Author: Στρατής Μπουρνάζος

  • Γιάννης Ιωάννου, ο μέγας

    Η γενιά μου, κι αρκετές ακόμα γενιές, γαλουχήθηκαν πολιτικά και καλλιέργησαν μια βαθιά αίσθηση του χιούμορ από τα σκίτσα του Γιάννη Ιωάννου, που πέθανε σήμερα. Ο Ιωάννου συνδύαζε πολλά και σπουδαία χαρίσματα που πολύ δύσκολα τα βρίσκεις όλα μαζί στο ίδιο πρόσωπο. Απαριθμώ πρόχειρα, καθώς προσπαθώ να τα βάλω σε τάξη στο μυαλό μου.

    Αξεπέραστη γραμμή στο σκίτσο: με μια-δυο γραμμές απέδιδε ανυπέρβλητα ταυτόχρονα την κοψιά, το σουλούπι αλλά και το ήθος, τα χούγια του εικονιζόμενου, συνήθως πολιτικού (θυμάμαι αμέτρητους άφταστους Παπανδρέου που είχε κάνει). Οξύτατο πολιτικό κριτήριο: τα σκίτσα του συχνά είναι πιο εύγλωττα από πολλές σελίδες σχολίων και αναλύσεων. Έλλειψη κάθε σοβαροφάνειας, και πλάκα, πολύ πλάκα. Βαθιά αριστερή ματιά, ανατρεπτική με ταξική χλεύη σε βιομηχάνους, μπάτσους, δικαστές, δεσποτάδες, μεγαλόσχημους κάθε λογής. Αλλά αυτό γινόταν απολύτως φυσικά, χωνεμένα, χωρίς κανένα διδακτισμό και κοινοτοπία που σιχαινόταν.

    Και ανεξίκακα: από τα σκίτσα του, αυτοί τους οποίους σάρκαζε (προσφιλές του αντικείμενο το διαχρονικό Πασόκ, με αντικείμενο το οποίο μεγαλούργησε) δεν έβγαιναν ταπεινωμένοι ή εξευτελισμένοι. Ποτέ. Ίσως εξουθενωμένοι, από το πιο αποτελεσματικό όπλο: το γέλιο, το ακράτητο γέλιο. Χιλιάδες σκίτσα στο Αντί, τον Σχολιαστή, το Ποντίκι, το Βήμα, την Ελευθεροτυπία, το Έθνος, την Πρώτη, τη Συντακτών, τη Athens Voice – και σε πολλά ακόμα έντυπα που θα ξεχνάω.

    Ιδίως οι αριστεροί και οι αριστερές στα χρόνια της μεταπολίτευσης ανατραφήκαμε με τον Ιωάννου. Και αυτό όχι μόνο μας χάρισε μια βαθιά αντικομφορμιστική στάση, μας έπλασε μέσα από τα σκίτσα του, αλλά μας έκανε και να τον αγαπήσουμε, κι ας μην τον είχαμε δει ποτέ (δεν αγαπούσε τις δημόσιες σχέσεις και συναναστροφές).

    Κι έτσι σήμερα, που πέθανε, νιώσαμε ότι χάσαμε έναν δικό μας. Όχι απλώς έναν σπουδαίο, αλλά ταυτόχρονα έναν δικό μας άνθρωπο. Πολύ καλύτερο από εμάς, αλλά κι έναν από εμάς.

    YΓ. Πάντα αναρωτιόμουν αν το “Γιάννης Ιωάννου” είναι κανονικό όνομα ή ψευδώνυμο. Και μου φαινόταν καταπληκτικό, ότι αυτό το εντελώς κοινό, το τόσο συνηθισμένο και προβλέψιμο όνομα υπέγραφε τα πιο ασυνήθιστα, τα πιο απρόβλεπτα σκίτσα.

  • Γιατί πρέπει να υπερασπιστούμε τον Δημήτρη Καιρίδη

    Tους φίλους πρέπει να τους υποστηρίζουμε όταν γίνονται στόχοι άδικων επιθέσεων. Αλλά ακόμα περισσότερο πρέπει να στηρίζουμε τους αντιπάλους μας ή κάποιους που δεν τους ξέρουμε καν, όταν δέχονται άδικες επιθέσεις. Κι αυτή είναι η περίπτωση του Δημήτρη Καιρίδη.

    Δεν είναι παραδοξολογία αυτό, ούτε το λέω για λόγους «αβρότητας», αλλά για έναν πολύ βασικό λόγο: το άδικο είναι άδικο, κι αυτό είναι απόλυτη αξία – δεν εξαρτάται από το αν εκείνος που βρίσκεται στο στόχαστρο είναι φίλος ή εχθρός, απεχθής ή συμπαθής κ.ο.κ.

    Τον Δημήτρη Καιρίδη δεν τον ξέρω προσωπικά, και λίγο μόνο γνωρίζω το έργο του. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι είναι επικίνδυνη η επίθεση που δέχεται ως «εθνομηδενιστής», επειδή έχει πει ότι «είμαστε παιδιά των Οθωμανών», «όλα τα έθνη είναι τεχνητά», τον «μύθο της ποντιακής γενοκτονίας» κλπ. κλπ. (βεβαίως, από ολόκληρες ομιλίες, τα «τζιμάνια» έχουν εντοπίσει κάποιες αράδες, τις πιο «σκανδαλιστικές»). Και πρέπει να τον υπερασπιστούμε, να σταθούμε στο πλευρό του, χωρίς κανέναν αστερίσκο. Πρώτον, γιατί όλα τα παραπάνω εμπίπτουν απολύτως στην κατηγορία της ελεύθερης έκφρασης, της ελεύθερης επιστημονικής και πολιτικής άποψης· και, βέβαια, πολλά από αυτά που έχει πει αποτελούν κοινό τόπο για κάθε σοβαρό επιστήμονα – σιγά την πρόκληση! Δεύτερον, γιατί η εφημερίδα Δημοκρατία, που ξεκίνησε την επίθεση το έκανε με το γνωστό της τρόπο, διαχέοντας το δηλητήριο, τον φανατισμό και την αθλιότητα ως τρόπο πολιτικής αντιπαράθεσης.

