Author: Στρατής Μπουρνάζος

  • Τι “έπαθε” ξαφνικά απόψε ο Τσίπρας κι είναι τόσο πειστικός;

    Ακούω τον Τσίπρα στην ΕΡΤ για το Μακεδονικό. Τον βρίσκω απολύτως πειστικό, να κερδίζει και τις εντυπώσεις και την ουσία. Είναι ο πιο ήρεμος, ουσιαστικός και πειστικός Τσίπρας εδώ και πάρα πολύ καιρό, για μένα. Και αναρωτιέμαι γιατί. Η απάντηση, νομίζω, πρέπει να αναζητηθεί πέραν των όποιων προσωπικών ικανοτήτων του πρωθυπουργού (γιατί ο ίδιος άνθρωπος, σε άλλες περιστάσεις, όταν μιλάει λ.χ. «για την έξοδο από τα Μνημόνια» είναι, για μένα τουλάχιστον, από μη πειστικός μέχρι εξοργιστικός).

    Η απάντηση είναι βαθιά πολιτική. Πρώτον, γιατί ο Τσίπρας απόψε υποστηρίζει μια συμφωνία επωφελή και για τις δύο χώρες, ρεαλιστική, που κλείνει μια υπόθεση που δηλητηρίαζε τις σχέσεις των δύο χωρών και λαών, μια συμφωνία που βλέπει μπροστά. Δεύτερον, γιατί λέει πράγματα απολύτως απλά και λογικά, π.χ. «δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς δημοψήφισμα για το πώς θα ονομάζεται η γειτονική χώρα» – πλην όμως εξορισμένα για χρόνια από τον δημόσιο λόγο, ως «εθνοπροδοτικά». Τρίτον, επειδή η συμφωνία, παρά την κριτική που μπορεί και πρέπει να της ασκηθούν, λαμβάνει υπόψη βασικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό. Τέλος, επειδή ο Τσίπρας, σήμερα, πιστεύει αυτά που λέει (πράγμα που ουδόλως νομίζω ισχύει ότι μιλάει για την «ανάπτυξη που έρχεται» και την «έξοδο από τα μνημόνια»). Και επειδή τα πιστεύει και ξέρει ότι έχει δίκιο, δεν ωρύεται· είναι ήρεμος και κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όλα αυτά “έπαθε” απόψε ο Τσίπρας.

    Τέλος, μπορούμε να δούμε κάτι ακόμα. Ότι ο μπαμπούλας του πολιτικού κόστους, τα θέματα-ταμπού (ποιος τολμούσε να μιλήσει για «Βόρεια Μακεδονία» πριν κάποια χρόνια;), αποδεικνύεται λιγότερο μπαμπούλας (και την ίδια στιγμή, η συμμόρφωση με τον ίδιο μπαμπούλα όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά οδηγεί στην πολιτική ανυποληψία τον Κυριάκο Μητσοτάκη). Ο «βασιλιάς» του εθνικισμού, όπως στο γνωστό παραμύθι, είναι γυμνός. Αρκεί κάποιος να τολμήσει να το πει και να τολμήσει να πράξει. Πράγμα απολύτως διδακτικό, και χρήσιμο και για άλλα ζητήματα-ταμπού, όπως π.χ. οι σχέσεις-κράτους Εκκλησίας.

  • Το ελεεινό τιτίβισμα

    Διαβάζω το “τιτίβισμα” του Πάνου Καμμένου, που καταφέρεται εναντίον όσων τον μέμφονται για το ταξίδι του στο Μονακό. Γράφει στο twitter ότι δεν δικαιούνται δια να ομιλούν εναντίον του εκείνοι «που παριστάνουν τους συνοδούς τ. μοντέλων για να καλύπτουν εραστές», «τα ψώνια της Μυκόνου που γδύνουν τις γυναίκες τους για ξαπλώστρα των 3.000 ευρώ» κλπ κλπ.

