Author: Κωνσταντίνα Δελημήτρου

  • 14αρα αισθητική

    Από τις κατάμαυρες ιστοσελίδες με τα πολύχρωμα γράμματα σε Comic Sans, μέχρι τις κατάλευκες ηλεκτρονικές σελίδες με τα 14άρια μαύρα γράμματα, χύθηκε πολύ πίξελ στ’ αυλάκι. Η διαδικτυακή αισθητική μας, πέρασε από ό,τι συμπληγάδες μπορεί να φανταστεί ανθρώπου στομάχι, για να καταλήξουμε ότι δεν θέλουμε κανένα χρώμα, τίποτε ν’ αναβοσβήνει μπροστά, κάτω, δεξιά ακόμη και στην πιο απομακρυσμένη ακρούλα της ηλεκτρονικής σελίδας που θέλουμε να διαβάσουμε. Καταλήξαμε ακόμη (βασικά εγώ και μέχρι τη στιγμή που γράφω δηλαδή) ότι δεν τα πάμε πολύ καλά με τις άγνωστες λέξεις και ειδικά τις τρισύλλαβες και άνω, τις μεγάλες προτάσεις, τα δύσκολα νοήματα, τα μεγάλα συμπεράσματα, τα κείμενα με περισσότερες από 2-3 παραγράφους (καλή ώρα) και γενικά οτιδήποτε που δεν χωράει στην οθόνη του κινητού, πέρα από τις γραμματοσειρές. Αυτές, τις θέλουμε τεράστιες. 

    Το πολύπλοκο καταργείται. Το δύσκολο καταργείται. Ακόμη και η ορθογραφία καταργείται, καθώς πλέον στα αποτελέσματα της Google βρίσκει εύκολα κανείς, κάθε πιθανή και απίθανη λέξη με ό,τι ορθογραφία μπορεί να φανταστεί, ενώ ας έχουμε υπόψη πως δεν είναι πάντα σωστή η αναζήτηση λέξης που επιστρέφει τα περισσότερα αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει, πως σε λίγα χρόνια από σήμερα, αν δεν έχεις στα χέρια σου λεξικό, θα σου είναι αδύνατον να μάθεις την αρχική ή και “σωστή” ορθογραφία των λέξεων, αν και λογικά δεν θα σε ενδιαφέρει, χώρια που δεν θα έχει καμία απολύτως σημασία διότι όλοι θα ακολουθούν την ευκολότερη, πιο διαδεδομένη και εννοείται, συντομότερη γραφή. 

    Πρέπει να παραδεχτούμε βέβαια, πως η τάση της απλούστευσης των πάντων, ειδικά στις λέξεις και την επικοινωνία, έχει βελτιώσει πολλά πράγματα στη ζωή μας, ειδικά όσα μάς τα έκαναν κάποτε δύσκολα -για ηλίθιους λόγους. Μπορεί η καθαρεύουσα ας πούμε, να καταργήθηκε πριν πολλά πολλά χρόνια αλλά η καθαρεύουσα στα κεφάλια μερικών, μας βασάνισε για αρκετά ακόμη. Ευτυχώς όχι πια. Παίζει όμως γενικώς, να το παρατραβήξαμε το σκοινί με τις απλότητες καθώς διαπιστώνω πως φτάσαμε πλέον στο άλλο άκρο, διότι το νέο βιολάκι μας, όντως δεν είναι μαμά. Είναι τόσο κωλοπειραγμένο που βγάζει μάτι, δεν βγάζει νόημα και σίγουρα όχι γούστα. Αλλά θα μου πεις, τα τραγούδια και οι τέχνες μας είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο και έχουν όλο το δικαίωμα να αρέσουν σε ελάχιστους και όχι σε όλους. Η καθημερινή επικοινωνία μας όμως; Όπως φαίνεται, η σωστή γραμματική και η καλή, προσεγμένη γραφή από κάθε άποψη δεν θα βρίσκονται καν σε λίγο στο διαδίκτυο -και δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι την συναντώ συχνά πια. 

    Δεν είναι μόνο οι γρήγοροι ρυθμοί του διαδικτύου που επιβάλλουν προχειροδουλειές. Είναι και οι αναγνώστες, είναι και ο τρόπος που έχει πια εκπαιδευτεί γενικά ο χρήστης. Παλιότερα, οι περισσότεροι ήμασταν πολύ ευτυχείς που το διαδίκτυο έδινε επιτέλους βήμα, έδινε χώρο σε όλους να γράψουν και να διαβάσουν, κι ας ήταν ανορθόγραφα, greeklish, ή όπως μπορούσε να επικοινωνήσει ο καθείς. Πιστεύαμε πως σιγά σιγά θα εκπαιδευόμαστε σε όλο αυτό, νομίζαμε πως διαβάζοντας μια λέξη με τη σωστή της ορθογραφία, σύντομα θα γινόμασταν ορθογράφοι κι εμείς, θα ξεσηκώναμε ιδέες, λέξεις, νέους ψαγμένους τρόπους επικοινωνίας. Πέρασε δεκαετία και βάλε, και παρατηρώ μετά λύπης μου πως μείναμε στα greeklish, πως φτάσαμε να εκφράζουμε συναισθήματα με emoticons και αφηγούμαστε με gifs. Διαβάζουμε σχεδόν μόνο όσα γράφουμε μεταξύ μας και τρολάρουμε ό,τι βλέπουμε τριγύρω που δεν μπορούμε πια να το κατανοήσουμε. 

    Ακόμη και το επάγγελμα της γραφής έχει πια αλλάξει ριζικά αν γράφεις σχεδόν αποκλειστικά για ηλεκτρονικά μέσα. Όλοι οι ηλεκτρονικοί γραφιάδες εκπαιδευόμαστε από την αρχή γύρω από το νέο μας κοινό και τη 14άρα αισθητική του. Περιοριζόμαστε αποκλειστικά σε αυτά που μπορεί και θέλει να καταλάβει, μιλάμε μόνο με λέξεις-κλειδιά που θα ξεκλειδώσουν το μυαλό του, μετράμε στα πόσα δευτερόλεπτα θα ξεφύγει η ματιά του να τσεκάρει mails και notifications, σε ποια παράγραφο θα κάνει bounce γιατί μια πρότασή μας ήταν λίγο πιο μεγάλη ή πιο κούκου από το αναμενόμενο, καρδιοχτυπάμε πότε θα φύγει για πάντα και δεν θα μας ξαναεπισκεφθεί ο ένας και μοναδικός αναγνώστης του λεπτού που μας αναλογεί. 

    Το μόνο που ίσως καθυστερεί την ταχύτατη διαδικασία μεταμόρφωσης της γραφής και της σκέψης μας σε ρέμπους, είναι ο ανταρτοπόλεμος που επιχειρεί η ελάχιστη online λογοτεχνία. Είναι το μόνο που μας έμεινε διότι αλλιώς, θα χρειαζόμασταν απαραιτήτως τη διαδικασία γραφής, επιμέλειας, χρόνου και σοβαρότητας των εντύπων, αν θέλουμε δηλαδή να πετύχουμε την ποιότητα της γραφής που τουλάχιστον μάθαμε όλοι να θαυμάζουμε. Όλο αυτό όμως, είναι πολύ ακριβό σπορ για το διαδίκτυο. Έτσι λοιπόν, ο μόνος τρόπος για να ανέβει λίγο το επίπεδο online κειμένων και άρα το δικό μας, είναι μόνο αν γίνει ηλεκτρονική η λογοτεχνία και μάλιστα ανοιχτή για όλους και πλήρως ανιχνεύσιμη από τις μηχανές αναζήτησης. Μόνο τότε ίσως καθυστερήσει λίγο η ισοπεδωτική υπεραπλούστευση των λέξεων, των κειμένων, των εννοιών και τελικά της σκέψης. Διότι μόνο δίπλα στην λογοτεχνία όλα όσα θίγω θα ήταν προφανή και θα απαιτούσαν άμεση λύση και δεν θα ήταν ακόμη ένα κείμενο διαμαρτυρίας του λίιγο πιο παλιού προς το νέο. Διότι είτε το θέλουμε είτε όχι, πρέπει να πάρουμε απόφαση πως ζούμε σε έναν πολύπλοκο κόσμο και δεν μπορούμε να τα κάνουμε όλα μαύρο-άσπρο μόνο και μόνο για να σκρολάρονται πιο γρήγορα. Ή μάλλον εννοείται πως μπορούμε αλλά είναι και η φυσική επιλογή που δεν χαρίζεται σε κανέναν. 

    Ιδανικά λοιπόν, αντί να φυτεύουμε δέντρα, επειδή σε ελάχιστο χρόνο αμφιβάλλω αν θα γνωρίζει κανείς γιατί άραγε γενικώς να φυτεύουμε δέντρα, η δική μας γενιά, τουτέστιν η τελευταία γενιά πριν τα εικονογράμματα, πρέπει να τη δει άμεσα αντάρτες και να μη σταματά να ανεβάζει ασταμάτητα λογοτεχνία στο διαδίκτυο. Ακόμη κι αν δεν έχει καμία όρεξη να τη διαβάσει. Σκοπός δεν είναι να γίνουμε βιβλιοφάγοι τώρα πια, αυτό πάει πέταξε. Σκοπός είναι μονάχα να μπουρδουκλώσουμε τις μηχανές αναζήτησης ώστε να μη χάσουμε ποτέ ούτε μια λέξη, ούτε μια σκέψη ή κείμενο και όσα όμορφα, μας έφτασαν εδώ. Αν οι παλιοί δηλαδή, φύτευαν πλατάνους και συκιές για να δροσιζόμαστε εμείς, τότε σήμερα νέοι και παλιοί οφείλουμε να κάνουμε κάτι πολύ πιο δύσκολο. Πρέπει να κάνουμε την έρημο ξανά κατοικήσιμη κι αυτό μάλλον θα το επιτύχουμε αν γίνουμε οι spammers και τα τρολ του διαδικτύου εξαφανίζοντας δια παντός τις λέξεις-κλειδιά και βάζοντας στη θέση τους αληθινές λέξεις. 

  • Το παλιό μου παλτό

    Μπορεί να φταίει η υπερπληθώρα αγαθών, μπορεί η πλαστικούρα που όπου να ‘ναι μας πνίγει και εμάς -αφού έχει σακατέψει το μισό ζωικό και όλο το θαλάσσιο βασίλειο- μπορεί να φταίει η βαρεμάρα ή η κεκτημένη μας ταχύτητα να ακολουθούμε νέες μόδες όλο και πιο κουλές. Δεν ξέρω τί φταίει τέλος πάντων, αλλά παρατηρώ πως έχουμε πήξει με την -ας την ονομάσω- πλασματική απέχθεια προς την ιδιοκτησία. Είναι μια τάση της εποχής που μπορεί να εμφανίζεται σε πολλούς τομείς και με πολλά ονόματα, αλλά κυρίως αφορά την απέχθεια προς οτιδήποτε μπορεί να ανήκει σε κάποιον. Εκτός βέβαια, από το iPhone μας, τις ιδέες και τις επιχειρήσεις μας. Αυτά, ιερά. Όλα τα άλλα όμως, δανεικά. Κρατήσαμε μάλλον τα πιο σημαντικά από όλα κι αλλάζουμε πλέον εύκολα οτιδήποτε δεν είναι πια τσι μόδας. Σπίτια, αυτοκίνητα, γραφεία, ρούχα, υπάρχοντα. Όλα προς ενοικίαση και εκκαθάριση.

    Μην πας μακριά, ο σάλος του Airbnb δεν είναι τυχαίος, όλοι βολοδέρνουμε δεξιά αριστερά μεταξύ πόλεων, χωρών, “αποδράσεων” ενώ στην αναζήτηση αξιοπρεπούς δουλειάς και ζωής αλλάζουμε τα σπίτια σαν τα πουκάμισα. Όμως δεν μένουμε μόνο εκεί, καθώς οι συχνές μετακομίσεις δεν είναι παίξε – γέλασε. Έτσι, δεν θέλουμε πια να κουβαλάμε πράγματα ή μάλλον δεν θέλουμε καν να έχουμε πράγματα. Τα περισσότερα σπίτια προς ενοικίαση είναι επιπλωμένα, ενώ πλέον νοικιάζουμε και μοιραζόμαστε ακόμη και τους χώρους της δουλειάς μας. Παλιότερα, τα ιδιόκτητα γραφεία ή έστω το δικό σου ενοικιαζόμενο γραφείο με την ταμπελάρα απ΄έξω ήταν απαραίτητο. Πλέον, αρχίζουμε και συναντάμε το φαινόμενο της συστέγασης. Σε έναν χώρο, πολλές εταιρείες που συστεγάζονται και μοιράζονται τους ίδιους σταθμούς εργασίας ή εξοπλισμό, ή σύγχρονες εταιρείες που για να λειτουργήσουν, νοικιάζουν όλες τις υπηρεσίες που χρειάζονται, έτοιμες σε πακετάκια από άλλες εταιρείες. Από γραμματείς και τηλεφωνικά κέντρα μέχρι αίθουσες συνεδριάσεων. Βέβαια, υπάρχουν και οι εταιρείες που δεν υφίστανται καν σε φυσική μορφή καθώς υπάρχουν μόνο ηλεκτρονικά ενώ οι εργαζόμενοι δουλεύουν από το σπίτι.