    Παραθέτω από το δημοσίευμα της Δημοκρατίας: «Ο πολιτικός κόσμος δεν βρίσκεται μόνο σε παρακμή, αλλά και σε προϊούσα σήψη. Προσφέρει θέσεις υποψηφίων σε λίγους ικανούς ανθρώπους και σε πολλούς ορκισμένους ανθέλληνες, ψυχολογικά διαταραγμένους, σε άτομα με απόψεις που ευνοούν τους εχθρούς της πατρίδας, σε ανερμάτιστους, γραφικούς και σε ουκ ολίγα προβληματικά πρόσωπα». Αναλόγως το έντυπο «ξεμπροστιάζει» στη συνέχεια άλλο υποψήφιο ευρωβουλευτή άλλου κόμματος «επειδή θέλει να αποποινικοποιηθούν η αιμομιξία, η κτηνοβασία και η εμπορία οργάνων. Επίσης, είναι, φυσικά, υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών και είχε πάρει θέση, ως ήταν αναμενόμενο, υπέρ του Σχεδίου Ανάν» [σημ. δική μου: όλα αυτά είναι έν και το αυτό για την εφημερίδα, εξού και η συνεπαγωγή: είναι, φυσικά υπέρ των Πρεσπών, του Σχεδίου Ανάν – και εις το πυρ το εξώτερον! Δεν γράφω καν το όνομα του ανθρώπου, αξιολογότατος άλλωστε, και δεν χρειάζεται να αναπαράγουμε την αθλιότητα].

    Σε αυτό το πλαίσιο μου φαίνεται τύφλωση να προσπερνάει κανείς τον παραπάνω φασίζοντα λόγο και να αναπαράγει τις κατηγορίες ή τα λεγόμενα του Δημήτρη Καιρίδη για να τον εκθέσει, επειδή είναι πολιτικός αντίπαλος. Και όταν το κάνουν έντυπα και άνθρωποι που τοποθετούνται στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ το βρίσκω, εκτός των άλλων, εντελώς μικρονοϊκό και κοντόφθαλμο: με ανάλογες κραυγές είχε σηκωθεί ο κουρνιαχτός εναντίον του Νίκου Φίλη για τους Πόντιους, στην ίδια ακριβώς βάση χτίζεται ο κορμός της δημαγωγικής και τοξικής αντιπαράθεσης στη Συμφωνία των Πρεσπών.

    Κι όσο γι’ αυτό που άκουσα να λέγεται, ότι ο Δημήτρης Καιρίδης εντασσόμενος στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ έρχεται σε αντίφαση με όσα υποστήριζε, αυτό είναι κάτι που μπορεί να κριθεί πολιτικά· ωστόσο, δεν μπορεί γίνεται υποκριτικό άλλοθι και όχημα για νίβουμε τα χέρια μας, να σιωπούμε και να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά, λειτουργώντας σαν τηλεβόας της Δημοκρατίας παραθέτοντας, δήθεν ουδέτερα, τα «πιπεράτα» χωρία των λόγων του που σκανδαλίζουν τους ελληνοπρεπείς πιστούς.

  • Ο Μαρινάκης κάνει πόλεμο μ’ ανδριάντες και δεσπότες

    Τα εγκαίνια της προτομής Νικηταρά είχαν όλα τα αναγκαία: σημαίες, βερμπαλισμό, εθνικές νουθεσίες και ρητορείες. Στην ομιλία του δωρητή Βαγγέλη Μαρινάκη παρέλασαν, σε ένα γνώριμο από τις σχολικές μας γιορτές πανηγύρι, πάμπολλες μορφές του ελληνισμού: ο Κίμων, ο Σόλων, ο Σωκράτης που η πολιτεία τον πότισε «κώνειο», ο Περικλής με τον χρυσό αιώνα του κλπ. Εκεί και ο μητροπολίτης Σεραφείμ, κορδωμένος, να κολακεύει (για να μην πω ένα ρήμα ομόηχο, αν και όχι ομόρριζο, με τον γλύπτη) τον «ευεργέτη» και τον «δήμαρχό μας». Ως εδώ, καλά. Αυτά είναι τα συνήθη των εγκαινίων – θυμάμαι και τον Iβάν Σαββίδη στα αποκαλυπτήρια αγάλματος της βασίλισσας Όλγας στη Θεσσαλονίκη, για να μην αναφερθώ στην αγιογραφία σε εκκλησία της ίδιας πόλης, όπου απεικονίζεται και ο δωρητής Ιβάν.
    Υπάρχουν όμως δυο σημεία που ξεφεύγουν. Το ένα είναι ότι ο Βαγγέλης Μαρινάκης βρήκε ευκαιρία να επιτεθεί στην κυβέρνηση, η οποία, είπε, «σπιλώνει την φήμη κάποιων εκ των επιφανέστερων Ελλήνων, τους στοχοποιεί, τους πετάει τόνους λάσπη», «προχωράει σε μια πρωτοφανή δολοφονία χαρακτήρων». Υποψιάζομαι ότι ο ευεργέτης μας φωτογραφίζει τον εαυτό του. Πέραν αυτού όμως (ω, της απαραμίλλου σεμνότητος το ανάγνωσμα…), το ότι χρησιμοποιεί την ευκαιρία των εγκαινίων, ένα εθνικό δηλαδή –κατά τα λεγόμενά του– θέμα που ενώνει, παραμονή της εθνικής επετείου, όχι απλώς για να αυτοπροβληθεί, αλλά για να κάνει διχαστική επίθεση στους πολιτικούς του αντιπάλους είναι κάκιστο δείγμα. Όσο θυμάμαι, οι δωρητές και οι ευεργέτες, σε τέτοιες περιστάσεις, έκαναν κηρύγματα ομοψυχίας, μετριοπάθειας και εθνικής ενότητας – ενίοτε αφόρητα βαρετά και αρκούντως υποκριτικά, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν χρησιμοποιούσαν τα εγκαίνια ως προεκλογικό μπαλκόνι… Και αυτή η παραβίαση ακόμα και των προσχηματικών «κανόνων» του παιχνιδιού δεν οφείλεται στον αδάμαστο χαρακτήρα του ανδρός. Είναι, κατά τη γνώμη μου, συνειδητή πράξη με συμβολισμό και σημασία: ο ευεργέτης θέλει να δείχνει ότι είναι πανίσχυρος, ότι κάνει και λέει ό,τι θέλει, χωρίς φραγμούς και ψευτοευγένειες…
    Το δεύτερο: η εμφατική αναφορά της λέξης «τουρκοφάγος». Ασφαλώς αυτό ήταν το προσωνύμιο του Νικηταρά – γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Η επιλογή όμως και η προβολή του προσωνυμίου, στην ομιλία Μαρινάκη και στα σχετικά ρεπορτάζ , ασφαλώς δεν απορρέει από σεβασμό στην ιστορική αλήθεια του 1821, αλλά συνδέεται με τα σημερινά επίδικα. Επιπροσθέτως, ειδικά στη δεδομένη συγκυρία, ένας σώφρων ομιλητής (ή λογογράφος) θα φρόντιζε να μην κάνει παντιέρα του τη λέξη αυτή, λίγες μέρες μετά το μακελειό στη Νέα Ζηλανδία (αν θυμάστε, ο δράστης είχε χαράξει, μεταξύ άλλων, στο όπλο του και τη λέξη «Τurkofagos»). Μπορούσε να πει για την ψαροφαγία, τη νηστεία και τους μπακαλιάρους και τη σκορδαλιά, μέρες που είναι, αφού βρισκόταν και δίπλα στο λιμάνι…
    Σημ. Η ομιλία δημοσιεύεται ολόκληρη στο in.gr, με τίτλο «Ας έχουμε πυξίδα την Ελλάδα του Νικηταρά κι ας απορρίψουμε τους σύγχρονους Κωλέττηδες», μαζί με άλλο υλικό (ομιλίες δημάρχου και Σεραφείμ, βίντεο κλπ.). Ψάξτε να τη βρείτε· εδώ την αδικώ κάπως, η περιγραφή μου υπολείπεται σε γλαφυρότητα από το πρωτότυπο.
  • Αυτοί είναι οι ήρωές μας

