Author: Ντίνα Αγράμπελη

  • μωβ χαρά

    Αυτή την εποχή, η λίμνη είναι πεντακάθαρη. Χιλιάδες μικρά ψαράκια κολυμπάνε, τα βλέπω να διαχωρίζονται σε ομάδες και να ξεχύνονται δεξιά και αριστερά, μάλλον χαίρονται, ή ίσως ξεκινάνε ένα δικό τους ταξίδι στην περιορισμένη υδάτινη λιμνίσια περιοχή.

    Τα μοναχικά δείχνουν να βαριούνται, κάθονται ακίνητα και ησυχάζουν, μπορεί να ξεκουράζονται, μπορεί να απολαμβάνουν, μπορεί ακόμα και να με παρακολουθούν.

    Είναι απομεσήμερο και ένας χλωμός ήλιος έχει νικήσει το κρύο. Η άνοιξη έχει κυριεύσει το χώμα, τα δέντρα, το βουνό, τα πάντα. Μωβ θάλασσες στην άκρη της λίμνης, έχουν ανθίσει αυτά τα άγρια λουλουδάκια που τόσο αγαπώ.

    Κάθομαι και τα χαϊδεύω, με χαϊδεύουν και αυτά, συνομιλώ μαζί τους σε μια γλώσσα που μου είναι άγνωστη και ολόδική μου. Μέσα στο στήθος μου χορεύουν συναισθήματα και αισθήσεις, γελάω, μυρίζω, παραμιλάω και αγαπώ.

    Από τα δέντρα ακούγονται πουλιά, η πόλη είναι μακρυά, την βλέπω να καθρεφτίζεται στα νερά της, μια απόλυτη γαλήνη κυριαρχεί στο σύμπαν μου, θέλω να μείνω εδώ, θέλω να γίνω ένα λιλά αγριολούλουδο, να ανθίζω κάθε άνοιξη και να πλημμυρίζω με ομορφιά τα μάτια των ρομαντικών,  και κανένα “μετά” να μην με τρομάζει…

  • μύρισε άνοιξη

    (Να μυρίζει άνοιξη και  ήλιος να λούζει το κεφάλι μας. Να ανοίγουμε έκπληκτα τα μάτια, ακόμα μία φορά, σε μια ακόμη ανθισμένη αμυγδαλιά. Να την μυρίζουμε και να κρατάμε την ανάσα μας και η μυρωδιά της να φτάνει ως το βάθος, εκεί που λέει πως  είναι η καρδιά μας. Πρόθυμη να γίνει ροζ, αμετανόητη και θαρραλέα. Να πιανόμαστε χέρι-χέρι, να κάνουμε στα ψέματα πως όλα πάνε καλά και όλα να πάνε καλά. Να ξεχνάμε το φίδι και τον φόβο, να μην σκεφτόμαστε τόσο πολύ, να κοιμόμαστε οχτώ ώρες μονορούφι και να ξυπνάμε ευγνώμονες και ορεξάτοι. Να σε κοιτάζω στα μάτια για μια στιγμή και μια αιωνιότητα, να χαμογελάς μυστήρια και ποτέ, μα ποτέ να μην μπορώ να σ’ ερμηνεύσω.

    Αλήθεια, έχεις σκαρφαλώσει ποτέ σε δέντρο; Λίγο το φοβάσαι και  πολύ το θέλεις, στο τέλος κερδίζει η επιθυμία, τολμηρά σκαρφαλώνεις, ανεβαίνεις από κλαδί σε κλαδί, μια ευφορία σε κυριεύει, φτάνεις ψηλά, κοιτάζεις ψηλά, ουρανός- ήλιος-φύλλα-καρποί όλα συμπαραστέκονται, το έχεις κυριεύσει, είναι δικό σου αυτό το μικρούτσικο σύμπαν. Και τότε θες δε θες, ρίχνεις μια ματιά κάτω, από εκεί που ξεκίνησες. Και σε πιάνει ένας φόβος και σε πιάνει ένας ίλιγγος. «Πώς θα κατέβω τώρα;» λέει αυτός ο φόβος. Τα πόδια μουδιάζουν, το μυαλό παραλύει, το σώμα σφίγγεται. Θέλεις να μείνεις για πάντα εκεί, νοιώθεις τρόμο, νοιώθεις και τόλμη, θα τα καταφέρω; ρωτάς το στομάχι σου.

