλον, με θύμωσε η λέξη «ομοφυλόφιλοι», η δύσκολη έτσι κι αλλιώς αυτή λέξη, η πρωτοειπωμένη από τα χείλη του. Ένιωσα σαν να μου έτριψε στο πρόσωπο εκείνο ακριβώς που ενδόμυχα γνώριζα καλά ότι είμαι, αλλά με πονούσε τόσο να το παραδεχτώ. Η τιμωρία από μέρους μου ήταν ο κάθετος αποκλεισμός του για έναν ολόκληρο χρόνο. Όταν ξεθύμανα κάπως και ήρα το εμπάργκο, συνεχίσαμε να βρισκόμαστε αραιά και πού, μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ. Μετά πάψαμε κάθε επαφή μεταξύ μας.

    Καθήσαμε σ΄ ένα παλιό καφενείο, εκεί στο πλάι της Χρυσοσπηλιώτισσας την επί της οδού Αιόλου. Αφού μιλήσαμε κάμποσο για τον γάμο και τα δυο παιδιά του, τις δυσκολίες της ζωής και την απώλεια των γονιών μας, περάσαμε σιγά – σιγά στο παρελθόν. Δειλά στην αρχή με νύξεις μόνο και αναγνωριστικά υπονοούμενα για το τότε. Ανταποκρινόμουν με συγκατάβαση περισσότερο παρά από πραγματικό ενδιαφέρον ή κάποια νοσταλγία. Ώσπου λύθηκε η γλώσσα του και ξεκίνησε με καθυστέρηση τριών δεκαετιών, ένα ξέσπασμα από συναισθηματικές καταθέσεις, ομολογίες και αποκαλύψεις μύχιων σκέψεων. Επρόκειτο ξεκάθαρα για κανονικό παραλήρημα. Παρακολουθούσα άφωνος, δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Ούτε λίγο ούτε πολύ, παραδέχτηκε ότι ναι, κάποτε μου συμπεριφέρθηκε ανόητα εξ αιτίας των ενοχών του, ότι υπήρξα και παραμένω μοναδικός στην ζωή του κι ότι, τέλος πάντων, θεωρεί τον εαυτό του πολύ τυχερό που με συνάντησε εκείνα τα πέτρινα χρόνια της εφηβείας. Κι έκλεισε λέγοντας όλο νόημα, μαζί μ΄ ένα τσαχπίνικο χαμόγελο ξέχειλο από πονηριά, πως και τώρα ακόμα στην ανάμνηση των προσωπικών μας στιγμών, «επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα, κ΄ αισθάνονται τα χέρια σαν ν΄ αγγίζουν πάλι».

    *Από την συλλογή του Γιώργου Ν. Ευσταθίου «Η τρυφερότητα των άκρων»,                            των εκδόσεων «Οδός Πανός», 2016.

  • Το ραβασάκι

    Και ξαφνικά του ήλθε πρωί – πρωί πριν πάει στο σχολείο να γυαλίσει επιμελώς τα μαύρα σκαρπίνια του, τα αρκετά γδαρμένα είναι η αλήθεια, στις μύτες προπαντός. Η μητέρα χάρηκε με την απρόσμενη προκοπή που κατέλαβε τον κανακάρη της πρωινιάτικα κι έκανε την σκέψη πως, επιτέλους οι μόνιμες νουθεσίες της έπιασαν τόπο. Είχε μαλλιάσει η γλώσσα της να του υπογραμμίζει ότι οι καλοί μαθητές οφείλουν απαραιτήτως να είναι περιποιημένοι και γυαλισμένοι. Κι αυτή η αναπάντεχη φροντίδα για τα παπούτσια του ήταν σίγουρα ένα καλό σημάδι. Όχι πως επρόκειτο για κανέναν τσαπατσούλη ή ασουλούπωτο, ήταν μετρημένο και τακτικό παιδί. Αλλά και μια τέτοια προθυμία εκ μέρους του, σε κατάσταση αγουροξυπνήματος μάλιστα, την εξέπληξε όσο να πεις ευχάριστα. Κάτι που έσπευσε να το επισημάνει. Ούτε που πέρασε από το μυαλό της ποια μπορεί να ήταν η αιτία της θεαματικής μεταστροφής του υιού.

    Κι όμως, η αιτία ήταν τόσο απλή, «cherchez la femme»! Κι εκείνη ως γυναίκα όφειλε να την έχει κατά νου και ως μητέρα να την υποψιαστεί… Το πουλαράκι της είχε εισέλθει στην προεφηβεία, ήταν μαθητής της τετάρτης δημοτικού, οι πρώτες δειλές ερωτικές ανησυχίες, τις νύχτες ιδιαίτερα κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα, ήδη τον μπέρδευαν και τον ταλάνιζαν γλυκά. Βεβαίως από πολύ νωρίτερα συμμετείχε στα πατροπαράδοτα παιχνίδια, τα γνωστά και αθώα, όπως για παράδειγμα αυτό του «γιατρού». Κι εκαλείτο να κάνει, όπως υπαγόρευε ο ρόλος του βεβαίως, ενέσεις με αυτοσχέδιες σύριγγες στα απόκρυφα σημεία των κοριτσιών, των συνομηλίκων του και βαρέως «ασθενούντων». Μια φορά μάλιστα, λίγο έλλειψε «να τους πιάσουν στα πράσα». Από τις ενοχές που τον έπνιξαν, αλλά και τον φόβο της σκληρής τιμωρίας που θα ακολουθούσε αν μαθευόταν το παραμικρό στους γονείς -υπήρχε το κακό προηγούμενο μ΄ εκείνο το συνομήλικο αγόρι που ερωτοτροπούσαν και θυμόταν καλά πόσο βαρύς ήταν ο τιμωρητικός πέλεκυς- έκανε το λάθος σε μια στιγμή αδυναμίας να το εξομολογηθεί στον μεγαλύτερο αδελφό του. Δεν είχε και κάποιον άλλον βλέπεις να το μοιραστεί. Εκείνος όμως τον «έδεσε» με το φοβερό μυστικό και τον εκβίαζε συνεχώς. Έπρεπε να του κάνει όλα τα χατήρια, να εκτελεί κάθε του επιθυμία χωρίς αντιρρήσεις, διαφορετικά θα απεκάλυπτε το συμβάν στην μητέρα. Με την απειλή «θα το πω στην μαμά» τον είχε μετατρέψει σε δούλο του κανονικό. Σήκω πάνω – κάτσε κάτω…

    Η κατάσταση ήταν αφόρητη, δεν πήγαινε άλλο το καθημερινό μαρτύριο που βίωνε. Ώσπου αποφάσισε να βάλει από μόνος του ένα τέλος. Ήταν προτιμότερο, σκέφτηκε, να εισπράξει μια κι έξω την τιμωρία, όσο επώδυνη κι αν ήταν αυτή, από το να είναι μονίμως υποχείριο στις ορέξεις του «μεγάλου». Έτσι λοιπόν, όταν του αρνήθηκε κάποια εκδούλευση κι άκουσε να του λέει την πάγια απειλή: «Αν δεν το κάνεις, θα το πω στην μαμά», ο μικρός, έτοιμος πλέον να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του, αλλά ταυτοχρόνως να κερδίσει και πάλι την χαμένη, πολύτιμη ελευθερία του, του απάντησε: «Πες το, δεν σε φοβάμαι». Επειδή προφανώς δεν τον πίστεψε -ότι το εννοούσε δηλαδή εκείνο το «δεν σε φοβάμαι» και πως ήταν αποφασισμένος για όλα- επανέλαβε την απειλή του αρκετές φορές μήπως και τον κάμψει. Πλην όμως, κάθε φορά ελάμβανε την ίδια σταθερή απάντηση: «Πες το, δεν σε φοβάμαι». Η μητέρα, παρούσα στην περίεργη λογομαχία, άρχισε να ενδιαφέρεται προσωπικώς για το ζήτημα και να πιέζει για την αποκάλυψη του μυστικού. Είδε κι αποείδε ο μεγάλος και τελικώς το ξεφούρνισε. Με το που έρχισε την κατάθεσή του, έσπευσε πανικόβλητος ο μικρός να εξαφανιστεί. Σε λιγάκι άκουσε την φωνή της μισοαπειλητική να τον καλεί. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Είχε φθάσει η ώρα της Κρίσεως! Έμεινε ακίνητος και παγωμένος στην κρυψώνα του. Ήλθε και τον ξετρύπωσε εκείνη. «Τι είναι αυτά που μαθαίνω; Δεν ντρέπεσαι λιγάκι; Ουαί κι άλιμονό σου, αν το ξανακάνεις κακομοίρη μου», του είπε με φωνή δήθεν θυμωμένη. Αλλά ούτε φωνές, ούτε ξύλο, ούτε τίποτα, παραδόξως! Πρόλαβε μάλιστα να διακρίνει ένα ελαφρύ μειδίαμα ικανοποίησης να διαγράφεται στα χείλη της.

    Ναι, η μοναδική αιτία να γυαλίσει τα σκαρπίνια του ήταν η Βικτωρία Βαφειάδου ή Βίκυ, μια κοντομηλίτσα μαθήτρια με λευκό δέρμα και καταγάλανα μάτια, νεοφερμένη από άλλο σχολείο στο δικό του, το 5ο Δημοτικό των Αγίων Αναργύρων. Δυστυχώς όμως πήγαινε μια τάξη μεγαλύτερη και για κακή του τύχη έμενε και αρκετά μακριά, σε άλλη γειτονιά. Άρα ελάχιστες ευκαιρίες θα είχε να την προσεγγίσει. Από την πρώτη στιγμή που την είδε ένιωσε ένα περίεργο σκίρτημα, κάτι συνέβη εντός του που δεν μπορούσε να το καταλάβει. Και από τότε η σκέψη του γυρόφερνε σ΄ εκείνη συνεχώς. Τις σπάνιες φορές που έτυχε να την συναντήσει στο προαύλιο του άρεσε πολύ να την κοιτάζει από απόσταση. Παρακολουθούσε αχόρταγα κάθε της κίνηση. Και ξεχνιόταν παρατηρώντας μυστικά τις λεπτομέρειες του προσώπου της. Τον κυρίευε μια πρωτόγνωρη λαιμαργία να καταγράψει και να αποτυπώσει στο μυαλό του, κάθε ανεπαίσθητη αλλαγή της έκφρασής της, ει δυνατόν. Ήταν λιγομίλητη κι εσωστρεφής, αντίθετα με τ΄ άλλα κορίτσια που χαχάνιζαν με το παραμικρό και για ψύλλου πήδημα έβαζαν τις τσιρίδες. Το συγκεκριμένο πρωί η Τετάρτη και η Πέμπτη τάξη θα είχαν κατ΄ εξαίρεση μάθημα μαζί, γνώριζε δε ότι θα τους ζητούσαν να παραταχθούν και να στοιχηθούν δίπλα – δίπλα. Αν λοιπόν έπεφτε κατά λάθος το βλέμμα της στα παπούτσια του και τα έβλεπε γδαρμένα κι αγυάλιστα, τι εικόνα θα σχημάτιζε για τον επίδοξο γαμπρό; Θα ήταν σκέτη καταστροφή. Και τότε πλέον θα εξέλειπε και πάσα ελπίς…

    Δεν βαριέσαι, όχι τα καλογυαλισμένα του παπούτσια δεν πρόσεξε, αλλά ούτε κι εκείνον τον ίδιον. Παρά τις φιλότιμες πλην διακριτικές προσπασπάθειες που κατέβαλε να γίνει αντιληπτή η παρουσία του, η Βίκυ έδειχνε να αγνοεί την υπαρξή του. Πέρασαν έτσι τέσσερα χρόνια. Τελείωσε το Δημοτικό, μπήκε στο Γυμνάσιο, σε διαφορετικό Γυμνάσιο από το δικό της και δυστυχώς έχασε εντελώς τα ίχνη της. Ώσπου η «φίλη Αφροδίτη εμνήσθη επ΄ αγαθώ» και τους έφερε να φοιτούν από κοινού στο Φροντιστήριο Αγγλικών της Ιωάννας Βαβαράπη – Μάλλιου, ίσως του μοναδικού στην ευρύτερη περιοχή. Αν και πάλι εκείνη πήγαινε σε μια τάξη μεγαλύτερη, οι καινούργιες συνθήκες ήταν σαφώς πιο ευνοϊκές απ΄ ότι κατά το παρελθόν για την επίτευξη του στόχου του. Άλλωστε και ο ίδιος είχε κάπως μεγαλώσει, βρισκόταν πλέον στην εφηβεία, ήξερε πέντε πράγματα παραπάνω. Άσε που ξυριζόταν από καιρό, αδιάψευστο δείγμα ανδρισμού. Και κάπνιζε που και που στα κρυφά, άλλη σπουδαία υπόθεση! Αυτή την φορά όμως δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ. Έπεσε ως ώριμο σύκο η πολύφερνη κόρη! Η άλλοτε απόμακρη κι αδιάφορη Βικτωρία, η ελαφρώς σνομπ, άρχισε ξαφνικά να τον γλυκοκοιτάζει. Την μεταστροφή της την έπιασε αμέσως στον αέρα. Πως έγινε όμως και τα «φτιάξανε», ούτε που το κατάλαβε. Μπορεί και να μην το θυμάται, ύστερα από την μεσολάβηση μισού αιώνα ακριβώς! Ένοιωθε πάντως ευτυχής, ίσως ο ευτυχέστερος των ανθρώπων. Και γι΄ αυτό είναι περισσότερο από σίγουρος.

    Το αθώο ειδύλλιο δεν κράτησε και πολύ. Στο τρίμηνο επάνω του ζήτησε να τα χαλάσουν. Του επέστρεψε μάλιστα πίσω και το δώρο του, ένα 45άρι δισκάκι. Επρόκειτο για το τραγούδι «Άνναμπελ» ή «Ένα πρωινό» σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου, μουσική Σταύρου Ξαρχάκου με την ερμηνεία της Μαρίας (Δημητριάδη), μια από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες. Ακουγόταν στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Κορίτσια στον ήλιο» 1969, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη, με τους ηθοποιούς Αν Λόμπεργκ και Γιάννη Βόγλη. Την ταινία δεν την είχε δει τότε ακόμη και όλες αυτές τις λεπτομέρειες τις αγνοούσε, όταν πήγε στο κεντρικό χαρτοπωλείο του Στίγκα να το αγοράσει με τις οικονομίες του. Είχε ακούσει το τραγούδι στο ραδιόφωνο κι ενθουσιασμένος σκέφτηκε αμέσως να της το χαρίσει. Είχε βρει επιτέλους τον τρόπο να της πει, μέσα από το το τραγούδι, όσα ο ίδιος δεν θα τολμούσε ποτέ κατά πρόσωπο να ψελλίσει: «Πόσο σ΄ αγαπώ κανείς δεν ξέρει…». Διακριτικά την ρώτησε στο επόμενο μάθημα αγγλικών πως της φάνηκε το δώρο του για να εισπράξει την απίθανη απάντηση: «Δεν το άκουσα. Λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε πικ – απ στο σπίτι». Έμεινε σύξυλος, αλλά δεν είπε τίποτα. Μέσα του όμως έκανε την σκέψη: «Θα μπορούσε, αν λίγο την ενδιέφερε, να το ακούσει στο πικ – απ κάποιας φίλης της, έστω από περιέργεια και μόνο». Για χρόνια το έβρισκε συνεχώς μπροστά του, το κρατούσε για λίγο σαν αφηρημένος στα χέρια του και μετά το άφηνε εκεί που το βρήκε. Κάποτε χάθηκε οριστικά και δεν το ξαναείδε.