    Η ίδια φιλοσοφία εξαπλώνεται κι αλλού. Ακριβώς το ίδιο κάνουμε πια και με τα αυτοκίνητά μας. Όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αν και μεταξύ μας, γιατί να χρεωθείς το βραχνά ενός αυτοκινήτου με όλα τα έξοδα, ενώ μπορείς να χρησιμοποιείς τις συγκοινωνίες ή τα app για ταξί; Βέβαια, το οικολογικό κίνητρο εδώ παίζει πιο πολύ, ειδικά αν μένεις σε καμία Αθήνα που σε έχει πνίξει το γκρίζο νέφος και η σκόνη. Μα και στα υπόλοιπα υπάρχοντά σου, έρχεται κι εκεί η νέα φιλοσοφία του μινιμαλισμού να σε βάλει σε τάξη και να σε ξεκουράσει. Πρώτα από καθαρίσματα, ελεύθερο χώρο και ξεδιαλέγματα και δεύτερον από ψυχική ηρεμία.

    Για να βρεις την υγειά σου λέει, πρέπει να πιάσεις το σπίτι και να το αδειάσεις από όλα τα περιεχόμενα. Όλα. Συρτάρια, ντουλάπες, αποθήκες, τα πάντα. Οτιδήποτε δεν το έχεις χρησιμοποιήσει για πάνω από χρόνο ή το έχεις διπλό και τρίδιπλο το πετάς ή το χαρίζεις. Δεν έχει νόημα ας πούμε, να κρατάς τρεις ντουλάπες ρούχα μπας και αδυνατίσεις, ή δύο ψαλιδάκια, τρεις βούρτσες και πέντε ζευγάρια μπότες. Κρατάς μόνο από ένα. Όταν το καταφέρεις αυτό σε όλα σου τα υπάρχοντα, τότε θα έχεις ένα σπίτι κουκλί (ναι, αυτό παίζει να ισχύει) και έναν ήρεμο εγκέφαλο. Βέβαια, μην ανοίξεις τη ντουλάπα γιατί θα σου ξαναμαραζώσει ο εγκέφαλος, εγγυημένο. Υπάρχει και πιο τραβηγμένη παρόμοια φιλοσοφία. Αυτή είναι αντίθετη λέει, στο shopping. Εντελώς. Ναι. Κάνει κακό. Απαγορεύεται να ξοδεύεις χρήματα παρά μόνο όταν είναι απόλυτη ανάγκη. Ας πούμε, δεν το ‘χεις λέει ανάγκη να ορμήσεις στις εκπτώσεις και να ψωνίσεις ότι σου γυαλίσει. Αυτό είναι κακό, ανήθικο, αντιοικολογικό και μεγάλη φθορά για το τσι σου. Ο μόνος λόγος να σε δικαιολογήσουν δηλαδή αν μπεις σε μαγαζί να ψωνίσεις ας πούμε ένα παλτό, είναι να σου τρυπήσει το ένα και μοναδικό σου παμπάλαιο παλτό. Και μάλιστα, σε ενθαρρύνουν να μην ψωνίζεις ακόμη κι όταν επιβάλλεται, αλλά να ανταλλάσσεις προϊόντα, δηλαδή να δώσεις το τρύπιο και να πάρεις ένα ξεχαρβαλωμένο παλτό.

    Καταλαβαίνοντας την ανάγκη αλλά και την υπερβολή σε όλα αυτά και συνεχίζοντας τις διαδικτυακές βόλτες του παραλόγου, ανάμεσα σε όλες τις κούκου φιλοσοφίες που στο τέλος δεν θα σε αφήσουν να σου ανήκει ούτε το βρακί που φοράς, συνάντησα μία πραγματικά χρήσιμη τέτοια φιλοσοφία που μάλλον με κέρδισε. Τα στέκια – καφέ με τα κατοικίδια. Αυτό μάλιστα. Αντί να αναγκάζεσαι να έχεις το δικό σου κατοικίδιο, παίρνεις τα πιτσιρίκια σου, τα πας μια ώρα σε ένα cat cafe ή ένα dog cafe, (το δικό μας καφέ έχει έναν ψωροπαπαγάλο αλλά οκ, την κάνει τη δουλειά του) παίρνουν τα παιδιά τη δόση τους και γλιτώνεις τόνους ταλαιπωρίας. Ή αν ψοφάς για μαϊμούδες όπως εγώ, ορίστε πεδίον στάρταπ λαμπρόν, στήσε ένα monkey καφέ και θα με έχεις από brand advocate, brand ambassador, ινφλουένσερ και ό,τι άλλο φανταχτερό τίτλο έχουν σκαρφιστεί για τους (ανεξήγητα ή οκ, πληρωμένους) φανατικούς πελάτες ενός μαγαζιού. Ευχαρίστως θα νοίκιαζα και ζώα για το σπίτι για λίγες μέρες αν υπήρχε η δυνατότητα. Αλλά μέχρι εκεί, παιδιά. Σώνει.

    Υπάρχει κάτι μίζερο και κουνοδαχτυλικό σε όλο αυτό το πνεύμα της εποχής, που δεν μου κολλάει στο τέλος. Ναι, είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε/ πετάξουμε/ χαρίσουμε τα πάντα ώστε να “καθαρίσουμε” το νου μας -μα κυρίως το σπίτι μας- από οτιδήποτε περιττό, ώστε να βρεθεί χώρος μέσα μας και έξω μας για τα πραγματικά σημαντικά. Ναι, ψωνίζουμε και καταναλώνουμε σαν μανιακοί και αυτό πρέπει κάποτε να σταματήσει. Όμως, μπάστα.

    Ελάχιστοι από όσους μιλούν για όλα αυτά έχουν κάτσει να σκεφτούν στ’ αλήθεια γιατί κάποιος να το κάνει όλο αυτό. Γιατί δηλαδή κάποιος να θέλει να συσσωρεύει αντικείμενα και να γεμίζει ντουλάπες και αποθήκες με άπειρα διπλά και τρίδιπλα πράγματα. Γιατί κάποιος αγοράζει σαν μανιακός στις εκπτώσεις. Γιατί κάποιος θέλει ένα δικό του τούβλο πάνω απ΄το κεφάλι του. Μα αν πάμε ελάχιστα χρόνια πίσω, όλα αυτά ήταν απόλυτα λογικά για όλους, αν και σήμερα είναι περισσότερο χαρακτηριστικό μόνο των φτωχότερων. Ναι, φυσικά το αίτιο είναι η φτώχεια. Και όλες αυτές οι νέες φιλοσοφίες δεν μπορεί να αφορούν τους φτωχότερους γιατί πρώτον ποτέ δεν είχαν διπλά και τρίδιπλα υπάρχοντα ούτως ή άλλως, μα κι αν είχαν κάτι παραπάνω, το έκαναν και το κάνουν μόνο από ανάγκη.

    Όταν ας πούμε, κάποιοι αγοράζουν ρούχα ή έπιπλα πολύ σπάνια διότι δεν έχουν τη δυνατότητα, τότε ακόμη πιο σπάνια θα πετάξουν ένα γερό ρούχο ή ένα καλό έπιπλο, μόνο και μόνο γιατί δεν χωράει στο νέο σπίτι που νοίκιασαν ή γιατί δεν πρέπει να έχουν δύο πια. Μπορεί η αποθήκη να έχει τιγκάρει, όμως είναι για πολλούς ανθρώπους, η ασφάλειά τους και μια καλή πηγή πρώτων υλών για να μαστορέψουν και να μεταποιήσουν και να δημιουργήσουν νέα χρήσιμα αντικείμενα όταν θα χρειάζονται κάτι και δεν θα έχουν τα χρήματα να το αγοράσουν. Για πάρα πολλά χρόνια, αυτή η πρακτική ήταν η φυσιολογική μεταξύ των φτωχότερων. Ακόμη και σήμερα που όλα τα βρίσκεις πανεύκολα και πάμφθηνα, τα γεμάτα ντουλάπια και αποθήκες είναι για πολλούς, πιο ξεκούραστη και μεταξύ μας, πολύ πιο οικολογική από άλλες πρακτικές.

    Ας το παραδεχτούμε, όλες αυτές οι νέες τάσεις της μη ιδιοκτησίας και του μινιμαλισμού, απευθύνονται μόνο σε εκείνους που ακόμη κι αν πετάξουν όλα τα περιττά, έχουν πάντοτε την ασφάλεια πως μπορούν να τα αντικαταστήσουν. Διότι αν δεν την έχεις, τότε το να μην σου ανήκει τίποτε σε αυτόν τον πλανήτη, πέρα από καθόλου ασφαλές και έξυπνο, είναι και ψυχολογικά επιβαρυντικό, μια ακόμη πηγή άγχους και ανησυχίας.

    Τέλος, αν θέλεις ντε και καλά να πάθεις μινιμαλισμό και να τα βάλεις με όλα όσα σου ανήκουν κηρύσσοντας πόλεμο κατά του καταναλωτισμού και της συσσώρευσης αντικειμένων, τότε αυτό θα πρέπει να αφορά και την ηλεκτρονική σου ζωή. Θα πρέπει να σταματήσεις και εκεί να συσσωρεύεις τόνους ηλεκτρονικό σκουπίδι, σέλφιζ, και ακάου. Χώρια που το insta δεν το βλέπω να έχει πολλή ζωή αν θα πρέπει να τη βγάλεις με ένα ζευγάρι παπούτσια, μία και μοναδική σέλφι και βεβαίως, το παλιό σου παλτό.

    Μάντεψε μουσική υπόκρουση.

  • Καριέρες τρίτης ηλικίας

    Κάπου έτυχε να διαβάσω αυτές τις μέρες τα νέα επαγγέλματα που αναμένεται να κάνουν θραύση στο άμεσο μέλλον και στάθηκα σε ένα γεγονός που ομολογώ δεν είχα πολυσκεφτεί. Όπως όλα δείχνουν έχουμε μια καινούργια γενιά ανθρώπων που θα σφύζουν από ζωή, θα θέλουν να είναι πιο χρήσιμοι, να προσφέρουν περισσότερο, να καταναλώσουν περισσότερο, ακόμη και να επιχειρήσουν και κυρίως να έχουν ποιοτική ζωή. Και φυσικά είναι η τρίτη ηλικία. Ήδη, το βλέπουμε πως οι άνθρωποι πλέον στον δυτικό κόσμο, ζουν πολλά περισσότερα χρόνια απ΄ότι πριν και μάλιστα απολαμβάνουν καλύτερη ποιότητα ζωής ενώ πέρα από τις φθορές του γήρατος, είναι όλο και πιο υγιείς. Διαπίστωσα ακόμη, πως ορισμένα νέα επαγγέλματα δεν αφορούν τους νέους σε ηλικία αλλά τους νέους των πενήντα και άνω, που από εδώ και πέρα, μόνο στην ταυτότητα θα λέγονται μεγάλοι.

    Το θέμα αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν πρόσφατα στην Ινδία που ο πληθυσμός παρότι γερνά, “στέκεται” ολοένα και καλύτερα, ενώ η οικονομία δεν μπορεί να το αντέξει αυτό (δεν δίνονται συντάξεις στο 90% του ηλικιωμένου πληθυσμού). Έτσι, το πρόβλημα των άνεργων ηλικιωμένων ξεκινά ήδη να απαιτεί άμεσες λύσεις. Η μία λύση, ήταν η δημιουργία ενός οργανισμού που μαθαίνει τη χρήση υπολογιστών, μα και διάφορες τέχνες, αποκλειστικά σε όσους έχουν υπερβεί τα 60 ώστε να μπορέσουν να απασχοληθούν ή να εργαστούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Θα μου πεις σιγά που θα βρουν δουλειά στην Ινδία, αλλά τέλος πάντων, είναι κάτι και αυτό.

    Στον δυτικό κόσμο βέβαια, για όσους η ζωή συνεχίζεται λίγο πιο ανέμελα, η σύνταξη δεν θα είναι για αυτούς το ένα και μοναδικό όνειρο της ενήλικης ζωής τους και πανάκεια. Για κάποιους θα είναι απλά άτοπη, ενώ για μερικούς άλλους κανονική καταδίκη καθώς φαντάζομαι πως πολύ λίγοι υγιείς και δραστήριοι άνθρωποι θα θέλουν να κλειστούν σπίτι και να παραιτηθούν από τις φιλοδοξίες και τα όνειρά τους για τρεις κι εξήντα. Η νέα γενιά των άνω των πενήντα δείχνει να θέλει να ζήσει, να ονειρευτεί, ακόμη και να επιχειρήσει διότι επιτέλους στις μέρες μας, το επιχειρείν δεν είναι πια ντροπή αλλά πλήρως απενοχοποιημένο ενώ οι νέες τεχνολογίες έχουν δημιουργήσει νέες ανάγκες σε όλους μας που δεν θα είχαμε σκεφτεί μέχρι χθες.