    Πάντα τα καταφέρνεις. Κανείς δεν έμεινε ψηλά στο δέντρο, ούτε απέκτησε φτερά για να κατέβει πετώντας. Οι ερωτευμένοι και τα παιδιά μόνο πετάνε στα σύννεφα ενώ  αναζητούν ασφάλεια και αγάπη…)




    (η φωτογραφία από εδώ)

  • Χριστούγεννα

    Τα Χριστούγεννα τα αγαπώ. Μου μοιάζουν κάτι σαν δώρο στο τέλος του χρόνου. Έρχονται ξαφνικά, σε μια στιγμή, πάντα νωρίτερα απ την ημερομηνία τους. Γίνεται τότε ένα κλικ και «αααα… να, ήρθανε τα Χριστούγεννα» χαμογελάω, με μάτια γεμάτα καρδούλες.

    Φέτος τα ανακάλυψα νύχτα στην Θεσσαλονίκη. Στο κέντρο της πόλης, εκεί που οι υπερ-ψηλές πολυκατοικίες σκύβουν επάνω σου και σου μιλάνε. Εκεί που οι βιοτεχνίες του άλλοτε δεν υπάρχουν πια, αλλά από τα ψηλά τώρα ακούγονται ήχοι ξαφνιαστικά υπέροχοι, ντράμς, σαξόφωνα, ωραίες φωνές και που πλήθος συνωστίζεται σε εισόδους ψάχνοντας το αυθεντικό κάτι της φοβερής εποχής που ζούμε. Σ’ αυτούς τους δρόμους τα αναμμένα λαμπάκια κραυγάζουν δοξαστικά και συναγωνίζονται μεταξύ τους αναβοσβήνοντας, ζώντας μια εφήμερη δόξα, όσο μικρή και παιχνιδιάρικη τους αξίζει.  Κι εμείς, πάντα θεατές σε χαρές ανέξοδες και πολύ προσωπικά βιωμένες.

    Καλά Χριστούγεννα.

  • Τα λυπημένα όνειρα τα ακυρώνει η εποχή που τα φύλλα πέφτουν στο χώμα

    (Μια μέρα το δόντι μου έσπασε -ένοιωσα ξαφνικά να το μασάω- και έτσι ανακάλυψα την καταστροφή. Ο οδοντίατρος μου είπε πως είχε ραγίσει από καιρό και τώρα ήρθε η ώρα του για  να σπάσει τελείως. Έτσι απλά, τόσο απλά.)

    Εκείνα τα χρόνια ήτανε τελείως ανέμελα, μαγικά και ερωτευμένα. Κατεβαίναμε με το τρόλεϊ για λουκουμάδες στην Αιόλου, μπαίναμε στα μαγαζιά με τα πολύχρωμα νήματα, ξεκαρδιζόμασταν χωρίς αιτία και αφορμή, λέγαμε για τους έρωτές μας. Ήμασταν χρωματιστές κλωστές αιωρούμενες ή ίσως φουσκωμένα μπαλόνια. Εγώ κόκκινο και πράσινο, εσύ μπλε και κίτρινο.

     Όταν ανηφορίζαμε την Σπετσών ήτανε άνοιξη και τα κλαδιά των δέντρων απ’ τα πεζοδρόμια γέρνανε ως τους ώμους μας. Γελούσες, «έλα να μπούμε στο παπουτσάδικο να βρούμε φτηνά και νόστιμα παπουτσάκια», έλεγες. Δύο κορίτσια, στην Αθήνα του ογδόντα.

