Author: Κωνσταντίνα Δελημήτρου

  • Ιστορίες προσωπικού δράματος

    Βλέπω σχεδόν καθημερινά στο feed μου ιστορίες εργαζόμενων και το περιβάλλον που καλούνται να δουλέψουν και τρομάζω. Μοιράζονται συχνά αστείες ιστορίες με πελάτες, μερικές φορές μικρούς θριάμβους παραίτησης -χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας- και ίσως πιο σπάνια, λίγες διστακτικές ερωτήσεις για τραγικές συνθήκες εργασίας -που η βίαιη πραγματικότητα τις αξιώνει στα κεφάλια μας για ερωτήσεις.

     

     

    Κι απ’ την άλλη, παράλογοι πελάτες, εργοδότες, σχολιαστές με χιούμορ που λες δεν μπορεί, σίγουρα θα ζουν σε άλλο σύμπαν. Δεν ξέρω αν είναι οι ακραίες κακουχίες ή η ακραία καλοπέραση που μπορεί να κάνει κάποιον τόσο τέρμα σαδιστή και δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι ο μέσος εργοδότης, πελάτης, εργαζόμενος έχει πλέον ιδέα τι σημαίνει φυσιολογικό, τι ξεπερνά τα όρια της ανοχής, της υπομονής, της ανάγκης για δουλειά.

     

     

     

    Η αξιοπρέπεια κάποτε ήταν το ζητούμενο για πολλούς μα μπορούσες να το κρύψεις καθώς τηρούνταν τα στοιχειώδη. Ποτέ άλλοτε η έλλειψή της δεν ήταν τόσο πρόδηλη. Σήμερα δεν αρκεί να νιώθεις σκουπίδι μα πρέπει να στο φωνάζουν κιόλας μπας και δεν το κατάλαβες. Η ανεργία σού φέρνει φτώχεια, ντροπή και κατάθλιψη. Αυτό όμως που λέμε εργασία στις μέρες μας, σου φέρνει για πλάκα ό,τι πετάει και κινείται από ψυχιατρική και παθολογία. 

     

    Βλέπω κάθε μέρα πιτσιρίκια που -νομίζουν- ξεκινούν καριέρα, να τρώνε τα άκυρα το ένα μετά το άλλο, να απορούν αν η ζωή τους και τα όνειρά τους θα είναι τελικά αυτή η αηδία γεμάτη μαλάκες που πρέπει να τη ζήσεις ευτυχισμένος με 400€, να τους πείθουμε ότι ναι είναι κι αντί να μας παρατούν σύξυλους, αυτά να στέκονται δίπλα μας με όλη την αθωότητα και την αφέλεια της νιότης και να προσπαθούν να την παλέψουν. Κι αυτό μάλλον ενεργοποιεί τα ένστικτα αρπακτικού και μας κάνει βαμπίρ.

     

     

    Το χειρότερο, οι τόσο χαμηλοί μισθοί και το πλέον έκτακτο ωράριο ζωής δεν επιτρέπει μάλλον σε κανέναν επαφή με το φυσιολογικό, το ανέμελο, το ανθρώπινο. Είτε συνεχίζεις να παίζεις το ρόλο του θύματος ανεχόμενος τα πάντα και πλέον παντού, είτε αν περάσεις πολύ τα όριά σου, αναζητάς εκδίκηση φορώντας για λίγο τη λεοντή του μαλάκα που σε ταλαιπωρεί και βασανίζεις ό,τι βρεθεί στο διάβα σου.

     

     

    Δεκάδες πιτσιρίκια καθημερινά στο feed μου προσπαθούν άτσαλα να βγάλουν γέλιο από τις ακραίες καταστάσεις που κλήθηκαν να εργαστούν λες και πρόκειται για δημοφιλές ριάλιτι που ντε και καλά κάτι θα κερδίσεις αν ξεφτιλιστείς. Δίνουν κουράγιο ο ένας στον άλλο με κενά κλισέ, παρηγοριούνται με αχταρμά από φιλοσοφίες, θρησκείες, στίχους και παραλογισμούς. Το συζητούν, το δικαιολογούν, το παγιώνουν. Κρατιέμαι μην γράψω φυγέτε. Ιστορίες εθνικού δράματος.

              

  • Αποκάλυψιc

    Αρχίζω και πείθομαι πως ο σίγουρος δρόμος για τον λαϊκισμό, τη βλακεία και την παρακμή που ζήσαμε πρόσφατα είναι η υπερβολική αντίδραση, είτε θετική είτε αρνητική σε οτιδήποτε συμβαίνει. Έχουμε ανεβάσει τον Μητσοτάκη σε ένα βάθρο τόσο ψηλό που το γκρέμισμά του στην πρώτη στραβή, θα κάνει τέτοιο πάταγο που η επάνοδος της βλακείας στην εξουσία θα είναι και πάλι μονόδρομος.

    Η κοινή λογική εκθειάζεται άπειρα ενώ η επιστήμη έγινε η νέα μας θρησκεία που δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με αυτό, αν οι αρχές που διέπουν την επιστήμη δεν ήταν τόσο αντίθετες με το dna μας όπως έχει εξελιχθεί μετά από τόσα χρόνια βλακείας και ιδεοληψιών. Ο Τσιόδρας είναι ένας σπάνιος επιστήμονας αλλά αυτό σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα για κάποιον που εκτιμά την επιστήμη και τις αρχές της, και για εμάς, που μέχρι χθες στην αντίστοιχη θέση μπαζοβγάζαμε περιπτωσάρες όπως τον Άδωνη, τον Πολάκη, τον Βαρουφάκη, τη Ράπτη ή τη Μακρή.

    Ναι, ζούμε ακραίες καταστάσεις και ναι, έχουμε αντιδράσει εξαιρετικά ώριμα. Αυτό όμως εν μέρει εξηγείται και από το γεγονός ότι ως φιλοτομαριστές, κατάφεραν να μας εξηγήσουν πάρα πολύ καλά ότι η διάσωση του δικού μας τομαριού εξαρτάται κυρίως από τη διάσωση των τομαριών των άλλων.

    Όπως πάει το πράγμα, η αμέσως επόμενη λογική κίνηση είναι απλά να μπαφιάσουμε από την απότομη ενηλικίωση και τη βαρεμάρα της απλής παλιάς κοινής λογικής, να αρχίσουμε να αμφισβητούμε τα δεδομένα της επιστήμης και της -άλλοτε αναμενόμενης- πολιτικής που ακολουθείται, με την αγαπημένη μας μέθοδο της οχλαγωγίας, ηλεκτρονικής και τηλεοπτικής.

    Αμέσως μετά θα στρωθεί το επόμενο κατακόκκινο και παχύ χαλί των συνωμοσιών όπου ολόγυρα στις άκρες του θα υφανθούν γερά, τα μακριά κρόσια του επόμενου Μεγάλου Λαϊκιστή που με τη σειρά του θα βαρύνει πρώτα τη φωνή και μετά θα σιγοντάρει κάθε καρυδιάς πολιτικό καρύδι για να μας σύρει πάλι αργά και σταθερά μέχρι την απόλυτη ντροπή και αηδία. Μέχρι την επόμενη μεγάλη καταιγίδα.

    Όλο αυτό όμως δεν έχει πολύ μέλλον σύμφωνα με την Αποκάλυψη στην άλλη μεγάλη Βίβλο, τη Βίβλο της Επιστήμης και συγκεκριμένα, στο βιβλίο Καταγωγή Των Ειδών κατά Δαρβίνο, στο κεφάλαιο Φυσική Επιλογή.

    Εξέλιξον+

  • 256 χρόνια ακόμη

    Ο δυτικός κόσμος κάνει σοβαρές προσπάθειες να συντονιστεί με τις αληθινές ανάγκες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα οι γυναίκες αλλά δεν τα καταφέρνει πολύ καλά. Χρειαζόμαστε 257 χρόνια λέει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ
    για να εξισωθούν οι μισθοί ανδρών – γυναικών, κυρίως λόγω των επαγγελμάτων στις νέες τεχνολογίες που για κάποιο λόγο λέει, οι άνδρες υπερτερούν. Είναι τα επαγγέλματα που αφορούν τεχνικούς, μηχανικούς, προγραμματιστές, ΙΤ και γενικά ρόλους που δεν έχουν θηλυκό και δεν συνδέει κανείς μας με το γυναικείο φύλο. Μόνο οι γραφίστριες σήκωσαν κεφάλι για λίγο κι αυτό μόνο και μόνο γιατί ο σχεδιασμός παραπέμπει σε τέχνη και είναι πιο εύκολο να τρυπώσεις τη γυναικεία φύση ως καλό πράγμα. Στα υπόλοιπα, θέλεις σου λέει, τετράγωνη λογική, θέλεις κριτική σκέψη, θέλεις ανάλυση και δεξιότητες λεπτές και χοντρές που τί δουλειά έχεις εσύ κορίτσι πράμα. Ελάχιστοι στ’ αλήθεια πιστεύουν πως μια γυναίκα μπορεί να διαθέτει αυτές τις ικανότητες ή τέλος πάντων, σε ικανοποιητικό βαθμό ώστε να αναλάβει επάξια τόσο “αντρικές” δουλειές.

