Author: Bibliotheque

  • εξάπτοντας το κοινό παριστάνοντας τον ποιητή

    Όταν οι μείζονες συνασπίζονται χαίρεται κανείς να συγχνοτίζεται με τους ελάσσονες… βαρέθηκα τις άφρονες φωνές και τους αφορισμούς βαρέθηκα τις αγωνίες των μεσήλικων κατά φαντασία εραστών που νοσταλγούν αυτό που ήσαν κάποτε, βαρέθηκα τους παραθεριστές στο πύργο της βαβέλ τους μάρτυρες ποιητές που αντί για εμπρός τραβούν το σύμπαν να κατρακυλήσει μαζί τους προς τα πίσω τους αντιπάλους αόρατους εχθρούς που κρύβονται πίσω από τη στιγμή μέθης χωρίς ίχνος ενσυνείδησης όλους αυτούς διακηρύσσουν την πνευματική τους ανωτερότητα και αυτομαστιγώνονται εχθρευόμενοι ό,τι αντιλαμβάνονται ως αλλιώτικο και διαφορετικό και προκειμένου να κάνουν κάτι θετικό κάνουν ό,τι πιο αρνητικό μπορούν για τον ίδιο τον εαυτό τους και ύστερα παραπονιούνται για την αφόρητη μοναξιά που νιώθουν επειδή δεν αντέχουν την ίδια του τη ζωή όμορφα ανασκουμπωνόμαστε στις βροχές του θέρους

    Συγγραφέας : Βάσος Γεώργας

    Πηγή: www.bibliotheque.gr

  • Μακεδονία Με Φύλλον Συκής. ΕΘΝΙΚΙΣΤΕΣ Ή ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ;

    «Έστω η κορασίς γυμνή, αλλ’ ας φορέσει τουλάχιστον έναν στηθόδεσμο»: έτσι μοιάζουν οι επιδιωκόμενοι από εμάς προσδιορισμοί «Άνω» ή «Βόρεια» στην ονομασία της γείτονος ΠΓΔΜ, καθότι το κεντρικό αντικείμενο του πόθου στην περίπτωση είναι ο όρος Μακεδονία και συνεπώς ο όποιος επένθετος προσδιορισμός είναι διακοσμητικός ή δευτερεύων, καθώς ούτε τη σκοπιανή προπαγάνδα μήτε τους υποβόσκοντες αλυτρωτισμούς πρόκειται να αναχαιτίσει. Με δεδομένην, ωστόσο, και πανθομολογούμενη την εκτίμηση ότι η σύσταση του κράτους της «Άνω» Μακεδονίας συστοιχίζεται με τα ελληνικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, ας δούμε τι μας μένει να πράξουμε – αντί να ξεκατινιαζόμαστε με την ονοματοδοσία σαν απεχθείς νονοί.

    Πρώτον, σύμφωνα με τα κρατούντα της Κοινωνίας των Εθνών οι γείτονες δικαιούνται να αυτεπονομασθούν απλοί ή σύνθετοι Μακεδόνες, σκέτοι Ίνκας, Ροσονέρι ή όπως αλλιώς αποφάσισαν χωρίς να λογοδοτήσουν σε κανέναν: η μάχη του ονόματος είναι χαμένη από το 1945. Δεύτερον, η ονομασία ασφαλώς και είναι «όχημα του μακεδονικού αλυτρωτισμού», πλην όμως – και στο μέτρο που εκτιμούμε ότι η ΠΓΔΜ δεν πρόκειται να ενσωματωθεί σε μια Μεγάλη Βουλγαρία – ο αλυτρωτισμός αυτός δεν έχει σοβαρές περγαμηνές και με σύγχρονους πολιτικοκοινωνικούς όρους φαίνεται μάλλον ως γραφικό, νοσταλγικό απολειφάδι των εθνικιστικών εξάρσεων του βαλκανικού παρελθόντος, κατάλληλο για τοπικούς και υπερατλαντικούς χρήστες της τρίτης ηλικίας και για νεαρούς ακροδεξιούς της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της ΠΓΔΜ. Σε κάθε περίπτωση, ο αλυτρωτισμός των Σκοπίων θα εξακολουθήσει να καλλιεργείται, όπως και αν ονομασθεί τελικά η γείτων χώρα, για λόγους που αφορούν την εσωτερική συνοχή της, αλλά δεν θα έχει τύχη στην ελληνική πλευρά της Μακεδονίας για πολλούς και ποικίλους λόγους, από τους οποίους κυριότερος είναι η κοινωνικοοικονομική μας υπερτέρηση.

