Ναυάγησα, όχι σε θάλασσα, ποτέ μου δεν ξανοίχτηκα σε μακρινά
ταξίδια, εν μια νυκτί μες το δικό σου το λιμάνι χάθηκα αύτανδρος.
Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου
-
-
Με το τίποτα ξανοίγομαι σ’ ωκεανούς
ένας σου λόγος τρυφερός μου φτάνει. -
Με το τίποτα ξανοίγομαι σ’ ωκεανούς
ένας σου λόγος τρυφερός μου φτάνει. -
Κάτω απ’ το δέρμα μου κοιμάσαι κι ανασαίνεις
μ’ ένα χαμόγελο ανυποψίαστου μικρού παιδιού. -
Κάτω απ’ το δέρμα μου κοιμάσαι κι ανασαίνεις
μ’ ένα χαμόγελο ανυποψίαστου μικρού παιδιού. -
Δε θα γλιτώσει από σένα, το πήρε απόφαση
μα το χειρότερο, πως κατά βάθος, επιμένει. -
Δε θα γλιτώσει από σένα, το πήρε απόφαση
μα το χειρότερο, πως κατά βάθος, επιμένει. -
Η στάθμη
Η ΣΤΑΘΜΗ
Κάποτε οι λέξεις λιγοστεύουν, καθώς και το νερό στο ξερικό πηγάδι.
Στο φιλιατρό σκυμμένοι φωνάζαμε με δύναμη και αντηχούσε η φωνή
μας, κορμιά ανατριχιασμένα από την έξαψη, ένα παιχνίδι! Με πέτρες
μαντεύαμε τη στάθμη του τα καλοκαίρια. Στο τέλος έμενε μια λάσπη
πλαδαρή και άηχη, δεν είχε δύναμη ο παππούς να σκάψει πιο βαθιά.
Κάποτε κι οι άνθρωποι στερεύουν, χωρίς φωνή, ολόιδιοι με πηγάδια. -
Οι δεξιόχειρες της μοναξιάς
ΟΙ ΔΕΞΙΟΧΕΙΡΕΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Έψαξε το αριστερό μου χέρι, το ελεύθερο
το κράτησε γερά μες το δικό του αριστερό
οι ανάσες όλο πιο κοφτές, λαχανιασμένες
– απόκρημνη πάντα η πλαγιά της μοναξιάς.
Όλο λιγόστευε το φως, κατέβαινε σκοτάδι
το κρύο, το ψιλόβροχο, οι ξαφνικές φωνές
από εκεί κοντά, λίγο μας ένοιαζαν. Ερίζανε
του πάρκου οι σκιές για λίγη άσπρη σκόνη.Έψαξε το χέρι μου, το αριστερό μου χέρι
ήμασταν βλέπετε και οι δύο, δεξιόχειρες. -
Την μοναξιά την καταπίνει με τα τσόφλια,
αμάσητη. Eδώ και χρόνια δεν κάνει πίσω.