    Η Μπάρμπι έγινε μαύρη, έγινε αφρατούλα, κοντή, κατσαρομάλλα, χώρισε, έφαγε, έκλαψε, μέθυσε δενξερωγωτι αλλά ποτέ δεν έγινε υδραυλικός, μηχανικός ή προγραμματίστρια. Αν δεις γύρω σου, ακόμη και όσα κορίτσια ήταν αρκετά τολμηρά να σπουδάσουν τα επαγγέλματα αυτά (μεταξύ μας, το πιθανότερο ήταν ότι βαρέθηκαν να ξαναδώσουν Πανελλήνιες για να πετύχουν σε αυτό που στ’ αλήθεια ήθελαν να σπουδάσουν) σπάνια τις αποδέχονται πραγματικά στους χώρους εργασίας. Τουλάχιστον στην Ελλάδα και στην Κύπρο τα πράγματα είναι απογοητευτικά. Αρκεί να σκεφτεί κανείς όχι μόνο τις ελάχιστες γυναίκες που απασχολούνται σε τεχνικές δουλειές αλλά και πόσες από αυτές έχουν καταφέρει να ανελιχθούν. Δεν έχω δει ποτέ στην Ελλάδα γυναίκα να ηγείται τμήματος ΙΤ ή να διευθύνει τεχνικά το σχεδιασμό μιας εφαρμογής, ας πούμε. Ποτέ. Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι θέσεις αυτές λογικά θα εξαρτώνταν από τις σπουδές, την εμπειρία, την προϋπηρεσία. Να μην υπήρχε; Να μην έτυχε; Καμία όμως;

    Στους μισθούς, τα πράγματα είναι ακόμη πιο αστεία. Οι γυναίκες στο ξεκίνημά τους αντιμετωπίζονται μισθολογικά από τις περισσότερες επιχειρήσεις ως απόφοιτοι δύο σχολών: πωλήτριες και γραμματείς. Η διαφορά βασικά είναι αν θα έχεις γραφείο ή όχι. Το τί θα κάνεις είναι ξεκάθαρο. Είναι λες και ανεξάρτητα από τις σπουδές και το ρόλο σου στις περισσότερες επιχειρήσεις, αυτό που τελικά καλείσαι να κάνεις είναι να εξυπηρετείς τους πελάτες και τους υψηλότερα ιστάμενους. Το αν θα καταφέρεις να χώσεις κάπως τις σπουδές σου στα καθημερινά σου καθήκοντα για να αποδείξεις πως μπορείς να προσφέρεις περισσότερα – προσοχή, όχι ότι γνωρίζεις περισσότερα, αυτό δεν το κάνεις ποτέ- το αν θα αποδείξεις πως μπορείς να αναλάβεις μια καλύτερη θέση γιατί εργάζεσαι χωρίς σταματημό “σαν άντρας”, αν είσαι “σκυλί” και ενάντια στη φύση σου μπορείς να κρύβεις πράγματα ή να μην αναφέρεσαι σε περιόδους, κλιμακτηρίους και άλλα αηδιαστικά και άβολα, αν εργαστείς με χάρη καθ’ όλη τη διάρκεια μιας δύσκολης εγκυμοσύνης ή αν αποδείξεις πως δεν χρειάζεται να σε βλέπουν κάθε μέρα τα παιδιά σου, τότε ίσως έχεις μια κάποια ανέλιξη.

    Αυτό που δύσκολα μπορεί να καταλάβει κανείς αν δεν είναι γυναίκα και δη σε ανδροκρατούμενη επιχείρηση, είναι πως όσο σύγχρονη ή μεγάλη ή δημοφιλής κι αν είναι μια επιχείρηση, υπάρχει συχνά ένα -όχι και τόσο- αόρατο όριο που φρενάρει την ανέλιξη των γυναικών σε συγκεκριμένα επαγγέλματα ή θέσεις. Δεν είναι κάτι που το βλέπεις εύκολα εάν δεν εργαστείς για ένα χρονικό διάστημα σε τέτοια περιβάλλοντα αλλά και δεν είναι “αίσθηση” ή κάτι που το αντιμετωπίζεις σπάνια. Είναι λέξεις συγκεκριμένες, είναι νοοτροπία, είναι συμπεριφορές, είναι απτά πράγματα είναι το “φτιάξε μου έναν καφέ” που θα ακούσεις να απευθύνεται μόνο σε γυναίκες υπαλλήλους, που δέχεσαι και οφείλεις να αποδεχτείς, αν δηλαδή δεν δουλεύεις από χόμπι.

    Όλο αυτό αποδεικνύεται και στατιστικά, αρκεί κάποιος να ρίξει μια απλή ματιά στις εκθέσεις για τη βία κατά των γυναικών που πάνε κατά διαόλου. Το 2018, τα περιστατικά οικογενειακής βίας “έκαναν άλμα” σε 4.722 με το 66.32% των θυμάτων να είναι γυναίκες. Αυτά, είναι τα καταγεγραμμένα περιστατικά. Οι περίπου 3.000 δηλαδή γυναίκες αυτές, κατήγγειλαν στην αστυνομία 3.000 άνδρες στην οικογένειά τους που τις κακοποίησαν. Αυτοί οι 3.000 άνδρες όμως κάπου δουλεύουν, σωστά; Και να μην είναι κι άλλοι τόσοι που δεν τους έχουν καταγγείλει; Κι άλλοι τόσοι όχι τόσο πολύ βίαιοι, ειδικά στην επαρχία, που η οικογένειά τους θεωρεί πως ο άντρας πρέπει να είναι πολλά βαρύς και να μη σηκώνει κουβέντα από γυναίκα; Πόσα άρθρα δεν διαβάζουμε όλοι διαρκώς που μεταφράζουν την κανονικότατη βία ως απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχεις επαγγελματικά, τη λένε φιλοδοξία, ανταγωνισμό, την παρουσιάζουν ως αρετή για να ανέβεις; Φτάσαμε στο σημείο να λέμε βία την ειλικρίνεια και την αληθινά ισότιμη συμπεριφορά των ανδρών απέναντί μας στην εργασία, να λέμε σεξουαλική παρενόχληση ένα κοπλιμέντο και να μη μπορούμε να πούμε κουβέντα για την αληθινή βία των ωραρίων, των αναμενόμενων μα άδικων προαγωγών, της καθωσπρέπει συμπεριφοράς του “φτιάξε μου έναν καφέ” από όπου κι αν προέρχεται.

    Πόσα άρθρα μιλούν για τις απαραίτητες ατέλειωτες ώρες σκληρής δουλειάς για να πετύχεις ενώ το οχτάωρο είναι σχεδόν “ντροπή” για όσους το τηρούν και αφορά μόνο τους “βολεμένους”; Πώς μπορεί μια γυναίκα να το πολεμήσει όλο αυτό;

    Μήπως με ακόμη περισσότερες σπουδές; Ακαδημαϊκή καριέρα; “Σήμερα, οι γυναίκες που ξεκινούν σπουδές και παίρνουν πρώτο πτυχίο, είναι περισσότερες από τους άνδρες. Οι γυναίκες που ολοκληρώνουν μεταπτυχιακά είναι περισσότερες από τους άνδρες. Όμως το ποσοστό των γυναικών που καταφέρνουν να ολοκληρώσουν τη διατριβή τους και να κάνουν ερευνητική, ακαδημαϊκή καριέρα είναι εξαιρετικά χαμηλό, με εξαίρεση κάποιους κλάδους στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες… Συχνά εμφανίζονται στατιστικές που δείχνουν ότι εμφανώς λιγότερες γυναίκες μιλούν σε επιστημονικά συνέδρια ή καταφέρνουν να δημοσιεύσουν την έρευνά τους. Οι αναλογίες βελτιώνονταν διαρκώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Από τότε υπήρξε είτε στασιμότητα είτε οπισθοδρόμηση”.

    Υπάρχει βέβαια και η άλλη διάσταση. Εκείνη που δεν έχεις την πολυτέλεια να δεχτείς μια προαγωγή και αυτό είναι ενδεικτικό της ανισότητας των δύο φύλων στην εργασία. Ακόμη και το γεγονός πως για παράδειγμα, σε αρκετές επιχειρήσεις δεν γνωρίζει κανείς και δεν σκέφτεται κανείς τις επιπτώσεις μικρών αλλά πολύ δύσκολων πραγμάτων για μια γυναίκα και δη μητέρα ή χειρότερα, μια χωρισμένη μητέρα. Πραγματάκια μικρά και δεδομένα για πολλούς όπως ας πούμε, να μην ξέρεις τί ώρα θα σχολάσεις, έχουν μεγάλη οικονομική και ψυχολογική επίπτωση.

    Ακόμη και ένα απροειδοποίητο μισάωρο παραπάνω στη δουλειά σημαίνει για πολλές γυναίκες πλήρωσε νταντάδες, πάρε ταξί, χαχα που θες και θηλασμό, χάσε τη δραστηριότητα των παιδιών, παράγγειλε φαγητό. Κι αυτό συμβαίνει πολλές φορές τον μήνα και σπάνια αφορά πραγματική ανάγκη να δουλέψεις. Συνήθως είναι παιχνίδια εξουσίας που χάνεις πριν το σφύριγμα. Πολλές φορές λοιπόν, μια προαγωγή για μια γυναίκα είναι πολυτέλεια που δεν σε παίρνει οικονομικά και ψυχολογικά να αποδεχθείς διότι αντί για το Παιχνίδι των Ισχυρών έχεις αφημένα στη μέση ένα κάρο ακόμη παιχνίδια που ευτυχώς είναι τουλάχιστον πιο ανθρώπινα και στ’ αλήθεια διασκεδαστικά.
    Καλή χρονιά. Μόλις 256 και φέτος.

  • Ανησυχίες

    Το Χάρβαρντ απεφάνθη πως το τοξικό στρες στη μήτρα, ειδικά το στρες της μητέρας που προσπαθεί να τα βγάλει οικονομικά πέρα επιβαρύνει τόσο, όσο και τα ναρκωτικά και το αλκοόλ στην εγκυμοσύνη. Αυτό διότι η μόνιμη και μεγάλη ανησυχία για το εισοδημα, τη δουλειά, το φαγητό ή ακόμη και τη στέγη, αυξάνει τον καρδιακό παλμό και την πίεση, με αποτέλεσμα να απελευθερώνονται ορμόνες στρες στον πλακούντα που περνούν στο έμβρυο και επηρεάζουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Παρότι μόλις εγκρίθηκε επίδομα 2.000 για κάθε νέα γέννα  -που μεταξύ μας ναι, είναι κάτι μα ελάχιστο-, είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς πόσο αγχωμένα παιδιά γεννήθηκαν μέσα στην κρίση και πόσο δηλαδή περισσότερο από εμάς πρόκειται να ανησυχούν.

    Κι ενώ η αυξημένη ανησυχία των περισσοτέρων, είναι από μόνη της παραπάνω από ικανή να εξηγήσει το μεγάλο θυμό, τη μιζέρια, την κούραση και γενικά την έλλειψη κεφιού και τις αλλοπρόσαλλες εικόνες που βλέπεις σε όλα τα πράγματα γύρω σου – όχι, να μου κάνετε τη χάρη, αρνούμαι να βάλω εικόνες από τον χριστουγεννιάτικο στολισμό της Αθήνας – δυστυχώς, δεν μπορεί και δεν θέλει κανείς να κάνει τίποτε για να βρεθεί λύση, καθώς η μόνιμη ανησυχία μέσα μας και ένας εγκέφαλος που κάνει μαραθώνιους όλη μέρα αφήνοντάς μας εξουθενωμένους και κυρίως ξενερωμένους, δεν προβλέπεται να καταλαγιάζει. Αντίθετα, θεωρείται πια κάτι φυσιολογικό και δεδομένο στη σύγχρονη ζωή. Ανησυχώ – ανησυχείς- ανησυχεί.