    Δεν ξέρω –και δεν θέλω να μάθω– σε ποιους αναφέρεται. Αυτό όμως που ξέρω με βεβαιότητα είναι ότι ο λόγος αυτός είναι ο λόγος του «Πρώτου Θέματος» και του «Μακελειού», ο λόγος του Μ. Τριανταφυλλόπουλου. Κι αυτό πιστεύω ότι δεν πρέπει να το ανεχτούμε ή να το δικαιολογήσουμε με κανέναν τρόπο, πολλώ δε μάλλον όταν ο λόγος της αθλιότητας, του φασισμού και του ευτελισμού εκφέρεται από υπουργό.

  • Για την επίθεση στον Μπουτάρη

    Βλέπω τις εικόνες από την επίθεση: τον Μπουτάρη ριγμένο στο κράσπεδο, να έχει πέσει κάτω από τις κλωτσιές. Μου έρχονται δύο σκέψεις.

    Πρώτον, ότι η επίθεση γίνεται ακόμη πιο αποτρόπαια επειδή πολλοί μαζί όρμησαν και κλώτσησαν έναν, και μάλιστα ηλικωμένο άνθρωπο (όσο δυναμικός και δραστήριος και να ‘ναι ο Μπουτάρης, δεν παύει να είναι 75 χρονών).

    Δεύτερον, το ζήτημα δεν είναι μόνο (που ασφαλώς είναι) οι φασίστες, οι ακροδεξιοί τραμπούκοι και οι χρυσαυγίτες. Αυτοί πράττουν σύμφωνα με τα “πιστεύω” τους, το έχουν δείξει πολλές φορές. Και θα συνεχίσουν όσο μπορούν. Το κρίσιμο για μένα είναι η στάση όλων των άλλων, και κυρίως των οργανωμένων δυνάμεων, των θεσμικών φορέων και των αρχών απέναντί τους. Και δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που έχουμε μια τέτοια επίθεση. Ας μην ξεχνάμε ότι πριν λίγους μόλις μήνες στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκη, οι φασίσετς έκαψαν ανενόχλητοι την κατάληψη Libertatia πυρπολήθηκε και οι δράστες ακόμα “αναζητώνται” (παρά τα βίντεο που υπάρχουν). Κι όσο οι “εθνικοί” –και καλά– λόγοι, ο εθνικισμός των πατριωταράδων “δικαιολογούν” και κάνουν ανεκτή την ακροδεξιά βία, αυτή θα γιγαντώνεται και θα αποκτά περισσότερα ερείσματα. Κι από αυτή δεν γλιτώνει κανείς (αν θυμηθούμε και τον προπηλακισμό Κουμουτσάκου τον Νοέμβρη του 2015, στο Σύνταγμα, σε συγκέντρωση Ποντίων).

    Περαστικά στον Γ. Μπουτάρη – και η πιο έμπρακτη έκφραση αλληλεγγύης είναι η απαίτηση οι φασίστες να μη δρουν ανενόχλητοι, ψαρεύοντας στα θολά νερά του δήθεν πατρωτισμού τους. Δεν είναι ένα ακόμα “καμπανάκι” (για το αυγό του φιδιού, τη δημοκρατία κλπ). Είναι μια καμπάνα να που χτυπάει δυνατά εδώ και χρόνια. Απλώς πολλοί δεν θέλουν να την ακούσουν.

     

    ΥΓ. Για όποιον δεν είδε εικόνες, αντιγράφω τις δηλώσεις της προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, Καλυψώς Γούλα: “Ο Γιάννης Μπουτάρης έπεσε κάτω από τα χτυπήματα και συνέχισαν να τον κλωτσάνε. Είχαν πρόθεση να του κάνουν κακό και φαινόταν, γιατί τον χτυπούσαν και στο κεφάλι. Χτύπησαν και εμένα και τους αστυνομικούς που τον προστάτευαν”.

    ΥΓ2. (update) Οι δηλώσεις Καρατζαφέρη και Χρ. Παππά που επιδοκιμάζουν την επίθεση δεν εκπλήσσουν. Είναι όμως ενδεικτικές όχι για το ήθος τους (αυτό το ξέρουμε), αλλά για το θράσος τους και τα νερά στα οποία ψαρεύουν.