    Αν ξεπεράσουμε το εθνικό σύγκρυο που μας προκαλεί ο μακεδονικός αλυτρωτισμός των Σκοπίων, απομένει τελευταίο μαχητό το πεδίο της Ιστορίας, όπου η πολιτική και κρατική προπαγάνδα της «Άνω» Μακεδονίας επιδιώκει συστηματικά να ιδιοποιηθεί την αρχαία Μακεδονία – στην εκπαίδευση μα και μέσω των ΜΜΕ και άλλων φορέων: ο Φίλιππος και ο υιός Αλέξανδρος παρουσιάζονται ως εθνο-πρόγονοι των σημερινών (σλαβο-)Μακεδόνων. Κατά τη σκοπιανή προπαγάνδα, οι μελλοντικές αρχαιολογικές ανασκαφές θα φέρουν στο φως τα μνημεία και τον πολιτισμό της φυρομιανής φαντασιώσεως· ο Αλέξανδρος «ανεβόα μακεδονιστί καλών τους πελταστάς» σημαίνει ότι ο στρατηλάτης ομιλούσε πλην της αρχαιοελληνικής και τη σλαβομακεδονική τοιαύτη: η «γείτων, ξανθή, λευκοχίτων» φαντασίωση δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Για όσον καιρό θα υπάρχουν το λεξικό μακεδονικών λέξεων του Ησυχίου, η Οξφόρδη και το Χάρβαρντ, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι, η ιστορία μας δεν κινδυνεύει· η αρχαία Μακεδονία, εκείνη τουλάχιστον, θα μείνει ακραιφνώς και παντελώς αρχαία ελληνική.

    Τούτο όμως δεν συνεπάγεται ότι εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες δικαιολογούμαστε να συμπεριφερόμαστε ως υστερικοί μικροϊδιοκτήτες υφαρπαγέντος αγροτεμαχίου. Η αρχαία μακεδονική και συνολικά η αρχαιοελληνική κληρονομία συνιστά κτήμα της οικουμένης και δεν είναι το χωράφι του παππού ώστε να τη θεωρήσουμε ατομική ιδιοκτησία μας. Αν ήξερε μάλιστα ο Φίλιππος ότι θα διεκδικούσαν την αποκλειστική αντιπροσώπευσή του κάποιοι σημερινοί ελληναράδες, είναι βέβαιον ότι θα είχε πηδήσει ως άλλος ΓΓ από τον βασιλικό εξώστη και θα κούτσαινε και από το καλό του πόδι: «Για δες, φωνασκούν σαν “γυφτο-σκοπιανοί” εθνικιστές αντί να στρωθούν και να εκδώσουν κάποτε έναν (έστω έναν!) αρχαίο Έλληνα συγγραφέα, που σε διακόσια χρόνια ελεύθερο ελληνικό κράτος δεν το έχουν αξιωθεί»· ή «αντί να μάθουν να προστατεύουν την Ολυμπία από τις πυρκαϊές, οι άχρηστοι…» θα σκεφτόταν ο κουρασμένος πλην σοβαρός βασιλεύς.