    Η μόνιμη ανησυχία για τα πάντα, αφορά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ενώ παρατηρώ γύρω μου πως ολοένα και μεγαλώνει. Μπορεί πάντα έτσι να ήταν, μα ειδικά τώρα, μου μοιάζει λες και όλα συνωμοτούν για να γίνει καθολική νοοτροπία. Αχταρμάς οι ανησυχίες από τα οικονομικά και τα χρέη, μέχρι τις βόμβες της Τουρκίας, την υγεία των παιδιών ή την πορεία των εργοδοτών σου, μέχρι τα πιο μικρά όπως τί ώρα θα σου επιτραπεί να σχολάσεις σήμερα, αν θα βγει ο λεκές από τα καινούργια παπούτσια και αν θα προλάβεις ανοιχτό το σούπερ μάρκετ, οι ανησυχίες δεν τελειώνουν ποτέ. Πολύ δημοφιλής τελευταίως είναι και η οικο-ανησυχία, έτσι σε περίπτωση που ξέφυγε σε κανέναν μας κι αυτή.

    Κάποτε, η μόνιμη ανησυχία κρυβόταν κάπως και “επιτρεπόταν” να αφορά λιγότερους ανθρώπους και όχι υπό κανονικές συνθήκες, όπως σε μια καταστροφή ή ακόμη και σε περιόδους λίγο πιο ζόρικες ειδικά για το “ασθενές φύλο” όπως ένας τοκετός ή η εμμηνόπαυση. Έπειτα εμφανίστηκε ο έλλην Ακάλυπτος που έκανε τις νευρώσεις μας ένα τσικ πιο mainstream με αφορμή την τότε τρέλα με το χρηματιστήριο. Ο έλλην γιάπης ήταν μονίμως νευρικός, αεικίνητος και δεν έκανε τίποτε άλλο όλη μέρα από το να κρύβεται από κινδύνους και να ζει τη ζωή του ωσάν πυροσβέστης τρέχοντας να προλάβει να σβήσει τις φωτιές που άναβαν ασταμάτητα. Τα ανήσυχα χνάρια του ακολούθησε η Ελληνίδα Μάνα που σουλουπώθηκε, πήρε ό,τι συσκευές, έγινε Ελληνίδα Μανούλα και με τα σόσιαλ βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό -καλή ώρα- καθώς μαζί με τη μπουγάδα, άπλωσε και τις άπειρες ανησυχίες της σε κοινή θέα, μόνο για να ενθαρρύνει ομοιοπαθούσες και μη, να ξεσαλώσουν. Η ανησυχία είναι η πιο κολλητική ασθένεια και επεκτάθηκε τόσο που το “τί κάνεις; -καλά” έγινε εύκολα “τί κάνεις; -τί να κάνω με το τάδε και το δείνα”. Όπου τάδε και δείνα βάλτε μία από τις άπειρες ανησυχίες που μας ταλανίζουν επί χίλια όταν αποκτήσουμε πιτσιρίκια και που τα σοφά ρητά του παρελθόντος τύπου “οι άντρες δεν κλαίνε” και “πονάνε ωρέ τα παλικάρια”, δεν κατάφεραν να κρατήσουν τουλάχιστον το ισχυρό φύλο μακριά από την ομαδική δημόσια Ανησυχία. Οι πιο παλιοί δε, οι λίγο πιο τυχεροί που μεγάλωσαν με ένα τσικ πιο μαζεμένη, ελεγχόμενη και πιο καθωσπρέπει πληροφορία, τα έχουν δει όλα για όλα. Το σόι όταν με παίρνει τηλέφωνο πια, βάζει πάντα την ειδησεογραφία της ημέρας πάνω πάνω στη λίστα με τις μόνιμες μεγάλες ανησυχίες, -με πρώτη κλασικά την Τουρκία για τουλάχιστον την τελευταία διετία-, τί σχολίασαν οι δημοσιογράφοι και τί κατάλαβε ο καθείς ότι μας κρύβουν από το ύφος τους. Τη δεύτερη θέση κερδίζει πάντα η σύνταξη. Και όχι άδικα.

    Ο εγκέφαλος άμα μπει στο τριπάκι της ανησυχίας δεν θέλει μετά πολλά. Ένα σπρωξιματάκι και δεν σταματά να τρέχει. Ακόμη και τα καλά νέα είναι πλέον πηγή τρομάρας. Η επιστήμη ανακοινώνει πως είκοσι ολόκληρα χρόνια προστίθενται στο προσδόκιμο ζωής μας και ποιά η πρώτη σκέψη του Ανήσυχου Εγκεφάλου; “Ελπίζω να μην πάθω άνοια ή ελπίζω να μην μου τελειώσουν τα λεφτά πριν πεθάνω”. Αν το σκεφτείς, ακόμη και το κείμενο αυτό, αφορά την ανησυχία για τις ανησυχίες μας. Μύλος.

    Ναι, να σοβαρευτώ, η ανησυχία και ο φόβος ως ένα σημείο είναι απαραίτητα στοιχεία για την επιβίωση, την πρόοδο και την προστασία μας, όμως το μέτρο ξεπεράστηκε, κάνουμε σαν να είναι φυσιολογικό τόσο άγχος ενώ έχουμε ήδη καεί μέσα – έξω, εμείς και όπως φάνηκε και η επόμενη γενιά. Και φυτιλιάζουμε κι όσους άλλους ανυποψίαστους έμειναν γιατί δεν παίζει τόσο φόβο να μην τον μοιραστείς, θα σκάσεις – καλή ώρα. Κι έτσι, ενώ όλα τριγύρω κάνουν τα πάντα για να μας ανησυχήσουν όλους, πολύ και για τα πάντα, όταν επιτέλους το καταφέρουν, η λογική πατάει πόδι και σου λέει σταμάτα τώρα γιατί θα πάθει η υγεία σου. Και μετά όλοι μαζί ψάχνουμε τρόπους να πατήσουμε το κουμπί και να γίνει απόλυτη ησυχία ή έστω μεγαλύτερη φασαρία βρε αδελφέ να μην ακούμε τις ανησυχίες μας. Και γίναμε πολύ εφευρετικοί. Διαλογισμός, γιόγκα, ψυχολόγοι, απομόνωση, τεχνοφοβία, σόπιν θέραπι, Χριστούγεννα, μελομακάρονα, σόι.

  • Εκπαιδευτική τηλεόραση

    Μπορεί μέχρι χθες η τηλεόραση να υπηρετούσε σκοπούς ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, ακόμη και εκπαίδευσης όπως ισχυρίζονταν κάποτε ιδιωτικά και δημόσια κανάλια, όμως σήμερα δεν είναι σε θέση να υπηρετήσει στοιχειωδώς κανέναν από αυτούς τους σκοπούς. Ή μάλλον μπορεί αλλά όχι με την καλή έννοια. Μέχρι να συντονιστεί στην εποχή μας ή να κρύψει καλύτερα τη μιζέρια και τους ύποπτους σκοπούς της, η τηλεόραση για τους περισσότερους, ζει ανάμεσά μας σχεδόν χωρίς -καλό- λόγο. Αλλά ζει. Και παραδόξως βασιλεύει.

    Λέγοντας τηλεόραση φυσικά, μιλώ για την υπηρεσία, τα ελληνικά κανάλια που ξέμειναν να μας ταλαιπωρούν και όχι τη συσκευή με την οποία πλέον μπορείς να κάνεις πάρα πολύ χρήσιμα πράγματα όπως να δεις video on demand με τραγουδάρες από το YouTube, άπειρες ταινίες και επιτέλους γαμάτες σειρές, να παίξεις παιχνίδια ή έστω, να σου προσφέρει μια περίοπτη θέση να στολίσεις ένα σεμεδάκι για να το δει στη γιορτή η γιαγιά που στο ‘φτιαξε. Τηλεόραση εννοώ τα ελάχιστα ελληνικά κανάλια που εκπέμπουν ό,τι να ‘ναι στο σπίτι των γονιών μας αλλά και κάθε ηλικιωμένου όπως και δήποτε, ενώ η μόνη επιλογή που τους δίνεται είναι είτε να διαλέξουν ποια “σούπα” θα δουν είτε να την κλείσουν. Μα η δεύτερη επιλογή είναι περίπου σαν μύθος στα κεφάλια τους, σαν να μην την είχαν ποτέ. Κανείς τους δεν την έχει κλείσει.

    Έβλεπα τηλεόραση φανατικά καθημερινά, ό,τι βλεπόταν και δεν βλεπόταν μέχρι πριν περίπου 10 χρόνια. Πλέον, βλέπω τηλεόραση αποσπασματικά τις λίγες μέρες κάθε χρόνο που βρίσκομαι στην Ελλάδα, σε όλα σχεδόν τα σπίτια ηλικιωμένων συγγενών που επισκέπτομαι και κάθε φορά οι τόνοι ανεβαίνουν όλο και περισσότερο, οι ειδήσεις που υπο κανονικές συνθήκες θα προσπέρναγες γίνονται πρώτο θέμα με όλο και πιο έντονη δραματική μουσική και πάντα έναν ή και δύο “ειδικούς” να τις αναλύουν, ή μάλλον να υπεραναλύουν οτιδήποτε δεν πρέπει να αναλύσουν και περιέργως να αγνοούν ή να μην αναφέρουν καν όσα θα έπρεπε να συζητούν, να προτείνουν αληθινές, απτές και επιστημονικά τεκμηριωμένες αιτίες και λύσεις.

    Φασισμός, λαϊκισμός, έλλειψη δημοκρατίας, έλλειψη ελευθεροτυπίας, περιβάλλον. Θέματα τζιζ που κανείς “ειδικός” δεν θα σου αναλύσει ποτέ. Και οι μέρες περνούν. Δυσάρεστα και τρομακτικά. Αλλά για κάποιο λόγο, εθίζεσαι. Κι αν στ’ αλήθεια τύχει μια μεγάλη είδηση, μια σοβαρή εξέλιξη, μια θεομηνία πραγματική, τότε εκεί μιλάμε για υπερθέαμα από τα λίγα με ελάχιστη πάντα αναφορά στο μετά. Την τηλεόρασή μας δεν την ενδιαφέρει το μετά αν δεν είναι τόσο δραματικό όσο το τώρα – βλέπε “Φύσσας”, “Μάτι” και “Γρηγορόπουλος” όταν δεν είναι η επέτειος της “αποφράδας μέρας” και κυρίως όταν δεν παίζουν ιδιαίτερα μπάχαλα στο γυαλί.