    Πέθανε σήμερα τα χαράματα, σε ηλικία 77 χρονών, ο Διονύσης Αρβανιτάκης, φούρναρης στην Κω. Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά, μονάχα να αισθανθεί το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου. Ενός ανθρώπου απλού και ολιγογράμματου, που έκανε την αλληλεγγύη και την καλοσύνη πράξη, μοιράζοντας, κάθε μέρα, ψωμί στους πρόσφυγες που έφταναν στο νησί του, από το 2015. Μετανάστης κι ο ίδιος στην Αυστραλία, όταν πρόκοψε και γύρισε στον τόπο του, δεν ξέχασε τι σημαίνει φτώχεια, κατατρεγμός και προσφυγιά: και το βίωμα αυτό το έκανε πράξη αλληλεγγύης και φροντίδας.

    Ας μην το ξεχνάμε: πέρα από τη μαυρίλα, τον φόβο και το μίσος που μας πλακώνουν, υπάρχει και το φως, η ελπίδα, η συμπόνοια. Στην ίδια, τη δική μας κοινωνία, στους ίδιους τόπους, πόλεις και χωριά (καμιά φορά και εντός του ίδιου ανθρώπου) τα συναντάμε όλα τα παραπάνω. Ας το θυμόμαστε: μας δίνει δύναμη και ελπίδα, για να συνεχίζουμε. Αυτοί είναι λοιπόν οι ήρωές μας, άνθρωποι σαν τον Διονύση Αρβανιτάκη, και τους μνημονεύουμε.

    Γιατί ο εκλιπών δεν έδινε απλώς τον άρτο τον επιούσιο στους πρόσφυγες· μαζί με τον άρτο, μοίραζε απλόχερα ζωή, ελπίδα και ανθρωπιά και σε πρόσφυγες και σε ντόπιους – και σε όλους μας.

     

    Η φωτογραφία και το κείμενο από το Humans of New York (κι εγώ το είδα από την Katerina Kitidi). Μεταφράζω πρόχειρα αυτά που έλεγε ο Διονύσης Αρβανιτάκης:

    «Ο πατέρας μου ήταν αγρότης και ήμασταν οκτώ αδέρφια. Πήγα στην Αυστραλία δεκαπέντε χρονών, επειδή η οικογένειά μου δεν είχε να φάει. Ήμουν σε ένα καράβι για σαράντα μέρες. Όταν έφτασα, δεν μπορούσα να βρω δουλειά, δεν μπορούσα να μιλήσω αγγλικά, κι έτσι κοιμόμουν στο δρόμο. Ξέρω τι σημαίνει αυτό. Έτσι κάθε μέρα πηγαίνω με το φορτηγάκι μου στο λιμάνι και μοιράζω ψωμί στους πρόσφυγες. Είμαστε συνέταιροι με το γιο μου στο φούρνο. Μου λέει: “Μπαμπά, σε παρακαλώ. Είναι καλό να βοηθάμε. Αλλά όχι κάθε μέρα”. Εγώ εξακολουθώ να πηγαίνω κάθε μέρα, γιατί ξέρω πώς είναι να μην μην έχεις τίποτα».

  • Όπου Φυσάει ο Άνεμος

    Το πρόβλημα με τις υπουργοποιήσεις Μωραΐτη και Τόλκα δεν είναι ότι ανήκαν έως χθες σε άλλο πολιτικό χώρο. Αλλά το αν εκπροσωπούν πολιτικά κάτι (και τι), τι κομίζουν πολιτικά και ως πρόσωπα στην κυβέρνηση. Όσο κι αν πασχίζω, δεν μπορώ να απαντήσω θετικά. Πώς να πάρω άλλωστε σοβαρά κάποιον που γίνεται υπουργός στην ίδια κυβέρνηση για την οποία έγραφε ότι αξίζει «3 όσκαρ»: «της αποτυχίας, του τυχοδιωκτισμού και του διχασμού»; (το έγραφε ο Θ. Μωραΐτης). Έτσι, οι συγκεκριμένες υπουργοποιήσεις, κατά τη γνώμη μου, δεν σηματοδοτούν καμιά διεύρυνση προς την κεντροαριστερά, αλλά αποτελούν συνέχεια μιας φαύλης λογικής, με βάση την οποία ο Βύρων Πολύδωρας προτάθηκε για πρόεδρος του ΕΣΡ, η Ραχήλ Μακρή έγινε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, η Κατερίνα Παπακώστα υπουργός κ.ο.κ.