    Αν το σκεφτείς, μέχρι χθες, όλοι οι άνω των 60, ήταν απλά δυνητικοί πελάτες των οίκων ευγηρίας. Για κάποιες οικογένειες ήταν αβάσταχτο βάρος, για άλλες αναγκαίο κακό λόγω σύνταξης που συνεισέφερε στην οικογένεια και για άλλες, από μακριά κι αγαπημένοι, ενώ η καλή υγεία στην τρίτη ηλικία, ήταν κάτι σπάνιο. Σύντομα, οι γιαγιάδες και οι παππούδες θα αποτελούν εξίσου ενεργό κομμάτι της κοινωνίας, με εξίσου ανταγωνιστικές δουλειές, σπουδές, εισόδημα και κοινωνική ζωή. Και αυτό θα είναι τέλειο, διότι όλοι και κυρίως η αγορά, θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα για να ικανοποιήσει το νέο αυτό κοινό. Η μόδα θα πρέπει να καλύψει τις ανάγκες των μεγαλύτερων ηλικιών, από μεγέθη και άνεση, μέχρι φιλικότερα υφάσματα και ευκολότερες φόρμες, ενώ τα εστιατόρια θα αναγκαστούν να προσφέρουν πιο υγιεινά πιάτα, ίσως πιο χορτοφαγικά και σίγουρα τίγκα στις παραδοσιακές αναφορές.

    Έτσι λοιπόν, ένας σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού για ηλικιωμένους, ενώ για εμάς ακούγεται κάπως, σε λίγα χρόνια, θα ακούγεται όχι απλά λογικό μα απαραίτητο. Μου μοιάζει λίγο όπως πριν μερικά χρόνια που γελούσαμε με τους απανταχού life coaches (οκ, ακόμη γελάμε)  μα σήμερα είναι κανονικότατο επάγγελμα, με πλήθος κόσμου που έχει πραγματικά ανάγκη κάποιον να τον βοηθήσει να διαχειριστεί τη ζωή του, από την καριέρα και τα οικονομικά του μέχρι τα ψυχολογικά του. Κάπως έτσι, οι ώριμοι νέοι του άμεσου μέλλοντος, θα χρειάζονται συμβούλους για τις καριέρες τους, που προφανώς δεν θα έχουν μοναδικό στόχο το κέρδος αλλά όντας πια απαλλαγμένοι από τα άγχη της νιότης, τη λύσσα για την κορυφή και το κυνήγι του χρήματος, τώρα μάλλον θα έχουν άλλους πιο ώριμους στόχους και μάλιστα με λιγότερο τρέξιμο, άγχος, ίσως και φυσική κόπωση. Επαγγέλματα με επίκεντρο το κοινό καλό, την ευημερία των ανθρώπων, την οικολογία και γενικά, επαγγέλματα με πιο ευγενείς στόχους από εκείνα των νέων επιχειρηματιών, θα κάνουν θραύση στις μεγαλύτερες ηλικίες.

    Όμως και από τα πιο καθημερινά επαγγέλματα, μια μεγάλη μερίδα τους σε λίγα χρόνια, θα ανήκει δικαιωματικά στους λιγότερο εύπορους ηλικιωμένους που είτε δεν θα δικαιούνται ή δεν θα επιθυμούν σύνταξη τόσο νωρίς. Δικαιωματικά λοιπόν δικά τους, θα είναι όλα τα “κατώτερα” επαγγέλματα για πολλούς λόγους. Λόγω σοφίας, περιορισμένου ή ελαστικού ωραρίου ή ακόμη και από μεγαλύτερη ανάγκη για δουλειά, η τρίτη ηλικία θα έχει το προβάδισμα κάποια στιγμή στο μέλλον, καθώς ας το παραδεχτούμε, σήμερα σχεδόν κανείς δεν προσλαμβάνει υπαλλήλους άνω των 50. Για παράδειγμα, μάντεψε ποιοι θα δέχονται ευχαρίστως να δουλεύουν από το σπίτι δια βίου ή ποιοι θα έχουν τα πρωτεία σε βαρετές δουλειές αρχειοθέτησης ή τηλεφωνικές μόλις δύο-τριών ωρών. Ποιοι θα δέχονται ευχαρίστως λιγότερα χρήματα για να κάνουν μια φαινομενικά εύκολη δουλειά που δεν πιάνει καν το τετράωρο, που πληρώνει ελάχιστα, ή όλοι βαριούνται ή και μισούν να κάνουν, όπως για παράδειγμα θυρωρός ή υπάλληλος telemarketing ή τηλεφωνητής σε ερωτηματολόγια για έρευνες.

    Παρότι έχω ακόμη κάμποσα χρόνια μέχρι την ηλικία της σύνταξης, πραγματικά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να ψάχνει νέες καριέρες και επιχειρηματικές ιδέες στα εξήντα μου. Πιθανόν βέβαια τότε, που οι ρυθμοί και οι υποχρεώσεις της ζωής μας να έχουν κουλάρει, και όντας λίγο πιο κουρασμένοι μα ακόμα αρκετά υγιείς, να θέλουμε όντως έναν νέο πιο χαλαρό σκοπό στη ζωή που θα μας κάνει να νιώσουμε λίγο πιο χαρούμενοι ίσως και πιο χρήσιμοι. Δεν ξέρω. Πάντως προτού (το) επιχειρήσω, έστω για λίγο, σκοπεύω να το ζήσω το όνειρο του συνταξιούχου. Όπως και να το κάνεις, η σύνταξη θα είναι μεγάλο απωθημένο της γενιάς μας.

  • Αν η έγκυος είχε πατίνι

    Ο Μητροπολίτης Μόρφου, μέχρι χθες* θα ήταν απλά ένας τραγόπαπας μεν για κάποιους, αλλά κοινωνικά, θα παρέμενε αναγκαστικά αξιοσέβαστος με κύρος, εξουσία, πιστούς και ακόλουθους, μα και πολλή επιρροή. Σήμερα όμως, είναι απλά ένα μιμίδιο. Ένα πολύ πολύ επιτυχημένο και εξαιρετικά αστείο μιμίδιο. Ο Μόρφου, τολμώ να δηλώσω πως πήρε αυτό που κάθε τέτοιος τύπος θα άξιζε να πάρει σε έναν δίκαιο κόσμο, διότι μπορεί να έχει ακόμη θέση και εξουσία και σεβασμό από λίγους, πλέον όμως τρολάρεται δίχως αύριο και μάλιστα δημόσια και επώνυμα. Κάτι που μέχρι “χθες” ήταν αδιανόητο. Το πολύ πολύ να έλεγες ένα “πάνω σου ο παπάς”, να γέλαγες κρυφά, να τον κοίταγες λίγο στραβά, άντε να το σχολίαζες με οικογένεια και κάναν φίλο, αλλά μέχρι εκεί. Τώρα άμα τον ακούσεις (καθώς ελάχιστοι πλέον ξημεροβραδιάζονται στα στασίδια) πας σπίτι σου, ανοίγεις τον υπολογιστή και που σε πονεί και που σε κόφτει. Και δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτό. Η εξουσία του βλέπεις, δεν είναι πια αληθινή. Διότι στηρίζεται σε αξίες άλλων εποχών – και που μεταξύ μας, αξίες δεν τις λες.

    Παρατηρώ, πως ενώ κατά καιρούς, ανησυχούμε ή και οργιζόμαστε με την επιρροή των social media και με όλα αυτά που μπορούν να κάνουν σε ανθρώπους και υπολήψεις εν μια νυκτί, δυστυχώς ξεχνάμε πως όλο αυτό, ναι πιο σπάνια, έχει και την καλή πλευρά του. Όλοι κράζονται εξίσου. Δεν πα να ‘σαι και παπάς; Άμα την πεις τη μισογυνική κακία σου, άμα η ηλιθιότητα και η αγαμία σου έχει βαρέσει κόκκινα, άμα δεν χαμπαριάζεις και τα πετάς το ένα μετά το άλλο, τότε δεν έχεις σωτηρία. Ορίστε ας πούμε, πέντε τυχαία κηρύγματα του βάιραλ παπά.

    Και πάμε τώρα στο προκείμενο. Διαπιστώνω πως ελάχιστοι “πιστοί” και πιστοί έχουν συνειδητοποιήσει σε τί ακριβώς ρατσιστικό, πίτα στο μίσος για όλους μα κυρίως μισογυνικό, παράλογο και κομπλεξικό πράγμα δηλώνουν ότι πιστεύουν. Ελάχιστοι, όχι μόνο δεν έχουν τον στοιχειώδη τρόπο ζωής που απαιτεί η συγκεκριμένη θρησκεία, αλλά δεν έχουν κάτσει ποτέ να βάλουν κάτω όλα αυτά που κηρύττει η εκκλησία τους και να παραδεχτούν ότι όχι αγάπη, όχι οικογένεια, όχι συνάνθρωπος αλλά ούτε τα βασικά ανθρώπινα δεν παίζουν σε αυτό το έκτρωμα. Κι αν τύχει να είσαι και αλλόθρησκος μαύρο φίδι που σ’ έφαγε.

    Μα και μεταξύ πιστών, όλα οφείλουν να γίνονται με φόβο, μυστικοπάθειες, τυφλή υπακοή, ντροπές και μαύρες τύψεις. Το σεξ σχεδόν δεν παίζει και κυρίως πρέπει να είναι στρέιτ και ακόμη και τέτοιο, θεός φυλάξει αν γίνει εκτός γάμου ή σου αρέσει, φαγητό τσου, απολαύσεις γενικώς τσου, ό,τι μα ό,τι και να κάνεις, έχεις από πάνω σου έναν τραγόπαπα με το δάχτυλο να σε δείχνει, να σε φοβίζει, να σε επιπλήττει. Και κυρίως, να απαιτεί να του δίνεις και προφορική αναφορά κάθε τρεις και λίγο μη χάσει καμιά γαργαλιστική λεπτομέρεια ή του πεις κάνα συγνώμη λιγότερο.

    Και φτάνουμε στην εποχή μας. Μια εποχή που ενώ έχει και τα κακά της, πραγματικά είναι να τρίβεις τα μάτια σου με τα επιτεύγματα και τα άλματα του ανθρώπου στις επιστήμες και όπου αλλού μπορείς να φανταστείς. Εμείς όμως, επιλέγουμε να έχουμε ακόμη έναν τραγόπαππα να μας σηκώνει το δάχτυλο και να τολμά να κρίνει τόσο πολύ αδιάκριτα τη ζωή μας και μάλιστα ενάντια σε κάθε αξία, ανθρωπιά, λογική. Πολύ καλά μας κάνουν λοιπόν.

    Όχι μόνο δικαιολογημένοι αλλά και πολύ λίγα τα λένε σε σχέση με τα απίστευτα των θρησκειών που έχουμε φάει αμάσητα και κυρίως, υπερασπιζόμαστε και συντηρούμε. Είναι μετά από τέτοιο μίσος, τέτοιο κομπλεξισμό, τόσα πλούτη και εξουσία και κυρίως, τέτοιο παραλογισμό, να μην σου βγαίνουν τύποι σαν τον Μόρφου και να σου βγάζουν κήρυγμα για το πρωκτικό σεξ στην εγκυμοσύνη; Όμως στον πραγματικό κόσμο, αυτό είναι πρόβλημα. Μεγάλο. Εάν κάποιος φίλος σου έλεγε τέτοιες τραβηγμένες βλακείες, ή δεν θα τον ξανάβλεπες ή θα τον έστελνες σε γιατρό.

    Όχι πες μου, ένας καθημερινός άνθρωπος -εντάξει, εκτός από μανούλα του ίντερνε- που θα καθόταν να πιεί έναν καφέ και να πει δυο λόγια με την παρέα του, θα υπήρχε ποτέ περίπτωση, στα εντελώς σοβαρά, να σκεφτεί αυτά που ξεστόμισε τόσο άνετα ο Μόρφου από τον άμβωνα μέσα σε εκκλησία; Υπάρχει ποτέ περίπτωση καθημερινός άνθρωπος να μη γελάσει μέχρι δακρύων με όλους αυτούς τους αστείους μύθους γύρω από τις εγκύους και να μη φρικάρει με τα διεστραμμένα αυτού του παππά; Πλέον λοιπόν, έχουμε και κάτι νέο. Πλέον όλος ο κόσμος είναι οκ να γελάει και με τους παπάδες και μάλιστα δημόσια, Και είναι απόλαυση. Το λες και εξέλιξη. Γίνονται πραγματάκια.

