Author: Κωνσταντίνα Δελημήτρου

  • Η ζωή της με τον Γιάννη

    Η μαμά του Γιάννη έχει ένα σημάδι στο πρόσωπο από τον Γιάννη και δημοσιοποιεί στο Facebook τη φωτογραφία της, ώστε να συνειδητοποιήσουμε όλοι τί σημαίνει κλείνω δομές όταν πρόκειται για ΑΜΕΑ και δη, παιδιά με αυτισμό. Για μένα όμως, αυτή η εικόνα έχει ακόμη μεγαλύτερη χρησιμότητα. Μας βοηθά να βάλουμε τον αυτισμό στη σωστή του θέση και να προσφέρουμε λίγη περισσότερη κατανόηση – ναι, φυσικά και δομές – στους εκπληκτικούς γονείς των παιδιών με αυτισμό και την πολύ δύσκολη καθημερινότητά τους με τις αμέτρητες προκλήσεις που διαρκώς αυξάνονται. Αν έρθει η κατανόηση, όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν.

    Ο Rain man κατάστρεψε πολύ κόσμο, με την έννοια ότι οι περισσότεροι θεωρούμε τον αυτισμό σαν ένα σύνολο από μικροπαραξενιές που σύντομα το αυτιστικό παιδάκι θα παραμερίσει, κι αν όχι, δεν τρέχει, διότι σίγουρα θα αντισταθμιστούν από την εξαιρετικά υψηλή ευφυΐα του και θα του χαρίσουν φήμη, χρήματα, τουλάχιστον μια δουλειά στη ΝΑΣΑ και ζήσαμε εμείς καλά. Εκείνα, άγνωστο.

    Το πρόβλημα θεωρώ, ξεκινά από τη διάγνωση πρωτίστως και έπειτα από τον παραπληροφορημένο περίγυρο και την εικόνα που έχουμε για τον αυτισμό. Διότι το στερεότυπο που καλλιεργούμε χρόνια τώρα, θέλει τον αυτισμό κάτι τελείως άλλο, κάτι πολύ πιο ανώδυνο και κάτι σίγουρα περαστικό. Όταν ένα παιδί διαγνωστεί με αυτισμό, παρότι φάσμα, 9 στις 10 φορές οι γιατροί θα δώσουν στους γονείς την ελπίδα ότι, με λογοθεραπεία, εργοθεραπεία και ένα καλό σετ ειδικών θεραπειών, το παιδί τους σύντομα θα “θεραπευτεί” πλήρως. Δίνεται έτσι σε όλους η εντύπωση πως τα παιδιά με αυτισμό, το πολύ μέχρι την εφηβεία θα έχουν κατακτήσει όλα όσα κάθε παιδί. Οι δε περισσότεροι από εμάς, όντας εντελώς έξω από τον χορό, όταν σκεφτόμαστε τον αυτισμό, έχουμε στο μυαλό μας τον συμπαθητικούλη χαρακτήρα του Rain man, έναν πολύ γλυκό και παράξενο άνθρωπο που όμως είναι διάνοια και έχει ταλέντα που “εμείς” ποτέ δεν θα κατακτήσουμε. Ακριβώς όμως επειδή πρόκειται για φάσμα, και ακριβώς επειδή κάποιες περιπτώσεις είναι πιο ελαφρές, όλοι – ειδικά οι γονείς – έχουμε την εντύπωση πως πρόκειται το πολύ, για μια παιδική ασθένεια.

    Διαπιστώνω πως ελάχιστοι μιλούν στους γονείς ανοιχτά και αληθινά από την πρώτη στιγμή, κάτι που ψυχολογικά τους καταρρακώνει για μεγάλο διάστημα της ζωής τους. Διότι δεν φτάνουν οι συνεχείς προκλήσεις που αντί να μετριάζονται πολλαπλασιάζονται, δεν φτάνει η αγωνία και η ανασφάλεια για το μέλλον, έχουν και τη διαρκή ακύρωση των κατακτήσεων όπως τους τις είχαν υποσχεθεί ειδικοί και μη. Και σε όλα αυτά έχουν και τον περίγυρο που περιμένει να δει τα “ταχυδακτυλουργικά” του μικρού Rain man, έχουν και τα όνειρά τους για “κανονικό” δημοτικό, έστω Γυμνάσιο, τουλάχιστον Λύκειο ή Πανεπιστήμιο… που δυστυχώς ακυρώνονται το ένα μετά το άλλο.

    Ένα παιδί με αυτισμό, ενδεχομένως να μασουλάει λουλούδια και φύλλα όποτε βρεθεί μόνο του έξω, ή παίζει να μην μπορεί ποτέ να βρεθεί μόνο του έξω χωρίς συνοδό, έστω και σε περιφραγμένη αυλή. Ένα παιδί με αυτισμό μπορεί να φορά πάνα για όλη του τη ζωή, μπορεί να μην φάει ποτέ τίποτε πέρα από ψωμί και πατάτες, μπορεί να μην κοιμηθεί ποτέ του βράδυ, μπορεί να μην καταφέρει να διαβάσει ή να γράψει ποτέ. Μπορεί επίσης, να μην έχει κανένα ταλέντο, τουλάχιστον με την χολυγουντιανή έννοια και αυτό δεν είναι το τρομακτικό της υπόθεσης. Το τρομακτικό και εξοργιστικό είναι οι γονείς που αλλάζουν τις πάνες, που ξενυχτούν μαζί του ή το τρέχουν για εξετάσεις λόγω διαρκούς έλλειψης βιταμινών και αδυναμίας, που περιμένουν να το γράψουν στο σχολείο της γειτονιάς και που τα κάνουν όλα αυτά με την ελπίδα κάθε μέρα, πως κάτι θα αλλάξει και σύντομα δεν θα χρειάζεται να κάνουν τίποτε από όλα αυτά. Περιμένουν να σταματήσουν έστω σταδιακά αυτά τα “συμπτώματα”, περιμένουν τα έξι, τα εννιά, τα δέκα, τα δεκαπέντε. Διαρκώς περιμένουν να γίνει το παιδί τους καλά. Αφού έτσι τους είπαν, αφού ο αυτισμός “θεραπεύεται”. Και κάθε μέρα, βουλιάζουν όλο και περισσότερο στην απελπισία. Ενώ δεν θα ‘πρεπε.

    Σε όλα αυτά, προστίθεται και η άγνοια του περίγυρου που πιέζει, ρωτά, απορεί. Οι γονείς των παιδιών με αυτισμό έχουν να δώσουν ένα κάρο εξηγήσεις, έχουν να δικαιολογηθούν, έχουν να απολογηθούν που το παιδί τους άργησε να γίνει Αϊνστάιν. Ο ανενημέρωτος περίγυρος έρχεται να τα κάνει πάλι όλα πιο δύσκολα, ακριβώς τη στιγμή που οι γονείς ξεκινούν να συνειδητοποιούν πως οι δυσκολίες όχι μόνο δεν παύουν μα ενδέχεται να αυξηθούν. Τότε λοιπόν που αρχίζουν να το υποψιάζονται, τότε που κάποιοι γονείς προσπαθούν να κάνουν ειρήνη με όλο αυτό, τότε έρχεται σαστισμένος ο περίγυρος να “απαιτήσει” τα ορόσημα, να τους ψέξει για τη λάθος ή την πολύ λάθος ανατροφή, για τα ταλέντα που δεν βοήθησαν να αναδειχθούν, για τις ικανότητές τους ως γονείς που δεν έχουν καταφέρει να βοηθήσουν αποτελεσματικά το παιδί τους.

    Όλα αυτά μπορούν εύκολα να αποφευχθούν. Αν ο κόσμος ενημερωθεί σωστά και αν η διάγνωση είναι ειλικρινής από την πρώτη μέρα, τότε μετά από την πολύ λογική πρώτη απογοήτευση και τη συνειδητοποίηση των δυσκολιών που πρόκειται να έρθουν, τότε μόνο καλύτερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα, πρώτα για την οικογένεια και έπειτα για όλους.

    Παρότι έχω μια μικρή πείρα από τον αυτισμό, ένα ανήψι μαγικό και μια αδελφή ηρωίδα, είμαι σίγουρη ότι όντας απ΄έξω, δεν έχω πιάσει ούτε μια ιδέα από το βουνό που λέγεται αυτισμός και τα στερεότυπά του, όμως θεωρώ πως η μαμά του Γιάννη, δημοσιεύοντας τη φωτογραφία από το χτύπημα που δέχτηκε στο πρόσωπο από το παιδί της, συντελεί σημαντικά, πολύ σημαντικά να αλλάξουμε γνώμη επιτέλους για τον αυτισμό. Να τον γδύσουμε επιτέλους από τα φτιασίδια του Χόλιγουντ και τις ηλίθιες και άτοπες προσδοκίες και να τον ντύσουμε όπως του πρέπει, με αγάπη και αληθινή κατανόηση για τα υπέροχα αυτά παιδιά και τους γονείς τους.

    Αν γνωρίζαμε πόσο διαφορετική είναι η καθημερινότητα για τις οικογένειες με αυτισμό, ίσως η μαμά του Γιάννη να μην είχε κανένα λόγο να ανεβάσει αυτή τη φωτογραφία, ίσως να μην είχε καν την ανάγκη να μας προσγειώσει τόσο απότομα και ίσως να μην χρειαζόταν καν η σελίδα της που ξεχειλίζει αγάπη, ίσως να μην έπρεπε να μας εξηγεί κάθε μέρα τί πραγματικά σημαίνει αυτισμός. Τότε ίσως να μην υπήρχε καν λόγος να παρακαλά με αυτόν τον τρόπο για τις δομές, τη στήριξη και την κατανόηση που στερείται η ίδια και όλες οι οικογένειες σαν τη δική της. Το εύχομαι.

  • Ασβέστης

    Καταλαβαίνω πως λόγω των ημερών όλα τριγύρω μάς φαίνονται ένα τσικ πιο άσπρα ή μαύρα, – εντάξει, κάποιοι μίζεροι τα βλέπουμε όλα εντελώς πιο κατράμι αλλά πάει στο διάολο- ενώ δίκιο έχει μόνο ο γαμάτος τυπάς* που υποστηρίζουμε και κανείς άλλος ποτέ των ποτών. Ακόμη, ειδικά τις ημέρες αυτές, οι καλοί άνθρωποι και γενικά οι καλοσύνες πάνε κι έρχονται ολούθενε ενώ πια το “καλό” είναι κάτι πάρα πάρα πολύ σχετικό που διέπει αποκλειστικά κάθε πράξη, ιδέα, πρόθεση ακόμα και σκέψη μόνο των “δικών” μας και με αποκλειστικό λόγο ύπαρξης να δικαιολογήσει από πταισματάκια μέχρι τέρατα, μη σου πω και γκοτζίλες.

    Αυτό βέβαια, δημιούργησε δύο προβλήματα. Πρώτον, εμάς από χαλβάδες μάς έκανε βρικόλακες και δεύτερο, τους Άλλους αναγκαστικά πιο Κακούς. Κι αυτές τις μέρες αν κοιτάξεις γύρω σου, παραγέμισε ο τόπος Υπερ-Κακούς. Το πόσο σκατά τα ‘χουμε κάνει με το τί θεωρεί ο καθένας μας καλό και κακό, είναι πλέον ξεκαρδιστικό. Αρκεί να μην έχεις πιτσιρίκια και να πρέπει να το πιάσεις από την αρχή. Ψήσε καφέ.

    Κάθε μέρα που λες, συνειδητοποιώ ολοένα και περισσότερο πόσο μέγα πρόβλημα είναι για ένα παιδί να κατανοήσει τον απλούστατο όρο «καλός». Μέχρι χθες, το είχα για κάτι εντελώς απλό και σαφές. Βλέποντας όμως τα παιδιά μου να πασχίζουν να είναι «καλά» και να τα έχουν βρει τόσο μπαστούνια, αναρωτιέμαι πόσο τα καταστρέφουμε από μικρά με τις βλακείες μας. Διότι δεν ζορίζονται λόγω σκανταλιάς, η φρονιμάδα είναι το πιο εύκολο πια να το πετύχει ένα παιδί. Ζορίζονται επειδή τα έχουμε μπερδέψει με την έννοια «καλός», έχουμε ξεχειλώσει το σύμπαν για να χωρέσει μέσα ο κάθε μούργος, έχουμε φτιάξει κόσμους ολόκληρους μέσα στον κόσμο μας και τώρα πια στριμώχνουμε ανενόχλητοι πράγματα ανήκουστα, αρκεί απλά να μας αρέσουν ή έστω να μας βολεύουν.

    Τί λες όμως στα μικρά; Όπως κι εγώ, κάθε γονιός φαντάζομαι πως καλείται κάθε μέρα να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Διότι εκτός που τους χωρίσαμε τον κόσμο σε μαύρο-άσπρο που εντάξει, το καταλαβαίνω, είναι πιο εύκολο έτσι να τον κατανοήσουν, πήγαμε όμως πρώτα και τον βάψαμε ένα χεράκι ο καθένας μας στα γούστα του. Και ακολούθησε το ποιηματάκι: άσπρο ίσον καλό, μαύρο ίσον κακό. Αυτά εδώ όοοολα άσπρα και αυτά όοολα μαύρα. Τελεία. Τίποτε δεν γλιτώνει. Άπαξ και σε χώσουν στο μαύρο, μένεις εκεί ισόβια σαν την κόλαση επί γης.

    Κι όλα θα παρέμεναν απλά – λάθος και ηλίθια μα απλά– αν εμείς οι ίδιοι δεν ήμασταν τόσο πολύχρωμοι. Γιατί πάντα με τα παιδιά και τα χρώματα ξέρεις πως την έχεις βαμμένη. Το καλό και το κακό, πολύ γρήγορα θα σε κολλήσουν στον τοίχο διότι σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για τον καθένα μας. Διαφορετικά για έναν χριστιανό, για έναν δυτικό, για έναν κοντό, για έναν οποιονδήποτε άλλο τέλος πάντων, εκτός από εσένα. Πόσο μάλλον για ένα παιδί. Ας πούμε, ένα απλό ερώτημα του γιου μου ένα πρωί, έγινε εφιάλτης. “Είναι καλό να τρώμε κρέας;” Παρότι νήπιο, πάσχιζα να βρω πώς να του εξηγήσω ότι για τη μαμά μπορεί να είναι καλό αλλά για τον χορτοφάγο θείο, τζιζ. Για τον παππά πάλι, δεν πειράζει που σφάχτηκε το ζωάκι αρκεί να κοιτάξεις παιδί μου πρώτα το ημερολόγιο μην τύχει και το φας σε μέρα νηστείας. Για τον γιατρό, πάλι παίζει ανάλογα την ειδικότητα. Ο καρδιολόγος θα σε κράξει, ο παιδίατρος θα σου πει μπράβο, ο οδοντίατρος θα ψιλοξινίσει ενώ ο κτηνίατρος θα σε ρωτήσει αν το ζώο που έφαγες είχε εμβολιαστεί. Για την υπόλοιπη κοινωνία παιδάκι μου, εκεί βράστα. Εκεί είναι που δεν βγάζεις άκρη. Βλέπεις, το κρέας ενός ζώου το τρώμε χωρίς τύψεις παρεκτός κι αν ανήκει στα είδη που δεν ακουμπάμε όπως σκύλος, γάτα, καναρίνι ή οτιδήποτε έχουμε βαφτίσει «κατοικίδιο» μα και πάλι, δεν είμαι σίγουρη. Τα μικρά γουρουνάκια ας πούμε, τα τρώμε ή όχι; Κι αν έχουν πολύ γλυκιά φατσούλα και τα φάμε, μετά είμαστε καλοί άνθρωποι ή όχι; Θα σε γελάσω.

