Author: Γιώργος Ν. Ευσταθίου

  • Ωραίο μου Πλυντήριο

    Πάει πολύς καιρός από τότε που η τεχνολογία μπήκε για τα καλά στην ζωή μας. Και συνεχίζει τις τελευταίες δεκαετίες, όλο και περισσότερο διαρκώς, να κατακτάει έδαφος, παραμερίζοντας με τις χειροπιαστές υποσχέσεις της, συνήθειες και τρόπους της καθημερινότητας αιώνων, για να μην πω χιλιετιών. Τα πάνω κάτω ήλθαν, όταν εισέβαλε ο ηλεκτρισμός μέσα στα φιλήσυχα νοικοκυριά. Έστειλε αυτομάτως περίπατο τα λαδοφάναρα, τα σπαρματσέτα και τις λάμπες πετρελαίου για τον φωτισμό. Το ξύλινο ψυγείο του πάγου με το βρυσάκι στο πλάϊ για το κρύο νερό το καλοκαίρι, επίσης εκδιώχθηκε κακήν κακώς. Η αλήθεια είναι, πώς ελάχιστα πιο σημαντικά ήταν τα όσα προσέφερε, από το απαρχαιωμένο εκείνο κρεμαστό «φανάρι» με τις σίτες. Ο πάγος έλιωνε σύντομα κι έτσι το φαγητό ξίνιζε χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Άσε δε που συχνά ο παγοπώλης λησμονούσε να περάσει… Ακολούθησαν το πλύσιμο στην τσίγκινη σκάφη καθώς και το σιδέρωμα κατόπιν με πυρωμένο κάρβουνο. Σπίθες μικρές πετάγονταν από τις θυρίδες εξαερισμού στα πλαϊνά του σίδερου με την ξύλινη λαβή -αν δεν ήταν καλά χωνεμένα τα κάρβουνα βεβαίως- και ρήμαζαν τα καλά πουκάμισα του πατέρα. Ποιος τον άκουγε μετά, όταν ετεροχρονισμένα ανεκάλυπτε την ζημιά, θηρίο ανήμερο γινόταν… Ή με τα άλλα σίδερα, από μασίφ μαντέμι καμωμένα, τα λεγόμενα και «βαποράκια» που τα ζέσταιναν, φορές μάλιστα τα ξεχνούσαν μέχρι πυρακτώσεως επάνω στις αναμμένες γκαζιέρες οι αφηρημένες νοικοκυρές, με αποτέλεσμα ν΄ αφήνουν στάμπες κιτρινωπές, σημάδια ανεξίτηλα στα λινά και τα βαμβακερά ασπρόρουχα κατά το σιδέρωμα. Όλα αυτά αντικαταστάθηκαν, και καλώς συνέβη, από τις ηλεκτρικές συσκευές.

    Αλλά και πόσοι άλλοι ήλθαν ακόμη εκσυχρονισμοί, πόσες και πόσες φοβερές ανακαλύψεις –ων ουκ έστιν αριθμός- κατέφθασαν εν μια νυκτί ή μιαν ωραία πρωΐα, ως αποτέλεσμα πάντοτε θαυμαστό της καλπάζουσας προόδου! Που βεβαίως διευκόλυναν σημαντικά την ζωή μας, αλλά με τον τρόπο τους, μας κατέστησαν ταυτοχρόνως εξαρτημένους και δέσμιους. Εγώ όμως θέλω να σας μιλήσω εδώ για το «ωραίο μου πλυντήριο*» και δεν είναι μια τυχαία επιλογή. Έχω μιαν ιδιαίτερη αδυναμία σ΄ αυτό το ξεπερασμένο, προ πολλού είναι η αλήθεια, θαύμα της τεχνολογίας. Για να καταλάβετε τι εννοώ, θα πρέπει να πάμε αρκετά πίσω και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Υπήρξα ορκισμένος εργένης από την περίοδο της εφηβείας μου. Όταν στα εικοσιτρία «αυτομόλησα» της πατρικής εστίας, αναγκάστηκα να πάρω την ζωή στα χέρια μου. Και τότε διεπίστωσα ότι το τίμημα της ελευθερίας ήταν αρκετά βαρύ. Εκτός του μεροκάματου για να ψωμίζομαι, έπρεπε να φροντίζω από μόνος μου κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Θεωρητικά βεβαίως τα γνώριζα όλα, μπορούσα εύκολα να τα απαριθμήσω ένα προς ένα. Στην πράξη όμως μου φάνηκαν βουνό. Κουτσά στραβά εκπαιδεύτηκα, ας έκανα κι αλλιώς αν μπορούσα. Τα τελευταία χρόνια έφτασα μάλιστα να θεωρούμαι υπόδειγμα νοικοκυροσύνης και μάγειρας εξαίρετος. Εκεί που σκάλωνα μονίμως ήταν το πλύσιμο των ρούχων στο χέρι. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλα, δεν τα κατάφερνα καθόλου καλά. Βαριόμουν φρικτά την όλη διαδικασία, την απέφευγα όπως ο διάβολος το λιβάνι… Από την άλλη ήμουν καλομαθημένος, μου άρεσαν τα φρεσκοπλυμένα και μοσχοβολιστά ρούχα. Τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα, τα λευκά, τριζάτα σεντόνια και οι πετσέτες στο μπάνιο, λευκές επίσης, ήθελα να είναι πάντοτε φρέσκες.

    Μέχρι το 1991 που η μητέρα μου ήταν εν ζωή, έβαλα νερό στο κρασί μου, και συμβιβάστηκα με την δελεαστική πρότασή της να τα πλένει και πάλι εκείνη. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις μου, υποχώρησα εύκολα και άρχισα να πηγαινοέρχομαι στο πατρικό σπίτι με το σακ βουαγιάζ ντίγκα στο άπλυτο ρούχο. Και να το παραλαμβάνω σε μερικές ημέρες με όλα μου τα ρούχα καθαρά και τακτοποιημένα ανά κατηγορία. «Μόλις φτάσεις στο τσαρδί σου να το αδειάσεις αμέσως και φρόντισε, σε παρακαλώ, να κρεμάσεις ένα – ένα τα πουκάμισα να μην σου τσαλακωθούν», με συμβούλευε κάθε φορά, τα ίδια και τα ίδια… Σπανίως ακολουθούσα τις υποδείξεις της. Πολύ θα της κακοφαίνονταν και σίγουρα θα μου θύμωνε, εάν ήξερε η καϋμένη η μητέρα, ότι ακουμπισμένο σε μια γωνιά του υπνοδωματίου το σακ βουαγιάζ, έκανε χρέη πρόχειρης ντουλάπας. Ποτέ σχεδόν τα καθαρά δεν μεταφέρθηκαν από εκεί στην κανονική τους θέση. Συνήθως το άδειαζα σιγά – σιγά επιλέγοντας κάθε φορά τι θα φορέσω και το ξαναγέμιζα με τα άπλυτα την ημέρα της μεταφοράς τους. Ήταν θυμάμαι κατακαλόκαιρο του ΄79, όταν μετά από δική της πίεση, αποφάσισα να ενδώσω επιτέλους και να της πάω την πενιχρή προίκα μου για πλύσιμο. Από τότε που μερικούς μήνες πριν είχα χωρίσει τα τσανάκια μου κι έμενα μόνος, η σκάφη δεν με είχε δει -η μπανιέρα πιο σωστά- για μπουγάδα. Για αγορά πλυντηρίου ούτε λόγος να γίνεται. Τα σεντόνια μου λοιπόν ήταν σε ελεεινή κατάσταση, είχαν πιάσει κανονική κόρα. Ο παλιοκαιρισμένος ιδρώτας λόγω της εποχικής ζέστης τα είχε κάνει αγνώριστα. Μόλις τα ξεδίπλωσε, έφριξε στην θέα της απλυσιάς, έχασε το χρώμα της. «Σ΄ αυτά τα άθλια σεντόνια κοιμάται το παιδί μου;», μονολογούσε για ώρα απογοητευμένη. «Δεν μπορούσες τουλάχιστον να τ΄ αλλάξεις;», με ρώτησε κάποια στιγμή. «Δεν έχω άλλο ζευγάρι, παράτα με τώρα», απάντησα απότομα, δήθεν ενοχλημένος, αλλά με την ουρά κάτω από τα σκέλια. Και τότε άνοιξε την καλή σερβάντα και ξεχώρισε τρεις – τέσσερις καινούργιες «αλλαξιές» να τις πάρω μαζί μου φεύγοντας. Αχ, βρε μαμά!

    Δεν είμαι τόσο αφελής, ώστε να μην καταλαβαίνω ότι πίσω από την κάθε μορφή αυτοθυσίας και προσφοράς της μάνας, υπάρχει συνήθως και κάποιος αθέατος, ένας τόσο δα μικρός δόλος… Στην περίπτωσή μας μπορούσε να έχει, μέσω των ρούχων, μιαν έστω υποτυπώδη ενημέρωση για τις δραστηριότητές μου. Όλα τα παρατηρούσε και όλα τα έλεγχε, δεν της ξέφευγε το ελάχιστο. Το καταλάβαινα αυτό από τα διάφορα σχόλια που έκανε κατά καιρούς και τις πλάγιες «αθώες» ερωτήσεις της. Δεν βαριέσαι όμως, ήμουν μαθημένος και ήξερα καλά να ξεγλιστράω από τις παγίδες της. Εννοείται ότι δεν παρέλειπε, μαζί με τα πλυμένα που παραλάμβανα, να με φορτώνει πεισματικά, παρά τις αντιρρήσεις μου τις προσχηματικές βεβαίως, μ΄ ένα σωρό φαγητά και λιχουδιές, που ομολογουμένως πολύ μου είχαν λείψει και τις λαχταρούσα. Ήταν όλα συσκευασμένα στα περιλάλητα Tapper Wears της εποχής, το κρυφό καμάρι της, ειδικά φυλαγμένα στο ψυγείο για τον «άσωτο υιό». Και ανάμεσα στα φιλιά και τα αντίο η μόνιμη επωδός της: «Σε παρακαλώ, θυμίσου να μου φέρεις πίσω τα Tapper. Πρόσεξε μη μου τα χάσεις, άλιμονό σου…». Τα έχει περιγράψει θαυμάσια όλα η Λίνα Νικολακοπούλου στους στίχους της. Το τραγούδι «Μαμά γερνάω» στην μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη, με την φωνή της Τάνιας Τσανακλίδου, είναι μια υπέροχη ελεγεία της δικής μας παρατεταμένης εφηβείας και το δύσκολο πέρασμά της –ή την προσπάθεια έστω!– στην άχαρη ενηλικίωση.

    Αυτό το βιολί συνεχιζόταν σταθερά μέχρι την στιγμή που ξαφνικά αρρώστησε βαριά η μητέρα κι ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. Το κακό την βρήκε στα πενήντα επτά της και την αποτελείωσε πέντε χρόνια αργότερα, στα εξήντα δύο. Ήμουν απροετοίμαστος, όλα ήλθαν τα πάνω – κάτω. Ήταν πολύ νωρίς. Έτσι κι αλλιώς, όταν πρόκειται για τους γονείς μας, όταν κινδυνεύουμε να τους χάσουμε οριστικά, ανεξαρτήτως αν είναι σε προχωρημένη ηλικία ή όχι, νιώθουμε πάντοτε πως είναι νωρίς, πολύ νωρίς να τους συμβεί το αναπότρεπτο. Και τότε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, είχα να αντιμετωπίσω και το άχαρο πλύσιμο των ρούχων. Ίσως να σας φανεί παράδοξο αλλά το ενδεχόμενο να αποκτήσω πλυντήριο τo αντιμετώπιζα με δέος. Όχι λόγω κόστους. Η επιλογή του προγράμματος, το χρωματικό ξεχώρισμα των ρούχων, η διάρκεια του πλυσίματος, όλα μου φαίνονταν βουνό. Δεν ξέρω γιατί, μα εγώ θεωρούσα ότι είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο! Έτσι, υποχρεώθηκα να βάζω αποβραδίς τα άπλυτα στην μπανιέρα με ζεστό νερό και απορυπαντικό, με την σκέψη πως την επομένη που θα ξυπνήσω, θα τα πλύνω. Αμ δε! Μπορούσαν να παραμείνουν εκεί τρεις και τέσσερις ημέρες. Εν τω μεταξύ, τύχαινε βεβαίως να χρειάζομαι την μπανιέρα για να κάνω ντους. Το πρώτο διάστημα τα μετέφερα σε λεκάνες και τα άφηνα να με περιμένουν… Στο τέλος, βαριεστημένος κι αδιαφορώντας για τα ρούχα που ήταν ήδη από μέρες στο «μούσκιο», έμπαινα μέσα στην μπανιέρα κι εγώ. Δηλαδή, άστα να πάνε. Μέχρι που κατέφθασε στην πόρτα μου ένα ωραίο πρωί το πρώτο πλυντήριο της ζωής μου, δώρο του φίλου μου Κωστάκη. Ήταν ένα «όρθιο» της SIEMENS, ακόμη αυτό έχω. Μα και τότε, με επιφύλαξη το αντιμετώπισα. Ούτε καν μπήκα στον κόπο να το συνδέσω. Για μήνες έστεκε μέσα στο κουτί του αχρησιμοποίητο, ως έπιπλο του καθιστικού! Μόνο όταν μετακόμισα σε άλλο σπίτι, εδέησε επιτέλους κι αποφάσισα να το βάλω σε λειτουργία.

    Και τότε έγινε κάτι απροσδόκητο. Όταν διαπίστωσα πόσο απλή κι εύκολη είναι η λειτουργία του και από τι μεγάλο μπελά με είχε γλυτώσει, ένιωσα απέραντη ευγνωμοσύνη γι΄ αυτήν την άψυχη μηχανή. Ήταν σαν κάποιος να είχε αναλάβει ξαφνικά την καθαριότητα των ρούχων μου. Έκτοτε από συμπάθεια κι εκτίμηση στην προσφορά του, το φροντίζω ανελλιπώς. Μετά την κάθε πλύση το σκουπίζω καλά κι αφήνω ανοιχτή την πόρτα του να στεγνώνει. Και δεν είναι λίγες οι φορές, ακόμα και σήμερα έπειτα από είκοσι οκτώ χρόνια συμβίωσης, που στην θέα του και μόνο, ένα αίσθημα τρυφερότητας με κατακλύζει. Οι στενοί φίλοι δεν άργησαν να καταλάβουν την ιδιαίτερη «σχέση» μου, με αποτέλεσμα να με πάρουν στο ψιλό… Λίγο με νοιάζει. Άλλωστε δεν το έκρυψα από κανέναν ότι το ωραίο μου πλυντήριο είναι για μένα η αγαπημένη μου οικιακή συσκευή.

     

    *Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας του Στίβεν Φρίαρς, «My Beautiful Laundrette», 1985.

  • Το παιδί από την Κρήτη

    Ήταν Φθινόπωρο του ΄79, πριν από σαράντα ακριβώς χρόνια. Έπεφτε το σούρουπο γλυκά κι εγώ περπατούσα μόνος στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου, μόλις δυο βήματα από το «κοινόβιο» όπου έμενα στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Συνήθιζα να βολτάρω ευτυχής, καθημερινά σχεδόν, στην σκιά της Ακρόπολης μη παραλείποντας να μακαρίζω ενδομύχως τον εαυτό μου για την τόση εύνοια της τύχης στο πρόσωπό μου. Δεν θυμάμαι αν είχα βγει επί τούτου προς περίπατο ή αν από κάπου επέστρεφα, όταν έπεσα ξαφνικά επάνω στον σχετικά πρόσφατο τότε φίλο μου Γιώργο Κουμεντάκη, τον μετέπειτα σημαντικό συνθέτη και νυν διευθυντή της «Εθνικής Λυρικής Σκηνής του ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος», συνοδευόμενον από έναν συνομήλικό του. «Είναι ο Νίκος Αλεξίου, Κρητικός κι αυτός από τα μέρη μου. Ήλθε από το Ρέθυμνο για σπουδές στην Αθήνα», φρόντισε να μου δώσει τις πρώτες συστάσεις σχετικές με φίλο του, το μελαχρινό αγόρι με τα κατσαρά μαλλιά και το ευειδές πρόσωπο, που βρισκόταν στο πλάϊ του. Σφίξαμε τα χέρια. Όπως ήταν φυσικό, μιας και βρισκόμασταν στην γειτονιά μου, τους κάλεσα να έλθουν από το σπίτι. Αργά το βράδυ κατά την αποχωρησή τους, ο Νίκος αντί ν΄ ακολουθήσει τον Γιώργο, προτίμησε να παραμείνει. Ολοφάνερο ήταν στους παρευρισκόμενους, στους φίλους που ο ένας μετά τον άλλον είχαν στο μεταξύ καταφθάσει, ότι κάτι «έτρεχε» μεταξύ μας. Υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένας ηλεκτρισμός, σημάδι της έντονης επιθυμίας μας για ξεμονάχιασμα. Εκείνος μόλις είχε πατήσει τα δεκαεννιά κι εγώ ήμουν τότε στα εικοσιτέσσερα.

    Από εκείνο το πρώτο βράδυ και για μεγάλο διάστημα στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο σπίτι που ήδη συγκατοικούσα με τον Γιώργο Παυριανό. Μου δήλωσε ότι το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ν΄ ασχοληθεί με τα εικαστικά, ένιωθε σίγουρος γι΄ αυτό. Και πως λίγο τον ένοιαζε αν θα τα κατάφερνε να περάσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Η αλήθεια είναι πως, μου ακούστηκε κάπως σνομπ μια τέτοια αφ΄ υψηλού δήλωση, αλλά δεν έδωσα και ιδιαίτερη σημασία. Νέος είναι σκέφτηκα, το δικαιούται να μιλάει έτσι -λες κι εγώ ήμουν ωριμότερος, αλλά τέλος πάντων. Κι αν έχει ταλέντο, καλώς πράττει. Αν όχι, θα υποχρεωθεί να ξεπεζέψει, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Τον περνούσα βλέπεις τέσσερα χρόνια κι αυτό με έβαζε αυτομάτως στον άχαρο ρόλο του «μεγάλου» ή του κάπως σοφότερου. Πολλές φορές αποτραβιόταν ήσυχα στο καθιστικό του σπιτιού, «κατέβαζε τα ρολά» και σκιτσάριζε σ΄ ένα μεγάλο μπλοκ με τις ώρες. Σπάνια μου επέτρεπε να δω τι είχε κάνει. Συνήθως το έκλεινε απότομα και άλλαζε κουβέντα. Τις δυο – τρεις φορές που τον πέτυχα πιο χαλαρό ή πιο ικανοποιημένο ίσως από το αποτέλεσμα και με άφησε έτσι να ρίξω μια ματιά στην δουλειά του, διαπίστωσα ότι τα σχέδιά του είχαν πραγματικό ενδιαφέρον. Ήταν πρωτότυπα και με συγκεκριμμένη άποψη, σαφή και ολοκληρωμένη. Ειλικρινά όμως δεν υποψιαζόμουν ούτε κατ΄ ελάχιστο την μετέπειτα εξέλιξή του, το σπάνιο ταλέντο που ξεδίπλωσε, την μεγάλη καταξίωση που εισέπραξε, άμα τη εμφανίσει του σχεδόν, στον χώρο των εικαστικών τεχνών και της σκηνογραφίας.