    Το ερωτικό γράμμα όμως που του έδωσε η Βίκυ, το πρώτο και μοναδικό τρυφερό ραβασάκι της εφηβείας του, το έχει ακόμα καλά φυλαγμένο, ανάμεσα στα άλλα ελάχιστα πολύτιμα αντικείμενα, στο συρτάρι του γραφείου του. Εξ αιτίας του μάλιστα έφαγε κάποτε άγρια κατσάδα. Επέστρεψε ανυποψίαστος κάποιο βράδυ στο σπίτι και με το «καλησπέρα σας» άρχισε το δριμύ κατηγορώ του πατέρα. Το κρατούσε μαζί μ΄ ένα πακέτο τσιγάρα «OLD NAVY» και τα κράδαινε έξαλλος στον αέρα. «Γι΄ αυτό σε στέλνω σχολείο, για να καπνίζεις και να γκομενίζεις;», επαναλάμβανε συνεχώς ωρυόμενος. Κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Η μητέρα τον παρακολούθησε, είδε ότι καβατζώνει το ατομικό κλειδί της βιβλιοθήκης του πίσω από τους παρατεταγμένους τόμους της σχολικής εγκυκλοπαίδειας «Ο θησαυρός των γνώσεων», το πήρε, ξεκλείδωσε κι αφού ξετρύπωσε τα επιλήψιμα ντοκουμέντα, τα παρέδωσε στον συζυγό της για να αναλάβει εκείνος τον σωφρονισμό του «επαναστάτη χωρίς αιτία» εφήβου. Ήξερε καλά, ήταν σίγουρος πως είναι δική της δουλειά. Ο πατέρας του αποκλείονταν να κάνει τέτοιες πονηριές. «Με ποιο δικαίωμα παραβίασες τον αυστηρά προσωπικό μου χώρο», τόλμησε να πει σε μιαν προσπάθεια να αντεπιτεθεί και να σπρώξει έτσι αλλού την κουβέντα. «Βρε, άντε κατούρα τα πόδια σου που μου απόκτησες και απαραβίαστο χώρο», ήλθε και τον περιέλουσε η οργισμένη του απάντηση. Σώπασε, ήξερε την ενοχή του. Στην μητέρα που δήθεν προσπαθούσε να κατευνάσει τα οξυμένα πνεύματα, σφύριξε όλο σημασία: «Έχει καλώς, εμείς θα λογαριαστούμε αύριο». «Μαζέψου, που θα μας απειλήσεις κι από πάνω, παλιοκανάγια», πήρε τον λόγο και πάλι ο πάτερ φαμίλιας με κίνδυνο να ξεσπάσει δεύτερος γύρος αντιπαράθεσης. Σημασία έχει πως, μετά από ένα διάστημα, το ραβασάκι παραδόθηκε από την μητέρα και πάλι στον κτήτορα.

    Αγαπημένε μου

    Μου ζήτησες να σου δώσω μια φωτογραφία, για να σου δείξω την αγάπη μου, χωρίς να σκεφτής τις συνέπειες που μπορεί να έχη αυτή η φωτογραφία εάν την ιδή η μητέρα σου ή κάποιος άλλος. Εκτός από αυτό σ΄ αγαπώ τόσο πολύ, ώστε δεν νομίζω ότι έτσι θα σου έδειχνα την αγάπη μου. (Ήλθα δύο φορές στη Μαίρη* μόνο & μόνο για να μιλήσουμε, κι όμως εσύ δεν έδωσες καμία σημασία σ΄ αυτό). Στο τελευταίο σου σημείωμα ζητούσες συγνώμη γιατί κάπνισες. Δεν με πείραξε αυτό καθόλου. Είναι δικαίωμά σου να κάνης ότι θέλης. Επίσης εάν έχης κανένα παράπονο μαζί μου να μου το πης.

    Υ.Γ.

    Μην ξεχνάς ότι σ΄ αγαπώ πάρα πολύ.

    Σε φιλώ με όλη μου την αγάπη

    Βίκυ

    * Η Μαίρη ήταν κοινή τους φίλη και ομογάλακτη του νεαρού. Τον είχε θηλάσει κατ΄ επανάληψη η μητέρα της και εξ αιτίας αυτού την θεωρούσε αδελφή του.

    Τον μικροσκοπικό αυτοσχέδιο φάκελο κοσμούσαν στην μπροστινή πλευρά δύο καρδούλες, με σχεδιασμένα στο εσωτερικό τής κάθε μιας, τα αρχικά γράμματα των ονομάτων του ζεύγους, ένα «Γ» κι ένα «Β». Αυτή με το δικό του αρχικό ήταν σαφώς μεγαλύτερη της άλλης… Και στην πίσω πλευρά ήταν γραμμένη στα αγγλικά η φράση: «From me to you, with love».

    Κι αν δημοσιοποιεί τώρα το αθώο αυτό ραβασάκι με τα ονόματα φαρδιά – πλατιά των «εραστών» -που ζήτημα είναι αν είχαν δώσει το πολύ κανένα φιλί- δεν το κάνει τόσο χάριν κάποιας ξαφνικής νοσταλγίας και της γνωστής εμμονής του να μιλάει εντελώς ανοιχτά. Είναι επειδή νιώθει ότι, καθώς κυλούν τα χρόνια, ο χρόνος αντίθετα με πριν, τώρα όλο και αυξάνει ταχύτητα, τρέχει ιλιγγιωδώς. Και σαν να θέλει να προλάβει, πριν του συμβεί το αναπότρεπτο, να θυμηθεί ξανά με λεπτομέρειες και να μιλήσει για όλα όσα σημαντικά, κατά την κρίση του πάντοτε, συνέβησαν στον ίδιον και να τα αποτυπώσει στο χαρτί. Μήπως και κάτι το ελάχιστο διασωθεί έτσι από τις «ηρωικές», μα και τόσο μαγικές εκείνες ημέρες της πρώιμης εφηβείας του, που έφυγαν από καιρό ανεπιστρεπτί.

  • «Αθαλογιατί» ή τα περίφημα παρατσούκλια

    Ήλθαν και με βρήκανε, το ένα μετά το άλλο, στην πιο τρυφερή ηλικία. Κάποια ανώδυνα, μα τα περισσότερα ανελέητα και μαστιγωτικά, τα παρατσούκλια έγιναν από πολύ νωρίς ο καθημερινός μου βραχνάς. Τον χορό άνοιξε ο κατά πέντε περίπου έτη μεγαλύτερος αδελφός μου. Οποιοδήποτε σαρδάμ έκανα ή με τυχόν λάθος τρόπο λαλούσα μία λέξη, έφτανε για να προστεθεί με μιας στην ήδη πλούσια φαρέτρα του και να γίνει ένα ακόμη βέλος εναντίον μου. Ανεξάντλητο πειραχτήρι με τάσεις σαδιστικές, δεν έχανε την ευκαιρία να με περιλούσει όχι με ένα ή με δύο εξ αυτών ως είθισται, αλλά με την εκτόξευση σε βάρος μου αδιακρίτως όλων μαζί ή όσων τέλος πάντων επέλεγε, ανάλογα με τα κέφια του, στην κάθε περίσταση. Με την παραμικρή αφορμή, άλλοτε μάλιστα χωρίς καν να τον προκαλέσω, δεχόμουν κανονική ομοβροντία. Έβλεπα πόσο τον διασκέδαζε να με στριμώχνει, να με βλέπει να χάνω το χρώμα μου. Προσπαθούσα βεβαίως από ένα σημείο και μετά να ανταποδώσω τα λεκτικά πυρά, μα δεν βαριέσαι… Λόγω διαφοράς ηλικίας είχε το πάνω χέρι. Ούτε η απειλή μου «θα το πω στην μαμά», ότι θα κάνω δηλαδή χρήση του υπερόπλου μου, έπιανε τόπο. Συνέχιζε απτόητος το προσφιλές έργο του, ξέροντας καλά ο μπαγάσας ότι στην χειρότερη περίπτωση, αν δηλαδή κρατούσα τελικά την υπόσχεσή μου και τον κάρφωνα στην μητέρα –διακινδυνεύοντας ν΄ αποκτήσω στα καλά καθούμενα, μεταξύ των ήδη αρκετών ένα ακόμη, το επονείδιστο παρατσούκλι του «μαρτυριάρη» -εκείνος θα εισέπρατε το πολύ καμιά ξανάστροφη κι αυτό ήταν όλο. Συνήθως όμως δεν πραγματοποιούσα την, έτσι κι αλλιώς, ατελέσφορη απειλή μου.

    Ο αδελφός μου δεν είχε βεβαίως το αποκλειστικό προνόμιο της σχετικής ονοματοδοσίας. Κι άλλοι διεκδικούσαν την «πατρότητα» ορισμένων εξ αυτών των προσωνυμίων. Όπως για παράδειγμα ο Τάκης της κυρίας Κατίνας, ένα γειτονόπουλο αρκετά μεγαλύτερό μου. Σ΄ ένα ομαδικό παιχνίδι έκανα μια αδέξια κίνηση με αποτέλσμα να γκρεμιστούν κάτι τούβλα που είχαμε στήσει σε μορφή πυραμίδας. Ο επικεφαλής Τάκης θύμωσε πολύ και απαίτησε να την «κοπανήσω» πάραυτα. Εγώ ο δυστυχής αρνήθηκα ν΄ αποχωρήσω, λέγοντας δυνατά την ακατάληπτη, προφανώς λόγω ψυχικής ταραχής, λέξη: «Αθαλογιατί», ο εστί μεθερμηνευόμενον: «Δεν θέλω, γιατί;» Αυτό ήταν! Η λέξη –φράση τσιμπήθηκε στον αέρα και μέσα σε ατελείωτα γέλια και χάχανα, απαναλήφθηκε σε όλους τους τόνους από την παριστάμενη μαρίδα. Μόλις είχα αποκτήσει το νέο μου παρανόμι, βούτυρο στο ψωμί του αδελφού μου… Τα σχετικά «κουλούκουνος» και «χαρχάγγελος» προηγούντο μερικούς μήνες. Ήταν παραμονές Χριστουγέννων του ΄60 και η μητέρα θα στόλιζε το πρώτο μας δέντρο. Ποιος ξέρει με τι οικονομίες να το είχε αγοράσει, καθώς κι όλες εκείνες τις μπάλες και τα κομψά στολίδια, σε μιαν προσπάθεια εγκλιματισμού της πρώην αγροτικής μας οικογένειας στα αθηναϊκά εορταστικά ήθη και έθιμα. Παρακολουθούσα έκθαμβος πλήν ήσυχος τον στολισμό του δέντρου από την μητέρα, την οποία συνεπικουρούσε η πιο επιδέξια και επί τούτου προσκληθείσα νεαρά Βούλα, που έμενε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, όταν είδα ξαφνικά να ανασύρουν από το κουτί και να κρεμούν έναν άγγελο με ολόλευκες φτερούγες. Και τότε, μέσα στον παιδικό ενθουσιασμό μου, αναφώνησα: «Πω, πω, τι όμορφος χαρχάγγελος!». Το πρώτο βαρύ ολίσθημα της γλώσσας!

    Λίγο μετά, ήλθε και το δεύτερο. Μια χρυσή κουκουνάρα την αποκάλεσα λανθασμένα «κουλούκουνο». Έμοιαζε πολύ η αφιλότιμη στο ξεσπυρισμένο καλομπόκι, το κουλούκουνο όπως το έλεγε η γιαγιά μου η Μαριγάρα. Το φύλαγε κάτω από το μαξιλάρι της και ισχυρίζονταν πως «έδενε» μ΄ αυτό τον αφαλό της, γιατί κάθε τρεις και λίγο της λυνόταν… Το τύλιγε σ΄ ένα μαντήλι, το εφάρμοζε στ΄ αφάλι της και το περιέστρεφε αργά κατά την φορά των δεικτών του ρολογιού. Σε τρίτους χρησιμοποιούσε πολύ απλά τον δείκτη του δεξιού χεριού της. Είχα κατ΄επανάληψη παρακολουθήσει αυτήν την διαδικασία που διαρκούσε επί μία και πλέον ώρα. Γνώριζε καλά από γιατροσόφια η συγχωρεμένη. Ξεμάτιαζε, ίσιωνε και επανέφερε στην φυσική τους κατάσταση τα πρησμένα μετά από κάποιο ατυχές στραμπούληγμα άνω και κάτω άκρα, κάνοντας μαλάξεις και κινήσεις επιδέξιες στο πονεμένο μέλος, αφού πρώτα το άφηνε επί μακρόν σε χλιαρή σαπουνάδα. Θεράπευε επίσης τους πόνους του αυτιού με κερί και καναπίτσα κι άλλα πολλά. Ήταν η «προίκα» της από την προγιαγιά μου την Κορογιαννού, μαζί με το άλλο που της κληρονόμησε, την καπατσωσύνη στα εύστοχα και συχνά δηκτικά αστεία. Το συγκεκριμένο «χάρισμα» προσπέρασε αφήνοντας ανέπαφη την μητέρα μου και όλως παραδόξως πήγε κι εγκαταστάθηκε ατόφιο στον αδελφό μου για να υποφέρω εγώ! Όσον αφορά το «αυτάκιας» που άνοιξε νομίζω και τον χορό αυτών των οδυνηρών ονομάτων, δεν χρειάζονται και πολλές εξηγήσεις. Απλούστατα, είχα ως παιδί ιδιαίτερα πεταχτά αυτιά. Και όπως ήμουν αδύνατος πολύ, σκέτη τσιλιβήθρα, ξεχώριζαν ακόμη περισσότερο τα πτερύγια. Ο Δημητράκης Ψύλλος, συνεργάτης του πατέρα μου στο κουρείο, θυμάμαι πως με αποκαλούσε πολύ χαρακτηριστικά «σπαγγέτι», λέξη που δεν την καταλάβαινα κιόλας, καθότι μου ήταν άγνωστη. Εμείς βλέπεις μόνο τα μακαρόνια ξέραμε…