     

    *παρατηρώ πως αυτό το γαμημένο το χθες όλο και ξεμακραίνει, ενώ σε λίγο ελάχιστοι θα καταλαβαίνουν τί ακριβώς εννοεί κάποιος και πόσο σε άλλο πλανήτη ζούσε, καθώς αυτό το ρημάδι το χθες δεν θα μοιάζει σε απολύτως τίποτα με τη σημερινή ζωή. Από μια άποψη, θα γράφουμε επιστημονική φαντασία προς τα πίσω.

  • Ο χειμώνας δεν ήταν ποτέ εδώ

    Για κάποιο παράξενο λόγο, οτιδήποτε γύρω από το φανταστικό, τη λογοτεχνία του φανταστικού, τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας, τις σειρές με φαντάσματα, εξωγήινους ή τα ζόμπι που σκίζουν από πάντα, οπουδήποτε στον πλανήτη, -και ειδικά τώρα με το Netflix- για κάποιο λόγο που λες, άμα προσπαθήσει χριστιανός να τα μιμηθεί όλα αυτά στη δική μας πραγματικότητα, αυτομάτως παθαίνουν Ανίτα Πάνια.

    Ο πρόσφατος σεισμός στην Αθήνα, σε κάποιους κολλημένους δημιουργεί όρεξη για αστειάκια και σε κάποιους άλλους κολλημένους, όρεξη για ταινίες και εφέ. Μου έφερε λοιπόν στη μνήμη τις μεγάλες αγαπημένες λίστες που η ελληνική πραγματικότητα δεν ακούμπησε και δεν θα ακουμπήσει ποτέ. Και είναι να σε πιάνει το παράπονo, διότι με ελληνικό αέρα όλες αυτές οι υπέροχες ιστορίες και ταινίες, θα ήταν τουλάχιστον γελοίες λες και μόνο εισαγόμενες παίζει να δουλέψουν. Δεν ξέρω αν φταίει που οι ιστορίες αυτές δεν έχουν ακόμη κοινό ή το πιο πιθανό έχουν, αλλά μικρό καθώς οι περισσότεροι δεν έχουμε εκπαιδευτεί ως κοινό σε τέτοιες ιστορίες στη δική μας πραγματικότητα. Είναι λες και έχει πέσει κατάρα. Οτιδήποτε γύρω από τα συγκεκριμένα θέματα, γίνεται τριτοδεύτερο.

    Μάγισσες, δράκοι, μέλλον, ρομπότ, διαστάσεις, διαστημόπλοια, εξωγήινοι. Τόσο γαμάτα θέματα και δεν μπορείς καν να τα ακουμπήσεις. Με όσους έχουν διαφωνήσει μαζί μου στο θέμα, χρειάστηκα μόλις ελάχιστα λεπτά για να τους πείσω. Πάρε μια οποιαδήποτε γαμάτη ιστορία με επιστημονική φαντασία ή σκέτη φαντασία και διάβασέ τη δυνατά σε όσους έχουν αντιρρήσεις, αντικαθιστώντας την με ελληνικά ονόματα και σκηνικό. Είναι προφανές πόσο “φάλτσα” ακούγονται τα πάντα. Σχεδόν πονάνε τ’ αφτιά σου. Λες κι ακούς Λιακόπουλους, συνωμοσίες, τρας. Οτιδήποτε μα οτιδήποτε του είδους στην ελληνική γλώσσα και ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα, σκαλώνει. Θα μου πεις εντάξει, διάβασε τότε ή δες κάτι άλλο. Σοβαρά όμως τώρα, πόσες άλλες βαρετές ελληνικές σειρές και ταινίες να δεις; Πόση Μαντά και Χρυσηίς να διαβάσεις, πόσοι έρωτες στο βρόντο, πόσες οικογένειες καρικατούρες, πόσα θέματα που λες βγήκαν καρμπόν από τον παλιό (και σόρι αλλά όχι πάντα καλό) ελληνικό κινηματογράφο; Κάποια στιγμή, μαραζώνεις και θες να δεις κάτι διαφορετικό, μα ντόπιο. Αλλά που.

    Κι αν ρίξεις μια ματιά στα βιβλιοπωλεία, στα βιβλία της λογοτεχνίας του φανταστικού ή της επιστημονικής φαντασίας, παρότι πολύ αξιοπρεπή και συνήθως πολύ πιο δουλεμένα από τα “ευπώλητα”, είναι όλα τους για κάποιο λόγο καταδικασμένα να βγαίνουν πάντοτε δεύτερα, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη κατηγορία. Λες και αν τα βάλουν στη βιτρίνα θα τους κακοχαρακτηριστεί το μαγαζί. Σπάνια θα δεις στις βιτρίνες ελληνική φαντασία ή επιστημονική φαντασία και μάλιστα σε “ευπώλητα”, ενώ οι τηλεοπτικές σειρές που έχουν έστω και λίγο από υποψία φανταστικού -εκτός από ανύπαρκτες- ήταν και αδιάφορες, ενώ ελάχιστοι αναλογικά δημιουργοί φαίνεται καν να προσπαθούν να τα αγγίξουν όλα αυτά. Ναι, κάποιοι συγγραφείς τα ακούμπησαν και τα πήγαν θαυμάσια, μα ελάχιστοι αναγνώστες ακούσαμε ποτέ γι’ αυτά, ενώ είναι καταδικασμένα να τα φάει το μαύρο σκοτάδι. Και δεν μιλάω για τίποτε χαρντκορίλες τύπου Στίβεν Κινγκ, τρόμο, τέρατα και σπλατεριές. Αυτά ούτε ξυστά δεν τ’ ακουμπάμε αν θέλουμε μια ιστορία που δεν θα πιάσει πάτο από την πρώτη σελίδα/ επεισόδιο/ δενξερωγωτι. Και είναι να αναρωτιέσαι γιατί.

    Αν δηλαδή, προσπαθήσεις να σκαρώσεις μια τέτοια ιστορία, το βλέπεις πως σου “κλωτσάει” μόνη της. Φαντάσου να είσαι σε βιβλιοπωλείο, να πιάνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο και να διαβάζεις στην πρώτη σελίδα: Ο Γιώργος κατηφόρησε το σκοτεινό σοκάκι της Πλάκας όταν ένα γιγάντιο πλοκάμι ξεπρόβαλε από τη γη και τον σήκωσε πνίγοντάς τον στον αέρα. Όχι μόνο δεν θες να ξέρεις τί έγινε στην ιστορία, αλλά είσαι και σίγουρος πως ακόμη κι αν μάθεις, θα είναι χαμένος χρόνος. Κοίτα τώρα πώς στρώνει μόνη της η ιστορία και το βιβλίο γίνεται ενδιαφέρον, αρκεί μονάχα να αλλαχτεί το όνομα και ο τόπος: Ο Άλαν κατηφόρησε το σκοτεινό σοκάκι του Σαν Φρανσίσκο όταν ένα γιγάντιο πλοκάμι ξεπρόβαλε από τη γη και τον σήκωσε πνίγοντάς τον στον αέρα. Εντάξει, μεταξύ μας μπορεί να ‘ναι πατάτα για εισαγωγή σε βιβλίο αλλά το επιχείρημά μου είναι πως σαν ιστορία στέκεται, δεν φαίνεται παράταιρη ή έστω και γελοία.

    Ναι, το γνωρίζω πως όλοι θα γελούσαμε μέχρι δακρύων αν κάποιος μάς έλεγε ότι στο πιο γαμάτο θρίλερ όλων των εποχών θα ακούγεται Ρίτα Σακελλαρίου, ενώ όλοι έχουμε εντυπωσιαστεί και νιώσει λίγο περήφανοι με τον Έλληνα παπά στον Εξορκιστή, όπως και με τις ελληνικές φράσεις του δαίμονα και το λαϊκό τραγούδι της Ρίτας που όχι μόνο ταίριαξε αλλά ήταν σαν να είχε φτιαχτεί για υπόκρουση σε μεγάλες τρομάρες. Από άλλες ταινίες όμως, τζίφος. Πρόσφατα, άκουσα το όνομα δρ. Γεωργίου σε σειρά επιστημονικής φαντασίας, που το εξευμένισε το Σταρ Τρεκ (αν και αυτό το ένα και μοναδικό ελληνικό όνομα στη γαλαξιακή συμμαχία το προφέρουν τζορτζίου, έλεος δηλαδή) μα όλα τα άλλα δρ. ακούγονται λίγο κούκου. Ας πούμε, ο δρ. Τζέκιλ και μίστερ χάιντ ακούγονται λιγότερο τρομακτικοί αν γίνουν Δρ. Αναστασίου και κύριος Χρήστου.

    Και να πεις ότι δεν έχουμε συγγραφείς του φανταστικού; Να πεις ότι δεν έχουμε μύθους, θρύλους, παραδόσεις, φαντασία ή ενδιαφέρον για τέτοιες ιστορίες; Όλα τα ‘χουμε ενώ κάποιοι συγγραφείς τόλμησαν ή τολμούν να πλέξουν ιστορίες γύρω από αυτά. Παρόλα αυτά, ως κοινό, το φανταστικό δεν το ‘χουμε τόσο σε εκτίμηση αν είναι ντόπιο. Ή τέλος πάντων, μάλλον του ‘χει βγει το όνομα και πώς να το σώσεις πια. Το στερεότυπο, τα θέλει όλα αυτά τα θέματα, από σκουπίδια μέχρι αδιάφορα. Θα μου πεις, ειδικά στη δημιουργία ταινιών και σειρών, δεν είχαμε ποτέ και χρήματα ή ενδιαφέρον για καλύτερες παραγωγές, ή έστω κάποιον να θέλει να πληρώσει αδρά κάτι τέτοιο, γιατί το φανταστικό θέλει και μια παράδοση σε εφέ, σε σκηνικά, σε τεχνολογία, θέλει χρήματα για κοστούμια και άπειρους ανθρώπους να το ξέρουν καλά το αντικείμενο. Όμως δεν κάναμε και καμιά προσπάθεια. Μείναμε στον Δράκουλα των Εξαρχείων. Μέχρι εκεί φτάσαμε, γελάσαμε λίγο και μετά μας τελείωσε.

    Θα μου πεις είναι θέμα κουλτούρας. Είναι ας πούμε, δύσκολο να βάλεις εξωγήινους ή μια αποκάλυψη των ζόμπι στην κουλτούρα μας αλλά κι εδώ έχω ένσταση. Οι βρυκόλακες για παράδειγμα, που ανθούν ολούθενε, προήλθαν από τα Βαλκάνια και μάλιστα γίνεται της πόπης από δαύτους στους δικούς μας μύθους και θρύλους. Όμως, ο Λι και ο Σπίλμπεργκ έκαναν καριέρα και όχι ο Ρίτσος ή Σεφέρης με την πάρτη τους. Μεταξύ μας ευτυχώς, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.

    Ως αποτέλεσμα, βλέπω αρκετούς, πολύ καλούς συγγραφείς να αναγκάζονται να γράψουν τις ιστορίες τους με ξένα ονόματα, σε ξένους τόπους, γενικά να προσπαθούν με ξενόφερτες ονομασίες να δώσουν κύρος και άλλο αέρα στην ιστορία τους και με λύπη διαπιστώνω πως έχουν δίκιο. Μάλλον θα το έκανα κι εγώ αν επιχειρούσα ποτέ να γράψω σε μια τόσο δύσκολη και άδικα άνιση κατηγορία. Όμως, μόνο με τον ξενόφερτο αέρα καταφέρνουν να ξεκολλήσουν από πάνω τους τη ρετσινιά του τριτοδεύτερου και όπως φαίνεται, ποτέ οι πολλοί δεν θα απολαύσουμε ένα “ευπώλητο” με κρυμμένα ούφο στο Διρό, ποτέ δεν θα μεταφραστεί η ιστορία μας για την κρητική αποικία στον Άρη, δύσκολα θα επιτεθούν οι εξωγήινοι στα Καμένα Βούρλα και ακόμα πιο δύσκολα, θα δούμε στο σινεμά το Κράκεν της Σαλαμίνας.

    Ο μόνος τρόπος που βλέπω να απενοχοποιείται το ελληνικό φανταστικό, είναι μόνο η πλύση εγκεφάλου. Πρέπει να γίνει πιο μέινστριμ όλο αυτό, πιο προσιτό και ενδιαφέρον, ενώ χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μια ετήσια φανταστική διαμαρτυρία για να γουστάρουμε όλο και πιο πολλοί. Χρειάζεται να θεσπίσουμε μια μέρα το χρόνο για την ευαισθητοποίηση στην νεοελληνική φαντασία και να πλημμυρίζουμε τους δρόμους, τα μέσα και τα κοινωνικά δίκτυα με καλό ντόπιο ελληνικό τέρας και ό,τι εξωγήινο μας κατέβει. Η εξοικείωση με τη φαντασία και την επιστημονική φαντασία στα ελληνικά δεδομένα θα είναι μόνο θέμα χρόνου. Όταν δηλαδή, οι παραγωγές γεμίσουν φανταστικομμύρια και οι Λάνιστερ του Γουέστερος καταφέρουν να γίνουν οι Δημόπουλοι της Άνω Ηλιούπολης χωρίς να σκάσει χείλι, τότε θα είμαστε πολύ κοντά στον ευγενικό αυτό σκοπό.