    Στο δωμάτιο- τραπεζαρία του σπιτιού μας, υπήρχε ένας τεράστιος καθρέφτης, ο καθρέφτης (μετά που σηκώναμε τα μάτια από το μεσημεριανό), έδειχνε την ξεθωριασμένη ταπετσαρία του τοίχου απέναντι και λίγο από το ξύλινο μωσαϊκό του πατώματος «τέτοιο πάτωμα έχει και το προεδρικό μέγαρο» έλεγε η μαμά σου και εμείς αποχαυνωμένες από το φαγητό, τον ήλιο και την κούραση της βόλτας, παίζαμε με τα ψίχουλα χωρίς να μιλάμε. Κάτω, στην οδό Κυψέλης, τα αυτοκίνητα μουρμουρίζανε μέρα νύχτα.

    Σε αυτή λοιπόν την ωραία και ηδονική εποχή ξεχαστήκαμε για πολλά χρόνια και χαζεύαμε και απολαμβάναμε, ώσπου ήρθε μια στιγμή που, όπως λέει ο Λειβαδίτης:

    “Συνέβη χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς — η μητέρα είχε πονοκέφαλο, θυμάμαι,
    και μ’ έστειλαν στο φαρμακείο,
    στο γυρισμό, είναι η αλήθεια, χάζεψα λίγο,
    κορόιδεψα έναν γέρο,
    τρόμαξα με μια πέτρα δυο πουλιά
    κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο
    ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια”

    Και τώρα δεν σε αναγνωρίζω πια, ούτε και εσύ εμένα, ποιες ήμασταν, τι μας έκανε φίλες, γιατί δεν καταλάβαμε πότε ράγισε το πολύτιμο πορσελάνινο διάφανο φλιτζάνι μας που μέσα του χωρέσανε τόσα γέλια, κλάματα και ακυρωμένες λέξεις. Μιλάμε, και η φωνή σου μέσα απ τα σύρματα του τηλεφώνου χάνεται ανάμεσα σε λέξεις αταίριαστες, σε λέξεις που δεν καταλαβαίνω, σε συνήθειες άλλες, σε χάνω, σε έχω χάσει από καιρό, πού είναι εκείνο το κορίτσι με τα γαλάζια μάτια και την μεγάλη καρδιά;

    «Το πιο δύσκολο πράγμα στην ζωή είναι οι σχέσεις» επαναλαμβάνει το μυαλό μου, «όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα» μουρμουρίζει ο ποιητής  και ένα κομματάκι μέσα μου, στεναχωριέται που δεν στεναχωριέμαι για σένα πια. Και εκεί σε εκείνο το μικρούτσικο σύμπαν της μη στεναχώριας -τι κρίμα- χωράνε όλοι όσοι δεν είναι πια φίλοι μου και δεν είναι ούτε και εχθροί μου.

    Και τότε φοβάμαι, φοβάμαι πολύ, τόσο πολύ φοβάμαι που θέλω να αγκαλιάσω σφιχτά τους ανθρώπους της ζωής μου. Και για μια στιγμή πελώρια και ελάχιστη μαζί να προσευχηθώ  (ακούγοντας τον εναρμονισμένο με αυτή την αγκαλιά χτύπο της καρδιάς μας) και να τους πω με λέξεις, και όχι με  όλα τα ευκόλως εννοούμενα, το πόσο πολύ τους αγαπώ.

  • Ιστορίες της γειτονιάς

    Στο απέναντι μπαλκόνι κατοικεί ο αγαπημένος μου γείτονας. Ψηλός, ευθυτενής, με άσπρα μαλλιά σαν του Γλέζου, πλησιάζει με επιτυχία τα ενενήντα. Διαβάζει Επίκουρο, έχει κήπο, μια μυρωδάτη συκιά, (τα γλυκά της τα σύκα του Αυγούστου τα μοιράζεται με τους γείτονες).

    Έχει βαθιές πληγές στην ψυχή και κανένα σκοτάδι. Στο σπίτι του δεν έχω μπει ποτέ, μόνο καλημέρες λέμε και καμιά ανέφελη κουβέντα από αυτές που γίνονται από μπαλκόνι σε μπαλκόνι. Γελαστός και γλυκομίλητος, μοιράζει όμορφες λέξεις και εγώ θαυμάζω ενδόμυχα την ικανότητά του να ζει μόνος, να απλώνει τα ρούχα του στον ήλιο και να χαμογελάει πλατιά. Πάντα.