    Εκεί πάνω – κάτω ήλθε να προστεθεί ξαφνικά και το «κεκέδισμα». Υπήρχε ένα παιδί συνομήλικό μου στην γειτονιά, ο Γιάννης ο Κεκές με τ΄ όνομα. Η οικογένειά του νοίκιαζε δύο δωμάτια και κουζίνα στης κυρίας Χαρίκλειας, της κυρά Παπαδιάς όπως απλούστερα, ως σύζυγο ιερωμένου, την έλεγαν όλοι. Κι εγώ το μειράκιον παπαγάλιζα κι έλεγα χαριτωμένα: «Κυρά Παπαζιά, η μαμά μου είπε να μου δώσεις μια φρατζόλα ψωμί. Να τα λεφτά!». Κι άνοιγα την μικρή χούφτα μου επιδεικνύοντας τα κέρματα που μέσα της τόσην ώρα κρατούσα σφιχτά. Διατηρούσε βλέπεις και «Πρατήριον Άρτου», συν τοις άλλοις, η κυρία Χαρίκλεια κι εγώ από νωρίς έκανα μικροθελήματα της μητέρας. Εκείνη τότε ξέσπαγε σε γέλια επαναλαμβάνοντας παριπαιχτικά το «κυρά Παπαζιά» και με γέμιζε φιλιά. Θύμωνα γιατί αντιλαμβανόμουν την ελαφριά κοροϊδία από μέρους της, αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω και τον λόγο. Ποιο ήταν το λάθος μου, βρε γαμώτο… Τέλος πάντων. Στην αρχή λοιπόν με ξένιζε η βραδυγλωσσία, το κεκέδισμα πιο απλά του Γιάννη. Και ρωτούσα όλο περιέργεια την μητέρα μου κατ΄ ιδίαν –ήμουν διακριτικός από πολύ μικρός καθώς φαίνεται– να μου εξηγήσει γιατί μιλάει έτσι. Ώσπου άρχισα κι εγώ τα ίδια καμώματα. Ενώ μέχρι τότε μιλούσα κανονικά, βρέθηκα να κεκεδίζω. Ήταν σκέτη απελπισία. Είχα μόλις αποκτήσει το πρώτο εμφανές κουσούρι μου. Και ποιος με γλίτωνε τώρα από τα νύχια, όχι μόνο του μεγάλου αδελφού, αλλά και των υπολοίπων παιδιών. Οι γονείς μου θορυβημένοι έσπευσαν να με πάνε σε κάποιον ειδικό ψυχολόγο, κάτι πολύ σπάνιο για τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Μέχρι να έλθει η σειρά μας, έπιασα φιλίες μ΄ ένα άλλο παιδί στο σαλόνι αναμονής. Εκείνο, όπως κατάλαβα εκ των υστέρων βεβαίως, είχε την εξής πετριά. Για κάθε κτήριο που συναντούσε στον δρόμο, ιδιαίτερα αν ήταν εντυπωσιακό, δήλωνε με περηφάνια: «Εγώ το έκτισα όταν ήμουν μεγάλος!». Τι να πεις;

    Υποβλήθηκα σε διάφορα ψυχολογικά τέστ. Απάντησα σε όλα επιτυχώς. Μόνο η τομάτα με μπέρδεψε, αν είναι λαχανικό ή φρούτο. Κάτι που δυσκολεύομαι μέχρι τώρα ν΄ απαντήσω με σιγουριά. Πάντως το κεκέδισμα με ακολουθούσε για χρόνια. Ακόμη καμιά φορά, ιδιαίτερα όταν θυμώνω, ρετάρω… Πρόσφατα σχετικά, απέκτησα και το παρατσούκλι «Κρι – Κρι», γιατί είχα την ατυχία να κολλήσω στην λέξη κριθαράκι και όχι, όπως λανθασμένα νομίζουν οι περισσότεροι φίλοι, επειδή θυμίζω με την συμπεριφορά μου το ονομαστό αγριοκάτσικο της Κρήτης. Ας είναι καλά ο φίλος Νίκος Κοϊτσάνος, το άλλο μεγάλο πειραχτήρι της ζωής μου, που πριν προλάβω να πάρω χαμπάρι, μου το φόρεσε «με τη μία». Είναι αλήθεια ότι προσπάθησα πολύ να ξεπεράσω το πρόβλημα της βραδυγλωσσίας. Πείσμωσα, πάλαιψα σκληρά και τελικά, ως άλλος Δημοσθένης μα χωρίς να κάνω χρήση χαλικιών, τα κατάφερα. Αντίθετα με τον δεινό ρήτορα της αρχαιότητας, βρήκα τα δικά μου κόλπα και ανέπτυξα τις προσωπικές μου μεθόδους. Κι άλλοτε κέρδιζα την μάχη με το δαιμόνιο που έδενε κόμπο την γλώσσα μου κι άλλοτε απλά το ξεγελούσα… Πάντως, όταν κλήθηκα, εκτός των εκπομπών μου να εκφωνώ για ένα διάστημα και το Δελτίο Ειδήσεων του Τρίτου, με πήραν τα ζουμιά μπροστά στο μικρόφωνο. Συγκινήθηκα γιατί, εξ αφορμής του «δελτίου» συνειδητοποίησα, πόσο μεγάλη ήταν η διαδρομή και τι προσπάθεια χρειάστηκε από μικρό παιδί να καταβάλλω. «Καλά τα πήγες μάγκα μου!», είπα μέσα μου. Κι αμέσως μετά συμπλήρωσα: « Ο μικρός Γιωργάκης που κάποτε τραύλιζε και τον φώναζαν Κεκέ, για δες, ήλθε καιρός να λέει τις ειδήσεις από το Τρίτο. Εύγε και πάλι εύγε σου!».

    Άφησα για το τέλος τα δύσκολα και τα πολύ στενάχωρα παρατσούκλια, ων ουκ έστιν αριθμός, τα σχετιζόμενα με την σεξουαλική μου ταυτότητα. Αυτά κι αν ήταν ο εφιάλτης μου! Δεν ξέρω, αν και κατά πόσο εξακολουθεί να συμβαίνει ακόμη και κυρίως μεταξύ των εφήβων, η άθλια εκείνη συνήθεια του «κραξίματος», πράγμα διόλου απίθανο, μα στην δική μου εποχή έδινε και έπαιρνε. Ήταν σαν κανονική μάστιγα. Σε κάθε βήμα μπορούσε ν΄ ακουστεί η κοροϊδευτική ιαχή, κι όχι να πεις πως έδινα δικαιώματα. Αρκούσε κάτι το ελάχιστο, μια μικρή λεπτομέρεια στο ντύσιμο, ένα αδιόρατο λίκνισμα στο περπάτημα ή κάποια κίνηση λίγο πιο χαλαρή του χεριού, για να εισπράξεις το ανάθεμα. Οι καλοθελητές δεν έχαναν την ευκαιρία -επαγρυπνούσαν ως φαίνεται και ήταν πάντοτε ετοιμοπόλεμοι, δεν εξηγείται αλλιώς- για το σύνηθες λεκτικό μαστίγωμα εν μέση οδώ… Και τότε ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αρνούμαι και να επαναλάβω έστω, τις γελοίες λέξεις -καρφιά της σταύρωσής μου. Ο καθένας μπορεί να υποθέσει νομίζω, ποιο ήταν το φραστικό ρεπερτόριο πάνω – κάτω, των λογής ακραιφνών υποτίθεται αρσενικών. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου… Ας είναι. Το καθημερινό αυτό μαρτύριο, το εξαντλητικό και τόσο ψυχοφθόρο, έλαβε οριστικό τέλος, περιέργως πως, ταυτόχρονα με την ενδόμυχη αποδοχή του εαυτού μου. Εκεί, γύρω στα δεκαοκτώ πάρθηκε η μεγάλη απόφαση. Έκτοτε παραμένω πιστός σ΄ εκείνο που μυστικά με πλάθει. Αλλά δεν πρόκειται να λησμονήσω εσαεί, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όποιον τόλμησε να κάνει πλάκα, να κοροϊδέψει ή να αστειευτεί με άγαρμπο τρόπο σε βάρος μου. Ακόμη και να υπαινιχθεί έστω, το οτιδήποτε προσβλητικό -ιδιαίτερα κατά την πρώϊμη, την εντελώς αθώα περίοδο της ζωής μου- αναφορικά με την ερωτικές μου προτιμήσεις. Είναι όλοι τους γραμμένοι στα μαύρα κατάστιχα…

    Κλείνοντας να πω μόνο ότι από τον Γιάννη, τον μεγάλο μου αδελφό και πρώτο δυνάστη μου, ποτέ δεν άκουσα λόγο πικρό, ούτε σχολίασε ποτέ, άμεσα ή έμμεσα, το ακανθώδες θέμα. Αντίθετα, όταν κάποτε μεγαλώνοντας του μίλησα ανοιχτά, έδειξε κατανόηση και πλήρη αποδοχή. Τόσο σημαντικά και τα δύο για μένα. Σωστό βάλσαμο!

  • Στον απόηχο μιας συνέντευξης

    Ζήτησα τον αριθμό του τηλεφώνου του από τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Είχα διαβάσει μιαν άκρως ελκυστική συνέτευξη που του είχε παραχωρήσει για το «01» και σκέφτηκα να πράξω το ίδιο για το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ», όπου από χρόνια δημοσιογραφούσα. Καταλάβαινα βεβαίως ότι οι πιθανότητες να αποδεχτεί την πρότασή μου, εξ αιτίας της πρόσφατης δημοσιότητας, ήταν μηδαμινές. Πλην όμως το τόλμησα για να εισπράξω, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, την άρνησή του. Στην συζήτησή μας μάλιστα αυτόν ακριβώς τον λόγο επικαλέστηκε. Πριν κλείσουμε το τηλέφωνο με ρώτησε αν θα είχα την υπομονή να περιμένω για έναν χρόνο και αν ναι, τότε μου υπόσχονταν -όπως επί λέξει είπε, μου έδινε τον λόγο της τιμής του- ότι με προθυμία θα αποδέχοταν το αίτημά μου. Ήταν Γενάρης του ΄96. Ακριβώς έναν χρόνο μετά του τηλεφώνησα και πάλι για να του υπενθυμίσω την περσινή υπόσχεσή του. Αρχικά δήλωσε άγνοια. Δεν θυμόταν το παραμικρό από την προηγηθείσα συνομιλία μας. Παρ΄ όλα αυτά, μιας και όπως ισχυριζόμουν μου είχε δώσει τον λόγο του και θα ήταν ντροπή να τον πάρει πίσω, θα κάναμε την συνέτευξη υπό έναν όρο: Θα έπρεπε να μεταβώ επί τούτου στην Θεσσαλονίκη και να τον συναντήσω από κοντά. «Μετά χαράς να έλθω κύριε Χριστιανόπουλε!», του απάντησα ιδιαίτερα ικανοποιημένος.

    Αφού ορίσαμε την ημέρα και την ώρα του ραντεβού μας, μου έδωσε την διεύθυνση του σπιτιού του στην Άνω Πόλη. Και πριν κλείσουμε το τηλέφωνο, φρόντισε να μου εξηγήσει με τον πλέον σχολαστικό τρόπο, πως θα έφτανα μέχρις εκεί. Ήταν μια καλή ένδειξη για το τι ακριβώς με περίμενε και τι θα έπρεπε να αντιμετωπίσω… Την παραμονή της μεγάλης συνάντησης, ένα Σάββατο απόγευμα συγκεκριμένα, ανηφορίσαμε με το αυτοκίνητο του φωτογράφου Άγγελου Μίχα για την Νύμφη του Θερμαϊκού, το καθιερωμένο τρίο. Ο Άγγελος, ο βοηθός και εξαδελφός του, ο νεαρός Γιάννης Κασσάρας, θεός σχωρέστον, κι εγώ. Φθάσαμε αργά το βράδυ κι αφού αναζητήσαμε ξενοδοχείο να καταλύσουμε και φαγητό στα περίφημα «Λαδάδικα» της πόλης, αποφασίσαμε να περάσουμε κι από το μαγαζί που παρουσίαζε εκείνο το διάστημα το πρόγραμμά του ο Σταμάτης Κραουνάκης. Μόλις με πήρε είδηση από το πάλκο ο Σταμάτης, έστειλε στο τραπέζι μας κέρασμα ένα «μπουκαλάκι» με την οδηγία «ό,τι πίνουν τα παιδιά». Στην ήδη υπάρχουσα δική μας φιάλη αλκοόλ ήλθε να προστεθεί έτσι και μία δεύτερη. Παρότι ήμασταν και οι τρεις γερά ποτήρια, με πρώτον και καλύτερον τότε την αφεντιά μου, φύγαμε από εκεί παραπατώντας τα χαράματα και εντελώς μαντάρα. Προτού πέσουμε στα κρεβάτια μας να ξεραθούμε, πρόλαβα να ζητήσω από την ρεσεψιόν, ως ο υπεύθυνος της αποστολής, πρωινή έγερση στις εννέα. Στις δέκα το πρωί της Κυριακής ήταν η προκαθορισμένη ώρα και ημέρα του σημαντικού ραντεβού. Λάβαινα τα μέτρα μου γιατί με τέτοιο μπεκρούλιασμα την προηγούμενη νύχτα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να το χάσουμε λόγω καθυστέρησης και να πάει έτσι στράφι όλη η κινητοποίηση. Και τότε ποιος μας γλίτωνε από το μένος του Ποιητή.

    Η ρεσεψιόν υπήρξε συνεπής. Παρά τους καφέδες όμως, εμείς δεν ήμασταν σε θέση, για αρκετή ώρα μετά, να μεταβούμε αξιοπρεπώς στο σπίτι της Άνω Πόλης. Έκανε θυμάμαι κι ένα κρύο τσουχτερό, πράγμα που επέτεινε την απροθυμία των σωμάτων. Με τι ψυχή ν΄ αφήσεις την θαλπωρή του δωματίου και να βγεις από τα ζεστά σκεπάσματα; Έσφιξα τα δόντια και του τηλεφώνησα λίγο πριν εκπνεύσει η ελάχιστη διορία χρόνου που μας απέμενε. Προφασίστηκα κάποια βλάβη του αυτοκινήτου μας στο ύψος των Τεμπών και αφού ζήτησα ταπεινά συγνώμη για την μικρή αναβολή, τον διαβεβαίωσα ότι «τώρα επιτέλους ξεκινάμε και όπου νά ΄ναι, σε καμιά ώρα το πολύ, καταφθάνουμε». Έδειξε να με πιστεύει. Και με την ευκαιρία φρόντισε να μου επαναλάβει με λεπτομέρειες την διαδρομή για το σπίτι του. Που να πάει το μυαλό του ότι εμείς ξενυχτισμένοι χουζουρεύαμε του καλού καιρού κάπου στα Λαδάδικα.

    Χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας του παλιού τουρκόσπιτου με τα καφασωτά παράθυρα και περίμενα. Μας άνοιξε κοστουμαρισμένος και μας οδήγησε στο γραφείο του. Ένα τραπέζι, μια καρέκλα και λίγο πιο ΄κει ένα ντιβάνι στρωμένο με μια παλιά, στρατιωτική κουβέρτα. Έμοιαζε περισσότερο με κελί παρά με γραφείο καθιερωμένου ποιητή. Χάθηκε για λίγο στην κουζίνα και επιστρέφοντας κρατούσε έναν δίσκο με γλυκό νερατζάκι και πορτοκαλάδα. Ντράπηκα να του αρνηθώ το κέρασμα μήπως τον προσβάλω. Τα γλυκά του κουταλιού είναι υπέροχα, αλλά όχι το πρωί και μάλιστα μετά από άγριο μεθύσι. Θα προτιμούσα έναν καφέ, απέφυγα όμως να τον ζητήσω. Στραβοκατάπια τα δύο – τρία πρώτα κομματάκια, έχοντας κατά νου ν΄ αφήσω το υπόλοιπο στο πιατάκι. «Ελάτε τώρα, φάτε το όλο να τελειώνουμε». Και το έφαγα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Κάθησε στην καρέκλα του, έδιωξε την γάτα που είχε θρονιαστεί επάνω στο τραπέζι, σταύρωσε τα χέρια του και μ΄ ένα ελαφρώς ειρωνικό χαμόγελο με ρώτησε: «Λοιπόν τι θα ήθελε να με ρωτήσει και να μάθει για μένα, ο κύριος δημοσιογράφος;». Τόνιζε μία μία τις λέξεις σαν να τις υπογράμμιζε, λες και η κάθε μία είχε κάποια ξεχωριστή σημασία. Ένοιωσα ένα αδιόρατο σφίξιμο και αυτόματα σκέφτηκα ότι θα ήταν φρόνιμο ν΄ αρχίσουμε σε χαμηλούς τόνους. Ο συνομιλητής μου δεν ήταν εύκολη περίπτωση και το ήξερα καλά.

    «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, «ο ποιητής των Ισχνών Αγελάδων», όπως συνηθίζεται να τον αποκαλούν, είναι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας. Γνήσιο ταλέντο, μάστορας δεινός του λόγου, με πλούσια κοιτάσματα και κοφτερή ματιά, συνεχίζει περισσότερο από πενήντα χρόνια την ίδια μοναχική πορεία στην καθημερινή του ζωή και την τέχνη του. Άνθρωπος απόλυτος στις επιλογές του, εσωστρεφής και ρηξικέλευθος, έχει κατατροπώσει κατά καιρούς με λόγια αιχμηρά εχθρούς και φίλους. Έχει την φήμη ότι είναι σκληρό καρύδι και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Μακριά από πολιτικές και εξουσίες παντός τύπου, κόντρα σε όλους και σε όλα ως γνήσιος αναρχικός, επιμένει να ζει σταθερά στην Θεσσαλονίκη και να ταυτίζει το όνομά του με το δικό της», έγραφα μεταξύ άλλων και τα εννοούσα, στον πρόλογο της συνέτευξης που δημοσιεύτηκε το 1997. Δυστυχώς όμως, όπως μαθαίνω τα τελευταία χρόνια δεν είναι καλά στην υγεία του. Είναι κλινήρης και δύσκολα επικοινωνεί με όσους τον φροντίζουν. Οπότε και κάθε τυχόν διάθεση κριτικής ή αρνητικού σχολιασμού πάει περίπατο. Ποτέ δεν θα υιοθετούσα το γνωμικό: «Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται»… Μακράν εμού τέτοιες αθλιότητες. Παρότι ο ίδιος μου μίλησε τότε με μεγάλη σκληρότητα για δύο σπουδαίους ομότεχνούς του θεσσαλονικείς και μάλιστα τεθνεώτες. Ο εις εκ των δύο, ο Γιώργος Ιωάννου γνωρίζω καλά πως είχε υπάρξει μάλιστα στενός φίλος και συνεργάτης του. Αλλά και ο Αλέξης Ασλάνογλου παρομοίως νομίζω. Τίποτα ή μάλλον ελαχιστότατα από όσα μου είπε, συμπεριέλαβα στην συνέτευξη και δη τα πλέον ανώδυνα. Όχι για να προστατέψω εκείνον, ποσώς μ΄ ενδιέφερε άλλωστε. Την μνήμη των αγαπημένων μου λογοτεχνών ήθελα να διαφυλάξω από τα δηκτικά του σχόλια. Κι έχει σημασία αυτό όπως θα δούμε και παρακάτω.

    Τέλος πάντων, μιλήσαμε επί μακρόν. Ήταν λαλίστατος και ως συνήθως αιχμηρός. Δεν έχω παράπονο. Μου έδωσε πολύ υλικό, μπορούσα να κάνω μια καλή συνέτευξη. ΄Οπως και έκανα τελικά. Τώρα που την ανέσυρα από το αρχείο και την ξαναδιάβασα για να φρεσκάρω την μνήμη μου, διαπίστωσα ότι είναι εξαιρετική και καλογραμμένη, δεν θα άλλαζα τίποτα. Ανοίγω παρένθεση: Πρόσφατα σε μια τυχαία, κοινωνική συνάντησή μας ο τέως υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης μου αποκάλυψε, ότι το διάστημα που χρημάτισε συνεργάτης του περιοδικού «ΓΥΝΑΙΚΑ» ως επιμελητής ύλης -προτού γίνει διευθυντής της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ»- τα δικά μου κείμενα τα έστελνε στο ατελιέ χωρίς να τα διορθώσει. «Εσένα σου είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Αντίθετα της Μαλβίνας τα ήλεγχα με σχολαστικότητα», μου εξομολογήθηκε. Κλείνω την παρένθεση. Μετά το πέρας της κουβέντας βγήκαμε όλοι μαζί έξω για μια επιπλέον φωτογράφηση του Ποιητή σε ανοιχτό χώρο. Εκεί τον κύριο λόγο τον είχε ο Άγγελος Μίχας κι εγώ παρακολουθούσα διακριτικά. Πειθαρχούσε στις υποδείξεις του φωτογράφου κι ακολουθούσε χωρίς αντιρρήσεις τις οδηγίες του. Αστειευόταν κάθε τόσο κι επαναλάμβανε θυμάμαι με την χαρακτηριστική φωνή του: «Φτάνει πια, αρκετά. Δεν είμαι καμία ντίβα να φωτογραφίζομαι με τις ώρες» κι άλλα σχετικά παρόμοια. Παρ΄ όλα αυτά μπορούσες εύκολα να διακρίνεις ότι κατά βάθος πολύ το χαίρονταν και κρυφοκαμάρωνε που τον φωτογραφίζαμε. Δεν βαριέσαι όμως, όλα ανθρώπινα είναι…

    Λίγο καιρό μετά την δημοσίευση της συνέτευξης, και συγκεκριμένα στις 21 Απριλίου του 1997, τριάντα χρόνια ακριβώς από το στρατιωτικό πραξικόπημα των συνταγματαρχών, θα γινόταν η επίσημη παρουσίαση στην «Στοά του Βιβλίου» ενός ιδιαίτερου όσο και σημαντικού μεταφραστικού έργου του με τον τίτλο: «ΤΟ ΑΓΙΟ ΚΑΙ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΜΑΤΘΑΙΟ» που τότε είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ’». Επρόκειτο για την μετάφραση στην δημοτική γλώσσα τού Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και όπως ο ίδιος μου είχε πει, το δούλευε επί σαράντα συναπτά έτη. Ήμουν πολύ περίεργος λοιπόν για το αποτέλεσμα και όχι μόνο γι΄ αυτό. Δεν είχα λάβει κανένα δικό του μήνυμα σχετικό με την συνέτευξη και μ΄ έτρωγε να μάθω πως του φάνηκε. Διατηρούσα κάποιες επιφυλάξεις για τον τίτλο «Ένας ειδωλολάτρης Χριστιανόπουλος» που είχα επιλέξει και μόνον γι αυτόν. Σκεπτόμουν μήπως ήταν ολίγον περιπαιχτικός. Κατά τ΄ άλλα είχα ήσυχη την συνείδησή μου. Τα περισσότερα αιχμηρά του σχόλια, εκτός ελαχίστων, τα είχα παραλείψει.

    Αρχές μεγαλοβδόμαδου, απογευματάκι Μ. Τρίτης νομίζω ήταν, πέρασα κι εγώ από την «Στοά». Αγόρασα το βιβλίο και περίμενα υπομονετικά στην ουρά για να μου γράψει δυο λόγια, ως είθισται, ο συγγραφέας. Όταν έφθασε η σειρά μου, τον χαιρέτησα ζεστά κι εγκάρδια. Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό με ψυχρότητα. Τον ρώτησα αν διάβασε την συνέτευξη κι αν ναι, πως του φάνηκε. «Είστε απαράδεκτος» με κεραυνοβόλησε. Ειλικρινά δεν περίμενα μια τέτοιαν αντίδραση. Δεν τα έχασα όμως και του ζήτησα να μου εξηγήσει για ποιον λόγο ακριβώς ήμουν, κατά την κρίση του πάντοτε, απαράδεκτος. «Για όλα αυτά που γράψατε», με αποστόμωσε δήθεν οργίλος. Και τότε ήλθε η δική μου απάντηση –πέλεκυς υπό μορφήν ερωτήσεως: «Γιατί, μήπως δεν τα είπατε;». Προς στιγμήν τα έχασε. Κατάλαβε προφανώς, ότι σε μένα τέτοιοι τσαμπουκάδες δεν περνάνε. Απέστρεψε το βλέμμα του από επάνω μου και με ύφος μαζεμένο πλέον, τον άκουσα να μου λέει: «Τέλος πάντων, μιας και συναντηθήκαμε εδώ, δώστε μου το βιβλίο που κρατάτε να σας το υπογράψω». Και του το έδωσα.

     

    Υ.Γ.

    Χρόνια μετά, την Μεγάλη Εβδομάδα του 2012, το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, μεταδόθηκε ολόκληρο υπό μορφήν καθημερινών ημίωρων επεισοδίων από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, όπου και εργαζόμουν. Ήταν μια δική μου παραγωγή που, λόγω έλειψεως στούντιο ηχογράφησης, την ολοκλήρωσα κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα, per l’ amore dell’ arte και μόνονΤην ανάγνωση είχε κάνει ο Κώστας Γιαλίνης και την τεχνική επιμέλεια η Στεφανία Τσακίρη. Δεν θα ανέφερα το γεγονός, αν αυτή η σύντομη σειρά δεν είχε τύχει τόσο ευνοϊκών σχολίων και μάλιστα δημοσίως, από μέρους ενός ιδιαίτερα σημαντικού ακροατή της, του Διονύση Σαββόπουλου.

  • Τα «καθαρά» γενέθλια

    Μόλις μπήκε στο σπίτι μου, όρθιος ακόμη και προτού καθίσει, μου πέταξε επάνω στο τραπέζι ένα χαρτάκι. «Υπάρχει γραμμένο ένα τηλέφωνο. Θα πρέπει να καλέσεις σ΄ αυτόν τον αριθμό και να ζητήσεις βοήθεια» μου είπε σε αυστηρό τόνο και συνέχισε χωρίς να με κοιτάζει: «Διαφορετικά θα υποχρεωθώ να σε κλείσω εγώ ο ίδιος στο Δαφνί. Άλλη εναλλακτική λύση δεν έχεις. Σκέψου και αποφάσισε». Πρώτη φορά μου μιλούσε σε τέτοιο ύφος ο φίλος μου, ο αδελφός μου Άγγελος Μίχας. Σφίχτηκα. «Ποιος ξέρει τι εικόνα δίνω πιθανόν στους γύρω μου, πόσο χάλια είμαι και δεν το ΄χω αντιληφθεί. Δεν εξηγείται διαφορετικά αυτή η περίεργη αντιμετώπιση από τον κολλητό μου», συλλογίστηκα αρκετά στεναχωρημένος. Πριν φύγει του υποσχέθηκα ότι θα το σκεφτώ σοβαρά.

    Ήμουν αλκοολικός, κακά τα ψέματα, από καιρό. Τα τελευταία χρόνια το είχα παρακάνει, έπινα υπερβολικά, σαν νεροφίδα που λένε, κάτι που οι στενοί φίλοι έσπευδαν σε κάθε ευκαιρία να μου επισημάνουν. Κτυπούσαν διαρκώς το καμπανάκι κι εγώ με την σειρά μου άλλο δεν έκανα από να διασκεδάζω την ανησυχία τους με διάφορα κόλπα και τερτίπια. Και να τους διαβεβαιώνω ότι όλα έχουν καλώς και είναι υπό έλεγχο. Προσπαθούσα να τους καθησυχάσω αν και καταλάβαινα πως δεν υπερβάλλουν. Η αλήθεια είναι όμως, πως ούτε κι εγώ παραδεχόμουν βαθιά μέσα μου, αρχικά τουλάχιστον, ότι την είχα πατήσει τόσο άσχημα. Μέχρι κάποιο πρωί που ξυπνώντας, αντί να κάνω ως συνήθως τον καφέ μου, πήγα κατευθείαν στο μπουκάλι… Πάγωσα κυριολεκτικά. Προσπάθησα να υποτιμήσω το γεγονός, την άκρως δυσάρεστη παρόρμηση που είχα νοιώσει, λέγοντας στον εαυτό μου πως ήταν μια αψυχολόγητη κίνηση της στιγμής. Και πως δεν σήμαινε αναγκαστικά αυτό που οι στενοί φίλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, συζητούσαν για μένα θορυβημένοι και που εγώ, παρά την παρατεταμένη κατάχρηση του αλκοόλ, αρνιόμουν πεισματικά να δω. Με δυο λόγια, παρότι ήμουν ολοφάνερα εξαρτημένος από το αλκοόλ, απεφεύγα επιμελώς να το συνειδητοποιήσω και να το παραδεχτώ. Να ομολογήσω εις εαυτόν δηλαδή, πως είχα πιαστεί -όπως παρόμοια συνέβη κατά το παρελθόν με διαφορετικές ουσίες- και πάλι στην παγίδα…

    Το καταλάβαινα πως δεν πήγαινε άλλο. Ήταν μέσα Ιουνίου του 2005 και η κατάστασή μου έβαινε διαρκώς επιδεινούμενη. Μια προσπάθεια που είχα κάνει έναν χρόνο πριν, να κόψω από μόνος μου το ποτό, απέβη άκαρπη. Παρότι είχα σπεύσει για στήριξη στο «18 άνω» δεν τα κατάφερα τελικά. Στο τετράμηνο επάνω έκανα υποτροπή και βρέθηκα να κολυμπάω ακόμη πιο βαθιά στο αλκοόλ. Τα θαλάσσωσα. Απογοητεύτηκα πολύ. Και παράλληλα κατάλαβα πόσο δύσκολο ήταν να ξεφύγω, να γλιτώσω από αυτόν τον βραχνά. Έτσι αφημένος και παραδομένος στο αλκοόλ όδευα με συνέπεια προς την έξοδο, έβλεπα καθαρά το αναπότρεπτο φινάλε όλο να πλησιάζει. Πείστηκα σχεδόν πως δεν είχα καμία ελπίδα σωτηρίας κι αφέθηκα να βουλιάζω αργά και σταθερά στο αλκοόλ. Από την άλλη όμως αρνιόμουν και να βυθιστώ… Μια μικρή φλόγα ζωής που τρεμόπαιζε ακόμη εντός μου, περίμενε ένα ζωογόνο αεράκι για να θεριέψει. Προφανώς δεν ήθελα να χαθώ τόσο νωρίς, πριν καν συμπληρώσω τα πενήντα μου και μάλιστα αμαχητί. Ευτυχώς φύσηξε το αεράκι, που άλλο δεν ήταν από εκείνα τα θυμωμένα μα τόσο καταλυτικά λόγια του Άγγελου, τα φορτωμένα συνάμα φόβο και τρυφερότητα, ολοφάνερα ειπωμένα από έγνοια κι αγάπη. Ξαφνικά, λες και αφυπνίστηκα από κάποιο βαθύ λήθαργο, ανασυντάχθηκα και με όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει, τηλεφώνησα στον αριθμό που υπήρχε γραμμένος στο χαρτάκι του φίλου μου κι έκλεισα ραντεβού για την επομένη με την κυρία Ιωάννοβιτς στο Αιγινήτειο.