    Ιδανική μουσική υπόκρουση: Dream on – Aerosmith
  • Ωδή στο γυμνό

    Με το ίντερνετ πιστέψαμε ότι ξέρουμε τα πάντα, ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, ότι μπορούμε να ταξιδέψουμε παντού, να ζήσουμε παντού, να επιχειρήσουμε σε ό,τι μας κατέβει, να απελευθερωθούμε από τα πάντα και από κάθε είδους καταπίεση. Και φάγαμε τα μούτρα μας. Επικά και ντροπιαστικά και χωρίς επιστροφή.

    Παράλληλα όμως, μας έκανε καλό με έναν πολύ παράξενο τρόπο. Το ίντερνετ μας “έγδυσε”- ναι, σε μερικές περιπτώσεις μάς έγδαρε κιόλας– αλλά αν το δούμε λίγο πιο αποστασιοποιημένα, στο τέλος, μας άφησε γυμνούς απέναντι ο ένας στον άλλον, να μοιραστούμε και επιτέλους να αποδεχτούμε την πολύ θνητή και ταπεινή μας φύση. Ακόμη και τα συναισθήματα γυμνώθηκαν. Μέχρι χθες, ζούσαμε σε έναν κόσμο αρκετά πιο άγνωστο, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν γνωρίζαμε τόσο καλά, έναν κόσμο γεμάτο ερωτηματικά, κάστες, “ανομολόγητα πάθη” και απωθημένα μα κυρίως, προσπαθώντας να μαντέψουμε τα συναισθήματα των άλλων.

    Ειδικά στις πιο προσωπικές σχέσεις, τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Δεν έδειχνε κανείς εύκολα αν κάποιος του άρεσε καθώς φοβόταν την απόρριψη. Παίζαμε σπαζοκεφαλιές. Από καψουροτράγουδα μέχρι λογοτεχνία και ποίηση, κυρίαρχο θέμα ήταν αν Εκείνη θα του το ομολογήσει ποτέ των ποτών ή αν Εκείνος θα της εκμυστηρευτεί τον έρωτά του. Και φυσικά, έφταιγε η χυλόπιτα. Μεγάλο πρόβλημα πρέπει να το ‘χαμε αυτό. Μην αντέχοντας λοιπόν την απόρριψη, λίγοι εξέφραζαν ανοικτά τους έρωτες και τις μεγάλες τους αγάπες. Γενικά, οι σχέσεις ήταν λιγότερες και βασικά πιο κρυφές ή παράνομες λόγω της απομόνωσης. Βάλε και τις ντροπές και τα πολλά κενά στην επικοινωνία καθώς δεν είχες τη δυνατότητα να ξέρεις κάθε τρία λεπτά πότε είναι ο άλλος συνδεδεμένος, πότε τρώει, πότε βαριέται, πότε κοιμάται, πότε ρίχνει λάικ δεξιά αριστερά και όσο να πεις, ένα θέμα το είχαμε.

    Μετά το ιντερνετικό μπραφ περάσαμε βέβαια απότομα στο άλλο άκρο διότι όλα μας αρέσουν, σε όλα βάζουμε καρδούλα, σχεδόν εξαναγκάζεται το μπράβο, το ζήτω, το μου αρέσεις, το σ’ αγαπώ. Τα ίνμποξ γέμισαν ερωτικές εξομολογήσεις, τα γκρικ καμάκια  αναγκάστηκαν να το δουλέψουν λίγο το γραπτό τους -εννοείται κατέληξαν στα ντικ πικζ και εννοείται δεν τους δουλεύουν- και ενώ πλέον στ’ αλήθεια “για όλους υπάρχει κάποιος”, είναι πανεύκολο να τον βρεις μόνο που σίγουρα θα μένει στου διαόλου την κάλτσα.

    Μα πέρα απ΄τα ερωτικά, αν σκεφτεί κανείς το χθες, τα περισσότερα από όσα κάνουμε ή νομίζουμε ότι δικαιούμαστε να κάνουμε σήμερα στο διαδίκτυο, είναι εντελώς άκυρα. Ποτέ δεν θα τηλεφωνούσαμε μεσημέρια ή μέσα στην άγρια νύχτα, πόσο μάλλον με βιντεοκλήση, ποτέ δεν θα σχολιάζαμε δημόσια τη ζωή των άλλων -ναι, αρνητικά εννοώ-, ποτέ δεν θα είχαμε καν γνώμη πάνω στη ζωή των περισσοτέρων, ποτέ δεν θα τους λέγαμε στη μούρη όσα τους λέμε ηλεκτρονικά, ποτέ δεν θα μας απασχολούσαν – ή ένοιαζαν- τόσοι πολλοί, τόσο συχνά. Παντού λόγια, πολλές μεγάλες κουβέντες και εξομολογήσεις, όλα φλύαρα και πολλά, κι ενώ το παράδοξο είναι πως ήρθαμε πάλι στα ίδια, καθώς κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα και όλοι είναι σε μια διαρκή προσπάθεια να μαντέψουν εάν ο περίγυρος στ’ αλήθεια εννοεί αυτά που λέει πως αισθάνεται για εκείνους, ίσως, λέω ίσως, να κάναμε ένα μικρό βηματάκι μπροστά.

    Καθώς η λογοδιάρροια, η εμοτικοδιάρροια και η υπερβολή έρχονται λοιπόν να καλύψουν τα αμήχανα κενά που δημιουργούν οι άπειρες ώρες ψηφιακής επικοινωνίας και δημόσιας έκθεσης, αν το σκεφτείς, παρόλα αυτά, παρόλα τα καλά μας, τα κακά μας, τα ντροπιαστικά και περίεργά μας, παρόλα αυτά, τα λέμε. Επικοινωνούμε. Κάνουμε περισσότερες σχέσεις. Κρυβόμαστε μεν πίσω από το πληκτρολόγιο, μα πλέον δεν είναι άκυρο ή ταμπού να ρωτήσουμε, να κράξουμε, ακόμη και να την πέσουμε ένα τσικ παραπάνω. Λίγο πιο ανοιχτά. Λίγο πιο απενοχοποιημένα, με λιγότερη προσποίηση και τερτίπια καθώς δεν βλεπόμαστε, ενώ πια επικοινωνούμε με περισσότερο κόσμο από περισσότερα μέρη, από διαφορετικό υπόβαθρο και όλα αυτά λίγο πιο ανθρώπινα χωρίς να το παίζουμε τόσο τρανοί ή χωρίς να φοβόμαστε τόσο πολύ.

    Παραδόξως, δεν είμαστε το τόσο σπουδαίο που νομίζαμε ότι είναι ο άνθρωπος όταν ζούσαμε κρυμμένοι πίσω από τους τοίχους μας αλλά δεν είμαστε και τα τέρατα που φοβόμασταν ότι θα βρούμε εκεί έξω. Είμαστε απλά άνθρωποι και αυτό είναι πια μέσα μας κάτι τόσο γήινο και τόσο απλό, που χωράει όλα τα σπουδαία αλλά και τις μεγαλύτερες παλαβομάρες του κόσμου. Είμαστε απ΄όλα και δεν πειράζει. Και αυτό, το συνειδητοποιούμε όλοι μαζί. Μπορεί άλλοι να πέφτουμε από τα σύννεφα και άλλοι να γουρλώνουμε τα μάτια με δέος. Το σίγουρο είναι ότι ανακαλύπτουμε τη φύση μας πάλι, μαζί.

    Μεταβατική εποχή ξανά. Άλλωστε με τους ρυθμούς που τρέχει η τεχνολογία, η νόρμα είναι η μετάβαση κι αν αυτή ποτέ σταματήσει, το ανθρώπινο είδος θα έχει σβήσει. Μετά λοιπόν τα ηλεκτρονικά πειράματα, τις δανεικές προσωπικότητες, ακόμα και τις δανεικές ζωές, μετά τις ατέλειωτες selfies, τα πολύ σοφά λόγια δικά μας ή των άλλων, μετά την προσποίηση της τέλειας ζωής, μετά τον γύρο του κόσμου σε είκοσι ποστς, τους ατέλειωτους συντρόφους ή τη ζηλευτή οικογενειακή ζωή από το κάτω Στέπφορντ, τώρα λοιπόν που αγχωθήκαμε, τα είπαμε, τα δείξαμε και τα δοκιμάσαμε όλα, ίσως, λέω ίσως, ήρθε πια η ώριμη στιγμή να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε την όχι τόσο και ακριβώς γι΄ αυτό, όμορφη φύση μας. Ξαναμαναλέω ίσως.

  • Πας μη Ευρωπαίος

    41 άνθρωποι βρίσκονται έξω από λιμάνι Ευρωπαϊκής χώρας, κάτω από τον ήλιο και για δυο μερόνυχτα χωρίς ούτε νερό. Αντίθετα, έχουν από πάνω τους, λίγα εκατοστά από το λιμάνι, μερικούς αστυνομικούς που βρίσκονται εκεί προφανώς για να διαφυλάξουν τα σύνορα της χώρας τους, η οποία αποφάσισε πως φτάνει, δεν αντέχει άλλους 41 ανθρώπους, γενικώς δεν χωράνε άλλοι μη Ευρωπαίοι εκεί.

    Πριν λίγο καιρό είχαμε εκλογές στην Ευρώπη, μόλις προχθές έγιναν και οι δικές μας. Στην Ελλάδα έχουμε δημοκρατία όπως και σε όλες τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. Παραπέρα, έχουμε όλες οι χώρες αποδεχτεί και υπερασπιζόμαστε τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη σπουδαιότητα της ανθρώπινης ζωής, της αξιοπρέπειας, της οικογένειας και ένα κάρο ακόμη πίπες. Κοίτα τι ωραίο το deal της Ευρώπης με την Τουρκία και πόσο καλά βολεύτηκαν εκατομμύρια ανεπιθύμητοι κάτω από τα παχιά ανατολίτικα χαλιά της.

    Πού και πού βέβαια, κάποιοι ξεφεύγουν από τον πνιγμό, κάποιοι παίρνουν τη λάθος βάρκα ή την πιο ακριβοπληρωμένη και σκάνε σε πιο πολιτισμένες ακτές. Και είναι πραγματικά ασύλληπτο να βλέπεις πώς γίνεται άνθρωπος με εντελώς σώας τας φρένας, ένας πολιτισμένος, δημοκρατικός, αξιοπρεπής, πόσο μάλλον ένας Ευρωπαίος υποτίθεται, να έχει κατάφατσα έναν άνθρωπο που βρίσκεται για 45 ώρες σε ένα πλεούμενο, χωρίς νερό και κάτω από τον ήλιο χωρίς καν τέντα και να μην τον βοηθά και μάλιστα τρέχοντας, μόνο και μόνο γιατί η απόφαση της δημοκρατικής, πολιτισμένης, ευρωπαϊκής χώρας του είναι να πάει αλλού.

    Αναλωνόμαστε σε συζητήσεις επί συζητήσεων για τις ιδεολογίες μας, για τις εκτρώσεις, για τα δικαιώματα των ζώων, για τη θανατική ποινή, γανιάζουμε για τα gay pride, τα σύμφωνα συμβίωσης, τα #metoo και τα εργασιακά, δείχνουμε να έχουμε ανέβει πολλά επίπεδα ανθρωποσύνης, τα βλέπουμε όλα αισιόδοξα ή έστω, έχουμε λόγους να τα βλέπουμε πολλά πράγματα αισιόδοξα, μα όλα αυτά νόμιζα μέχρι χθες, επειδή ζούσαμε σε μια καλά χτισμένη φούσκα. Μα όχι. Ακόμη και σήμερα παραμένουμε το ίδιο ανέμελοι σε μια εντελώς διάφανη πια φούσκα. Λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα από εμάς και τα δικαιώματά μας, λίγα μέτρα πιο πέρα από εμάς και τις εκλογές μας και τις υψηλές ανησυχίες μας, πνίγεται κόσμος. Κάθε μέρα. Εδώ και χρόνια. Κατά χιλιάδες. Και η ζωή μας συνεχίζεται κανονικά.