    Ώρες-ώρες έχω μια ανεξήγητη βεβαιότητα πως μέσα στο σπίτι του δεν υπάρχουν  έπιπλα, καρέκλες-τραπέζι-κρεβάτι, αλλά ένας καταπράσινο κήπος, με φυτά παράξενα, παραδείσια πουλιά και έναν ήλιο ολόδικό του, που τον φωτίζει τις μέρες και τον κοιμίζει τις νύχτες, γι’ αυτό και ο αγαπημένος μου γείτονας δεν φαίνεται ποτέ δυστυχισμένος και μόνος.

    Το φετινό καλοκαίρι εντελώς ξαφνικά και ανεξήγητα (για μια γυναίκα που τον βλέπει μόνο από το απέναντι μπαλκόνι) οι ώμοι του αγαπημένου μου γείτονα γείρανε και το χαμόγελό του σαν να χλόμιασε λιγάκι. «Γιατί;»  τον ρώτησα μια μέρα «ω, είναι τόσα πολλά τα χρόνια που έχω στην πλάτη μου» μου απάντησε γελώντας γλυκά και κουρασμένα  και τότε εγώ σαν να τρόμαξα για όλα τα χρόνια που περνάνε, όλων, και για τα δικά μου, και «είδα» πως ο κήπος του σπιτιού του μπορεί να έχει τώρα φθινόπωρο και σύννεφα και ίσως και λίγο κρύο και πως ο ήλιος του γέρασε και αυτός και δεν έχει πια δύναμη να του ζεστάνει τα κόκαλα και την ψυχή και ένοιωσα σε ίσιες δόσεις λύπη και χαρά, λύπη για της ζωής μας το φως που σβήνει αδιόρατα, αργά και αμετάκλητα και χαρά για το χαμόγελο  (του αγαπημένου μου γείτονα), που συμφιλιώνεται με αυτή την απέραντη σιωπή και ησυχία.

  • Σήμερα γιορτάζει το καλοκαίρι

    Τις καλοκαιρινές μέρες που μοιάζουν με γλυκό  βανίλια μέσα στο ιδρωμένο- παγωμένο ποτήρι, τις αγαπάμε. Αργά και ηδονικά λιώνει στο στόμα το έδεσμα, αργά και ηδονικά οι χαϊδεμένες ώρες λύνονται η μία πίσω από την άλλη και χάνονται κάπου, ποιος ξέρει πού.

    Έρχεται μετά το νερό και σβήνει (για λίγο) την γλύκα, ο ουρανίσκος ξαναζητάει την απόλαυση και εμείς δεν του χαλάμε χατίρια γιατί έτσι θέλουμε και έτσι μας αρέσει.

    Αυτές οι μέρες, οι ανέμελες, οι ανώφελες, οι γλυκές σαν αμαρτία μέρες, μπορούν και γράφουν αναμνήσεις. Το δέρμα τις αποθηκεύει σε κάποιο σύννεφο και τις αφήνει εκεί να ονειρεύονται.

    Σε ανύποπτο χρόνο μία μυρωδιά τις ξαναφέρνει πίσω ορμητικά  και ένα  μυστηριώδες (για τους αδαείς) χαμόγελο χαϊδεύει τα χείλη, τα μάτια και το μέτωπο.

  • (κλικ-σκοτάδι, κλικ-φως)

    1.
    Έφυγε. Η λέξη που λέμε όταν κάποιος πεθαίνει. Έφυγε λες, και μέσα σου κάτι αδειάζει. Στον ξαφνικό θάνατο μένουμε άλαλοι και ακίνητοι, «σαν μαρμαρωμένοι».

    Το ίδιο παθαίνουμε και στον ξαφνικό χωρισμό, κυρίως τον ερωτικό, «θέλω να χωρίσουμε» σου ανακοινώνει ο άλλος και εσύ μένεις μαρμαρωμένος με μια άβυσσο και κάτι σαν θάνατο μπροστά σου.