    Θέλω να πω, μπορεί να φαίνονται χαριτωμένα όλα αυτά, ήταν όμως μια καλή αφορμή ώστε να μπω στον κόπο να εξηγήσω και σε μένα λίγο καλύτερα τον δικό μου, ενήλικο –τρομάρα του- κόσμο με παρόμοια ερωτήματα που θα έπρεπε να απαντήσω όσο πιο αντικειμενικά μπορώ. Με απώτερο σκοπό να καταφέρω να δώσω λίγο τόπο στην οργή και να δικαιολογήσω όσους και όσα μας φρικάρουν αυτόν τον καιρό αλλά δεν. Ας πούμε, ένα ωραίο ερώτημα θα ήταν: “είχαν οι συγκεντρώσεις των δύο “αρχηγών” κόσμο, μαμά”; Τί να σου πω παιδάκι μου, τρεις κι ο κούκος και στις δύο, φωτογραφίες και βίντεο ήταν ξεκάθαρα πως ήταν σκόρπιες παρελάσεις αλλά τελικά οι μισοί πανηγύριζαν τον δικό τους καλό και οι άλλοι μισοί τον άλλον. Ή “ποιός έχασε τελικά στις ευρωεκλογές, μαμά”; Σύμφωνα με τους αριθμούς ο Αλέξης και μάλιστα πανηγυρικά όμως και πάλι, σύμφωνα με απόλυτους αριθμούς, η πλειοψηφία του πληθυσμού μας δεν βγάζει αρχηγό κανέναν από τους δύο.

    Όπως και με τα παιδιά μου, νιώθω πως πλέον για κάθε τι, οφείλω να εξηγώ τον κόσμο σε όλους ξανά και ξανά. Οφείλω να εξηγώ, να με εξηγώ, να αραδιάζω τα μαύρα και τα άσπρα μου, να τα συγκρίνω με των άλλων μπας και βρούμε πως στο διάολο θα υπάρξουμε μαζί χωρίς να αλληλοεξοντωθούμε. Να λογοδοτήσουμε για όλα και να ξαναβάλουμε τον κόσμο σε τάξη. Ή μάλλον σε πολλές, πάρα πολλές, πολύχρωμες τάξεις. Αλλά μπα. Κάτι πάλι συμβαίνει κάπου, κάτι μικρό και άσπρο για όλους μέχρι χθες που το ‘χαμε βάψει τρία χέρια ασβέστη και που ξέβαψε απότομα.

    Λέμε ψέματα, πλουτίζουμε όπως λάχει, κάνουμε εγκλήματα αν ξέρουμε ότι θα τη γλιτώσουμε, ψηφίζουμε σύμφωνα με την τσέπη και χωρίζουμε αυθαίρετα τον κόσμο σε καλό και κακό. Η κοινωνία δεν έχει ενηλικιωθεί και μάλλον δεν πρόκειται. Ως παιδιά λοιπόν σε έναν ακατανόητο και τρομακτικό κόσμο, οι Άλλοι στέλνονται στο πυρ το εσώτερο για πάντα. Όλοι οι άλλοι, πρωτίστως μέσα μας, γίνονται αναγκαστικά κατάμαυροι. Για πάντα. Γιατί έτσι μας έχουν εξηγήσει τον κόσμο. Μαύρος και άσπρος. Μισείς το μαύρο και ανοίγεις διάπλατα τις αγκάλες σου στο άσπρο. Το ασβεστωμένο. Αρκεί να μην σου ξεβάψει. Που θα ξεβάψει.

    Μια που το ‘φερε η κουβέντα, στα παιδιά μου, επέλεξα χοντρικά να ονομάζω «κακό» μόνο ό,τι σε βάζει στη φυλακή και «καλό» ό,τι σε κρατάει έξω από αυτήν. Τελεία. Όλα τα άλλα έχουν πολλές και διάφορες ταμπέλες. Μπορεί να είναι από αστεία, χρήσιμα, περίεργα, ενδιαφέροντα ή ακατανόητα μέχρι και τρομακτικά. Μα ποτέ καλά ή κακά.

     

    * ή μάγκας ή γκόμενος ή ηγέτης – πάει και τελείωσε, κανονικοί άνθρωποι δεν παίρνουν μέρος πια στις εκλογές.

  • Θράσος ή αλήθεια

    Πρόσφατα έκανε το ντεμπούτο της διαδικτυακά, η μικρή παρέα επιστημόνων και δημοσιογράφων του Ελληνικά Hoaxes που ξεκίνησε το debugging των ψευδών ειδήσεων. Όταν το πρωτοείδα, θεώρησα ολίγον περιττή την ύπαρξή τους. Βλέπεις για τη μυαλουδάρα μου ήταν δεδομένο πως οι περισσότερες ειδήσεις που κάθονταν να ασχοληθούν και να ελέγξουν επιστημονικά, ήταν εξόφθαλμα ψέματα ή μάλλον, τέρατα. Μέχρι βέβαια που άρχισα να πέφτω από τα σύννεφα όλο και πιο συχνά, διότι πολύ σύντομα άρχισαν να καταρρίπτονται και πράγματα πιο αληθοφανή και πιο σοβαρά. Χώρια που απέκτησα καθημερινά την ανάγκη για έλεγχο κάθε “τραβηγμένης” ή ύποπτα δημοφιλούς είδησης ρίχνοντας μια ματιά στα θέματα που καταπιανόταν η σελίδα. Μη γίνουμε και ρεζίλι βρε αδελφέ. Φαντάζομαι έτσι θα έγινε και με τους περισσότερους αναγνώστες της, διότι χρειάστηκε ελάχιστο διάστημα μέχρι τα Ελληνικά Hoaxes να γίνουν θέμα συζήτησης και ο Απόλυτος Εχθρός όλων των προπαγανδιστών ή των σκουπιδοσάιτ.

    Μέχρι τότε δεν γνωρίζαμε την έκταση της πλάνης, -ή μάλλον τη γνωρίζαμε, μα ελάχιστοι ειδικοί θεωρούσαν πως χρειάζεται να μπουν στον κόπο να ασχοληθούν σοβαρά, επιστημονικά και συστηματικά με κάθε βλακεία που έγραφε ο καθένας. Επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι θα αναστήσουν νεκρούς μέσα στο 2019; Πόσο φανερά παραπλανητικός και ακραίος τίτλος, ε; Μα αυτό ακριβώς ήταν το μεγάλο λάθος μας. Μέχρι χθες, νομίζαμε ότι κάθε λογικός άνθρωπος, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να παραπλανηθεί από μικρές ψευτοειδησούλες που εντελώς σίγουρα και πάρα πολύ σύντομα θα καταρρίπτονταν από την Αλήθεια (ίντερνετ aka όλα φανερά και διάφανα), θα μπορούσε εύκολα να ξεχωρίσει τί είναι βλακεία, τί εξωφρενική βλακεία και τί διαστημική βλακεία. Όπως όμως αποδείχτηκε, η συμβολή της ομάδας αυτής στο ξεκαθάρισμα των ημερήσιων κουλών που πίστευε και μοιραζόταν το πανελλήνιο ήταν εξαιρετικά σημαντική.

    Με μια ματιά στη σελίδα μπορεί κανείς να διαπιστώσει ποιά θαύματα έγιναν και ποιά όχι, αν ο Σόρος πίνει αίμα βρεφών ή μόνο παρθένων, αν ο Τσίπρας είναι ερπετό, γκρίζος ή πορτοκαλής και ποια είναι η πραγματική γνώμη των γυναικών για τον Κούλη. Αν σου φαίνονται τραβηγμένα, δυστυχώς αυτά είναι τα είδη των “ειδήσεων” που καταπιάνεται η ομάδα αυτή ενώ συζητώντας το με φίλους διαπίστωσα πως κάθε μερίδα κοινού έχει οπωσδήποτε τα δικά της τραβηγμένα να πιστεύει και που τελικά όλα χρειάζονται απελπισμένα μια ψύχραιμη, λογική και επιστημονική κατάρριψη. Αν και μεταξύ μας, τα περισσότερα δεν ξεριζώνονται από καρδιές και εγκεφάλους ό,τι μα ό,τι και να γίνει.

    Αυτό λοιπόν ήταν το ένα από τα δύο μεγάλα οφέλη που αποκομίσαμε από τη νέα αυτή υπηρεσία για τον έλεγχο των ειδήσεων. Η συνειδητοποίηση του χαμηλού επιπέδου και της πλάνης όλων μας, ήταν ένα πρώτο γερό χαστούκι μεν αλλά ένα καλό βήμα προς την πρόοδο και την αποδαιμονοποίηση της επιστήμης, της λογικής και της κριτικής σκέψης. Όσο για το δεύτερο όφελος, ω ναι, θα το πάω κι αυτό μέσω Λαμίας. 🙂

    Στην -ατυχή, όπως ανακαλύπτω συχνά- προσπάθειά μου να διασταυρώνω τις ειδήσεις, να λαμβάνω υπόψη πρώτα τα δεδομένα, να ψάχνω πηγές και άλλα ταλαιπωριακά, διαπιστώνω με λύπη πως σε όλη αυτή την πλημμύρα πληροφορίας, ακόμη κι αν σκάψεις αρκετά για να βρεις την αληθινή, πάλι έχεις σοβαρούς κινδύνους να πέσεις έξω ή να παραπλανηθείς. Χώρια που το “αληθινή” δεν παίζει εντελώς καθώς είναι πιο πιθανό να υπάρχουν δράκοι, νεράιδες και μονόκεροι παρά η Απόλυτη Αλήθεια. Ακόμα παραπέρα, είναι περισσότερο από προφανές πια πως τα νούμερα μαγειρεύονται, τα δεδομένα πασάρονται και πλασάρονται κατά το δοκούν, ενώ τα γεγονότα ερμηνεύονται όπως βολεύει τον καθένα ή όπως μπορεί σύμφωνα με τις ικανότητες και τα βιώματά του. Ιστορικά γεγονότα, καταγεγραμένα με αριθμούς και ονόματα, από το Ολοκαύτωμα μέχρι το Πολυτεχνείο, όλα έχουν αντικρουόμενα δεδομένα και ερμηνείες, αρκεί να διαλέξεις ποια πλευρά θέλεις να υποστηρίξεις. Ακόμα πιο τρανταχτό παράδειγμα, όλες οι ατράνταχτες αλήθειες μας, που οδήγησαν στον Ηλίθιο και τον Πανηλίθιο ως τις δύο ιδανικότερες επιλογές για να σωθεί η χώρα. Έτσι, τo πώς θα ζήσει κάποιος τη ζωή του, είναι πια προφανές πως σπάνια έχει να κάνει με την Αλήθεια μα με την Αλήθεια Του. Σπάνια έχει να κάνει με τί πραγματικά συμβαίνει γύρω του, μα με το πώς θα το φιλτράρει ο εγκέφαλός του και το πιο πιθανό, θα είναι ήδη προ-φιλτραρισμένο από τρίτους. Και δεν έχω καν πιάσει το συναίσθημα, έτσι;

    Μπάστα όμως. Όλα, όλα, όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν μερικά θεμέλια, μερικές ελάχιστες σταθερές, κάποια σημεία αναφοράς μεταξύ όλων των ανθρώπων -ή έστω του λαού κάθε χώρας, ώστε το διαζύγιό μας από την πραγματικότητα να είναι όσο πιο ανώδυνο γίνεται. Να ξέρουμε τουλάχιστον όλοι βρε αδελφέ πως η γη είναι στρογγυλή  και όχι κοίλη, ή αν τελικά ο Υδροχόος ταιριάζει με τον Αιγόκερω και τί να διαλέξει το παιδί σου να σπουδάσει μεταξύ Κβαντικού Μέντορινγκ και Κβαντικής Ηθοποιίας.

    Θέλω να πω, έπειτα από το πρώτο σοκ της μεγάλης πλάνης και άγνοιάς μας και το ακόμη μεγαλύτερο του θράσους των απανταχού ψευτών, έρχεται το μέγιστο όλων, που αφορά το γούστο μας, τα ενδιαφέροντά μας και πόσο βαρετά πια μας φαίνονται τα επίγεια. Ή πόσο μας έχουν καταστρέψει η Marvel, ο Harry Potter και το Game of Thrones. Οι ειδήσεις μας πρέπει να είναι shareable καθώς θέλουν πια πέντε σεναριογράφους, τρεις σκηνοθέτες και δέκα μουλτιμιντιάδες. Δεν μας φτάνει ο πόλεμος και η καταστροφή, πλέον θέλουμε αίμα και σπέρμα, θέλουμε φωτιές τουλάχιστον από μεταλλαγμένους δράκους. Τί να μας πουν τα απλά βασανιστήρια και οι κακουχίες, αν δεν σε βασανίσει ο Ramsey Bolton και δε σου κόψει και το πουλί από τη ρίζα, όλα μοιάζουν βαρετά.

    Το τραγικό συμπέρασμα πια, είναι πως μετά το infotainment και την είδηση ως ψυχαγωγία, περάσαμε στο pseudotainment το οποίο δεν χρειάζεται να περιέχει καθόλου είδηση, ούτε καν ίχνος αληθινής πληροφορίας, παρά μόνο ψεύδη για ψυχαγωγία που λέγε-λέγε (ή μάλλον πόσταρε-πόσταρε και μοιράσου-μοιράσου) παίρνουν τη θέση της πραγματικότητας και ανταγωνίζονται σε θέαμα για το ποιο θα επιλέξουμε να μοιραστούμε και να πιστέψουμε.

    Το δεύτερο καλό λοιπόν (ξέρω, είχε κίνηση αλλά καλωσήρθες στη Λαμία) είναι πως με αυτή την μικρή ακόμη προσπάθεια ορθολογισμού και ελέγχου των ειδήσεων, δειλά -δειλά χτίζουμε και πάλι τα θεμέλια μιας ψιλο-υποφερτής κοινωνίας και στέλνουμε πάλι τους παραμυθάδες στη σωστή τους θέση -μπας και γράψουν δηλαδή κάνα νέο Game Of Thrones γιατί μας τελείωσε απότομα και άπονη ζωή μάς πέταξες στου δρόμου την άκρη.