    Εφόσον λοιπόν οι (σλαβο-)μακεδόνες γείτονες επιθυμούν να προσοικειωθούν το γόητρο της αρχαίας Μακεδονίας, εμείς οφείλουμε να αποδειχθούμε γαλαντόμοι απόγονοι των ενδόξων προγόνων και όχι τσιφούτηδες μικροκληρονόμοι: να δώσουμε στους γείτονες πληροφορίες και υλικό. Αν εκείνοι έστησαν τον ανδριάντα του στρατηλάτη στα Σκόπια, εμείς να στείλουμε και δικούς μας γλύπτες να φιλοτεχνήσουν και στη Ρέσνα και στο Πρίλεπ και αλλαχού. Δηλαδή, όχι απλώς να αποδεχθούμε παρά και να επιζητήσουμε την ένταξη των νεο-Μακεδόνων στη χορεία των δικαιούχων της αρχαίας μακεδονικής ιστορίας. Είναι, άλλωστε, κληρονόμοι και αυτοί εν τοις πράγμασιν καθώς, εκτός του εδάφους, πολλών κοινών εθίμων κ.λπ., το σημερινό (σλαβο-)μακεδονικό λεξιλόγιο έχει στοιχειοθετηθεί με εκατοντάδες ελληνικές λέξεις, που δεν είναι περιθωριακές παρά συνέχουν τον συστατικό πυρήνα αυτής της γλώσσας (πολύ πριν από τις προσχωθείσες εκ των βυζαντινών και οθωμανικών υστέρων)· παραθέτω ελάχιστα μόνο δείγματα: «ους» λέγουν το αφτί οι επίδοξοι Μακεδόνες, «ους – ωτός» είναι το αφτί στ’ αρχαία ελληνικά· «Σο πράις» λέγεται στη σλαβομακεδονική, όπου η φράση ουδόλως απέχει ηχητικά και σημασιολογικά από το «Τι πράττεις»· «σμ’ ρδεν» είναι αυτός που αποπνέει τη δυσωδία των στάβλων της γείτονος, ενώ το «σμερδνόν βοόων» είναι η μπόχα των ζώων στον Όμηρο. Επιπλέον και η γραμματική δομή της γλώσσας είναι από τη φτιαξιά της αμάλγαμα ελληνο-λατινικό, π.χ. «άμο – άμας – άματ / αμάμους – αμάτις – άμαντ» κλίνεται ο ενεστώς του ρήματος στα λατινικά, «σάκαμ – σάκας – σάκα / σάκαμε – σάκατε – σάκατ» το ρήμα στα «γυφτο-σκοπιανά».

    Είναι εξόφθαλμο ότι οι γείτονές μας μετέχουν της ελληνικής παιδείας πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε και νομίζουν. Αλλά εφόσον θα τους ενισχύαμε να συναρμοσθούν περαιτέρω με την αρχαία ελληνική μακεδονική κληρονομιά, αν επικουρούσαμε ώστε να νοιώσουν – και αυτοί! – απόγονοι (αν όχι ισότιμοι, άντε, ψυχοπαίδια) του πολυπολιτισμικού Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο εγγύς μέλλον θα συνορεύαμε προς Βορράν με μια Μακεδονία φιλική και οικεία, με ένα όψιμο «μακεδονικό βασίλειο» ελληνιστικού τύπου (τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών). Διότι ο ιστορικός συντελεστής είναι μακροπρόθεσμα πολύ πιο δραστικός από τις μεσοβραχυπρόθεσμες, μικροϊδιοκτησιακού χαρακτήρα και στενόμυαλες, εθνικιστικές προπαγάνδες ημών και των άλλων: όταν προσποιείσαι τον αναντάν-μπαμπαντάμ Μακεδόνα επί μακρόν, παθαίνεις ό,τι η πετούμενη αγριόπαπια του Ιμπσεν: σε αφομοιώνουν οι επιδαπέδιες μακεδονικές πάπιες της όλης ιστορίας.