    Με άλλα λόγια, απευθυνόμαστε σε ό,τι πετάει και ό,τι κολυμπάει, προσεγγίζουμε οποιονδήποτε έχει αποστασιοποιηθεί ή έχει έρθει σε ρήξη (ασχέτως του λόγου για τον οποίο έχει γίνει αυτό) με το κόμμα του. Έτσι, βέβαια, μαζεύεις τους πλέον απερίγραπτους – γιατί αυτοί είναι και οι πιο πρόθυμοι. Βραχυπρόθεσμα μπορεί να υπάρχουν κάποια μικροοφέλη, μάλλον ασήμαντα, όπως ότι δημιουργείς εκνευρισμό στο ΚΙΝΑΛ. Υπάρχουν ίσως και άλλα κέρδη, όπως ότι εκείνος που έδινε τριπλό όσκαρ «αποτυχίας, τυχοδιωκτισμού και διχασμού» με τον ίδιο ζήλο μπορεί να απονείμει τώρα νέο όσκαρ στην κυβέρνηση (στην οποία μετέχει και ο ίδιος πλέον), αυτή τη φορά. Φαντάζομαι, επιτυχίας, υπευθυνότητας και εθνικής (ή δημοκρατικής) ομοψυχίας. Μπορεί και τετραπλό και πενταπλό…

    Η ζημιά όμως δεν είναι αμελητέα. Εκτός όλων των άλλων (ένα λιθαράκι ακόμα στον κυνισμό και την εξαχρείωση των πολιτικών ηθών που γρήγορα μετατρέπεται σε βαρίδι και για την ίδια την κυβέρνηση, τον ΣΥΡΙΖΑ κλπ. – τα παραδείγματα από το παρελθόν αμέτρητα) οι άνθρωποι αυτοί δεν θα κουνάνε βεντάλιες ούτε θα κρούουν κύμβαλα (μόνο). Θα είναι, για κάποιους μήνες, υπουργοί, δηλαδή θα ασκούν καθήκοντα, θα παίρνουν αποφάσεις, θα αντιμετωπίζουν προβλήματα. Γίνονται υπουργοί για λόγους επικοινωνιακούς, διεμβολισμού του ΚΙΝΑΛ (τρομάρα μας) κλπ., αυτό όμως δεν τους κάνει λιγότερο υπουργούς: θα έχουν και ασκούν εξουσία.

    Ένας χαρακτηρισμός,δημοφιλής παλιότερα, για διάφορους πολιτευόμενους ήταν το αρκτικόλεξο ΟΦΑ: –Τι κόμμα είναι ο τάδε; –Είναι ΟΦΑ, όπου φυσάει ο άνεμος δηλαδή. Ισχύει και τώρα. Το ζήτημα όμως είναι για ποιον ισχύει. Για τους δυο νέους υπουργούς ή και για την κυβέρνηση;