    [Η αφορμή για το ταξίδι στη Λαμία ή η εισαγωγή που πήγε άκλαφτη]
    Για πρώτη φορά, το Facebook αναθέτει στην μικρή ομάδα ερευνητών και επιστημόνων του Ελληνικά Hoaxes την επαλήθευση των ειδήσεων που δημοσιεύονται στην πλατφόρμα του, ώστε να περιοριστούν οι ψευδείς ειδήσεις και φυσικά η κυβέρνηση διαφωνεί.

    Αν κρίνω από τις ειδήσεις που μοιράζονται περισσότερο οι φίλοι μου στα κοινωνικά δίκτυα, μάλλον ελάχιστοι γνωρίζουν για την ύπαρξη της ομάδας αυτής και την γενικότερη ανάγκη ενός στοιχειώδους ελέγχου, καθώς ο μαζικός βομβαρδισμός μας από ψέματα και βλακεία είναι για τους περισσότερους, απλά μια ακόμα Τρίτη.

  • Σουξέ

    Θα περίμενε κανείς πως η παραφουσκωμένη προεκλογική παροχολογία και οι ακραίες, προκλητικές και οι όλο και πιο προσβλητικές δηλώσεις των πολιτικών για τους αντιπάλους τους, θα ήταν πια ένα πολύ φθηνό τρικ άγρας ψήφων. Δυστυχώς όμως, όλα αυτά τα εξευτελιστικά ακόμη δουλεύουν μια χαρά.

    Προεκλογικά, μπορείς ακόμη δηλαδή να βγεις δημόσια και να εξυβρίσεις, να εξευτελίσεις, να πεις ψέματα, να υποσχεθείς ό,τι μα ό,τι σου κατέβει και κυρίως να αυτοπαινευτείς. Κι ενώ όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά ανθρώπων προς αποφυγή, παραδόξως, στην πολιτική είναι τα κύρια συστατικά που ψάχνεις για να επιλέξεις εκείνους που θεωρείς κατάλληλους να ηγηθούν της χώρας σου και να σου εξασφαλίσουν δικαιοσύνη, παιδεία, ισότητα και άλλα Υψηλά.

    Ο τέρμα αγενής και απολίτιστος για να τον βάλεις στο σπίτι σου, είναι ο απόλυτος αρχηγός για να σου βάλει τάξη σε ένα ολόκληρο κράτος. Ο πιο άξεστος και γλοιώδης για να τον συστήσεις στους φίλους σου, είναι ο απόλυτος διπλωμάτης για να σε αντιπροσωπεύσει στο εξωτερικό. Ο πιο τεμπέλης για να τον προσλάβεις στην επιχείρησή σου, είναι ο τέλειος υποψήφιος για να διοικήσει τη χώρα σου. Δεν είμαι ψυχολόγος και κυρίως, δεν ξέρω πώς έχει καταφέρει το όποιο μάρκετινγκ να τα γυρίσει τόσο τούμπα με την πραγματικότητα, δεν μπορώ να καταλάβω πως κάτι τόσο παράδοξο συνεχίζει να συμβαίνει, ενώ δεν μπορώ ακόμη να πιστέψω πως υπάρχουν άνθρωποι που δέχονται να πάρουν μέρος σε όλο αυτό το ντροπιαστικό τσίρκο, για μια καρέκλα.

    Όμως το τσίρκο έφτασε εδώ που έφτασε, μάλλον δικαίως. Γιατί; Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω, είναι πως ψάχνουμε εκείνους που επιλέγουν να τραβούν το ενδιαφέρον μας, με ακριβώς τους τρόπους και τη θεματολογία που έχουμε εκπαιδευτεί να μας ενδιαφέρουν. Είμαστε η Ελενίτσα και κανείς τους δεν θέλει να γίνει ο επίκουρος με τους μπιντέδες στο Βυζάντιο. Αντίθετα, όλοι επιλέγουν να γίνουν το επόμενο μεγάλο σουξέ μας. Παρότι η θέση αφορά την έδρα της Βυζαντινολογίας.

    Το ερώτημα όμως είναι, αν πέρα από τις εντυπώσεις, πέρα από την εικόνα, τη φασαρία και τα βαρετά των προεκλογικών περιόδων, αν οι υποψήφιοι διαθέτουν πραγματικά τα προσόντα να κάνουν τη δουλειά. Αν δηλαδή, πέρα από την κακόγουστη μεν, μα αποτελεσματική διαφημιστική καμπάνια, κρύβεται κάτι χρήσιμο όπως ένας άψογος επαγγελματίας, ένα υπέροχο προϊόν, μια συμφέρουσα προσφορά. Πόσο μάλλον ένας σπουδαίος άνθρωπος. Αν πίσω από αποδεδειγμένα ψέματα ας πούμε,
    βρίσκεται ίσως, ένας ικανότατος πολιτικός που αναγκαστικά παίζει αυτό το παιχνίδι για να μπορέσει να υλοποιήσει το όνειρό του να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο.

    Η απάντηση μάλλον βρίσκεται και πάλι στους κριτές παύλα καταναλωτές παύλα ψηφοφόρους. Εννοώ δηλαδή, ποιός ακριβώς περιμένουμε να κρίνει τους υποψήφιους; Πίσω στο παράδειγμά μας, θυμίζω πως είμαστε η Ελενίτσα και ως τέτοια, οφείλουμε να κρίνουμε τον επίκουρο της Βυζαντινολογίας και όχι το σουξέ του.Οφείλουμε να κρίνουμε έναν όγκο γνώσης που φαντάζει ασύλληπτος και μάλιστα σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουμε ενώ αυτό θα κρίνει το μέλλον μας. Άρα; Άρα συνεχίζουμε το χορό με κολλημένο στο κεφάλι το μεγάλο σουξέ του εκάστοτε αγαπημένου μας καλλιτέχνη.

    Κάποτε είχα ακούσει πως ενώ η δημοκρατία είναι πραγματικά εκπληκτική σύλληψη και ενώ δίνει σε όλους δύναμη καθώς η διακυβέρνηση γίνεται με την εκπροσώπηση όλων ανεξαρτήτως των πολιτών, εντούτοις, το μεγαλύτερο πρόβλημά της είναι πως χρειάζεται εκπροσώπους ή μάλλον, το μεγάλο πρόβλημα είναι το ποιον εκείνων που θα σε εκπροσωπήσουν. Τείνω να συμφωνήσω πια, αν και δεδομένης της ανθρώπινης φύσης έχω καταλήξει πως η δημοκρατία συνεχίζει να είναι μακράν ό,τι καλύτερο έχουμε σε πολίτευμα ενώ μας έχει γλιτώσει από πολλά δεινά. Οι εκπρόσωποι όμως σπάνια είναι στ’ αλήθεια δημοκράτες. Κι όταν αυτοί επιλέγονται με μηχανισμούς σουξέ, το πράγμα στραβώνει άσχημα. Διότι, η βούληση της πλειοψηφίας στους εξαιρετικά ρηχούς καιρούς που ζούμε, είναι πια μονάχα ο αντίλαλος της βούλησης της εκάστοτε προεκλογικής καμπάνιας που έχουμε προεπιλέξει πολύ προτού λανσαριστεί. Οι περισσότεροι χωρίς παιδεία, χωρίς ίχνος κριτικής σκέψης και με μπόλικα προβλήματα που ήδη ταλανίζουν το μυαλό, δεν ξέρουμε τί θέλουμε, γιατί το θέλουμε, πώς το θέλουμε και πως να το καταφέρουμε. Πόσο μάλλον, ποιον θέλουμε να τα κάνει όλα αυτά και ποιος είναι ο καταλληλότερος να μας εκπροσωπήσει ή καλύτερα, να ηγηθεί σκέτο. Και γι’ αυτό, αγοράζουμε από τα έτοιμα.

    Κάποιοι από εμάς βέβαια, επιλέγουν τον δύσβατο μα σίγουρο δρόμο της σοφίας. Επιλέγουν να μορφωθούν καλά για να θωρακιστούν από την άγνοια. Εκεί λοιπόν έχουμε το ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα όταν σε μια στιγμιαία αναλαμπή, η Ελενίτσα επιλέξει στα καλά καθούμενα να μάθει για να μπορεί να κρίνει, όταν επιλέξει να εμβαθύνει στη γνώση και να τιγκάρει πληροφορία. Δυστυχώς όμως, ακόμη και αυτή η μόρφωση, θα είναι ουσιαστικά η αναπαραγωγή όλων των σουξέ του ήδη αγαπημένου της καλλιτέχνη. Μα κι αν δεν είναι, αν δηλαδή κανείς δεν έχει βάλει από πριν το δαχτυλάκι του να φτιάξει για την Ελενίτσα μια χειροποίητη γνώση, εκείνη είναι ήδη φτιαγμένη να ακούει μόνο σουξέ και μάλιστα συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Ακόμα χειρότερα, είναι προγραμματισμένη ήδη να μεταφράζει τα πάντα σε σουξέ, να απορρίπτει οτιδήποτε είναι λιγότερο δραματικό ή διασκεδαστικό, να δυσκολεύεται να θυμηθεί ό,τι δεν έχει ρίμα και να καταλαβαίνει μόνο στην πιασάρικη και νταλκαδιάρικη γλώσσα των σουξέ. Μόνο που μετά την μόρφωσή της η Ελενίτσα, θα έχει και πτυχίο με όλη την αξιοπιστία, τη δύναμη και την εξουσία που της χαρίζει αυτό.

    Τίποτε πια δεν έχει τη δύναμη να γλιτώσει από τη λογική του σουξέ. Ένας blogger που θαυμάζω χρόνια, το διατυπώνει στην ουσία του: “It has now become a matter of political ideology whether or not the science on climate change, for example, is credible” ή με λίγα λόγια, έχει πλέον γίνει ζήτημα πολιτικής ιδεολογίας εάν η επιστήμη ως προς την αλλαγή του κλίματος, για παράδειγμα, είναι αξιόπιστη.

    Για όλους τους παραπάνω λόγους, δεν είμαι πολύ σίγουρη για τη δημοκρατία, μα έχουμε απόλυτη ισότητα πια. Σε μια ισοπεδωτική εποχή ευκολίας, ελαφρότητας και χαζομάρας, φτάσαμε να είμαστε το ίδιο επιφανειακοί και όλοι μα όλοι παγιδευμένοι σε “ideological ecochambers”, δηλαδή σε ιδεολογικούς θαλάμους αντίλαλων. Δεν διαφέρουμε μεταξύ μας πια σε τίποτα, δεν έχει καμία σημασία η μόρφωση, τα δεδομένα, οι αριθμοί. Για κάθε τι γύρω μας, ακόμη και για αμιγώς επιστημονικά θέματα, οι ερμηνείες έχουν πάντα έναν ρυθμό, αυτόν που προγραμματιστήκαμε να ακούμε αποκλειστικά, όλα έχουν πάντα έναν μόνο σκοπό, τον δικό μας. Αβάντι μαέστρο.

  • Ορθολεξία

    Ο μαύρος ο σκύλος ο αράπης ο ταμ ταμ ταμ δεν ήταν ποτέ ανάμεσα στα αγαπημένα μου τραγούδια, μα με ενοχλεί το γεγονός πως στην εποχή μας, όχι μόνο δεν θα είχε απολύτως καμία τύχη αλλά και πως λίγοι στιχουργοί θα τολμούσαν να χρησιμοποιήσουν λέξεις όπως αράπης. Λέξεις ρατσιστικές σαν αυτή, δεν είναι πια αποδεκτές και δικαίως θα μου πεις, εδώ πια έχουμε επίσημα ναζί στη Βουλή. Η πολιτική ορθότητα και τα όριά της όμως, είναι λίγο ασαφή στην καθημερινότητά μου, μερικές φορές δυσκολεύομαι να καθορίσω εάν κάτι είναι εντός του “επιτρεπτού” στη σκέψη και τον λόγο μου. Απ’ την άλλη, μου φαίνεται σχεδόν αστεία η υποχρεωτική παρέλαση όλων των χρωμάτων δέρματος σε ταινίες και σειρές μόνο και μόνο γιατί πρέπει, ενώ δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι το διασκεδάζω πια με όλα αυτά.

    Τόσα χρόνια, έπειτα από τα τόσα χοντροκομμένα που έγραφα στο blog, έμαθα να μαζεύομαι ένα τσικ παραπάνω και μην γράφω ό,τι μα ό,τι μου κατέβει. Αλλά και πάλι, δεν το κατάφερνα πάντοτε. Ας πούμε, όταν κάποτε έγραψα τη λέξη χάβρα σε ένα κείμενο – με την έννοια της βαβούρας, της φασαρίας και του πανικού για να περιγράψω μια σκηνή -, ένας φίλος Εβραίος, μου τράβηξε το αυτί. Ιδιωτικά και πολύ ευγενικά, με ενημέρωσε τι σημαίνει αυτή η λέξη και γιατί δεν θα έπρεπε να τη χρησιμοποιώ με αυτόν τον τρόπο. Ένιωσα μεγάλη ντροπή που δεν τη γνώριζα, ζήτησα συγνώμη και την άλλαξα αμέσως ενώ ήταν πολύ γλυκό και διδακτικό όλο αυτό. Μέχρι που σιγά σιγά άρχισε να μην είναι.

    Τη θέση του ευγενικού διαδικτυακού μου φίλου, πήρε ένα μπουλούκι (πείτε μου ότι μπουλούκι δεν σημαίνει τίποτα περίεργο!) από θυμωμένους και πολύ ανάγωγους τύπους που μου τραβούσαν το αυτί καθημερινά, εννοείται δημόσια, για κάθε “αμφιλεγόμενη” λέξη που έβλεπαν. Ναι, τα blogs δεν θα είχαν πολλή ζωή ακόμη. Σύντομα έγινε σπορ αυτό το πράγμα. Ήθελε πολύ στομάχι να ασχολείσαι με όλους τους δυσκοίλιους (δεν έχω κάτι με τους δυσκοίλιους, το ορκίζομαι!). Όλη αυτή η τρέλα της πολιτικής ορθότητας, της έκανε ένα μεγάλο κακό. Την έκανε γραφική στα μάτια αρκετών, όπως ακριβώς συνέβη και με τον φεμινισμό που ενώ η ανάγκη ύπαρξής του είναι πολύ σημαντική, η “αστυνομία” του φεμινισμού και οι ακρότητες των υποστηρικτών του, τον έχουν μετατρέψει σε ένα μεγάλο αστείο, στην ιδανική αφορμή για να διακωμωδούν καθετί γύρω του, με το που ακούν τη λέξη φεμινισμός και φεμινίστρια. Ενώ δεν θα ‘πρεπε. Τώρα, τα περισσότερα κείμενα που θα δεις σε κοινωνικά δίκτυα, θα είναι χρόνια πολλά, πόσο όμορφοι είμαστε, κόκκινα μπράβο και συγχαρητήρια και πολλά πολλά λάικζ. Πολιτικά ορθή η πλειοψηφία μας αν και η πολιτική ορθότητα και ο μικροαστισμός μάλλον πάνε παρεάκι. Διότι μην ξεχνιόμαστε, στη Βουλή μέσα βάλαμε ναζί.