    Εξήγησα με ειλικρίνεια το πρόβλημά μου στην κυρία Ιωάννοβιτς. Κατάλαβε. Ζήτησε να της δώσω δύο μέρες προθεσμία για να ψάξει την καταλληλότερη δομή για την περίπτωσή μου. Την τρίτη ημέρα, όπως μου το υποσχέθηκε, τηλεφώνησε και με ενημέρωσε σχετικώς. Μετά από έρευνα είχε καταλήξει και μου πρότεινε να απευθυνθώ στον «ΑΛΦΑ», ένα νεοσύστατο τότε ακόμη αλλά πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα του ΚΕ.Θ.Ε.Α. για τους εξαρτημένους από το αλκοόλ. Θα πήγαινα συστημένος από την ίδια και θα ζητούσα να συναντήσω τον Αντώνη Πάριο, τον υπεύθυνο του προγράμματος. Τηλεφώνησα στον «ΑΛΦΑ» και κανόνισα να πάω το μεσημέρι της επομένης. Διαπίστωσα εντυπωσιασμένος ότι αντίθετα με την πάγια τακτική μου, δεν απέφευγα, δεν κωλυσιεργούσα και δεν ανέβαλα στο ελάχιστο, όλα όσα θα έπρεπε να κάνω. Πλην όμως το ίδιο βράδυ, παραμονή της μεγάλης απόφασης που συμπτωματικά ήταν το Θερινό Ηλιοστάσιο, βρέθηκα να τα τσούζω «κατά τα ειωθότα» στο καθιερωμένο από χρόνια αλκοολικό στέκι μου, το «Flower» της Πλ. Μαβίλη. Παρέα μου είχα τον κολλητό μου τον Κωστάκη ο οποίος διακριτικά θυμάμαι και με δισταγμό ζητούσε να του πω λεπτομέρειες για την επικείμενη και τόσο σημαντική συνάντηση της άλλης μέρας. Του απαντούσα και ενδόμυχα ένιωθα πως πάει, τέλειωσαν τα ψέματα. «Πιες όσο θέλεις απόψε! Κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις… Από αύριο δεν θα ξαναπιείς πιθανόν για το υπόλοιπο του βίου σου», έλεγα κάθε τόσο στον εαυτό μου ενώ, την ίδια στιγμή ακριβώς, δεν παρέλειπα να κατεβάζω, το ένα πίσω από τ΄ άλλο, τα τελευταία μου ποτήρια…

    Το μεσημεράκι της 22ας Ιουνίου του 2005, ημέρα Τετάρτη, ανηφόρισα την οδό Αναπαύσεως και έστριψα στην Χαρβούρη 1, το προτελευταίο στενό αριστερά. Ήμουν σε κακό χάλι. Δεν είχα πιει σταγόνα από το πρωί. Κρατήθηκα για να μην πάω «ντίρλα» στο ραντεβού. Με υποδέχτηκε χαμογελαστός ο Αντώνης Πάριος, ο προσωπικός θεραπευτής μου για τα επόμενα δύο χρόνια και αργότερα, μετά την λήξη της θεραπείας και καλός φίλος. Στην συζήτηση μαζί του ανοίχτηκα πολύ. Κάποια στιγμή μάλιστα με πήραν τα ζουμιά. Και τότε εκείνος έσπρωξε διακριτικά το κουτί με τα χαρτομάντιλα προς το μέρος μου. Φεύγοντας μου πρότεινε ένα «συμβόλαιο». Κάθε εβδομάδα θα είχα μία συνεδρία μαζί του και θα συμμετείχα επίσης άλλη μία φορά στην θεραπευτική ομάδα του Προγράμματος. Το δεύτερο σκέλος τού «συμβολαίου» με έσφιξε λίγο. Προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν ήθελα να ενταχθώ στην ομάδα, πλην όμως ο Αντώνης ήταν κάθετος. «Δεν υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Το πακέτο θεραπείας είναι όπως το περιέγραψα και δεν αλλάζει στο ελάχιστο. Το αποδέχεσαι ως έχει ή δεν το αποδέχεσαι», μου είπε με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Έσκυψα το κεφάλι και αναγκαστικά συμφώνησα. Ταυτόχρονα όμως έκανα την σκέψη: «Σου παραδίνω την ψυχή μου, ελπίζω να την σεβαστείς».

    Το απόγευμα στις 6.00’ της ίδιας ημέρας ήταν η τακτική συνάντηση της ομάδας. Ο θεραπευτής μου ήταν της άποψης πως θα έπρεπε να δώσω το παρόν χωρίς καμία χρονοτριβή. «Λίγο βαρύ μου πέφτει να έλθω και πάλι εδώ σε λίγες ώρες» του δήλωσα για να το αποφύγω. Εκείνος επέμενε φορτικά και όπως αποδείχτηκε στην πορεία είχε δίκιο. «Προσπάθησε να έλθεις, θα σου κάνει καλό» μου επενέλαβε αρκετές φορές. Αποφάσισα να πάω την τελευταία στιγμή. Μέχρι τότε το παζάρευα με τον εαυτό μου και συνεχώς άλλαζα απόφαση. Ευτυχώς όμως, όταν επέστρεψα στο σπίτι και παρά την έντονη επιθυμία μου για αλκοόλ κρατήθηκα, δεν υπέκυψα στον πειρασμό… Έτσι κατέφθασα στην συνάντηση της ομάδα «καθαρός». Ευτυχώς, γιατί στην είσοδο με περίμενε αλκοτέστ, μια πάγια δοκιμασία προς όλους τους θεραπευόμενους που εγώ όμως την αγνοούσα. Αν είχα πιει, θα υποχρεωνόμουν να κάνω μεταβολή και να φύγω. Θα έπρεπε απλά να αποχωρήσω ταπεινωμένος και με τα αυτιά κατεβασμένα με το καλησπέρα σας. Ό,τι χειρότερο δηλαδή για την εναρκτήρια συμμετοχή μου στην ομάδα και κατ΄ επέκταση την θεραπευτική πορεία μου. Σταθήκαμε όλοι όρθιοι σε κύκλο, μαζί και οι θεραπευτές. Και κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, έτσι ώστε σχηματίσουμε μιαν ανθρώπινη αλυσίδα, είπαμε την «προσευχή». Μόλις καθήσαμε ο Αντώνης με καλωσόρισε επισήμως και μου ζήτησε να συστηθώ στα υπόλοιπα μέλη. Και τότε άκουσα τον εαυτό μου, με κόπο πολύ και δυσκολία μεγάλη είναι η αλήθεια, να δηλώνει μετά από κάποια παύση με φωνή σπασμένη: «Με λένε Γιώργο, είμαι αλκοολικός και απέχω από το αλκοόλ μία ημέρα!».

    Επιτέλους, είχα κάνει το πρώτο μεγάλο και καθοριστικό βήμα. Παραδέχτηκα δημόσια και φωναχτά το πρόβλημά μου. Κατάλαβα επίσης κάτι σημαντικό ακούγοντας τους άλλους θεραπευόμενους. Όταν έπαιρναν τον λόγο, αναφερόμενοι στο δικό τους διάστημα αποχής από το αλκοόλ «μετρούσαν» μήνες. Άρα ναι, ήταν εφικτό λοιπόν, μπορούσα κι εγώ να το παλέψω. Και ίσως – ίσως, να πάρω μέχρι και οριστικό διαζύγιο από την ολέθρια ουσία. Η μεγάλη απόφαση είχε μόλις ληφθεί. Έμενε τώρα ο ανηφορικός κι επίπονος δρόμος της απεξάρτησης, της οριστικής ει δυνατόν. Δούλεψα επάνω σ΄ αυτόν τον στόχο για δύο χρόνια με την μεγαλύτερη δυνατή προσήλωση, με θρησκευτική ευλάβεια τολμώ να πω. Ήταν η απόλυτη προτεραιότητα της ζωής μου. Κάτι πρωτοφανές για τα έως τότε δεδομένα μου. Υπήρξα ο συνεπέστερος ίσως θεραπευόμενος του Προγράμματος. Δεν έλειψα από καμία συνεδρία με τον Αντώνη ή της ομάδας. Πίνω νερό στο όνομα και των δύο… Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για την βοήθεια και την στήριξη που μου έδωσαν. Ιδιαίτερα για την ομάδα μου και για καθέναν από τους συναγωνιστές μου ξεχωριστά. Χωρίς αυτούς στο πλευρό μου, τίποτα δεν θα είχα καταφέρει να κάνω. Καμία αποχή δεν θα ήταν δυνατή και καμία βεβαίως αποδόμηση του αλκοολικού χαρακτήρα μου δεν θα είχε συντελεστεί. Συμπαραστάτες στον αγώνα που έδινα υπήρξαν και οι φίλοι μου, με πρώτον και καλύτερο τον Κωστάκη. Για έξι μήνες δεν έπινε αυτοβούλως μπροστά μου αλκοόλ, μέχρι που ήρα επιτέλους το εμπάργκο και του είπα πως φθάνει πλέον, «φτου ξελευθερία»!

    Μια λεπτομέρεια άνευ σημασίας ίσως για την ιστορία μας, μα που εγώ θέλω να την αναφέρω, είναι η εξής: Εκείνο το βράδυ της 22ας Ιουνίου δινόταν θυμάμαι η επίσημη πρώτη παράσταση του έργου «Τα κίτρινα γάντια» του Αλέκου Σακελλάριου στο θέατρο «Παρκ» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Θιασάρχης ήταν ο καλός ηθοποιός και φίλος μας από τα παλιά Χρήστος Χατζηπαναγιώτης, με συμπρωταγωνίστρια την Κατερίνα Λέχου. Ήμουν καλεσμένος κι έπρεπε να πάω. Μετά το πέρας της ομάδας κατευθύνθηκα κακήν – κακώς προς το θέατρο να συναντήσω την παρέα μου. Με περίμεναν όλοι εναγωνίως. Τους καθησύχασα και περάσαμε μέσα να δούμε την παράσταση. Καθόμουν σε αναμένα κάρβουνα. Η στέρηση του αλκοόλ είχε κάνει έντονη την εμφάνισή της, χόρευε εντός μου τσάρλεστον… Άντεξα μέχρι τέλους! Αποχώρησα όμως χωρίς να μεταβώ ώς όφειλα, καθότι ήμουν καλεσμένος, στα καμαρίνια για να ευχαριστήσω και να δώσω τα ειλικρινή συγχαρητήριά μου στους συντελεστές, μιας και η παράσταση ήταν ομολογουμένως εξαίρετη. Δεν άντεχα περισσότερο, οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν. Έπρεπε να πάω άμεσα στο σπίτι μου και να ξαπλώσω.

    Από εκείνη την ημέρα πέρασαν κάποσα χρονάκια. Έκτοτε δεν έβαλα ούτε μια σταγόνα αλκοόλ στο στόμα μου κι εύχομαι να τα καταφέρω έτσι μέχρι την ύστατη ώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω τον νου μου διαρκώς… Ιδιαίτερα στις δύσκολες περιόδους που ποτέ δεν λείπουν δυστυχώς, ο μυστικός «συναγερμός» από το πράσινο χρώμα περνάει στο πορτοκαλί, ενίοτε σκαρφαλώνει και στο κόκκινο! Έμαθα πως προσωπικά, καθώς συμβαίνει άλλωστε και με τις λοιπές εξαρτήσεις, θα είμαι ισόβια ευάλωτος απέναντι στο αλκοόλ. «Μια φορά αλκοολικός, για πάντα αλκοολικός». Κοινωνικός χρήστης δεν πρόκειται να ξαναγίνω, αλλά ποσώς μ΄ ενδιαφέρει πλέον. Έμαθα να ζω, να λυπάμαι ή να χαίρομαι, ακόμη και να διασκεδάζω, χωρίς να έχω την ανάγκη του.

    Και κάθε χρόνο στις 22 Ιουνίου γιορτάζω με μεγάλη χαρά τα «καθαρά» γενέθλια. Τα τιμώ και τα σέβομαι περισσότερο κι από τα άλλα, τα κανονικά μου!

     

    Στον Αντώνη Πάριο και την ομάδα «ΑΛΦΑ» του ΚΕ.Θ.Ε.Α. με ευγνωμοσύνη.

  • Σαν παλιό σινεμά

    Αρχές καλοκαιριού, μόλις έμπαινε ο Ιούνιος συνήθως, ανάμεσα στα άλλα θαυμαστά, παρότι όλα τους ήταν αναμενόμενα μα και τόσο άφθαρτα ακόμη, έκανε την εμφάνισή του και το θερινό σινεμά. Βεβαίως είχε προηγηθεί κάποιο απόγευμα η σχετική αναγγελία περί της ενάρξεως της λειτουργίας του από την ντουντούκα τού αργά διερχόμενου επί τούτου, ανά τας ρίμας και τας οδούς της συνοικίας, αυτοκινήτου. «Προσοχή – Προσοχή: Σήμερον το βράδυ θα προβληθεί στο σινέ Άγγελ η ταινία «Αστέρω» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Κατάλληλον δι΄ ανηλίκους. Ώρα ενάρξεως: 9.00. Τιμή εισιτηρίου: 6 δραχμές. Για τα παιδιά κάτω των πέντε ετών η είσοδος είναι δωρεάν». Άρχιζε τότε εκ μέρους μου η γκρίνια, συνεχής και κλιμακούμενη, μέχρι να αποσπάσω την υπόσχεση ότι το βράδυ θα πάμε σινεμά! «Πάψε πια ψυχοβγάλτη, μας τρέλανες με την μουρμούρα και την γκρίνια σου. Είχες δεν είχες τα κατάφερες, πέρασε πάλι το δικό σου. Για πρώτη όμως και τελευταία φορά, σε προειδοποιώ. Άντε τώρα, πήγαινε να πλυθείς και ν΄ αλλάξεις. Και φρόντισε να ντυθείς σωστά», με ενημέρωνε στο τέλος δήθεν απαυδισμένη η μητέρα.