    Κατά καιρούς κατέφθανε από το Ρέθυμνο ένα δέμα με όλου του κόσμου τις λιχουδιές, το έστελναν οι οικείοι του για το κοπέλι τους. Το άνοιγε και πλημμύριζε το σπίτι μας από αρώματα. Κάναμε τρελά γλέντια. Αν υπήρχε μέσα και καμιά φιάλη ρακή, του δίναμε να καταλάβει. Μια φορά στα πρωτοβρόχια ανέβηκα στον παρακείμενο λόφο του Φιλοπάππου και μάζεψα σαλιγκάρια. «Εμείς στην Κρήτη τους λέμε χοχλιούς και τους κάνουμε μπουμπουριστούς στο τηγάνι με δεντρολίβανο», με πληροφόρησε ο φίλος μου. «Εμείς στην Εύβοια, στην Κύμη τουλάχιστον, τα σαλιγκάρια συνηθίζουμε να τα κάνουμε στιφάδο. Θα φας και θα μου πεις αν σου αρέσουν», έσπευσα να διαφοροποιηθώ του λόγου μου. Με την υπερβολή που συχνά με διακρίνει μάζεψα πολλά, πάρα πολλά, με είχε πιάσει το ταμάχι, γέμισα δυο μεγάλες κατσαρόλες. Τους έριχνα συνεχώς για δυο ημέρες αλεύρι να βοσκήσουν και να αποβάλλουν έτσι τις ακαθαρσίες τους. Την τρίτη ήλθε το μαγείρεμα. Έπρεπε πρώτα να τα πλύνω γερά, κάτι που όμως πολύ με δυσκόλευε πρακτικά. Ο νεροχύτης δεν επαρκούσε. Τότε λοιπόν κι εγώ τα έριξα στην μπανιέρα και τα πέρασα πολλά χέρια με καθαρό νερό! Το θέαμα ήταν παράδοξο, οι συγκάτοικοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Το βράδυ όμως έπεσε σύρμα στην παρέα κι έγινε ένα φαγοπότι από τα αξέχαστα, κοντέψαμε να σκάσουμε από τα σαλιγκάρια στιφάδο που φάγαμε. Μας έπιασε κυριολεκτικά ο λαιμός μας από το ατελείωτο ρούφηγμα που κάναμε…

    Αξέχαστες θα μου μείνουν επίσης οι λίγες μέρες που περάσαμε παρέα με άλλους φίλους στην Πεντέλη. Ήμασταν καλεσμένοι από τον Δημήτρη Παπαδημητρίου στο εξοχικό σπίτι των γονιών του. Ο Αλεξίου κατέφθασε μόνος του προερχόμενος από την Κρήτη την μεθεπόμενη της δικής μας άφιξης. Μόλις αποβιβάστηκε από το αεροπλάνο στο «Ελληνικό», άρπαξε ένα ταξί κι ήλθε κατ΄ ευθείαν στην Πεντέλη, ξοδεύοντας έτσι όλο το χαρτζιλίκι του σχεδόν. Εκτός βεβαίως του οικοδεσπότη, το παρόν έδωσαν οι Δημήτρης Λέκκας, Θύμιος Παπαδόπουλος, Τάκης Κωνσταντακόπουλος, ο επονομαζόμενος και «μαέστρος», όλοι τους μουσικοί, ο Γιώργος Παυριανός κι εγώ. Κανονική ανδροπαρέα. Ήμασταν μαζεμένοι έξι νοματέοι και με την άφιξη του Αλεξίου συμπληρώσαμε τον μαγικό αριθμό επτά! Το τι φαγητό έπεσε δεν περιγράφεται. Τι γιουβετσάδες, τι αρνάκια και κατσικάκια στην λαδόκολλα, άσε δε εκείνες τις περίφημες αστακομακαρονάδες, τις μεταμεσονύκτιες που σκαρώναμε κατά το μέσον των ατέρμονων συζητήσεων, για την λιγούρα. Είναι γνωστός καλοφαγάς και ορκισμένος ξενύχτης ο Παπαδημητρίου. Και ως καλοφαγάς είναι και δεινός μάγειρας. Εγώ τότε ήμουν αρχάριος ακόμη, αλλά τον βοηθούσα αρκετά. Ο Θύμιος και οι υπόλοιποι είχαν αναλάβει το πλύσιμο των πιάτων και της γενικότερης καθαριότητας. Όταν κάποτε έφτανε κατά το χάραμα η ώρα του ύπνου, εγώ με τον Νίκο μεταφερόμασταν μπαϊλντισμένοι, ξέχωρα από τους υπολοίπους, στον ανεξάρτητο εκτός του κεντρικού σπιτιού ξενώνα, που «τιμητικά» μας είχε παραχωρηθεί, για μεγαλύτερη ιδιωτικότητα. Αγνοούσαμε όμως ότι υπήρχε ενδοσυνεννόηση, κάτι που μόλις πρόσφατα πληροφορήθηκα. Μιλούσαμε ανυποψίαστοι πως κάθε μας κουβέντα ακούγεται από την ομήγυρη και γίνεται αντικείμενο σχολιασμού και μεγάλου χαβαλέ. Δεν βαριέσαι όμως. Δίναμε ερήμην μας τροφή –και τι τροφή εδώ που τα λέμε!– για κουτσομπολιό στους αδιάκριτους φίλους μας.

    Εκείνες τις ημέρες χρειάστηκε θυμάμαι να μιλήσω στον Μάνο Χατζιδάκι για ένα θέμα που είχε προκύψει σχετικά με τις εκπομπές μου στο Τρίτο Πρόγραμμα. «Προτιμώ να μου τα πείς από κοντά. Έλα το βράδυ στον Μαγεμένο Αυλό», μου είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Ο Μαγεμένος Αυλός ήταν, ως γνωστόν, το μόνιμο στέκι του. Κόσμος και λαός περνούσε κάθε βράδυ από εκεί να τον συναντήσει. Και όλοι εθεωρούντο «καλεσμένοι» του, δεν επέτρεπε ποτέ και σε κανέναν να βάλει το χέρι στην τσέπη παρουσία του. Τα πάντα ήταν κερασμένα από εκείνον. Ο Αλεξίου που πολύ ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά, μου ζήτησε να έλθει στην συνάντηση. «Γιατί όχι; Δεν νομίζω ότι θα ενοχληθεί από την παρουσία σου ο Χατζιδάκις. Είναι τύπος ανοιχτός. Άλλωστε του αρέσει να γνωρίζει νέους ταλαντούχους ανθρώπους, όπως είσαι εσύ», του είπα. Καθήσαμε σ΄ ένα απόμερο τραπέζι οι δυο μας, χώρια από το πολυπληθές τραπέζι του Χατζιδάκι. Μας είδε και εγκαταλείποντας την παρέα του, έσπευσε να έλθει στο δικό μας. Αφού τακτοποίησε με συνοπτικές διαδικασίες το θέμα που με απασχολούσε, η προσοχή του εστράφη προς τον νεαρό φίλο που με συνόδευε. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να πληροφορηθεί οτιδήποτε σχετικό με την ζωή και τα σχέδιά του για το μέλλον. Κι ενθουσιάστηκε πολύ όταν έμαθε ότι κατάγονταν από το ίδιο μέρος της Κρήτης. Έλεγε τολμηρά αστεία κι έκανε χαριτωμένους υπαινιγμούς για το πατροπαράδοτο έθιμο του τόπου τους να «κλέβουν» το αγαπημένο πρόσωπο, ακόμα και παρά την θέλησή του. Η δική μου παρουσία έδειχνε να μην τον απασχολεί και τόσο, ούτε να του ανακόπτει στο ελάχιστο την επίθεση γοητείας που, ευθύς εξ αρχής είχε δρομολογήσει και που, αν μη τι άλλο, την γνώριζα καλά και από πρώτο χέρι. Αγνοούσε επιδεικτικά σχεδόν το ενδεχόμενο να μην ήμαστε απλώς φίλοι, αλλά και κάτι περισσότερο. Παρατηρούσα με ψυχραιμία τα τεκτενόμενα και από μέσα μου μάλλον τον θαύμαζα, παρά του θύμωνα γι΄ αυτήν την εφηβική παρόρμηση που ξαφνικά τον είχε συνεπάρει. Δεν ένιωθα άλλωστε απειλούμενος… Λίγο καιρό μετά ο φίλος μου Νίκος Αλεξίου γοητευθείς, προσεχώρησε τελικά τοις πολεμίοις! Και με δική του πλέον πρωτοβουλία, εισήλθε στον στενό κύκλο του Μάνου Χατζιδάκι.

    Μετά χαθήκαμε. Μάθαινα κατά καιρούς τα νέα του από τις καλλιτεχνικές στήλες των εφημερίδων πλέον και καμάρωνα κρυφά για την επιτυχία που σημείωνε. Κορυφαία στιγμή στην καριέρα του ήταν η εκπροσώπηση της Ελλάδας το 2007 στην 52η Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο «End», φτιαγμένο από δαντελωτά κοπτικά μοτίβα σε χαρτί και εμπνευσμένο από το δάπεδο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Βρέθηκε εκεί για πρώτη φορά το 1995 όπου έμεινε για πέντε μήνες. Η πνευματικότητα, το μυστήριο, ο ασκητισμός και η μεταφυσική του χώρου επηρέασαν βαθιά το έργο του. Δοκιμάστηκε επιτυχώς και στην θεατρική σκηνογραφία. Χαρακτηριστική ήταν η δουλειά του στις παραστάσεις «Μήδεια» του Δημήτρη Παπαϊωάννου, την «Πουπέ» της Άννας Κοκκίνου στο θέατρο Σφενδόνη και στο έργο «Ταξίδι μακριά» της Λούλας Αναγνωστάκη που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης. Τελευταία φορά που μιλήσαμε ήταν στο σπίτι του την Άνοιξη του 2000. Έμενε τότε σ΄ ένα διαμέρισμα πίσω από την Εθνική Πινακοθήκη, στην αρχή της Σπύρου Μερκούρη στο Παγκράτι. Είχε κάνει τα σκηνικά για την επανεμφάνιση της Ελένης Βιτάλη στο «Αερικό». Αυτό ακριβώς στάθηκε και η αφορμή, έπειτα από τόσα χρόνια, να βρεθούμε και πάλι από κοντά. Επρόκειτο να συναντήσω εκεί την σημαντική τραγουδίστρια για τις ανάγκες μιας συνέτευξης που θα μου παραχωρούσε και θα δημοσιευόταν στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ», όπου και εργαζόμουν ως δημοσιογράφος. Το ραντεβού ήταν κανονισμένο από τον κοινό μας φίλο Γιώργο Μητρόπουλο. Είχε κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τότε που, παιδιά σχεδόν και οι δύο, κάναμε παρέα. Πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και μείναμε έτσι ακίνητοι κι αμίλητοι για αρκετή ώρα.

    Ώσπου στις αρχές του 2011 έμαθα ξαφνικά ότι δεν ήταν καλά στην υγεία του. Διακριτικά κρατήθηκα σε απόσταση. Και λίγο μετά, στις 25 Φεβρουαρίου συγκεκριμμένα, πληροφορήθηκα πως έφυγε από την ζωή. Ξεπροβόδισα το παιδί από την Κρήτη στο νεκροταφείο της Καισαριανής με λευκά τριαντάφυλλα, «ωραία λουλούδια κι άσπρα ως ταίριαζαν πολύ».

  • Μια εκδρομή στο Άγιον Όρος

    Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα επισκεπτόμουν τον Άθω. Η παρθενική μου επαφή με το Άγιον Όρος είχε συμβεί μερικά χρόνια πριν, το 1990, όταν βρέθηκα εκεί για τις ανάγκες ενός ρεπορτάζ που είχα αναλάβει εκ μέρους του Marie Claire. Ήταν η εναρκτήρια συνεργασία μου με το περιοδικό, το πρώτο μου θέμα, και ήμουν ιδιαίτερα αγχωμένος. Έπρεπε να τα καταφέρω παρά την δυσκολία του εγχειρήματος που, αν μη τι άλλο, ήταν και δική μου ιδέα. Κι αυτό γιατί, οι μοναχοί λόγω ιδιοσυγκρασίας και του σχήματός τους βεβαίως, είναι στην πλειοψηφία τους, έτσι κι αλλιώς, λιγομίλητοι κι επιφυλακτικοί με όλους εμάς τους «κοσμικούς» επισκέπτες. Όταν μάλιστα καταλάβαιναν, από τις ερωτήσεις μου ή από την προσπάθεια του Χάρη Χριστόπουλου να τους φωτογραφίσει, ότι ήμασταν «δημοσιογράφοι», κλεινόντουσαν σαν στρείδια και μας απέφευγαν. Έχοντας κατ΄ επανάληψη «καεί από το κουρκούτι, φύσαγαν και το γιαούρτι». Τέλος πάντων, όλα πήγαν κατ΄ ευχήν και το ρεπορτάζ που ετοίμασα, ισορροπημένο και διακριτικό στην αντιμετώπιση των Άγιων Πατέρων, άρεσε πολύ. Εγώ δε γύρισα πίσω στα εγκόσμια, γοητευμένος από την μοναστική ζωή και την ατμόσφαιρα της υπερχιλιετούς βυζαντινής παράδοσης που συνάντησα εκεί, μιας παράδοσης πραγματικά ολοζώντανης και τόσο κατανυκτικής!

    Έκτοτε αρκετές φορές επέστρεψα προσκυνητής ταπεινός, νοσταλγός πάντοτε της ψυχικής κάθαρσης και του πρώτου εξαγνισμού που ερήμην μου αξιώθηκα, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως, πως δεν συνυπήρχε πάντοτε και κάποιος, ας το πούμε, εκδρομικός χαρακτήρας στην αποφασή μου να μεταβώ στο Άγιον Όρος. Ώσπου τον Οκτώβριο του 1996 έπεσε και πάλι από την παρέα η ιδέα να την κάνουμε για επάνω. Είχαν σφίξει και τότε τα πράγματα, για διαφορετικούς λόγους στον καθένα μας, και αναζητούσαμε όλοι μας μια ψυχική αποσυμπίεση. Συμμετοχή δήλωσαν από τους παλαιούς «μύστες» οι φίλοι Δημήτρης Ξανθούλης και Γιώργος Παυριανός. Ζωηρό ενδιαφέρον εκδήλωσε επίσης, ως νεοφώτιστος, ο φωτογράφος Γιώργος Καλφαμανώλης κι από κοντά ο βοηθός του Ντάνος Τσέλιος. Τέσσερις αυτοί κι ένας εγώ πέντε. Ήμασταν ότι πρέπει αριθμητικά, ούτε λίγοι ούτε πολλοί, για την πολυπόθητη απόδραση. Με το πρώτο πρωινό δρομολόγιο της Ολυμπιακής πετάξαμε για την Θεσσαλονίκη κι από εκεί με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ φθάσαμε στο λιμάνι της Ουρανούπολης. Βγάλαμε τα απαραίτητα «διαμονητήρια» και μπήκαμε στο πλοιάριο που θα μας πήγαινε στην Δάφνη, το επίνειο του Αγίου Όρους. Η θάλασσα ήταν λάδι και μια γλυκιά ησυχία επικρατούσε στο κατάστρωμα με τους ταξιδιώτες. Μόνο τα κρωξίματα των γλάρων διέκοπταν κατά διαστήματα την γαλήνη της διαδρομής. Όταν όμως εμφανίστηκε να κολυμπάει σε μικρή απόσταση από εμάς ένα κοπάδι δελφινιών, κάνοντας κάθε τόσο χαριτωμένες βουτιές και άλλα τσαλίμια, έσπευσαν όλοι να μετακινηθούν για να τα θαυμάσουν. Ήταν το πιο απρόσμενο κι όμορφο συνάμα καλωσόρισμα που θα μπορούσε να μας συμβεί. Άλλο αν την υποδοχή αυτή των δελφινιών κάποιοι την εξέλαβαν, λόγω εσωτερικής ανάγκης προφανώς, ως θεϊκό τάχα σημάδι!

    Αποβιβαστήκαμε και ακολουθήσαμε την πεπατημένη. Ανεβήκαμε με το λεωφορείο στις Καρυές κι από εκεί το κόψαμε πεζή. Είχε μεσημεριάσει πλέον. Ήταν ένα από εκείνα τα γλυκά Φθινοπωρινά μεσημέρια που δυστυχώς στην πόλη περνούν απαρατήρητα, ενώ αντίθετα μέσα στην φύση αποκτούν την αξία που τους ταιριάζει. Ήταν και η εκδρομική διάθεσή μας βεβαίως, νιώθαμε αλλιώς, είχαμε γίνει και πάλι παιδιά εν φυσική αθωότητι τελούντα, έτοιμα όμως και για κάθε είδους σκανταλιά. Βγάλαμε τα μπουφάν και τα ρίξαμε στους ώμους. Η παρέα χαλαρή και σε πλήρη σύμπνοια, όλο αστεία, πειράγματα και γέλια,
    κινούσε για την μονή Σταυρονικήτα, την πιο κοντινή στην διαδρομή μας για διανυκτέρευση. Προορισμός μας ήταν η μονή της Μεγίστης Λαύρας, η παλαιότερη, η πρώτη τη τάξει του Όρους και τόσο προσφιλής σε όλους, πλην όμως έπεφτε πολύ μακριά. Εκτός κι αν ήμασταν τυχεροί και περνούσε κανένα αυτοκίνητο, κάποιο φορτηγό ίσως που πήγαινε φορτωμένο με πράγματα προς εκείνη την κατεύθυνση, και μας έπαιρνε μαζί του. Δεν είχαμε προλάβει ούτε χιλιόμετρο πεζοπορίας να κάνουμε όταν ω του θαύματος, πέρασε ένα φορτηγό με ανατρεπόμενη καρότσα που θα άφηνε κάποια οικοδομικά υλικά στην Λαύρας. Σκαρφαλώσαμε σαν γηραλέοι αίλουροι στην καρότσα και κρατηθήκαμε γερά να μην σαβουρντιστούμε! Ο χωματόδρομος σπαρμένος κοτρώνες και ξαφνικές λακούβες προκαλούσε μεγάλους κλυδωνισμούς κι αναταράξεις στο ταλαίπωρο όχημα, εμείς όμως απολαμβάναμε το συνεχές «κοσκίνισμα» πανευτυχείς.

    Αντί για τον ξενώνα της μονής που ήταν παραπλεύρως από το Αρχονταρίκι, εμείς είχαμε την εύνοια να καταλύσουμε στο φιλόξενο κονάκι του ιερομόναχου και Πνευματικού μου τω καιρώ εκείνω, του «γέροντα» Προδρόμου. Τα βράδια, όταν επιτέλους τελείωνε με τα ουκ ολίγα διακονήματα που είχε αναλάβει, επέστρεφε στο κελί του. Το μόνο που ζητούσε από εμένα, κι αυτό χάριν της οικειότητας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας, ήταν ένα ζεστό κακάο με μπόλικη ζάχαρη. Οι υπόλοιποι είχαμε όλο το ελεύθερο να καταναλώνουμε τσιπουράκι από την δαμιτζάνα. Μας επέτρεπε να πιούμε, αλλά με μέτρο πάντοτε, κάνα δυο, άντε τρία το πολύ. Κι όταν μας έκοβε η λόρδα, αν δεν ήταν ημέρα νηστείας, Τετάρτη ή Παρασκευή, μπορούσαμε να φτιάξουμε και καμιά ομελέτα για να διασκεδάσουμε την πείνα μας. Εκείνος περιορίζονταν πάντοτε στο ψωμί και τις ελιές, μαζί με λίγο χαλβά που πολύ του άρεσε. Μαζευόμασταν στο τζαμικιάνι, το εξωτερικό χαγιάτι του κελιού με τα πολλά τζαμιλίκια και την υπέροχη τις νύχτες με πανσέληνο θέα του προς το «κάθισμα» του Ρωμανού του Μελωδού. Στριμωγμένοι όλοι πέριξ του γέροντα πιάναμε τις συζητήσεις. Ποτέ δεν μας χάλασε το χατήρι να καθήσει μαζί μας. Και ποτέ δεν μας αποπήρε για τις αστοχίες του λόγου μας ή τις αφέλειες που συχνά – πυκνά, ελαφρά τη καρδία, εκστομίζαμε. Με κατανόηση και πολύ χιούμορ μας έβαζε στην θέση μας… Όταν
    κατάκοπος άρχιζε κάποτε να χασμάται, κάνοντας ταυτοχρόνως το σημείο του σταυρού στο μισάνοιχτο στόμα του, μας καληνυχτούσε και διακριτικά απεσύρετο στο δωματιό του να πλαγιάσει. Πριν αποχωρήσει από την ομήγυρη μας υπενθύμιζε ότι καλό θα ήταν να έχουμε τον νου μας, να μην μας πάρει ο ύπνος και δεν μεταβούμε στον ναό για την θεία λειτουργία που θα άρχιζε, όπως πάντα, γύρω στις τρεις το πρωί. Εκείνος πάντως, ξέροντας την αδυναμία μας για χουζούρι, πριν φύγει για τον ναό, κτυπούσε διστακτικά την πόρτα του δωματίου μας για να εγερθούμε. Άλλοτε τα καταφέρναμε, άλλοτε πάλι προλαβαίναμε να πάμε στην λειτουργία λίγο πριν από το «Δι΄ ευχών»!

    Μέσα στον μεγάλο βυζαντινό ναό, σκότος βαθύ επικρατούσε, μόνο το αμυδρό φως των καντηλιών και το λιγοστό των μετρημένων κεριών στα μανουάλια υπήρχε. Σκιές εκινούντο κάθε τόσο, ένα ελαφρύ σούρσιμο μόλις αντιληπτό, δήλωνε πως επρόκειτο για ζωντανά πλάσματα με σάρκα και οστά. Ήταν οι μοναχοί! Εμείς οι «κοσμικοί» έχοντας πιάσει ο καθένας από ένα στασίδι και ακουμπώντας το πρόσωπο ανάμεσα στις ανοιχτές παλάμες μας, κλέβαμε κι από κανέναν υπνάκο κάθε τόσο, προσποιούμενοι πως είχαμε δήθεν περιέλθει σε άκρα περισυλλογή και κατάνυξη. Οι γλυκιές ψαλμωδίες, οι σχεδόν ψιθυριστές, η θαλπωρή του ναού, καθώς και το απότομο ξύπνημα που είχε μόλις προηγηθεί, όλα αυτά μαζί και συνδυαστικά συνέβαλαν στην υπναλέα κατάσταση που κάθε φορά και παρά την θελησή μας, βρισκόμασταν παγιδευμένοι! Υπήρχε μέγας κίνδυνος να εκτεθούμε από κανένα ανεξέλεγκτο ροχαλητό, ως συνακόλουθο της βαθείας χαλάρωσης και της μουργέλας, μα ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Τελειώνοντας η λειτουργία στις έξι το πρωί περίπου, ακολουθούσε λίγο μετά η «τράπεζα» με κανονικό γεύμα, καθότι εκεί, κατά το βυζαντινό σύστημα, η καινούργια ημέρα αρχίζει να μετράει με την δύση του ηλίου κι όχι μετά τα μεσάνυκτα. Στην συνέχεια μπορούσαμε να ακολουθήσουμε το δικό μας πρόγραμμα, να πάμε καμιά βόλτα μέχρι κάτω στον αρσανά της Μονής ή να επισκεφτούμε την Ρουμάνικη Σκήτη και το «κάθισμα» του Αγίου Αθανασίου, το ησυχαστήριό του δηλαδή, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση στο πίσω μέρος της Σκήτης κι έχει με μιαν απίστευτη θέα στο Αιγαίο. Το περπάτημα μέσα στην άγρια φύση είναι πάντοτε τόσο χαλαρωτικό, εξαγνίζει θαρρείς κι αποκαθάρει την ψυχή μ΄ έναν μαγικό τρόπο.