    Αλλά δεν είναι μόνο οι ειδήσεις. Στην ελληνική τηλεόραση οι περισσότερες γυναίκες είναι χαζές ή μάλλον οφείλουν να δείχνουν χαζές και φέρονται περίεργα, ενώ οι άνδρες διακόπτουν, φωνάζουν χωρίς λόγο, κοιτούν αδιάκριτα, σχολιάζουν τις γυναίκες αδιάκριτα και φέρονται σαν γόηδες ακόμη κι αν δεν βλέπονται. Το χειρότερο, όλοι αυτοί οι “ιδιαίτεροι” και πολύ συγκεκριμένοι τύποι ανθρώπου που ευδοκιμούν στις τηλεοράσεις μας, έχουν εν τέλει ένα και μοναδικό αποτέλεσμα. Δεν ψυχαγωγούν και δεν ενημερώνουν. Μόνο εκπαιδεύουν. Η τηλεόρασή μας είναι άκρως εκπαιδευτική. Απόδειξη, οι κλώνοι τους όπου γυρίσεις και σταθείς. Μας μαθαίνει από το πώς να ντυνόμαστε, μέχρι πώς να φερόμαστε και να μιλάμε. Εντελώς διαφορετικά για κάθε φύλο, είναι σημαντικό φαίνεται αυτό.

    Σέβομαι το γεγονός πως η τηλεόραση είναι παρέα για τους μοναχικούς όπως ήταν κάποτε το ραδιοφωνάκι για τους ακόμη παλιότερους. Καταλαβαίνω πως λίγοι μπορούν να ξοδέψουν καθημερινά χρήματα για να ενημερώνονται από εφημερίδες ενώ τόσα χρόνια συνήθειας να πατάς ένα κουμπί και να έχεις στο σαλόνι σου ένα σπάνιο freak show και μάλιστα ενώ καθαρίζεις τα φασολάκια σου, δεν είναι λίγο. Καταλαβαίνω ακόμη πως η τηλεόραση είναι το “παράθυρο” στον κόσμο για όσους δεν μπορούν να κάνουν χρήση του διαδικτύου -που ακόμη κι αν τα καταφέρουν, οι περισσότεροι λειτουργούν ακριβώς όπως έμαθαν να λειτουργούν την τηλεόραση: δύο – τρία συγκεκριμένα “κανάλια” και αυτό ήταν όλο. Διότι κάθε μέσο, ακόμη και ένα τόσο πολλά υποσχόμενο και ευρύ όπως το internet, όταν “μολυνθεί” από τους τηλεορασάνθρωπους μπορεί να γίνει ίδιο και χειρότερο.

    Αυτό που δεν καταλαβαίνω λοιπόν είναι πώς αφήσαμε το παράθυρο αυτό στον κόσμο που λέγεται “τηλεόραση”, να γίνει το κύριο παράθυρο στον κόσμο για τους περισσότερους, πώς αφήσαμε τόσο πολύ καιρό να τους εκπαιδεύει για έναν άλλο κόσμο, χωρίς ήθη, ηθική και φρένο. Χωρίς καμία απολύτως αλήθεια και υπερβολικά κακή αισθητική. Κι απ΄ότι φαίνεται, τόσα χρόνια εκπαίδευσης σε άθλια εικόνα, άθλιο τρόπο σκέψης και σε άθλια πρότυπα συμπεριφοράς, απλά δούλεψαν.

    Η παιδεία, η κρίση, οι πολιτικοί, η κακή μας κατάσταση, μάλλον όλα αυτά είναι τα μεθεόρτια. Το πιθανότερο, ακόμη και όσοι δημιουργούν τα τηλεοπτικά προγράμματα, να μην έχουν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς έχουν κάνει. Πόσο πολλή τηλεόραση έχουμε δει και πόσο μας έχει γαλουχήσει.

    Τα προγράμματα, αντί για σήμα που να προειδοποιεί για την καταλληλότητα ανάλογα την ηλικία, θα έπρεπε να έχουν μονάχα προτεινόμενο χρόνο έκθεσης. Διότι δεν έχει καμία σημασία ποιος θα δει οτιδήποτε πια στην τηλεόραση, καθώς η ποιότητα είναι μόνο μία και όπως αποδεικνύεται, ακατάλληλη σε κάθε περίπτωση. Ό,τι ηλικία κι αν έχεις, αρκεί να δεις ένα δεκάλεπτο πρωινάδικα ή ειδήσεις για να σου καταστρέψει χρόνων εκπαίδευσης και λογικής. Άρα το μόνο ουσιαστικό μέτρο απεξάρτησης είναι να πέφτει σήμα πόσο χρόνο επιτρέπεται κανείς να εκτεθεί σε κάθε τηλεοπτική εκπομπή.

    Ίσως έτσι -μαγική σκέψη αλέρτ απομακρύνετε τους αισιόδοξους από την οθόνη- ξεκινήσουμε πάλι να συζητάμε μεταξύ μας, να φερόμαστε και να μοιάζουμε με ανθρώπους, να αλλάξουμε πρότυπα και να αρχίσουμε να θαυμάζουμε όσους στ’ αλήθεια προσφέρουν ή αλλάζουν τον κόσμο, ίσως αρχίσουμε πάλι να σκεφτόμαστε. Λογικά εννοώ.

  • Ο καλός, ο κακός και ο ανεπίδεκτος

    Πολλά πράγματα δεν καταλαβαίνω τελευταία, όμως το πιο εκνευριστικό αφορά την μειωμένη έως καθόλου χρήση της τεχνολογίας για τη λύση του πολιτικού προβλήματος. Βρισκόμαστε σε ένα αρκετά προχωρημένο τεχνολογικά σημείο ώστε να συζητάμε για κβαντικούς υπολογιστές και να θέτουμε ηθικά ζητήματα σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε ασύλληπτους υπολογισμούς σε δευτερόλεπτα, να παράγουμε από προϊόντα μέχρι κείμενα εξ’ ολοκλήρου από μηχανές, να επικοινωνούμε, να δουλεύουμε, να σπουδάζουμε χάρη στην τεχνολογία και σε αρκετές περιπτώσεις να εμπιστευόμαστε ακόμη και τις ζωές μας σε αυτήν. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί όλη αυτή η γνώση σνομπάρεται τόσο πολύ επιδεικτικά όταν αφορά το κόμμα που ψηφίζουμε, την πορεία μιας χώρας, τα αποτελέσματα κάθε κυβέρνησης και εν τέλει το iq των ψηφοφόρων.

    Θα ήθελα πάρα πολύ, πέρα από την περιβόητη diavgeia -που με τόση χύμα πληροφορία μάλλον tholoura θα έπρεπε να λέγεται- να δω και λίγη φιλτραρισμένη πληροφορία και αντικειμενικά δεδομένα και συμπεράσματα που δεν θα μπορεί κανένα κόμμα να επηρεάσει, να αλλάξει ή να διανείμει όπως το βολέψει, αλλά που.

    Η ερώτηση για παράδειγμα, “πώς τα πήγε ο Δήμος Τάδε την τελευταία διετία” θα μπορούσε να είναι μια ενιαία ολοκληρωμένη έκθεση δημοσιευμένη κάθε διετία και φτιαγμένη αυτόματα από προγράμματα που θα φιλτράρουν, θα υπολογίζουν και θα συνθέτουν κάθε πληροφορία που θα αφορά την περίοδο διακυβέρνησης ενός δήμου. Και θα γίνεται για όλους τους δήμους, σου αρέσει ή όχι.

    Το συμπέρασμα πως ο Δήμος Τάδε τα πήγε “καλά”, “πολύ καλά”, ή “τραγικά” δεν θα είναι απλά η αίσθηση ενός πολίτη ανάλογα την προσωπική του εμπειρία, ούτε τα λόγια ενός πολιτικού ανάλογα το κόμμα που ανήκει. Δεν θα είναι ακόμη, η γνώμη ενός δημοσιογράφου που το κανάλι του έχει συγκεκριμένη γραμμή, ούτε μια εν μέρει ερμηνεία των αριθμών από έναν τεχνοκράτη. Το συμπέρασμα “καλά” ενός τέτοιου προγράμματος αξιολόγησης, θα έχει από πίσω του συγκεκριμένη μεθοδολογία και κριτήρια για να προκύψει, όπως γίνεται για παράδειγμα τόσα χρόνια με τα προγράμματα αξιολόγησης των ιδρυμάτων εκπαίδευσης παγκόσμια. Για να μπει ένα ίδρυμα εκπαίδευσης στα δέκα καλύτερα του κόσμου πρέπει να έχει επιτύχει πολύ συγκεκριμένους στόχους. Και δεν μπορεί ούτε να ξεγελάσει, ούτε να “πειράξει” απολύτως τίποτε από τη διαδικασία αυτή.

    Αν καταφέρναμε λοιπόν και “τρέχαμε” ένα ανάλογο πρόγραμμα με κοινά συμφωνημένα κριτήρια για τα κόμματα, για κάθε πολιτικό και για τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, τότε τα αποτελέσματα κάθε κυβέρνησης από την αρχή της ιστορίας μας μέχρι σήμερα, πέρα από άκρως ενδιαφέρον εγχείρημα, ίσως έκαναν τη χρήση της τεχνολογίας στην ακριβή και αντικειμενική αξιολόγηση της πολιτικής απαραίτητη και επιτέλους κάτι να άλλαζε.

    Ως άνθρωποι το έχουμε πολύ ανάγκη αυτό, διότι ίσως έτσι αρχίσουν τα πράγματα να παίρνουν λίγο πιο ρεαλιστικές διαστάσεις στα κεφάλια μας. Χρειαζόμαστε να συνδέσουμε ξανά τις έννοιες και τη λειτουργία της πολιτικής με τον πραγματικό κόσμο. Γιατί από εκεί ακριβώς καταλήγω, πως ξεκίνησε το μεγάλο και άλυτο σημερινό πρόβλημα των παράλληλων κόσμων που συνυπάρχουν στην Ελλάδα. Οι λέξεις και οι έννοιες έγιναν τόσο λάστιχο για να χωρέσουν στα παράλογα μέτρα και σταθμά κάθε απίθανου, με αποτέλεσμα να μην έχουν πια κανένα αντίκρισμα στον πραγματικό κόσμο.