  • Τα υπαρκτά σκάνδαλα και η χρήση τους ως «πασπαρτού»

    Παρότι δεν αισθάνομαι έτοιμος να γράψω κάτι συνολικά για την υπόθεση Novartis (ακριβώς λόγω της σοβαρότητάς της), νιώθω ωστόσο την ανάγκη να σχολιάσω μερικές «παραφυάδες» της, καθόλου αμελητέες κατά τη γνώμη μου. Για παράδειγμα, τη χθεσινή (12.2.2008) απάντηση του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού στην ανακοίνωση της Μαρέβας Μητοτσοτάκη, μετά τα γκαζάκια που έσκασαν έξω από την επιχείρησή της. Η ανακοίνωση της Μ. Μητσοτάκη έλεγε βαριά πράγματα: έκανε λόγο για επιχείρηση εξόντωσής της (με πραγματικό στόχο τον Κυρ. Μητσοτάκη), οι εγκέφαλοι της οποίας βρίσκονται «στα υπόγεια του Μεγάρου Μεγάρου Μαξίμου», ενώ τα εκτελεστικά τους όργανα «κατασκευάζουν ιστορίες και εξαπολύουν συκοφαντίες και ψέματα» και «δικαιολογούν ακόμα και τρομοκρατικές ενέργειες». Η απάντηση του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού είναι ένα ακόμα σκαλί πιο βαθιά στου κακού τη σκάλα: «Πέρα από τις φαντασιοπληξίες του ζεύγους Μητσοτάκη, το ενημερώνουμε πως στα υπόγεια του Μεγάρου Μαξίμου δεν έχει πια γραφείο ο συνέταιρός τους, κ. Παπασταύρου, ούτε εισέρχονται βαλίτσες Samsonite τροχήλατες πριν καταλήξουν σε κάποιο φορολογικό παράδεισο. Οι ένοικοι του υπογείου».

    Γιατί το λέω αυτό; Γιατί είναι ένα πράγμα η ανάγκη λογοδοσίας και τιμωρίας των ενόχων (επείγουσα, επιτακτική, προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας) και εντελώς διαφορετικό να χρησιμοποιούνται τα σκάνδαλα (παλιότερα της Siemens και τώρα της Novartis) ως πασπαρτού, ως «αποστομωτική» απάντηση σε ό,τι λέει ο αντίπαλος. Για την ακρίβεια, θα έλεγα ότι τα δύο παραπάνω δεν είναι απλώς διαφορετικά, αλλά βρίσκονται στους αντίποδες. Όσο σοβαρό κι αν είναι το σκάνδαλο Novartis και όσο διάτρητη η στάση της ΝΔ (και τα δύο ισχύουν), εκτός του ότι η ενοχή των κατηγορούμενων πρέπει να στοιχειοθετηθεί, η χρήση του με τον τρόπο που το κάνει το Μαξίμου στην ανακοίνωση (και το έχει κάνει και στο παρελθόν με τη Siemens) δεν εξυπηρετεί τίποτα άλλο (ούτε καν την ίδια την κυβέρνηση μακροπρόθεσμα), παρά μόνο τον ευτελισμό του δημόσιου λόγου και βίου.

    Ξέρω ότι πολλοί θα σκεφτούν ότι αυτά είναι παρωνυχίδες, προσχήματα ή τυπολατρίες· εγώ, αντιθέτως, τα βρίσκω πολύ σοβαρά και θεωρώ ότι είναι, και αυτά, ουσία. Και ότι το να μιλάμε για αυτά είναι αναγκαίο, και αυτοτελώς αλλά και αν θέλουμε να υπάρχει λογοδοσία, συντεταγμένος πολιτικός λόγος και σύγκρουση απόψεων και επιχειρημάτων, και όχι κραυγές και ψίθυροι.