    Τέως βλαχαλβανόσποροι, τουρκόσποροι, βενετόσποροι, σαρακηνόσποροι κ.λπ. είμαστε οι περισσότεροι, διατί να το κρύψωμεν άλλωστε: τα επώνυμα Καρατζαφέρης, Καραμανλής, Παπανδρέου, Τσίπρας, Παπαρήγα, Ψωμιάδης, Τζίμας, Κιλτίδης, Σαμαράς, ουχ ήττον δε και Καβάφης, Σολωμός, Κάλβος μόνον αρχαιοελληνικά δεν είναι. Η μαγική δύναμη του Ελληνισμού έγκειται ωστόσο στην ελκτική γοητεία και στη μεταπρατική προσαρμοστικότητά του ανά τους αιώνες. Τις «φυλές» και τα «αίματα» ας τα χαρίσουμε στους ρατσιστές και στους φασίστες.

    [Από την εφημερίδα «Το Βήμα», 9/03/2008]

     

    artworks : Alex Stoddard

    Συγγραφέας : Μίμης Σουλιώτης

    Πηγή: www.bibliotheque.gr

  • Η Ζωή Είναι Μια Οριζόντια Πτώση

    [σκόρπια αποφθέγματα]

     Πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς θα εξηγήσουμε την επιτυχία αυτών που αντιπαθούμε;

    Όποιος κόβει το Γόρδιο δεσμό δεν σημαίνει ότι τον λύνει. Τα παιδιά και οι τρελοί κόβουν το Γόρδιο δεσμό που οι ποιητές αγωνίζονται μια ζωή για να λύσουν. Ο λώρος θα χρησιμεύσει ολόκληρος στους άλλους που οφείλουν να ξανακάνουν ένα δεσμό και ούτω καθεξής. Στα χέρια των τρελών και των παιδιών – θαυμάτων δεν μένουν παρά κομμάτια από το λώρο.

    Εντέλει όλα διορθώνονται εκτός από τη δυσκολία του είναι, που δεν θεραπεύεται.

    Υπάρχουν έργα που μας αγγίζουν και έργα που μας ξεριζώνουν. Υπάρχουν επίσης έργα που μας εξαναγκάζουν να βγούμε από τον εαυτό μας. Αυτή είναι η χαρά του ταξιδιού.

    Οι κριτικοί κρίνουν ένα έργο και δεν ξέρουν ότι κρίνονται απ’ αυτό.

     

    Η ανυπακοή μπορεί να θεωρηθεί η μεγαλύτερη πολυτέλεια της νεότητας, και τίποτα δεν είναι χειρότερο από τις εποχές που η νεότητα είναι τόσο ελεύθερη που δεν έχει τίποτα να αμφισβητήσει.

    Το να ταξιδέψουμε μακριά δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω απ’ ότι το ταξίδι από την Αθήνα στη Σπάρτη.

    Το σώμα μας μοιάζει στέρεο, αλλά τα μόρια που το συνθέτουν είναι χωρισμένα από διαστήματα το ίδιο τεράστια όσο αυτά που μας φαίνονται να χωρίζουν τα άστρα. Το μόνο δυνατό άπειρο είναι μέσα μας. Τα υπόλοιπα δεν είναι παρά κάτι το γραφικό.

    Η ανταμοιβή της τέχνης δεν είναι η φήμη ή η επιτυχία, αλλά ο εθισμός. Γι’ αυτό τόσο πολλοί κακοί καλλιτέχνες δεν μπορούν να τα παρατήσουν.

    Καθώς ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του, όσο πιο πολύ είναι κανένας ο εαυτός του, τόσο περισσότερο προσεγγίζει τον Θεό.

    Η Ελλάδα είναι ένα πτώμα που το έχουν καταφάει οι μύθοι της.

    Οι Ιταλοί είναι Γάλλοι με καλή διάθεση.

    Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους.

    Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να μιλήσει για την τέχνη του, όπως ένα φυτό δεν είναι σε θέση να μιλήσει για φυτολογία.

    Η ποίηση είναι θρησκεία χωρίς την πίστη.

    Να καλλιεργήσεις αυτό για το οποίο το κοινό σε επικρίνει. Αυτό είναι πραγματικά ο εαυτός σου.

    Η μεγαλύτερη τραγωδία για έναν ποιητή είναι να τον θαυμάζουν επειδή παρανοούν το έργο του.