    Μάλλον το συνηθίσαμε, μάλλον θυμώσαμε που ανάμεσά τους βρέθηκαν από εγκληματίες μέχρι τρομοκράτες, αγανακτήσαμε που έκλεψαν, αποφεύγουμε να ακούμε για τις φρίκες των hot spot, τις συμμορίες, τους βιασμούς, τα ασυνόδευτα και όλα τα ασύλληπτα, γυρίζουμε πια το βλέμμα μας μακριά στα ναυάγια, συμπάσχουμε με τους κατοίκους των ελληνικών νησιών που καταστράφηκαν και απλά, η ζωή συνεχίζεται. Ή μάλλον, η ζωή σκρολάρεται. Με λάικ και ινφλουένσερς και αγωνίες για τους μισθούς, τις συντάξεις, την ανεργία. Και κόσμος πνίγεται. Και παιδιά χάνονται. Και άνθρωποι περιμένουν στον ήλιο πάνω σε φουσκωτό ποιός θα τους αφήσει να πατήσουν στεριά ανθρώπινη, στεριά με ειρήνη.

    Δεν πα να ‘ναι παιδιά, οικογένειες, δεν πα να φεύγουν από πολέμους, απλά φτώχεια ή καταπίεση, πλέον για εμάς είναι όλοι ίδιοι και σίγουρα όχι σαν κι εμάς. Κρίμα είναι οι άνθρωποι ακούς και σου λένε, μα σίγουρα πρόβλημα. Και τα λέω αυτά παρότι η Ελλάδα ήταν πιο κοντά στο προσφυγικό από οποιαδήποτε άλλη της Ευρώπης, διότι ας πούμε, ένας Ολλανδός ή μια Σουηδή ούτε που τους καίγεται καρφάκι, τη στιγμή που θα ΄πρεπε πρώτοι οι σούπερ δημοκρατικοί εκεί πάνω, να τα ‘χανε κάνει λαμπόγιαλο στην πρώτη συμφωνία της Ευρώπης με Τουρκίες και άλλες δημοκρατικές δυνάμεις, μόνο και μόνο για να γλιτώσουμε εμείς. Βασικά, όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες, θα έπρεπε να είχαμε ξεσηκωθεί από τη μια άκρη της Ευρώπης στην άλλη. Διότι οι πολιτισμένες χώρες μας, αφήνουν πανεύκολα ανθρώπους να πνιγούν μα ακόμη κι αν τους σώσουν, δεν έχουν κανένα θέμα να τους βάλουν να ζουν σε σύγχρονες αρένες με συρματοπλέγματα, μέσα σε απόλυτη εξαθλίωση, σε τόσο απάνθρωπες συνθήκες που θα διαβάζουμε από εδώ και πέρα για χρόνια από όσους επιβίωσαν και θα απορούμε πώς επιτρέψαμε να συμβούν τέτοια πράγματα σε ανθρώπινα όντα.

    Βάλαμε τους νησιώτες να εξαθλιωθούν οικονομικά και να φοβούνται για τη ζωή τους και αφήσαμε ανεξέλεγκτα να ζουν ανάμεσα στους πρόσφυγες κάθε καρυδιάς καρύδι χωρίς να μας πολυνοιάζει και κάνοντας τα στραβά μάτια αν γίνει και κάνα έγκλημα ή αν δεν έχουν φαγητό ή νερό για λίγες μέρες. Τη στιγμή που θα ‘πρεπε τώρα να χτίζαμε πόλεις και χωριά να βάλουμε τους ανθρώπους αυτούς, όσοι και να ‘ναι. Ελεγχόμενα; Ναι. Απομονωμένα; Ναι. Αλλά με τα βασικά, εξασφαλισμένα. Με ασφάλεια κυρίως, αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη. Κι αφήσαμε τον απλό κόσμο να παίρνει πρωτοβουλίες για βοήθεια, να αστυνομεύει, να αγαπά, να μισεί. Όπως του φανεί του καθενός. Κι από πάνω, σιγή.

    Δεν θα ‘πρεπε καν να αναρωτιόμαστε εάν θα αφήσουμε την επόμενη βάρκα να μπει σε οποιοδήποτε λιμάνι της Ευρώπης, εάν θα φυλακίσουμε ή όχι τους καπετάνιους που σώζουν ανθρώπους από πνιγμό, εάν χωράνε στη χώρα μας, στη ζωή μας, στην έστω δύσκολη καθημερινότητά μας. Βασικά, δεν θα έπρεπε καν να επιτρέπεται να μπαίνουμε οι πολίτες σε τέτοια διλήμματα. Αυτά θα έπρεπε να ήταν άνωθεν λυμένα και εξασφαλισμένα για κάθε ανθρώπινο ον. Πάντα. Αυτή ήταν η Ευρώπη υποτίθεται. Είχε αξίες να υπερασπιστεί, είχε τον Άνθρωπο πάνω από όλα. Εννοούσε όμως τον Ευρωπαίο άνθρωπο. Που γεννιέται μάλλον και δεν γίνεται.

    Αυτή τη στιγμή που γράφω υπάρχουν φήμες πως ίσως η Μάλτα τους δεχτεί, μα είναι μόλις θέμα ημερών μέχρι το επόμενο πλεούμενο με τους επόμενους ταλαιπωρημένους να αράξει πάλι σε ένα λιμάνι και να μας κοιτούν όπως τα σκυλιά δίπλα στο τραπέζι. Για δέκα, δώδεκα, σαράντα, δεν ξέρω πόσες ώρες θα πάρει η ικεσία των επομένων. Αν γλιτώσουν τον σχεδόν βέβαιο πνιγμό φυσικά και αν δεν τους βουτήξουν στα μουλωχτά να τους στείλουν πουθενά ανώδυνα, όξω από την Ευρώπη. Κι εμείς, ακόμη αναλωνόμαστε να υπερασπιζόμαστε τα Υψηλά, ξεκατινιαζόμαστε για τις αέναες τράμπες δεξιάς αριστεράς, λες και μιλάμε για τίποτα αληθινές αλλαγές. Λες και έχουμε χρεία από ιδεολογίες ή θα ξέραμε ποτέ τι να τις κάνουμε. Λες και έχουμε καν ιδέα από ζωή ή τί σημαίνει να βουτάς ένα παιδί και να τρέχεις.

    Η “ηρεμία” και η “ευημερία” που έχουμε κερδίσει από την ανοχή σε όλα αυτά, είναι πλασματική και η φούσκα όπου να ‘ναι θα σκάσει στα δημοκρατικά, ευρωπαϊκά, ανθρωπιστικά κεφάλια μας. Αν όχι απ΄έξω, αν όχι από τα παιδιά μας, τότε σίγουρα από μέσα μας. Να τη σκαπουλάρουμε πάντως, ούτε για πλάκα.

  • Τα μαθητικά τα χρόνια online

    Ένα συχνό θέμα συζήτησης μεταξύ ημών -βασικά με όσους διδαχτήκαμε τα ημών και ζήσαμε λίγο Π.Δ. (Προ Διαδικτύου)- είναι σε τι λαγούμια θα ήμασταν κρυμμένοι σήμερα αν είχαμε ίντερνετ στην εφηβεία. Γελάμε πολύ με όλες εκείνες τις ντροπιαστικές στιγμές που κρύψαμε στο χρόνο, θυμόμαστε πόσο επικά ρόμπες γινόμασταν και μάλιστα αηδιαστικά συχνά, και πόσες φορές θα καταλήγαμε από τους σημερινούς γονείς και δασκάλους με ψυχολόγους, αναμορφωτήρια ή αν ζούσαμε αλλού, ακόμη και στη φυλακή, τουλάχιστον έπειτα από κάθε πάρτι, βόλτα με παπί ή σχολική εκδρομή. Και μετά πάντα σοβαρεύουμε. Διότι εκείνο το γελοίο κούρεμα που κορόιδευε τόσο επίμονα η “δημοφιλής” παρέα, γρήγορα ξεχάστηκε και η Νόρα που το άλλο της όνομα ήταν “χοντρή” για μερικά αγόρια, δεν το άκουσε κανείς άλλος. Σοβαρεύουμε, διότι ξέρουμε πως τα ντροπιαστικά της εφηβείας μας έμειναν εκεί, στο παρελθόν, μεταξύ λίγων, κρυμμένα και ξεχασμένα. Διότι συνειδητοποιούμε πως η ανθρωπότητα εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον, δεν μπορεί να κρύψει τίποτε, υπάρχει μπόλικο φωτογραφικό υλικό, ακόμη και footage για τα πάντα και μάλιστα για πάντα.

    Αν δηλαδή τα βάλεις κάτω, εδώ και μια δεκαετία, τα εφηβάκια δεν παίρνουν ανάσα από τον σχολικό εκφοβισμό. Δεν παίρνουν ανάσα από σχολείο, συμμαθητές, φίλους και εχθρούς, διότι όλοι είναι συνδεδεμένοι συνεχώς και αρκεί μια μικρή τους μόνο γκάφα ή έστω μια μικρή έχθρα για να τους ρεζιλέψει κάποιος, οποιοσδήποτε, σε όλο το σχολείο ενώ οτιδήποτε ειπωθεί ή δημοσιευθεί, θα αναπαραχθεί αηδιαστικά πολύ, ίσως σε βαθμό που να μην μπορεί ένα πιτσιρίκι να αντέξει. Παλιά κρυβόσουν στον γυρισμό, πήγαινες σπίτι, το σχολείο έκλεινε, ηρεμούσες. Τα καλοκαίρια ήταν βάλσαμο διότι ήταν τρεις ολόκληροι μήνες αποχής από τους βασανιστές σου. Τώρα όμως, το ίντερνετ δεν κλείνει ποτέ. Ακόμη κι αν απαγορέψουν τα κινητά στα σχολεία, δεν καταφέρνουν τίποτα απολύτως.

    Ο χαβαλές δεν σταματά ποτέ. Όλα τα εφηβάκια είναι συνδεδεμένα σαν μανιακά και επικοινωνούν, νομίζουν ότι κοινωνικοποιούνται, πειραματίζονται, φλερτάρουν. Κυρίως όμως κάνουν πλάκα σε βάρος άλλων. Αυτό, διότι η άλλοτε καζούρα, τώρα πέρασε στο ίντερνετ και η γκάφα σου δημοσιεύεται σε πολύ μεγαλύτερα κοινά με σκοπό να σε ρεζιλέψει πιο αποτελεσματικά, να σε τρομάξει, να σε ταπεινώσει και έπειτα να σε στοιχειώνει για όλη σου τη ζωή. Το Cyberbullying (ή διαδικτυακός εκφοβισμός) στους εφήβους, φαίνεται να είναι ένα πολύ δημοφιλές σπορ με πολλά θύματα. Όμως τα παιδιά απλά αντιγράφουν εμάς. Διότι τα κυβερνονταηλίκια μεταξύ εφήβων αν το σκεφτείς, δεν είναι μακριά από την αναπαραγωγή της δικής μας συμπεριφοράς παρότι οι γονείς παραπονιούνται ότι δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν την τεχνολογία.

    Κάθε τόσο όμως, το βλέπεις και στα κοινωνικά δίκτυα πως κι εμείς περιμένουμε σχεδόν με ανυπομονησία να σκάσει το επόμενο μεγάλο χέιτ πετ για να το ξεφτιλίσουμε. Αρκεί κάποιος να δώσει το παρασύνθημα και σε χρόνο ντε-τε, έχουμε κάνει σκόνη οποιονδήποτε μάς υποδείξουν και για οτιδήποτε ισχυριστούν -αλήθεια ή ψέμα δεν νοιάζει κανέναν τη στιγμή της κοινωνικής κορύφωσης- μέσα από χιλιάδες αναπαραγωγές του επίμαχου αρχικού περιεχομένου και συνήθως συνοδευμένο από το δικό μας κατιτίς. Και να ‘ταν όλοι Πατούληδες να πεις πάει στο διάολο, ελάτε να κράξουμε τα θέλει ο κώλος τους, όμως συνήθως, η καζούρα αυτού του είδους είναι παλιός, καλός λυκειακός χαβαλές. Που όμως τώρα γίνεται δημόσια, δεν έχει όρια, ούτε σταματημό.