  • Στον απόηχο του συλλαλητηρίου

    Πόσοι ήταν τελικά; 140.000 όπως είπε η Αστυνομία, ή ένα ίσως και ενάμισι εκατομμύριο, όπως είπαν οι οργανωτές; Σε μια εποχή πόλωσης, ακόμα και οι αριθμοί μοιάζουν με κινούμενη άμμο ― μια ματιά στα σημερινά πρωτοσέλιδα το δείχνει. Πάντως, με βάση τις εικόνες, τις εμβαδομετρήσεις, και όση αίσθηση έχω από συγκεντρώσεις, πιστεύω ότι το ένα και ενάμισι εκατομμύριο είναι εκτός πραγματικότητας.

    Ακόμα όμως και αν πάρουμε τις χαμηλότερες εκτιμήσεις, λ.χ. τις 100.000-140.000, τα νούμερα δεν είναι καθόλου αμελητέα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ή τη δεύτερη μεγαλύτερη (μετά τη συγκέντρωση του Όχι, τον Ιούλιο του 2015), της τελευταίας εξαετίας. Κι αυτό δεν εξηγείται μόνο οργανωτικά, με τους μηχανισμούς που κινητοποιήθηκαν. Ας σκεφτούμε, απλώς, πόσο μικρές ήταν πολλές άλλες συγκεντρώσεις, λ.χ. οι «Παραιτηθείτε» ή ποικίλες αντιμνημονιακές.

    Υπάρχει λοιπόν κάτι που μάζεψε αυτές τις δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στο Σύνταγμα. Τι είναι αυτό; Κατά τη γνώμη μου, το πιο βασικό είναι η δύναμη που ασκούν τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Και ειδικότερα, όσον αφορά το Μακεδονικό, η βαθιά πεποίθηση, σε ευρύτερες μάζες, ότι η Μακεδονία είναι μία και ελληνική, ότι οι «Σκοπιανοί» έχουν οικειοποιηθεί το όνομά της, έχουν παραχαράξει την ιστορία, είναι κατασκευασμένο έθνος, έχουν αλυτρωτικές βλέψεις, ενώ οι «ξένοι» τους στηρίζουν. Πόσες και πόσες φορές δεν τα έχουμε ακούσει όλα αυτά, από το 1992 και δώθε, από τους πάντες σχεδόν και παντού; Ένας ολόκληρος κόσμος έχει γαλουχηθεί με αυτό το σύμπλεγμα απόψεων, ιδεών και φόβων. Είναι μια τεθλασμένη γραμμή που ξεκινάει από τα συλλαλητήρια του 1992 (τότε με ευρύτατη διακομματική συναίνεση ― μόνο το ΚΚΕ και κάποιες μικρές αριστερές και αντιεξουσιαστικές ομάδες δεν μετείχαν στο συλλαλητήριο) και φτάνει στο σήμερα αποδυναμωμένη μεν αλλά ισχυρή, και με ποικίλες μεταμορφώσεις και προσμίξεις, λ.χ. αντιμνημονιακού λόγου. Και, επιπλέον, σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης κρίσης, στο οποίο η καθημερινότητα είναι πολύ βαριά και ο ορίζοντας των προσδοκιών συντετριμμένος.

    Από την άλλη, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη τις υψηλότερες έλλογες εκτιμήσεις (λ.χ. τις 300.0000) πρέπει να σταθμίσουμε μερικές διαφορές σε σχέση με τη Θεσσαλονίκη, μια βδομάδα πριν: στην Αθήνα καλούσε επίσημα η Εκκλησία, η ΝΔ θέλησε να του δώσει χαρακτήρα αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας, το στίγμα με αιχμή το δόρατος τον Μίκη Θεοδωράκη θέλησε να είναι λαϊκο-πανεθνικό, ενώ πολλά μέσα ενημέρωσης (και κατεξοχήν τα τηλεοπτικά), που είχαν αδιαφορήσει για το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, μετείχαν ενεργά στη γνωστοποίησή του. Αν συνυπολογίσουμε και τα άνισα πληθυσμιακά μεγέθη των δύο πόλεων, τότε αφενός διακρίνουμε κάποια πολιτικά όρια που δεν ξεπέρασε το συλλαλητήριο της Αθήνας και αφετέρου καταλαβαίνουμε ότι το ζήτημα (αλλά και οι μηχανισμοί κινητοποίησης της Εκκλησίας, της δεξιάς και ακροδεξιάς) έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα στη Βόρεια Ελλάδα.