    Τα περισσότερα παραμύθια, τα έχω αλλάξει στα παιδιά ή δεν τους τα έχω πει καθόλου, ενώ κάποια άλλα, τους τα λέω στα πεταχτά αν πρέπει, γελάμε κάποιες φορές μα δεν θα αφήσω ποτέ να γίνουν τα αγαπημένα τους. Διότι εντάξει η Χιονάτη και ο Κοντορεβυθούλης, ίσως δεν με νοιάζει να μην τα ακούσουν και ποτέ. Ο Μισοκωλάκης μου όμως; Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να αλλάξω μερικές λέξεις από τα τραγούδια, ναι, να βγάλω τα αραπάκια που παίζουν μουσική από το αμπεμπαμπλόμ, να ξεχάσω ευχαρίστως τη χοντρή που μπαίνει στο τραμ και σπάει τη μηχανή αλλά έτσι όπως το πάμε, πέρα από τα παιδικά παραμύθια και τραγουδάκια, θα πρέπει να περάσουμε σκούπα όλη την ελληνική λογοτεχνία και να τη “διορθώσουμε”. Βέβαια, κάποια έργα δεν σώζονται καθώς η newspeak δεν εφαρμόζεται τόσο εύκολα.

    Ποιος Ροΐδης και ποιος στρατηγός Μακρυγιάννης, αυτοί δεν έχουν καμία ελπίδα και μάλλον πρέπει να τους φάει ολόκληρους η μαρμάγκα. Ζαμπέτας, κάτι άλλοι ψιλολαϊκοί, Μπέλλου και σχεδόν όλοι οι ρεμπέτες τρώνε επίσης κουβά, ενώ τον Όμηρο δεν τον βλέπω και πολύ καλά. Αριστοφάνης; Ο ποιος; Τώρα χωρίς Τζιμάκο, μόνο ο Νταλάρας θα μας μείνει και δεν το λες ακριβώς πολιτισμό.

    Παραπέρα, αν μέχρι χθες είχαμε εξαντλήσει το θέμα και πλέον αποδεχτεί πως δεν θα πρέπει να συγχέουμε τον παλιάνθρωπο με την τέχνη του, -ναι, ναι, Άκης Πάνου – πως δηλαδή ένας ρατσιστής, ένας εγκληματίας ή απλά ένας σιχαμένος μισάνθρωπος μπορεί κάλλιστα να δημιουργεί αριστουργήματα που *επιτρέπεται* να απολαμβάνουμε, αυτό πια μάλλον δεν ισχύει. Δες πού βρίσκεται η καριέρα του Κέβιν Σπέισι ενώ ακόμη κι αν ακούγεται ο Πάνου, ο Μάικλ έχει ψιλοχοντρομπαναριστεί διότι δεν είναι τόσο πολύ κορέκτ πια να ακούς τα κομμάτια του τη στιγμή που λυσσομανάνε οι αποκαλύψεις παιδεραστίας από νέους που κακοποίησε. Δικαίως κι εδώ. Αλλά μέχρι πού; Ποιος από τους παραπάνω επιτρέπεται να κάνει τέχνη σήμερα και να την αποδεχτούμε ως τέτοια; Ποιος επιτρέπεται να γράψει λογοτεχνία και να την αποδεχτούμε ως τέτοια; Ακόμη κι ένας ναζί; Καθόλου ρητορικά όλα αυτά.

    Μήπως όσο περνάει ο καιρός, η αναγκαστική πορεία της πολιτικής ορθότητας είναι να στενεύει τα επιτρεπτά όρια; Μήπως σύντομα θα πρέπει να συμβουλευόμαστε λεξικό για να γράψουμε, να δίνουμε ποινικό μητρώο για να δημιουργήσουμε, να υπογράφουμε δήλωση αθώων προθέσεων για να αστειευτούμε; Θέλω να πω, πως πολύ σύντομα θα πρέπει να ξαναπάρουμε από την αρχή το θέμα της ορθολεξίας διότι όπως και η ορθορεξία, ενώ είναι στο σωστό δρόμο, τελικά μπορεί να σκοτώσει. Στην περίπτωσή μας, την ελεύθερη σκέψη και την ελεύθερη έκφραση.

    Ως τώρα, ξεχώριζα εκείνους που είχαν την παιδεία και την ευαισθησία να αναγνωρίσουν πως ειδικά ο δημόσιος λόγος τους, ενδεχομένως να θίξει ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες. Περισσότερο όμως, ξεχώριζα εκείνους που είχαν την εξυπνάδα και το χιούμορ να καταλάβουν πότε κάποιος αστειεύεται και πότε θέλει να προσβάλει. Αυτοί όμως που πάντα με θύμωναν ήταν εκείνοι που εκμεταλλεύονταν την πολιτική ορθότητα για να δημιουργήσουν ορθολεξικά και κυρίως, να κερδίσουν. “Ποιος είναι ο κομμουνιστής εκεί κάτω;” φώναξε μια μέρα ένας πρώην εργοδότης στον άντρα μου όταν είδε τη λέξη “γη” σε ένα φυλλάδιο που είχε σχεδιάσει για γεωργικά μηχανήματα. “Έδαφος το λέμε, ποτέ γη εδώ μέσα”, είχε προστάξει θυμωμένος. Αν κάποιοι ξέρουν την απτή δύναμη των λέξεων, αυτοί είναι σίγουρα ο Όργουελ και οι εργαζόμενοι σε διαφημιστικές εταιρείες. Η δύναμη των λέξεων δεν είναι κάτι αόριστο και θεωρητικό. Ξέρω καλά πια πως οι λέξεις δημιουργούν πραγματικότητα, εντυπώσεις, συναισθήματα αλλά και πλούτο. Καταλαβαίνω πόσο σημαντική είναι η πολύ προσεκτική τους χρήση, ειδικά στο δημόσιο λόγο και ειδικά σήμερα που ο δημόσιος λόγος όλων μας είναι και γραπτός και μάλιστα θα μείνει έτσι, γραμμένος για να διαβαστεί τώρα αλλά και *για πάντα*.

    Παρόλα αυτά, οι αξίες που η πολιτική ορθότητα θέλει να διαφυλάξει, οι ομάδες ανθρώπων που θέλει να προστατέψει, οι λέξεις που έχουν επιλεχθεί ως κατάλληλες δεν είμαι πολύ σίγουρη πως αύριο θα έχουν την ίδια βαρύτητα, μη σου πω και σημασία. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, οι λέξεις αλλάζουν νόημα σαν παλαβές, η γλώσσα εξελίσσεται γρηγορότερα από ότι πριν και οι νέες λέξεις ή οι νέες έννοιές τους, προστίθενται στο λεξιλόγιό μας κατά ριπάς. Μπες για παράδειγμα, σε έναν τυχαίο ορισμό του slang όπως π.χ. ξυλοπόδαρα και ξεκίνα να κοκκινίζεις και να μετράς γνωστές και άγνωστες λέξεις με εντελώς νέα νοήματα. 🙂

    Είναι δυσκολάκι όλο αυτό. Δεν ξέρω, ίσως αντί να τρελαινόμαστε τόσο για τις λέξεις μας, θα ήταν καλύτερο να τρελαινόμαστε για τους ανθρώπους που τις φτιάχνουν και τις χρησιμοποιούν. Είναι το μόνο που μπορώ να σκεφτώ ως διαχρονική λύση ώστε να διαφυλαχθούν πρωτίστως οι ιδέες και οι αξίες, ώστε να μην γίνουμε ποτέ στ’ αλήθεια φοβισμένοι και γι’ αυτό αποστειρωμένοι. Αν εστιάσουμε δηλαδή πρώτα στους ανθρώπους που μεγαλώνουμε, στα ήθη και τις αξίες με τις οποίες είναι δομημένοι, ίσως αργότερα να μη χρειάζονται ειδικά λεξικά και αστυνομία για την περιφρούρησή τους. Ίσως μετά να αποκτήσουμε όλοι την καλλιέργεια να βρίσκουμε μόνοι τις καταλληλότερες λέξεις κάθε εποχής. Αν και το μέσο, παραμένει ένα πρόβλημα που πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι με το διαδίκτυο έχει μεγαλώσει. Διότι ένας δημοκράτης και ευγενικός άνθρωπος δεν πειράζει κανέναν μας αν κάνει μια λάθος χρήση λέξης ή ένα τραβηγμένο αστείο στην παρέα, ή έστω και δημόσια σε μια ομιλία, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση μέχρι χθες, διότι είναι στιγμιαίο και μπορεί να ζητήσει συγνώμη ή να εξηγηθεί, αν χρειαστεί. Διαδικτυακά όμως, τα χοντροκομμένα μας θα βρίσκονται αποκομμένα από εαυτούς, συμφραζόμενα, εξηγήσεις και συγνώμες, να προσβάλλουν για καιρό άμαχο πληθυσμό και όλους τους ανυποψίαστους της αναζήτησης.

  • Η πρόκληση

    Διαπιστώνω αυτές τις μέρες πως το να μιλάς με κάποιον για την ύπαρξη εξωγήινων δεν έχει σε τίποτα απολύτως να ζηλέψει απ΄το να μιλάς με κάποιον νέο για οποιαδήποτε μεγαλύτερη ηλικία και δη τα γεράματα. Η αντίληψη πολλών -ειδικά των πολύ νέων- για τους ανθρώπους και τη ζωή μετά τα 50 και πάνω, μα και τα 40, ακόμη και τα 35, είναι από μυστήριο μέχρι τουλάχιστον ξεκαρδιστική. Ήταν αυτονόητο για τους νεότερους του χθες που ζούσαμε λίγο πιο κοντά στα γηρατειά καθώς δεν είχαμε πολλές εναλλακτικές, μα πλέον παρατηρώ πως για αρκετούς πολύ νέους, η δεύτερη και τρίτη ηλικία είναι ένα γιγάντιο κλισέ που περιλαμβάνει αποκλειστικά λύπη, ανέχεια, αρρώστια και πολλή βαρεμάρα. Όταν δεν είναι αόρατη, δηλαδή.

    Για αρκετούς νέους ανθρώπους που συναναστρέφομαι και παρατηρώ διαδικτυακά, είναι αδιανόητο να υπάρχει ζωή – ζωή με την ινσταγκράμαμπλ έννοια και όχι ζωή που τη ζεις- μετά τα 40 το πολύ. Μια 25άρα ή ένας 20άρης μοιάζουν να μην έχουν πολυσκεφτεί, ή χειρότερα, έχουν σκεφτεί με όλους τους λάθος τρόπους πως για περίπου άλλα τόσα χρόνια απ΄όσα έχουν ζήσει μέχρι σήμερα, -αν είναι τυχεροί και παραπάνω – θα ζήσουν χωρίς να βλέπουν “τη φάτσα τους” σε διαφημίσεις, χωρίς να έχουν μπροστά τους τα μοναδικά μεγάλα, τάχα, ορόσημα της ζωής όπως σπουδές, γάμους και καριέρες. Θα ζήσουν χωρίς εγκυμοσύνες και μωρομαμαδοσύνες, χωρίς καν η κοινωνία να ξέρει στα σίγουρα αν κάνουν σεξ, αν οι άνθρωποι στην ηλικία αυτή κάνουν σεξ -ή μάλλον χωρίς η κοινωνία να ξερνάει στη σκέψη ότι κάνουν σεξ-, αν τρώνε λίπη, γλυκά, κρέας, κανονικό φαγητό, αν τρώνε γενικώς, αν σκέφτονται ή συζητούν κι άλλα πράγματα πέρα από ασθένειες, φάρμακα και ποιος πέθανε, αν έχουν όνειρα, ή μάλλον πόσο λυπηρό είναι που πέρα από αυτήν την αηδιαστική ασχήμια, δεν έχουν όνειρα. Τίτλοι που θα συναντήσεις πολύ συχνά σε κάθε ηλεκτρονική εφημερίδα που σέβεται τον εαυτό της θα είναι κάπως έτσι: “Υπάρχει σεξουαλική ζωή μετά τα ___; Μύθοι και Αλήθειες”, “ΣΟΚ – κοίτα πώς είναι τώρα η διάσημη ____” ή “Δες τον ____. Ο χρόνος δεν τον έχει αγγίξει!”.

    Αυτό που όσο περνάει ο καιρός, γίνεται όλο και πιο άγνωστο, όλο και πιο εξωγήινο, αυτό που δεν έχει συνειδητοποιήσει η “νεολαία” είναι ότι της “πουλάμε” μισή ζωή και πως σχεδόν τίποτε σε λίγα χρόνια δεν θα αφορά τη ζωή και τον εαυτό μας όπως μας τον πλάσαραν. Τίποτε. Η νιότη σήμερα, βρέθηκε σε υπέρμετρο βαθμό στο επίκεντρο όλων, κάτι που κάνει τη ζωή_μετά ένα μεγάλο ερωτηματικό για πολλούς και ένα μεγάλο μαρτύριο για όσους παύουν να ανήκουν στα “ποπ κοινά”, ενώ όσο προχωράμε τη ζωή μας αγνοώντας, κρύβοντας ή γιουχάροντας ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, το χάσμα Νιάτα – Οποιαδήποτε Άλλη Ηλικία, την κάνει πιο δύσκολη, μάλλον παίζει για κάποιους να την κάνει αφόρητη ενώ δεν είναι, δεν ήταν, αντίθετα είναι μάλλον πιο χαρούμενη. Ή θα ‘πρεπε να της δώσουμε λίγο τόπο να είναι.

    Μέχρι χθες, οι διαφημίσεις και πάλι υμνούσαν τη νιότη, την εφηβεία, τη μητρότητα, την υγεία, την ομορφιά, τα πάντα γύρω από τη ζωή μέχρι τα 30, βία 35 – σαράντα ήταν γεράματα κανονικά. Αυτό όμως που ελάχιστοι νεολαίοι συνειδητοποιούν σε όλο του το μεγαλείο, είναι πως το βάθρο της νιότης που ψήλωσε με τα κοινωνικά δίκτυα, δεν είναι ότι κονταίνει όσο μεγαλώνουμε, δεν είναι ότι το χάνουμε σταδιακά και με τα χρόνια όπως γινόταν πριν, τώρα πια το βάθρο εξαφανίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Και δεν έχουμε ιδέα για όλο αυτό, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι από αυτό που λέμε σήμερα καθημερινότητα, μα και όλη μας η ζωή, είναι πλασματικά πλαισιωμένες από τούμπανο νιάτα που πετυχαίνει κανείς με ψεύτικα ή φιλτραρισμένα πρόσωπα και κορμιά.

