Author: Ντίνα Αγράμπελη

  • Το χιόνι του Αγίου Βαλεντίνου

    Ξημερώματα χθες άρχισε να χιονίζει. Έπεφτε απαλό, ήσυχο και αποφασισμένο το χιόνι, σαν τα παλιά τα χρόνια. Έμεινα ώρες πίσω από το τζάμι να το χαζεύω ― χόρευε ασταμάτητα στον αέρα ― και όταν σουρούπωσε, με πλημμύρισε μια ήσυχη γαλήνη και μια σιγουριά πως «όλα θα πάνε καλά» και πως η φύση ξαναπήρε το παιχνίδι στα χέρια της. «Εδώ είμαι», έμοιαζε να λέει, «θα τα φροντίσω όλα εγώ».

    Χιόνιζε όλη μέρα κι όλη νύχτα, και το πρωί η πόλη ήταν κάτασπρη και πανέμορφη σαν μωρό. Πήρα τους δρόμους ντυμένη ζεστά, και το απάτητο χιόνι μου σκέπαζε τις γαλότσες ― ευτυχώς δεν τις κατάπινε μέσα του. Μια μαγεία ήτανε όλα και τα παιδιά, που τα μυρίζονται αυτά πριν από εμάς, είχανε πάρει τους δρόμους και κυλιόντουσαν με αγαλλίαση στο χιόνι. Ακόμα και οι άσχημες πολυκατοικίες μοιάζανε όμορφες μέσα σε αυτή την λαμπρή λευκότητα. Και οι άνθρωποι ήτανε όμορφοι. Όλοι χαμογελούσαν, και οι καλημέρες που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας, νόμιζες πως πριν σβήσουν, χοροπηδούσαν στον αέρα σαν πέταλα μιας ανθισμένης αμυγδαλιάς.

    Ένα πουλάκι παραπατούσε στο πεζούλι και έμοιαζε χαμένο, τα χρώματά του μπλε και κίτρινα, πιτσιλίσανε το λευκό σαν σε καμβά ζωγράφου, μου έμοιασε με αλκυόνη, αυτή την εποχή δεν είναι που την καλοκαιρία των προηγουμένων ημερών την ονομάζουμε «αλκυονίδες ημέρες;»

    Και ξαφνικά, όπως περπατάω, θυμάμαι παλιές ευτυχίες. Θα πάω τώρα λέει στο «Ερμού», να πιώ μια ζεστή σοκολάτα που θα μου ετοιμάσει η Μαρία, εκεί θα είναι όλοι οι φίλοι μου, θα γελάμε και θα μιλάμε, θα λέμε για βιβλία και για μουσική, θα λέμε και για έρωτες, όλα θα τα χωράει αυτό το μαγαζί, όλη μας η ύπαρξη θα το χαίρεται στο εκατό τοις εκατό, τι κρίμα που δεν υπάρχει πια… Μαρία, ακούς;

    Τριάντα ώρες κράτησε ο χιονιάς. Τώρα ένας παγωμένος βοριάς φυσάει από το Βίτσι και κρυσταλλιάζει τα πάντα. Αλλά δεν μας πειράζει. Μπορεί αντί για τον φτερωτό θεό σήμερα να γιορτάσαμε τον θεό Χειμώνα, μπορεί ο σκαλόδρομος αύριο να είναι παγωμένος και απρόσιτος, μπορεί να δυσφορήσουμε και με αυτόν τον εγκλεισμό. Όμως κάθε που θα περνάνε οι σημερινές εικόνες σαν φιλμ στην σκέψη μας, ένα χαμόγελο θα γεμίζει το στήθος μας και στο κεφάλι μας, μια νέα υπέροχη ανάμνηση θα εγγράφεται σαν παρακαταθήκη για το μέλλον.

  • Ο Μουσταφά είναι ευτυχισμένος

    Ο Μουσταφά είναι ευτυχισμένος

    Ο Μουσταφά δεν είναι πια γειτονάκι μου. Έφυγε ένα πρωί μέσα στις γιορτές με όλη την οικογένεια του και πήγε στην Γερμανία. Ο αποχαιρετισμός μας ήτανε χαρούμενος, ήτανε πολύ ευτυχισμένοι όλοι τους και πολύ περήφανοι που καταφέρανε να πραγματοποιήσουνε το όνειρό τους.

    ―Είναι πολύ ωραία εδώ στην Καστοριά, (είπανε) αλλά δεν έχει δουλειές, ο μπαμπάς μου πρέπει να δουλέψει, επτά άτομα είμαστε.

    Τους ευχήθηκα καλό ταξίδι μέσα από την καρδιά μου.