    2.
    Ο Μάιος φέτος βρέχει κυρίως και παίζει με τον ήλιο ένα περίεργο κρυφτό, σαν να τον κυνηγάει, «μην τολμήσεις σου λέω», ο ήλιος γελάει σαν παιδί και κρύβεται πίσω από ξαφνικές καταιγίδες. Με την σιγουριά του νικητή. Ωραίες που είναι Θεέ μου οι βεβαιότητες..

    3.
    Η πόλη μας είναι η πιο όμορφη του κόσμου, το σκέφτεσαι κάθε φορά που περπατάς εκεί, δίπλα στην λίμνη και κάτω από τα πλατάνια, μακριά από τον κατοικημένο θόρυβο, με παρέα εσένα και ήχους φυσικούς, πουλιά, ήσυχα κύματα, θρόισμα ελαφρύ στα φυλλώματα. Και αχτίδες φως. Και ροδακινί χρώματα που δύουν στον ουρανό. Εντάξει και με συνατα ναι και τα όχι του μυαλού σου.

    4.
    Η φύση, όπως και η θάλασσα σε αποδέχεται ολόκληρο και σου τα χαρίζει όλα. Δεν σε «μετράει» ούτε αναλογίζεται αν θα σε αποδεχτεί. Αν θα σου δώσει τρία και θα κρατήσει τα υπόλοιπα. Αν σου αξίζουν δέκα και εσύ έχεις μόνο τα οκτώ. Αυτή η χωρίς αμφιβολία γαλήνη, αυτή η πληρότητα και η μεθυστική της αίσθηση, σου ξεμπλέκει όλα τα μπερδεμένα σου νήματα και σε παραδίδει ανανεωμένο σε σένα και σε μια εκ νέου εκκίνηση. Λυτρωτικό και υπέροχο.

    5.
    Αγαπάω και αποδέχομαι τον εαυτό μου. Με τα μαύρα και τα άσπρα του. Με τα πράσινα, τα γαλάζια, τα κόκκινα και τα πορτοκαλί του. Με τις ήσυχες πίκρες και τις μεγάλες αποδοχές. Μέσα σ’ αυτή την τόσο ηττημένη εποχή, αλλάζω όχθη και σας αντικρύζω από απέναντι . Έχει μια τόση ελευθερία, άπλα και αγάπη αυτή η πλευρά. Υπέροχα πλάσματα σας αγαπώ.

  • Το δέντρο της καρδιάς μου

    Στον δρόμο για το χωριό μου και μέσα σε ένα διπλανό χωράφι υπάρχει το δέντρο που αγαπώ. Λέω υπάρχει αν και δεν υπάρχει πια, αλλά για μένα θα υπάρχει για πάντα σαν έρωτας βαθύς και σαν πληγή ανίατη. Ανακάλυψα πρόσφατα και με μεγάλη μου λύπη πως το δέντρο αφαιρέθηκε (τί λέξη, αφαιρέθηκε, φοβάμαι να πω ξεριζώθηκε ή κόπηκε άσπλαχνα) και αφαιρέθηκε λοιπόν γιατί απλά από το σημείο εκείνο περνάει ο αγωγός φυσικού αερίου. Είναι το δέντρο της φωτογραφίας που βλέπετε. Το έχω φωτογραφίσει σε όλες τις εποχές. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και πέρισυ, μέσα στον βαρύ χιονιά, το φωτογράφησα και χειμώνα. Είχα δημιουργήσει μία σχέση μαζί του νομίζω, τι νομίζω δηλαδή, σίγουρη είμαι πως με γνώριζε και κάθε που με έβλεπε πόζαρε για να φωτογραφηθεί και σαν να κουνούσε ελαφρά τα φύλλα του. Εμένα μου έμοιαζε τότε πως χαμογελούσε με ένα απαλό αριστοκρατικό μειδίαμα, κάτι σαν το χαμόγελο της Τζοκόντα και κάπως σαν να μου έλεγε “εγώ, δεν είμαι μόνο για σένα εδώ, μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και φανταστείς πως σ αγαπώ, εγώ ανήκω σε όλους, όποιοι με προσέξουν, το ίδιο χαμόγελο θα δουν”.