    Κινούσαμε κατά ΄κει το μεσημεράκι συνήθως. Η διαδρομή ήταν σχετικά σύντομη, λιγότερο από μίαν ώρα. Κρατώντας ραβδιά ως αυθεντικοί οδοιπόροι, ανέμελοι κι ανάλαφροι, έχοντας αποτινάξει προ πολλού τα βαρίδια της πόλης, η παρέα μας έμοιαζε περισσότερο με εφήβους που λάθρα εξερευνούν το απαγορευμένο σ΄ αυτούς «μαγεμένο δάσος», παρά με ταλαίπωρους ενήλικες. Τα πειράγματα και τα αστεία έδιναν κι έπαιρναν. Ώσπου σε μία από αυτές τις σύντομες εκδρομές, κάποιος είχε την ιδέα να αγοράσουμε κατά την επιστροφή και να πάρουμε μαζί μας μερικές μποτίλιες από το θαυμάσιο τσίπουρο που έφτιαχναν οι Ρουμάνοι μοναχοί και το εμπορεύονταν. Μας το έβαλαν πρόθυμα σε κάτι δίλιτρα μπουκάλια coca cola ενθουσιασμένοι με τους αναπάντεχους
    πελάτες τους. Τότε ήταν που ο Παυριανός έδωσε στην Ρουμάνικη Σκήτη την ιερόσυλη πλην χαριτωμένη κωδική ονομασία, «το μπαράκι της Ράτκας»! Φύγαμε αρκετά πριν από την δύση. Στο δρόμο κουτσοπίναμε, εκτός του Ξανθούλη που δυσανασχετούσε με την μπέκρα μας κι όλο κάτι μουρμούριζε. Το κέφι συνεπικουρούμενο από το αλκοόλ είχε ανέβει. Ο Καλφαμανώλης όλο ενθουσιαμό μας απαθανάτιζε κάθε τρεις και λίγο. Ήμασταν τυχεροί να έχουμε φίλο επαγγελματία φωτογράφο και μάλιστα της πρώτης γραμμής. Δεν υπήρχαν ακόμη τα κινητά τηλέφωνα για να τραβάει ο καθένας κατά βούληση. Από κοντά
    κι ο Τσέλιος, ο βοηθός του κι εκπαιδευόμενος φωτογράφος. Σταματήσαμε για λίγο σ΄ ένα ξέφωτο να πάρουμε μιαν ανάσα και να θαυμάσουμε το λυκόφως. Αυτό ήταν. Με την κουβέντα και καθώς ήμασταν ντίρλα από το τσίπουρο μας πήρε η νύχτα και νυχτωθήκαμε…

    Φτάνοντας έξω από την καστρόπορτα της Μονής την βρήκαμε κλειστή κι αμπαρωμένη. Χτυπήσαμε, βροντήσαμε, φωνάξαμε, αλλά τίποτα. Με τα πολλά ένα μικρό παράθυρο ψηλά στα τείχη φωτίστηκε ξαφνικά και άνοιξε. Στο άνοιγμά του μια κολογερίσια φιγούρα εμφανίστηκε μ΄ ένα λυχνάρι και μας ρώτησε ποιοι ήμασταν και τι θέλαμε τέτοιαν ώρα. «Ήμαστε φιλοξενούμενοι του γέροντα Πρόδρομου» είπαμε με μια φωνή. «Καθυστερήσαμε να επιστρέψουμε από την Ρουμανική Σκήτη που είχαμε πάει από νωρίς», δικαιολογηθήκαμε ως παιδιά μετά τις συστάσεις. «Η πόρτα της Μονής έκλεισε γι΄ απόψε. Θα την ανοίξουμε και πάλι το πρωί με την ανατολή του ηλίου. Δεν το ξέρατε ευλογημένοι ότι μετά την δύση η πόρτα κλειδώνεται και δεν βγαίνει κανένας έξω, μα ούτε και μπαίνει μέσα;», μας ρώτησε με φωνή ελαφρώς θυμωμένη. «Ζητούμε συγνώμη, αλλά δεν το γνωρίζαμε. Διαφορετικά θα ήμασταν εγκαίρως πίσω», είπαμε με την ουρά κάτω από τα σκέλια. «Περιμένετε να ενημερώσω τον Πρόδρομο», ήταν η τελευταία του κουβέντα πριν κλείσει το παράθυρο κι εξαφανιστεί. Μας έζωσαν τα μαύρα φίδια. Έχει γούστο να μας αφήσουν έξω όλη την νύχτα, λέγαμε ως βρεγμένες γάτες. Σε λίγο επανέκαμψε ο μοναχός και αφού μας ενημέρωσε ότι ειδοποίησε τον Πρόδρομο, ζήτησε στην συνέχεια να σπεύσουμε χωρίς αργοπορία –μας είχε φοβηθεί το μάτι του- σε μια πλαϊνή, πίσω πόρτα, όπου εκεί θα μας περίμενε ο γέροντας. Μας εξήγησε που ακριβώς ήταν η «κερκόπορτα» κι εμείς τον ευχαριστήσαμε θερμά ως άλλες μετανοημένες Μαγδαληνές…

    «Μεγάλο το χατήρι σας κι απόψε, φροντίστε μόνο να μην επαναληφεί, γιατί τότε θα σας αφήσω έξω όλη την νύχτα» μας είπε αυστηρά ο γέροντας μόλις μας είδε να καταφθάνουμε. Δεν βγάλαμε κιχ. Και σε λίγο τον ακούσαμε να μουρμουρίζει κουνώντας με σημασία το κεφάλι του. «Αλκοόλ μου μυρίζει, προφανώς τα έχετε κοπανίσει. Α, γι΄ αυτό ξεμείνατε, ως μωραί παρθένοι, εκτός παστάδος… Τι να σας πω τώρα; Ακολουθείστε με και κάντε γρήγορα». Αμίλητοι, με κεφάλι σκυμμένο περπατήσαμε το κατόπι του, μέσα από στενούς διαδρόμους που τους φώτιζε το λαδοφάναρο στο υψωμένο ελαφρώς χέρι του γέροντα Πρόδρομου.

     

     

    Σημείωση:
    Ο Ιερομόναχος Πρόδρομος το έτος 2000 ανεδείχθη Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.

  • Διανυκτέρευση στο 4ο Α.Τ.

    Περασμένα μεσάνυχτα επέστρεφα στο σπίτι μου, ούτε θυμάμαι τώρα από που. Έμενα τότε στην γωνιακή πολυκατοικία Στουρνάρη και Γ΄ Σεπτεμβρίου 35 και παρότι το διαμέρισμα ήταν ψηλά στον 7ο όροφο, ο ήλιος δεν το ΄βλεπε και τόσο. Στο δε καθιστικό έπρεπε μέρα μεσημέρι να καίει η λάμπα, καθόσον και τα δυο παράθυρά του έβλεπαν στον φωταγωγό. Μόνο κατά τις απογευματινές ώρες έμπαινε φως από την μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου και ο ψιλόλιγνος φύκος, το μοναδικό φυτό του μπαλκονιού, εύρισκε την ευκαιρία να απολαύσει κάπως τις ευεργετικές ακτίνες του δύοντος ηλίου. Κατά τους χειμερινούς μήνες το διαμέρισμα ήταν κανονικό ψυγείο, το δε καλοκαίρι αντίθετα ψηνόσουν από την ζέστη. «Τι ωραίο το καινούργιο σου σπίτι, σκέτη αετοφωλιά», είχε σχολιάσει εύστοχα ο Γιώργος Ιωάννου όταν με επισκέφτηκε για πρώτη φορά εκεί και μοναδική δυστυχώς, λίγο προτού χαθεί τόσο αδόκητα. Ήταν πράγματι σαν αετοφωλιά, με όλα τα συν του μεγάλου ύψους, αλλά και τα πλην μιας παλιάς κατασκευής, κάπου εκεί γύρω στο ΄50 την τοποθετώ. Το είχα ενοικιάσει προσωρινά υποτίθεται κι έμεινα οκτώ χρονάκια, για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας ήταν το πολύ χαμηλό ενοίκιο και ο άλλος ότι βρισκόταν στην καρδιά του Κέντρου, κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα. Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90, δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή του το μετέπειτα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, ελάχιστοι ήταν οι αλλοδαποί στην χώρα μας. Το τείχος του Βερολίνου ή του «αίσχους» αν προτιμάτε, βρισκόταν ακόμη στην θέση του. Κάτι λίγοι εργάτες από την Λιβύη ή την Αίγυπτο υπήρχαν, μαζεμένοι και προσεκτικοί. Και πολλές κοπέλες ως οικιακές βοηθοί από τις Φιλιππίνες. Αλλά κι αυτές δεν τις έπαιρνε εύκολα το μάτι σου. Ήταν χωμένες βαθιά στα κάτεργα των βορείων προαστείων. Οι ανερχόμενοι νεόπλουτοι και πρώην μικροαστοί ήθελαν βλέπεις και φθηνό υπηρετικό προσωπικό.

    Σαββατόβραδο, ξημερώματα Κυριακής μάλλον, επέστρεφα στο σπίτι μου λοιπόν, μόλις δυο βήματα από την Ομόνοια, έχοντας αγοράσει από τους υπαίθριους πάγκους, κατά την πάγια συνήθειά μου, τις Κυριακάτικες εφημερίδες. Τις κρατούσα υπό μάλης κι ονειρευόμουν ο έρμος να τις ξεφυλλίσω σε λίγο κατ΄ οίκον με την ησυχία μου. Όταν ξαφνικά ένα διερχόμενο πλάσμα εξαίρετης ομορφιάς με υποχρέωσε άθελά του να κοντοσταθώ και ν΄αρχίσω να το χαζεύω. Έκοψα όπως λένε οι οδηγοί ταχύτητα και βάλθηκα να το παρατηρώ εξ αποστάσεως ασφαλείας. Ήταν χάρμα οφθαλμών, στην ηλικία μου περίπου, ίσως δυο – τρία χρόνια νεότερος. Κάπως μελαμψός στο δέρμα, με ρούχα ελάχιστα λόγω της μεγάλης ζέστης –πύρωνε ο Ιούνιος και τις νύχτες μας ακόμη, παρότι ήταν στις αρχές του- που όμως τα λιγοστά αυτά ρούχα και μάλλον φτωχικά, επέτρεπαν στα άπληστα μάτια μου να διακρίνουν με άνεση τα σφιχτά καλογυμνασμένα μέλη καθώς διαγράφονταν στην κάθε τους βασανιστική λεπτομέρεια. Απορροφημένος εντελώς, ανίκανος για κάθε διακριτικότητα ή προσχήματα, τον χάζευα απ΄ την κορυφή ως τα νύχια. Ανυποψίαστος εκείνος για την γεναιοδωρία της φύσης στο πρόσωπό του καθώς και για την παρουσία μου, προχωρούσε αργά μ΄ ένα αδιόρατα συνεσταλμένο βήμα προς την κατεύθυνση του πάλαι ποτέ καφενείου «Το Νέον», που τόσο εξαίρετα αποτύπωσε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Και τότε έκανα θυμάμαι την σκέψη, πως ο άνθρωπος αυτός ήταν προφανώς ξένος στον τόπο μας, παιδί μιας άλλης πατρίδας. Αφού με προσπέρασε αδιάφορος, ήμουν έτοιμος να τα μαζέψω και να του δίνω, όταν αίφνης κοντοστάθηκε κάπως, έστρεψε το πρόσωπό του προς το μέρος μου κι αφού με κοίταξε για λίγο διερευνητικά, θέλοντας προφανώς να εξετάσει πιο προσεκτικά την περίπτωσή μου, να δει καλύτερα ίσως τι μέρος του λόγου είμαι, μήπως και καταλάβει επιτέλους γιατί τον έχω φάει με τα μάτια μου, απρόσμενα εντελώς μου έστειλε ένα ζεστό χαμόγελο όλο σημασία. Και, ω του θαύματος, είχε πάρει μια έκφραση τρυφερής οικειότητας η μορφή του, ενώ στο βλέμμα του διέκρινα να διαγράφεται η συναίνεση. Μπορούσα να διαβάσω ξεκάθαρα στην ματιά του την ίδια με την δική μου επιθυμία. Τι αφελής που νόμιζα, πως τόσην ώρα δεν με είχε πάρει είδηση!

    Προχωρήσαμε ταυτόχρονα πρός το παρακείμενο «Κατάστημα Νεωτερισμών». Η βιτρίνα του, φορτωμένη όλη από επάνω έως κάτω με κάτι ρουχαλάκια δεύτερης ποιότητας για εργατικούς, έκανε μια μεγάλη εσοχή, που παρά τον υπερβολικό φωτισμό της, ήταν τόσο κατάλληλη και προστατευτική για το αρχικό ξεμονάχιασμα και τις πρώτες κουβέντες. Δεν χρειαζόταν να πούμε και πολλά. Έφθανε ένα όνομα -το μικρό συνήθως ήταν αρκετό- και που θα πηγαίναμε για τα περαιτέρω. Πριν προλάβουμε να πάρουμε τον δρόμο για το σπίτι μου, μας την έπεσε η αστυνομία. Δύο ένστολοι είχαν πλησιάσει χωρίς να το αντιληφθούμε και ζητούσαν ταυτότητες. Έβγαλα από την τσέπη την δική μου και την έδωσα. Την κουβαλώ ανελλιπώς, την έχω πάντοτε επάνω μου σε κάθε έξοδο από το σπίτι, ακριβώς για μια τέτοια περίπτωση ξαφνικής εξακρίβωσης στοιχείων. Ο Φερχάτ εξ Αιγύπτου δεν είχε ταυτότητα να τους δείξει, ούτε και κάποιο άλλο σχετικό έγγραφο που να πιστοποιεί ποιος είναι. Με ρώτησαν ποια είναι η σχέση μας και τι συζητούσαμε. «Δεν γνωριζόμαστε, απλώς μου ζήτησε να του εξηγήσω πως θα πάει στην πλατεία Συντάγματος κι αυτό ακριβώς έκανα», δικαιολογήθηκα. «Ακολουθείστε μας μέχρι το τμήμα», πρόσταξαν τα όργανα της τάξεως σε τόνο αυστηρό. «Για ποιο λόγο, αφού σας έδειξα ταυτότητα, τα στοιχεία μου τα έχετε. Αν είναι έτσι, τότε δεν χρειάζεται να την έχω μαζί μου», τόλμησα, ως ενημερωμένος πολίτης που γνωρίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιωματά του, να διαμαρτυρηθώ. «Άντε ρε πήγαινε από ΄δω, που θα σου δώσουμε κι εξηγήσεις. Εμπρός, περπάτα τώρα», ήλθε η «κομψή» απάντηση της εξουσίας να με προσγειώσει άσχημα. Και ήμασταν ακόμη στην αρχή…

    Στο αστυνομικό τμήμα, έφαγα την πρώτη κατραπακιά. Ο ένας εκ των δύο, ο πιο μάγκας υποτίθεται, αφού άρχισε να ουρλιάζει και να λέει ότι δήθεν τον έβρισα και του επιτέθηκα –έδειχνε μάλιστα και το κτυπημένο υποτίθεται μπράτσο του στους παριστάμενους συναδέλφους του, που βεβαίως ούτε αμυχή δεν είχε– μου σβούριξε μια ξανάστροφη. Στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας κατάλαβα ότι είχα μπλέξει άσχημα. Επειδή η μόνη κατηγορία που πολύ θα ήθελαν υποθέτω να μου προσάψουν, περί προσβολής της δημοσίας αιδούς και δεν συμμαζεύεται, δεν μπορούσε να σταθεί ελλείψει στοιχείων σε βάρος μου, κατασκεύασαν ένα κατεβατό από άλλες ιδιαίτερα αξιόποινες πράξεις, όπως αντίσταση κατά της αρχής, περιϋβριση αρχής, επίθεση κατά της αρχής και ελαφρά σωματική βλάβη. Ο πιο «μάγκας» λοιπόν μου έκανε την μηνυτήρια αναφορά και ο άλλος την συνυπέγραψε ως μάρτυρας του συμβάντος. «Με τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί», δηλαδή, όπως συνήθιζαν να λένε παλιότερα. Και άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας… Ακολούθως οδηγήθηκα στο κρατητήριο του 4ου Α. Τ. , έναν χώρο τεσσάρων το πολύ τετραγωνικών μέτρων, όπου «εφιλοξενούντο» μέσα σε μιαν αποπνικτική ατμόσφαιρα καμιά τριανταριά άτομα, ο ένας επάνω στον άλλον. Μου ζήτησαν να αφαιρέσω τα κορδόνια από τις μπότες που φορούσα και να τα παραδώσω μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά μου αντικείμενα. Μέχρι την Δευτέρα το πρωί που θα περνούσα «αυτόφωρο» θα έμενα έγκλειστος εκεί. Την είχα πατήσει πολύ άσχημα. Ζήτησα να τηλεφωνήσω στον αδελφό μου.

    Το δυσάρεστο νέο κυκλοφόρησε αμέσως. Τα μηνύματα συμπαράστασης των φίλων και των συναδέλφων μου στο περιοδικό «ΚΛΙΚ» όπου εργαζόμουν, έφταναν συνεχώς στο κελί μου. Ο ίδιος ο Πέτρος Κωστόπουλος ζήτησε να μεταδίδεται η είδηση της παράνομης σύλληψής μου από τον σταθμό του «KLIK FM». Ο Γιώργος Πανόπουλος και η Σοφία Κιντή, ο Γιάννης Νένες και ο Νίκος Μουρατίδης ανταποκρίθηκαν με το παραπάνω. Η εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» απαιτούσε δημόσια εξηγήσεις από τον αρμόδιο αστυνομικό διευθυντή. Το «ατυχές συμβάν» πήρε μεγάλες διαστάσεις. Παρ΄ όλα αυτά την Δευτέρα το πρωί οδηγήθηκα από το κρατητήριο του 4ου Α.Τ. της Ομόνοιας στην Γ.Α.Δ.Α. της λεωφόρου Αλεξάνδρας κι από εκεί στα δικαστήρια της Ευελπίδων σιδεροδέσμιος. Ένιωθα το λιγότερο σεσημασμένος του κοινού ποινικού κώδικα, ένας απαίσιος κακούργος με τις περασμένες στα χέρια μου χειροπέδες, τα περίφημα «βραχιολάκια». Όταν βρέθηκα μπροστά από την Έδρα του δικαστηρίου πληροφορήθηκα πως, για κακή μου τύχη, ο δικηγορικός σύλλογος της Αθήνας είχε κηρύξει από μέρες απεργία διαρκείας του κλάδου και συνεπώς δεν μπορούσε να προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσής μου, χρειαζόμουν απαραιτήτως νομική εκπροσώπηση. Κινδύνευα έτσι, μέχρι την λύση της απεργίας, να επιστρέψω επ΄ αόριστον πίσω στο κρατητήριο. Ευτυχώς εγγυήθηκε για μένα στον Πρόεδρο της Έδρας ότι «δεν είμαι ύποπτος φυγής» ο καλός φίλος μου και δικηγόρος Σταμάτης Νικολιός –θεός σχωρέστον– επικαλούμενος μεταξύ άλλων την βαριά ασθένεια της μητέρας μου –ήταν τότε στα τελευταία της- κι έτσι αφέθηκα επιτέλους ελεύθερος να επιστρέψω στο σπίτι μου, περιμένοντας πότε θα οριστεί η επόμενη δικάσιμος.

