Author: Δημήτρης Ντουραμάνης

  • Ο πλανήτης είναι ένα τεράστιο εστιατόριο

    Δύο γκρίζες δεκαοχτούρες, νιόπαντρες, φρεσκοζευγαρωμένες την άνοιξη βρήκαν τον ψηλό μου έλατο στον κήπο ν’ αρχίσουν φωλιά. Τις είδα χθες που εξέταζαν την ασφάλεια του δέντρου. Δέντρο ψηλό, δασύφυλλο, ότι πρέπει για τους εχθρούς, εκεί θα γεννούσε τ’ αυγά της κι αυτός, εκεί θα έφερνε το φαγητό και την φροντίδα.
    Ξύπνησα το πρωί μαζί με τον γάτο. Καθίσαμε στην σκιά της κουζίνας κι αυτός μου ζήτησε να βγει. Έφτιαξα καφέ και βγήκα μετά από λίγο κι εγώ στον κήπο. Στην όμορφη δροσιά του μεγάλου μου ελάτου, του μεγαλύτερου ελάτου του χωριού που τόσα πλάσματα βρίσκουν εκεί καταφύγιο, από εκατοντάδες αράχνες, μέχρι φλώρους, σπουργίτια και λούγαρα, που βρίσκω καταφύγιο κι εγώ όταν η ζωή με μαγκώνει εκεί έκατσα για πρωινό. Ξαφνικά, αναστάτωση. Η μια δεκαοχτούρα ψηλά στον αέρα και ήχος από σπασμωδικό πετάρισμα στα έγκατα του δέντρου. Αμέσως μετά ο Λάτε με ένα γκρίζο πουλί που ξεψυχούσε στα δόντια του. Το άφησε στα πόδια μου για ένα δευτερόλεπτο, το ξαναβούτηξε απ’ το λαιμό και χάθηκε στις φυλλωσιές του κήπου.
    Φονικό, σκέφτηκα. Ο Λάτε δεν πεινούσε, το έκανε για σπορ. Το έκανε γιατί έχει τα γατίσια ένστικτα. Σκέφτηκα την δεκαοχτούρα που έζησε να πετά χωρίς το ταίρι της. Σκέφτηκα πως ο Γούντι Άλεν είπε ότι ο πλανήτης είναι ένα τεράστιο εστιατόριο.
    Μετά από λίγο πόλεμος. Μια μάνα γάτα με δυο πεινασμένα μικρά να την περιμένουν επιτέθηκε στον Λάτε, που ξέρει μεν να σκοτώνει το θήραμα του όχι όμως και να το υπερασπίζεται απέναντι σε έναν απελπισμένο αντίζηλο. Του πήρε το νεκρό πουλί και έτρεξε στα μικρά της. Να τα ταΐσει. Να ζήσουν. Να τα μάθει να σκοτώνουν κι αυτά πουλιά.
    Η δεκαοχτούρα ξαναγύρισε και κάθεται πλέον στον στύλο της ΔΕΗ κοιτάζοντας τον έλατο. Η μάνα γάτα ταΐζει τα μικρά της, την ακούω. Σε λίγο θα ‘ρθει κι ο Λάτε που αφού θα έχει πλύνει το αίμα απ’ τα μουσούδια του, θα ξαπλώσει δίπλα μου να δούμε τηλεόραση για να γίνει ξανά ένα απόλυτο πλάσμα χαριτωμένης τρυφερότητας.
    Έξω ο Έλατος ακίνητος. Ανεπηρέαστος. Να στέκεται στους καύσωνες και να στέκεται στα χιόνια. Να δίνει καταφύγιο σε ζωές ή να γίνεται παγίδα του θανάτου.
    Να συνεχίζει να υπάρχει όταν θα είμαι τέσσερα μέτρα κάτω απ’ την γη.
  • Νιώθει καλύτερα αυτός που νιώθει μόνος