    Προχθές με πήρανε βιντεοκλήση στο WhatsApp. Είναι πια στην Βρέμη, και ζουν προς το παρόν σε ένα καμπ. Μου δείχνανε τον χώρο τους μέσα από την κάμερα, κάτασπρος, ολοκαίνουργιος, με κρεβάτια τύπου Ικέα, και λευκά σεντόνια. [Να τα δείχνουν αυτά οι Ευρωπαίοι στους εταίρους τους, τους Έλληνες, που έχουν πεταμένους στην λάσπη και στο κρύο της Μόριας χιλιάδες ανθρώπους. Ακόμη και στην Καστοριά, τα διαμερίσματα που τους νοικιάζουνε, είναι χωρίς θέρμανση, έπιπλα και κουβέρτες. Ας είναι καλά η αλληλεγγύη των συνανθρώπων μας που βοηθάνε όπως μπορούνε. Ευτυχώς.]

    Ο Μουσταφά είναι ευτυχισμένος. Έκανε το εμβόλιο του κόβιντ, θα πάει σχολείο, θα μάθει γερμανικά και θα ευγνωμονεί τις χώρες από τις οποίες πέρασε μέχρι να φτάσει εκεί, καθώς και τους ανθρώπους που τους βοηθήσανε.

    ―We missed you, μου είπε, we will have a beautiful house and we are waiting you to visit us, καθώς όλοι τους μου στέλνανε φιλιά και ζεστά χαμόγελα από την οθόνη.

    Να έχετε καλή τύχη Μουσταφά μου εκεί στην μακρινή Βρέμη της Γερμανίας. Φύγατε και σαν να άδειασε η μικρή μας πολυκατοικία, λείπουν οι φωνές σας, τα κλάματα των μωρών και η ωραία σας ενέργεια. Αλλά δεν λυπάμαι. Σήμερα που χιόνισε και κάνει τόσο πολύ κρύο, σήμερα που η νεαρή γειτονοπούλα του απέναντι διαμερίσματος μου ζήτησε ντροπαλά βοήθεια για να βρει επιπλέον κουβέρτες, σήμερα χαίρομαι που δεν είσαστε εδώ.

    Και ας μην παίξατε χιονοπόλεμο στην πλατεία με κόκκινες μυτούλες και μεγάλα χαμόγελα. Σίγουρα θα τον παίξετε αυτόν τον χιονοπόλεμο στην νέα σας πατρίδα.

  • Το δέντρο

    Το δέντρο

    Θυμάμαι με μεγάλη καθαρότητα πότε φωτογράφησα αυτό το δέντρο. Έχουν περάσει δύο χρόνια, είναι και πάλι χειμώνας και κάνει κρύο, και τότε χειμώνας ήτανε, μια καθαρή και κρύα μέρα -πάμε στην Προκοπάνα; πρότεινες -ναι, ναι, συμφώνησα. Μέσα σε έναν κύκλο γυροφέρναμε, η ζωή σχεδίαζε τα δικά της, όλοι είχαμε σχέδια, εγώ να βγάλω μια ωραία φωτογραφία, εσύ να χαραχτείς σε μιας συγκίνησης την αιχμή. Όταν φτάσαμε, ο ήλιος πήγαινε να κρυφτεί βαριεστημένα πίσω από το ψηλό βουνό, ένα σκυλί αλυχτούσε κάπου μακριά, οι καρποί της αγριοτριανταφυλιάς κοκκινίζανε στο γκρίζο. Άνθρωπος δεν υπήρχε στο χωριό, μια εκκλησία έστεκε σαν φύλακας τεράστιος, στην πλατεία ακουγότανε η βρύση που έχυνε το νερό της στην τσιμεντένια γούρνα. Έβαλα στην χούφτα μου και ήπια, πάγωσαν τα δόντια και η γλώσσα, και τα δάχτυλα, λίγο ακόμα και θα μουδιάζανε και αυτά. Φύγαμε. Τότε είδα το δέντρο. Φώναζε μοναξιά. Ο ουρανός πάνω του έσταζε γαλάζια άχνη και το χώμα, ξερό από καιρό και αβοήθητο, πέθαινε. -Μια στιγμή, σταμάτα λίγο, είπα. Σταμάτησες το αυτοκίνητο πρόθυμα, δεν μου χαλούσες χατήρι, πάτησα κάμποσα κλικ, φύγαμε. Γύρισα πίσω να κοιτάξω, ένα μαύρο πουλί πέταξε στον ουρανό, έφυγε ψηλά και χάθηκε, -νυχτώνει, τελειώνει και ο Νοέμβρης, αύριο αλλάζει ο μήνας, είπα. Δεν μίλησες, μόνο κοίταζες κάπου μακριά, πάντα κοίταζες κάπου μακριά, ο ήχος του αυτοκινήτου μουρμούριζε καθησυχαστικά, όταν φτάσαμε στην πόλη είχε νυχτώσει και ένα μεγάλο φεγγάρι έλαμπε στα νερά της λίμνης..

  • Καλημέρα σας!

    Καλημέρα σας!