    Η δίκη αναβλήθηκε αρκετές φορές. Απουσίαζαν σταθερά οι δύο αστυνομικοί, οι βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο επέβαλλε κάθε φορά ένα χρηματικό πρόστιμο. Είχαν προφανώς αντιληφθεί ότι δεν θα έχαφταν τόσο εύκολα τους ισχυρισμούς τους οι δικαστές κι ας ήταν όργανα της τάξεως οι μηνυτές μου. Το κατηγορητήριο σε βάρος μου ήταν όλο κατασκευασμένο από τους ίδιους. Την νομική εκπροσώπησή μου είχε αναλάβει το δικηγορικό γραφείο του Νίκου Κωνσταντόπουλου. Επικουρικά μπήκαν στην υπόθεση για να βοηθήσουν και τα δύο πρωτοξάδελφα Θοδωρής και Άκης Γιαννατσής, δικηγόροι άξιοι και καλοί φίλοι μου. Την τρίτη ή την τέταρτη φορά της εκδίκασης ζητήθηκε από τον Θοδωρή να μην δοθεί εκ νέου αναβολή, αλλά να προχωρήσει η διαδικασία, παρότι δεν είχαν προσέλθει και πάλι οι κατήγοροι. Όπερ κι εγένετο. Κατά την απολογία μου ρωτήθηκα από τον Πρόεδρο αν όντως είχα καλέσει τον άλλον συλληφθέντα, τον Φερχάτ εξ Αιγύπτου για καφέ στο σπίτι μου, όπως ο ίδιος είχε δηλώσει στην κατάθεσή του και που εγώ βεβαίως την αγνοούσα. «Α, τον μπάσταρδο, τα ξέρασε όλα στους αστυνομικούς για να τον αφήσουν ελεύθερο», σκέφτηκα. «Όχι κύριε Πρόεδρε, δεν τον κάλεσα για καφέ. Αυτό σας το υπογράφω!», του απάντησα διφορούμενα, πλην την αλήθεια λέγοντας… Κι από μέσα μου συμπλήρωσα: «Για άλλο τον κάλεσα στο σπίτι μου, αλλά δυστυχώς μας το χάλασαν οι μπάτσοι». Κλείνοντας την ομιλία του ο Πρόεδρος και πριν ανακοινώσει την απόφασή του, σχολίασε απευθυνόμενος στο ακροατήριο: «Μα δεν δείχνει φίλερις ο κατηγορούμενος!». Έτσι, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, απαλλάχτηκα των κατηγοριών, όχι όμως και πανηγυρικώς. «Αθώος λόγω αμφιβολιών», αυτή ήταν η ετυμηγορία. Δεν μπορούσε βλέπεις να μην λάβει υπ΄ όψη του το δικαστήριο ότι οι μηνυτές ήταν όργανα της Τάξης, εκπρόσωποι του Κράτους και φορείς της Εξουσίας.

  • Συγκάτοικοι με τον Κάλφα

    Τον Γιώργο Καλφαμανώλη, γιο της εξαίρετης ηθοποιού Αλίκης Γεωργούλη και του σημαντικού παίκτη της υδατοσφαίρισης Πέτρου Καλφαμανώλη –κατά την δεκαετία του ΄50 διακρίθηκε με την ομάδα «Εθνικός» του Πειραιά στην οποία υπήρξε μετέπειτα και πρόεδρος για χρόνια- τον συνάντησα πιτσιρίκο, εκεί γύρω στα δώδεκα – δεκατρία, τον Αύγουστο του 1980. Βρισκόμουν για διακοπές στο Μεταξοχώρι της Αγιάς, καλεσμένος του φίλου μου ποιητή Γιάννη Κοντού και είχαμε πάει θυμάμαι για εθιμοτυπική επίσκεψη στο εξοχικό σπίτι που επίσης διατηρούσε στο παραδοσιακό χωριό η μητέρα του. Έκτοτε δεν τον ξαναείδα, μέχρι λίγο πριν από τον γάμο του με την δημοσιογράφο Μανίνα Ζουμπουλάκη. Καθότι ήταν φίλη μου βρέθηκα καλεσμένος κι εγώ στο «μυστήριο» που ετελέσθη στον Άγιο Διονύσιο της οδού Σκουφά και στο πάρτυ που ακολούθησε, μέχρι πρωίας, σ΄ ένα μπαρ του Κολωνακίου. Ο γαμπρός με την νύφη, κόντρα στις παραδόσεις, κατέφθασαν μαζί στην εκκλησία, επιβιβασμένοι μάλιστα σ΄ ένα παλιό εγγλέζικο ταξί, αγορασμένο κοψοχρονιά από τον Κάλφα στο Λονδίνο. Το κουβάλησε μαζί του, όταν μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του σε κάποιο ονομαστό κολλέγιο της γηραιάς Αλβιόνας με αντικείμενο την φωτογραφία, επέστρεψε στην Ελλάδα. Ήταν πολύ στιλάτη, πραγματικά, η μαύρη κούρσα! Μα κι εξαιρετικά δαπανηρή, ασύμφορη. Έκαιγε πολύ βενζίνη, δεν την προλάβαινες… Στο τέλος εγκαταλείφθηκε από τον ιδιοκτήτη της στο τελωνείο των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, μιας κι έπρεπε κάθε εξάμηνο να την βγάζει εκτός της ελληνικής επικράτειας και την επομένη να την επαναπατρίζει. Δεν κατάλαβα ποτέ μου για ποιον ακριβώς λόγο, άλλωστε δεν μ΄ ενδιέφερε και τόσο.

    Τον Ιούνιο του 1994 το ζευγάρι των φίλων μου απέκτησε παιδί, ένα αγοράκι στρουμπουλό, σκέτο κουκλί. Το όνομα δε αυτού, όπως ήταν αναμενόμενο, Πέτρος. Τύχαινε να λένε Πέτρο και τον άλλον παππού, τον πατέρα της Μανίνας, οπότε «μ΄ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια…». Το «μυστήριο» της βάπτισης έγινε και πάλι στον Άγιο Διονύσιο ένα Κυριακάτικο πρωινό του μεθεπόμενου Νοεμβρίου. Νονός του νεοφώτιστου ήταν ο φίλος της οικογένειας Μανόλης Σαββίδης. Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι την στιγμή που ο Κάλφας μου ανακοίνωσε ότι ο γάμος του δεν τραβάει άλλο κι ότι θέλει να χωρίσει. Κι επειδή εγώ, μέχρι τότε, σύννεφα δεν είχα δει στον ορίζοντα, έπεσα όπως λένε από τα σύννεφα… Του συνέστησα ψυχραιμία και να το ξανασκεφθεί σοβαρά. Πλην όμως ήταν ειλημμένη η απόφαση. Ευτυχώς, δεν υπήρξαν ιδιαίτερες αναταράξεις και παρατράγουδα. Όλα έγιναν πολιτισμένα και με πολλή μεγάλη κατανόηση, κυρίως εκ μέρους της Μανίνας, που κλήθηκε να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα. Λόγω του χωρισμού του άρχισε να ψάχνει για σπίτι. Στο ήδη υπάρχον θα έμενε η πρώην σύζυγος με το παιδί τους. Συμπτωματικά εκείνη την περίδο ήμουν σε παρόμοια αναζήτηση κι εγώ. Έψαχνα ένα μικρότερο σπίτι και πιο συφερτικό στην τιμή, γιατί αυτό που έμενα με είχε ξετινάξει οικονομικά, ήταν ωραίο αλλά πανάκριβο. Τότε μου έκανε την πρόταση, αντί να πιάσουμε από ένα μικρό και ίσως μίζερο ο καθένας μας διαμέρισμα, να συγκατοικήσουμε. Θα μπορούσαμε να βρούμε ένα αρκετά μεγάλο και να μοιραζόμαστε τα έξοδά του. Η αλήθεια είναι ότι μου καλοάρεσε η ιδέα του. Τον συμπαθούσα πολύ τον Κάλφα κι από το λίγο που τον είχα ζήσει, ήταν γλυκός και ήσυχος άνθρωπος. Γιατί όχι, σκέφτηκα. Επίσης είχα βαρεθεί κάπως τον μονήρη βίο μου, με είχε κουράσει. Και τα προβλήματα της πρώϊμης συγκατοίκησης, όταν πριν από πολλά χρόνια είχα αποδράσει από την πατρική εστία, τα είχε μισοσβήσει όλα ο χρόνος, ούτε που τα θυμόμουν καλά – καλά. Έτσι είπα το μεγάλο ναι. Με την προϋπόθεση ότι θα συμφωνούσε και η Μανίνα.

    Η φίλη μου, όταν ενημερώθηκε σχετικώς από τον Κάλφα, δεν είχε την παραμικρή ένσταση, απεναντίας θεωρούσε ότι θα ήμουν ο καταλληλότερος συγκάτοικος για τον πρώην σύζυγό της και συγκατατέθηκε με την σειρά της να μείνουμε μαζί. Εκείνο που δεν γνώριζα κι επιμελώς απέφυγε να μου επισημάνει ο συγκάτοικός μου, ως αυτονόητο υποτίθεται, ήταν ότι, καθώς συμβαίνει με τα περισσότερα χωρισμένα ζευγάρια, έτσι κι αυτός θα έπαιρνε κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο τον μικρό Πέτρο, κατόπιν συμφωνίας βεβαίως με την μητέρα του, για να μείνει σε μας. Στραβοκατάπια, αλλά δεν μπορούσα να κάνω πίσω, ήταν πλέον πολύ αργά. Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο λοιπόν, το σπίτι μας επί της οδού Τσόχα 35, ένα λουξ ρετιρέ διαμέρισμα των πέντε και πλέον δωματίων – έναντι του γνωστού εστιατορίου «Balthazar» – γέμιζε από παιχνίδια, φωνές και αυστηρές νουθεσίες ενίοτε εκ μέρους του Κάλφα προς τον γιο του, όταν ο μικρός έκανε σκανταλιές ή αρνιόταν να φάει το φαγητό του. Τα κυνηγητά με τον συνομήλικο Αλέξανδρο από το διπλανό διαμέρισμα που είχαν γίνει στο μεταξύ φίλοι από την πρώτη κιόλας ημέρα, προς μεγάλη ανακούφιση βεβαίως της μητέρας του, έδιναν κι έπαιρναν. Οι παιδικές βιντεοκασέτες δε, έπαιζαν σταθερά από πρωίας στην τηλεόραση. Κι εγώ με προσποιητή στωϊκότητα, μακαρίζοντας συχνά ενδομύχως τον θηριώδη Ηρώδη της Καινής Διαθήκης, ετοίμαζα κρέμες και ρυζόγαλα στην κουζίνα για να φάνε τα παιδιά μετά το παιχνίδι τους. Οικειοθελώς πάντοτε, χωρίς κανένας ποτέ να μου το ζητήσει ή επιβάλλει, και πως άλλωστε; Ω, μέγα μυστήριον άλυτον, της αντιφατικότητας των ανθρωπίνων παρορμήσεων και διαθέσεων!

    Εκτός των άλλων, κάποια Σαββατόβραδα κατέφθανε ειδοποιημένη από τον Κάλφα η κυρία Γιάννα, μια πολωνέζα οικιακή βοηθός από τα προηγούμενα χρόνια του έγγαμου βίου του με την Μανίνα. Ερχόταν και στο δικό μας σπίτι κάθε δεκαπέντε ημέρες για μεγαλύτερη, πέραν της συνήθους, καθαριότητα και για να σιδερώσει τα ρούχα. Η νυκτερινή άφιξή της κατά το Σάββατο ήταν έκτακτη. Εκαλείτο να κάνει χρέη «baby sitter», μιας και το «συγκατοικάκι» μου επρόκειτο, παρότι είχε παραλάβει τον Πέτρο, να βγει για διασκέδαση. Πράγμα που σήμαινε ότι, ο χώρος του σαλονιού ήταν κατειλημμένος από εκείνη και το παιδί, μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι… Άλλοτε πάλι, όταν η κυρία Γιάννα δεν ήταν διαθέσιμη κι εγώ δεν είχα καμία πρόθεση εξόδου, ανελάμβανα «να έχω τον νου μου», έως ότου επιστρέψει ο πατέρας του. Στην συνέχεια έβαζε το παιδί για ύπνο και μόνον αφού αποκοιμιόταν έφευγε. Τις περισσότερες νύχτες δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι. Δυο τρεις φορές όμως, το παιδί ξύπνησε κλαίγοντας. Είχε «βρέξει» άθελά του το στρώμα κι εγώ έπρεπε να το αλλάξω και να το καθησυχάσω. Κι από πάνω να του πω κανένα παραμύθι από τα γνωστά, αυτοσχεδιάζοντας ελαφρώς, ό,τι θυμόμουν τέλος πάντων από τα παιδικά μου χρόνια, μήπως δεήσει επιτέλους και το πάρει ο ύπνος. Κι άλλες κάνα δυο φορές, όταν ξύπνησα το πρωί, το βρήκα στο σαλόνι μόνο του και ξυπόλητο. Είχε ξεγλιστρήσει από το διπλό κρεβάτι που κοιμόταν με τον πατέρα του, χωρίς να το πάρει είδηση ο άλλος μέσα στον ύπνο του. Και το μόνο που ήθελε από μένα ήταν να του βάλω κάποιο βίντεο με το αγαπημένο του παραμύθι. Με όλα αυτά δεν θέλω να πω ότι ο Κάλφας ήταν αδιάφορος ως πατέρας. Καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Απλώς ήταν κι εκείνος κάπως παιδί ακόμη, μόλις που πλησίαζε τα τριάντα και η ευθύνη της πατρότητας του παραέπεφτε βαριά. Άσε δε εκείνο το φρεσκοειπωμένο «φτου ξελευθερία» που είναι, όπως και να το κάνουμε, μεγάλη μαυλίστρα.

    Σε γενικές γραμμές δεν είχαμε τριβές και συγκρούσεις. Κι αυτό γιατί ήταν κάπως οριοθετημένα τα πράγματα μεταξύ μας και οι υποχρεώσεις μας μοιρασμένες, άλλο αν δεν ετηρούντο πάντοτε… Και παρότι ήμασταν σε διαφορετική εντελώς φάση ζωής, περνούσαμε καλά. Ο Κάλφας χαιρόταν, ίσως για πρώτη φορά μέχρι τότε, την απόλυτη ελευθερία στην προσωπική του ζωή και ήταν ολοφάνερη η διάθεσή του να κερδίσει, ας πούμε, τον χαμένο χρόνο… Αντίθετα εγώ ένιωθα την ανάγκη να μαζευτώ από την διασκέδαση, την κοινωνικότητα και τα αδιάφορα ξενύχτια. Έχουμε βλέπεις έντεκα χρόνια διαφορά, διάστημα αρκετό, απέχουμε μισή άν όχι ολόκληρη γενιά. Τον παρατηρούσα πόσο περήφανος ήταν για την επαγγελματική του άνοδο. Και δικαίως, αφού κάθε μέρα σχεδόν φωτογράφιζε κι από έναν διάσημο έλληνα τραγουδιστή ή ηθοποιό, πότε κάποιον πρωταθλητή ή κάποιο μοντέλο. Μια περίοδο συνεργαστήκαμε στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» εκείνος ως φωτογράφος βεβαίως κι εγώ ως δημοσιογράφος. Έπρεπε να ετοιμάσουμε θυμάμαι ένα πορτραίτο για τον γνωστό αρσιβαρίστα Βαλέριο Λεωνίδη. Τότε λοιπόν είχα την ιδέα να φωτογραφίσει ο Κάλφας τον αθλητή, κρατώντας στα χέρια του και σηκωμένον ψηλά τον γιο του τον Πέτρο, βρέφος ακόμη. Για τίτλο του κομματιού επέλεξα να βάλω την φράση: «Άρση Βρεφών»! Το «μικρόβιο» της φωτογραφίας ο συγκάτοικός μου το κόλλησε από τον σπουδαίο οπερατέρ και σύντροφο της μητέρας του, τον Γιώργο Αρβανίτη. Το «Θέατρο Αποθήκη» της Αλίκης Γεωργούλη υπήρξε στην συνέχεια ο ιδανικός χώρος για τον πειραματισμό του εκκολαπτόμενου φωτογράφου. Εκεί εξασκήθηκε φωτογραφίζοντας καθημερινά τους ηθοποιούς, όταν δεν πουλούσε από το φουαγιέ του θεάτρου τις σπιτικές τυρόπιτες που ο ίδιος έφτιαχνε με τα χεράκια του, εξασφαλίζοντας έτσι το χαρτζιλίκι του. Και όταν τελείωσε με την Σχολή Μωραΐτη, ακολούθησαν οι εξειδικευμένες πλέον σπουδές του στην Λόντρα.

    Αρκετούς μήνες μετά την έναρξη της συγκατοίκησης, αποφάσισε πως καλό θα ήταν να κάνουμε ένα μεγάλο πάρτι. Αφορμή στάθηκε το γεγονός ότι τα γενέθλιά μας ήταν κοντινά, στις 25 εγώ στις 28 εκείνος του Γενάρη, υδροχόοι και οι δύο. Και κάναμε ένα πάρτι από τα λίγα, άφησε εποχή! Κατέφθασε η μισή Αθήνα – η άλλη μισή φτηνά την γλίτωσε… Έγινε το αδιαχώρητο στο σπίτι της Τσόχα. Κι ως τα χαράματα σείοταν κυριολεκτικά η πολυκατοικία από τα ντεσιμπέλ. Μέχρι strip show περιελάμβανε το πρόγραμμα από έναν νεαρό τυχοδιώκτη κουβανό που βρέθηκε στην χώρα μας, αντιφρονούντα βεβαίως. Κόντεψε να βουλιάξει την κομόντα της μαμάς, καθώς είχε σκαρφαλώσει επάνω της και χόρευε ηδυπαθώς, τρομάρα του, ο δίμετρος μαντράχαλος. Κάποια στιγμή δεν άντεξα και τον κατέβασα κάτω με το ζόρι. Όλο το βράδυ ήταν απαρηγόρητος εξ αιτίας μου, είχα βλέπεις υποτιμήσει με άκομψο τρόπο την καλλιτεχνική του προσφορά… Λίγο αργότερα κάναμε παρέα με τον Κάλφα ένα ταξιδάκι στο Λονδίνο. Έχοντας σπουδάσει για χρόνια εκεί, γνώριζε καλά τα κατατόπια. Από κοντά ήλθε και ο φίλος μας ο Δημήτρης Ρήγας. Το τρίο έδωσε τα ρέστα του. Ήταν ένα από τα ωραιότερα ταξίδια μου. Και που δεν πήγαμε! Γυρίσαμε στα σημαντικότερα μουσεία, αρχής γενομένης από το Metropolitan Museum of London, είδαμε τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις, xορέψαμε στα πιο hot club της πόλης και φάγαμε στα καλύτερα εστιατόρια. Aξέχαστη θα μου μείνει όμως η τρατορία του «Βέλγου» με τα υπέροχα θαλασσινά, το μαγαζί του αγαπημένου μου σχεδιαστή Paul Smith, καθώς επίσης το κεντρικό κατάστημα της «PENHALIGONS΄» στην Covent Garden με τις υπέροχες κολώνιες.

    Κύλησε ο καιρός και δυόμιση χρόνια μετά, στις αρχές του 2000, αποφασίσαμε να τραβήξει ο καθένας μας χωριστά τον δρόμο του. Ο Κάλφας εξασφαλίστηκε από την αρχή, θα πήγαινε να μείνει στο σπίτι τού φίλου του και καλού ηθοποιού Χάρη Ασημακόπουλου. Αντίθετα, εγώ αναζητούσα σπίτι για καιρό και σπίτι δεν έβρισκα. Απελπισμένος, στο τέλος έπιασα ένα τριάρι επί της οδού Πανόρμου. Μαζί με τον Χάρη πήγαμε και το είδαμε, οι ιδιοκτήτες μάλιστα του σπιτιού κατοικούσαν ακόμη μέσα. Στις 23 Απριλίου το πρωί, ημέρα Κυριακή, μόλις έφθασε το φορτηγό με τα πράγματά μου από την Τσόχα στην Πανόρμου, αναχώρησε το φορτηγό του ιδιοκτήτη με τα δικά του πράγματα για την Αγία Παρασκευή. Μετακόμιζε στο καινούργιο διαμέρισμα που είχε μόλις αγοράσει με το εφάπαξ που τσίμπησε, ως υπάλληλος του ΟΤΕ που βγήκε στην σύνταξη, φροντίζοντας όμως να ενοικιάσει έγκαιρα και το παλαιό προικώο. Αφότου έφυγα από την Τσόχα και πριν αναχωρήσει το φορτηγό του Κάλφα για το Μεταξουργείο, κατέφθασε λίγο νωρίτερα το φορτηγό με τα πράγματα της Μανίνας προερχόμενο από το σπίτι της στην Γιάννη Σταθά. Ερχόταν να μείνει με τον μικρό Πέτρο στο ρετιρέ που μέχρι τότε μέναμε εμείς. «Φύγε εσύ, έλα εσύ», όπως συνήθιζε να λέει χαριτωμένα και ο Βλάσης Μπονάτσος! Ήταν αστείο το όλο σκηνικό με τα φορτηγά, το ένα να αναχωρεί φορτωμένο για τον καινούργιο προορισμό και το άλλο να καταφθάνει εκεί, στο σημείο αναχώρησης του προηγούμενου για να ξεφορτώσει την πραμάτεια του… Κάπως έτσι δηλαδή, όπως συμβαίνει συχνά και με τους έρωτες!