    Ο έρωτας είναι παράνοια, θα σκεφτώ τον έρωτα.
    Τολμάς κεράσια ας έχουν κουκούτσια, τολμάς τα τριαντάφυλλα χαίρεσαι όταν σε τρυπούν τ’ αγκάθια γιατί βλέπεις το αίμα σου, που είναι κόκκινο και ζωντανό σαν ερωτική διαφήμιση της λάκτα.
    Ο έρωτας είναι παράνοια, θα σκεφτώ τον έρωτα, χωρίς πρόσωπα, ονόματα, αριθμούς τηλεφώνων, χωρίς αχ ναι, χωρίς ωχ όχι -πεταλούδες που γλίτωσαν την απόχη, πολύχρωμα αρκουδάκια χάριμπο για πολύτιμα κοσμήματα στους λαιμούς. Ο έρωτας όταν τον σκέφτεσαι μόνος σου. Κι όταν είσαι μ’ έναν άλλο άνθρωπο, πάλι μόνος σου το κάνεις, ακριβώς σαν τα καινούργια σου Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, που πιο πολύ χαίρεσαι όταν τα σκέφτεσαι στο παιδικό σου κρεβάτι πριν κοιμηθείς γεμάτος από έξαψη να περιμένουν στο κουτί, παρά όταν παίζεις μαζί τους.
    Νιώθει καλύτερα αυτός που νιώθει μόνος.
    Οι αντιπερισπασμοί μπερδεύουν την αίσθηση.
  • Η Γη της καρδιάς μου βρίσκεται στον πράσινο κήπο της καλοκαιρινής νύχτας. Η δροσιά των φύλλων θεραπεύει την σήψη μου και το απαλό φώς της ξεκουράζει τα μάτια. Η Γη της καρδιάς μου με υποδέχεται χωρίς ερωτήσεις και προσδοκία καθώς περιποιείται το ολόγυμνο μου κορμί με την διακριτικότητα του αέρα της. Η Γη της καρδιάς μου δεν έχει θέση στην ανελέητη δικτατορία του ήλιου τις φωνές και τις στρεβλώσεις. Η Γη της καρδιάς μου δίνει καταφύγιο σε όλα τα αδύναμα πλάσματα, αρχίζει διστακτικά το σούρουπο και τελειώνει αποκορυφωτικά την αυγή. Η Γη της καρδιάς μου δεν έχει χώρο για καμιά μοναξιά και για κανένα άλλο άνθρωπο.
  • Γιατί όταν η κυβέρνηση ανασκουμπώνεται και φωτογραφίζεται με σηκωμένα μανίκια για να αρχίσει τα μεγάλα έργα, εγώ νιώθω ότι το κάνει για να μας σφυρίξει έναν γενναίο, δεν ξέρω. Κάπου έχω γίνει καχύποπτος.
  • Η ποίηση