  • Τρεις (συν ένας) λόγοι υπέρ των Πρεσπών

    Υπάρχουν, πιστεύω, τρεις (συν ένας) σοβαροί λόγοι για να υποστηρίξουμε με σαφήνεια τη Συμφωνία των Πρεσπών.
    α) Η υπάρχουσα κατάσταση στο ζήτημα τίποτα καλό δεν έχει, από όποια σκοπιά κι αν τη δούμε: είτε διεθνιστική είτε πατριωτική είτε των σχέσεων των δύο λαών κλπ. Αντίθετα, έχει πολλά και μεγάλα κακά (πάλι από όποια πλευρά κι αν τη δούμε), καθώς εξέθρεψε ένα κλίμα εθνικισμού, υποκρισίας και τερατολογίας στις ηπιότερες εκδοχές, σκοπιανοφαγίας και μισαλλοδοξίας στις σκληρότερες. Και αντίστοιχα φαινόμενα και στην απέναντι όχθη των Πρεσπών.
    β) Τώρα είναι η στιγμή να αλλάξει η κατάσταση. Αλλιώς, το θέμα θα σέρνεται επί πολλά ακόμα χρόνια, δηλητηριάζοντας και τις δύο κοινωνίες. Ό,τι κι αν υποστηρίζει κανείς (είτε ότι η συμφωνία είναι εις βάρος της Ελλάδας είτε εις βάρος της γειτονικής χώρας – υπάρχουν και οι δύο απόψεις) για ποιον λόγο άραγε σε ένα, σε δύο ή σε πέντε χρόνια (για να μην πω τέρμινα) θα υπάρχουν καλύτερες ευκαιρίες; Η σημερινή δήλωση Καραμανλή «δεν βιαζόμαστε» είναι υπόδειγμα εθελοτυφλίας (τόσο γνώριμης στην «εθνική στάση»). Αντιθέτως, βιαζόμαστε, και μάλιστα πολύ, να βγούμε από το τέλμα.
    γ) Η Συμφωνία είναι ρεαλιστική και σέβεται εκατέρωθεν ευαισθησίες. Και οι δύο πλευρές έκαναν δύσκολα και αποφασιστικά βήματα. Φυσικά, φέρει τη σφραγίδα του ισχυρότερου, της Ελλάδας (που επιβάλλει στον αδύναμο να αλλάξει την ονομασία και το Σύνταγμά του), ωστόσο αυτό γίνεται εντός ορίων που θέτουν διεθνείς κανόνες δικαίου και διεθνείς συσχετισμοί (δεν μπορούσε να επιβάλει, λ.χ., την ονομασία «Σκόπια» ή «Βαρδαρία»). Ωστόσο, η Συμφωνία απεικονίζει και τη διάθεση των δύο πλευρών να να αλλάξουν ρότα.
    Και ένας τέταρτος λόγος, συμπληρωματικός. Ραχοκοκαλιά των αντιδράσεων που ξεσηκώθηκαν είναι ο εθνικισμός (και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς), που παίρνει μορφές ακροδεξιές, ρατσιστικές και επιθετικές. Ανάλογα συμβαίνουν και στην άλλη πλευρά.
    Θεωρώ τους παραπάνω λόγους ισχυρούς και απολύτως ικανούς για τη στήριξη της Συμφωνίας. Και θεωρώ ότι υπερισχύουν πολλών άλλων. Για παράδειγμα, το ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τη Συμφωνία και (αλλά όχι μόνο) εργαλειακά, διακηρύσσοντας ότι αποτελεί όχημα για την κεντροαριστερά, δεν μπορεί να είναι επαρκές κριτήριο για την απόρριψη της Συμφωνίας. (Όπως, αντίστροφα, η βουκεφαλοποίηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αν και τη βρίσκω λίαν επικίνδυνη, δεν αποτελεί, για μένα, ουσιώδη λόγο στήριξης της Συμφωνίας).
    Η Συμφωνία συνήφθη υπό την πίεση του «διεθνούς» (διάβαζε: ιμπεριαλιστικού) παράγοντα για να μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ: είναι σωστό, αλλά ούτε αυτό μπορεί, πιστεύω, να είναι το κριτήριο για την αποτίμησή της. (Θυμίζω ότι η δίωξη της Χρυσής Αυγής, έγινε λόγω των διεθνών πιέσεων ή επειδή η ΝΔ αισθάνθηκε ότι απειλείται η ηγεμονία της στον δεξιό χώρο, και όμως ήταν παραπάνω από αναγκαία και σωστή). Και ας προσέξουμε να μη φτάσουμε σε αλλοπρόσαλλες καταστάσεις, να λέμε (ιδίως ως αριστεροί!) ότι, λ.χ., η Ελλάδα, ως μέλος του ΝΑΤΟ (και ως η ισχυρή –και νατοϊκή– χώρα) θα έπρεπε να βάλει βέτο (δηλαδή να χρησιμοποιήσει την ισχύ της και της ιδιότητά της ως μέλους του ΝΑΤΟ) για να μη μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ, ενώ η ίδια να παραμένει σε αυτό – καμία σχέση με διεθνισμό, αντιιμπεριαλισμό και αλληλεγγύη των λαών δεν έχουν αυτό.
    Τέλος, για όσους υποστηρίζουν ότι η γειτονική χώρα έπρεπε να αναγνωριστεί με το συνταγματικό της όνομα: Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ναι, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν ορθότερο και δικαιότερο, υπάρχουν όμως δύο μεγάλα αγκάθια. Πρώτον, θα ήταν εφικτό να περάσει από το ελληνικό κοινοβούλιο μια τέτοια συμφωνία και δεύτερον, και ακόμα πιο σημαντικό, από την ελληνική κοινωνία; Όπως λέμε ότι οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας, εδώ και πολλές δεκαετίες, αποκαλούνται (οι ίδιοι και από όλο τον πλανήτη) Μακεδόνες και αυτό δημιουργεί μια αδήριτη πραγματικότητα, αντίστοιχα πρέπει να δούμε και μια άλλη, μικρότερη, αλλά υπαρκτή πραγματικότητα: από το 1992 τουλάχιστον οι Έλληνες έχουν γαλουχηθεί (με βαριές ευθύνες του πολιτικού κόσμου και των ΜΜΕ) με τη βεβαιότητα ότι οι «Σκοπιανοί» παραχαράσσουν την ιστορία, είναι επιθετικοί, μας απειλούν κ.ο.κ. Όταν εκατομμύρια συμπολιτών μας έχουν αυτή την πεποίθηση, όσο εσφαλμένη κι αν είναι, αυτό δημιουργεί –κακώς, κακίστως ίσως, αλλά δημιουργεί– μια πραγματικότητα που πρέπει να λάβουμε υπόψη (προσοχή! όχι να υποταχθούμε σε αυτήν, αλλά να τη λάβουμε υπόψη και να τη σταθμίσουμε). Οι Πρέσπες αποτελούν έναν συμβιβασμό που λαμβάνει υπόψη και τις δύο αντιθετικές και συγκρουόμενες πραγματικότητες και στις δύο χώρες, οι οποίες πραγματικότητες (ανεξάρτητα με το δίκιο και το άδικο που έχει η καθεμιά) υπάρχουν: αυτή, άλλωστε, είναι η πρωταρχική ιδιότητα των πραγματικοτήτων: ότι υπάρχουν.
    Δεν πιστεύω ότι η Συμφωνία βάζει οριστικό τέλος στη διαμάχη και τον εθνικισμό ούτε ότι εγγυάται ένα ανέφελο μέλλον. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Πιστεύω όμως ότι είναι ένα αποφασιστικό βήμα και ότι μπορεί να δημιουργήσει νέες πραγματικότητες και δυνατότητες, θετικές για τους δύο λαούς, στις δύο κοινωνίες, και εντός και καθεμιάς. Δεν πιστεύω ότι η Συμφωνία δημιουργεί μια «παιδική χαρά» όπου θα παίζουν ευτυχισμένοι οι δυο λαοί με πεταλουδίτσες και μελισσούλες ολούθε, έχοντας εξορίσει στα Τάρταρα τους εθνικισμούς, αλλά ούτε ότι διανοίγει μια λεωφόρο όπου θα κόβουν αμέριμνα βόλτες και θα αλωνίζουν το ελληνικό κεφάλαιο και οι νατοϊκοί (που αλώνιζαν και τώρα, άλλωστε). Και πιστεύω ότι η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί η Συμφωνία, είναι ευνοϊκότερη και δίνει πολλές δυνατότητες για όσους αγωνίζονται κατά του εθνικισμού και υπέρ της αλληλεγγύης, της συμφιλίωσης και των δικαιωμάτων των δύο λαών.
    Γι’ αυτό, ακόμα και αν κάποιος είναι ριζικά αντίπαλος της κυβέρνησης (της ελληνικής ή της φυρομιανής) αυτό δεν συνεπάγεται ότι, αυτομάτως, οφείλει να είναι αντίθετος σε κάθε πράξη της, άρα και στις Πρέσπες. Γιατί κάτι τέτοιο, αν μη τι άλλο, είναι, πολιτικά, ετεροκαθορισμός. Με λίγα λόγια, πιστεύω ότι οι αριστεροί και οι αριστερές, οι αντιεθνικιστές και οι αντιεθνικίστριες, και ευρύτερα οι δημοκράτες, ακριβώς με βάση τα κριτήρια, τις επιδιώξεις και τις αρχές τους, έχουν ισχυρούς λόγους και πρέπει να υποστηρίξουν τη Συμφωνία των Πρεσπών.
  • Αυτό που μας καίει

    Σχολιάζοντας τη φωτογραφία του Κώστα Μπακογιάννη με τον χρυσαυγίτη Σπύρο Γιαννάτο στον Άγιο Παντελεήμονα, θα πάρω το πιο καλοπροαίρετο και ευνοϊκό, για τον πρώτο, σενάριο. Παρά τον κίνδυνο να αποδειχθείς αφελής, έχει, έτσι, περισσότερη ουσία ο πολιτικός διάλογος και η αντιπαράθεση: όταν παίρνεις την καλύτερη εκδοχή για τον αντίπαλο και τη δυσκολότερη για σένα. Προχωράω λοιπόν με χρονική σειρά.

    Σημείο πρώτο. Ας δεχτούμε ότι ο Σπ. Γιαννάτος συνάντησε τυχαία τον Κ. Μπακογιάννη, χωρίς προσυνεννόηση, και ότι ο δεύτερος δεν ήξερε ποιος είναι, όπως λέει ο υποψήφιος δήμαρχος. Σύμφωνοι. Πράγματι, μπορεί να συμβεί (ακόμα ακόμα και να του την είχε στήσει ο χρυσαυγίτης, για να φωτογραφηθεί μαζί του).