  • Η αρπαγή της κόρης

    Για την «αρπαγή» ήταν όλα σχεδιασμένα από καιρό. Μόνον έτσι θα μπορούσαν να
    παρακάμψουν την κάθετη άρνηση των έξι αδελφών της οι οποίοι δεν ήθελαν, μήτε ν’
    ακούσουν το όνομα τού Αγορίου. Ήταν το προσονύμι του πατέρα μου, έτσι
    συνήθιζαν να τον λένε στους Κήπους και όχι με το κανονικό του όνομα Νίκος. Η
    νεαρή Λούλα και μετέπειτα μητέρα μου, όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα
    να κάμψει την αντίστασή τους είπε το μεγάλο «ναι» στην πρόταση του πατέρα μου
    να «κλεφτούν», υπό έναν όρο. Θα δεχόταν να τον ακολουθήσει αν της υπόσχονταν,
    αν της έδινε τον λόγο της αντρικής του τιμής καλύτερα, ότι δεν θα έμεναν ούτε μια
    ημέρα πλέον στο χωριό. Κι εκείνος συμφώνησε με το παραπάνω. Στο σταθιάνικο σόϊ
    του γαμπρού ανέλαβαν όλοι τους περιχαρείς, ποιος λίγο ποιος πολύ, κι από έναν
    τομέα ευθύνης για την απρόσκοπτη έκβαση του εγχειρήματος. Το πιο σημαντικό
    ήταν να μην διαρρεύσει το φοβερό μυστικό, γιατί τότε φασκελοκουκούλωστα… Η
    συνωμοσία της σιωπής έπρεπε να παραμείνει μέχρι τέλους προστατευμένη και το
    μέτωπον αρραγές.

    Την παραμονή της μοιραίας αρπαγής, η μητέρα μου φρόντισε να φυγαδεύσει τα λίγα
    πράγματα που θα έπαιρνε μαζί της, κατά τα συμφωνηθέντα πάντοτε και βάσει του
    σχεδίου. Τα έδωσε κρυφά από το πίσω παράθυρο στον θείο μου τον Τάσο ή
    Κωστέλο. Το παράθυρο αυτό «έβλεπε» συμπτωματικά στην αυλή του μελλοντικού
    κουνιάδου της, υπήρχε δηλαδή άνετη πρόσβαση. Στην Ρηνιώ την συζυγό του, επειδή
    μπορούσε εύκολα να της ξεφύγει καμιά κουβέντα και συνεπώς δεν της είχαν και τόσο
    μεγάλη εμπιστοσύνη, απέφυγαν να πουν το παραμικρό, δεν την έβαλαν στο κόλπο.
    Απόρρησε λοιπόν και δικαίως, όταν είδε τον άνδρα της να κόβει βόλτες στη αυλή με
    το μουλάρι, περιμένοντας υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή για την φόρτωση του
    μπόγου. «Τάσο, που το πας το μουλάρι μας;», τον ρώτησε κάπως ανήσυχη μα
    περισσότερο από περιέργεια. Εκείνος την καθησύχασε λέγοντάς της κάποια αόριστη
    δικαιολογία και της ζήτησε να επιστρέψει στην δουλειά της και να μην ασχολείται με
    το τι κάνει. Ήξερε καλά να την χειρίζεται, εκτός που είχε και τον φόβο του. Αργότερα
    το βράδυ όμως, πηγαίνοντας προς τ’ Αλώνια με τελικό προορισμό του τον Οξύλιθο,
    έπρεπε να επιννοήσει μια πιο αληθοφανή και στέρεη δικαιολογία για να διασκεδάσει
    τις εύλογες απορίες του Μακρυνικόλα που τον ρώτησε, «για που το ΄βαλες τέτοιαν
    ώρα με το μουλάρι φορτωμένο;». Γνωρίζω την ερώτηση που ετέθη στον μπάρμπα
    μου, αλλά όχι και την απάντηση που έδωσε στον συγχωριανό του και πρώτο
    εξάδελφο της μητέρας.

    Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο ανηψιός του πατέρα μου Κώστας Ευσταθίου ή
    Γκαρδάκι είχε αναλάβει να κρατήσει πάση θυσία τον μικρότερο αδελφό της μητέρας
    μου, τον έφηβο τότε Βαγγέλη, καθηλωμένο στο μαγαζί της Τασίας με το πρόσχημα
    της χαρτοπαιξίας. Ο μικρότερος ο Νίκος, ήταν ακόμα παιδί, εύκολα μπορούσαν να
    τον ξεγελάσουν. Τον είχαν στείλει σε κάποιο θέλημα. Τα μεγαλύτερα αδέλφια έλειπαν
    όλα εκτός χωριού, έτσι πάρθηκε άλλωστε και η μεγάλη απόφαση. Ο πρώτος, ο θείος
    Γιώργος ως αστυνομικός και ο δεύτερος, ο θείος Μίμης που τον ταλαιπωρούσαν ως
    πρώην ελασίτη, ήταν στην Αθήνα. Ο τρίτος, ο θείος Τάκης υπηρετούσε στον στρατό
    και ο τέταρτος ο Θανάσης και μετέπειτα νονός μου, μόνιμος υπαξιωματικός του
    πολεμικού ναυτικού ταξίδευε (είχε καταταγεί από μικρός ως ναυτόπαις). Να
    επαναλάβω και να πω εδώ ότι ο πατέρας της οικογένειας, ο παππούς μου ο Γιάγκος
    Πιπεργιάς είχε δολοφονηθεί, ακριβώς πέντε χρόνια πριν στο χωράφι του στο Σταχτί,
    από έναν Λευκορώσο λιποτάχτη των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής με έδρα
    τους την Κύμη.

    Παρ’ όλα αυτά τίποτα δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την συγκατάθεση και
    την συνενοχή της γιαγιάς μου της Μαριγάρας. Με συναισθηματικούς εκβιασμούς η
    μητέρα μου είχε καταφέρει να την πάρει με το μέρος της. Την απειλούσε πως αν δεν την βοηθήσει, αν δεν της συμπαρασταθεί να παντρευτεί τον πατέρα μου, θα πάει τότε κι εκείνη σαν την νονά της την Μαρία –μια αδελφή του παππού που πέθανε
    νέα και φθισικιά από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα. Έτσι εκάμφθη υποτίθεται η
    αντίσταση της Μαριγάρας και συναίνεσε τελικώς στην «αρπαγή» της κόρης της, που
    μάλλον βόλευε πολύ και την ίδια. Με την δραστική λύση του κλεψίματος θα
    ξεμπέρδευε εύκολα και γρήγορα με την μοναχοκόρη της, χωρίς άλλες υποχρεώσεις.
    Ποιες υποχρεώσεις δηλαδή; Στα εικοσιένα της η Λούλα βρισκόταν στο απόγειο μιας
    ξεχωριστής ομορφιάς -σ’ αυτό ταυτίζονται όλες οι μαρτυρίες της εποχής. Ήταν η πιο
    περιζήτητη νύφη, όχι μόνο του χωριού, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Πάντως
    μάνα και κόρη δεν είχαν και την αγαθότερη σχέση. Υπήρχε μεταξύ τους ένας
    υπόγειος ανταγωνισμός. Μέχρι τέλους τα πήγαιναν σκόρδο – κρεμμύδι.

    Ο πατέρας μου μπήκε από το πίσω παράθυρο στο σπίτι της μητέρας μου -από το
    ίδιο που είχε δοθεί την προηγουμένη ο μπόγος με τα ρούχα- με την γιαγιά παρούσα.
    Δείπνησαν όλοι μαζί κι αμέσως μετά, πριν αναχωρήσει στα κρυφά το ζευγάρι των
    ερωτευμένων, έσκυψε ο άρπαγας γαμπρός και φίλησε σταυρωτά την πεθερά του.
    Ασπάστηκε και το χέρι της για να του δώσει την ευχή της. «Νίκο μου την Λούλα μου
    να μην μου την μαράνεις…», άρχισε να σιγοτραγουδάει η Μαριγάρα στο κατευόδιο.
    Βγήκαν από το ίδιο παράθυρο και πέρασαν στο από πάνω σπίτι του Δημήτρη
    Ευσταθίου ή Γκαρδή. Ο νοικοκύρης έλειπε στην Μεγάλη Παναγιά της Χαλκιδικής,
    τους υποδέχτηκε η σύζυγος του η θεία Μαρία. Εκεί ήταν μαζεμένο όλο το σταθιάνικο,
    αδέφια, γαμπροί, νύφες, ανήψια, περήφανοι όλοι για την νεοαποκτηθείσα όμορφη
    νύφη που έμπαινε, έστω και με παράνομο τρόπο, στο σόϊ τους. Αμέσως μετά το
    ζεύγος πετάχτηκε στο απέναντι σπίτι του παππού μου του Βλάμη να πάρει την ευχή
    της άλλης γιαγιάς μου της Κατερίνας ή Καζάνενας. Από τον καθημερινό θρήνο για
    τον αδικοχαμένο τρια χρόνια πριν γιο της, τον θείο μου τον Γιώργο ή Τζούλτο -το
    όνομα του οποίου φέρω- είχε χάσει, σχεδόν την όραση της και δεν έβγαινε έξω.
    Ίσως και από ζαχαρώδη διαβήτη που ποτέ δεν τον έλεγξε.

    Αφού ανέβηκαν την Ράχη και βγήκαν χαμηλά στ’ Αλώνια, έφθασαν στον Οξύλιθο, το
    διπλανό χωριό αργά το βράδυ. Μια μεγαλύτερη αδελφή του Βλάμη, η θεία Θοδώρα
    είχε παντρευτεί ξυλιθιώτη και είχε αποκτήσει παιδιά. Ήταν συνομήλικα τότε αν όχι και
    μεγαλύτερα του πατέρα μου. Υπήρχε δηλαδή συγγενικό δίκτυο υποστήριξης πλήρως
    ενημερωμένο και πρόθυμο να συνδράμει κι αυτό. Πιο ασφαλές καταφύγιο για τους
    κλεμμένους δεν θα μπορούσε να υπάρξει από τους Αλεξανδρήδες. Οι πρώτοι
    εξάδελφοι τους περίμεναν όλο έξαψη, έτοιμοι να τους υπερασπιστούν αν το ΄φερνε η
    ανάγκη. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σε τέτοιες έκρυθμες καταστάσεις και να
    προβλέψεις πως θ΄ αντιδράσει το θιγόμενο μέρος. Τους περίμεναν εναγωνίως και
    τους καλοδέχτηκαν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με αγκαλιές, φιλιά, ευχές και
    τραπεζώματα. Το είχαν πάρει ζεστά το όλο ζήτημα. Σπάνια βλέπεις, μια στο τόσο,
    τύχαινε να συμβεί κάτι παρόμοιο. Κι εκείνοι είχαν, όχι μόνο το προνόμιο να το ζουν
    από κοντά, αλλά ως συνένοχοι να διαδραματίζουν και κάποιο ρόλο.

    Όταν την άλλη μέρα ακούστηκε στο χωριό η είδηση ότι κλέφτηκε η Λούλα της
    Μαριγάρας με το Αγόρι του Βλάμη, ήταν σαν να έπεσε κεραυνός εν αιθρία. Πρώτη η
    γιαγιά μου το ομολόγησε προσποιούμενη βεβαίως στους γιούς της που την
    εγκαλούσαν, αρχικά αλλά και δια βίου στην συνέχεια, την αμέτοχη. Έκλαιγε μάλιστα
    σπαραχτικά για την μεγάλη συμφορά που την βρήκε! Στις επίμονες αποβραδίς
    ερωτήσεις του θείου Βαγγέλη που βρίσκεται η αδελφή του, όταν επιστρέφοντας από
    τον σικέ μαραθώνιο χαρτοπαιξίας στης Τασίας δεν την βρήκε στο σπίτι, η γιαγιά του
    απαντούσε σταθερά ότι την είχε στείλει στην άκληρη αδελφή της, την θεία τους την
    Σταμελοβαγγέλω που τάχα ήταν άρρωστη και να μην έχει καμία έγνοια. Όταν πέρασε
    αρκετά η ώρα, πάλι η γιαγιά διασκέδασε την ανησυχία του γιου της λέγοντας ότι
    προφανώς θα έμεινε να κοιμηθεί εκεί για παρέα, άρα όλα καλά. Το πρωί δεν
    μπορούσε άλλο να παριστάνει ότι δεν συμβαίνει τίποτα, έτσι δήλωσε αναγκαστικά την απώλεια της κορασίδος, ολοφυρόμενη για το αναπάντεχο κακό που την βρήκε! Ο
    Γιάννης Βασιλείου ή Σκουρλής, γαμπρός της Μαριγάρας από την άλλη αδελφή της
    την Σταυρούλα, έσπευσε ως σεβάσμιος μπάρμπας να ζητήσει εξηγήσεις από τον
    θείο μου τον Γιάννη Λάμπρου ή Βάρδια, γαμπρό του πατέρα μου από την αδελφή
    του την Βάσω και κολλητό φίλο, τον κολλήγα του δηλαδή. «Τι πράγματα είναι αυτά
    συμπεθεράκι… Ντροπή για το ορφανό κορίτσι. Τώρα που λείπουν τα αδέλφια της,
    βρήκε την ευκαιρία το Βλαμάκι να την κλέψει;» Η απάντηση που έλαβε όμως από τον
    Βάρδια ήταν αποστομωτική: «Έχουν γνώσιν οι φύλακες». Κατάλαβε αμέσως το
    υπονοούμενο ο Σκουρλής κι έκανε μεταβολή ζητώντας συγνώμη για την ενόχληση. Ο
    Γκαρδής από την άλλη σε μία προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, μήνυσε
    στον πατέρα μου να καθυστερήσει τον γάμο, μήπως εκβιάσει έτσι τον Γιώργο ή Ήτο,
    τον πρωτότοκο αδελφό της μητέρας μου. Είχε ακουστεί στο χωριό πως κάτι «έτρεχε»
    με μιαν πρώτη εξαδέλφη της γυναίκας του, την Μπαΰρενα και κοιτούσε μήπως
    καταφέρει να την κουκουλώσει. Η αντίδραση της μητέρας μου υπήρξε κάθετη. «Την
    βλέπεις την θάλασσα;», ρώτησε τον αγαπημένο της, μιας και ο Οξύλιθος βλέπει στο
    Αιγαίο. Και χωρίς να περιμένει απάντηση πρόσθεσε: «Αν έστω και μία μέρα
    αναβάλλεις τον γάμο, εκεί θα πάω να πέσω κι έλα μετά να με βρεις».

    Την επομένη της αρπαγής φρόντισε να βγάλει στην Κύμη τις άδειες του γάμου ο
    θείος μου ο Τάσος. Η μητέρα μου, έτσι κι αλλιώς ήταν ενήλικη, είχε πατήσει τα
    εικοσιένα, οπότε δεν υπήρχε ζήτημα με την υπογραφή του κηδεμόνα. Κι ο πατέρας
    μου ήταν είκοσι εννέα. Από το σόϊ της νύφης παρέστη μόνον η γιαγιά μου, ουδείς
    άλλος. Όλοι οι συγγενείς ήταν χολωμένοι με το συμβάν. Όταν την στόλιζαν και της
    τραγουδούσαν, κάποια κοπέλα είπε ένα «χτυπητό» δίστιχο. «Ωραία είσαι νύφη μου κι
    όλα σου ταιριασμένα, ας ζούσε κι ο πατέρας σου να χαίρονταν για σένα». Ε, τι ήταν
    να το ακούσει η Μαριγάρα, έπεσε λιπόθυμη. Είδαν κι έπαθαν να την συνεφέρουν. Ο
    γάμος θα γινόταν, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, στον Οξύλιθο. Είχε μαζευτεί
    σύσσωμο το κεφαλοχώρι να παρακολουθήσει το θέαμα. Ήταν όλοι τους περίεργοι να
    δουν από κοντά τους «κλεμμένους», λες κι επρόκειτο για κάτι παράξενο. Η μητέρα
    μου από την υπερένταση των στιγμών και την κάπως ιδιαίτερη προφορά των
    ξυλιθιωτών που στριμώχνονταν γύρω της, με κόπο προσπαθούσε να συγκρατηθεί
    και να μην γελάσει, κάτι που θα ήταν απαράδεκτο για μια νύφη. Ίσως όμως και να
    ήταν εξαιρετικά χαρούμενη, λέω εγώ τώρα με το μυαλό μου. Και γιατί όχι δηλαδή.
    Είχε πάρει μεγάλο ρίσκο, αψήφησε πολλά για να ακολουθήσει τον δρόμο της
    καρδιάς της και τα είχε καταφέρει περίφημα. Δύο μόλις ημέρες μετά την εκουσία
    αρπαγή της και δύο ημέρες πριν από την ονομαστική της εορτή, στις 12 Σεπτεμβρίου
    του 1950 συγκεκριμένα, η Σταυρούλα, όπως πεισματικά την προσφωνούσε όσο
    ζούσε ο πατέρας της, η Κρίνα των Κήπων με τ΄ όνομα ή και Φαρίνα άλλοτε
    αποκαλούμενη λόγω της ασπράδας του δέρματός της, η Λούλα της Μαριγάρας
    παντρεύονταν «δόξη και τιμή» τον έναν και μοναδικό έρωτα της ζωής της, το Αγόρι
    του Βλάμη. Όσο για τον πατέρα μου, θα πρέπει να ένιωθε σίγουρα εκείνη την ημέρα,
    ως ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου.

  • Το πρώτο κουδούνι

    Και ξαφνικά, χωρίς να μπω καν στον κόπο να γκρινιάξω ως συνήθως ή έστω να το ζητήσω απλώς από τους γονείς μου, βρέθηκα να έχω στην κατοχή μου ένα σωρό καινούργιους θησαυρούς. Μου αγόρασαν τετράδια τα οποία φρόντισαν οι ίδιοι να τα ντύσουν με μπλε κόλλα και να κολλήσουν στην συνέχεια από μια τετράγωνη ετικέττα στο εμπρόσθιο μέρος τους, στην οποία έγραψαν βεβαίως με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα εκτός της τάξεως που θα πήγαινα και το όνομά μου φαρδιά – πλατιά: «Τετράδιον του μαθητού Γεωργίου Ν. Ευσταθίου». Δεν παρέλειψαν να με εφοδιάσουν με πολλά μολύβια Faber, ξύστρα μεταλλική, μερικές γομολάστιχες και βεβαίως την απαραίτητη κασετίνα για να τα τακτοποιώ ως καλό παιδί κι επιμελής μαθητής. Ήταν ξύλινη με συρταρωτό καπάκι και δύο επάλληλα επιπέδα περιστρεφόμενα με διάφορα χωρίσματα στο εσωτερικό τους, ένα όνειρο! Απέκτησα επίσης το Αναγνωστικό Βιβλίο της Πρώτης Δημοτικού με το σκληρόδετο εξώφυλλο και τις υπέροχες ζωγραφιές, το κοινώς λεγόμενο Αλφαβητάρι. Περισσότερο είχα χαρεί όμως με την δερμάτινη σάκκα, τον αχώριστο σύντροφό μου όπως μου έμελλε για πολλά χρόνια. Έκλεινε με λουριά και μύριζε θυμάμαι τόσο χαρακτηριστικά, ευωδιάζε θαρρείς όχι δέρμα, αλλά μάθηση… Κρατώντας την από το χερούλι βρέθηκα από την επομένη κι εφεξής, μόνιμα αγχωμένος και αγκομαχώντας λόγω του βάρους της, να πηγαινοέρχομαι στο σχολείο μου, το 5ο Δημοτικό Σχολείο των Αγίων Αναργύρων. Η μπλε ποδιά με το συνακόλουθο λευκό γιακαδάκι των πρώτων ημερών δεν ευδοκίμησε. Γρήγορα εγκαταλείφθηκε, τουλάχιστον από τ΄ αγόρια. Μα και τα κορίτσια δεν την φορούσαν σταθερά. Η μαθητική περιβολή δεν θα ήταν μάλλον και τόσο υποχρεωτική, πως αλλιώς;

    Ειλικρινά, ούτε κατάλαβα πότε πρόλαβαν και ειδοποίησαν τον ημιπλανόδιο φωτογράφο της εργατικής συνοικίας κι εκείνος κατέφθασε την παραμονή της σχολικής ενάρξεως, πρωί – πρωί Κυριακάτικα, να με απαθανατίσει με την μηχανή του. Έγινε κανονικός συναγερμός για την κατάλληλη προετοιμασία μου. Η μητέρα έτρεχε και δεν έφθανε, ήθελε όλα να είναι στην εντέλεια. Αν και μέσα μου ένιωθα κάπως υπερήφανος που έστω και άθελά μου είχα τραβήξει επάνω μου τα βλέματα και την προσοχή των άλλων, ομολογώ πως δεν μου πολυάρεσε η όλη διαδικασία και τα μαγουλά μου ήταν εμφανώς κατακόκκινα από την ντροπή. Κι αυτό γιατί ο δαιμόνιος φωτογράφος με καθοδηγούσε συνεχώς, μου έδινε οδηγίες πως να σταθώ, πως να κοιτάζω ή να χαμογελάω στον φακό, σε μια εμφανή προσπάθεια εντυπωσιασμού των γονιών μου. Ήθελε προφανώς να τους πείσει για τις «καλλιτεχνικές» του δεξιότητες και άρα να ανεβάσει την συμφωνημένη τιμή, όπως τώρα υποθέτω εκ των υστέρων. Η πιτσιρικαρία της γειτονιάς το πήρε αμέσως χαμπάρι κι ήλθε να χαζέψει το θέαμα. Δεν ήταν συνηθισμένα πράγματα αυτά. Ακόμη απορώ πως τους ήλθε να με φωτογραφίσουν με την ποδιά και την σχολική σάκκα, εφόσον δεν έπραξαν παρομοίως σε προηγούμενες πιο σημαντικές στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όπως είναι για παράδειγμα η βάπτιση. Τέτοιες πολυτέλειες με δεδομένη την οικονομική τους δυσπραγία, ήταν ανεπίτρεπτες. Μια εξήγηση μπορεί να υπάρχει κι αυτή είναι ότι είχαν σίγουρα μεγάλες βλέψεις για τον νεαρό βλαστό τους, η μητέρα κυρίως. Με κάθε τρόπο φρόντιζε -εκείνη πάντοτε, ο πατέρας δεν με πίεσε ποτέ για κάτι- να μου υπενθυμίζει τις κατά καιρούς θυσίες τους χάριν των σπουδών μου και ότι εγώ μεγαλώνοντας όφειλα βεβαίως να φανώ, πάση θυσία, αντάξιος αυτών και να μην διαψεύσω επ΄ ουδενί τις προσδοκίες τους. Βαρύ το φορτίο δυσβάσταχτο, μέχρι να του δώσεις μία και να πάει κανονικά από ΄κει που ήλθε!