    Κάπου-κάπου πρέπει να κάνουμε κάτι για να ξεκουραζόμαστε από το να μην κάνουμε τίποτα.

    Η ιστορία με το πέρασμα του χρόνου διαστρεβλώνεται, ενώ ο μύθος εξελίσσεται στο σημείο που γίνεται πραγματικότητα.

    Το να είσαι πρωτότυπος σημαίνει να θέλεις να είσαι όπως οι άλλοι και να μην μπορείς.

    Ο κινηματογράφος θα γίνει τέχνη μόνο όταν τα υλικά του γίνουν τόσο φθηνά, όσο το μολύβι και το χαρτί.

    Απεχθάνομαι την πρωτοτυπία. Την αποφεύγω όσο μπορώ.

    Η ζωή είναι μια οριζόντια πτώση.

    Όταν ένα έργο φαίνεται να είναι μπροστά από την εποχή του, στην πραγματικότητα είναι η εποχή του που είναι έχει μείνει πίσω από το έργο.

    Πρέπει να χρησιμοποιούμε μια καινούργια ιδέα με μεγάλη προσοχή για να μη δίνουμε την εντύπωση ότι φοράμε ένα καινούριο κουστούμι.

    Οι καθρέφτες καλά θα έκαναν να σκέπτονταν προτού επιστρέψουν τα είδωλα.

    Τα πιο ωραία φορέματα φοριούνται για να αφαιρούνται.

    Η ποίηση είναι αναντικατάστατη. Θα ‘θελα να ‘ξερα μόνο σε τι.

    Μπορούμε να γεννηθούμε γέροι, όπως μπορούμε να πεθάνουμε νέοι.

    Συγγραφέας : Ζαν Κοκτώ

    Πηγή: www.bibliotheque.gr

     

  • Η κρίση της τέχνης / Η τέχνη της κρίσης

    1.

    Η πρόσφατη χρονική περίοδος μπορεί να χαρακτηριστεί ως εποχή της «γενικευμένης κρισιολογίας». Εκατοντάδες κειμένων σε καθημερινή βάση αναφέρονται στην κρίση. Εκατοντάδες θεσμοί και αναλυτές προσπαθούν απελπισμένα να αντιληφθούν τη φύση της «κρίσης». Η χρηματοδοτική κρίση κρύβει την οικονομική· η οικονομική καλύπτει την κοινωνική· η κοινωνική υποθάλπει την πολιτιστική· η πολιτιστική υπονοεί την καλλιτεχνική· η καλλιτεχνική καθορίζει την αισθητική. Τίθεται το ερώτημα: από ποιο επίπεδο μπορεί κανείς να ατενίσει την κρίση για να συλλάβει τα αίτιά της, τη νομοτέλειά της και την πορεία της.

     


    2.

    Η λέξη «κρίση» είναι ελληνική και από τις πολλές σημασίες της, οι μη ελληνόφωνοι χρησιμοποιούν κυρίως την έννοια της «μη λειτουργικότητας»· δηλαδή η κρίση αναδύεται όταν ανατρέπεται η κανονική ροή των πραγμάτων, αλλά ποια είναι η «κανονική ροή»; Η δεύτερη σημασία της «κρίσης»: σαφής διάγνωση των προβλημάτων, η στάθμιση των εναλλακτικών λύσεων, η επιλογή της άριστης στρατηγικής δεν πολυαναφέρεται. Είναι λοιπόν επείγον να τονιστεί η πολυσημία της λέξης σύμφωνα με την ελληνική παράδοση. Μια τέτοια στάση θ’ απέτρεπε τουλάχιστον την πρώτη αρνητική πρόσληψη της «κρίσης». Με μια άλλη έκφραση, χρειαζόμαστε την κρίση (σημασία δεύτερη) για να ξεφύγουμε από την κρίση (έννοια πρώτη και κυρίαρχη στο σημερινό κόσμο).

     

    3.