    Αφού έδινα υποσχέσεις περί μη επαναλήψεως παρόμοιας συμεριφοράς εκ μέρους μου, πλήν περιττές μιας και ήταν περισσότερο από σίγουρο πως λίαν συντόμως θα τις αθετούσα όλες, εξαφανιζόμουν περιχαρής να ετοιμαστώ. Υποψιάζομαι ότι κι εκείνη, καθώς και ο μεγαλύτερος αδελφός μου, πολύ το ήθελαν το σινεμαδάκι, απλώς άφηναν εμένα να δημιουργήσω την σχετική πίεση, να βγάλω δηλαδή το φίδι από την τρύπα… Και μόλις σουρούπωνε ξεκινούσαμε πεζή οικογενειακώς για το «σινέ Άγγελ». Με το ένα χέρι κρατώντας την απαραίτητη ελαφριά ζακέτα και το άλλο χωμένο στην ασφαλή, την τεράστια παλάμη του πατέρα, ανηφορίζαμε από την 7η που ήταν το τσαρδί μας, στην 8η στάση της νυν λεωφόρου Δημοκρατίας και πρώην Βασιλίσσης Φρειδερίκης, όπως ονομαζόταν παλαιότερα ο μόνος ασφαλτοστρωμένος δρόμος της περιοχής ή και σκέτο λεωφόρος Μενιδίου. Καθότι άρχιζε μεν από την πλατεία των Αγίων Αναργύρων, αλλά τερμάτιζε στο Μενίδι.

    Στρωμένο όλο με ψιλό χαλίκι, καταβρεγμένο ελαφρώς και καλά ποτισμένα τα μεθυστικά γιασεμιά και τα ταπεινά αγιοκλήματα που περιέτρεχαν και κάλυπταν μέχρις επάνω τους πλαϊνούς τοίχους, την οθόνη στο βάθος μπροστά φωτισμένη, από τα ηχεία να γλυκολαλούν λαϊκά τραγουδάκια του συρμού, τα ίδια και τα ίδια σταθερά για χρόνια, τον πιτσιρικά με τον νταβλά κρεμασμένο στο στήθος του να ανεβοκατεβαίνει στον μεσαίο, τον κεντρικό διάδρομο κυρίως, διαλαλώντας την πραμάτεια του, «έχω φυστίκι αράπικο, φυστίκι αιγίνης, σταφίδες, πασατέμπο, στραγάλια, ταμ – ταμ, σινάλκο, μπυράλ, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, γκαζόζες, σάμαλι γωνία και κώκ, λέγετε παρακαλώ», μας υποδέχονταν το «σινέ Άγγελ». Ο συνομήλικός μου και μετέπειτα φίλος Στέλιος Σωτηριάδης έβγαζε μεροκάματο ή μάλλον «νυχτοκάματο», ως μικροπωλητής. Ήταν από άλλον μαχαλά και δεν τον γνώριζα ακόμη τότε. Αργότερα τον θυμάμαι μάλιστα, εκεί γύρω στην εφηβεία, να είναι μόνιμος θαμώνας του σινεμά. Κάθε φορά που πήγαινα, θα τον συναντούσα απαραιτήτως. Όρθιος ο Στέλιος στις μπροστινές θέσεις πριν την έναρξη ή κατά το διάλειμμα, φορώντας εναλλάξ ένα μαύρο ή ένα λευκό σετ από παντελόνι και μπλούζα ζιβάγκο μες το κατακαλόκαιρο, κοίταζε σταθερά προς τα πίσω και περιεργάζοταν με άνεση τους θεατές. Παρίστανε προφανώς τον ωραίο και γάμπριζε, εξ ου και το εύστοχο παρατσούκλι «Ερρίκος Μπριόλας»  – γνωστός πλην δευτεροκλασάτος ζεν πρεμιέ της εποχής – που του κόλλησε ο έτερος Καππαδόκης, ο κοινός μας φίλος Γιώργος Χαρωνίτης.

    Σπεύδαμε λοιπόν να εξασφαλίσουμε αρχικά καλές θέσεις. Στην συνέχεια άρχιζαν, παρά τα κατ΄ οίκον συμφωνηθέντα, οι πάγιες απαιτήσεις μας για κανένα κώκ ή σάμαλι. Ήμασταν παιδιά στερημένα, λαχταρούσαμε τόσο τα γλυκά και τα παγωτά. Τα φώτα σε λίγο χαμήλωναν κι άρχιζε η μαγεία! Ακόμα και τα προπαγανδιστικά «επίκαιρα» κατά την έναρξη της προβολής με θέματα πολιτικής επικαιρότητας, τα κινούμενα σχέδια ή τα «προσεχώς», είχαν κι εκείνα την γοητεία τους. Τα διεσταλμένα έκπληκτα μάτια μου δεν χόρταιναν να κοιτάζουν την οθόνη. Όλες οι εμπορικές κωμωδίες και τα κοινωνικά δράματα της Φίνος – Φίλμ κυρίως, αλλά και της Κλακ – Φίλμ και πλείστων άλλων εταιρειών παραγωγής της δεκαετίας του ΄60 και του ΄70, παρήλασαν από το «σινέ Άγγελ». Καθώς και αρκετές «ξένες» επίσης, όπως «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», «Η καλύβα του μπάρμπα – Θωμά», «Το παιδί και το δελφίνι», «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», κ.ά. Ούτε συζήτηση για ιταλικό νεορεαλισμό ή νουβέλ βάγκ και τα συναφή. Έπρεπε να τα ανακαλύψω μόνος μου και πολύ αργότερα όλα αυτά στις αίθουσες του Κέντρου, στην «Αλκυονίδα» και το «Studio» κατά την χειμερινή περίοδο ή στην «Ηλέκτρα» της Πατησίων και στο «Λιλά» τα καλοκαίρια. Και στον «Ζέφυρο» των Πετραλώνων βεβαίως, με το μαγειρευτό φαγητό κατόπιν στου «Οικονόμου», ακριβώς απέναντι. Έτσι κατάφερα να συμπληρώσω ως ενήλικος κι εγώ, κουτσά – στραβά, τα μεγάλα κενά και τις ελλείψεις της κινηματογραφικής μου παιδείας.

    Τότε, στις αρχές του ΄60, συνέβησαν και δύο περιστατικά που αναστάτωσαν πολύ τον κοσμάκη. Το πρώτο ήταν κάποιο βραδινό «γύρισμα» μιας ταινίας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στις γραμμές του τρένου, λίγα μόλις μέτρα από το πατρικό σπίτι. Παρότι έχω δει όλες τις ταινίες της Αλίκης και ειλικρινά σας διαβεβαιώ δεν ντρέπομαι καθόλου γι’ αυτό, ομολογώ πως ποτέ μου δεν κατάλαβα η σκηνή που παρακολούθησα, για ποια ακριβώς ταινία προοριζόταν. Ίσως να κόπηκε η σκηνή στο μοντάζ, δεν το γνωρίζω. Τέλος πάντων. Ήταν προχωρημένη η ώρα όταν έπεσε το σχετικό σύρμα. Και ξαφνικά, μέσα στην άγρια νύχτα, σηκώθηκε όλη η γειτονιά στο πόδι. Άπαντες ξεχυθήκαμε αναστατωμένοι με τις πυτζάμες, τις ρόμπες και τα νυχτικά, όπως ήμασταν από τον ύπνο για το σημείο του γυρίσματος. Κάμερες, προβολείς και συνεργείο ήταν επί ποδός, σε πλήρη δράση. Πράγματα απίστευτα συνέβαιναν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας. Στο επίκεντρο όλων αυτών, κυρίαρχη κι αστραφτερή ήταν βεβαίως η πρωταγωνίστρια. Το Αλικάκι, το χαρισματικό αυτό πλάσμα όσο και ανεπανάληπτο, έκανε ξανά και ξανά το ίδιο πλάνο. Προχωρούσε αλαφιασμένη και παραπατώντας δήθεν ανάμεσα στις ράγες, ενώ από την αντίθετη κατευθύνση ερχόταν κατά πάνω της ένα βαγονέτο. Οι ασπρόσκλητοι θεατές δεν καταλάβαιναν τι στο καλό πήγαινε στραβά, ποιο ήταν το λάθος της και κάθε τόσο ο σκηνοθέτης φώναζε με την ντουντούκα «στοπ» και άντε πάλι, φτου κι απ΄ την αρχή, να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή. Σε κάθε διακοπή η Αλίκη αποτραβιόταν ελαφρώς θυμωμένη σε μια γωνιά κι εκεί της διόρθωνε τα μαλλιά η κομμώτρια, που μπορεί όμως να ήταν και μακιγιέζ, γιατί βλέπαμε να την πουδράρει επίσης. Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε. Δεν παρουσίαζε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η όλη κατάσταση. Και αφού η περιεργειά μας να δούμε από κοντά την μυθική «γατούλα» του σινεμά είχε πλέον κορεσθεί, επιστρέψαμε ήσυχα μέσα σε χασμουρητά στα ζεστά κρεβάτια μας.

    Το δεύτερο σημαντικό περιστατικό που συνέβη ήταν αυτό με την μεγάλη μας Γεωργία Βασιλειάδου, την και «άσχημη» αποκαλούμενη, μιαν ηθοποιό στον αντίποδα θα λέγαμε της χαριτωμένης και όμορφης ενζενί – την μετέπειτα και εθνική μας σταρ αναγορευθείσα – αλλά εξ ίσου δημοφιλή με εκείνη. Πράγμα πρωτοφανές για την λαϊκή συνοικία μας ήταν η άφιξη της Βασιλειάδου στο «σινέ Άγγελ». Θα έδινε, λέει, ζωντανή παράσταση! Στις κολόνες της ΔΕΗ κολλήθηκαν οι σχετικές αφίσες με το πρόσωπό της, ενώ το ειδικά ναυλωμένο αυτοκίνητο με την ντουντούκα επί μέρες περιέτρεχε κάθε απόγευμα τους χωμάτινους δρόμους της συνοικίας αναγγέλοντας το μέγα γεγονός και μας ξεκούφαινε. Υπήρξε σφοδρή αναστάτωση, πρεμούρα μεγάλη κατέλαβε το φιλοθεάμον κοινό. Το βράδυ της παράστασης έγινε από νωρίς κοσμοσυρροή στο ταμείο του σινεμά, δεν θυμάμαι αν ήταν «τσιμπημένο» το εισιτήριο, θα σας γελάσω… Ο ιδιοκτήτης του, ένας Αγγελόπουλος ονόματι, έτριβε τα χέρια του περιχαρής. Η Βασιλειάδου κατέφθασε με αρκετή καθυστέρηση και σκαρφάλωσε όπως – όπως και καταχειροκροτούμενη στην ξύλινη εξέδρα, την ειδικά διαμορφωμένη για την περίσταση μπροστά από την τεράστια οθόνη. Τα δύο όρθια μικρόφωνα που έστεκαν στο μέσον τής αυτοσχέδιας σκηνής ήταν και το μοναδικό ντεκόρ της. Επρόκειτο ολοφάνερα, για όσους τύχαινε να γνωρίζουν την θερινή πρακτική πολλών καλλιτεχνών, περί μια συνήθους «αρπαχτής» και τίποτα περισσότερο. Ο διψασμένος κοσμάκης όμως το έβλεπε διαφορετικά το ζήτημα.

    Πήρε θέση μπροστά από το ένα μικρόφωνο και καλησπέρισε θερμά τους θεατές. Μπροστά στο άλλο την θέση κατέλαβε ένας συμπαθής κύριος αγνώστων λοιπών στοιχείων. Την ρώτησε λοιπόν, γιατί άργησε τόσο πολύ να έλθει, σε τι οφειλόταν αυτή η καθυστέρηση. «Επειδή ήλθα με το λεωφορείο, παναθεμάτο. Ήταν φίσκα από κόσμο, ο ένας πάνω στον άλλον, σαν τις σαρδέλες», του απάντησε εκείνη και συνέχισε: «Για να καταλάβεις τι εννοώ, από πίσω με ζούμπαγε ένας νταγκλαράς της αεροπορίας, από δεξιά ένας φαντάρος, από αριστερά ένας ναύτης και μπροστά μου είχα έναν λοκατζή. Κι όλοι αυτοί με ζουμπάγανε από παντού!». «Κακώς. Πολύ κακώς. Θα έπρεπε να κατεβείτε και να πάρετε ένα ταξί», της αντέτεινε αθώα ο ατακαδόρος. «Μπα, τι μου λες, εύκολο το ΄χεις εσύς; Πως να κατεβώ απ το λεωφορείο με τόσο στριμωξίδι και με τέτοιο ζούμπηγμα;». «Μα για γλιτώσετε την ταλαιπωρία, σας το λέω», επέμεινε εκείνος. «Έλα όμως, που εμένα μου άρεσε το ζούμπηγμα…», τον αποστόμωσε όλο σκέρτσο και νόημα η παθούσα, ενώ ο κοσμάκης από κάτω έξαλλος παραληρούσε…

    Από κοντά την συνάντησα το 1979 στο Τρίτο Πρόγραμμα. Την είχε καλέσει ο φίλος Γιώργος Παυριανός που σκηνοθετούσε για το ραδιόφωνο «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή να κάνει τον ρόλο της Εκάβης και είχε δεχτεί. Πλην όμως δεν ήταν στα καλά της, είχε καταβληθεί πολύ. Υπέφερε από βρογχικό άσθμα. Ένα ατύχημα επιδείνωσε την κατάσταση της υγείας της, την σακάτεψε άσχημα. Ήταν επιβάτις σ΄ ένα ταξί και κρατούσε στα χέρια της ένα ρολόϊ τοίχου, όπως μας εξήγησε, όταν ο ταξιτζής «μπαμ» ξαφνικά τρακάρησε. Και για να διακωμωδήσει την κατάσταση συμπήρωσε: «Ε, λοιπόν για να καταλάβετε πόσο σφοδρή ήταν η σύγκρουση, ένα θα σας πω: Το ρολόϊ τοίχου που κρατούσα, μετατράπηκε σε ρολόϊ χειρός… Ζουμπήχτηκα κι εγώ κανονικά. Τώρα φοράω τέσσερις μπλούζες. Με έχει κάνει σαν κρεμμύδι η κόρη μου, μ΄ έχτισε κανονικά πριν φύγω από το σπίτι». Αφού ηχογραφήθηκε κουτσά – στραβά το πρώτο και τελευταίο δυστυχώς επεισόδιο με την φωνή της κι έπρεπε να αποχωρήσει, με παρακάλεσε ο φίλος μου να την συνοδεύσω από τον πρώτο όροφο έως την έξοδο της ΕΡΤ για να πάρει ταξί. Με κράτησε αγκαζέ και προχωρήσαμε πολύ αργά, με ρυθμό χελώνας. Κυριολεκτικά έσερνε τα βήματά της. Ένιωθα απέραντο σεβασμό και συγκίνηση για εκείνο το ταλαιπωρημένο, αλλά πάντοτε υπέροχο πλάσμα, που κρεμασμένο από το μπράτσο μου το οδηγούσα προς την έξοδο. Ούτε λόγος να της αναφέρω το παλαιό περιστατικό με τό άλλο, το αστείο «ζούμπηγμα» του «σινέ Άγγελ». Άσε που σίγουρα δεν θα το θυμόταν. Αλλά και τι νόημα θα είχε;

    Δεν πέρασαν λίγοι μήνες και ανακοινώθηκε ο θάνατός της. Η Γεωργία Βασιλειάδου γεννημένη το 1897, έφυγε στις 12 Φεβρουαρίου του 1980. Στην εξόδιο ακολουθία που ήταν δύο μέρες μετά, παραβρέθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη. Έκανε πολύ κρύο, ψιλόβρεχε, λίγος ήταν ο κόσμος που προσήλθε στο Α’ Νεκροταφείο να την αποχαιρετήσει. Παρότι αποφεύγω συστηματικά τις κηδείες, εξαιρουμένων βεβαίως εκείνων των προσφιλών μου νεκρών, αυθορμήτως πήγα. Καθώς φαίνεται και την συγχωρεμένη για δικό μου πρόσωπο την είχα και κάπως έτσι την υπολόγιζα. Έκτος των πολλών στιγμών χαράς και γέλιου που μέσα στα χρόνια χάρισε σε όλους μας, για μένα υπήρχε, βλέπεις, και κάτι ακόμη. Υπήρχε εκείνο το πονηρό υπονοούμενο, το αφελές, των παιδικών μου χρόνων, η χαριτωμένη εκ μέρους της περιγραφή για το δήθεν «ζούμπηγμα».