    Ακριβώς αυτό λοιπόν κάνουν και οι έφηβοι. Κάνουν το χαβαλέ τους ηλεκτρονικά. Μόνο που τώρα το κοινό τους είναι όλο το σχολείο. Το ανάλογο δηλαδή, δεν θα ήταν απλά ένα γιγάντιο πανό στην είσοδο του σχολείου που θα ενημέρωνε όλους για το “πρόβλημα” ή το λάθος πάνω μας. Θα ήταν η έκδοση κανονικά εφημερίδας με όλα τα “άπλυτά” μας στο πρωτοσέλιδο που θα τυπωνόταν και θα μοιραζόταν χέρι με χέρι και πόρτα με πόρτα. Και όχι απλή, χάρτινη εφημερίδα. Θα ήταν μια εφημερίδα από ανεξίτηλο χαρτί που θα την είχαμε μπροστά στα μάτια μας και στο Γυμνάσιο, το Λύκειο και το πανεπιστήμιο, καθώς και στην ενήλικη ή την επαγγελματική μας ζωή. Με τρανταχτούς και σοκαριστικούς τίτλους τύπου Espresso, ικανούς να σε ταμπελώσουν για όλη σου τη ζωή. Αυτουνού η μύτη δεν αντέχεται δείτε τη και σε προφίλ, αυτή θέλει να πηδηχτεί όπου τη δείτε πάρτε την, εκείνος έχει μικρό πουλί δεν φαίνεται καν στη φωτογραφία, της τάδε η μάνα είναι στριπτιτζού κλείστε τραπέζι. Και αν ήταν μόνο τέτοια θα ήταν ανώδυνα, πίστεψέ με. Από γυμνές φωτογραφίες μέχρι βίντεο και ανώνυμα μηνύματα με εκβιασμούς για χρήματα είναι μάλλον το σύνηθες στο ηλεκτρονικό bullying μεταξύ εφήβων. Η περίπτωση της Σταυρούλας Κοεμτζή, μόλις 22, που βούτηξε από τον ένατο όροφο της εστίας της λόγω ηλεκτρονικού εκφοβισμού με απειλητικά μηνύματα και ροζ βίντεο μέσω Facebook, άλλωστε το αποδεικνύει.

    Αλλά δυστυχώς έχουμε κι άλλες πολλές περιπτώσεις. Το bullying μεταξύ εφήβων, μάλλον βρήκε τον φυσικό του χώρο στο διαδίκτυο όπου εκεί η δυναμική του είναι τρομακτική. Το ηλεκτρονικό bullying είναι πιο αποτελεσματικό, πιο “ασφαλές” λόγω της ψευδαίσθησης ανωνυμίας, πιο εύκολο για τον θύτη να επιδοθεί σε αυτό χωρίς ωράριο και όρια, ακόμη και να παραβεί τον νόμο με μεγάλη ευκολία.

    Σκεφτόμουν τις προάλλες, πόσο τρομαγμένα και πόσο επιφυλακτικά με την κοινωνία και γενικά απογοητευμένα από τον κόσμο μας θα είναι όλα αυτά τα νέα παιδιά που θα έχουν πέσει θύματα της νεοκαζούρας στο νετ. Εάν δηλαδή επιβιώσουν χωρίς σοβαρά ψυχολογικά, φαντάζομαι δύσκολα θα δεχτούν ποτέ να ανοιχτούν σε μια σχέση της προκοπής, σπάνια θα επικοινωνήσουν στ’ αλήθεια και ακόμη πιο εύκολα θα επιδοθούν και τα ίδια σε δημόσιο ηλεκτρονικό λιντσάρισμα μόνο και μόνο για να νιώσουν κομμάτι της βαριά άρρωστης πια κοινωνίας μας ή γιατί έτσι θα νομίζουν πως πρέπει να συμπεριφέρονται βλέποντας εμάς.

  • Γκρι βράχοι

    Πρόσφατα ανακάλυψα πως επιτέλους πήρε όνομα ένα φαινόμενο που παρατηρώ εδώ και πολλά χρόνια στη συμπεριφορά ανθρώπων, κυρίως σε χώρους εργασίας. Ένα blog το ονόμασε αρχικά “γκρι βράχο” και πλέον καθιερώθηκε. Το βρήκα πολύ εύστοχο διότι οι “γκρι βράχοι” είναι ίσως η πρώτη και πιο χαρακτηριστική εικόνα των ανθρώπων γύρω σου όταν τα πράγματα γίνονται σκατά. Αλλά ας τα πάρω απ΄την αρχή.

    Όχι πάντα, μα κάποιες φορές η δουλειά είναι κάτεργο. Ας το παραδεχτούμε έστω μεταξύ μας, πως μερικές φορές η δουλειά που θα κληθούμε να κάνουμε δεν είναι καθόλου “δημιουργική”, “ενδιαφέρουσα” και “προκλητική”. Μερικές φορές, αυτά που καλείσαι να κάνεις είναι βαρετά και ηλίθια ενώ σπάνια έχεις καν όρεξη να δεις κάποιες από τις φάτσες στο γραφείο και να το παίξεις άψογος συνεργάτης, “ομάδα” και “πάμε γερά” και “θα κατακτήσουμε το Μανχάταν” από το Περιστέρι ή την Έγκωμη.

    Μερικές φορές, οι οκτώ -τουλάχιστον- ώρες σε ένα άβολο γραφείο με κόσμο που ενθαρρύνεται να σε ανταγωνίζεται όπως επιθυμεί, είναι απλά ταλαιπωρία. Κάτι φυσικά που κανείς δεν επιτρέπεται να πει, να δείξει, ενώ σε κάποιες εταιρείες ακόμη και να σκεφτεί. Μερικές φορές ή μάλλον τις περισσότερες φορές, αυτό που λέγεται “εργασία”, αυτό το συχνά ανέμπνευστο, καταναγκαστικό και εντελώς ανούσιο πράγμα που οφείλεις κάποτε να κάνεις μόνο και μόνο διότι σε ελάχιστους ίσως αποφέρει χρήματα ή μάλλον εξωφρενικά πολλά χρήματα -ενώ στους εργαζόμενους ελάχιστα που όμως δεν παίρνει να χάσουν- είναι απλά σκατένιο. Ως εδώ καλά θα μου πεις, όλοι τα ‘χουμε ζήσει, σιγά. Θα σου πω λοιπόν, πως αυτοί οι χώροι μπορούν να γίνουν ακόμη χειρότεροι, ακόμη και επικίνδυνοι ενώ αποδεικνύονται συχνά, τα τέλεια εκκολαπτήρια ψυχοπαθών. Άλλωστε πλέον το πρότυπο στις επιχειρήσεις από όπως Αμερική έγινε κανονικά Κίνα.

    Κάποιες φορές λοιπόν, είσαι εγκλωβισμένος σε έναν τουλάχιστον βαρετό χώρο, υπομένοντας κιλά βλακείας, καταπίεσης και αδιακρισίας, μόνο και μόνο για τα προς το ζην. Όμως ας το παραδεχτούμε κι αυτό, η φυσική σου επιβίωση και μόνο, ποτέ δεν θα αρκούσε για να σε κρατήσει σε αυτά τα περιβάλλοντα. Το ακόμα πιο σκατένιο λοιπόν, είναι πως όλα αυτά στα ντύνουν με ηθική, με αξίες, με κιλά σπουδαιότητας και κυρίως, με ικανότητα και εξυπνάδα. Κάποιες φορές και με γαλόνια ενώ σπανιότερα με περισσότερα χρήματα ή απλά, με υποσχέσεις. Έτσι, ενώ λογικά θα έπρεπε να ψάξεις κάτι άλλο που να σε γεμίζει, μπαίνεις στο τριπάκι να πείσεις τον εαυτό σου πως όχι μόνο σου αρέσει αυτό που κάνεις, πως όχι μόνο πρέπει να το κάνεις διότι είναι κάτι που κάνουν μόνο οι σπουδαίοι και έξυπνοι, μα και πως αυτό είναι ο σκοπός της ζωής σου, το σπάνιο ταλέντο σου, το κάλεσμά σου. Πείθεις τον εαυτό σου λοιπόν, πως ο ένας και μοναδικός ιερός σκοπός σου είναι να αποδείξεις στην εταιρεία πως μπορείς να καταφέρεις οτιδήποτε σου ζητηθεί, όπως ακριβώς σου ζητηθεί και πως μπορείς να το καταφέρεις συνεργαζόμενος με οποιονδήποτε σε προστάξουν. Σύντομα, πείθεις τον εαυτό σου πως είσαι ευτυχισμένος και επιτυχημένος, πείθεσαι να πιστέψεις σε όλο αυτό το παράλογο. Εκεί κάπου λοιπόν, έχοντας ανοίξει το στόμα και μασώντας το αγκίστρι, είσαι στην ιδανική θέση κάποιος να τραβήξει την πετονιά.

    Από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα πατήσεις το πόδι σου σε ορισμένες εταιρείες, συνήθως πολυεθνικές, νιώθεις έντονα πως έχεις μπει σε μια αίρεση. Σύντομα ανακαλύπτεις πως εάν δεν είσαι απόλυτα πιστός ή υπάκουος στους προϊσταμένους-αρχιερείς, οι συνέπειες είναι πολύ δυσάρεστες. Στην παραμικρή υποψία παραστρατήματος, όλα τα σημαντικά κινδυνεύεις να στα πάρουν σε μία στιγμή. Κι ενώ θα έπρεπε αυτό και μόνο να σε υποψιάσει καθώς τα πραγματικά σημαντικά μα και όλα όσα απαιτούν χρόνια και κόπους για να τα κατακτήσει κάποιος δεν χάνονται έτσι απλά στον πραγματικό κόσμο, αντίθετα σε αυτού του είδους τις εταιρείες, εσύ φτάνεις να πιστέψεις πως μπορεί να σου αφαιρεθεί μεμιάς το σύμπαν κάτω από τα πόδια σου.

    Η σχεδόν θρησκευτική πίστη που απαιτείται από εσένα λοιπόν, η ανοχή στις παράλογες συμπεριφορές και τον αθέμιτο ανταγωνισμό, έχει επιτρέψει ή μάλλον καλλιεργήσει συγκεκριμένους προβληματικούς τύπους ανθρώπων να λυμαίνονται πολλές επιχειρήσεις. Χρησιμοποιώντας από ειρωνείες και αδιακρισίες μέχρι και προσβολές ή εξευτελισμό και ελέγχουν με σχεδόν πρωτόγονο τρόπο κάθε κίνηση των εργαζομένων ενώ τρέφονται με χάος και βία. Έχοντας το φόβο λοιπόν ως κοινό χαρακτηριστικό όπλο, αυτοί οι άρρωστοι τύποι των επιχειρήσεων, είναι όλοι τους κοντά σε αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν νάρκισσοι και αν τους συναντήσεις, είτε είναι προϊστάμενοι, είτε μάνατζερ, είτε ιδιοκτήτες, είτε απλά συνάδελφοι, την έχεις βαμμένη. Κυρίως, διότι όλοι τους είναι τρομακτικά σαδιστές και απαιτούν την πλήρη και ολοκληρωτική υποταγή σου. Σε άλλη περίπτωση, η καθημερινότητά σου θα μετατραπεί σε μια ατέλειωτη σειρά βασανιστηρίων με κοροϊδίες, δημόσιες προσβολές και πολύ δυνατές φωνές, όλα με σκοπό την ηθική σου εξόντωση μα κυρίως τον προσωπικό και επαγγελματικό σου εξευτελισμό. Είναι τραγικό όταν συμβαίνει μα ακόμη πιο τραγικό όταν ζήσεις τη μεταμόρφωση των υπόλοιπων εργαζομένων γύρω σου.

    Η φτώχεια των Ιαπώνων και οι σπάνιες και εξουθενωτικές θέσεις εργασίας, άφησαν κάθε είδους εργασιακής βίας να ανθίσει. Τώρα πια, έχουν ειδικές λέξεις για κάθε είδους βία (mata hara, seku hara, aka hara) μα πλέον έχουν και νόμο γενικά για το pawa hara, τη βία στον εργασιακό χώρο ή κοινώς, τη βία που σχεδόν όλοι πια νομίζουμε πως νομιμοποιούν οι θέσεις εξουσίας ή και κάθε θέση πάνω από εμάς.
    Είναι η ίδια βία που μολύνει κάθε συμπεριφορά μας, η ίδια συμπεριφορά που θα συναντήσεις από το σούπερ μάρκετ μέχρι τους δρόμους και μολύνει γρήγορα και αποτελεσματικά όλους όσους διαπιστώσουν πόσο καλά δουλεύει ο εκφοβισμός.

    Οι γκρι βράχοι φαντάζομαι υπήρχαν πάντα, μα τώρα πια έχουν όνομα και είναι ίσως η μοναδική άμυνα των ανθρώπων απέναντι στον εκφοβισμό, στα λεγόμενα “τοξικά” περιβάλλοντα, στην εργασιακή κακοποίηση και την ψυχολογική βία, που συναντά κανείς όταν οι αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας είναι από σπάνιες έως ανύπαρκτες. Είναι όταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος γίνεται ξαφνικά απόλυτα σιωπηλός για μήνες και δεν εκφράζει καθόλου συναισθήματα στην παρουσία όλων ή ορισμένων ανθρώπων, ενώ επιλεκτικά επανέρχεται στο κανονικό. Είναι ας πούμε, όταν σε ένα meeting συμμετέχουν όλο και λιγότεροι ή όταν μια ολόκληρη εταιρεία, άλλοτε πολύβουη, ξαφνικά βυθιστεί στη σιωπή για μήνες. Σαν άνθρωπος, είναι η δύσκολη δοκιμασία να κρατήσεις τις γνώσεις, την εμπειρία ίσως και τις ιδέες σου για σένα, ώστε να μην τραβήξεις την προσοχή. Είναι να αποφύγεις έστω και την ελάχιστη αλληλεπίδραση με έναν αυταρχικό, έναν νάρκισσο, ακόμη και έναν ψυχοπαθή για να μην του τραβήξεις την προσοχή. Είναι λυπηρό αλλά συμβαίνει. Και δουλεύει.