    Στο νέο μας, παράλληλο σύμπαν της ζωής_μετά, απλά ένα πρωί καθαιρούμαστε από την υψηλή θέση της νιότης και μας αφαιρείται κάθε προνόμιο και δικαίωμα. Όλα. Είναι τόσο ξαφνικό που πολλοί νιώθουν πως είναι πια αόρατοι, πως ο κόσμος έγινε ξαφνικά εχθρικός, πως οφείλουν με κάθε θυσία να παραμείνουν νέοι διότι αν δεν το κάνουν θα πεθάνουν. Το σοκ διαδέχεται η λύσσα για παρατεταμένη νιότη και το γιγάντιο άγχος να παραμείνουμε νέοι, μα όχι νέοι με τη φυσιολογική έννοια. Όχι νέοι με την υγιή, ρομαντική, έστω λίγο τραβηγμένη έννοια της θείτσας με το ροζ μαλλί και το κραγιόν όξω μέχρι το σαγόνι. Νέοι στ’ αλήθεια, μέσα – έξω και μάλιστα επί δέκα, καθώς πλέον ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι καθολικός ενώ το κυρίαρχο πρότυπο της και_καλά νιότης, αντί να σημαίνει απλά φύση στα ντουζένια της, τώρα είναι κάτι αφύσικο, εξωπραγματικό, κάτι πανδύσκολο και πλαστικό, κάτι που δεν επιτρέπει βασικά πράγματα όπως φαγητό, ρυτίδες, τριχοφυΐα, εμπειρία και άλλα ύποπτα.

    Αν είχα μπροστά μου μια εικοσάχρονη ή έναν 25χρονο, θα ήθελα πολύ να τους προετοιμάσω για αυτό το σοκαριστικό γεγονός, για αυτό το σιδηρούν παραπέτασμα που έχουμε ηλιθιωδώς τοποθετήσει και ωσάν στρουθοκάμηλοι απλά αρνούμαστε να δούμε οποιονδήποτε πέρα από αυτό. Θα το ξεκινούσα κάπως Βέφα. Αγαπητά μου παιδιά, πολύ πολύ σύντομα -αν είμαστε δηλαδή ένα τσικ εγκρατείς και τυχεροί- καλούμαστε όλοι να ζήσουμε αφήνοντας πίσω μας το υπέροχο σώμα και πρόσωπο, -αν ήμασταν ήδη τυχεροί να έχουμε τέτοιο, τουλάχιστον με τα σημερινά πρότυπα που τόσο βλακωδώς καλλιεργείτε – εμείς το λέγαμε βάζω τα χεράκια μου για να βγάλω τα ματάκια μου. Καλούμαστε παιδιά μου που λέτε, να ζήσουμε χωρίς να είμαστε το επίκεντρο όλων στην οικογένεια, τη δουλειά, τον πλανήτη. Ναι, σαφώς δεν είναι ότι αγνοούσατε τις μεγαλύτερες ηλικίες, δεν αγνοούσατε μέχρι σήμερα την ύπαρξη της μητέρας, της γιαγιάς, της ηλικιωμένης που ντε και καλά θα περνάγατε στον απέναντι δρόμο, ενώ σίγουρα δεν μπορούσατε να μη δείτε το γεροντάκι που θα σας σήκωνε στα λεωφορεία, τους τόσους αδιάφορους, μάλλον υστερικούς και σίγουρα πολύ λυπημένους “ενήλικες” να σας μιλούν ασταμάτητα, να σας μαλώνουν και γενικά, να σας ενοχλούν από τα τόσο σημαντικά που κάνετε και να που τώρα καλείστε εσείς να μπείτε στην παρέα τους, να γίνετε οι “αόρατοι”. Δείτε το αλλιώς. Καλούμαστε όλοι όμως να δεχτούμε ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι φυσικά και μπορούμε όλοι να έχουμε νέα όνειρα και επιθυμίες όπως ακριβώς και πριν, καθώς και εξίσου μεγάλα συναισθήματα, ενώ παίζει να είμαστε υγιείς. Η ομορφιά δεν βρίσκεται στο τέλειο περιτύλιγμα, πόσο μάλλον στο περιτύλιγμα, δεν οφείλουμε να πάψουμε να ζούμε, δεν οφείλουμε να κρυβόμαστε, ας μην ντρεπόμαστε για την ηλικία, πόσο λάθος τα νομίζαμε όλα. Δεν είναι κάτι τραγικό εν τέλει, μην το φοβηθείτε, αντίθετα, είναι πολύ μεγάλη ξεκούραση να ρίχνεις ρυθμούς, να ξοδεύεσαι στα αληθινά σημαντικά, σε όσα εσύ επιλέγεις, σε όσα σε γεμίζουν στ’ αλήθεια.

    Σήμερα, το πιο δυνατό επιχείρημα εναντίον της ηλικιακής διάκρισης, -το ότι όλοι θα γεράσουμε οπότε δεν έχει νόημα αυτή η συμπεριφορά και το μίσος στο γήρας-, τείνει να τρώει το ένα άκυρο μετά το άλλο. Διότι η εικόνα των γηρατειών στις συσκευές μας, γίνεται όλο και πιο σπάνια, όλο και πιο αποκρουστική, όλο και πιο κλισέ, ενώ είναι πάντοτε θαμμένη κάτω από τόνους λάθος αντιλήψεων που πια, δεν έχουν σε τίποτε να ζηλέψουν τα πράσινα ανθρωπάκια από τον Άρη.

    Τα γηρατειά για τους νέους σύντομα, δεν θα είναι απλά η συνέχεια της ζωής. Το πιθανότερο, θα είναι ένα ακόμη παιχνίδι challenge, μια μεγάλη και διαρκής πρόκληση στη ζωή κάθε ανθρώπου, που θα καλείται να την ξεπεράσει, να τη νικήσει με ένα τέλειο κορμί, μια αφύσικα πλούσια και δραστήρια κοινωνική ζωή γεμάτη σέλφιζ. Θα καλείται είτε να κερδίσει την πρόκληση είτε απλά να πεθαίνει, μα σε καμία περίπτωση δεν θα αποδέχεται κάποιος να περάσει την κόκκινη γραμμή και απλά να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του ως τέρας, ως ένας ακόμη αποκρουστικός πράσινος εξωγήινος.

  • Κυρία

    Αν κάποιος αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία στην εποχή μας, είναι ο άλλοτε γυαλιστερός, ατσαλάκωτος και πάντα γλυκός και αδιάφανος τύπος ανθρώπου, που ήξερες ελάχιστα για αυτόν, σίγουρα τον συμπαθούσες και όχι μόνο δεν ήξερες τί ψήφιζε αλλά θα ορκιζόσουν κιόλας πως δε μπορεί, σίγουρα τους ψήφιζε όλους. Αυτός λοιπόν, ο καθώς πρέπει και λατρευτός απ΄όλους τύπος ανθρώπου που μιλούσε ελάχιστα και είχε πάντα “μια καλή κουβέντα να πει” για όλους και για όλα, ακριβώς αυτός ο τύπος, πρόκειται να αφανιστεί από προσώπου γης, εάν δεν είναι ήδη μουσειακό είδος. Κι αν πέρασε ποτέ απ΄το μυαλό σου να καταφέρεις να γίνεις κι εσύ κάποτε ένας τέτοιος, μη φας, ούτε μία στο εκατομμύριο.

    Απλά, διότι αυτός ο τέλειος και αδιάφανος τύπος ανθρώπου, τα έχει βρει πολύ μπαστούνια στις μέρες των κοινωνικών δικτύων. Διότι πόσες φορές να κάνεις την κυρία μπροστά στο φασίστα που γράφει νυχθημερόν τα άπειρα; Πόσες φορές να δεις στίχους και ύμνους αδικοχαμένων ιερών τεράτων και να κάνεις την ασυγκίνητη; Πόσες φορές να δεις μπροστά σου τα ΣΟΚ με τις ρεμούλες εκατομμυρίων άλλοτε πρωτοκλασάτων πολιτικών και να μη βγάλεις άχνα για τον κουτσουρεμένο σου μισθό; Στις πρώτες δέκα ναι, θα αδιαφορήσεις. Στην εντέκατη, άνθρωπος είσαι, θα αντιδράσεις. Όμως δεν θέλει πολύ.

    Αρκεί ένα απλό σου like για τον αλγόριθμο των κοινωνικών δικτύων ώστε να γίνεις βούκινο σε όλη την κοινωνία, εσύ και το άλλοτε άψογο και κατάλευκο κοινωνικό σου προφίλ. Διότι όποιος “φίλος” σου ξαναδεί μπροστά του το άρθρο που σε κατάφερε να εκδηλώσεις την αντίδρασή σου ή ακόμη χειρότερα, όποιος ξαναδεί την πληρωμένη διαφήμιση του άρθρου που σε φούρκισε, πάνω-πάνω θα φιγουράρει το όνομά σου μαζί με το όνομα κάθε κυρίου και κομιλφό “φίλου” σου που το τίμησε εξίσου. “Αυτό το άρθρο άρεσε στον τάδε και σε ακόμη 20 άτομα” και “ο φίλος σου τάδε σχολίασε αυτό το άρθρο”, στην καλύτερη.

    Σοβαρά τώρα, δεν είναι καθόλου πλάκα όλο αυτό. Ο εξαναγκασμός μας να αντιδράσουμε σε όλα, όλα, όλα όσα συμβαίνουν στη γειτονιά, τη χώρα, τον πλανήτη μα και το σύμπαν ολάκερο είναι πια εξουθενωτικός. Κυριολεκτώ. Πάρε την πρόσφατη παγκόσμια πρώτη απεικόνιση της μαύρης τρύπας κι εμένα. Σχέση, ουδεμία. Έχω- δεν έχω γνώσεις για τις μαύρες τρύπες, καταλαβαίνοντας ή όχι αν πραγματικά η προχθεσινή φωτογραφία ήταν κοσμοϊστορικό γεγονός ή ακόμη ένα κοσμοϊστορικό γεγονός του σωρού, έχοντας τη διάθεση και το χρόνο ή όχι να ασχοληθώ περισσότερο με όλα αυτά τα χιλιόμετρα πληροφορίας σε κάθε πιθανή μορφή, ένιωθα σχεδόν το πιστόλι στον κρόταφο να παρουσιάσω δημόσια και τη δική μου ανάλογα μεγάλη αντίδραση σε αυτό το γεγονός που πλημμύρισε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα κάθε σελίδα στα κοινωνικά δίκτυα. Προφανώς κακό το παράδειγμα διότι ναι, επρόκειτο για πραγματικά κοσμοϊστορικό γεγονός και ορόσημο για την ανθρωπότητα όλο αυτό – μα ήταν το πιο πρόσφατο διαδικτυακό τριμπούρδελο που μπορώ να σκεφτώ ώστε να δώσω λίγο παραπάνω πόνο για το μεγάλο άγχος της φάσης.

    Θα μου πεις, ο καθένας ανάλογα τις γνώσεις, τα ενδιαφέροντα και τον ελεύθερο χρόνο του, αντιδρά σε όλα αυτά ή όχι. Θα σου πω, όχι. Κατηγορηματικά όχι. Δεν το πιστεύω πια. Θεωρώ ακράδαντα ότι αν κάνεις ένα πρόχειρο γκάλοπ, το γενικό φίλινγκ των κοινωνικών δικτύων είναι το εξής: είμαστε όλοι μα όλοι καλεσμένοι σε ένα τοκ σόου υποψηφίων για κάτι που δεν ξέρουμε ακριβώς τί αλλά για κάποιο λόγο είναι πάρα πολύ σημαντικό και νιώθουμε όλοι μα όλοι τέτοια τιμή που βρισκόμαστε εκεί μέσα, τόσο υποχρεωμένοι που μπήκαν οι άνθρωποι στον κόπο όχι μόνο να μας καλέσουν αλλά και να μας θέσουν τα μεγάλα ζητήματα-γεγονότα του σύμπαντος που ναι, μάλιστα, όχι είμεθα μόνο υποχρεωμένοι να απαντήσουμε, μα είναι σχεδόν ντροπή να μην αντιδράσουμε καν, χώρια που αν δεν το κάνουμε παίζει και να μας διώξουν, σίγουρα θα μας ξεχάσουν, άσε που μπορεί να θυμώσουν κιόλας.

    Μου έκανε τρομερή εντύπωση που λες, η φάση με τη μαύρη τρύπα συγκεκριμένα. Άνθρωποι βρήκαν τη δύναμη και διέκοψαν τα αλλεπάλληλα quotes διάσημων και ανώνυμων καψούρηδων, για να συγκινηθούν και να αναλύσουν με δικά τους λόγια. Άνθρωποι που ανάμεσα στο πόκερ και το κάντικρας βρήκαν πρώτη φορά χώρο για αυτό το ιστορικό share. Δεν ήξερα καν ότι ήταν αληθινά προφίλ όλα αυτά που είδα εκείνη τη μέρα. Κι άλλοι γνωστοί -άγνωστοι, πιο γνώστες ή πιο ψαγμένοι. Άλλος σχολίαζε τη ζωή και το βίο της κοπέλας που το κατάφερε όλο αυτό έπειτα από εργασία χρόνων, άλλος το ότι ήταν κοπέλα, άλλος το πόσο όμορφη κοπέλα ήταν και άλλος πόσο εμμονική μάλλον και “τρελή επιστήμονας” για συγκεντρώσει τόσο όγκο πληροφορίας ώστε να μπορέσει να αποτυπωθεί η εικόνα αυτή.

    Οι δε ειδικοί στη φωτογραφία που δεν τους το ‘χες μέχρι χθες, σε ελάχιστα λεπτά, είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα για κάμερες και φακούς και γωνίες, αναλύσεις εικόνας και άλλα αξιοζήλευτα. Κι εσύ να χάσκεις και να νιώθεις τόσο μικρός και να μην ξέρεις σε ποιον να πρωτοδώσεις τα συχαρίκια, ποια εξειδικευμένη σελίδα αστροφυσικής να μοιραστείς καθώς φυσικά το ‘χες κι εσύ, το παρακολουθείς χρόνια και ήξερες “ότι μια μέρα αυτό το κορίτσι θα το μάθει όλος ο πλανήτης”. Ω ναι, γράφτηκε κι αυτό σε ποστάκι. Και να τα like, να τα share και τα κόκκινα τα μπράβο ολογράφως.