    Το σχολείο μου ήταν νεοσυσταθέν, μόλις την προηγούμενη χρονιά είχε ξεκινήσει την λειτουργία του, και για καλή μου τύχη βρισκόταν πολύ κοντά, μόνο δύο τετράγωνα πιο κάτω από το πατρικό σπίτι. Κι αυτό χάρη στον Παπά, έναν καλογερόπαπα ή αρχιμανδρίτη ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, που έχτισε τρεις μεγάλες αίθουσες στο οικόπεδό του συν ένα γραφείο για τους δασκάλους και κάποιες τουαλέτες -αποχωρητήρια τις λέγαμε τότε ή καμπινέδες- με κάθισμα αλά τούρκα. Ούτε λόγος για νιπτήρες. Άλλωστε όλη η περιοχή έπαιρνε καθημερινά νερό για να ξεδιψάσει και να πλυθεί από το βυτιοφόρο του νερουλά, δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Αναγκαστικά λοιπόν κάνανε μάθημα εναλλάξ τρεις τάξεις το πρωί και οι άλλες τρεις το απόγευμα. Για το υποτυπώδες αυτό σχολικό συγκρότημα ο Παπάς εισέπραττε κάποιο χαμηλό ενοίκιο από το ελληνικό κράτος. Όπως και να ΄χει όμως ήταν μεγάλο ευεργέτημα αυτό για τον κοσμάκη. Μέχρι τότε οι μικροί μαθητές έπρεπε να πηγαίνουν ή με τα πόδια μέχρι την Νέα Φιλαδέλφεια ή με το λεωφορείο στο Μενίδι. Ταλαιπωρία μεγάλη για τα παιδιά και άγχος για τους μεροκαματιάρηδες γονείς, χώρια το έξοδο των εισιτηρίων. Πολλά εθρυλούντο για τον Παπά που έμενε σε κάτι αυθαίρετα δωμάτια παραπλεύρως των δικών μας αιθουσών και κολλητά με το εκκλησάκι της Αναλήψεως που, ιδίοις εξόδοις, είχε επίσης ανεγείρει και το λειτουργούσε σε πείσμα της Αρχιεπισκοπής. Έτρεφε, έλεγαν οι κακές γλώσσες, μεγάλη αδυναμία στα «ανήψια» του, κάτι πανέμορφους νταγκλαράδες που κατά διαστήματα εμφανίζονταν από το πουθενά. Πλην όμως το σχήμα του και η ευεργεσία του με το σχολείο δεν επέτρεπαν και πολλά κουτσομπολιά. Οι κορκοσούρες της γειτονιάς κρατούσαν χαμηλούς τόνους στο ευαίσθητο αυτό ζήτημα. Εμένα πάντως, ένας εκ των νεαρών με είχε βάλει στο μάτι και κατά το διάλειμμα που τρεχοβολάγαμε πάνω – κάτω στην αυλή, με καλούσε κοντά του και χάριν παιδιάς όλο και μου έκανε κάτι περίεργες λαβές και με έσφιγγε δυνατά ανάμεσα στα ποδάρια του. Μόλις έβαζα τις φωνές, χαλάρωνε λίγο την λαβή και με άφηνε να ξεγλιστρήσω. Αλλά κι εγώ από την μεριά μου δεν τον απέφευγα. Αντίθετα θυμάμαι καλά, πως συνεχώς του τριβόμουν, πήγαινα που λένε γυρεύοντας. Μάλλον θα μου άρεσε το παιχνίδι του…

    Απέναντι από την κεντρική είσοδο του σχολείου την μονίμως ανοιχτή, υπήρχε το ψιλικατζίδικο της κυρά Δέσποινας. Τόσο εκείνη όσο και ο συζυγός της ο κυρ Νίκος ήταν κάποιας ηλικίας. Παρ΄ όλα αυτά είχαν αποκτήσει σχετικά πρόσφατα τότε, Κύριος οίδε μετά από τι προσπάθειες, ένα ιδιαίτερα τροφαντό κοριτσάκι ονόματι Σοφούλα που το λάτρευαν. Εμείς καθώς σπρωχνόμασταν σε κάθε διάλειμμα, συνωστιζόμενοι ως σμάρι από μέλισσες μπροστά από το συρταρωτό παράθυρο του ψιλικατζίδικου για ν΄ αγοράσουμε με το χαρτζηλίκι μας, τις πενταροδεκάρες που μας έδιναν από το σπίτι, κανένα σάμαλι ή τίποτα καραμέλες τσάρλεστον, τίποτα τσιχλόφουσκες ή γλιφιτζούρια επίσης, ρίχναμε κλεφτές ματιές προς τα μέσα και χαζεύαμε τα παιχνίδια της μικρής Σοφούλας που ήταν παντού σπαρμένα στο εσωτερικό του σπιτιού. Εμείς ούτε στα όνειρά μας δεν τα είχαμε δει κάτι τέτοια. Στα σίγουρα πάντως η κυρά Δέσποινα το είχε μονοπώλιο κι έκοβε μονέδα… Επειδή όμως δεν υπήρχε ανταγωνιστής στην δουλειά της ήταν αφ΄ υψηλού και καθόλου γενναιόδωρη. Το ψιλικατζίδικο της κυρά Χρυσούλας λίγο πιο κάτω στον ίδιο δρόμο ήταν απαρχαιωμένο, άσε που μας έπεφτε κομμάτι μακριά. Όταν τολμούσαμε να ζητήσουμε νερό, καθότι εμφιαλωμένο δεν υπήρχε ακόμη και παγούρι από το σπίτι δεν πέρναμε, μας το αρνιόταν χωρίς πολλές κουβέντες. Εμείς δε, έχοντας κορακιάσει από το τρεχαλητό, ιδιαίτερα όταν έσφιγγαν οι ζέστες, εκεί από τα μέσα Μαΐου και μετά, αγοράζαμε ρεφενέ καμιά πορτοκαλάδα παγωμένη ή λεμονίτα για να κόψουμε την δίψα μας και την πίναμε από δυο – τρεις γουλιές ο καθένας, ανάλογα με την οικονομική συνδρομή που είχαμε προκαταβάλει. Όλα αυτά ίσχυαν μέχρι την στιγμή που η καθαρίστρια του σχολείου, η κυρά Παναγιώτα, αποφάσισε να στήσει τον δικό της υπαίθριο πάγκο στο προαύλιο, προφανώς με την ανοχή του διευθυντή και με τα ίδια πάνω – κάτω «μπινελίκια». Και μάλιστα προσφέρντας αγόγγυστα νερό στα παιδιά από έναν τενεκέ γαλβανιζέ. Το μοναδικό κύπελο ήταν κοινής χρήσης, με το ίδιο κύπελο ξεδιψούσαμε όλοι μας. Μόλις το πήρε χαμπάρι η κυρα Δέσποινα έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προσφέροντας πλέον κι εκείνη το πολυπόθητο νεράκι. Αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς!

    Στις πρώτες τάξεις είχα δασκάλα μου την κυρία Δήμητρα Λάγκα, ιδιαίτερα αυστηρή γυναίκα. Τα πρωτάκια κατουριόμασταν επάνω μας από τον φόβο. Μια φορά θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν διαπίστωσα έντρομος ότι οι άκριες του τετραδίου μου είχαν διπλώσει προς τα μέσα, ούτε κι εγώ ξέρω πως, γνωρίζοντας ότι με περιμένει σίγουρη τιμωρία, αρνήθηκα να πάω σχολείο. Χρειάστηκε να με συνοδεύσει ο πατέρας και να δικαιολογηθεί για λογαριασμό μου. Τα σκαμπίλια, το τράβηγμα μέχρι ξεριζώματος του αυτιού και οι ξυλιές στην ανοιχτή παλάμη με τον χάρακα ήταν τότε στην ημερήσια διάταξη… Οι δάσκαλοι ετύγχαναν μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού. Είχαν όχι μόνο την ανοχή, αλλά συχνά και την παρότρυνση των γονιών να είναι αυστηροί και τιμωρητικοί με τα παιδιά τους. Είναι χαρακτηριστική η φράση που έλεγαν στους παιδαγωγούς. «Δάσκαλε, το κρέας όλο δικό σου, τα κόκκαλα δικά μου!». Στην Τετάρτη με περιέλαβε ο κύριος Γκαβογιάννης, άλλος κι εκείνος του λόγου του. Όλη η τάξη τον έτρεμε. Πολύ του θύμωσα όταν πήρα το ενδεικτικό μου και είδα, αντί του αναμενόμενου «άριστα – δέκα», ένα ωραιότατο «εννέα». Τις δύο τελευταίες χρονιές στο δημοτικό είχα δάσκαλο τον γλυκύτατο κύριο Γεώργιο Παναγιωτόπουλο. Ήταν ολίγον ιδιόρυθμος κι έκαμνε διάφορους νευρικούς μορφασμούς όταν μιλούσε, άσε δε όταν νευρίαζε με τις σκανταλιές μας. Αυτά τα τικ, όπως απλούστερα τα λέμε συνήθως, ήταν το βούτυρο στο ψωμί των παιδιών… Οι τσακαλόμαγκες της γειτονιάς δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί. Του είχαν κολλήσει ένα σωρό παρατσούκλια. Τι «Αράπη» τον έλεγαν, λόγω του σκούρου μελαχρινού του χρώματος, τι «Σκαρμούτσο», τι «Πιττακό»! Μα το επικρατέστερο όλων ήταν το «Φουντούκος». Παρ΄ όλα αυτά, είμαι σε θέση να καταλάβω εκ των υστέρων, πόσο καλός, επί της ουσίας, δάσκαλος ήταν. Κι ας του είχαν πάρει τα παιδιά τον αέρα… Πριν από μερικά χρόνια βρήκα συμπτωματικά το τηλέφωνό του και χωρίς δεύτερη σκέψη τον κάλεσα. Παρότι ήταν υπέργηρος πλέον και το χρονικό διάστημα που είχε από τότε μεσολαβήσει υπερέβαινε κατά πολύ τα τριάντα χρόνια, όταν του είπα ποιος είμαι και τι κάνω, με θυμήθηκε αμέσως. Με εντυπωσίασε, δεν μπορούσα να το πιστέψω. «Δάσκαλε, σίγουρα με θυμόσαστε;» τον ρώτησα συγκινημένος. «Ναι παιδί μου, δεν είσαι ο γιος του κουρέα;» μου απάντησε αυθόρμητα κι αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Έγραφες θυμάμαι ωραίες εκθέσεις. Ήταν αναμενόμενο λοιπόν να ασχοληθείς με την δημοσιογραφία ή κάτι άλλο σχετικό». Δυστυχώς, δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που του έδωσα ότι θα περνούσα άμεσα από το σπίτι του να τα πούμε από κοντά, όπως ο ίδιος μου το ζήτησε. Λίγους μήνες μετά απεβίωσε.

     

    Η μυρωδιά των μολυβιών στην κασετίνα

    τα αγγλικά του Στρατηγάκη με τον μήνα

    ποτέ μου δεν το έμαθα «to be or not to be»

    κι απ΄ το πουκάμισο πως λείπει το κουμπί

    Όσο φοβάσαι θα φοβάμαι

    στάσου στο πλάϊ μου και πάμε

    μέχρι να φύγει ο Χειμώνας

    θα ΄μαι παιδί και κηδεμόνας

    Στα μαλλιά η χωρίστρα στρωμένη και ίσια

    κέντρο του κόσμου όλου ήταν τα Πατήσια

    σα πρόχειρο διαγώνισμα στα μαθηματικά

    ο φόβος μου μεγάλωσε μαζί μου οριστικά

    Όσο φοβάσαι, θα φοβάμαι

    Στάσου στο πλάϊ μου και πάμε

    φύλακας, άγγελος προστάτης

    στις αταξίες μου επιστάτης.

     

    Οι άτεχνοι αυτοί στίχοι τραγουδιού, γραμμένοι κάπου εκεί στην δεκαετία του ΄80 και ξεχασμένοι έκτοτε σε κάποιο συρτάρι του γραφείου, ανεσύρθησαν εξ αφορμής του συγκεκριμένου θέματος και είναι χαρισμένοι στους αγαπημένους δασκάλους μου που μετάρσιοι πλέον, ίσως με παρακολουθούν από εκεί ψηλά. Πλησιάζει η ώρα που θα συναντηθούμε και πάλι, δάσκαλοι και ισόβιοι μαθητές. Και όχι, το επικίνδυνο αυτό μακροβούτι στα νερά των πρώτων μαθητικών μου χρόνων δεν ήταν τελικά τόσο ανώδυνο, όσο το υπολόγιζα.

  • Δωδεκαετής εν τω ναώ

    Αποβραδίς, πριν ακόμη σημάνει η καμπάνα του εσπερινού, ζήτησε ένα χράμι από την μάνα του. Δεν χρειάστηκε να τον ρωτήσει τι το θέλει, της το ομολόγησε από μόνος του. Εκείνη τότε τον φίλησε με δάκρυα στα μάτια, τον σταύρωσε πολλές φορές και τον ξεπροβόδισε με την ευχή: «Να σε δροσίσει ο άγιος και να γυρίσεις πίσω γερός αγόρι μου». Από τα επτά μεγαλύτερα παιδιά της εκείνο ήταν το αγαπημένο στερνοπούλι της και του έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Αφού το δίπλωσε προσεκτικά, έβαλε το χράμι κάτω από την αριστερή του μασχάλη και ξυπόλητο το αγόρι πήρε το νταλιανέϊκο μονοπάτι, το μοναδικό που υπήρχε για την εκκλησία του Άη Γιάννη, λίγο έξω από το χωριό. Ξημέρωνε 29 Αυγούστου η χάρη του και είχε λάβει την μεγάλη απόφαση. Όπως κι άλλοι κατά το παρελθόν συγχωριανοί του είχαν προσευχηθεί με πίστη ζητώντας από τον άγιο να δείξει έλεος και να τους θεραπεύσει, έτσι κι αυτός θα τον παρακαλούσε να τον γιάνει. Ήταν απελπισμένος, μόλις είχε κλείσει τα δώδεκα και οι θέρμες τον βασάνιζαν από τα εννιά του. Υπέφερε, είχε δυνατά ρίγη, έτρεμε σύγκορμος όταν ανέβαινε το θερμόμετρο. Και όλα τα μάλλινα σκεπάσματα που διέθετε ο γιούκος του σπιτιού να έριχνε επάνω του, δεν θα ήταν ικανά να τον ζεστάνουν. Στα κινίνα, ως πολύ ακριβά και δυσεύρετα, δεν υπήρχε πρόσβαση. Αρχές της δεκαετίας του ΄30 και η επαρχία ζούσε «πίσω από τον Θεό», όπως συνήθιζε να λέει ο κοσμάκης οικτίροντας την άδικη μοίρα του.

    Μόλις ο παπάς είπε το «Δι΄ ευχών…» και σχόλασε ο εσπερινός, οι ευλαβείς προσκυνητές εξήλθαν περιχαρείς από τον ναΐσκο. Είχε βραδιάσει για τα καλά πλέον. Στις φυλλωσιές ο γκιώνης μόλις άρχιζε το μονότονο «γκιον – γκιον». Μέσα σε γέλια και αστεϊσμούς, με τα λαδοφάναρα στα χέρια, πήραν το μονοπάτι της επιστροφής. Αν και καλοκαίρι ακόμη, ένα δροσερό αεράκι που κατέφθασε αίφνης από το πουθενά, έκανε τους εκδρομείς να αναναριγήσουν γλυκά. Το παιδί έμεινε πίσω να κοιτάζει μ΄ έναν κρυφό φόβο, διάχυτο σε όλο του το κορμί, τις μορφές των αγίων. Το μάτι του δεν ξεκολλούσε από το τέμπλο. Παρατηρούσε τον Άη Γιάννη ρακένδυτο και βλοσυρό να στέκεται δίπλα στον Ιησού, κρατώντας με τ΄ αριστερό του χέρι ένα ραβδί και στο δεξιό ένα πιάτο που μέσα του είχε μια κομμένη κεφαλή, ίδια κι απαράλλαχτη στην μορφή -τι μέγα μυστήριο- με την δική του! Μόνο που τα μάτια εκείνης ήταν βασιλεμένα… Βγήκε ο ιερέας από την Ωραία Πύλη και αφού καλησπέρισε τον νεαρό προσκυνητή, του χάϊδεψε με τρυφερότητα τα πυκνά ατίθασα μαλλιά και με γλυκύ ύφος του είπε: «Ώστε Βλαμάκι έκανες τάμα, μαθαίνω, να κοιμηθείς απόψε κάτω από την εικόνα του Άη Γιάννη, μεγάλη η χάρη του». Βλαμάκι, έτσι τον αποκαλούσε καθώς και οι περισσότεροι στο χωριό από το προσωνύμι «Βλάμης» του πατέρα του, αντί του κανονικού του ονόματος Νίκος ή έστω Νικολάκης. «Ναι παπά, θέλω να τον παρακαλέσω να με κάνει καλά από τις θέρμες», του απάντησε θαρρετά ο μικρός. «Θα προσευχηθώ απόψε στον Άη Γιάννη, θα τον παρακαλέσω κι εγώ να ιδεί την πίστη σου και να μεσιτεύσει για σένα στον Θεό. Εύχομαι ολόψυχα να σε θεραπεύσει παιδί μου. Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Κυρίου», ψέλλισε κατανυκτικά, αν και με κάποια ασάφεια ο ιερέας, τείνοντας τέλος από συνήθεια την δεξιά του στο πρόσωπο του μικρού προς ασπασμόν. Το παιδί έσκυψε και του φίλησε το χέρι.

    Άκουσε την πόρτα να τρίζει καθώς την έκλεινε πίσω του φεύγοντας βιαστικά ο παπάς. Απόμεινε μόνος. Ξεδίπλωσε το χράμι που τόσην ώρα κρατούσε κάτω από την μασχάλη του και το έστρωσε με προσοχή κάτω από την φοβερή εικόνα του Άη Γιάννη. Έκανε τον σταυρό του και ξάπλωσε. Έκανε πολύ ζέστη μα αυτός ένιωθε κάτι υπόκωφα ρίγη να τον γυροφέρνουν. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής του, με όλη την δύναμη και την ένταση της αθωότητας. «Κάνε με καλά, σε ικετεύω», ψιθύρισε και νοερά έφερε στον νού του την μορφή του Αγίου. Δάκρυα άρχισαν να κατρακυλάνε στο πρόσωπό του. Το σαγόνι του έτρεμε, τα δόντια του άρχισαν να κτυπάνε. Άκουγε μέσα στην ησυχία τον ήχο από τον ανεξέλεγκτο κτύπο τους να δυναμώνει. «Νά το, έρχεται πάλι το κακό», σκέφτηκε έντρομος. Μάζεψε ενστικτωδώς το σώμα του, έφερε τα γόνατα λυγισμένα προς τα επάνω, προς το μέρος του στήθους και έχωσε ανάμεσά τους τα φλογισμένα χέρια του ενωμένα. Άθελά του πήρε την στάση του εμβρύου, την μόνη στάση που λίγο τον ανακούφιζε όταν τον κυρίευε εκείνη η αναθεματισμένη θέρμη κι έκανε το κορμάκι του να τρέμει, όμοια καθώς το τελευταίο φύλλο της λεύκας τρέμει κι αγωνιά, πριν ο βοριάς το στροβιλίσει μακριά. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε ξαφνικά. Βυθίστηκε σ΄ έναν λήθαργο πηχτό. Κατά διαστήματα συνέρχονταν λίγο και πάλι γλίστραγε πίσω στην ίδια άβυσσο. Παραμιλούσε, φώναζε την μάνα του να τον γλιτώσει από τον βραχνά, έκλαιγε φοβισμένος. Θυμήθηκε μια προσευχή που είχε μάθει κι ενίοτε την έλεγε σιγά πριν αποκοιμηθεί στο μαξιλάρι του.