  • Δια βίου και τυρού

    Να σπουδάσω ή να ανοίξω δική μου επιχείρηση; Να παρατήσω τις σπουδές μου και να γυρίσω τον κόσμο; Γιατί να σπουδάσω αφού δεν θα βρω δουλειά; Αξίζει γενικώς να σπουδάσει κανείς σήμερα; Σε γενικές γραμμές, κάπως έτσι πάνε τα ερωτήματα που παίζουν πολύ τον τελευταίο καιρό σε Quora και ανάλογες πλατφόρμες από όσους επιλέγουν είτε να παρατήσουν τις σπουδές τους είτε να μην τις αρχίσουν ποτέ. Τώρα βλέπεις, όλη η γνώση είναι μπροστά σου, στο πιάτο.

    Πάντα φαντάζομαι έτσι ήταν. Όταν βγήκαν τα λεξικά, οι άνθρωποι θα αναρωτιούνταν αν έχει νόημα να μαθαίνουν γράμματα. Κι εμείς, όταν βγήκαν τα κομπιουτεράκια μαλώναμε θυμάμαι στις τάξεις με τους μαθηματικούς αν έχει νόημα να κάνουμε πράξεις με το μολύβι. Ο έρμος ο καθηγητής δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιήσει το τετριμμένο επιχείρημα πως θα μας γελάσει κάποιος στα ρέστα, διότι τα κομπιουτεράκια ήταν πια κινέζικα και άρα πολύ μικρά, πλαστικά και πάμφθηνα, χώρια που κάποια είχαν ήδη εισχωρήσει στα ντούπερ σβίου σβίου ρολόγια χειρός, αυτά που μοιάζανε με του ΚΙΤ ( μη γκουγκλίσεις, ΔΕ θες).

    Κάπως έτσι κάθε χρόνο σχεδόν, κάποιο σημαντικό κομμάτι -άλλοτε απαραίτητης- γνώσης γίνεται αστραπιαία προσβάσιμο και ανοιχτό σε όλους, ενώ δεν υπάρχει πλέον απολύτως καμία τέχνη που να μην έχει ολόκληρη σειρά από “πως να το κάνεις” βιντεάκια στο YouTube. Έχω βάψει τα μαλλιά μου, το σπίτι και κάτι κούκου παπούτσια, έχω φτιάξει ό,τι περίτεχνο γλυκό μπορείς να φανταστείς (η προσπάθεια μετρά), έχω καθησυχάσει τον εαυτό μου από ό,τι κούκου φοβίες, έχω διαβάσει ό,τι χρειάζομαι κάθε φορά για τα παιδιά, έχω πρόσβαση σε έπειρες βιβλιοθήκες, κείμενα και λεξικά για τη δουλειά μου ενώ με τη βοήθεια του dr. Google έχω βρει άμεση λύση σε άπειρες ενοχλήσεις και μικροπροβληματάκια υγείας που θα με έτρεχαν ακόμη σε γιατρούς.

    Φαντάζομαι όπως κι εγώ, όλοι συμβουλευόμαστε αυτόν τον εξαιρετικά χρήσιμο συλλογικό εγκέφαλο που λέμε διαδίκτυο, κάτι όμως που έχει δημιουργήσει μια δικαιολογημένη μεν, μα λίγο άσπρο-μαύρο φιλοσοφία που θεωρεί τις σπουδές και τα πτυχία περιττά. Φαντάζομαι πως το εύκολο της εποχής που θέλει πια την πληροφορία απαραίτητα απλή και σύντομη, αυτό που έφερε τη δαιμονοποίηση της διανόησης και την απέχθεια προς οτιδήποτε πολύπλοκο μεταφράζοντάς το πάντα σε σνομπισμό και ελιτισμό αντί απλά, βαθιά γνώση, αυτή η νοοτροπία λοιπόν, ήταν μόνο θέμα χρόνου να φέρει και τον μηδενισμό των σπουδών και να θεωρηθούν περιττές από πολλούς.

    Οι πολέμιοι της πανεπιστημιακής μόρφωσης βρίσκονται μπροστά μου όπου βρεθώ αυτές τις μέρες, ειδικά στο εξωτερικό (πολύ πρόχειρα να ένα από Αυστραλία κι ένα από ΗΠΑ). Τα σπουδαστικά δάνεια, το πολύ μεγάλο κόστος μιας ακόμη και μέτριας μόρφωσης και τα μεγάλα χρέη των φοιτητών, ειδικά στις μέρες μας που όλα είναι ανοιχτά, προσβάσιμα και όχι τόσο χρήσιμα για να τα πληρώνει κανείς τόσο ακριβά όπως συχνά ισχυρίζονται οι παθόντες, βοήθησαν πολύ σε αυτόν τον τρόπο σκέψης που προτιμά τη γρήγορη επιφανειακή γνώση σε πολλά διαφορετικά πεδία και τη γρήγορη εκπαίδευση σε δεξιότητες πολύ φθηνά ή και δωρεάν. Ακόμα, τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται (ψάξε για law apps και μάντεψε τί δουλειά θα κάνουν οι δικηγόροι σε λίγα χρόνια), η μεγάλη ανεργία και κυρίως το Διαδικτυακό Όνειρο που σε θέλει να έχεις γίνει εκατομμυριούχος πριν τα 25, όσο να πεις βάζουν τις σπουδές σε δεύτερη μοίρα. Βέβαια σε όλο αυτό, συνετέλεσαν και οι παράλογες -έως παρανοϊκές- απαιτήσεις για τις νέες θέσεις εργασίας που συναντά κανείς σχεδόν καθημερινά. Για τελείως απλές και κακοπληρωμένες δουλειές, τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα, ζητούν να διαθέτεις πτυχία και δεξιότητες που λίγοι μπορούν να έχουν ή και να πληρώσουν. Στην Ελλάδα ακόμη, τα πράγματα είναι μάλλον πιο ήπια καθώς η πανεπιστημιακή μόρφωση προσφέρεται -έστω σκάρτα- δωρεάν, όμως για εκείνους που θέλουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό ή για εκείνους που δεν πέρασαν στις Πανελλήνιες ή ακόμη χειρότερα, για εκείνους που σπούδασαν και είναι άνεργοι, αυτός ο νέος τρόπος σκέψης έχει βρει πολύ γόνιμο έδαφος.

    Η κύρια επιχειρηματολογία των πολέμιων της πανεπιστημιακής μόρφωσης έχει πάντως τα δίκια της. Πάρε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο και “πέταξέ” τον μέσα σε ένα οποιοδήποτε περιβάλλον εργασίας. Δώσε του δύο μήνες και στοίχημα μετά ότι θα γνωρίζει όλα όσα απαιτούνται για να δουλέψει χωρίς κανένα κενό μαζί με τους υπόλοιπους. Επίσης, βάλε έναν οποιονδήποτε απόφοιτο σε έναν χώρο εργασίας στο αντικείμενο που σπούδασε και ρώτα τον αν οτιδήποτε από αυτά που διδάχθηκε έχουν καμία σχέση με αυτά που βλέπει ή θα χρειαστεί να κάνει. Ναι, ας το παραδεχτώ έχουν ένα μικρό πάτημα, διότι στον σύγχρονο εταιρικό κόσμο, το μοναδικό “προσόν” που χρειάζεται κανείς είναι στομάχι. Όλα τα άλλα μαθαίνονται και μάλιστα πολύ γρήγορα, μη σου πω πως δεν χρειάζεται καν να μάθει κανείς απολύτως τίποτε -από αυτά που διδάσκονται στα Πανεπιστήμια τέλος πάντων- για να διαπρέψει πραγματικά.

    Σε κάποιες περιπτώσεις, η άποψη πως οι σπουδές είναι περιττές αφορά ακόμη και επιστημονικές σπουδές ή πολύ εξειδικευμένα επαγγέλματα που πραγματικά απαιτούν πολύχρονη φοίτηση, ενώ γενικά βλέπω να αποθαρρύνονται τα παιδιά από τις επιστημονικές και πολύ απαιτητικές σπουδές καθώς “μια ζωή την έχουμε”, “μη φας τα χρόνια σου στα θρανία”, “που θα βρεις δουλειά” και “δεν πληρώνονται αυτά παιδάκι μου”.

    Αν τώρα δει κανείς τα πτυχία που προσφέρονται, τις τουλάχιστον απρόσιτες τιμές στις οποίες προσφέρονται, το επίπεδο σπουδών -που σε σύγκριση με τα χιλιάδες webinars και γενικά τη γνώση που προσφέρεται ηλεκτρονικά και ελεύθερα, μάλλον ωχριά- και τελικά, αυτά που ο κάθε εργαζόμενος καλείται να κάνει και μάλιστα για λιγότερα από χίλια ευρώ τις περισσότερες φορές, τότε ναι, μάλλον τα δίκια τους είναι βουνό. Τέσσερα χρόνια λογιστική ή διοίκηση επιχειρήσεων ας πούμε, για να κάνεις λογιστικές εγγραφές, telemarketing, γραμματειακά ή απλά καφέδες, είναι πραγματικά τέσσερα άχρηστα χρόνια σπουδών. Είναι όμως;

    Πλέον, πολλές επιχειρήσεις (ναι, κυρίως startups) έχουν υιοθετήσει πλήρως αυτή τη λογική και σε κάθε αναζήτηση προσωπικού, δεν ζητούν καθόλου μα καθόλου σπουδές και πτυχία. Τίποτα. Το πολύ, ένα μόνο βιντεάκι ή ένα κειμενάκι σου που να λες δυο πράγματα για σένα. Διότι ζητούν λέει, Ανθρώπους. Ζητούν δεξιότητες, ομαδικότητες, εργατικότητες, διάθεση για συνεχή εκπαίδευση, ευγένειες και γενικώς, καλά παιδιά. Δεν μου φαίνεται απαραίτητα κακό αυτό, καθώς έχω καταλήξει πως το μεγαλύτερο σαράκι του επιχειρηματικού κόσμου (και όχι μόνο) είναι η αποκλειστική επιβράβευση των χαρακτηριστικών ψυχοπάθειας και άρα η καλλιέργειά τους, οπότε ένας ταπεινός, ευγενικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος χωρίς πτυχία, περγαμηνές, ίσως σνομπισμό -και χρέη βεβαίως βεβαίως- παίζει να σπάσει τον άρρωστο κύκλο και ίσως να αλλάξει λίγο τον επιχειρηματικό κόσμο. Αυτό, σε ένα ιδανικό σύμπαν διότι το πιθανότερο στο δικό μας, είναι να γίνει πιο εύκολη λεία για τα αρπακτικά με τα γυαλιστερά πτυχία που θα κατέχουν τις ελάχιστες, πραγματικά σημαντικές θέσεις του μέλλοντος.

    Πάντως, καθώς η δαιμονοποίηση των σπουδών κερδίζει γοργά έδαφος, αναρωτιέμαι πραγματικά τί άνθρωπος θα ήμουν αν δεν είχα κάνει τις -όποιες- σπουδές μου. Διότι καταλήγω πως ποτέ μα ποτέ δεν έχω συναντήσει αυτό που ονομάζεται “άχρηστη γνώση”. Όλα όσα έχω διδαχθεί, όσο φαινομενικά άχρηστα, τραβηγμένα και κούκου, όλα μα όλα, μου έχουν χρησιμεύσει και μάλιστα εκεί που δεν περίμενα, σε πραγματικά απίθανες περιπτώσεις. Αλλά χρησίμευσαν. Διαπιστώνω πως η γνώση είναι πολύ άτιμο πράγμα. Και να το θέλεις δηλαδή, ποτέ δεν πάει στράφι. Στοιβάζεται πάντοτε μέσα σου και διαλέγει πότε θα βγει, χωρίς να το παίρνεις χαμπάρι ή χωρίς καν να το θες.

    Για να σοβαρευτώ, σε λίγα χρόνια τα παιδιά μας θα αναρωτιούνται με τη σειρά τους εάν έχει νόημα να μάθει κάποιος οτιδήποτε, να κάνει οτιδήποτε, να πάει οπουδήποτε αφού όλα θα είναι μπροστά του. Και πραγματικά θα έχει τα πάντα, θα μπορεί να κάνει τα πάντα, να μάθει τα πάντα αλλά σαν ένας χιμπατζής μπροστά από μια θεόρατη βιβλιοθήκη, το μυαλό τους δεν θα χωρά καν τί υπάρχει εκεί έξω και γιατί. Και αυτό, φοβάμαι πως θέλει πολλές “άχρηστες” σπουδές και “χαμένα” χρόνια στα θρανία για να το μάθει και να το εκτιμήσει κανείς.