    Όλα αυτά, για να παγώσει όλος ο πλανήτης περνώντας στο επόμενο διαδικτυακό ΣΟΚ των ημερών που ήταν λεπτό προς μαρτυρικό λεπτό, η Νοτρ Νταμ λαμπαδιασμένη. Η μαύρη τρύπα έδωσε τη θέση της στα μαύρα Παρίσια και ναι, ήταν πολύ λυπητερό γεγονός, πλακώθηκε η καρδιά μου που το έβλεπα, ενώ όταν πια ήταν προφανές πως δεν θα σβήσει πολύ σύντομα η φωτιά, έπιασα τον εαυτό μου να δακρύζει. Κάτι που φυσικά δεν θα συνέβαινε εάν δεν σκρολάριζα ασταμάτητα από τη μια καψαλισμένη εικόνα στην άλλη.

    Κάθε σκρολ και ένας πιο γλυκός Κουασιμόδος να κλαίει, κάθε φίλος και μια ανάμνηση από το σημείο, κάθε κομίστας, ζωγράφος, συγγραφέας, ποιητής, δυνητικός ποιητής, κατά φαντασίαν ποιητής, όλοι είχαν κάτι να πουν ή να δείξουν και να μου γαμήσουν το ψυχολογικό ταμτιριρί. Φθηνή ή ακριβή, ό,τι μπορούσε ο καθένας, μα σίγουρα επίκληση στο συναίσθημα. Μαζική. Υποχρεωτική και με παρουσιολόγιο. Από την οποία βγήκα ένα ράκος.

    Λίγες μέρες μετά, μπήκα στη φάση της αποδομής. Είναι το τελευταίο στάδιο του σοσιαλμιντιακού πένθους. Αν τα προλάβεις να τα ζήσεις όλα και δεν σε προλάβει δηλαδή κάποιο άλλο, μεγαλύτερο κακό, θα ζήσεις πρώτα τον Μεγάλο Βουβό Θρήνο (όλοι ποστάρουν μόνο εικόνες χωρίς λόγια), μετά έρχεται ο Μεγάλος Θυμός (μπινελίκια ολούθενε), μετά το Ξερατό (άμα δεις άλλη εικόνα ή συζήτηση για το θέμα ξερνάς) και τέλος, η Αποδόμηση (βρε δε μου γαμιέστε με τις Παναγίες των Παρισίων ψευτοκουλτουριάρηδες που τα παιδάκια που πεινάνε κλπ). Δυστυχώς, αυτή τη φορά με πρόλαβε μεγάλο θανατικό, πρώτα με τον ψυχάκια κατά συρροή δολοφόνο του νησιού κι έπειτα με τους δεκάδες θανάτους στη Σρι Λάνκα και μου ‘κοψαν κάθε διάθεση για πλάκα, μα αυτό ακριβώς είναι που κάνει τον εξαναγκασμό να γιγαντώνει. Κάθε μέρα κάτι μεγαλύτερο, κάτι τραγικότερο, κι όσο μεγαλύτερη και πιο αληθινή η θλίψη, τόσο μεγαλύτερος και πιο τρομακτικός ο εξαναγκασμός να γνωρίζεις πρώτος, να λάβεις μέρος στα πηγαδάκια, να δεις τί λέγεται, τί σχολιάζεται, να πεις κι εσύ, να δώσεις δύναμη στη μια ή την άλλη πλευρά, να δημοσιοποιήσεις τα γιατί σου τις ντροπές σου, τα κατηγορώ σου, να φωνάξεις.

    Μέχρι χθες, οι παράλογοι εγκέφαλοί μας απαιτούσαν εξίσου μεγάλες αιτίες για κάθε μεγάλο γεγονός, μα πλέον πήγαμε τα λογικά μας σφάλματα ένα βήμα παραπέρα, καθώς τα μεγάλα γεγονότα δεν υφίστανται καν χωρίς τις εξίσου μεγάλες αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι η πρώτη μας φορά που έχουμε όλοι μα όλοι βήμα στο δημόσιο λόγο, μα παίζει να είναι και η πρώτη μας φορά που έχουμε όλοι μα όλοι και από ένα βλήμα στον εγκέφαλο. Ναι, μάλλον το είχαμε από πάντα.

    Για κάποιους, όλη αυτή η απομυθοποίηση του ανθρώπου, της κοινωνίας, των ρόλων και των θεσμών μας μέσα από την πολυλογία των κοινωνικών δικτύων είναι καλό πράγμα. Μας απογυμνώνει από περιττά βαρίδια, από όμορφα ενδύματα που έκρυβαν την αληθινή μας φύση και μας κόστιζαν σε χρόνο και κόπο ώστε να εστιάσουμε στα σημαντικά. Ίσως όμως, τώρα που αρχίζουν και εκλείπουν για τα καλά τα “βαρίδια” του καθωσπρεπισμού, τώρα που είμαστε όλοι διάφανοι και “αληθινοί”, παίζει να διαπιστώσουμε πως χωρίς αυτά δεν έχουμε τελικά κανέναν απολύτως λόγο να ασχοληθούμε με τα σημαντικά και ας είμαστε “ο εαυτός μας”, ας ζήσουμε επιτέλους “ελεύθεροι”, χωρίς περιττές ευγένειες, χωρίς τους τύπους, τους κανόνες, ωσάν τ’ αγρίμια. Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κουράστηκα λίγο και θα ήθελα να ζητήσω απ΄το σύμπαν μια δυο μέρες ρεπό πριν το επόμενο μεγάλο σοκαριστικό γεγονός και μετά βλέπουμε.

  • Δικαίωμα

    Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να συνειδητοποιήσουμε τί ψηφίσαμε για την “προστασία” των μικρών δημιουργών online, μα μάλλον αργά για μερικές παρατηρήσεις λίγο πριν τον αφανισμό τους.

    Πολύ απλά, ζητώντας από έναν δημιουργό αφού παρουσιάσει δημόσια και μάλιστα, ηλεκτρονικά ένα έργο του, να: “επιτρέπει ή να απαγορεύει την εγγραφή και αναπαραγωγή του έργου του, τη μετάφραση, διασκευή, προσαρμογή ή άλλη μετατροπή, τη διανομή όσον αφορά στο πρωτότυπο ή στα αντίτυπα (αντίγραφα) του έργου του, την εκμίσθωση και τον δημόσιο δανεισμό, τη δημόσια εκτέλεση του έργου του, τη ραδιοτηλεοπτική μετάδοση ή αναμετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο, την παρουσίαση στο κοινό στην οποία περιλαμβάνεται και η διάθεση του έργου στο κοινό, καθώς και την εισαγωγή αντιτύπων σε ορισμένες περιπτώσεις”, τον βάζουμε να κάνει κάτι πρακτικά ανέφικτο στην εποχή μας. Κι αφού δεν θα τα καταφέρει, αναγκαστικά οι κυρώσεις θα περιορίσουν την ελευθερία σκέψης και την ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών και άρα τη δημιουργία. Στο βωμό της φιλοδοξίας και του χρήματος. Για χάριν λίγων κερδοσκόπων που ζουν από την κλοπή του πνευματικού έργου άλλων, ο δημιουργός σύντομα θα γίνει κυρίως μαντρόσκυλο και το έργο του επτασφράγιστο μυστικό. Μήπως λοιπόν οι δημιουργοί θα έπρεπε να το ξαναδούν όλο αυτό, προτού επέμβουν αναγκαστικά πια οι εταιρείες και οι πλατφόρμες;

    Διότι αυτό που σίγουρα ευνοεί το νέο σύστημα, της “προστασίας” των πνευματικών δικαιωμάτων, είναι η υστερία με τα πνευματικά δικαιώματα. Κυρίως των δημιουργών. Πιθανόν αν οι δημιουργοί βρουν τρόπους να διαχωρίσουν τα πνευματικά δικαιώματα από την αμοιβή τους, εάν σκεφτούν πιο δημιουργικούς τρόπους να αμείβονται, ίσως βρεθεί μια πιο βιώσιμη λύση. Εξηγούμαι. Ναι κόπιασες, ναι έφτιαξες κάτι, με κάποια αξία. Μεγάλη ή μικρή, δεν έχει σημασία. Ναι μάλιστα, να αμειφθείς για αυτό. Το έργο σου πάντα θα συνοδεύεται από το όνομά σου και οφείλει να αναφέρεται κάθε φορά που κάποιος μιλά ή καταπιάνεται με αυτό, ενώ αν το θες μπορείς να λάβεις και επιπλέον αμοιβή, στην περίπτωση που κάποιος θελήσει να το εκμεταλλευτεί με τη σειρά του. Μα φτάνει μέχρι εκεί. Η γνώση και η δημιουργία δεν είναι πατίνι να του βάζεις αντικλεπτικό.

    Παραπέρα, τί ακριβώς θεωρείται κλοπή ενός έργου; Είναι τουλάχιστον παράξενο για δημιουργό, είναι μάλλον μικρό να θεωρείται κλοπή και όχι τιμή, όταν δημιουργήσει κάποιος κάτι νέο βάσει του έργου άλλου, όταν θελήσει να σκεφτεί με βάση αυτό, να το εξελίξει, να το προσαρμόσει, να το “πειράξει”. Ακόμα χειρότερα, δεν γίνεται να “αμπαροκλειδώσουμε” τις ιδέες ενός έργου. Καταλαβαίνω απόλυτα ένας δημιουργός να απαγορεύει την ατόφια χρήση του έργου του από τρίτους για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Καταλαβαίνω να θέλει να έχει το περιουσιακό δικαίωμα του έργου του, όμως και τις ιδέες του; Και μάλιστα, για γενιές; Ποιός μπορεί να οριοθετήσει επακριβώς τις ιδέες, να τις περιφρουρήσει, να τις κλείσει σε κλουβιά; Και μάλιστα σήμερα; Ούτε για πλάκα. Και όχι για πολύ. Ίσως θα ήταν πιο ρεαλιστικό να συντονιστούμε λίγο με τη νέα μας πραγματικότητα, να την εκμεταλλευτούμε λιγάκι κι εμείς έτσι γι’ αλλαγή, διότι ακόμη και με τις πολύ καλά “κλειδωμένες” ιδέες, κάποιος κάποτε θα εκτεθεί σε αυτές και θα χρησιμοποιήσει έναν από τους δεκάδες νέους τρόπους να τις μοιραστεί και όλο αυτό το πράγμα δεν θα μαζεύεται. Ήδη δεν μαζεύεται και γι’ αυτό επιστρατεύτηκαν οι νέοι ακόμη πιο άτοποι νόμοι και ρυθμίσεις μέχρι που σύντομα, όλα, ιδέες και γνώσεις, θα κλειδώσουν για πάντα και για όλους.

    Πιθανόν να είναι άδικη η εποχή μας για κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων και ειδικά επιστημόνων που κόπιασαν πολύ για να φτάσουν στις ιδέες τους, μα αν μιλάμε για τόσο σπουδαίους ανθρώπους, οι οποίοι -έχοντας εξασφαλίσει προφανώς τα προς το ζην- θα έπρεπε να σκεφτούμε ποιο είναι ακριβώς το μάθημα που μας δίνουν. Ξέρεις, ξεστραβώθηκα μια ζωή για αυτήν την ιδέα και τώρα θα τη μοιραστώ μαζί σας μόνο αν τη χρυσοπληρώνετε εσαεί; Αλλιώς θα την κλειδώσω σε ένα συρτάρι για πάντα; Ναι, το ξέρω ότι πιθανόν δεν βρίσκετε κάποιο λάθος και θα συμφωνήσετε απόλυτα με αυτό το σκεπτικό, όμως ευτυχώς όχι όλοι και σίγουρα όχι η εποχή μας. Και ακριβώς αυτό, πιστεύω πως είναι ένα από τα λίγα καλά του διαδικτύου. Ενώ μέχρι σήμερα κάπως έτσι λειτουργεί όλος ο πλανήτης και κάπως έτσι σκέφτονται πολλοί δημιουργοί και ειδικά οι μικροί που πραγματικά πασχίζουν για τα προς το ζην, πέρα από το ηθικό του πράγματος που είναι κάτι πολύ διαφορετικό για τον καθένα μας, η εποχή επιβάλλει γρήγορη προσαρμογή στα νέα δεδομένα ή αφανισμό.

    Ας ξαναδούμε για παράδειγμα, τον τρόπο αμοιβής των δημιουργών. Καθώς όλες οι ρυθμίσεις γύρω από τα πνευματικά δικαιώματα γίνονται για να διαφυλάξουν τις αμοιβές των δημιουργών και να εξασφαλίσουν τη σύνδεση του ονόματός τους με το έργο τους, η σημερινή πραγματικότητα επιβάλλει μια νέα οπτική που να μην χρειάζεται τόση αστυνόμευση. Για τους περισσότερους, αυτή η συζήτηση είναι ταμπού, τις αμοιβές των δημιουργών δεν πρέπει να τις αγγίζουμε, τα δικαιώματα δεν πρέπει να τα συζητάμε, να τα διαπραγματευόμαστε. Ποιός είναι όμως δημιουργός και ποιός δεν είναι; Ένας μάγειρας δεν είναι δημιουργός; Μία αρχιτέκτονας; Ένας σχεδιαστής ρούχων; Μια μακιγιέρ; Ένας δικηγόρος; Μία μεταφράστρια; Στην political correct εποχή μας, πόσο μάλλον στην εποχή του YouTube, όλοι είμαστε δημιουργοί και όλοι δημιουργούμε, σωστά; Ας διδαχτούμε από όλους λοιπόν. Θέλω να πω, κάποιοι δημιουργοί με την παλιά ή τη νέα έννοια, έχουν ήδη καταφέρει να βρουν τη σωστή φόρμουλα αμοιβής. Την προσωπική φόρμουλα που ταιριάζει καλύτερα στον καθένα και όχι εν γένει σε όλους όσους ανήκουν στο επάγγελμά τους. Δεν έχουν τίποτε να χάσουν οι δημιουργοί να το συζητήσουν λίγο.

    Για παράδειγμα, όταν κάποιος φτιάχνει μια γέφυρα, όταν κάποιος δημιουργεί ένα γλυκό, ένα ρούχο ή ακόμη ένα τριώροφο, πληρώνεται γι’ αυτό και προχωρά τη ζωή και την τέχνη του. Λίγα ή πολλά, ανάλογα τα έργα και ανάλογα τη ζήτησή τους, όπως και σε κάθε άλλο επάγγελμα. Γιατί λοιπόν ένας ποιητής, ένας συγγραφέας ή ένας στιχουργός για παράδειγμα, να θέλει να έχει τα δικαιώματα των έργων του για πάντα, αντί να πάρει την αμοιβή του και να προχωρήσει; Γιατί να πρέπει να πληρώνεται ψίχουλα για το κάθε έργο του εφ όρου ζωής, κάτι που στην πράξη δεν συμβαίνει φυσικά και δεν πρόκειται να συμβεί; Ειδικά στην περίπτωση των συγγραφέων και των ποιητών, λίγοι μεγάλοι ζουν αποκλειστικά από τα δικαιώματα των βιβλίων τους -και χωρίς να είμαι σίγουρη πως δεν ζούσαν ήδη μια χαρά και πριν από αυτά ή δεν είναι όλες οι επιμέρους δραστηριότητές τους σε σχέση με την ιδιότητα αυτή που τους εξασφαλίζει τον επιούσιο.