    Ο καθένας σήμερα μπορεί να είναι αποτελεσματικός, χρήσιμος, ποιοτικός, ελλιπής και καταστροφικός, ακόμη και ταυτόχρονα. Και να μην τρέχει και τίποτα. Ακριβώς επειδή όλα αυτά πλέον στα κεφάλια μας, δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε. Δεν μεταφράζονται καν σε κάτι θετικό ή αρνητικό, ή τέλος πάντων, όχι σε όλους και όχι για πολύ. Και σίγουρα όχι με το ίδιο βάρος. Άλλη γλώσσα μιλάμε και χτίζουμε μόνοι μας τον Πύργο της Βαβέλ βομβαρδίζοντας ο ένας τον άλλον με λέξεις. Οι πιο πομπώδεις νικούν για λίγο και μετά ψοφάνε για πάντα. Όσες φορές κι αν τις ξανακούσεις δεν σημαίνουν απολύτως τίποτε. Έχουν καεί. Οι μόνοι νικητές στο παιχνίδι αυτό είναι όσοι χρησιμοποιούν πιο συχνά, τις πιο πολλές νέες λέξεις. Κρύβονται πίσω τους καθώς αυτές καίγονται και οι υπόλοιποι χάσκουμε σε ένα πυκνό σύννεφο ό,τι ‘ναι υποθέσεων, συμπερασμάτων και προσμονής. Αρκεί λοιπόν κάποιος να ορίσει ξανά τις έννοιες, με πολύ συγκεκριμένες ερμηνείες.

    Ίσως εάν ένα πολύπλοκο σύστημα ορίσει με δεδομένα τί είναι “καλός”, “μέτριος”, “αποτελεσματικός” και “αναποτελεσματικός” από την αρχή, ίσως μάθουμε να τα χρησιμοποιούμε σωστά. Κανείς δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει αλλά ούτε και να υπερεκτιμήσει πια το “πολύ καλά” ενώ η έννοια αυτή δεν θα πια είναι αόριστη, ούτε θα μπορεί κάποιος να την πει ειρωνικά ή υποτιμητικά για να κερδίσει εντυπώσεις. Το “καλά” θα είναι καλύτερο από το “μέτρια” για πολύ συγκεκριμένους λόγους που κανείς δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει ή να κάνει λάστιχο.

    Κι αν όλη αυτή η διαδικασία φαίνεται περιττή, ή μάλλον μπελαλίδικη για να ασχοληθεί κανείς, τότε ίσως έχω ένα πιο ισχυρό επιχείρημα. Η άσκηση της πολιτικής δεν θα είναι προνόμιο πλέον, μα πολύ σκληρή εργασία. Ο πολιτικός θα αποκτήσει συγκεκριμένο job description με αληθινούς και πολύ δύσκολους στόχους και ό,τι στοίχημα θες, δεν θα προλαβαίνει -ή δεν προβλέπεται- να δίνει τις μάχες αποκλειστικά στην επικοινωνία. Τώρα που το σκέφτομαι, η επικοινωνία δεν θα χρειάζεται καν να βρίσκεται ανάμεσα στα κριτήρια της αξιολόγησης. Όμορφος κόσμος, ηθικός, μηχανικά πλασμένος.

  • Νεο-άστεγοι

    Αρκεί κάποιος να ακούσει τις δημόσιες συζητήσεις ανοίγοντας ραδιόφωνο για λίγα λεπτά για να έχει μια ακόμη καλύτερη ιδέα για τον εμμονικό τρόπο με τον οποίο εκπαιδευόμαστε να εγκλωβίζουμε το μυαλό σε αδιέξοδα και λάθος τρόπο σκέψης μην τυχόν και ξοκείλουμε βήμα από την προκαθορισμένη αγενή και παράλογη πορεία μας.

    Συζητήσεις επί συζητήσεων για το αν θα πρέπει να απαγορευτεί το κάπνισμα στους κλειστούς χώρους, με επιχείρημα τα μικρά παιδιά ή το αν θα πρέπει να υποχρεώσουμε τους παππούδες στα χωριά να πίνουν τον καφέ τους “ορφανό” (ναι το άκουσα κι αυτό). Συζητήσεις (ή μάλλον καυγάδες) για το αν είμαστε αρκετά ελεύθεροι ή όχι ώστε να μπορούμε να ψήνουμε σουβλάκια χοιρινό έξω από τους προσφυγικούς καταυλισμούς -χιλιάδων πεινασμένων_απλά_όχι_για_χοιρινό και αυτό μάλλον είναι προκλητικό.

    Ερώτηση “σημαντική για να βγάλουμε ψύχραιμα συμπεράσματα” αν ο Λιάγκας έχει γιους ή κόρες και ανάλογα να κρίνουμε αν δικαιολογείται να γελά δημόσια με την σεξουαλική παρενόχληση της φοιτήτριας -για την οποία πλέον το σκυλομετανιώνει αλλά μόνο επειδή έγινε ρόμπα και αυτός και τα νούμερα της εκπομπής του (λογοπαίγνιο αλέρτ).

    Πύρινα λογύδρια για την ελευθερία εντός των πανεπιστημίων που αντί για ελευθερία λόγου, απόψεων και ιδεών τελικά αυτό που συνήθως αφορούν στο δια ταύτα είναι η ελευθερία να τα κάνουμε λαμπόγυαλο ξανά και ξανά χωρίς φόβο να μας μπουζουριάζουν -και που το κράτος για άλλη μια φορά, αυτόματα μετάφρασε σε ντου, λαμπόγυαλο και μπουζούριασμα όλων ανεξαιρέτως δίχως αύριο.

    Και παραπέρα, ο κόσμος που συναναστρέφεται και συναντά κανείς καθημερινά, οι περαστικοί, οι οδηγοί των αυτοκινήτων, οι πωλήτριες και τόσοι άλλοι, όταν αποτελούν μόνιμη πηγή δυσφορίας και θυμού, όταν είναι κατά βάση από αγενείς έως βάρβαροι, από παράλογοι έως παρανοϊκοί, αυτό είναι ένα καλό δείγμα του παρελθόντος, του παρόντος αλλά και του μέλλοντος μιας χώρας. Όσοι νόμοι κι αν ψηφιστούν, όσοι κι αν βάλουμε να αστυνομεύουν τους δρόμους και τα κτήρια, όσα χρόνια κι αν περάσουν, κάποια πράγματα μπορεί να είναι νομιμότατα μεν καθοριστικά για την κακή πορεία ενός τόπου δε.

    Αν το δεις λίγο πιο αποστασιοποιημένα είναι λες και κάνουμε κάστινγκ σε μια συγκεκριμένη ομάδα ικανών εκπροσώπων αυτών των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, για να τους βλέπουμε καθημερινά σε περίοπτες θέσεις ώστε να μην ξεχνιόμαστε και για να μην τα χάσουμε ποτέ από τη ζωή μας, να μην αλλάξει τίποτε. Και μετά παίρνουμε πρότυπα αβέρτα.

    Το πιο ενδιαφέρον, όλα αυτά, σαν άλλος Νόμος του Godwin καταλήγουν πάντα στη δημοκρατία και πως αναγκαστικά οφείλουμε να τα ανεχτούμε ως ελεύθεροι και δημοκρατικοί άνθρωποι. Ναι, είμαστε δημοκρατία, ναι είμαστε ελεύθεροι να φερόμαστε όπως νιώθουμε και να συζητάμε τα πάντα, παντού. Τί είδους σκέψη όμως και δη λογική σκέψη θα μπορούσε ποτέ να έχει δοσμένη αρχή και τέλος; Και μάλιστα με όρους σόου; Λυγμοί, αίμα, φόβος και σπέρμα σφηνώνονται με το ζόρι σε κάθε ιδέα, μην αφήνοντάς την να ακολουθήσει την ομαλή πορεία της στον πραγματικό κόσμο ή όχι.

    Ο τρόπος σκέψης είναι συγκεκριμένος και φτάνει μέχρι ένα επίπεδο αυστηρά, καθώς δίνεται σε έτοιμα templates, κόκκινα, κίτρινα ή μπλε για να συμπληρώσουμε απλά τις λεξούλες που λείπουν. “Το άσυλο των πανεπιστημίων είναι ιερό”. Συμπληρώστε παρακαλώ την ελεύθερη σκέψη σας. Και απ΄την άλλη “Τα κωλόπαιδα που ρημάζουν τα πανεπιστήμια”. Συμπληρώστε την ελεύθερη σκέψη σας. Αυτό δεν είναι ελευθερία. Αυτό είναι έτοιμα κουτάκια που καλείσαι απλά να βάλεις πινελιές, να σου πουν μπράβο και να συνεχίσει το τίποτα. Το “ναι μεν αλλά” δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μας.

    Politically homeless (πολιτικά άστεγος) είναι ο αγαπημένος μου όρος όταν θέλω να περιγράψω το πώς νιώθουν πολλοί λίγο πριν από κάθε εκλογές. Πολιτικά άστεγοι είναι εκείνοι που δεν μπορούν να βρουν ένα πολιτικό κόμμα να ταυτιστούν, να εκπροσωπεί τις απόψεις και τις ιδέες τους. Μόνο που πια δεν αρκεί να περιγράψει το χάσμα.

    Αυτό που νιώθουν κάποιοι σαφώς λιγότεροι αλλά αρκετοί ανάμεσά μας, είναι όχι μόνο πολιτικά αλλά και αξιακά και πολιτισμικά άστεγοι καθώς όχι μόνο δεν ταυτίζονται με κανένα πολιτικό κόμμα, αλλά και με κανέναν άνθρωπο, έστω να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Εδώ, η έλλειψη ταύτισης, ακόμη και του βασικού τρόπου σκέψης έχει ξεπεράσει κατά πολύ την πολιτική και έχει απλωθεί παντού μετατρέποντας ανθρώπους σε κανονικότατους ξένους.

    Οι νεο-άστεγοι ξεχωρίζουν εύκολα πια. Συνήθως θυμώνουν πολύ και μάλιστα χωρίς να υπάρχει κάμερα τριγύρω, χρησιμοποιούν το απαγορευμένο “ναι μεν αλλά” προκλητικά πολύ, δεν βλέπουν ποτέ τον Λιάγκα μα ούτε και τηλεόραση, ζητούν λύσεις από τα κράτη αντί να τα βάζουν με πρόσφυγες και παίρνουν templates από όλους ανακατεύοντας εκνευριστικά λέξεις και δοσμένα νοήματα.