    «Ω κυρά Μαγδαληνή, πως κοιμάσαι μοναχή;

    Δεν κοιμάμαι μοναχή, έχω Πέτρο, έχω Παύλο, έχω δώδεκα Αποστόλους.

    Του Χριστού μου το ραβδάκι το ΄χω για προσκεφαλάκι,

    όποιος έλθει να το πάρει ο Χριστός τον τιμωράει.

    Χριστός εδώ, Χριστός εκεί, Χριστός στην κεφαλή μου

    και τ΄ Άγιο Πνεύμα στην ψυχή μου».

    Σταυροκοπήθηκε κι έκλεισε εξαντλημένος τα μάτια του. Το φυτίλι στο καντήλι που έκαιγε από πάνω του τσίριξε απαίσια κι έσβησε. Είχε μόλις αρχίσει να χαράζει.

    Ξύπνησε ανάλαφρος. Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα καλώντας τους φιλέορτους στην λαμπρή θεία λειτουργία. Πετάχτηκε αμέσως επάνω και κοίταξε απορρημένος γύρω του να καταλάβει που βρίσκεται. Θυμήθηκε το τάμα του, την άσχημη νύχτα που πέρασε κάτω από την εικόνα του Αγίου, τους εφιάλτες που είδε και τον ξετίναξαν. Όλα τα θυμήθηκε κι ενώ έσκυβε να μαζέψει από κάτω το χράμι για να το διπλώσει, χαμογέλασε μετά από πολύ καιρό. Ένα βάρος είχε φύγει από πάνω του, το καταλάβαινε. «Λες ο Άγιος να έκανε το θαύμα του;», αναρωτήθηκε χαρούμενος. Δεν ήξερε ακόμη, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Αν και μέσα του βαθιά μια μυστική φωνή του έλεγε και του ξανάλεγε πως πάει, πέρασε το κακό, δεν είχε πλέον τίποτα να φοβάται και τίποτα δεν έπρεπε να ανησυχεί. Μα και πάλι, ως άλλος άπιστος Θωμάς, αμφέβαλε ζωηρά. Θα έπρεπε να περιμένει, μερικές ημέρες τουλάχιστον, για να βεβαιωθεί. Σκέφτηκε να παραμείνει στην λειτουργία. Ντρεπόταν τον κόσμο που είχε αρχίσει στο μεταξύ να καταφθάνει ντυμένος με τα καλά του. Προτίμησε να πάει μέχρι το σπίτι του να νιφτεί, ν΄ αλλάξει, να φορέσει κάτι καθαρό και να επιστρέψει. Έφυγε τρέχοντας για το χωριό. Στο δρόμο συνάντησε τις συκιές φορτωμένες. Τον είχε θερίσει η πείνα. Σκαρφάλωσε χωρίς δεύτερη σκέψη στην πιο μεγάλη, σε μια που έκανε «κολοκυθάπια», τ΄ αγαπημένα του σύκα. Κι έτσι καθώς ήταν ξενηστικωμένος, τα πρώτα άρχισε να τα καταπίνει όπως τα έφθανε, με την φλούδα. Μόλις όμως άρχισε να χορταίνει κάπως, θυμήθηκε πως θα έπρεπε να τα καθαρίζει για να μη τον πονέσει η κοιλιά του. Έφαγε μερικά ακόμη και κατέβηκε. Ήθελε να προλάβει τα καλά νέα στην μάνα του. Σιγά τώρα να μην περίμενε να σιγουρευτεί. Αφού όσο περνούσε η ώρα το ένιωθε όλο και πιο καθαρά, το καταλάβαινε πως είχε θεραπευτεί οριστικά από τις θέρμες. Ναι, ο Άη Γιάννης είχε κάνει το θαύμα του!

     

    Σημείωση

    Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο «αποκεφαλισθείς» από τον Ηρώδη, θεωρείται ο θεράπων Άγιος από το ρίγος του πυρετού που προκαλείται από την ελονοσία. Προφανώς γι’ αυτό αποκαλείται και Ριγολόγος ή Κρυαδίτης, αλλά και Νηστευτής και Νηστικός για την απόλυτη νηστεία με την οποία τιμάται η μνήμη του. Επίσης, κατά τόπους, όπως στην Νάξο, ακούγεται και Τιναχτής επειδή σε τινάσσει με ρίγη, αν δεν τηρήσεις τη νηστεία του ή γιατί θεραπεύει το τιναχτικό, τον ελώδη πυρετό δηλαδή. Στην Θράκη τον λένε Κυνηγό, καθότι γύρω στην εορτή του στις 29 Αυγούστου, αρχίζει η κυνηγετική περίοδος. Οι κακοήθεις πυρετοί που μάστιζαν παλαιότερα – ιδιαίτερα κατά τον μήνα Αύγουστο – την ελληνική επαρχία, με τα τρομερά ρίγη οφείλονταν κατά την άποψη του λαού στην ταραχή που αισθάνθηκε η κεφαλή του Αγίου την στιγμή της καρατόμισης. Ίσως γι’ αυτό και συνήθως εικονίζεται κρατώντας την κεφαλή του σ΄ ένα πινάκιο. Στους Κήπους Ευβοίας, το χωριό των γονιών μου, αν και είναι ο πολιούχος άγιος, η εκκλησία του είναι κτίσμα μάλλον ταπεινό, σε σχέση πάντοτε με τον κεντρικό ναό της Παναγίας, τον επίσημο που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στα υπολείμματα του ενετικού πύργου και ίσως, το πιθανότερο εικάζω, με τις πέτρες του να θεμελιώθηκε. Όπως και να ΄χει όμως, επειδή «το ράσο δεν κάνει τον παπά», ο Άη Γιάννης υπήρξε ανέκαθεν ο αγαπημένος άγιος του χωριού μου. Και οι συντοπίτες μου οι Κηπιώτες, τον τιμούν με το παραπάνω. Ο πατέρας μου πάντως δεν λησμόνησε ποτέ το «θαύμα», ούτε και την υποσχεσή του. Σε όλη του την ζωή και μέχρι που πέθανε, «κρατούσε» την ημέρα με ευλάβεια και τιμούσε τον Άη Γιάννη με την νηστεία του. Ανήμερα της εορτής του Αγίου ούτε λάδι δεν έβαζε στο στόμα του. Μόνο φρούτα και νερό. Ακόμα κι όταν βράδιαζε και η μητέρα τον πίεζε θυμάμαι να «καταλύσει», λέγοντάς του πως πάει, πέρασε πλέον η επέτειος, εκείνος θύμωνε και το αρνιόταν πεισματικά.

  • Τα ψηλά βουνά

    Δεν ήταν η πρώτη φορά εκείνη που κατέφθασα στο Μεταξοχώρι καλεσμένος στο εξοχικό σπίτι του ποιητή και φίλου μου Γιάννη Κοντού. Είχαν προηγηθεί κάμποσες ολιγοήμερες εκδρομές με διαφορετική συνήθως σύνθεση παρέας. Τον Αύγουστο του 1980 όμως, κάτι που ήταν προγραμματισμένο από καιρό, θα παραθέριζα κανονικά. Μαζί με τον οικοδεσπότη, οι δυο μας αρχικά, κινήσαμε ένα πρωί από την Αθήνα για την Λάρισα κι από εκεί για την Αγιά με το ΚΤΕΛ και στην συνέχεια πήραμε ένα ταξί για το υπόλοιπον της διαδρομής μέχρι το χωριό. Επρόκειτο να αριβάρει και ο έτερος Καππαδόκης, ο κολλητός μου Κωστάκης, αν κατάφερνε βεβαίως να πάρει άδεια -καθότι ήταν φαντάρος τότε- από την μονάδα που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία. Την ίδια χρονική περίοδο ήταν ντυμένος στο χακί και ο Γιώργος Μανιώτης. Είχε παρουσιαστεί στο 6ο Σ.Π. Κορίνθου και θυμάμαι πόσοι φίλοι του, εκτός από τους γονείς του, ήμασταν παρόντες κατά την ορκωμοσία του. Ο επιστήθιος φίλος του Γιάννης Κοντός, η Νάσα Παταπίου, ο Ματθαίος Μουντές, ο Ζαχαρίας Ρόχας, ο Γιώργος Παυριανός, ο Δημήτρης Λέκκας, ο Μπάμπης Σαραντόπουλος, ο Γιώργος Μητρόπουλος κ.ά. Από εκεί πήρε μετάθεση για την Λάρισα, οπότε θα είχαμε την ευκαιρία να τον επισκεπτόμαστε συχνά, για συμπαράσταση, πλην όμως και για δική μας ευχαρίστηση, όσο θα κάναμε τις διακοπές μας στο Μεταξοχώρι. Ο Μανιώτης υπήρξε ανέκαθεν μέγας σκανταλιάρης! Ένα ασίγαστο πειραχτήρι με εύστοχα δηκτικά σχόλια και πικρά αστεία σε βάρος των άλλων, μα και μ΄ έναν ανελέητο αυτοσαρκασμό…

    Εκεί λοιπόν στο Μεταξοχώρι της Αγιάς, ένιωσα σα να μεταφερόμουν ξανά πίσω, στο αφήγημα των παιδικών μου χρόνων με τα βαθύσκιωτα πλατάνια και τις υπόγειες νεροσυρμές, «Τα ψηλά βουνά*» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ψηλά τρόπος του λέγειν, καθόσον ο παραδοσιακός οικισμός είναι χτισμένος σε υψόμετρο που δεν ξεπερνά τα 300 μέτρα. Κι όμως το Μεταξοχώρι, με τα ονόματα Ρέτσιανη ή Μελίσσι παλαιότερα, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά των ορεινών καταυλισμών με την ζωογόνο δροσιά της δασικής βλάστησης. Τα βράδια, πριν βγούμε στην πλατεία για να τσιμπήσουμε, με το ρέμα καταμεσίς που χωρίζει στα δύο το χωριό και το γεφύρι που το ενώνει, έπρεπε να πάρουμε απαραιτήτως από το σπίτι και κάτι να ρίξουμε στις πλάτες μας, καμία ελαφριά ζακέτα ή μπουφάν. Παρότι στην διάρκεια της μέρας πύρωνε ο θείος Αύγουστος από παντού, μόλις έπεφτε το βράδυ έβαζε μιαν ευχάριστη ψυχρούλα άλλο πράγμα! Καθημερινά γύρω στις 11.00’ το πρωί, πηγαίναμε για μπάνιο με το τοπικό λεωφορείο στον Αγιόκαμπο, μια τεράστια παραλία γεμάτη από λουόμενους της ευρύτερης περιοχής με ομπρέλες, ξαπλώστρες, ρακέτες και όλα τα συναφή του επαρχιώτικου μικροαστισμού. Δεν έλειπαν βεβαίως τα ανυπάκουα πιτσιρίκια και οι ανοικονόμητες μητέρες με τις τσιρίδες τους και τις επαναλαμβανόμενες νουθεσίες. Το μεσημεράκι επιστρέφαμε στο σπίτι να γευματίσουμε κάτι πρόχειρο κι αμέσως μετά να ξαπλώσουμε για την καθιερωμένη σιέστα. Έτσι κυλούσαν οι μέρες των διακοπών, ήσυχα και ρουτινιάρικα. Οι αψιμαχίες και οι μικροεντάσεις δεν έλειπαν βεβαίως, ήταν μάστορας δεινός ο Γιάννης σε κάτι τέτοια. Κι όπως είμαι και του λόγου μου από φυσικού μου αψίκωρος οι καυγάδες έδιναν κι έπαιρναν. Ο Κωστάκης δεν συμμετείχε σε κάτι τέτοια, κρατούσε σοφά τις αποστάσεις του.

    Θυμάμαι πως αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής «Στη διάλεκτο της ερήμου» του Κοντού, που εκδόθηκε λίγους μήνες αργότερα τον Νοέβριο του ΄80, εκείνη την σύντομη περίοδο γράφτηκαν στο Μεταξοχώρι, όπως το εξαίρετο ποίημα:

     

    Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΙΚΑΘΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΚΛΕΙΔΩΣΕΙΣ

    Δέν ξέρω άν θά ΄ναι αρχαιολόγος

    ή αγρότης αυτός πού θά βρεί

    τά κόκκαλά σου άσπρα

    μαζί μέ διάφορα πετρώματα.

    Τά δόντια σου μέ τά τραγουδάκια

    τού συρμού πού λέγαμε αγκαλιά

    καί χαμογελούσες ενώ ήξερες

    τί σέ περιμένει – σκορπισμένα

    σέ μεγάλη απόσταση λόγω τών επιχωματώσεων –

    Αέρας θά φυσά στή ζωή

    καί ή άμμος τών λόγων σου

    μαζί μέ τό ξερό χορτάρι

    πρέπει νά μέ θυμάται.

     

    Είχα βλέπεις την ευκαιρία, την τιμή και την χαρά καλύτερα, να είμαι πρώτος εγώ ο κοινωνός της ακριβής του τέχνης. Τα πρωϊνά περνούσαμε συχνά για καφέ από το σπίτι της Άννας Βαγενά και του Λουκιανού Κηλαηδόνη, του Παντελή Καλιότσου και της Άννας Δεϊμετζή, του Μέντη και της Μαρίας Μποσταντζόγλου. Διάφοροι καλλιτέχνες και λογοτέχνες καθώς ο φίλος μου, είχαν συρρεύσει τα τελευταία χρόνια στο χωριό και αγοράζοντας κοψοχρονιά από τους ντόπιους κάποιο γκρεμίδι, είχαν αποκτήσει εξοχική οικία. Και λίγο – πολύ γνωρίζονταν μεταξύ τους. Ένα βραδάκι κάναμε ξαφνική βίζιτα στην Αλίκη Γεωργούλη, άρτι χωρισμένη από τον Γιώργο Αρβανίτη. Την Γεωργούλη την πετύχαμε απεριποίητη μ΄ ένα φακιόλι στα μαλλιά και ντυμένη πρόχειρα να βάφει με λαδομπογιά κάτι κάγκελα στην αυλή. Ξαφνιάστηκε που μας είδε σαν «φάντη μπαστούνι» μπροστά της, αλλά έδειξε πως χάρηκε. «Συγνώμη βρε παιδιά για το χάλι μου… Δώστε μου πέντε λεπτά να καθαρίσω τα χέρια μου με νέφτι και ν΄ αλλάξω», μας είπε κι εξαφανίστηκε στα ενδότερα του σπιτιού.

    Όταν σε λίγο επέστρεψε φρεσκαρισμένη ήταν άλλος άνθρωπος. Μια ιδιαίτερα γοητευτική γυναίκα, ενεπιτήδευτη και απλή στους τρόπους. Και παρ΄ όλο που πλησίαζε τα πενήντα, διατηρούσε αμείωτο το «sex appeal» της. Πρώτη φορά την συναντούσα από κοντά. Την είχα δει ως Στέφη στην περίφημη ταινία «Συνοικία το όνειρο» με σκηνοθέτη τον τότε συζυγό της Αλέκο Αλεξανδράκη καθώς και ως θεατρίνα στην εξαίρετη ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος». Και ως Ανδρομάχη την είχα βεβαίως ξεχωρίσει στην μυθική παράσταση «Τρωάδες», όταν πρωτοπαίχτηκε στο υπαίθριο πάρκινγκ – θεατράκι της οδού Καπλανών τον Σεπτέμβριο του 1977, σε διδασκαλία του Γιάννη Τσαρούχη. Πρότεινε να καθήσουμε για φαγητό. Δεν είχε τίποτα έτοιμο, αλλά θα σκάρωνε στο άψε σβήσε μια χορταστική για όλους μας μακαρονάδα, δική της σπεσιαλιτέ όπως μας τόνισε. Δεν είχαμε καμία αντίρρηση. Έβαλε το νερό να βράσει για τα μακαρόνια και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Αρχισε να καλεί τον γιό της και μόλις εκείνος ανταποκρίθηκε από μακριά, του ζήτησε να διακόψει το παιχνίδι και να επιστρέψει πάραυτα στο σπίτι. Σε λίγο έσκασε μύτη ο μικρός Γιωργάκης ξαναμμένος. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα δώδεκα, λιγάκι στρουμπουλός με πολύ σγουρά μαλλιά και γυαλιά μυωπίας. Χαιρέτησε ευγενικά και πήγε να πλυθεί για να δειπνήσουμε. Χρόνια μετά γίναμε φίλοι και συνεργάτες στο περιοδικό ΓΥΝΑΙΚΑ όπου εργαζόμουν ως δημοσιογράφος. Ο Γιώργος Καλφαμανώλης στο μεταξύ είχε σπουδάσει φωτογραφία σε κάποιο κολλέγιο του Λονδίνου και είχε εξελιχθεί σε έναν εξαίρετο επαγγελματία φωτογράφο. Για ένα διάστημα, όταν χώρισε από την Μανίνα Ζουμπουλάκη, υπήρξαμε συγκάτοικοι. Και μάλιστα κάναμε από κοινού babysitting στον μικρό Πέτρο, τον τετραετή γιο που είχε αποκτήσει με την Μανίνα. Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας το παιδί, καθότι αυτή ήταν η συμφωνία με την πρώην σύζυγό του που, ειρήσθω εν παρόδω, προϋπήρχε ως φίλη μου και βεβαίως παραμένει. Έτσι βρέθηκα λοιπόν να συμμετέχω κατά το ήμισυ «χάριν φιλοτιμίας» στην γενικότερη φροντίδα του παιδιού, ίσως και ολίγον παραπάνω! Τι να κάνεις όμως; Αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία…

    Τον Μανιώτη προλάβαμε να τον επισκεφτούμε στο στρατόπεδο δύο φορές. Η αλήθεια είναι πως μου είχε φανεί κάπως συννεφιασμένος, μα δεν φανταζόμουν αυτό που θα επακολουθούσε. Ήταν άκεφος και δεν έκανε τα γνωστά αστεία του. Το αιώνιο πειραχτήρι δεν έριξε ούτε μια μπηχτή, ούτε ένα τόσο δα καρφάκι στον Γιάννη, τον μόνιμο στόχο του. Κι ενώ ετοιμαζόμασταν να ξαναπάμε, λάβαμε την πληροφορία ότι την προηγουμένη είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και νοσηλευόταν πλέον στο 404 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Λάρισας, ευτυχώς εκτός κινδύνου. Ανησυχήσαμε σφόδρα, μεγάλη αγωνία μας κατέλαβε. Και άρον άρον σπεύσαμε επί τόπου. Αναζητήσαμε τον θάλαμο που μας υπέδειξαν κατά την είσοδό μας. Όταν επιτέλους τον βρήκαμε και αγχωμένοι μπήκαμε μέσα, είδαμε τον φίλο μας να είναι καθιστός στην κλίνη του και σαν μελαγχολικός, αλλά από άποψη σωματικής υγείας σε καλή κατάσταση. Μας καθησύχασε και ο ίδιος ότι όλα βαίνουν καλώς, μας έκλεισε μάλιστα κρυφά και το μάτι με σημασία. Σε λίγο πρότεινε να πάμε μια μικρή βόλτα όλοι μαζί στο προαύλιο του κτιρίου. Κι εκεί μας εξήγησε με ύφος συνωμοτικό τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν μπορούσε να υπομείνει περισσότερο την ταλαιπωρία του στρατού. Η κατάσταση έμοιαζε να είναι επιεικώς αφόρητη. Και πραγματικά, για έναν άνθρωπο τόσο ευαίσθητο και δημιουργικό όπως εκείνος, ήταν απορίας άξιον το πως άντεξε τόσο καιρό την ακραία αυταρχικότητα, για να μην πω τίποτα πιο βαρύ, του στρατιωτικού μηχανισμού. Έκανε υπομονή για πέντε μήνες περίπου, ώσπου κατάλαβε ότι το πράγμα δεν πήγαινε άλλο. Πήρε τις αποφάσεις του λοιπόν και οργάνωσε την πολυπόθητη έξοδο προς την ελευθερία, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την ζωή του.

    Η απόπειρα αυτοκτονίας ήταν προσχηματική, δεν ήθελε βεβαίως να θέσει τέλος στην ζωή του. Υπήρχε ρίσκο, αλλά την είχε καλά σχεδιάσει. Κατέβασε μια χούφτα χάπια φροντίζοντας να καταρρεύσει σε κάποιο σημείο του στρατοπέδου που θα περνούσε σίγουρα η νυχτερινή περίπολος και θα τον εύρισκε, όπερ κι εγένετο. Τον βρήκανε λιπόθυμο πίσω από τα μαγειρεία… Αμέσως κτύπησε συναγερμός και τον μετέφεραν κατεπειγόντως στο στρατιωτικό νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση. Οι γιατροί αντελήφθησαν αμέσως από τα συμπτώματα που παρουσίαζε τι είχε συμβεί και του έκαναν μια γερή πλύση στομάχου. Όταν συνήλθε βρισκόταν εκτός κινδύνου στον θάλαμο. Την επομένη ειδοποιήθηκαν οι ανυποψίαστοι γονείς του στην Αθήνα, οι οποίοι ήταν ήδη καθ΄ όδόν για την Λάρισα, και ο διακοπεύων στο Μεταξοχώρι κολλητός του φίλος Γιάννης Κοντός.