    Υ.Γ.

    Έχω ακόμη φυλαγμένο το ευχαριστήριο μπιλιέτο που αργότερα έλαβα από την Φωτεινή Αποστολίδου, την κόρη της Γεωργίας Βασιλειάδου, για την παρουσία μου στο Α’ Νεκροταφείο.

    *στίχος του Άρη Δαβαράκη

  • Η ΕΚΔΡΟΜΗ

    Η πτώση της χούντας με βρήκε άρτι αποφοιτήσαντα του εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων των Αγίων Αναργύρων. Μόλις ένα μήνα πριν είχα τελειώσει επιτέλους μ΄ αυτόν τον βραχνά και τον γυμνασιάρχη, τον περίφημο Ξιφία, που κατέφθανε κάθε τρεις και λίγο στην αίθουσα εν ώρα μαθήματος, για να μετρήσει με το υποδεκάμετρο το μήκος της πενιχρής χαίτης μας. Τότε που άνθιζε η μόδα των μακριών μαλλιών κι εμείς ως μοντέρνοι νέοι λυσάγαμε να αποκτήσουμε μιαν αξιοσέβαστη κώμη, τέτοια που να σκεπάζει έστω τα πτερύγια των αυτιών μας! Πρωτοστατούσα στο κίνημα των τριχών με κίνδυνο να εισπράξω καμιάν αποβολή, αρνιόμουν πεισματικά να συμμορφωθώ στο μέτρο που υπαγόρευε μαλλιά όχι μεγαλύτερα των τριών πόντων, παρότι θα έπρεπε να είμαι το παράδειγμα της ευπρέπειας, αν μη τι άλλο, για λόγους συμφέροντος. Ο πατέρας μου ήταν κουρέας κι εγώ με την στάση μου δυστυχώς τον υπονόμευα, όπως ο ίδιος μου τόνιζε συχνά. Με πόση αγανάκτηση είδα κατά την επόμενη σχολική χρονιά να έχουν όλοι οι μαθητές τα μαλλιά μέχρι τους ώμους και κανείς να μην δικαιούται να τους κάνει παρατήρηση, δεν λέγεται…

    Ακόμη και την πολυπόθητη πενθήμερη εκδρομή της έκτης μάς απέκλεισε στο παρά πέντε ο Ξιφίας, παρά την σχετική προετοιμασία μηνών που είχαμε κάνει προς οικονομική ενίσχυση του στόχου μας. Από λαχειοφόρο αγορά μέχρι χορό σε μια υπόγεια ντισκοτέκ της πλατείας Αμερικής θυμάμαι διοργανώσαμε, εις μάτην. Δικαιολογία στάθηκε ο πνιγμός δύο ή τριών μαθητριών της έκτης στην Κρήτη, κατά την προηγούμενη χρονιά. Αναγκαστικά μοιράσαμε μεταξύ μας το ποσόν που είχαμε συγκεντρώσει και από εδώ πάν΄ κι οι άλλοι. Μείναμε έτσι με το απωθημένο. Όταν λοιπόν προτάθηκε από τους υπεύθυνους της Πολιτιστικής Μορφωτικής Λέσχης να κάνουμε μιαν ημερήσια εκδρομή στα Βασιλικά Χαλκίδος, ήμουν από τους πρώτους που δήλωσαν συμμετοχή. Η λέσχη μας ήταν νεοσύστατη, κάτι λίγους μήνες ζωής είχε, καθόσον η χούντα δεν επέτρεπε τέτοιες «ύποπτες» δραστηριότητες. Οι περισσότεροι από τους νέους της ηλικίας μου με ανησυχίες, αλλά και μικρότεροι, όπως και μεγαλύτεροι βεβαίως, όλοι μας πολιτικοποιημένοι μέχρι τα μπούνια και κάποιοι ενταγμένοι ήδη σε κομματικές νεολαίες – της ΚΝΕ περισσότερο – ξημεροβραδιαζόμασταν εκεί. Οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν, περί πολιτικής κυρίως. Υπήρχαν όμως κι ένα σωρό άλλες δραστηριότητες όπως οι προβολές ταινιών, τα σεμινάρια περί στρατευμένης ή όχι τέχνης, η ανάγνωση βιβλίων από την δανειστική βιβλιοθήκη και οι μαραθώνιοι στο τάβλι… Έβλεπαν οι διερχόμενοι  κάτω από το μπαλκόνι της λέσχης μας επί της πλατείας των Αγίων Αναργύρων τους ταβλαδόρους – επαναστάτες να ρίχνουν με τις ώρες τα ζάρια, θέαμα καθόλου τιμητικό για μια μαχόμενη νεολαία. Άρχισε να σχολιάζεται πολύ αρνητικά από τον κόσμο. Κάποτε μάλιστα έγινε και θέμα συζήτησης μεταξύ των επικεφαλής.

    Η εκδρομή έγινε μια Κυριακή πρωί. Επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν κι αρχίσαμε σε λίγο να τραγουδάμε ρεμπέτικα τραγούδια για να περάσουμε αμέσως μετά στα γνωστά αντάρτικα. Εκεί πλέον τραγουδούσαμε όλοι μαζί ξέφρενα, μας είχε κυριέψει βλέπεις ο επαναστατικός οίστρος, αλλά και η Άνοιξη που μόλις έσκαγε από παντού. Ήμασταν καμιά σαρανταριά άτομα, φίλοι οι περισσότεροι μεταξύ μας. Θυμάμαι καλά την Βέρα Μαντά και τον τότε σύντροφό της τον Νίκο Χουντή, τον μετέπειτα ευρωβουλευτή καθώς και την Βάσω Ρουμανέα και τον Γιώργο Ποταμίτη, ζευγάρι κι εκείνοι. Την Ειρήνη Καραβέλη, τον Νίκο Πέτση επίσης, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είχαν έλθει η Γεωργία Σαμαρά, ο Ευτύχης Παλικάρης και ο Χρήστος Μαντάς, ο μικρότερος αδελφός της Βέρας και νυν βουλευτής. Η Στέλλα Παπαματθαίου σίγουρα απείχε και μάλλον εξ αιτίας μου. Είχαμε ψυχρανθεί ελαφρώς εκείνο το διάστημα για λόγους που δεν είναι του παρόντος. Τα κορίτσια ήταν όλα απόφοιτες του πρακτικού τμήματος της έκτης του Γυμνασίου Θηλέων. Κι εξ αιτίας αυτού είχαν μεταξύ τους την κωδική ονομασία «στουπρούλες». Πήγαιναν δηλαδή στο ίδιο γυμνάσιο με τα αγόρια, αλλά τις αντίθετες ώρες. Όταν ήταν πρωινές κι εμείς υποχρεωτικά απογευματινοί, επικρατούσε μεγάλη αναστάτωση στις τάξεις των γαμπρών που την είχαν στημένη απ΄ έξω και τις περίμεναν κατά το σχόλασμα. Γινόταν επίμονο, αν και αρκετά αδέξιο καμάκι από μέρους των αρσενικών. Άσε τα ρατσιστικά σχόλια που λεγόντουσαν εις βάρος τους όταν μπαίναμε κατόπιν στις αίθουσες κι ανοίγαμε τα παράθυρα να αεριστούν. Ή όταν επισκεπτόμασταν τις τουαλέτες… Παρότι οι βωμολοχίες στους τοίχους του w.c. και τα πορνογραφικά σχέδια, έδιναν κι έπαιρναν από μέρους των καβλωμένων εφήβων, τα κορίτσια σπάνια έμπαιναν στον πειρασμό να απαντήσουν κάτω από τα χοντροκομένα σχέδια ή τις προστυχιές των αγοριών. Τα αγνοούσαν επιδεικτικά, όταν ενοχλημένα δεν τα μουτζούρωναν.

    Φθάσαμε στα Βασιλικά και ξαμοληθήκαμε στην εξοχή. Φάγαμε, ήπιαμε χορέψαμε. Και ξανά μανά τραγουδήσαμε. Τα ζευγαράκια κάποια στιγμή πήραν να απομακρύνονται από την παρέα. Αθόρυβα και διακριτικά εξαφανίστηκαν πρόσκαιρα αναζητώντας ερημιές και καβάντζες κατάλληλες για τις ερωτικές περιπτύξεις τους. Οι αζευγάρωτοι μείναμε πιστοί στα πάτρια… Ένα – ένα επέστρεψαν λίγο αργότερα με ολαφάνερη ακόμη στα μάτια και το κορμί την έξαψη των στιγμών που προηγήθηκαν. Στα φερσίματα των αγοριών μπορούσες να διακρίνεις έναν αέρα σιγουριάς και περηφάνιας. Αντίθετα τα κορίτσια με εμφανή τα ολοκαίνουργα μελανά σημάδια τριγύρω στον λαιμό τους από τα ρουφηχτά φιλιά και τις δαγκωματιές, είχαν φορέσει το ύφος της μεταμέλειας. Προς το απογευματάκι τα μαζέψαμε να επιστρέψουμε, αλλά αποφασίσαμε να κάνουμε και μια μικρή στάση στην Χαλκίδα για βόλτα στον παραλιακό δρόμο και παγωτό. Κι εκεί πέσαμε επάνω στον Χαρίλαο Φλωράκη, τον καπετάν Γιώτη. Υπήρξε μέγας ενθουσιασμός. Σπεύσαμε να τον χαιρετήσουμε και οι κάπως μεγαλύτεροι στην ηλικία και σίγουρα οι πιο τολμηροί της ομάδας, είχαν την ιδέα να τον προσκαλέσουν στην παρέα μας. Ούτε λίγο, ούτε πολύ του πρότειναν να εγκαταλείψει την συντροφιά του και να επιβιβαστεί στο δικό μας πούλμαν. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία έτσι να τον γνωρίσουμε από κοντά. Και παραδόξως το αίτημά μας έγινε δεκτό. Ο Χαρίλαος Φλωράκης απεδέχθη μετά χαράς την πρόσκληση και σε λίγο βρισκόταν καθισμένος στο πούλμαν της επιστροφής.

    Ζούσαμε μεγάλες στιγμές! Πέσαμε όλοι επάνω του και τον βομβαρδίζαμε με ερωτήσεις. Κι εκείνος με προσήνεια και χαμόγελο απαντούσε. Παρά τις εκκλήσεις του οδηγού να επιστρέψουμε στις θέσεις μας, εμείς παραμείναμε όρθιοι πέριξ του Καπετάνιου. Είχα την τύχη να καθίσει στην διπλανή από την δική μου θέση προς τον διάδρομο. Ήμουν προνομιούχος άρα, μπορούσα να παρακολουθήσω καθιστός και με άνεση, από απόσταση αναπνοής κυριολεκτικά, τον κάθε λόγο του. Δυσκολευόμουν για ώρα να πιστέψω ότι ο ζωντανός θρύλος της Εθνικής Αντίστασης, ο σπουδαίος αυτός αγωνιστής ήταν εκεί δίπλα μας, ανάμεσά μας. Θα πρέπει να ήταν τότε, το 1975, εξηντάρης πάνω – κάτω. Θυμάμαι ακόμη την απλότητα των λόγων του, το πηγαίο χιούμορ του, την καθαρότητα της ματιάς του. Κρατώντας το τσιμπούκι του, μας ρωτούσε κι εκείνος έναν – έναν ξεχωριστά, πώς μας λένε, από πού είναι η καταγωγή μας και τι σπουδάζουμε. Ενδιαφερόταν πραγματικά, ήθελε να μας γνωρίσει. Κάποτε φθάσαμε στους Αγίους Αναργύρους, αποβιβαστήκαμε και τον αποχαιρετήσαμε διά χειραψίας συγκινημένοι. Καλόν αγώνα μας ευχήθηκε. Ένιωθα περήφανος για την μεγάλη τιμή να σφίξω κι εγώ, ο άκαπνος νεαρός το δικό του χέρι. Για μέρες περπατούσα στον δρόμο κορδωμένος, θαρρείς και ξαφνικά είχα ψηλώσει. Λες και δεν πατούσα πλέον στην γη.