    Σημείο δεύτερο. Ο Κ. Μπακογιάννης ανεβάζει τη φωτογραφία με τον χρυσαυγίτη στο facebook, επειδή εξακολουθεί να μην ξέρει ποιος ήταν ο «συνοδοιπόρος» του τού Αγ. Παντελεήμονα ή επειδή δεν θέλει να αποκρύψει το γεγονός. Και πάλι σύμφωνοι. Άλλωστε τις φωτογραφίες δεν θα τις ανεβάζει κατά τεκμήριο ο ίδιος, αλλά κάποιοι συνεργάτες του.

    Σημείο τρίτο. Παρά τη φασαρία που ξέσπασε, ο Κ. Μπακογιάννης δεν κατέβασε τη φωτογραφία. Μπορεί να το έκανε γιατί ό,τι ανεβαίνει, δεν κατεβαίνει, μένει εκεί, μαζί με τις κριτικές και τα σχόλια. Σύμφωνοι, ξανά. Η λογική αυτή, αν ισχύει, είναι σεβαστή.

    Σημείο τέταρτο. Έπειτα από όλα αυτά, ο Κ. Μπακογιάννης τοποθετήθηκε με μια δήλωση. Η ουσία της, με λίγα λόγια, είναι: α) ότι στην αυτοδιοίκηση η πολιτική γίνεται στους δρόμους και εκεί, όταν συναντάς ανθρώπους, δεν τους ζητάς «πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων» β) ότι όσον αφορά τη ΧΑ «τον φασισμό τον τρέφει η εγκατάλειψη στην οποία έχει καταδικάσει την πρωτεύουσα η πολιτεία». Εδώ όμως τελειώνουν τα «σύμφωνοι». Όσο υπερπλεόνασμα καλής διάθεσης να έχει κανείς, η δήλωση αυτή δεν καταπίνεται με τίποτα.

    Πρώτα απ’ όλα, η δήλωση υποτιμά τη νοημοσύνη μας. Αν ο Κ. Μπακογιάννη είχε φωτογραφηθεί –επιτρέψτε μου το στερεότυπο– με τον Βαγγέλη Ρωχάμη (ο οποίος φαντάζει στα μάτια μου πρότυπο ενάρετου ανδρός και χρηστού πολίτη σε σύγκριση με τον χρυσαυγίτη) δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να έλεγε όλα αυτά τα παχιά λόγια περί «δρόμων» και φρονημάτων κλπ. κλπ. Ή αν είχε φωτογραφηθεί κατά τύχη –όχι μαζί με μέλος, αλλά– δίπλα σε μια αφίσα των –ξερωγώ– «Λυσσασμένων Αναρχικών». Με σπουδή (αν όχι με λύσσα…) θα είχε καταδικάσει και θα είχε διαχωριστεί. Και σίγουρα δεν θα είχε ανεβάσει ο ίδιος τη φωτό!

    Δεν είναι όμως μονάχα παιδαριώδης η δήλωση· είναι και εξοργιστική. Σε πάνω από 200 λέξεις, το μόνο που βρίσκει να πει ο Κ. Μπακογιάννης σε σχέση με τη ΧΑ είναι «ότι τον φασισμό τον τρέφει η εγκατάλειψη». Ούτε λέξη για νεοναζί και εγκλήματα, για την ασυδοσία τους και τον τρόμο που είχαν επιβάλει στον Άγιο Παντελεήμονα κλπ. κλπ. Και όμως θα αρκούσε μία φράση, ακόμα δύο μόνο λέξεις, αν ήθελε να είναι λακωνικός: ότι η ΧΑ είναι οργάνωση νεοναζιστική και εγκληματική. Αν τις έλεγε, όλα τα άλλα (πώς συνάντησε τον Γιανάτο κλπ.) θα αμβλύνονταν, η ντροπή θα ξεθώριαζε. Δεν τις είπε όμως.

    Αυτές τις δύο λέξεις ο Κ. Μπακογιάννης πρέπει να τις πει, ακόμα και τώρα. Και πρέπει να του το ζητάμε επιτακτικά. 
    Θα αναρωτιέστε ίσως τι καούρα με έπιασε, Σάββατο βράδυ, με την αυτοδυσφήμιση του Κώστα Μπακογιάννη.

    Πρώτον, και λιγότερο σημαντικό, δεν πιστεύω ότι τα πρόσωπα είναι άνευ σημασίας. Το βρίσκω απογοητευτικό λοιπόν, επειδή έχω περισσότερες απαιτήσεις από έναν πολιτικό με το συγκεκριμένο προφίλ: που αποφεύγει την πόλωση, δείχνει μετριοπάθεια στον πολιτικό του λόγο και έχει εκφράσει θέσεις προχωρημένες για τον χώρο του (λ.χ. υπέρ του πολιτικού γάμου των ομοφυλόφιλων). Η φωτογραφία με τον Σπ. Γιαννάτο (που είχε πλούσια “ακτιβιστική” δράση) δίπλα του, και ειδικά στον Άγιο Παντελεήμονα που οι νεοναζί είχαν μετατρέψει σε ορμητήριό τους, είναι μια διαρκής δυσφήμιση του ίδιου και των όσων υποστηρίζει.
    Δεύτερον, και κυριότερο, η όλη καούρα μου δεν αφορά τον Κ. Μπακογιάννη, αλλά τη Χρυσή Αυγή. Λίγο ο Μπαλτάκος, λίγο το Καστελόριζο, λίγο οι εκπρόσωποι της ΧΑ δίπλα δίπλα σε άλλους βουλευτές σε δημόσιες τελετές, λίγο οι φωτογραφίες του Κ. Μπακογιάννη με τον Γιαννάτο (δεν είναι της ίδιας τάξης, προφανώς, αλλά όλα έχουν τη σημασία τους) και η ΧΑ καταφέρνει διαρκώς να επαναβεβαιώνει τη θέση της ως νόμιμου συνομιλητή και θεσμικού παράγοντα, και όχι ως νεοναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Δεν είναι “λεπτομέρεια”, είναι μεγάλη αβάντα και σημαντική πηγή ισχύος για τους νεοναζί. Αυτό είναι που με καίει.
  • Κάτι πολύ πιο βαθύ από τα τατουάζ

    Βλέποντας διάφορες φωτογραφίες του Γιάννη Μπουτάρη, με αφορμή τη δήλωσή του ότι δεν θα είναι ξανά υποψήφιος, το μάτι μου καρφώθηκε σε αυτήν εδώ τη σύνθεση.