    Από τα πολλά που μπορεί να σχολιάσει κανείς, θα μείνω σε ένα: στη στάση της ΝΔ και συγκεκριμένα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Για δύο σοβαρούς λόγους (και χωρίς φυσικά να ξεχνάω τις ευθύνες της κυβέρνησης, όπως την προνομιακή ενημέρωση του αρχιεπισκόπου που και απαράδεκτη επί της αρχής ήταν και αναποτελεσματική πολιτικά, ή τους ΑΝΕΛ).

    Ο πρώτος είναι ότι η σταδιακή διολίσθηση Μητσοτάκη σε σκληρότερες θέσεις (με καμπή το «σέβομαι και συμμερίζομαι την ευαισθησία», λίγο μετά το τέλος της συγκέντρωσης της Θεσσαλονίκης και την ομιλία του Φραγκούλη Φράγκου) και το ανέβασμα των αντιπολιτευτικών τόνων (που σε συνδυασμό με τη στάση πολλών βουλευτών υπονομεύουν την επίσημη θέση της ΝΔ περί σύνθετης ονομασίας) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο για την πολιτική νομιμοποίηση των συλλαλητηρίων, του επιθετικού εθνικισμού και της ακροδεξιάς.

    Ο δεύτερος είναι η στάση αυτή, ότι ανεξάρτητα από το αν ωφελήσει σε ψήφους τη ΝΔ (προσωπικά πιστεύω ότι, αντιθέτως, πολιτικά και εξ αντανακλάσεως ωφελεί τα μέγιστα τον ΣΥΡΙΖΑ), πλήττει καθοριστικά την εικόνα και το πολιτικό κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Για άλλη μια φορά δείχνει ότι σύρεται από τη δεξιά της δεξιάς, διαρρηγνύει τις συμμαχίες με το «κέντρο», δημιουργεί ρήγμα στον αντισυρριζαϊκό στρατόπεδο. Ας σκεφτούμε με τι προσδοκίες εξελέγη πριν δύο μόλις χρόνια, και πόσο έχει φθαρεί το προφίλ του καινοτόμου, φιλελεύθερου, εκσυγχρονιστή και δυναμικού το οποίο είχε τότε ― μια εικόνα πολύ διαφορετική από εκείνη του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, αλλά και του προκατόχου του Αντώνη Σαμαρά.

    Παρά ταύτα, και παρότι το συλλαλητήριο δεν κατάφερε να προξενήσει τον πολιτικό σεισμό που θα κλόνιζε την κυβέρνηση, νομίζω ότι τα αποτελέσματά του δεν είναι ασήμαντα. Μια πρώτη συνέπεια την ανέφερα ήδη: είναι η επίπτωση που ασκεί στη ΝΔ και η διολίσθησή της σε σαμαρικές θέσεις – προς σοβαρή βλάβη όχι μόνο της ίδιας, αλλά και της δυνατότητας επίλυσης του ζητήματος και της πολιτικής μας ζωής. Μια δεύτερη, πολύ σοβαρή συνέπεια είναι το ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής (σε μια εποχή που δείχνει σοβαρά σημεία στασιμότητας, υπάρχουν διαδοχικές αποχωρήσεις στελεχών και η συνεχιζόμενη δίκη φέρνει στο φως την εγκληματική της δράση), η οποία στα νερά των «εθνικών ζητημάτων», κολυμπάει σαν το ψάρι στο νερό. Κι αυτό είναι πολύ, μα πάρα πολύ σοβαρό για να το αφήσουμε έτσι.