  • Ο Bob Geldof στο Memphis

    Ένα βράδυ, μέσα Δεκεμβρίου του 1987, κατεύθασα στο μπαρ Memphis επί της οδού Βεντήρη 7, έναντι του ξενοδοχείου Hilton. Θα μιλούσα με έναν από τους τρεις συνιδιοκτήτες του μαγαζιού, τον Γιάννη Βαμβακά συγκεκριμένα, μήπως και εργαστώ εκεί. Οι άλλοι δύο ήταν η Σοφία Γιαννοπούλου και ο Κώστας Χαροκόπος. Η συνάντηση είχε κανονιστεί από την φίλη μου, την συγχωρεμένη Σούλα Φρίκη, στέλεχος βασικό τότε του μαγαζιού. Πήγε καλά και από την επομένη κιόλας έπιασα δουλειά ως υπεύθυνος της «πόρτας» και των δημοσίων σχέσεων εν γένει. Ήταν πολύ της μόδας το καινούργιο, ξενόφερτο φρούτο του face control. Αν και καθόλα παράνομο το είχαν υιοθετήσει, αρχής γενομένης από το «Εργοστάσιο», όλα τα μπαρ της εποχής που σέβονταν υποτίθεται τον εαυτό τους. Ερχόταν μια παρέα να διακεδάσει ή μοναχικά άτομα και υπέμειναν όλοι, πλην των επιφανών και των φίλων, την δοκιμασία του ελέγχου από τον πορτιέρη. Έπρεπε να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις, ενδυματολογικές κυρίως για να περάσουν εντός. Αποκλείονταν οι λαϊκής προέλευσης και δη ασυνόδευτοι πελάτες. Τα μπακούρια έπρεπε οπωσδήποτε να «φάνε πόρτα».

    Το μπαρ ήταν σε ανοδική πορεία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια κι άλλα παρόμοια στον ίδιο δρόμο, που ζήλεψαν την τύχη του Memphis. Η Βεντήρη έγινε ξαφνικά, από την μια μέρα στην άλλη, η καινούργια πιάτσα της νυκτερινής διασκέδασης. Κι εγώ στο ειδικό κουβούκλιο της εισόδου μόνος κι απροστάτευτος να ελέγχω σταθερά κάθε βράδυ, από τις δέκα έως τις τρεις το πρωί, τους προσερχόμενους. Να τους επιλέγω ή να τους απορρίπτω με διάφορα ανόητα προσχήματα. Αλλά με ύφος σιγουριάς που δεν σήκωνε συζήτηση. Άλλοτε πάλι να μεροληπτώ σκανδαλωδώς στην θέα κάποιου μοναχικού τύπου με πρόσωπο βαρύ και λυπημένο. Και προς μεγάλη έκπληξη των «σιγουράκηδων» που ήταν εν αναμονή και τους οποίους παρέκαμπτα κι ολοφάνερα αγνοούσα, να κάνω σινιάλο σ΄εκείνον για να περάσει κατ’  εξαίρεση μέσα. Να τους καλησπερίζω όλους με χαμόγελα κατά την προσέλευσή τους ευχόμενος την «καλή διασκέδαση» και να τους καληνυχτίζω ευγενικά επίσης κατά την αποχώρησή τους. Μόνο η γνωστή φράση των αεροπορικών γραμμών, «…κι ελπίζουμε να σας έχουμε κοντά μας σε μια από τις επόμενες πτήσεις μας», έλειπε από τις επιδαψιλεύσεις μου. Στα δύο χρόνια που παρέμεινα στο πόστο αυτό, μια φορά μόνον έγινε φασαρία από κάποιον τσαμπουκαλεμένο πελάτη. Αλλά δεν κόλωσα, πιαστήκαμε κανονικά στα χέρια. Κάποιος από τους παρισταμένους στον καυγά με ρώτησε εντυπωσιασμένος να του πω πόσες ζώνες έχω. Κατάλαβα πού το πήγαινε και του απάντησα χαριτολογώντας: «Μια μαύρη, μια καφέ και μια κροκό». Καθότι ήμουν ασήμαντος μεν το δέμας – πλην όμως με τσαγανό ψυχής – δεν μπορούσε να κατανοήσει ο αφελής από που εκπορευόταν η αυτοπεποίθηση της συμπεριφοράς μου. Και υπέθετε λοιπόν ότι στα σίγουρα κατέχω την τέχνη του καράτε, πώς αλλιώς; Είναι δύσκολο το έργο του πορτιέρη. Δύσκολο, επικίνδυνο και άχαρο πολύ.

    Όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα τα έγραψα με λεπτομέρειες σ΄ ένα εκτενές ρεπορτάζ – συνέντευξη που υποτίθεται ότι μου παραχώρησε ο πορτιέρης του Memphis για τις σελίδες του Marie Claire. Επρόκειτο για ένα αυτοβιογραφικό κατ΄ ουσίαν κείμενο. Εργαζόμουν ακόμη κανονικά στο μπαρ όταν απρόσμενα όλως δρομολογήθηκε η συνεργασία μου εκ παραλλήλου με το έντυπο. Η διεύθυνση του περιοδικού που δεν γνώριζε την μυστική επαγγελματική μου ιδιότητα, το θεώρησε εξαιρετική επιτυχία. Άρεσε πολύ και μάλιστα είχε εντυπωσιαστεί από την επιλογή μου. «Μα πού στο καλό τον βρήκες και τον ξετρύπωσες έναν τέτοιο πορτιέρη; Αδικείται σ΄ αυτήν την δουλειά ο άνθρωπος. Η ματιά του στα πράγματα είναι τόσο διεισδυτική!», ήταν ένα από τα θετικά σχόλια που ειπώθηκαν όταν παρέδωσα προς δημοσίευση την συνέτευξη – μονόλογο. Η Ρούλα Μητροπούλου μάλιστα, υπεύθυνη τότε όλων των περιοδικών του Δ.Ο.Λ., στον ετήσιο απολογισμό της σχετικώς με τα πεπραγμένα τους, το είχε ανακηρύξει ως το καλύτερο κομμάτι της χρονιάς! (Marie Claire, Ιούλιος 1990, τεύχος Νο 20). Τον «κάλπικο» πορτιέρη τον είχα βαφτίσει θυμάμαι όχι με κάποιο άσχετο ονοματεπώνυμο, αλλά θέλοντας να είμαι στοιχειωδώς ειλικρινής, του έδωσα το δικό μου μικρό όνομα και επίθετο το άλλο το άτυπο, αυτό που θα μπορούσα να έχω από την πλευρά της μητέρας μου. Θεωρούσα ότι πιθανόν να ήταν βλαπτική για την δημοσιογραφική μου σταδιοδρομία που μόλις ξεκινούσε, η  γνωστοποίηση της απασχόλησής μου σε μαγαζί της νύχτας. Τόσο επιφυλακτικός ήμουν μερικές φορές ο κατά τ΄ άλλα αδιάφορος κι αντικονφορμίστας τύπος!

    Σε μια σύσκεψη με τους ιδιοκτήτες συζητήσαμε το ενδεχόμενο μιας διαφημιστικής ραδιοφωνικής καμπάνιας του μπαρ. Υπήρχε διαθέσιμο εκ μέρους τους ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν. Η δική μου πρόταση ήταν να μην το σπάσουν σε δύο ή τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς όπως είχαν κατά νου, αλλά να δοθεί εξ ολοκλήρου στον ΚΛΙΚ του Πέτρου Κωστόπουλου. Παρότι ήταν σχεδόν στα σκαριά του ακόμη, μόλις πριν από μερικούς μήνες είχε αρχίσει να εκπέμπει, καταλάβαινα ότι σε λίγο θα κυριαρχούσε στην μπάντα των FM. Όπως ακριβώς συνέβαινε ήδη με το ομότιτλο έντυπό του. Παρά τις σχετικές επιφυλάξεις τους, τελικά τούς έπεισα. Εκείνο το καλοκαίρι του ΄90 κάθε βράδυ στην ζώνη 20.00΄– 22.00΄ σε τακτά διαστήματα κατά την διάρκεια της δίωρης εκπομπής του Γιάννη Νένε, «έπαιζαν» για ένα τρίμηνο τα διαφημιστικά σποτάκια του Memphis. Με σλόγκαν το αντιφατικό «No more Alcohol»! Κι αυτή η επιλογή καθώς και η προηγούμενη της ζώνης με την πιο ενδιαφέρουσα ακροαματικότητα, λόγω του μουσικού παραγωγού της βεβαίως, ήταν δικές μου. Και όπως σωστά είχα προβλέψει η διαφημιστική καμπάνια βρήκε τον στόχο. Έγινε χαμός, το μπαρ απογειώθηκε κανονικά! Η τεράστια καλοκαιρινή αυλή του ήταν φίσκα από κόσμο. Τα αφεντικά ήταν πολύ ευχαριστημένα, τρίβανε τα χέρια τους από χαρά… Αξίζει να πω ότι στην διαχρονική επιτυχία του είχαν μεγάλη συμβολή οι δύο DJ, ο Σταύρος Αποστόλου και ο Δημήτρης Γιάτας. Τα μουσικά κομμάτια που επέλεγαν εναλλάξ κάθε βράδυ, δημιουργούσαν εξαιρετική ατμόσφαιρα. Το κέφι, συνεπικουρούμενο από το μάγο οινόπνευμα, κτυπούσε κόκκινο. Οι δυο τους αποτελούσαν το ένα από τα δύο σημαντικά ατού του Memphis. Το άλλο ήταν τα καθαρά ποτά του.

    Εκείνο το καλοκαίρι ήλθε στην Ελλάδα ο διάσημος Ιρλανδός μουσικός και πολιτικός ακτιβιστής Bob Geldof. Η συναυλία του που θα γινόταν στο θέατρο του Λυκαβηττού θα είχε κάποιον φιλανθρωπικό σκοπό. Έτσι μου μπήκε η ιδέα να περάσει, αμέσως μετά για ένα ποτό ή για φαγητό από το Memphis. Αν τα κατάφερνα, πράγμα διόλου εύκολο, θα ήταν μια καλή διαφήμιση για το μπαρ. Επικοινώνησα με τον φίλο μου τον Νίκο Μουρατίδη, υπεύθυνο του ελληνικού τμήματος της δισκογραφικής εταιρίας του Geldof, για να του ζητήσω την χάρη. Του άρεσε πολύ η ιδέα αλλά ήταν φορτωμένος με άλλες υποχρεώσεις. Έτσι με παρέπεμψε, για καλύτερο αποτέλεσμα, στην Ελίνα Δελαλοπούλου, την  συνεργάτιδά του και κοινή μας φίλη. Μαζί με την Ελίνα καταστρώσαμε το επιτελικό σχέδιο ρυμούλκησης του διάσημου καλλιτέχνη μετά την συναυλία του στο μπαρ. Όπερ και εγένετο! Δώσαμε μάχη, αλλά στο τέλος τα καταφέραμε. Το ίδιο βράδυ οι πελάτες έβλεπαν με έκπληξη να τριγυρνάει ανάμεσά τους ο Bob Geldof με ένα ποτό στο χέρι και να φωτογραφίζεται με όσους του το ζητούσαν. Είχαμε επιστρατεύσει έναν επαγγελματία επί πληρωμή φωτογράφο γι΄αυτήν την δουλειά. Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν ακόμη ή μάλλον σπάνιζαν. Και πάντως δεν διέθεταν κάμερα. Και δώστου και πάρτου λοιπόν τα φλας μέχρι πρωίας. Εκείνος αντιμετώπιζε με ψυχραιμία και στωικότητα τις εκδηλώσεις συμπάθειας εκ μέρους των θαμώνων στο πρόσωπό του. Υπέμενε τα πάντα μ΄ ένα χαμόγελο.

    Νομίζω ότι η συγκεκριμένη επίσκεψη στο Memphis ήταν η πλέον σημαντική. Κι άλλες πολλές είχαν συμβεί επισκέψεις κατά καιρούς επιφανών προσώπων, όπως για παράδειγμα του Γιώργου Παπανδρέου, μα δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μάτια των πελατών. Μπορεί ενδόμυχα να τους κολάκευε το γεγονός ότι τα έπιναν στον ίδιο χώρο μ΄ εκείνους, αλλά μέχρις εκεί. Κι αυτό γιατί κατά κύριο λόγο το προτιμούσαν οι λάτρεις της μουσικής, όπως είπαμε και λίγο πριν, κι όχι τίποτα ανυποψίαστοι μπαρόβιοι πελάτες. Η καλή μουσική ήταν το σταθερό κριτήριο της αξιολόγησης του κόσμου και ως φυσικό επακόλουθο η μεγάλη προσέλευση. Τέλος, με δυο λόγια πελάτες και εργαζόμενοι περνούσαμε καλά. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και τα κεράσματα σε φίλους και γνωστούς δεν είχαν τελειωμό. Η συμπεριφορά των εργοδοτών ήταν υποδειγματική μέχρι κεραίας. Τα Σαββατόβραδα μετά το πέρας της λειτουργίας υπήρχε έτοιμο φαγητό από την υπεύθυνη της κουζίνας, την Αλεξάνδρα Μαργέτη. Πριν αποχωρήσουμε για τα σπίτια μας,  τρώγαμε όλοι μαζί υπάλληλοι κι αφεντικά κάνοντας πειράγματα και λέγοντας αστεία ο ένας στον άλλο. Υπήρχε φιλική ατμόσφαιρα μεταξύ μας. Στα δύο χρόνια που εργάστηκα στο Memphis μόνο καλά πράγματα έχω να θυμηθώ. Και πολλά ευτράπελα. Όπως η εύστοχη απάντηση της Σούλας Φρίκη στον Κώστα Χαροκόπο για παράδειγμα, όταν ο τελευταίος ζήτησε να «αποβληθούν» δύο μεθυσμένοι κι ασχημονούντες πελάτες. «Συγνώμη, τι περίμενες να συμβεί Κώστα; Μπαρ έχεις και σερβίρεις αλκοόλ. Κι όχι καμιά ΕΒΓΑ με γάλατα…», τον αποστόμωσε κανονικότατα η συγχωρεμένη.

    Η Σούλα Φρίκη – τι όνομα κι αυτό! – έφυγε το ξημέρωμα της 4ης Ιουνίου 1988. Ο Νίκος Επιτροπάκης επέζησε μια εβδομάδα ακριβώς περισσότερο, σε βαθύ κώμα. Υπήρξαν και οι δύο θύματα ένος τροχαίου δυστυχήματος που συνέβη αμέσως μετά το κλείσιμο του μαγαζιού. Ο Νίκος δούλευε στο μπαρ. Έφυγαν μαζί για το ξενοδοχείο «Το Όνειρο» των Εξαρχείων όπου είχαν καταλύσει από την προηγουμένη, όταν διασχίζοντας την Βασιλίσσης Σοφίας τους παρέσυρε ένα διερχόμενο Ι.Χ. που έτρεχε ιλιγγιωδώς. Όταν με ειδοποίησαν κι έτρεξα στο σημείο του δυστυχήματος βρήκα την Σούλα σε μια λίμνη από αίμα. Της μίλησα. Κάτι προσπάθησε κι εκείνη να μου πει. Το πλήθος που είχε στο μεταξύ μαζευτεί γύρω της, μού φώναζε να μη την αγγίξω. Παρά την μεγάλη ταραχή μου υπάκουσα. Ήλθε το ασθενοφόρο και την πήρε. Αλλά μέχρι να φθάσει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, η Σούλα είχε εκπνεύσει. Δεν την πρόλαβα.

    + Στην μνήμη της Σούλας Φρίκη και του Νίκου Επιτροπάκη