Author: Δημήτρης Ντουραμάνης

  • Σιμπονέ

    Σ’ αγαπώ, από το κέντρο του στήθους μου. Από το ηλεκτρικό σκότος της πόλης, ως τα βουνά και τις θάλασσες του τόπου μου. Από τα βαθύτερα βάθη των ωκεανών, ως τα υψηλότερα ύψη του διαστήματος της έβδομης Ανδρομέδας. Όποιος και ό,τι σου κάνει κακό θα το συντρίψω. Και όταν σκεφτώ φιλιά, θα είμαι διαθέσιμος, μόνο για τα δικά σου. Δεν θα σε αφήσω πραγματικά μόνη, και όταν φεύγω, θα είμαι πιο κοντά. Για όσο καιρό, θα χάνομαι ήρεμα στην αγάπη σου… η βροχή, ο αέρας και ο ήλιος, θα είναι σύμμαχοι μου.

  • Και παρούσα, και πατούσα, και τσαούσα ρε γαμώτεν

    Έμενα πήγε ο πατέρας μου να με γράψει καράτε.

    Καθίσαμε και βλέπαμε το μάθημα, και μετά από τρία λεπτά φύγαμε και πήγαμε στα συγκρουόμενα στο Λούνα Πάρκ.

    Φύγαμε γιατί ο δάσκαλος καράτε έσκουζε πολύ, και είδε ότι αυτό με ενοχλούσε. Η μαμά μόνο είπε κάποτε, όταν είδε τον πρώτο δίσκο που αγόρασα (Ντουραν Ντουραν αρένα) – “Μα αυτοί φορούν κραγιόν!” και μέχρι εκεί.
    Η αδερφή μου η Χρυσούλα πριν φύγει το ’82, με έμαθε ν’ αγαπάω και να προστατεύω τα γυφτάκια, και η μαμά με δίδαξε ποτέ να μην κοροϊδεύω παιδιά, που είχαν κάποιο κινητικό ή νοητικό πρόβλημα, γιατί αν μάθαινε κάτι τέτοιο, θα μ’ έβαζε να κοιμηθώ στο κοτέτσι.
    Τελικά έτυχε και δεν έγινα γκέη, ας μην έμαθα καράτε.

    Έτυχε επίσης και είχα πολύ καλούς γονείς, που κατά τύχη με δίδαξαν, να μην είμαι βλάκας, και λέω κατά τύχη, γιατί η μαμά και ο πατέρας μου δεν ήξεραν τις λέξεις – “ομοφοβικός”, “σεξιστής”, “διαφορετικότητα”, απλά δεν ήταν σκατόψυχοι.

  • Η κάθε ταμπέλα, δεν ελευθερώνει, δεν προσδιορίζει, δεν διευκολύνει.
    Εκτός και αν είναι της τροχαίας.
    Ή του Σούπερ Μάρκετ, γιατί κάτω από την ταμπέλα τυριά, θα βρεις παρμεζάνα.
    (Ήταν ένα ομοφοβικοφασιστοαναρχικοεναλλακτικό ποστ δικαιοσύνης)

  • Λα Μουζικά

    Η μουσική, σε βοηθά να ξεπεράσεις δυσκολίες, που ποτέ δεν θα υπήρχαν, έτσι και δεν άκουγες μουσική.

    Αλλά και πάλι, είναι απ’ τα ελάχιστα πράγματα που με κάνουν να νιώθω τυχερός, που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι πχ Βελανιδιά, καρδερίνα ή ελέφαντας.

    Την αφήνω πολλές φορές καιρό, σαν ένας γονιός, που παρατάει το παιδί του.

    Μα αυτή, πάντα έρχεται και με βρίσκει. Ξέρει ότι εκτός από όμορφη, ψυχαγωγική και ελπιδοφόρα, είναι συχνά και αφόρητη. Κυρίως, γιατί δεν σ αφήνει να κρυφτείς, απ’ ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό στην ζωή, όσο και αν το χρειάζεσαι.

    Πάντα ανοίγω την πόρτα σ’ αυτή, όταν εμφανιστεί. Και δεν με νοιάζει. Να, σήμερα μου έστειλε ο Βαγγέλης, αυτό το υπέροχο τραγούδι.

    Έτυχε και γεννήθηκα άνθρωπος.

    Έχω ηχεία.

  • Δεν ξέρω αν τα παγωτά, είναι προσευχές πλασμάτων, από αρκτικές περιοχές, που θερμαίνονται και πέφτουν στα μέρη μας. Πάντως δείχνουν, πραγματικά πνευματική τροφή φίλε μου.

     

  • Σύκο παγωτό

    Λαλούσαν τα τζιτζίκια, γουάκα γουάκα στο μπακράουντ.