    Η ποίηση είναι ικανή να εξηγήσει το νόημα της ζωής. Το μυστήριο του θανάτου. Μπορεί να περιγράψει καλύτερα από εκατό συζητήσεις το φως της χαράς ή το βαρύ δράμα του πόνου. Μπορεί να γίνει ερωτικότερη του έρωτα και μοναχικότερη της μοναξιάς. Μπορεί να εμπνεύσει τον αγώνα ενός έθνους ή την απόλυτη ματαιότητα του ατόμου. Η ποίηση δεν είναι εξομολόγηση σε ψυχαναλυτή ούτε κουλτουριάρικες εξυπνάδες. Η ποίηση θέλει μαστοριά και μεγάλη πειθαρχία ακόμη κι αν γράφεται μονομιάς για να αναδείξει την απόλυτη ελευθερία της. Θέλει στο ζύγι τις λέξεις σαν την συνταγή του μάγειρου, μπαχάρι να μην πέσει πολύ και βαρύνει, νερό κατάλληλο για να κυλά αλλά όχι πολύ και νερουλιάσει. Το ίδιο με την ζάχαρη, το ίδιο και με το φαρμάκι. Τέσσερα δράμια σοφίας για την αφύπνιση και δύο ανοησίας για να μην τρομάξει τον αναγνώστη. Ομοιοκαταληξία έξυπνη για να τον γοητεύσει αν το επιθυμήσει. Η ποίηση έχει σχέση με το μεγαλείο και γι αυτό το ποίημα οφείλει ν’ ανήκει περισσότερο στην ποίηση και φυσικά καθόλου στον ποιητή που είναι απλά ένας μεταφορέας σε κάτι που προϋπάρχει αυτόνομα κάπου. Η ποίηση μαζί με την μουσική είναι το μόνο πράγμα που με κάνει να νιώθω τυχερός που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι Ιτιά, ψάρι ή Ελέφαντας ας την διαβάζω μόνο όταν τύχει. Μπροστά σε ένα σπουδαίο ποίημα στέκω πάντα νεογέννητος και τυχερός. Δυστυχώς όμως κυκλοφορούν τόσα πολλά, ας τα πούμε έργα, πολλά απ’ αυτά από γνωστούς και διάσημους ποιητάδες, που πραγματικά με κάνουν έξω φρενών. Αν αυτά τα κατασκευάσματα που ονομάζουν ποιήματα, είχαν μούτρα, θα επιθυμούσα να τους τα σπάσω με τον πιο βάναυσο τρόπο. Δεν μπορεί κάτω από την ίδια σκεπή, την ποίηση, να στεγάζονται θησαυροί μαζί με γλυκερούς εμετούς της εγωιστικής λάσπης.
  • – 38 Βαθμούς αυτή την στιγμή, πες κάτι δροσερό να ανακουφιστούμε.
    – Νεκρός
    – Τι; Τι λες μωρέ;
    – Δροσερό δεν είπες; Ε τι είναι ο νεκρός. Δεν είναι δροσερός;
    – Τι νεκρός μωρέ μαλακά
    -Νεκρός από την ζέστη, και μίλα καλύτερα.
  • Έργο

    Αχ θα ‘ρχόμαστε οι βλαχαρέοι να περπατούμε στους πράσινους τους διαδρόμοι και θα λέμε “Μπράβο, έκανε έργο τελικά”. Μόνο Μπακάκο να μας φτιάξετε, να μην χανόμαστε.

  • Εντάξει κάπου μας ζαλίσατε με τις ζαρντινιέρες. Ο καθένας είναι ελεύθερος να φοράει ότι θέλει.