    «Μα κι εσύ πίσω από τα μαγειρεία επέλεξες να σκηνοθετήσεις την αυτοκτονία σου», του σφύριξε ο Κοντός με νόημα, μόλις ο άλλος έβαλε τελεία στην αφήγηση. «Σκάσε κτήνος», τον αποπήρε ο Μανιώτης έτοιμος να ξεκινήσει τον συνήθη μεταξύ τους λεκτικό πόλεμο. Και συμπλήρωσε με δήθεν απειλητικό ύφος: «Αν ήξερες τι σε περιμένει, τώρα που επιστρέφω με αναβολή πίσω στα πάτρια…». Βάλαμε όλοι τα γέλια. Τα πράγματα ήταν ολοφάνερα καλά, πολύ περισσότερο μάλιστα απ΄ ότι τα περιμέναμε.

    Αποφασίσαμε να αποχωρήσουμε όλοι μαζί. Ο φαντάρος με το χαρτί της αναβολής για «ψυχολογικούς λόγους» στην τσέπη -μέχρι την οριστική απαλλαγή του σε δύο χρόνια από κάθε στρατιωτική υποχρέωση- οι γονείς του που είχαν σπεύσει έντρομοι να τον παραλάβουν, ο Κοντός, ο φίλος μου ο Κωστάκης κι εγώ. Οι διακοπές μας δεν μπορούσαν να συνεχιστούν μετά απ΄ όλα αυτά που συνέβησαν. Τόπο συνάντησης ορίσαμε τα πρακτορία του ΚΤΕΛ Λάρισας. Ήταν μεσημέρι, τέλη Αυγούστου και γινόταν ένας χαμός. Μέσα στην γενική αναμπουμπούλα χάσαμε τον κύριο Νίκο, τον πατέρα του Γιώργου, έναν άνθρωπο ήπιων τόνων. Η μητέρα του η κυρία Γιαννούλα, όσο εκείνος καθυστερούσε να εμφανιστεί και κινδυνεύαμε στα καλά καθούμενα να χάσουμε εξ αιτίας του το δρομολόγιο για την Αθήνα, έβγαζε καπνούς. Στο παρά πέντε εμφανίστηκε ατάραχος. «Μα που ήσουν βρε χριστιανέ μου; Το ξέρεις ότι παρ΄ ολίγο και θα έφευγε το πούλμαν;», τον ρώτησε αγριεμένη η σύζυγος. «Τσίμπησα μια μακαρονάδα στο εστιατόριο, αλλά είχα τον νου μου», της απάντησε ήσυχα. Κρατηθήκαμε να μη ξεσπάσουμε σε γέλια. Η κυρία Γιαννούλα τον κοίταξε με δολοφονικό ύφος και μέσα από τα δόντια, του είπε χαμηλόφωνα: «Μα που στην ευχή την βρήκες την όρεξη; Ώρες – ώρες απορώ με την αναισθησία σου…». Ο Γιάννης σκύβοντας στο αυτί μου, πρόλαβε να σχολιάσει. «Έτσι εξηγείται γιατί ο Γιώργος βγήκε τόσο φαγανός, θα είναι μάλλον κληρονομικό!».

    Αφού ξεκίνησε το πούλμαν διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν διάφορες κενές θέσεις κι ακροβολιστήκαμε αναλόγως… Ο Μανιώτης, μακριά από τους γονείς, έπιασε μια θέση στο πίσω μέρος, δίπλα σε παράθυρο. Έβγαζε κάθε τόσο έξω το χέρι του κι έγερνε πίσω το κεφάλι. Ήθελε να τον φυσάει το πυρωμένο αεράκι. Πρώτη ημέρα εκτός στρατοπέδου κι απολάμβανε την ξαφνική αίσθηση ελευθερίας με τον δικό του τρόπο. Εμένα μου παρουσιάστηκε αναπάντεχα ένα φλερτ. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, όταν κάναμε την καθιερωμένη ολιγόλεπτη στάση στου «Λεβέντη», ξαμολυθήκαμε ασυγκράτητοι σε κάτι χέρσα χωράφια με ελιές. Σε λίγο άρχισε ο οδηγός τα επίμονα κορναρίσματα της αναχώρησης και τότε συνειδητοποιήσαμε πως υπήρχε κίνδυνος, αν δεν επιστρέφαμε εγκαίρως, να μας αφήσει αμανάτι εκεί. Λαχανιασμένοι, με τα παντελόνια μισοανεβασμένα και τα πουκάμισα ανοιχτά, τρυπώσαμε μέσα την τελευταία στιγμή ψελίζοντας κάτι αφελείς και εντελώς παιδαριώδεις δικαιολογίες ότι, τάχα είχαμε πάει «προς νερού μας» και γι΄ αυτό αργήσαμε λιγάκι. Όλο το πλήρωμα του πούλμαν ήταν έξαλλο μαζί μας, μηδέ των φίλων μου εξαιρουμένων. Φαινόταν ξεκάθαρα από τον τρόπο που μας κοιτούσαν αγριεμένοι ενώ εμείς, πλήρεις ενοχών και με το κεφάλι σκυμμένο, αναζητούσαμε κάποιο ελεύθερο κάθισμα. Μόνο ο Μανιώτης μου έκανε νεύμα να καθίσω στην διπλανή του άδεια θέση κι αμέσως, χωρίς να χάσει χρόνο, με ρώτησε: «Τι συνέβη βρε κτήνος; Εδώ μέσα είναι έτοιμοι να σας κατασπαράξουν. Εγώ πάντως πολύ το διασκέδασα… Έλα, πες τα μου όλα τώρα με λεπτομέρειες!».

     

    * τίτλος παιδικού μυθιστορήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου

  • Άννα, όπως λέμε Μάννα

    Ξέρω πως η απλούστερη, η συνήθης γραφή της λέξης «μάννα» είναι μ΄ ένα «ν», χωρίς αυτό να σημαίνει πως με τα δύο είναι λανθασμένη, ίσως μάλιστα να είναι και η πλέον ορθή όταν πρόκειται για την μάννα του φίλου Γιώργου Παυριανού. Γιατί η κυρά Άννα ήταν μια πραγματική μάννα, καθώς και μητέρα επίσης και φορές, τις περισσότερες μάλλον, σκέτο μαμά. Έτσι τον ακουγα μέσα στα χρόνια να της μιλάει, να της απευθύνει τον λόγο ο φίλος μου. Προχθές, παραμονή της Παναγίας, τα δύο από τα τρία παιδιά της, οι στενοί φίλοι τους και οι ολίγοι εναπομείναντες συγγενείς, έμελλε να την αποχαιρετήσουμε όλοι μαζί δια παντός. Λίγο πριν πατήσει τα ενενήντα έσβησε ήσυχα μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου της γιου. Στο σπίτι της, με την αποκλειστικά δική του νυχθημερόν φροντίδα, την αγόγγυστη αφοσίωσή του, την τρυφερότητα και την αγάπη του. Κάτι σπάνιο!

    Η Άννα Τσιμέκα γεννημένη το 1930 στην Άνω Σκαλούλα, ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης, παντρεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 στην Πάτρα τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό της Θεόδωρο Παυριανό ή Θοδωράκη όπως η ίδια προτιμούσε να τον αποκαλεί, πόντιο στην καταγωγή από τα χώματα της μακρινής Κερασούντας. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά. Την πρωτότοκη Χρυσάνθη, στον χρόνο επάνω τον Γιώργο και ύστερα από μερικά χρόνια την Ντίνα. Κι όπως συμβαίνει με τις περισσότερες άν όχι με όλες τις ελληνίδες μάννες, είχε βεβαίως κι εκείνη κρυφή αδυναμία στο αγόρι της. Συχνά – πυκνά, όταν τα κορίτσια διαπίστωναν κάποια ευνοϊκότερη μεταχείριση στο πρόσωπο του αδελφού τους, της το «κτυπούσαν» κατάμουτρα. Πλην όμως εκείνη θυμωμένη τις διέψευδε, το αρνιόταν κατηγορηματικά, έφερνε μάλιστα προς συζήτηση αποδείξεις σοβαρές κι επιχειρήματα υποτίθεται αδιάσειστα περί του αντιθέτου. Δεν βαριέσαι όμως, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει…

    Την γνώρισα λίγο μετά που έγινα φίλος με το παιδί της, τέλη του 1977. Ήταν κατά έναν χρόνο μικρότερη από την μητέρα μου και ο πατέρας του φίλου μου κατά έναν χρόνο μεγαλύτερος από τον δικό μου. Και οι δύο γονείς μας, όπως κι εμείς οι κολλητοί φίλοι άλλωστε, ήταν συνομήλικοι. Σύντομα διαπιστώσαμε ότι εκτός αυτού, το πιο σημαντικό ήταν άλλο. Η κοινή διαδρομή, η επίπονη και βασανιστική για ένα καλύτερο μέλλον, των παιδιών τους κυρίως. Οι πατεράδες μας ήταν εργάτες, αριστεροί στα νιάτα τους που βρέθηκαν όμως να υπηρετούν στον εθνικό στρατό. Και οι μητέρες νοικοκυρές, αφοσιωμένοι σύζυγοι και ολίγον δολοπλόκες σε σχέση με τα οικονομικά του σπιτιού, μιας κι εκείνες είχαν την διαχείριση του οικογενειακού προϋπολογισμού κι έκαναν το γενικότερο κουμάντο. Οι άνδρες έφερναν το μεροκάματο και το ακουμπούσαν στα χέρια τους. Τα υπόλοιπα ήταν δική τους μέριμνα, από το τι θα μπει στο τσουκάλι μέχρι την ανατροφή των παιδιών. Ανταλλάσαμε τις σχετικές πληροφορίες με τον φίλο μου και κάθε φορά διαπιστώναμε εντυπωσιασμένοι σε πόσο πανομοιότυπες οικογένειες μεγαλώσαμε.

    Και φυσικά γελάγαμε πολύ κι ακόμη γελάμε με τα διάφορα ευτράπελα συμβάντα ή τις ιδιόμορφες ρήσεις τους, τις γνωστές σε όλους μας κοτσάνες, που εκτόξευαν αφελώς οι γλυκές μανούλες και τα βλαστάρια τους φρόντιζαν να τις καταγράφουν. Παραδόξως δε την ίδια φράση ακριβώς χρησιμοποιούσαν και οι δύο για να εκφράσουν το παράπονο και ομού την ελαφριά δυσαρέσκειά τους. «Γι΄ αυτό σας στείλαμε στο σχολείο και σας σπουδάσαμε για να μας κοροϊδεύετε παλιόπαιδα», σχολίαζαν πικαρισμένες όταν καταλάβαιναν ότι προφανώς εξ αιτίας κάποιου φραστικού ολισθήματος που αθελά τους είχαν μόλις διαπράξει, άγνωστο ποιου ακριβώς, εμείς πέφταμε στα πατώματα από τα γέλια. Μια φορά, μεσημέρι Μ. Σαββάτου ήταν που μας τηγάνισε πρόθυμα μια συκωταριά για να κάνουμε την λεγόμενη πρώτη Ανάσταση. Τι μέρα κι εκείνη! Ο φίλος μου ανακάλυψε μια βίδα στο πιάτο του. Είχε λασκάρει και είχε πέσει μέσα στα συκωτάκια από το καπάκι του μοντέρνου τηγανιού. Η κυρά Άννα ντροπιάστηκε πολύ, πήγε να σκάσει. Το φύσαγε και δεν κρύωνε. «Μα πως στην ευχή έγινε αυτό; Να μου συμβεί εμένα μια τέτοια αναποδιά χρονιάρα μέρα;», έλεγε και ξανάλεγε θυμωμένη. Στην συνέχεια, ενώ εμείς τρώγαμε, άρχισε να μας αφηγείται τον γάμο κάποιας ανηψιάς της και να την μακαρίζει για την καλή της τύχη. Είχε πρόσφατα παντρευτεί ένα λαμπρό παλικάρι. «Και τι δουλειά κάνει ο γαμπρός;», την ρώτησε αφηρημένα ο φίλος μου, απλώς για να πει κάτι. «Να δεις τι δουλειά μου είπαν ότι κάνει… Α, ναι, θυμήθηκα: Οδηγός υποβρυχίου!», μας ανήγγειλε με το πλέον φυσικό ύφος. Κι ενώ εμείς κοντεύαμε να πνιγούμε από τα γέλια εκείνη μας κοιτούσε απορρημένη.

    Σε λίγο ήλθε το επόμενο κτύπημα. Αυτή την φορά επρόκειτο για την αρρώστια μιας άλλης συγγενούς, κάποιας θείας της οικογένειας. Είχε διαγνωστεί από καιρό με καρκίνο, μα τελευταία η καταστασή της χειροτέρεψε ραγδαία, μας ενημέρωνε περίλυπη. «Τι ακριβώς έγινε;» την ρώτησε ο γιος της. «Ο καρκίνος έφυγε», του απάντησε. «Αυτό είναι θετική εξέλιξη», σχολίασε ο φίλος μου. «Δεν κατάλαβες καλά», τον αποπήρε και συνέχισε. «Ο καρκίνος δεν έφυγε εντελώς. Έκανε μετανάστευση και πήγε αλλού…». Βάλαμε τα γέλια. «Τι γελάτε βρε παλιόπαιδα, για γέλια είναι;», μας είπε σε αυστηρό τόνο. «Έχεις δίκιο μαμά, συγνώμη», προσπάθησε να την εξευμενίσει το παιδί της και σχολίασε: «Αν και τώρα που το σκέφτομαι, η «μετανάστευση» ως όρος δεν είναι και τόσο λάθος. Μάζεψε τα μπογαλάκια του ο καρκίνος και μετανάστευσε αλλού!». Και το ίδιο βράδυ, όπως πληροφορήθηκα την επομένη, λίγο πριν κινήσουν τα παιδιά της για την Ανάσταση, άρχισε τις διάφορες νουθεσίες. «Να σταθείτε σ΄ ένα μέρος καλά προφυλαγμένο. Δεν χρειάζεται να πάτε κοντά στην εξέδρα που βγαίνει ο παπάς για το Χριστός Ανέστη. Είναι επικίνδυνα εκεί, ρίχνουν πολλές κροκέτες!».

    Κάποιο Πάσχα που συμπτωματικά έπεσε την ημέρα της Πρωτομαγιάς, μάλλον το Πάσχα του 1994 θα ήταν -ήμουν θυμάμαι βαρύς κι απελπισμένος ως πρόσφατα χωρισμένος από έναν μεγάλο έρωτα, τρομάρα μου- είχαμε συμφωνήσει όλοι οι στενοί φίλοι να γιορτάσουμε στο σπίτι μου. Ή όσοι τέλος πάντων από εμάς δεν είχαν εκδράμει εις τας εξοχάς για να πιάσουν τον Μάη και κάποιοι, οι πιο τυχεροί να περιβουτήξουν ευκαιρίας δοθείσης και το μαγιόξυλο… Τότε έμενα σ΄ ένα μεγάλο και ιδιαίτερα φωτεινό διαμέρισμα επί της οδού Κοτυαίου 1 στους Αμπελόκηπους, με υπέροχη θέα στον Υμηττό, ακριβώς απέναντι από το σπίτι του αμερικανού Πρέσβη. Ο Παυριανός με ρώτησε δειλά αν θα μπορούσε να έλθει με τους γονείς του, δεν ήθελε να τους αφήσει μόνους Πασχαλιάτικα. «Και το συζητάς; Με μεγάλη μου χαρά!», του απάντησα. Κυριακή πρωί άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι κι εγώ προσπαθούσα να συνέλθω με καφέδες από το «hangover» της προηγουμενης νύχτας. Εκτός από το άγριο μεθύσι είχα και μια απρόοπτη συνάντηση κατά την επιστροφή μου στο σπίτι με το «πρόσωπο», κάτι που με ξετίναξε. Ευτυχώς η κυρά Άννα ανέλαβε δράση. Έβαλε το αρνί στο φούρνο, ετοίμασε σαλάτες, και κάποια στιγμή καθίσαμε όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι ως πολυμελής οικογένεια. Τσουγγρίσαμε τα κόκκινα αυγά, φάγαμε, ήπιαμε κι αράξαμε μετά στους καναπέδες. Εκτός από τον Παυριανό και τους γονείς του ήμασταν οι Κώστας Κάτσουλας, Λίνα Μπέμπη, Σταμάτης Ζάννος, Αιμιλία Παπαφιλίππου, Γιόλα Ψαροπούλου, Δανάη Μιχαηλίδου και ο Σωκράτης Καλκάνης που πέρασε για λίγο να μας πει τα χρόνια πολλά και το Χριστός Ανέστη.

    Η κυρά Άννα καθόταν σ΄ αναμμένα κάρβουνα. Κάποια στιγμή δεν άντεξε κι άρχισε το δριμύ κατηγορώ της. «Δεν ντρέπεστε νέοι άνθρωποι και να μην σηκώνεστε χρονιάρα μέρα από τους καναπέδες; Εμπρός, όλοι όρθιοι, σήμερα θα γλεντήσουμε και θα χορέψουμε!». Και χωρίς άλλη κουβέντα δυνάμωσε την μουσική, τον καλαματιανό που την στιγμή εκείνη ίσα που ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Βούτηξε μια πετσέτα φαγητού από το τραπέζι, την ανέμισε με χάρη και μας έκανε νόημα να λάβουμε θέση δίπλα της. Ο χορός μόλις άρχιζε. Του δώσαμε και κατάλαβε. Το κέφι άναψε κι επάνω στα βαριά ζεΪμπέκικα με τα όπα και τα παλαμάκια, η πιατοθήκη κατέβηκε όλη κι έγινε θρύψαλα. Πιάτα και ποτήρια μετατράπηκαν αίφνης σ΄ ένα επικίνδυνο σωρό εκεί στην μέση του σαλονιού. Εμείς ως διονυσιασμένοι ήμασταν ανίκανοι για προφυλάξεις από τα σπασμένα γυαλιά. Εκείνη αναζήτησε σκούπα και φαράσι κι άρχισε να τα μαζεύει σε μια γωνιά με την σβελτάδα και την επιδεξιότητα επαγγελματία, χωρίς να διακόπτει τους χορευτές που ήταν εκτός εαυτού. Τα είχε καταφέρει να μας ξεσηκώσει και της άρεσε. «Θέλει προσοχή, να μην κοπείτε. Και να μην χαλάσετε το ξύλινο πάτωμα, αμαρτία είναι να μείνουν σημάδια και χαρακιές, αυτά δεν φεύγουν», μας αποστόμωσε όταν προσπαθήσαμε να την αποτρέψουμε. Ο δε κυρ – Θόδωρος παρακολουθούσε τα δρώμενα καθήμενος ατάραχος στην πολυθρόνα του, αμέτοχος και υπομειδιών.

    Τα θυμόμουν όλα αυτά κατά την νεκρώσιμη ακολουθία και μελαγχολία μεγάλη με κατέλαβε. Γιατί από τότε που έφυγε η δική μου, εδώ και τριάντα σχεδόν χρόνια, αντιμετώπιζα την κυρά Άννα ως μια δεύτερη μητέρα. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και συζητούσαμε του καλού καιρού. Ένιωθε εμπιστοσύνη και μου ανοιγότανε. Ό,τι κι αν την ρωτούσα, μου απαντούσε χωρίς περιστροφές, ακόμη κι αν επρόκειτο για κάποιον αγνό νεανικό της έρωτα. Συχνά την πείραζα και της άρεσε. Ήταν άνθρωπος κοινωνικός κι έξω καρδιά, όπως συνηθίζεται να λέμε. Μα και φοβερή αγωνίστρια. Όταν χρειάστηκε να σώσει τον φίλο μου από μια επικίνδυνη κατρακύλα που είχε πάρει, στάθηκε βράχος στο πλευρό του και μαζί πάπλωμα χρυσό, αντίθετα με τον συζυγό της που ήταν της άποψης «όπως έστρωσε ο γιός μας, τώρα ας κοιμηθεί». Έκανε πράγματα για το χατήρι του που δύσκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα έκανε μια άλλη μάννα στην δική της θέση. Τα μάθαινα από τον φίλο μου και δεν πίστευα στ΄ αυτιά μου. Μπράβο της, έλεγα από μέσα μου, χαρά στο κουράγιο της. Κανένας από τους φίλους δεν πίστευε ότι η κατάστασή του ήταν αναστρέψιμη… Κι αυτό κράτησε για μερικά χρόνια. Κι όμως, η κυρά Άννα τα έδωσε όλα και τελικά κατάφερε να τον γλιτώσει από τον κακό δαίμονα! Ίσως εξ αιτίας αυτής της άδολης προσφοράς της, όταν μετά το δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο έμεινε πλέον κατάκοιτη, ο γιος της το πήρε όλο επάνω του. Για περισσότερο από έναν χρόνο ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην δική της φροντίδα. Μέχρι τις 13 του Αυγούστου που έφυγε για τον κάτω κόσμο.