    Κυρίως, όλα αυτά, δεν τα βλέπουν ως πρόβλημα που οφείλει κανείς να το αντιμετωπίσει με θετική σκέψη, θετική στάση απέναντι στη ζωή, αλληλεγγύη και κατανόηση. Γνωρίζουν καλά πως δεν έχει κανένας τους πρόβλημα θυμού ή έλλειψη ευγένειας και χαμόγελου. Δεν φταίει καθόλου πως είναι μίζεροι και γρουσούζηδες και πολλά άλλα που τους καταλογίζονται ανά καιρούς. Αντίθετα, είναι ειλικρινά θυμωμένοι με όσα βλέπουν και αρνούνται να λύσουν το πρόβλημα απλά με θετική στάση ζωής, τουλάχιστον μέχρι να έχουν πραγματικά δεδομένα που να την εμπνεύσουν και όχι έτοιμη προπαγάνδα, με θέμα τη μεγάλη μείωση της ανεργίας, τις επενδύσεις που έρχονται και τη νέα καλύτερη ημέρα που μας ξημέρωσε.

  • Σπίτι σου

    Μέχρι πρόσφατα άκουγα συχνά στο ραδιόφωνο τη συμπαθητική καμπάνια της εταιρείας Stoiximan με τίτλο “try this at home” με σκοπό να επαναπατρίσει Έλληνες του εξωτερικού. Όπως ανέφερε και στα σχετικά δελτία τύπου, η εταιρεία δημιούργησε 600 θέσεις εργασίας και προσέφερε ένα ελκυστικό πακέτο αμοιβών για όσους θα έπαιρναν τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Το πακέτο αυτό χονδρικά περιλάμβανε 3 επιπλέον μισθούς, κάλυψη ποσού 2.000 ευρώ για τα έξοδα εγκατάστασης, ένα δωρεάν πακέτο κινητής αλλά και ανάθεση βοηθού για να προσφέρει καθοδήγηση και βοήθεια σε διαδικαστικά θέματα όπως άνοιγμα λογαριασμών, εύρεση σπιτιού και φυσικά, με τη γραφειοκρατία. Σκοπός όπως διαφήμιζε η εταιρεία ήταν “να μετατρέψει το brain drain σε brain gain”.

    Αρκεί βέβαια να επισκεφθεί ακόμη και σήμερα κάποιος τη σελίδα με τις ανοιχτές θέσεις για να διαπιστώσει πως αυτές αφορούν κυρίως προγραμματιστές και γενικά ανθρώπους που αν ήθελαν να γυρίσουν (και μάλιστα με τους μισθούς της Ελλάδας, δεν κρατιέμαι να μην προσθέσω) θα έβρισκαν δουλειά από το σπίτι για μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού και μάλιστα όποτε το ήθελαν και με πολλά περισσότερα προνόμια. Καλή η προσπάθεια και συγκινητική -για αρκετούς από τους ομογενείς των Ελλήνων του Εξωτερικού και λοιπών γκρουπ που φτιάχνουμε στο Facebook όταν μεταναστεύουμε για να κλαιγόμαστε μεταξύ μας για φέτα και πιτόγυρα- αλλά στην πραγματική ζωή δεν παίζει τέτοιο πράγμα.

    Κι αν μέχρι χθες είχαμε τις επιφυλάξεις μας ως προς τους λόγους που έκαναν κοντά μισό εκατομμύριο Έλληνες να φύγουν, και δη τους περισσότερο μορφωμένους, σήμερα υποστηρίζεται και από έρευνες, το γεγονός πως όσοι έφυγαν δεν το έκαναν πρώτα για οικονομικούς λόγους. Σύμφωνα λοιπόν με την πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου Brunel του Λονδίνου, οι 427.000 Έλληνες που έφυγαν από την Ελλάδα, δεν το έκαναν λόγω ανεργίας και ανέχειας. Ναι, η ανεργία ήταν υψηλή και οι φόροι το ίδιο, όμως αυτά όπως φάνηκε ήταν μόνο το κερασάκι στην τούρτα που ήταν ληγμένη εδώ και καιρό. Μπορεί η ανεργία να οξύνθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης όμως όσα αναγκαστικά χειροτέρεψε, έκαναν τόσο άσχημη την καθημερινότητα ακόμη και πολλών από όσους είχαν ήδη δουλειά, που τους ανάγκασε να ψάξουν ένα ανθρώπινο και πολιτισμένο περιβάλλον μακριά από τη χώρα.

    Η αδικία, η γραφειοκρατία, τα οικονομικά σκάνδαλα, ο εξουθενωτικός ανταγωνισμός στον επαγγελματικό στίβο και γενικά, όλες οι χρόνιες δυσλειτουργίες της ελληνικής κοινωνίας έγιναν σχεδόν αφόρητες, αφήνοντας σε πολλούς ως μόνη λύση τη μετανάστευση. Έτσι, ειδικά όσοι είχαν υψηλά προσόντα και άρα περισσότερες ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον, έδωσαν προτεραιότητα στην ποιότητα της ζωής τους και όχι όπως νομίζαμε, απλά στην εύρεση εργασίας ή έστω, σε καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες ευκαιρίες για την καριέρα τους. Άλλωστε από την έρευνα προκύπτει πως το εντυπωσιακό 68% των ανθρώπων που έφυγε δεν ήταν ούτε χρόνια άνεργοι, ούτε είχαν άμεση οικονομική ανάγκη να το κάνουν. Ήταν εργαζόμενοι και απλά παραιτήθηκαν για να ξενιτευτούν. Μπορεί σε πολλούς να μας μοιάζει ανήκουστο αυτό, αν λάβουμε υπόψη τα υψηλά τους προσόντα, καθώς ακόμη κι αν δεν είχαν εργασία τη δεδομένη στιγμή δεν θα είχαν φόβο ανεργίας αν έμεναν στην Ελλάδα, ή τελοσπάντων ο φόβος τους δεν θα ήταν μεγάλος. Παρόλα αυτά επέλεξαν να μεταναστεύσουν μακριά από το χάος ενώ μάλιστα, το ένα τρίτο επέλεξε να πάει στη Γερμανία (και αυτό δεν είναι τυχαίο φυσικά, άλλωστε η προπαγάνδα τόσων χρόνων μετανάστευσης των Ελλήνων στη Γερμανία ήταν ανελέητη για να επιλέξεις μια οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη χώρα). Το θέμα βέβαια, είναι πως ακόμη και οι ανειδίκευτοι που επέλεξαν να φύγουν, ακόμη και όσοι επέλεξαν τις “δύσκολες” χώρες όπως η Γερμανία που έχεις να μάθεις και τη γλώσσα ή κάνουν λιγότερο καλοπληρωμένα επαγγέλματα, ακόμη και αυτοί λοιπόν, απολαμβάνουν περισσότερα προνόμια από ότι πριν και σίγουρα την πολυπόθητη ψυχική ηρεμία τους.

    Κι αν δεν υποψιάζεσαι ποιοι θα είναι οι αμέσως επόμενοι που θα φύγουν, ετοιμάσου για έκπληξη. Και εξηγούμαι. Θα περίμενες που λες, μετά από τέτοιο μεγάλο κύμα μετανάστευσης, τουλάχιστον όσοι έμειναν πίσω να απολαμβάνουν λίγο καλύτερες συνθήκες εργασίας ή έστω λιγότερες διακρίσεις και ανισότητες -αν όχι λιγότερη ανεργία εντελώς καθώς μην το ξεχνάμε, μισό εκατομμύριο ενεργό εργατικό δυναμικό της χώρας μάς άδειασε τη γωνιά. Παρόλα αυτά, η ανεργία και οι διακρίσεις μαστίζουν ακόμη και ακόμη περισσότερο τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Το τρομακτικό 60% των ατόμων από 55 έως 64 ετών, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Eurostat είναι άνεργοι και μάλιστα, είμαστε στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης στις ηλικίες αυτές. Και δεν θα χρειαζόμασταν καμιά έρευνα να μας το πει αυτό, διότι αρκεί ένα ταξίδι σε μια οποιαδήποτε σύγχρονη χώρα για να σου φανεί παράταιρη η ηλικία των εργαζομένων, ειδικά σε πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ. Βλέπεις το μάτι μας δεν το έχει συνηθίσει αυτό, χώρια που είναι ζήτημα να πετύχεις αγγελία που να μην μιλά για νέους και νέες, πάντοτε εμφανίσιμους και πολλές φορές, καθότι όχι τόσο νόμιμο, αναγράφουν με bold το ηλικιακό όριο. Μετά τα 35 δεν υπάρχεις. Πόσο μάλλον μετά τα 55.

    Στη μεγάλη συζήτηση λοιπόν για το άσυλο των πανεπιστημίων και τους μπαχαλάκηδες, τη στάση του καθενός στο προσφυγικό, το αηδιαστικό της συμπεριφοράς του Λιάγκα, του Τράγκα και των λοιπών γραφικών που ξέμειναν στην ελληνική σόου μπιζ θα είχα να προσθέσω πολύ γενικώς, don’t try this at home.

  • Μέρα Νύχτα Τρόμου

    Ένα δεκατετράχρονο μαχαιρώνει τη μητέρα του μέσα στη νύχτα και η εφημερίδα που βγάζει πρώτη την είδηση, μόλις λίγες ώρες μετά, έχει αποφανθεί για το αίτιο. Τι άλλο; Τα βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ο τίτλος έγραφε: “ΝΥΧΤΑ ΤΡΟΜΟΥ σε σπίτι στα ΚΑΜΙΝΙΑ: Κοριτσάκι που έπαιζε βίαια παιχνίδια σε tablet, σηκώθηκε και μαχαίρωσε τη μητέρα του ενώ κοιμόταν”.

    Καταγράφει με λεπτομέρεια δε, τη ΝΥΧΤΑ ΤΡΟΜΟΥ: “Την περασμένη Πέμπτη, γύρω στις 02:30 τη νύχτα, το ένα από τα δύο κοριτσάκια δεν μπορούσε να κοιμηθεί και για αυτό πήρε στα χέρια του ένα τάμπλετ, αρχίζοντας να χαζεύει στο διαδίκτυο. Εκεί έπαιζε διάφορα πολεμικά και βίαια παιχνίδια για αρκετή ώρα. Το άλλο κοριτσάκι επειδή ενοχλήθηκε από τον θόρυβο των παιχνιδιών, άρχισε να της κάνει παρατήρηση διότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η αδελφή της όμως είχε «πωρωθεί» τόσο με τα συγκεκριμένα βίαια παιχνίδια που δεν μπορούσε να σταματήσει!