    Ο χώρος της τέχνης δεν είναι έξω απ’ αυτήν την κρισιογραφία. Ωστόσο μια σειρά προβλημάτων αναδύεται (για παράδειγμα):

    3.1

    Σε ποιο βαθμό είναι νόμιμο να πλησιαστεί η τέχνη κάτω από την απειλή της κρίσης; Με άλλα λόγια η «τέχνη» είναι ίδια σε εποχές «κρίσης» και μη «κρίσης»; Η προσέγγιση της τέχνης θα πρέπει να είναι η ίδια, άσχετα αν είμαστε σε εποχές κρίσης ή μη κρίσης;

    3.2

    Η προσέγγιση της κρίσης σε αγοραίο ή σε επίσημο επίπεδο γίνεται όλο και πιο συχνά στο όνομα της οικονομικο-χρηματοδοτικής προοπτικής. Η προοπτική αυτή επαρκεί για την ανάλυση της τέχνης; Υπάρχει θεωρία που μπορεί να θεμελιώνει το ταυτόχρονο πλησίασμα της «κρίσης» και της «τέχνης»;
    Η μεταφορική χρήση της «κρίσης» δεν είναι λοιπόν ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη.

     

    4.

    Η ανάδυση κρίσεων στο οικονομικό επίπεδο έχει μια μακρά ιστορία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Δεν είναι μόνο στην πρόσφατη ιστορία του καπιταλισμού όπου εμφανίζονται φάσεις δυσλειτουργίας του οικονομικού συστήματος με επιπτώσεις δραματικές στις ζωές των ατόμων, των ομάδων και των κοινωνιών (φτώχεια, ένδεια, συγκρούσεις, πόλεμος…) δηλαδή την πρώτη ύλη για την ιστοριογραφία και τη συγγραφή χρονικών. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το ακόλουθο: ο ρυθμός μεταβολής της τέχνης και ο ρυθμός μεταβολής της οικονομικής εκδοχής της πραγματικότητας ταυτίζονται ή ανελίσσονται με διαφορά φάσης, ή είναι απλώς ασύμβατες; Θα μπορούσε κανείς να προστρέξει στην ιστορία για παραδείγματα που ενισχύουν και υποστηρίζουν τις τρεις προηγούμενες υποθέσεις. Ίσως το ελάχιστο μάθημα θα ήταν η αποφυγή ενός γρήγορου (ή και αφελούς) περάσματος από μια «κρίση» (οικονομική) στην άλλη «κρίση» (της τέχνης).

     


    5.

    Αν υποτεθεί ότι οι «κρίσεις» συνυπάρχουν με ιδιαίτερο τρόπο κάθε φορά σε διάφορες κοινωνίες, είναι οι νομοτέλειες, οι «φύσεις» των κρίσεων διαφορετικές μεταξύ τους; Υπάρχει και ισχυρό κύτταρο κρίσης που τροφοδοτεί όλες τις άλλες; Ποια μπορεί να είναι αυτή; Μια συνολική (global) κρίση; Ή μια εκρηκτική συσσώρευση μικροσκοπικών κρίσεων (local); Ή ένας συνδυασμός του συνολικού και του τοπικού (glocal) – ένα είδος «πλανητοπικού»;

     


    6.