    Η μάνα μου είχε δώσει να πάρω χημικό παγωτό, μισό κόκκινο, μισό κίτρινο, και πήγαινα σφαίρα για το περίπτερο.

    Στον δρόμο, πάνω στο χονδρό κλαδί μιας συκιάς, ήταν ένα κορίτσι με μπεζ σορτσάκι. Είχε καστανά ίσια μαλλιά, μπεζ, σαν το σορτσάκι της και το δέρμα της ήταν κι αυτό μπεζ, σαν από σιμιγδάλι.

    Έτρωγε σύκα, είχε γδαρμένα γόνατα και στα δύο πόδια, στο ένα μάλιστα είχε και πολύχρωμα τσιρώτα, που δεν είχα ξαναδεί, και τα δάχτυλα της κολλούσαν από το γλυκερό φρούτο.

    -Μην τρως παγωτά, μου είπε. Σ’ έχω δει, όλο παγωτά τρως εσύ. Παγωτά τρώνε οι βουτυρομπεμπέδες, και μετά δεν μπορούνε να τρέξουνε και πολύ.

    Ενοχλήθηκα με το πείραγμα της. Την κοίταξα. Δεν ήταν ούτε όμορφη, ούτε άσχημη.

    -Ούτε εσύ μπορείς να τρέξεις, της φώναξα. Τα πόδια σου είναι λεπτά σαν καλάμια, τα παπούτσια σου σαράβαλα, αμφιβάλω αν μπορείς καν να παίξεις κρυφτό.

    -Εγώ δεν τρέχω μου απάντησε. Εγώ ξέρω να σφυρίζω, να ρεύομαι και έχω μάθει να φιλάω, όπως στο σινεμά. Θες να δεις;

    -Θέλω.

    Να ‘την και άρχισε.. Πρώτα ρεύτηκε δυνατά, μετά σφύριξε τον ροζ πάνθηρα, και τέλος προσγειώθηκε μπροστά μου, παραμέρισε το μαύρο τζόκεϋ καπέλο της και με φίλησε.

    Τα χείλη της κολλούσαν, το ίδιο όπως τα χέρια της, αλλά ήταν απαλά, με όμορφο σχήμα νυχιών, παρόλο που τα έτρωγε, τόσο πολύ, που σχεδόν είχαν ατροφήσει τα δάχτυλα της. Η ίδια, μύριζε βιβλιοχαρτοπωλείο, σύκο και τσίχλες λεμόνι.

    -Λοιπόν; Τι λες; Πώς σου φάνηκε; ρώτησε.

    Εγώ δεν μπορούσα να σταυρώσω λέξη. Είχα μείνει σοκαρισμένα ακίνητος, και το μόνο πράγμα που κινούταν επάνω μου, ήταν το σιδερότυπο στο μπλουζάκι μου, από το περιοδικό Αγόρι.

    – Τι έπαθες; Κατάπιες την γλώσσα σου; Δεν έχεις ξαναφιλήσει;

    – Όχι. Ναι, στην Πυθία.

    – Έχεις ποδήλατο; Θες να πάμε, να φύγουμε από εδώ; Για πάντα. Και στον δρόμο μπορούμε να κάνουμε και μπάνιο στην θάλασσα.

    – Έχω ποδήλατο…αλλά δεν μπορώ να φύγω. Είμαι μικρός, εσύ είσαι μεγαλύτερή μου. Σ’ αφήνει εσένα η μάνα σου να γυρνάς μέχρι αργά;

    – Πωπω, όλοι βαρετοί είστε σ’ αυτό το μέρος…εσύ δεν είσαι αυτός που μαζί με τον άλλον τον χαζό εκπαιδεύετε βατραχάκια;

    – Ναι, εμείς είμαστε.

    – Θα μου τα δείξεις; Θέλω να δω.

    – Όχι.

    – Και γιατί παρακαλώ;

    – Γιατί είσαι αλήτισσα. Και άμα θες να ξέρεις, εμείς δεν καπνίζουμε, γιατί θα πάμε στο διάστημα από στιγμή σε στιγμή, με την ομάδα Τζι. Και δεν είμαστε βουτυρομπεμπέδες.

    – Μα ούτε εγώ καπνίζω.

    – Δεν έχει σημασία. Είσαι αλήτισσα.

    – Κι εσύ ψεύτης. Ποτέ δεν θα φύγετε για το διάστημα.

    – Θα φύγουμε!

    – Καλά, έλα να σε φιλήσω πάλι τότε. Σου αρέσει;

    – Μου αρέσει πολύ.

    – Θα με πάρετε μαζί σας στο διάστημα;

    – Στο διάστημα ναι, τα βατραχάκια ξέχνα τα όμως.

    – Φίλησε με.