    Για τους πολλούς και μικρούς δημιουργούς, όλο αυτό που ζούμε με τα πνευματικά δικαιώματα είναι ένα σύστημα που δεν δουλεύει πια τώρα με το διαδίκτυο, ενώ φτωχοποιεί κι άλλο τους δημιουργούς. Χώρια που τους κάνει μίζερους, τους τρώει χρόνο από τη δημιουργία και καταδικάζει τη σκέψη και τις ιδέες τους σε ένα συντηρητικό, εντελώς ανελεύθερο γαϊτανάκι. Μπορεί να μην μας αρέσει, μπορεί να μας στερεί άλλα καλά, μπορεί οι περισσότεροι δημιουργοί να μισούν την εποχή μας και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που, σύμφωνοι,τα έκαναν μαντάρα αλλά ας συντονιστούμε και ας προσαρμοστούμε διότι σύντομα, δεν θα μείνει ούτε ένας δημιουργός. Δημιουργός, με την παλιά έννοια. Ας πάρουμε παράδειγμα από τη μουσική βιομηχανία που άλλαξε απ΄τη ρίζα της, ας δούμε λίγο πως συμπεριφέρονται οι δημιουργοί κώδικα. Δεν λέω να τα υιοθετήσουμε όλα, μα ας δοκιμάσουμε έστω μερικές νέες φόρμουλες μήπως είναι πιο καλές.

    Ίσως αποδειχθεί πιο πρακτικό και ασφαλές για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών, να αμείβονται με ένα ποσό εφάπαξ για κάθε έργο -κατόπιν συμφωνίας πάντα και ανάλογα το όνομα, τη φήμη ή πόσο ρε παιδάκι μου κοστολογεί ο καθένας τη δουλειά του- και μετά απλά να μην ασχολείται άλλο ο δημιουργός με την αστυνόμευση ή να αφήνει το έργο του να κυκλοφορεί με έγνοια άλλων ή και κανενός, συνοδευόμενο πάντοτε φυσικά από το όνομά του και με επιπλέον προϋποθέσεις εάν το θέλει, παρά να ζει με τα φρούδα όνειρα εξωφρενικού πλουτισμού, μιας καριέρας στο εξωτερικό ή παγκόσμιας αναγνώρισης ξερωγω και να μετατρέπεται σε φραγκοφονιάς κάθε φορά που βλέπει μια ατάκα, μια νότα ή έναν στίχο του να χρησιμοποιείται ή ακόμη, να αναλώνεται να κυνηγά τα ψίχουλα που ξέχασε να του στείλει ο εκδοτικός και με το φόβο μήπως τον έκλεψε στο μέτρημα. Πιο δίκαιο θα ήταν κάτι τέτοιο, ίσως του προσέφερε μεγαλύτερο εισόδημα μακροπρόθεσμα ενώ θα έδινε σίγουρα περισσότερα κίνητρα για περαιτέρω δημιουργία. Ναι, είναι πολύ πιθανόν με αυτή τη μέθοδο πληρωμής κάποιοι να χάσουν. Ας πούμε, ένα βιβλίο που θα έσκιζε ενώ ο νέος δημιουργός του συμφώνησε σε εφάπαξ μικρή αμοιβή. Όμως κάθε επιτυχία θα αύξανε τις προσφορές που θα λάμβανε για το επόμενο βιβλίο του.

    Όλα αυτά, διότι παρατηρώ πως σκεφτόμαστε σε πλαίσια μιας σύγχρονης, δημιουργικής, πιο ανθρώπινης και ελεύθερης εποχής όταν πρόκειται για την τέχνη μας, μα στα πλαίσια μιας εντελώς άλλης, πολύ παλιάς και κλειστής εποχής όταν πρόκειται για την αμοιβή ή τη φήμη μας. Σήμερα όμως, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι δημιουργοί καλούνται πάψουν να είναι άκαμπτοι διότι τελικά, η μιζέρια και οι κανόνες που αυτή επέβαλε στη δημιουργία, δεν γίνεται να μην τα συμπαρασύρουν όλα. Ίσως δεν υπάρξει άλλη ευκαιρία να επιλέξουμε να γίνουμε περισσότερο δημιουργικοί και ανοιχτοί, όχι μόνο στην τέχνη του ο καθένας.

  • Από μακριά

    Αρκετά χρόνια πριν, θα ήταν από ανήκουστο έως γελοίο να τολμήσεις να ζητήσεις από τον εργοδότη σου 1-2 μέρες τον μήνα να εργάζεσαι από το σπίτι. Σήμερα, αυτό διαφημίζεται σε πολλές αγγελίες εργασίας ενώ οι εργοδότες αρχίζουν και συνειδητοποιούν πόσο πιο παραγωγικός είναι αυτός ο τύπος συνεργασίας και πόσο λάθος είναι να εστιάζουν οπουδήποτε αλλού εκτός από την έγκαιρη και άψογη απόδοση κάθε εργαζομένου. Για τους προνομιούχους, αυτή η σχέση εργασίας είναι σχεδόν πανάκεια. Για τους μη προνομιούχους, ενδεχομένως να είναι ο νέος τρόπος σκλαβιάς.

    Η εργασία από το σπίτι ξεκίνησε ως κάτι καινοτόμο ενώ μέχρι σήμερα συνεχίζει να αποτελεί υπέροχη και δημιουργική λύση απασχόλησης για πολλούς ανθρώπους που μέχρι χθες δεν είχαν τη δυνατότητα.

    Το πιθανότερο, ήταν η εποχή που μας οδήγησε αρχικά προς εκεί, καθώς η διαρκής μετακίνηση του κόσμου προς τις όλο και πιο σπάνιες και ακριβοπληρωμένες δουλειές ανά τον πλανήτη, άρχισε και γινόταν όλο και πιο δύσκολη ενώ η ζήτηση ταλέντων από νέες και πρωτοπόρες τεχνολογικά εταιρείες, άρχισε να γίνεται όλο και πιο μεγάλη.

    Για να ενδώσουν και οι “παραδοσιακοί” εργοδότες, η λεγόμενη τηλεργασία διαφημίστηκε πρωτίστως ως κάτι οικονομικό και οικολογικό ενώ οι εργαζόμενοι, που την είχαν αγκαλιάσει από την πρώτη στιγμή, δεν χρειάστηκαν κανένα απολύτως επιχείρημα για να εντοπίσουν τα πολλαπλά οφέλη της. Και δεν είναι καθόλου υπερβολές, η τηλεργασία αποτελεί πραγματικά ιδανική λύση για πολλούς -αν δηλαδή σκοπεύεις να απασχολείς κόσμο ή να δουλεύεις για όλη σου τη ζωή. Αυτό, γιατί συνδυάζει εκπληκτική ευελιξία στο ωράριο εργασίας, σπάει τους γεωγραφικούς περιορισμούς της εξεύρεσης ταλέντων, μειώνει στο μηδέν τα έξοδα μετακίνησης από και προς την εργασία, μα και γενικά τα λειτουργικά έξοδα εργαζόμενου και εργοδότη, ενώ πια, οι εταιρείες δεν έχουν καν την ανάγκη να λειτουργούν γραφεία, πανάκριβα κτήρια, πολλαπλές τοποθεσίες και άλλα ταλαιπωριακά. Από το 2012 σύμφωνα με το Reuters, 1 στους 5 εργαζόμενους ανά τον πλανήτη και ειδικά εργαζόμενοι από τη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, επιδίδονταν συχνά στην τηλεργασία, ενώ το 10% εξ αυτών εργάζονταν καθημερινά από το σπίτι τους.

    Ως γυναίκα, εργαζόμενη και μητέρα, ομολογώ πως αυτή η νέα μέθοδος εργασίας μού φάνηκε εκπληκτική από την πρώτη στιγμή, αν και η χαρά τελείωσε σύντομα καθώς η λυσσασμένη ζήτηση έκανε τους μισθούς πιο χαμηλούς κι από τον τελευταίο βασικό της Ευρώπης, ενώ τα προσόντα πια στις λίγο πιο καλοπληρωμένες θέσεις, είναι πολύ εξειδικευμένα για τους απλούς θνητούς ή έστω τους άνω των 40. Παρόλα αυτά, το “work from home” είναι σταθερά πολύ δημοφιλής φράση αναζήτησης στην Google ενώ η ζήτηση τέτοιων θέσεων συνεχίζει να είναι μεγάλη από τους εργαζόμενους για τους προφανείς, μα και για κάποιους όχι τόσο προφανείς λόγους.

     

    Για παράδειγμα, καθώς η ψυχολογική ανασφάλεια και το άγχος παίζει να είναι καίριο ζήτημα για κάθε εργαζόμενο, στην τηλεργασία, ένα μεγάλο κομμάτι των προβλημάτων σου λύνεται αυτόματα καθώς παύεις να είσαι έρμαιο κάθε ψυχάκια προϊσταμένου, ενώ κάθε επικοινωνία με συναδέλφους καταγράφεται, κάτι που σημαίνει ότι πάρα πολύ δύσκολα θα ξεφύγει η συμπεριφορά οποιουδήποτε. Έτσι, δεν έχεις κανέναν πάνω από το κεφάλι σου να βγάζει απωθημένα, να σε προσβάλλει και να κάνει όλα αυτά τα βαρετά ή ντροπιαστικά και εν τέλει αντιπαραγωγικά πράγματα, τα οποία όμως είναι σχεδόν δεδομένα στο παραδοσιακό περιβάλλον γραφείου και σε κάθε συμβατική επιχείρηση.

    Πλέον, το μόνο για το οποίο κρίνεσαι στην τηλεργασία, είναι εάν ολοκλήρωσες τον όγκο της εργασίας σου μέσα στον ορισμένο χρόνο και στην ποιότητα που είχες συμφωνήσει. Εάν το κάνεις αυτό, τότε καμία σύγχρονη εταιρεία δεν θα κάτσει να ασχοληθεί με το ωράριό σου, τα ρούχα που φοράς, αν σηκώθηκες πολλές φορές από τη θέση σου να πας για τσιγάρο ή τουαλέτα ή αν ξέρω γω, καθάριζες φασολάκια όσο τα έκανες όλα αυτά. Πολλοί φίλοι με καλές σπουδές και προϋπηρεσία, τόλμησαν την εργασία από το σπίτι από τον πρώτο κιόλας καιρό και οι περισσότεροι, τη θεωρούν ακόμη ιδανική από κάθε άποψη. Πάντα, αν μιλάμε για σοβαρές εταιρείες.

    Στην πορεία, δημιουργήθηκαν πολλές εταιρείες – γίγαντες με την κουλτούρα της τηλεργασίας και με χιλιάδες εργαζόμενους σκορπισμένους ανά τον πλανήτη, οι οποίοι δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μεταξύ τους ή “συναντιούνται” διαδικτυακά και μόνο όποτε πραγματικά το απαιτεί η δουλειά. Οι εταιρείες αυτές λοιπόν, τα πήγαν περίφημα και συνεχίζουν να γιγαντώνονται με αυτού του τύπου την εργασιακή σχέση. Το άσχημο όμως σήμερα είναι πως τείνουν να αποτελέσουν την εξαίρεση καθώς πρέπει να είσαι ο Βούδας για να μην εκμεταλλευτείς ανθρώπους με ένα τέτοιο κίνητρο. Έτσι, τα δυνητικά οφέλη για όλους μας, μάλλον πάνε κουβά και τη θέση της αξιοπρεπούς τηλεργασίας παίρνουν εφιάλτες.

    Για όσους δυτικούς πρόλαβαν λοιπόν, η εργασία από το σπίτι αποδείχθηκε από εξαιρετική μέχρι παλέψιμη, ενώ κατάφεραν να βρουν εργασία μπόλικοι άνεργοι και κυρίως μητέρες που μέχρι χθες κάτι τέτοιο τούς ήταν αδύνατο λόγω της αδυναμίας μετακίνησης, των ωραρίων, της τοπικής ανεργίας και πολλών άλλων αξεπέραστων εμποδίων. Για τους υπόλοιπους φτωχότερους δυτικούς ή τους πολύ φτωχότερους γενικώς όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Οι δουλειές αυτές άρχισαν να είναι το “τυρί” για να σκλαβωθεί πολύς φτωχός κόσμος. “Εργασία από το σπίτι”, “οχτάωρο”, “πενθήμερο”, “σταθερός μισθός”, “ιδιωτική ασφάλιση” και πολλές ακόμη έννοιες ανήκουστες για ανθρώπους σε αρκετά φτωχότερες χώρες, επιστρατεύτηκαν για να εγκλωβίσουν μέσα στο σπίτι τους, χιλιάδες εργαζόμενους και είτε να τους πληρώνουν ψίχουλα, είτε να τους καταπιέζουν και να τους καταπατούν κάθε εργασιακό και όχι μόνο δικαίωμά τους και μάλιστα χωρίς έλεγχο από κανέναν.

    Για τους περισσότερους από εμάς, οχτάωρο στο γραφείο δεν σημαίνει ντε και καλά οχτώ ώρες ασταμάτητης δουλειάς, σημαίνει και κουβεντούλα και χαζολόγημα και τουαλέτα και συχνά διαλείμματα και φαγητό. Ναι, και υπερωρίες και φωνές και ατέλειωτες συναντήσεις ή θεόκουλες προθεσμίες και άλλα πολλά, μα όλα παίζουν. Το οχτάωρο όμως για έναν υπάλληλο στις “ηλεκτρονικές φάρμες” τηλεργατών, σημαίνει ασταμάτητη και σκληρή δουλειά με πολύ αυστηρή ηλεκτρονική παρακολούθηση.

    Τα απάνθρωπα συστήματα που επιστρατεύονται για να ελεγχθεί όχι μόνο το αποτέλεσμα, μα και οι ώρες αληθινής εργασίας, περιλαμβάνουν παρακολούθηση του πληκτρολογίου και της κάμερας του υπολογιστή κάθε τηλεργαζόμενου, κάτι που δεν δικαιολογεί ούτε ένα λεπτό χαμένο, σε περιπτώσεις ούτε καν τουαλέτα, ενώ απαιτεί σίγουρες καθημερινές υπερωρίες. Αυτό, διότι το οχτάωρο τηλεργασίας είναι κυριολεκτικό ενώ οι περισσότερες συμφωνίες προϋποθέτουν να συμπληρωθούν οι ώρες που υπέγραψες στο συμβόλαιό σου ώστε να πληρωθείς την κάθε εργάσιμη ημέρα σου. Μα ακόμη κι αν το κάνεις, σε αρκετές περιπτώσεις, σου ζητούν να υπογράψεις επίσης πως αν δεν παραδώσεις το έργο που συμφώνησες, ακόμη κι αν δουλέψεις παραπάνω ώρες, πάλι δεν πληρώνεσαι.