    Για να καταλήξει στο τρομακτικό μα προφανές συμπέρασμα: “Το περιστατικό αυτό, έρχεται να επιβεβαιώσει γενικότερες ανησυχίες για τι μπορεί να προκαλέσει η ανεξέλεγκτη χρήση της τεχνολογίας από παιδιά και εφήβους”. Καθαρίσαμε. Βέβαια όσοι αναδημοσίευσαν (που όχι δεν θα βάλω συνδέσμους) σημείωναν -πάντα μετά τα τρομακτικά- πως “Πληροφορίες που επικαλείται η εφημερίδα του Πειραιά “Κοινωνική”, συνδέουν το περιστατικό με βίαια, ηλεκτρονικά παιχνίδια που φέρεται να έπαιζε λίγο πριν την επίθεση η ανήλικη που μαχαίρωσε την μητέρα της. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται από την Αστυνομία”.

    Αργότερα βέβαια, θα μάθουμε πως οι “πληροφορίες” αφορούσαν απλά το γεγονός πως το παιδί έπαιξε τάμπλετ εκείνο το βράδυ. Μεγάλη η επιτυχία λοιπόν της εφημερίδας που βγαίνει να το πανηγυρίσει: “Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ «ξεσήκωσε» όλα τα ΜΜΕ της Ελλάδας με το συνταρακτικό ρεπορτάζ της”. Μάλλον διότι δεν είναι λίγο ένα ανήλικο να μαχαιρώνει τη μητέρα του και να έχεις πρωτοδημοσιεύσει την πρώτη απόπειρα φόνου στα ελληνικά χρονικά με αίτιο τα βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια.

    Όπως προκύπτει πάντως, μάλλον δεν ξέρουμε αν έπαιξε καν ηλεκτρονικά παιχνίδια το παιδί, καθώς αρχίζει το μάζεμα και οι διευκρινήσεις: “Το αν η πρωτόγνωρη συμπεριφορά αυτού του παιδιού προέκυψε από τον εθισμό σε κάποιο βίαιο videogame (που σύμφωνα με το ρεπορτάζ μας, έπαιζε εκείνη την τραγική νύχτα) είναι ζήτημα παιδοψυχολόγων και όχι αστυνομικών ή δημοσιογράφων”. Πάλι καλά. Για να φανεί βέβαια, σε τρίτη δημοσίευση, από τα λόγια του συντρόφου της μητέρας, πως τα βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια μάλλον δεν υφίσταντο στο σπίτι τους: “Η μόνη εξήγηση που έχει δοθεί μέχρι τώρα είναι ότι υπνοβατούσε εκείνη τη νύχτα. Ξύπνησε από τις φωνές της μητέρας της και υπέστη σοκ”. Μάλλον απίθανο μου μοιάζει κι αυτό, πάντως για τα βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια είπε: “Δεν θεωρώ ότι επηρεάστηκε από video games, είναι του αθλητισμού περισσότερο”.

    Το μεγάλο ερώτημά μου σε σχέση με όλο το παραπάνω δεν αφορά μόνο τα εύκολα συμπεράσματα, την αναχρονιστική και αντιεπιστημονική σκέψη, τη γρήγορη διασπορά μπαρούφας, το ερώτημά μου είναι πόσοι διάβασαν τη δεύτερη και την τρίτη δημοσίευση ώστε να έχουν όλη την πληροφόρηση για το γεγονός. Πόσοι αναγνώστες έμειναν στο πρώτο συμπέρασμα και πλέον πιστεύουν πως επειδή η μικρή έπαιξε παιχνίδια στο τάμπλετ, μαχαίρωσε τη μητέρα της. Αρκεί μια ματιά στα στατιστικά μερικών σελίδων ενημέρωσης για να διαπιστώσει κανείς πως τα κλικς τραβούν κυρίως οι πομπώδεις τίτλοι ενώ ελάχιστοι ενδιαφερόμαστε να μάθουμε πώς εξελίχθηκε μια τόσο σοβαρή είδηση και τι τελικά συνέβη στ’ αλήθεια. Εκτός φυσικά αν αυτό που συνέβη είναι εξίσου τραγικό. Αλλιώς, κουβάς.

    Για λόγους αρχείου λοιπόν και όχι μόνο, βάζω εδώ το γεγονός και ένα τσικ από την εξέλιξή του ώστε οι γονείς που μελλοντικά θα ψάχνουν τρομαγμένοι για τις επιπτώσεις που έχουν στα παιδιά τους τα βίαια ηλεκτρονικά παιχνίδια, να μην πέσουν μόνο πάνω στην πρώτη δημοσίευση για την απόπειρα φόνου που αναδημοσιεύτηκε μέχρι στην Κύπρο -σιγά μην το άφηναν να πέσει κάτω- και πετάξουν τις ηλεκτρονικές συσκευές των παιδιών τους. Δεν είναι λίγο να λαγοκοιμάσαι μην τυχόν και σε σφάξουν στο γόνατο τα ίδια σου τα παιδιά! Ναι, δεν αντιλέγω καθόλου, υπάρχουν αληθινοί φόβοι και κίνδυνοι γύρω από οτιδήποτε κάνει σήμερα ένα παιδί και ειδικά σε σχέση με την τεχνολογία αλλά μάλλον πρέπει να εξασκήσουμε λίγο παραπάνω την υπομονή και την ψυχραιμία μας ώστε να έχουμε ολοκληρωμένα τα δεδομένα και έπειτα να κρίνουμε.

    Αν υπάρχει δηλαδή ένας βάσιμος φόβος σε σχέση με τις ηλεκτρονικές συσκευές, δεν έχει να κάνει με τα παιδιά αλλά κυρίως με τους ενήλικες και τον τρόπο που ενημερωνόμαστε. Οι γρήγορες ταχύτητες ενημέρωσης, η αδυναμία συγκέντρωσης, η πλήρης ανικανότητα να διαβάσουμε ολόκληρο ένα κείμενο και όχι διαγώνια, είναι χοντροθεματάρες και δεν λύνονται προτού τις συνειδητοποιήσουμε. Ο τρόπος που ενημερωνόμαστε είναι ακριβώς όπως μια εξάρτηση. Ως πρώην καπνίστρια, έχω την ίδια δυσκολία να χαλιναγωγήσω την παρόρμησή μου να πετάγομαι από τη μια ανούσια πληροφορία στην άλλη, όπως είχα δυσκολία να στερηθώ τη νικοτίνη. Και δεν θα είχα κανένα πρόβλημα με όλο αυτό, μα είναι σαφές πια από όσα συμβαίνουν γύρω μου, πως ο τρόπος που ενημερωνόμαστε επηρεάζει τη διανοητική μας υγεία και τις αποφάσεις μας. Το ντόμινο περνά στη συμπεριφορά και έπειτα στις πράξεις και τις σχέσεις μας με τους ανθρώπους. Ένα καλό παράδειγμα (μάλλον κακό, κάκιστο παράδειγμα βασικά), για το πως και πόσο γρήγορα μπορούμε να το πληρώσουμε όλο αυτό είναι ο Τραμπ. Διάβασε τίτλους, θεωρεί πως ενημερώθηκε, αγνόησε τους επιστήμονες και τα δεδομένα και απλά αποφάσισε πως δεν πιστεύει στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Πώς γίνεται ο πλανήτης να θερμαίνεται ενώ υπάρχουν καταιγίδες, χιόνια και θύελλες; Πώς γίνεται να έχουμε υπερθέρμανση αφού υπάρχει ακόμη χειμώνας; Και έπονται ακόμη πολλά. Αντίο Παρίσι.

    Όπως και στο κάπνισμα λοιπόν, εθιστήκαμε σε μικρές δόσεις λέξεων και πολύ σκρολάρισμα. Ακόμη κι αν ο εγκέφαλος συμφωνήσει να εστιάσουμε, τα χέρια μας είναι αμήχανα, τα δάχτυλά μας είναι πια μαθημένα να σκρολάρουν. Ο εγκέφαλος θέλει πια τη δόση του και τα δάχτυλα τη συνήθεια. Η παραπάνω είδηση του κοριτσιού που μαχαίρωσε τη μητέρα του, διαβάστηκε μεμονωμένα και επηρέασε κατά ένα ποσοστό τους αναγνώστες της εφημερίδας ως προς τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το ίδιο συμβαίνει με εκατοντάδες ειδήσεις που ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να ψάξουν ή να παρακολουθήσουν για να διαπιστώσουν όχι μόνο πως εξελίχθηκαν αλλά και αν συνέβησαν. Όλα αυτά όμως, λειτουργούν αθροιστικά. Σκόρπιες λέξεις, βλακεία στη βλακεία, μάντεψε με τί θα γεμίσει ο εγκέφαλος.

    Στην αρχή πίστευα πως κανείς δεν ενδιαφέρεται να μάθει την πεζή αλήθεια. Πλέον, είναι φανερό πως δεν είμαστε καν προγραμματισμένοι για αυτήν. Ο σκοπός δεν ήταν ποτέ αυτός άλλωστε. Ο εγκέφαλος έχει λάβει τη δόση του, ο χρήστης έχει λάβει τη γρήγορη ικανοποίηση που αναζητούσε και αυτό είναι όλο. Σύντομα οι βαθύτερες γνώσεις μας για τον κόσμο θα προκύπτουν αποκλειστικά από τίτλους, λίγες επιφανειακές γραμμές, σπούκι συμπεράσματα δημοσιογράφων, “πληροφορίες” και λέξεις-κλειδιά. Όλα, πολύ ικανοποιητικά, διασκεδαστικά και εύπεπτα. Εκπαιδεύουμε γοργά και ανεπανόρθωτα τους εγκεφάλους μας για γρήγορη συγκίνηση και όχι για πραγματικότητα. Και οι ζαβές σκέψεις μας, δημιουργούν πραγματικότητα. Τρόμου.