    Καταρχάς, με την αντίθεση που κάνει, είναι εντυπωσιακή (δυστυχώς δεν ξέρω το όνομα του δημιουργού). Από τη μια οι πρώην δήμαρχοι κοστουμαρισμένοι, οι πιο πρόσφατοι (διέκρινα Κοσμόπουλο και Παπαγεωργόπουλο), καλογυαλισμένοι και καλοβουρτσισμένοι. Απ’ την άλλη, ο Μπουτάρης με το φανελάκι, ημίγυμνος (όπως είχε φωτογραφηθεί σε μια καμπάνια κατά του AIDS) με τα τατουάζ του εν πλήρει αναπτύξει.

    Εκτός αυτού όμως η φωτογραφία είναι συναρπαστική, καθώς μας εισάγει σε ένα πολιτικό μυστήριο. Πώς αυτός ο απίθανος τύπος, που όχι μόνο φωτογραφιζόταν με τα τατουάζ και το φανελάκι, αλλά έλεγε διάφορα εξωφρενικά για τον «κοινό νου» (λ.χ. δημιουργία αποτεφρωτηρίου ή εβραϊκού σχολείου), που προεκλογικά είχε πλακωθεί με τον Άνθιμο («όσο ζω δεν θα γίνει δήμαρχος», λέγεται ότι είχε πει ο δεύτερος») κατάφερε να εκλεγεί σε μια πόλη βαθιά συντηρητική, με τη Μητρόπολη να λύνει και να δένει; Και μάλιστα, λέγοντας και κάνοντας πολλά ενοχλητικά, δυσάρεστα και αδιανόητα για τον «παροιμιώδη μέσο ανθρωπάκο» (από συναντήσεις με τον δήμαρχο των Σκοπίων ή την τρομερή ομιλία για τους Εβραίους της πόλης που εξοντώθηκαν, όπου εστιάστηκε στις ευθύνες των Θεσσαλονικιών) μπόρεσε να εκλεγεί και ξαναεκλεγεί και να αφήσει το στίγμα του; Στην πόλη του Άνθιμου, του Παπαγεωργόπουλου και του Ψωμιάδη;

    Δεν ξέρω πώς ακριβώς έγινε αυτό το «θαύμα», γιατί δεν γνωρίζω την πόλη. Ξέρω όμως ότι αυτή η επιτυχία μάς δείχνει κάτι πολύ σημαντικό, που μας αφορά όλους: ότι ο συντηρητισμός και η μαυρίλα, όσο ισχυρά κι αν είναι, δεν είναι παντοδύναμα. Ότι σε κάθε πόλη, σε κάθε κοινωνία, ακόμα κι αν φαίνεται ότι επικρατεί πλήρως το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», το τέλμα και οι μακεδονομάχοι, παρά ταύτα υπάρχουν άνθρωποι που ασφυκτιούν με όλα τα παραπάνω. Και αυτό το κομμάτι, ακόμα κι αν δεν φαίνεται, ακόμα και αν δεν εκδηλώνεται, είναι μεγάλο, είναι δυναμικό, συχνά το πιο νέο και δραστήριο, και, με τις κατάλληλες συνθήκες, μπορεί νικήσει και να γίνει πλειοψηφικό. Με άλλα λόγια, η Θεσσαλονίκη (και κάθε πόλη) δεν είναι μόνο η πόλη των Άνθιμων και των Ψωμιάδηδων· και ακριβώς το πλάκωμα η ασφυξία που νιώθουν πολλοί και πολλές, μπορεί να γίνει δράση και δύναμη νικηφόρα.

    Αντίθετα, αν ο Μπουτάρης (και ο κάθε Μπουτάρης) προσπαθούσε να τα έχει καλά με όλους, «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» και με τον Άνθιμο και με το πράιντ και με την εναλλακτικότητα και να τα λέει στρογγυλεμένα όλα – αυτό θα ήταν συνταγή αποτυχίας: τη στιγμή που δεν θα έπειθε τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, θα απογοήτευε το «δικό του» κοινό. Και ο ενθουσιασμός ή η απώλειά του είναι κρίσιμο μέγεθος για την πολιτική και τη νίκη, πέρα από δημοσκοπήσεις.

    Μπορώ να φανταστώ διάφορους αντιλόγους: ότι ο Μπουτάρης είχε ρίζες στην πόλη, είχε κοινωνική επιφάνεια, έπαιξε με την πρόκληση, με το life style κλπ. Σύμφωνοι, αλλά όλα αυτά, ακόμα κι αν είναι βοηθητικές ψηφίδες στην ερμηνεία, δεν αρκούν για να εξηγήσουν ουσιωδώς και πολιτικά την επιτυχία του. Και σίγουρα δεν είναι life style σε μια πόλη όπου ο μητροπολίτης αφρίζει κατά του gay pride να δηλώνεις ολόθερμα την υποστήριξή σου και να μετέχεις σε αυτό ούτε να βάζεις το μαχαίρι στην πληγή με τα «οικεία κακά» μιλώντας για τον αφανισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Αν ήταν, και ήταν τόσο δα εύκολο και πιασάρικο θα το είχαν κάνει κι ένα σωρό άλλοι – που όμως προτίμησαν το life style του Βουκεφάλα και της σάρισας.

     

    ΥΓ. Δεν μιλάω για το αν ο Μπουτάρης ήταν καλός ή κακός δήμαρχος. Τα παραπάνω ισχύουν, θεωρώ, ανεξάρτητα από την άποψη που έχει κανείς επ’ αυτού, και ξεπερνάνε και τον ίδιο και τη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γνώμη μου, συνιστούν μια πολιτική επιτυχία και συμβολή του, που αξίζει να δουν όχι μόνο οι πολιτικοί φίλοι αλλά και οι αντίπαλοί του και να διδαχθούν από αυτή.

    Για να πω ένα πολύ πρόχειρο παράδειγμα: αν ο –κατά τεκμήριο αριστερότερος του Μπουτάρη– ΣΥΡΙΖΑ τολμούσε να νομοθετήσει τον πολιτικό γάμο των γκέι, θα εκπλησσόταν (και μαζί του θα εκπλησσόμασταν και πολλοί, νομίζω), βλέποντας πόσες δυνάμεις θα κινητοποιούνταν, πόσοι και πόσες θα συντάσσονταν με πάθος με το μέτρο αυτό, τι ενθουσιασμός θα απελευθερωνόταν· κι ακόμα, θα βλέπαμε πως η Εκκλησία ούτε παντοδύναμη είναι και έχει σαφή όρια στην αντιπαράθεσή της με την κυβέρνηση, αρκεί η δεύτερη να είναι σταθερή και μην «παλαντζάρει» (το είχαμε δει και στην ιστορία των ταυτοτήτων). Αλλά όλα αυτά είναι ασκήσεις επί χάρτου· θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε πραγματικά, αν υπήρχε πολιτική βούληση και τόλμη: η πρώτη ύλη της πολιτικής – τώρα είναι απλώς προβλέψεις και λόγια του αέρα.