    Αλλά εγώ συνέχιζα να το καμαρώνω σε κάθε μου ταξίδι και είχα μία σιγουριά και μια βεβαιότητα χωρίς λογική, πως θα είναι για πάντα εκεί. Όπως και για κάθε τι θαυμάσιο που συμβαίνει στις ζωές μας. Το θεωρούμε οι ανόητοι θνητοί με την αθάνατη ψυχή μας, αυτονόητο. Το κακό δεν ξέρω πότε συνέβη, όταν όμως το ανακάλυψα ένοιωσα  να με χτύπησε κεραυνός. Το πρώτο σοκ διαδέχτηκε μια βαθειά λύπη “δεν θα ξαναδώ το δέντρο μου ποτέ” , το φαντάστηκα να θροΐζει τα φύλλα του ανήσυχα, μπορεί και να κοίταζε στον δρόμο, “σώσε με” ίσως να φώναξε με την  δεντρίσια του φωνή. Αλλά δεν ήτανε κανείς εκεί για να το σώσει, ούτε και εγώ. Πονάω και κάτι τσούζει στο μέρος της καρδιάς μου όταν φαντάζομαι το γοερό του κλάμα την ώρα που ξεριζώνανε τις βαθιές του ρίζες, τον τελευταίο του αναστεναγμό την ώρα που κόβανε τα πανέμορφα κλαδιά του και την σιωπή του τέλους.

    Αντίο περήφανο, υπέροχο, πανέμορφο δέντρο μου, πονάω που λείπεις, πονάω που σε έχασα, συγνώμη που σε θεώρησα αθάνατο.

  • Το πρώτο χιόνι

    Τη νύχτα χιόνισε. Ξυπνήσαμε το πρωί με όλες τις γύρω βουνοκορφές πασπαλισμένες άσπρο χιόνι. Η ψυχή χαίρεται παραμένοντας πιτσιρίκι, το σώμα διαμαρτύρεται-κρυώνει, η τσέπη γκρινιάζει  -1€ το λίτρο- μουρμουρίζει, το δελτίο καιρού μας υπόσχεται ηλιοφάνεια.

    Δευτέρα 20 Νοεμβρίου. Μπροστά μας απλώνεται ένας μακρύς χειμώνας που πρέπει να τον αποδεχτούμε και να τον συμπαθήσουμε. Αυτή η εποχή που δεν είναι θελκτική σαν την άνοιξη και μοιάζει με ένα μεγάλο λάθος της φύσης, αν αρχίσεις και την «ξεφλουδίζεις» ανακαλύπτεις για μια ακόμη φορά όσα ξεχνάς. Τα χιονισμένα τοπία, την παγωμένη λίμνη και την ψυχρή ομορφιά της, το χριστουγεννιάτικο δέντρο και την θαλπωρή του ζεστού σπιτιού, την γιορτή της καλής χρονιάς και τις υποσχέσεις που της τάζουμε, τα Ραγκουτσάρια και το μεθυσμένο  πάρτυ τους στο Τσαρσί. Σε ένα μήνα από σήμερα θα έχουμε συμφιλιωθεί και με αυτόν τον χειμώνα και  τότε θα αρχίσουμε να ανάβουμε χρωματιστά λαμπάκια σε δέντρα ψεύτικα και σε μπαλκόνια κιτς. Θα τα κοιτάμε και θα γελάμε ευτυχισμένα, θα φοράμε ζεστά ρούχα και κόκκινα σκουφάκια και θα νοιώθουμε σαν ήρωες μιας άλλης εποχής, χωρίς οικονομικές κρίσεις, ανθρώπινες τραγωδίες και ένοχες απλές χαρές.

  • Καλώς ήρθες βρε Νοέμβριε

    Ας τον ενθαρρύνουμε λίγο!