    Το κύριο ερώτημα ίσως θα ’ταν αν η τέχνη είναι πλέον ικανή και αν είναι επιθυμητό να «ασχοληθεί» με την κρίση. Αν δηλαδή μπορεί να δώσει μια διάγνωση για τις «άλλες κρίσεις», και ίσως να δώσει ενδείξεις για την έξοδο από την «κρίση». Ως προς την επιθυμία η τέχνη να σταθεί ως ισχυρό εργαλείο απέναντι στην πολυπλοκότητα της «κρίσης», θα προέρχεται από τους καλλιτέχνες ή από τους κοινωνικούς πρωταγωνιστές; Αν γίνει η υπόθεση ότι υπάρχει μια τέτοια κοινωνική ζήτηση, η τέχνη όπως αυτή διαμορφώθηκε τα τελευταία 10-20 χρόνια έχει τη δύναμη για μια τέτοια αποστολή; Με άλλα λόγια η τέχνη διαθέτει ακόμη την αυτονομία και την ισχύ ώστε να μην είναι απλό σύμπτωμα κοινωνικο-οικονομικών διεργασιών; Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι η τέχνη και ιδιαίτερα οι «εικαστικές τέχνες» έχασαν αυτή την «ικανότητα» από το 1960-70 και μετά, καθώς περιορίστηκαν σε μια στάση «σχολίου», «σχολιασμού» και καθώς χειραγωγήθηκαν από τις δυνάμεις της αγοράς και των τραπεζών – και όχι μόνο στο δυτικό κόσμο. Δηλαδή η τέχνη βρέθηκε σε κρίση από το 1960, αλλά η κρίση της οικονομίας του 2010 απέδειξε με τρόπο θεαματικό την κρίση της. Είναι αυτή η θεώρηση έγκυρη; Έχει ψήγματα εγκυρότητας σίγουρα.

     


    7.

    Παρακολουθώντας μια ολονύχτια παράσταση του θεάτρου σκιών στην Ιάβα ακούγοντας την μουσική (σχεδόν υπνωτιστική) και βλέποντας τις κινήσεις των «ηρώων» (λίγες και σύντομες) ρώτησα έναν ινδονήσιο μουσουργό, που είχε σπουδάσει στο Παρίσι με τον Μεσιάεν, για το όλο θέαμα. Μου απάντησε κοφτά: «Δεν χρειάζονται πολλές λεπτομέρειες, η φαντασία συμπληρώνει τις πρώτες ενδείξεις. Μάλλον εκείνο που προέχει είναι η πρόκληση μιας αποχαυνωτικής νοσταλγίας».
    Η τέχνη ως διέξοδος φυγής. Στην δυτική παράδοση, το αίτημα δεν είναι η φυγή, αλλά και η αντιστοιχία με καταστάσεις της πραγματικότητας ή τουλάχιστον κάποιας πραγματικότητας. Σ’ αυτό το πνεύμα θα πρέπει η τέχνη να στραφεί προς την «κρίση»; Ή να λειτουργεί ως καταφύγιο παρά και πέρα από την «κρίση»; Ή ως στρουθοκάμηλος, θα περιμένει και η «κρίση» να δώσει τη θέση της σε μια κανονικότητα (ποια όμως;), αλλά κανονικότητα και να ξαναπάρει την παλιά θέση της – αυτήν που είχε πριν τη κρίση; Δεν υπάρχει μια (θεωρητική) απάντηση, οι καλλιτέχνες και μη με τις πρακτικές τους διαμορφώνουν απαντήσεις και προκαλούν απορίες.

     

    8.

    Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την νεοτερική τέχνη (art moderne) και την τύχη των πρωτοποριών. Πολλοί λένε ότι οι κύκλοι της τέχνης κρατούν 300-400 χρόνια, ενώ οι κύκλοι της οικονομίας γύρω στα 50-80 χρόνια. Αν θεωρήσουμε ότι οι αρχές της νεοτερικής τέχνης βρίσκονται στα τέλη του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τα προηγούμενα η φάση αυτή της τέχνης θα κρατήσει ακόμη 2-3 αιώνες. Στο μεταξύ, οι οικονομικές κρίσεις θα έρθουν και θα φύγουν. Οι δυο περιοδικότητες διαφέρουν, έτσι η τέχνη θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τη διαχρονική αυτοτέλεια της. Παρηγοριά; Χίμαιρα; Κοντόφθαλμη ανάγνωση; Καρτερία; Όλες οι τάσεις φαίνονται παρούσες. Προσωπικά πριμοδοτώ τις εκπλήξεις.

     

    [Από το βιβλίο “Η τεθλασμένη ισορροπία”
    [στοχασμοί κρισιολογίας] που ετοιμάζεται
    και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις
    Bibliotheque]

    Συγγραφέας: Δημοσθένης Αγραφιώτης
    Πηγή: www.bibliotheque.gr