  • Μπίζνες κάζουαλ, σίγουρα ροκ και λίγο οικολόγα

    Πρέπει να είχα κάτω από το σπίτι κάνα μήνα την ειδική διάφανη σακουλίτσα με τα προσεκτικά διαχωρισμένα pmd. Περίμενα καμιά βδομάδα, ρωτούσα και σχεδόν κάθε μέρα τη μάζευα από το δρόμο που την έπαιρνε ο αέρας αλλά ποτέ η “ανακύκλωση”. Την επέστρεφα δίπλα στους κοινούς κάδους για καιρό μπας και τη δουν όσοι περνούν για συλλογή, μα τίποτα. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκαν οι διαχειριστές της πολυκατοικίας να αναρτήσουν ανακοίνωση στην είσοδο που με λίγα λόγια έλεγε πως παρά την εκτεταμένη διαφήμιση για κάδους pmd στις γειτονιές της Λευκωσίας, τελικά η ανακύκλωση δεν περνά από τη γειτονιά μας και να πηγαίνουμε τις σακούλες μας όπου εντοπίσουμε τους ανάλογους κάδους. Βασικά όμως, να εξαφανίσουμε άμεσα τις διάφανες σακούλες γύρω από τους δικούς μας. Πήρα λοιπόν την ειδική σακούλα, -την ξεχωριστά αγορασμένη και αποκλειστικά για ανακύκλωση υλικών pmd- και την έχωσα στον κάδο με τα υπόλοιπα σκουπίδια. Θα μπορούσα να πάρω βέβαια σβάρνα τις γειτονιές να βρω τους ανάλογους κάδους μα η απογοήτευση ήταν διπλή καθώς άρχισα σιγά σιγά να συνειδητοποιώ πως μικρό το κακό διότι με τη βενζίνη που θα ξοδέψω, μάλλον μια τρύπα στο νερό θα κάνω. Κυρίως απογοητεύτηκα από το πόσο φάρσα μοιάζει πια αυτός ο πόλεμος για την προστασία του περιβάλλοντος και την οικολογία. Πόσο η ζωή μας είναι έτσι καλουπωμένη ώστε να κάνει ζημιά και μόνο που υπάρχουμε, πόσο πολύ αντιοικολογική από σχεδιασμού της είναι η καθημερινότητά μας, που ακόμη κι αν πας να μείνεις σε τίποτα σπηλιές πάλι παίζει να ρυπαίνεις.

    Η μοναδική μας επίδραση στο περιβάλλον επιλέγοντας να ζούμε “οικολογικά” είναι απλά η επιλογή μιας νέας μόδας, ενός διαφορετικού δημοφιλούς lifestyle που ονομάστηκε έτσι καθαρά για λόγους marketing και κάνει τόσο κακό στο περιβάλλον όσο κάθε άλλη επιλογή εντός της εξωφρενικά αντιοικολογικής ζωής μας. Είναι τόσο πολύ εύκολο να το δει κανείς γύρω μας, η ζωή και η καθημερινότητα είναι έτσι φτιαγμένη που δεν επιτρέπει αληθινά οικολογικές επιλογές. Θέλω τόσο πολύ να βοηθήσω, να συμβάλλω σε όλο αυτό, να αλλάξω συνήθειες και να ανακυκλώνω τα πάντα, μα το όλο θέμα με την οικολογία έγινε τόσο βουνό που μοιάζει πικρό αστείο. Η συμβολή μας στη λύση της κλιματικής αλλαγής, της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος και των πόρων, μοιάζει πια αδύνατη. Μόνο σε επίπεδο κυβερνήσεων και αλλαγών στη νομοθεσία ίσως κάτι κάνει.

    Τί να το κάνω να αγοράζω βιολογικά μήλα μέσα σε ατομικές θήκες από πλαστικά διχτάκια, αυγά ελευθέρας βοσκής σε πλαστικές θήκες, να επιλέγω ρούχα από φυσικά υλικά αλλά να τα παραγγέλνω από του μπιπ τη μάνα και να ρυπαίνω τρεις ηπείρους για να τα φοράω και να καμαρώνω ότι κάνω καλό στο περιβάλλον; Είναι από ύβρις έως γελοίο να το παίζουμε οικολόγοι και να έχουμε από δύο αυτοκίνητα κι από πάνω, air condition σε κάθε δωμάτιο, μία σακούλα σκουπίδια τίγκα κάθε μέρα, σπρέι και χημικά αμέτρητα για τη φροντίδα του σπιτιού και τη δική μας και τέντα τα φώτα μέσα έξω στο σπίτι, μέρα νύχτα. Είναι από ύποπτο έως απίστευτα παράξενο να μην αντιλαμβανόμαστε πως στ’ αλήθεια όλα όσα κάνουμε κάθε δευτερόλεπτο της δυτικής ζωής μας, είναι αντιοικολογικά μέχρι το κόκκαλο.

    Αυτά, διότι η οικολογία έχει γίνει η αφορμή επίδειξης και επίπληξης ενίοτε από ανθρώπους που για κάποιο λόγο πίστεψαν πως αρκεί το σωστό πράσινο brand ή το υπέρογκο κόστος στις αγοραστικές σου συνήθειες και αυτόματα μπαίνεις στο ιδιαίτερο κλαμπ των Ιπποτών του Περιβάλλοντος. Τα παιχνιδοκαταστήματα με την πλαστικούρα έχουν εξοβελιστεί στο πυρ το εξώτερο από τους “οικολόγους”, από όσους δηλαδή έχουν την οικονομική δυνατότητα να ψωνίζουν στα μαγαζιά που χρυσοπληρώνεις τις οικολογικές ατάκες στα banner και τις ταμπέλες τους. Διότι βλέπεις, πέρα από την ευαισθησία και την ωριμότητα και την υπευθυνότητα που διαφημίζει το νέο αυτό lifestyle, το κύριο κοινό του δεν είναι η πλέμπα. Η οικολογία κοστίζει κύριοι. Τα ρούχα από φυσικά υλικά, τα ποιοτικά ξύλινα παιχνίδια, τα παπλώματα με τις τρίχες από μαροκινή λευκή κότα και τα βιολογικά σταφύλια της άνω ραχούλας, αν δεν μπορείς να τα πληρώσεις τρεις και τέσσερις φορές περισσότερο από τα αντιοικολογικά, δεν μπορείς να ανήκεις στην ευαίσθητη φυλή των οικολόγων.

    Πήραμε την οικολογία και αντί να κάτσουμε να δούμε σοβαρά τι μπορούμε να κάνουμε και τί να αλλάξουμε απ΄τη ρίζα μπας και το σώσουμε, εμείς απλά βρήκαμε άλλον έναν τρόπο να επιδείξουμε πλούτη, ήθος, να μην χαλάσουμε τη βολή μας και κυρίως να ξεζουμίσουμε το περιβάλλον με νέους ακόμη πιο ευφάνταστους τρόπους.

    Γι’ αυτό η Γκρέτα Τούνμπεργκ είναι ίσως το πιο σημαντικό παιδί της γενιάς της και της αξίζουν χίλια μπράβο, γιατί μάλλον τα γλυκά προβαρισμένα λόγια της Βουλής των Εφήβων ήταν αρκετά, όσο η γη ήταν γαλάζια. Τώρα που γκριζάρει και λίγο πριν μαυρίσει για τα καλά, χρειαζόμαστε όσο τίποτε την αμηχανία του κραξίματος και την ξινισμένη φάτσα της Γκρέτα. Χρειαζόμαστε το τράβηγμα από το αυτί για να ξεκολλήσουμε λίγο, ειδικά μετά τα αντιεπιστημονικά -αλλά πολύ πολύ επιχειρηματικά- του Τραμπ. Δυστυχώς όμως, μόνο σε επίπεδο κυβερνήσεων μπορούμε να επιτύχουμε δραστικές αλλαγές και αληθινή πρόοδο γιατί πρέπει να αλλάξει η ζωή μας από τη ρίζα και πέρα από τη διάφανη σακουλίτσα μας κανένας κακομαθημένος από εμάς δεν παίζει να το δεχτεί. Εκτός από τη γενιά της Γκρέτα που δείχνει να έχει καταλάβει πόσο δεν μας πέφτει λόγος και ας κάνουμε στην άκρη επιτέλους, αρκετή ζημιά προκαλέσαμε στον πλανήτη πια. Αλλά που.

    Ως Ελληνίδα_Μάνα βέβαια, να προσθέσω κάπου εδώ πως μετά τα μπράβο, θα έστελνα τη δεκαεξάχρονη κόρη μου πίσω στο σχολείο και δεν θα της επέτρεπα να ασχοληθεί άλλο με τη σόου μπιζ προτού τελειώσει τις σπουδές της και ειδικά αν όντως έχει θέματα ψυχικής υγείας. Προς το παρόν η θέση της είναι με τους γονείς της και την αδελφή της και βασικά στο σχολείο. Μπορεί να μιλά όσο συχνά θέλει με το κοινό της από το YouTube, να επισκέπτεται κάθε συνέδριο και να κάνει ομιλίες όσο θέλει. Όταν δεν έχει όμως σχολείο. Αλλά είναι κι αυτό κομμάτι της νοοτροπίας των ψευτοοικολόγων και γενικά όσων ο σκοπός της ζωής τους είναι να ακολουθούν μόδες και να γίνονται το κοινό οποιουδήποτε δείξει ο φακός. Ας σταματήσουμε να φοβόμαστε και τη σκιά μας. Ως ενήλικες ή που θα πετάμε μπαρούφες συνθλίβοντας όποιον μας παίρνει ή θα φοβόμαστε πια και τη σκιά μας. Υπέρ της Γκρέτα ή κατά της Γκρέτα. Μπλοκ τη Γκρέτα ή follow τη Γκρέτα. Και μετά μας κάνει εντύπωση ο θυμός της. Υπάρχει και η μέση λύση. Ναι, μαζί της, επιτέλους ας ξεκινήσει η συζήτηση χωρίς φανφάρες και χαϊδέματα μα με κλωτσιές και αυστηρές κυρώσεις αλλά κι απ΄την άλλη, το παιδί ας επιστρέψει στην κανονική του ζωή και ας αφήσει τις τουρνέ και τη σόου μπιζ από τόσο νωρίς.

    Το ζητούμενο δεν είναι να γίνουμε ή όχι οπαδοί της Γκρέτα αλλά να πάρουμε το αυστηρό μήνυμα ότι τέρμα τα δίφραγκα και οι δημόσιες σχέσεις, ήμασταν ανεύθυνοι και η επόμενη γενιά τη βγάζει δε τη βγάζει, τα ίδια μας τα παιδιά δεν έχουν μέλλον και το μέλλον δεν είναι κάτι αόριστο και ποιος θα ζήσει να το δει. Είναι μόλις δέκα-είκοσι χρόνια που θα τα ζήσουμε και θα τα δούμε όλα τα εγκλήματα που κάναμε και συνεχίζουμε να κάνουμε “οικολόγοι” ή μη.