  • Η καλοσύνη

    Κάποτε πριν χρόνια ρώτησα τον δήμο μας, γιατί δεν δίνει κοινωνικά συσσίτια και που πάνε τα λεφτά. Με έστελναν από τον Άννα στον Καιάφα. Ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να με στηρίξει για να βρω άκρη. Όποτε μιλάω για δικαιοσύνη, μου λένε όλοι “Μα που ζεις” και χαμογελούν με νόημα. Όποτε μιλάω για να πληρώσουν κάποτε όσοι φταίνε, είτε λέγονται λαμόγια της Νέας Δημοκρατίας, είτε μαμούχαλοι του Συρίζα που δεν άνοιξαν ποτέ καμία λίστα Λαγκάρντ με λένε ουτοπιστή. Οπότε ξέρετε κάτι, αφού σαν λαός  έχουμε δεχτεί σαν δεδομένη κατάσταση την ατιμωρησία… Αφού έχουμε δεχτεί ντε φάκτο ότι τίποτα δεν αλλάζει και ότι θα είμαστε μόνο ανήμποροι θεατές στα αίσχη που θα διαδραματίζονται, θα το δεχτώ, έχοντας ωστόσο μια πολύ άσχημη εντύπωση για τον λαό μας. Πίστευα ότι οι πρώτοι που θα φορούσαν την στολή της ανυπακοής, θα ήταν αυτοί που δεν θα είχαν τίποτα να χάσουν. Ε, δέκα χρόνια χάνουμε συνέχεια και απανωτά μα είμαστε όλοι αγχωμένοι για το πώς θα επιβιώσουμε ατομικά. Μερικοί οκ, νοσταλγούν και την Πασοκάρα με τα λεφτά. Άλλοι γράφουν επαναστατικά μανιφέστα από σπιταρόνες στο Ψυχικό, άλλοι γράφουν δακρύβρεχτα ή εμψυχωτικά ποστ στο Φεησμπουκ και άλλοι αναρωτιούνται για το πότε θα κάνει γήπεδο ο Παναθηναικός.
    Δεν έχω ιδέα τι κοινωνικές εξελίξεις θα ζήσω, όσο ζήσω, αλλά για την ώρα βλέπω έναν πρεζομένο λαό να πολεμάει την ανημποριά του για την διεκδίκηση της δικαιοσύνης με μπανεράκια τύπου, Ζε σουή Σαρλί, Σαπορτ αρτ Γουορκερζ και Α κεντ Μπρηθ, ενώ δίπλα παίρνουν το σπίτι του διπλανού του, πρεζέμποροι αναταμείβονται με τηλεοπτικά κανάλια, παιδιά λιποθυμούν από την ασιτία, και ναζιστές έχουν λόγο και όραμα.
    “Ε, έτσι είναι, τι ψάχνεις να βρεις”.  Πολύ ωραία. Δεν είμαι καν σίγουρος αν θα βιώσουμε ακραίες καταστάσεις ένοπλου αγώνα στο μέλλον. Το σίγουρο πάντως είναι ότι αυτό το “Ε, έτσι είναι τι ψάχνεις να βρεις” είναι μια πολύ ακραία κατάσταση από μόνη της. Γι αυτό κι εγώ θα ψάξω να βρω που είναι το γατί μου τέτοια ώρα, εναρμονισμένος άριστα σε μια Ελληνική κοινωνία άπραγων και ανήμπορων ανθρώπων με άποψη. Τώρα που το σκέφτομαι και θυμάμαι και μερικά παραδείγματα από λαμπρές επαναστάσεις της ιστορίας, ίσως να είναι και καλύτερα έτσι. Δεν ξέρω αν είναι δικαιολογία ή μια απλή παρηγοριά, αλλά κάπως πρέπει να βρω κι εγώ την ηρεμία για να κοιμηθώ απόψε. Αύριο έχω να περιποιηθώ τον κήπο μου και τα λουλούδια δεν φταίνε τίποτα για την μικρότητα των ανθρώπων. Όσο για τους μεγάλους ανθρώπους; Τους σπουδαίους και τους φωτεινούς; Κάτι μου λέει ότι συνεχίζουν να σμίγουν σε μικρές παρέες, να δίνουν δύναμη ο ένας στον άλλον και να βοηθούν όσο μπορούν. Και επειδή ζω μόνος μου, θέλω να θυμάμαι, θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη μεγάλοι και σπουδαίοι άνθρωποι που κάνουν ότι μπορούν και με όποιο τρόπο είναι ικανοί να το εκφράζουν. Θέλω να τους φαντάζομαι και ξέρω καλά ότι υπάρχουν.
    Ίσως η καλοσύνη δεν σώσει τελικά τον ανθρώπινο κόσμο, αλλά σίγουρα πάντοτε θα τον βοηθά να μην πεθάνει από ολική ασφυξία.
  • Σπασμένα Άλογα

    Συνήθιζε να ταξιδεύει πολύ, τα αμορτισέρ του ήταν γενναία το μοτέρ του μούγκριζε ανυπόμονο, όσο και αν άκουγε τις συμβουλές για υπομονή αυτό δεν μπορούσε να περιμένει στο να οδηγήσει τα λάστιχά του να πατήσουν νέες περιπέτειες.
    Στο τέλος βρήκε κάτι πιο ακίνητο κι απ’ αυτό το ίδιο για να του διηγείται τις ιστορίες του, ένα δέντρο ήταν ο φίλος του, και αν και μπορούσε ν’ ακούσει την εθνική οδό που ήταν τόσο πολύ κοντά του, αυτό είχε φανάρια μόνο για τα δέντρα τα οποία προστάτευαν το κουρασμένο του χρώμα με τα πεσμένα φύλλα τους.