    – Δεν θέλω να φύγω ποτέ από κοντά σου, είσαι η καλύτερη φίλη μου, θέλω να σε παντρευτώ.

    – Είσαι ένα μυξιάρικο, εγώ θα παντρευτώ μεγάλο.

    – Θα γίνω κι εγώ μεγάλος.

    – Μα αφού θα πας στο διάστημα.

    – Όταν γυρίσω. Εξάλλου, μαζί θα πάμε.

    – Δεν ξέρω τελικά…έλα δώσε μου άλλο ένα. Έτσι.

    – Θες να κάνουμε παρέα και αύριο; Θες να σου δείξω το ποδήλατο μου;

    – Αύριο θα φύγουμε με τους δικούς μου για Ναύπακτο.

    – Και πότε θα ξανάρθεις;

    – Δεν ξέρω, ο μπαμπάς μου είναι αστυνόμος. Θα πάμε όλοι στην Ναύπακτο.

    – Καλά, κι εδώ τι έκανες;

    – Ήρθαμε να δούμε την θεία μου, για μερικές μέρες. Κι εγώ έτρωγα σύκα, και σας έβλεπα που παίζατε στην πλατεία.

    – Πώς σε λένε;

    – Με λένε Τζο.

    – Τι Τζο;

    -Τζο. Από το Ιωάννα.

    – Είσαι το πιο βλαμμένο κορίτσι που έχω γνωρίσει, δεν μπορείς να φύγεις, δεν θέλω.

    – Θα φύγουμε αύριο.

    – Θέλω να σε παντρευτώ.

    – Εγώ θα παντρευτώ μεγάλο.

  • Τα παιδιά

    Ένας φίλος μου έστειλε την φωτογραφία από το υπερηχογράφημα της αγαπημένης του. Μια άλλη φίλη, μου έστειλε την φωτογραφία από ένα φουντουκάκι, που πιάνεται και προσπαθεί να περπατήσει.

    Επίσης έμαθα, ότι ο γιος της Ε., ξεπέρασε την ίωση, και ακούει πλέον rage against the machine χαρούμενος.

    Xαίρομαι τόσο πολύ που έχουν παιδιά. Που έρχονται παιδιά. Που υπάρχουν παιδιά. Θυσιάζονται, εκεί που είναι ήρεμα αστέρια στον ουρανό και από τον έρωτα των γονιών τους, συλλαμβάνονται και φτάνουν σ’ αυτόν τον κόσμο, σαν άνθρωποι.

    Έρχονται για να τον φτιάξουν καλύτερο, ακριβώς όπως κι εμείς κάποτε, που ήμασταν καλύτεροι απ’ τους προηγούμενους μαλάκες, άλλο που στην πορεία το χάσαμε.

    Χαίρομαι τόσο με τα παιδιά.

    Χαίρομαι γιατί τα συναισθήματα που μου βγάζουν, όταν τα κοιτάζω, με κάνουν να καταλαβαίνω ότι δεν είμαι ένα εντελώς εγωιστικό σκατό.

    Χθες βράδυ είδα τον πατέρα μου στον ύπνο μου, όχι με σωληνάκια και ορούς, αλλά ευτυχισμένο και χαμογελαστό – και του είπα, μπαμπά σ’ αγαπάω πάρα πολύ. Κι αυτός μου απάντησε – “μα το ξέρω ρε Μήτσο”, χαμογελώντας.

    Το ήξερε, γιατί ήμουν παιδί του.

  • Οι γονείς δεν ξεραν, γιατί δείχναμε τόσο κουρασμένοι

    Στο γυμνάσιο, δεν μας άφηναν να καθόμαστε έξω μέχρι αργά, για να μην κακοπέσουμε.
    Όμως το μπάσο από την καλοκαιρινή ντισκοτέκ, περνούσε μέσα από τις μπαλκονόπορτες, και σχεδόν μπορούσαμε να βλέπουμε τον κόσμο να χορεύει.
    Κρατούσαμε τον ρυθμό με τα πόδια στο σεντόνι, μέχρι το πρωί. Οι Prodigy δεν είχαν βγάλει ακόμη τον πρώτο τους δίσκο.

  • Αν δεν βελτιώσουν τα κορίτσια, τις μεθόδους πεσίματος, δεν βλέπω προκοπή.
    Να δείτε που στο τέλος, θα φτάσουμε σε σημείο, να τις κυνηγάμε εμείς.

  • Πόσο δίκιο είχαν… Τώρα το καταλαβαίνω.
    Ναι, όλοι οι καθηγητές μου, που επέμεναν να λεν ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό το να ξέρω ότι π = 3,14.
    Καμιά φορά τρομάζω στην ιδέα, ότι θα μπορούσα να περάσω μια ολόκληρη ζωή, αγνοώντας αυτή την πληροφορία.