    Η δυσκολία των εταιρειών να ελέγχει και να εξουσιάζει από μακριά, να εκμεταλλεύεται ανθρώπους με τη χρήση πρακτικών άλλων εποχών, βρήκε τέλεια εφαρμογή σε αυτού του είδους την διαδικτυακή εργασιακή σχέση. Ένας εργαζόμενος που καταχωρεί στοιχεία και δέχτηκε να παραδίδει ασύλληπτο όγκο δεδομένων τη μέρα και μάλιστα μέσα στο οχτάωρό του, ώστε να δικαιούται το μάννα κάθε τέλος του μήνα όπως άλλωστε κάθε “κανονικός” εργαζόμενος των ανεπτυγμένων χωρών, θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του σε μια καρέκλα, παλεύοντας ασταμάτητα με άπιαστους στόχους και υπό τη στενή παρακολούθηση της κάμερας. Εάν κάνει ότι σηκώνει τα δάχτυλά του από το πληκτρολόγιο για περισσότερο από κάποια δευτερόλεπτα, αυτόματα θα ενεργοποιηθεί συναγερμός και θα ειδοποιηθεί ο προϊστάμενός του ώστε να αφαιρέσει το χρόνο από την επιταγή του. Ακόμη, θα εργαστεί 10 και 12 ώρες για να βγάλει τον όγκο που υποσχέθηκε, ώστε να δεχτεί το πρόγραμμα να θεωρήσει πληρωτέο το μεροκάματο ενώ αν κάποια μέρα παράξει ελάχιστα λιγότερη δουλειά, ακόμη και έπειτα τις υπερωρίες, το σύστημα δεν ξεκλειδώνει πληρωμή και απλά η μέρα του θεωρείται άκυρη. Γιατί έτσι.

    Κάποια προγράμματα παρακολούθησης πληκτρολογίου, καταγράφουν ακόμη και τις λέξεις που πληκτρολογείς έτσι ώστε να διασφαλίσουν πως στ’ αλήθεια δουλεύεις και δεν γράφεις μηνυματάκια σε φίλους, ενώ κάποια άλλα παρακολουθούν τα τερματικά από τα οποία παράγεται η εργασία σου, ώστε να διασφαλίσουν πως δεν μοιράζεσαι τη δουλειά και το μισθό σου με άλλους. Όλα αυτά δεν τα μάθαμε τώρα, όμως ενώ θα περίμενε κανείς πως στην εποχή της ευαισθησίας γύρω από τα προσωπικά δεδομένα όλα αυτά θα ήταν προς μαζικό κράξιμο και παρελθόν, αντίθετα, ελάχιστοι ασχολούνται και ακόμη λιγότεροι τα θεωρούν παράνομα ή έστω ανήθικα.

    Θέλω να πω, αντί να καθόμαστε και σπάμε τα κεφάλια μας για το πώς θα είναι η ζωή μας στο μέλλον, ίσως θα έπρεπε απλά να μας φανταστούμε συνδεδεμένους σε καρέκλες με σωληνάκια μόνιμα περασμένα στο σώμα και να εργαζόμαστε ασταμάτητα για το δικαίωμα στη ζωή. Κάτι σαν τις φάρμες του Μάτριξ αλλά που εκεί θα χώνεσαι οικειοθελώς.

  • Yiayia

    Αν η κατάσταση γύρω μας, χωρίς τις σάλτσες της μιας ή της άλλης πλευράς, δεν μας έχει υποψιάσει για την κατάντια μας, τότε η ενενηντάχρονη γιαγιά με τα χειροποίητα τερλίκια, το έκανε με μεγάλη επιτυχία. Οι συζητήσεις πάλι φούντωσαν αν έπρεπε, αν δεν έπρεπε, πόσο έκαναν τη δουλειά τους οι αστυνομικοί, αν ήταν ευγενικοί μαζί της αυτές τις 12 ώρες που έμεινε στο τμήμα, πόσο λίγα είναι τα 200 ευρώ που κλήθηκε τελικά η γιαγιά να πληρώσει, αν θα τα πληρώσει και άλλα πολλά.

    Ω ναι, το συζητήσαμε πολύ. Μα δεν είναι οι γιαγιάδες, δεν είναι οι πάμφτωχοι και οι αστυνομικοί που ντε και καλά πρέπει να ταξινομήσεις στη μια ή την άλλη πλευρά. Ούτε η επιβίωση σε έναν τόπο άλλοτε -υποτίθεται- αξιοπρεπών. Δεν είναι η παρανομία που πρέπει να παταχθεί ακόμη και σε περιπτώσεις τόσο ακραίας φτώχειας, είναι η ανθρώπινη ξεφτίλα που πια τολμάμε να γυρίσουμε έστω να κοιτάξουμε έναν άνθρωπο που έφτασε σε αυτήν την ηλικία να εργάζεται για το φαγητό του, αντί να το έχουμε χωρίς δεύτερη σκέψη εξασφαλισμένο ως κράτος, ως κοινωνία, έστω ως άνθρωποι. Οι μισοί καταδικάζουμε, οι άλλοι μισοί λυπόμαστε και οι “πολύχρονοι” παραμένουν απελπισμένοι.

    Απορώ αν έχουμε καταλάβει περί τίνος πρόκειται, διότι αν διαβάσει κάποιος την ιστορία αυτής της συγκεκριμένης γιαγιάς, θα διαπιστώσει πως το “έπλεκε και πούλαγε τερλίκια για το ψωμί της” δεν είναι τρόπος του λέγειν, διότι με αυτά τα 2-3 ευρώ τη μέρα, όντως αγόραζε το ψωμί της και συγκεκριμένα το δικό της και του υπέργηρου άρρωστου συζύγου της. Δεν είναι δηλαδή σαν εμένα κι εσένα που λέμε πως δουλεύουμε για το ψωμί μας και εννοούμε βασικά τα καφεδάκια μας, τις μετακινήσεις, τα ψώνια μας, έστω και τους λογαριασμούς μας μα και όλα όσα συνιστούν μια φυσιολογική διαβίωση. Αν αυτή η γυναίκα δεν πλέξει τερλίκια ή δεν τα πουλήσει δεν θα αγοράσει ένα -κυριολεκτικά- φραντζολάκι ψωμί και δεν θα φάει.

    Συνειδητοποιώ πως όλα αυτά βέβαια, είναι κινέζικα. Λίγοι έως ελάχιστοι λογικά, πρέπει να έχουμε νιώσει πώς είναι να εργάζεσαι για το φαγητό της ημέρας, ενώ σχεδόν κανείς μας δεν αντιλαμβάνεται πως όταν ακούμε μείωση σε συντάξεις και παρότι θα το εκλάβουμε ως ένα ακόμη κακό νέο, για εκείνους που προορίζεται, σημαίνει κυριολεκτικά μικρότερα ή λιγότερα γεύματα και λιγότερα ή καθόλου φάρμακα.

    Κλαιγόμαστε για φτωχοί, μα εκείνοι στους οποίους πραγματικά συμβαίνει αυτό, δεν έχουν σύνδεση στο διαδίκτυο να ασχοληθούν με όσα γράφουμε, δεν θα βγάλουν σέλφι να δούμε πώς ζουν ή τί έχει το πιάτο τους και δεν θα φωνάξουν πολύ, είτε διότι είναι μεγάλοι και ανήμποροι, είτε διότι ντρέπονται. Χώρια που στη σόσιαλ εποχή μας όλα αυτά κοστίζουν πολύ και δεν είναι τόσο instagramable η τρύπια πιτζάμα του παππού ούτε το μουχλιασμένο σπίτι του. Όμως όχι μόνο υπάρχει αυτός ο άρρωστος και βρώμικος παππούς, όχι μόνο τείνει να γίνει ο κανόνας μα και πια, αναγκάζεται να σκάσει μύτη από την παράγκα, παραμερίζει την ντροπή του και βγαίνει στη γύρα να βρει λίγο ψωμί από εμάς. Που θα τον μπουζουριάσουμε, θα δείξουμε στα σόσιαλ την κατάντια του, θα του ρίξουμε λίγα πρόστιμα και θα τον συζητάμε καλή ώρα. Μα ψωμί δεν θα του δώσουμε.

    Θέλω να πω, ας μην ψάχνουμε άλλο για απτές αποδείξεις της οριστικής κατάντιας μας. Αυτή είναι μία ωραιότατη. Μέσα μας, τα όσια και τα ιερά μας, έχουν βλακωδώς εξυψωθεί για τους εντελώς λάθος λόγους μα έξω μας, όλα αυτά που συμβολίζουν, τα ίδια όσια και ιερά μας, έχουν παντελώς αγνοηθεί ή καλύτερα, λοιδορηθεί όσο δεν πάει.

    Τα σύμβολα, μας πήρανε αμπάριζα για τα καλά. Παίζει μέσα μας, να μην έχουμε τίποτε πιο γλυκό από τη γιαγιά δίπλα στο τζάκι που διαβάζει παραμύθια στα εγγόνια, από τη γλυκιά γιαγιά της Λέσβου που κρατά το μωρό προσφύγων, από τη γιαγιά μας τη μαγείρισσα, τη γιαγιά τη μαυροφορούσα στα σοκάκια των νησιών του Αιγαίου κρεμασμένη στις καρτ ποστάλ ή σχεδόν όλοι, την αγαπημένη μας γιαγιά στο χωριό. Γι’ αυτό, το branding της γιαγιάς είναι πάρα πολύ ισχυρό και γι’ αυτό σαρώνει όπου παίζει το σύμβολο γιαγιά. Η εικόνα της, όπου τη δούμε πια, έχει κάτι να μας πουλήσει, από τουρισμό και γιαούρτια, μέχρι παιδικά γάλατα και βιολογικά βαζάκια μαρμελάδας.

    Μέσα μας, το σύμβολο της γιαγιάς, της yiayias για τους ρομαντικούς ομογενείς ή τους βλαμμένους διαφημιστές, της ρυτιδιασμένης, γλυκύτατης μαυροφορεμένης γιαγιάκας, γαμεί και δέρνει μα το συμβολιζόμενο, την ίδια δηλαδή τη γιαγιά, όπου την πετύχουμε θα την αλαλιάσουμε. Μόνο ταλαιπωρία και βασανιστήρια έχει.

    Στη διαφήμιση, θα εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τη μορφή της όταν θέλουμε να μιλήσουμε για οικογένεια, παράδοση, αξίες και άλλες παπαριές καμαρωτές. Στην πραγματική ζωή όμως, η γιαγιά, όχι το σύμβολο γιαγιά, μα η πραγματική ηλικιωμένη γυναίκα με σάρκα και οστά, με τα μαντήλια και τις ρόμπες ή ακόμη, η όχι τόσο τουριστική γιαγιά με τα σκισμένα φούτερ, τα χειμωνιάτικα μες το καλοκαίρι και τις πλαστικές παντόφλες, μπορεί να πέσει να πεθάνει δίπλα μας και να μην τρέξει κάστανο.

    Δε λέω, είναι ωραίο που διαβάζουμε, γράφουμε, επικοινωνούμε και κάνουμε όλα αυτά τα ωραία που κάνουμε στην ζγουάου εποχή της πληροφορίας αλλά επίσης παρατηρώ πως μας γάμησε αυτό το πράγμα. Είναι πολύ παράξενο που έχουμε πια τόσο παχύ ταβάνι στην ικανότητα αντίληψης της πραγματικής πραγματικότητας. Βγήκαμε, είδαμε, και ξαναμπήκαμε τρέχοντας στη σπηλιά του Πλάτωνα αρνούμενοι οτιδήποτε υπάρχει τίποτε πέρα από αυτήν. Όχι από φόβο. Επειδή δεν θέλουμε βρε αδελφέ.

    Ζούμε στην εποχή που ο Ένας και Αληθινός Θεός είναι το πολύ 18, εκατομμυριούχος, με σιλικονάτα βυζιά και πετυχημένη σελίδα στο insta. Στην εποχή που η καθημερινότητα των ηλικιωμένων απλά υπάρχει κάπου, αόριστα και την θεωρούμε από βαρετή μέχρι εφιάλτη, μας χαλάει το τσι, χώρια που δεν θέλουμε κιόλας να ξέρουμε πολλά πολλά. Έχεις δει ποτέ ριάλιτι με τη ζωή ενός ηλικιωμένου άρρωστου που ζει μόνος του; Ακριβώς.

    Όμως, από τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα μέχρι τα πιο σημαντικά, μιλάμε για ένα παράλληλο και πανδύσκολο σύμπαν. Σκέψου πόσο δεδομένο για παράδειγμα, είναι να θέλεις να πεις σε όλους τους κολλητούς και φίλους σου κάτι γαμάτο που σου συνέβη σήμερα, χωρίς το αδιανόητο εμπόδιο να μην βρίσκεται πια κανένας τους εν ζωή. Ή αναπολώντας όμορφες διακοπές, να συνειδητοποιείς πως είσαι ο τελευταίος που τις θυμάται ενώ δεν έχεις ούτε μία φωτογραφία από τότε για ενθύμιο, απλά γιατί τότε κανείς στην παρέα δεν είχε φωτογραφική μηχανή. Όσα έζησες, θα φύγουν έτσι απλά μαζί σου και δεν θα υπάρξει ποτέ κανείς να τα πει ξανά, να τα ζήσει.

    Η δική μας μέρα αντίθετα, οφείλει να είναι θετική και φωτεινή. Οφείλει να ξεκινά πάντα με έμπνευση και χαμόγελο και ευγνωμοσύνη. Ακόμη και ένας μικρός πονοκέφαλος είναι ικανός να καταστρέψει τα πάντα και δεν θα το αφήσουμε αυτό έτσι να περάσει χωρίς την ανάλογη πρηξιματική, τα παράπονα και τη μιζέρια σε όλους γύρω μας για το πόσο υποφέρουμε και πόσο ο πόνος μάς κατάστρεψε τη μέρα.

    Πρέπει να είναι όλα ιδανικά, να μην πονάς, να μην πεινάς, να μην διψάς, να μην κουραστείς -σωματικά πάντα, γιατί νοητικά είναι κουλ λέει να κοπιάζεις εσύ και ο μεγάλος σου πετυχημένος εγκέφαλος-, να κάνεις δημιουργικά πράγματα και να είσαι ευγνώμων για την καλή σου τύχη, αλλά στην πραγματικότητα, είσαι μόλις λίγα χρόνια μακριά από μια λίγο περισσότερο ανθρώπινη ζωή. Walk a mile λένε, in someone else’s shoes. Συνειδητοποιώ πως δεν αρκεί μόνο να μπούμε στα τερλίκια των γέρων για να συνέλθουμε. Πρέπει και να περπατήσουμε ένα ολόκληρο μίλι με δαύτα. Αν και πάλι φοβάμαι, ούτε μυρωδιά δεν θα πάρουμε.