  • Ενός λεπτού σιγή

    Το ένα λεπτό σιγής στη μνήμη του Κωνσταντίνου Κατσίφα είναι μια στιγμή ντροπής για τη Βουλή. Μια πράξη αφροσύνης, επικίνδυνη, που μόνο στην ακροδεξιά ταιριάζει – ας σκεφτούμε μια ανάλογη κίνηση της αλβανικής ή της τουρκικής Βουλής.
    Η ζημιά είναι μεγάλη, επειδή η πράξη είναι θεσμική – από τον κορυφαίο θεσμό της ελληνικής δημοκρατίας. Έτσι, η όποια επανόρθωση πρέπει να είναι θεσμική, για να έχει νόημα. Χρειάζονται λοιπόν, πέρα από ατομικές γνώμες και διαμαρτυρίες, τοποθέτηση των κομμάτων και, κυρίως της ίδιας της Βουλής. Εφόσον μάλιστα η σχετική πρωτοβουλία τού (ας μην το ξεχνάμε, προικισμένου με πλούσιες ακροδεξιές ευαισθησίες) Νικήτα Κακλαμάνη ήταν αντικανονική, με αφετηρία αυτό, πρέπει να υπάρξει αποδοκιμασία και ανάκληση της ντροπιαστικής και επικίνδυνης αυτής πρωτοβουλίας. Από τη Βουλή και τα όργανά της.

    ΥΓ. Από το να λυπάται κανείς για την απώλεια ενός ανθρώπου (ξεχνώντας προς στιγμή τις συνθήκες και το ποιόν του) και να ζητάει να διερευνηθούν οι συνθήκες του θανάτου του (απαραίτητο το δεύτερο), μέχρι το να αποδίδει φόρο τιμής η Βουλή υπάρχει μια άβυσσος. Η απότιση φόρου τιμής, στις συγκεκριμένες συνθήκες, μόνο στην ακροδεξιά ταιριάζει – είναι ενδεικτικό ότι το είχε ζητήσει η Ελένη Ζαρούλια.

  • Κότες λειράτες

    Εδώ και λίγες ώρες στα σόσιαλ μίντια γίνεται πανηγύρι, με επίκεντρο τις… κότες. Αφετηρία, η απομάκρυνση του Κ. Μπαρμπαρούση από την Κ.Ο. της ΧΑ και οι δηλώσεις του ίδιου ότι «επ’ ουδενί είχε σκοπό να αμφισβητήσει τη συνταγματική νομιμότητα»! Και δικαίως γίνεται το πανηγύρι, αν θυμηθούμε την κοινοβουλευτική ομάδα της ΧΑ που εκείνη τη στιγμή χειροκροτούσε σύσσωμη τον Μπαρμπαρούση ή αναρωτηθούμε τίνι τρόπω μπορείς, προσηλωμένος στη συνταγματική νομιμότητα, να καλείς τον στρατό να πάρει το κεφάλι του ΠτΔ!

    Πέρα όμως από την αποκάλυψη του ψοφοδεούς ήθους των ναζί, πέρα από το πώς ο λιονταρής που άφριζε μετατράπηκε μέσα σε λίγες ώρες σε θεματοφύλακα του Συντάγματος (μεγαχάχανο εδώ!), η στάση αυτή μας δείχνει καθαρά κάτι ακόμα, πολύ σοβαρό: πώς η Χρυσή Αυγή όταν έχει απέναντί της τον νόμο και το κράτος μαζεύεται, ενώ γίνεται ασύδοτη –δολοφονικά ασύδοτη– όταν νιώθει ότι το κράτος την ανέχεται ή τη χαϊδεύει. Δεν είναι (μόνο) θέμα ψυχολογικό, θάρρους και χαρακτήρα· είναι και βαθύτερο πολιτικό ζήτημα, που μας δείχνει τα όρια του “αντισυστημισμού” της ΧΑ. Ο αντισυστημισμός αυτός φτάνει μέχρι το κατούρημα του Χρ. Παππά έξω από τα γραφεία του MEGA ή ανάλογα σόου. Αλλιώς, αν η ΧΑ ήθελε να εμφανιστεί αντισυστημική, η σημερινή θα ήταν μια χρυσή ευκαιρία: θα επέμενε στη γραμμή Μπαρμπαρούση, θα κραύγαζε «οι προδότες στο Γουδί» και για τους αλήτες πολιτικούς, ο Μπαρμπαρούσης θα καθόταν να πάει φυλακή και να γίνει ήρωας, ξεσηκώνοντας τα πλήθη… Το ακριβώς αντίθετο: τρέχει σαν λαγός στην εθνική να μην τον πιάσει η αστυνομία, ανακαλεί, η ΧΑ τον θέτει εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας κλπ. κλπ.

    H στάση αυτή μας δείχνει και πόσο λάθος ήταν η στάση και η ανησυχία (ευρύτατα διαδεδομένη και σε καλοπροαίρετους και κοντινούς μας ανθρώπους) ότι η ποινική δίωξη κατά της ΧΑ το 2013 μπορούσε να κάνει κακό επειδή θα… ηρωοποιούσε τη ΧΑ. Το αντίθετο, όχι μόνο δεν την ηρωοποίησε αλλά της κατάφερε σοβαρό πλήγμα· υπήρξε καθοριστικός παράγοντας να περιορίσει την εγκληματική της δράσης.

    Ο λόγος δεν είναι χαρακτηρολογικός (πόσο κότες είναι οι ναζί), αλλά βαθιά πολιτικός και ιστορικός. Στην Ελλάδα η άκρα Δεξιά, όλα τα μεταπολεμικά χρόνια, μπόρεσε να υπάρξει μόνο σε στενή σχέση με το κράτος. Ποτέ δεν ήταν αυτόνομη. Η σχέση ήταν πολλαπλή (σε επίπεδο προσώπων, ιδεών, μηχανισμών, οικονομική κ.ο.κ.), και από αυτή τη σχέση οι ακροδεξιοί –σε όλες τις ποικιλίες τους– αντλούσαν ισχύ: ισχύ πολιτική, υλική και συμβολική. Το κόψιμο λοιπόν του συνδετικού ιστού (και ενίοτε ομφάλιου λώρου) με το κράτος όχι μόνο δεν οδηγεί στην «ηρωοποίηση» των χρυσαυγιτών, αλλά είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδυνάμωσή τους.