    Η μαμά μου ξέρει το βουνό σαν την τσέπη της. Όταν μεγάλωνε, ο Γράμμος ήτανε σαν μία προέκταση της αυλής της. Περπατάμε στα μονοπάτια και τα μάτια της ζωντανεύουν. Λέει τα ονόματα των χωραφιών (που τώρα είναι δάση) με την παλιά τους ονομασία, θυμάται τίνος είναι η κάθε καστανιά που συναντάμε, «να η μηλιά που από αυτήν ήθελα να τρώω μήλα όταν ήμουνα έγκυος σε σένα» μου την συστήνει, η μηλιά έχει γεράσει, ένα κατσιασμένο δέντρο χωρίς ζωντάνια είναι, η μαμά μου την βλέπει με τα μάτια της νεότητάς της, πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έχει ξανανεβεί στο βουνό, περπατάει στο μονοπάτι ατρόμητη, και είναι σαν τα χρόνια να ξεφλουδίζονται και να πέφτουν από την πλάτη της, «να οι καστανιές μας» δείχνει κάπου πολύ μακριά «θα κατεβούμε αυτή την πλαγιά και μετά θα ανηφορίσουμε προς τα δέντρα, και θα μαζέψουμε πολλά κάστανα.»

    Η πλαγιά, είναι τεράστια, σαν πίστα χιονοδρομικού, χορτάριασμένη, και μόνο που το σκέφτομαι με πιάνει ένας γελαστός τρόμος, «πάμε» μου λέει, γελάω, «μαμά μήπως έχεις ξεχάσει πόσο χρόνων είσαι;» την ρωτάω, «τον άλλο μήνα θα μπω στα 88» μου απαντάει, τώρα όμως έχει στα μάτια το θάρρος και την δύναμη των δέκα χρόνων της και τρέχει στο λιβάδι, μαζεύει κάστανα με την κολλητή της την Ντίνα, την αγαπημένη ξαδερφούλα της που δεν υπάρχει πια, γεμίζουν τους ντορβάδες γελώντας, ατρόμητες και υπέροχες.

    Δεν κατεβαίνουμε την πλαγιά (προς μεγάλη της απογοήτευση) δεν μαζεύουμε κάστανα από τις καστανιές μας. «Α, μου λέει, αυτή η καστανιά μας να δεις τί νόστιμα κάστανα έχει, είναι στρογγυλά και κρακ… σπάζουν στο στόμα σου όταν τα τρώς, ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΘΑ ΠΑΜΕ» μου ανακοινώνει με βεβαιότητα.

    Επιστρέφουμε στο χωριό εγώ και ένα δεκάχρονο κοριτσάκι στο διπλανό κάθισμα, μια ζωντανή απόδειξη πως η ψυχή δεν γερνάει ποτέ, και πως κάπου λίγο πιο έξω από τον καθημερινό μας ορίζοντα, μας περιτριγυρίζουνε πολλά. Είναι αόρατα είναι και ορατά και έχουν την δύναμη να μας επαναπροσδιορίσουν και να μας ανανεώσουν και την διάθεση και την υγεία.

    Καλημέρα σας!

  • Αύγουστος

    Στην άκρη του ορίζοντα διακρίνεται ένας πλαστικός μονόκερος. Ο ελαφρύς παφλασμός του νερού τον μετακινεί απαλά πέρα-δώθε, κάποιες παιδικές φωνές διεκδικούν την χρήση του, έχει χρώμα ρόζ-κίτρινο-μπλε και άσπρο.

    Μέσα στην θάλασσα, δύο γυναίκες και ένας άντρας κολυμπάνε αργά και συζητάνε. Το ελαφρύ αεράκι μεταφέρει τις φωνές τους ως την ακρογιαλιά, κάτω από την ομπρέλα μου. Συζητάνε για τον κορονοιό και τις οικονομικές επιπτώσεις στο περιβάλλον τους. Ο άντρας κυριαρχεί στην κουβέντα, και οι γνώσεις του για τις επιχειρήσεις που πλήττονται είναι αρκετά εξειδικευμένες, έτσι που σιγά-σιγά οι λέξεις του γίνονται αδιάφορες και κυλάνε σαν στραγάλια στο χώμα.

    Πενήντα μέτρα πιο εκεί, ένα ζευγάρι μετακινεί τις καρέκλες του, και κάθεται με τρόπο που ο ένας να αντικρίζει τον άλλον. Έχουν μια οικειότητα καθώς μετακινούνται, και μια αρμονία εξαιρετική. 

    Η γυναίκα, διαβάζει με προσήλωση ένα βιβλίο. Φαίνεται πως αυτό που υπάρχει στις σελίδες του, την συναρπάζει και την κάνει να ξεχνάει την θάλασσα πίσω της. Προσπαθώ να μαντέψω τί δουλειά κάνει, αν έχει παιδιά, πόσο ευχαριστημένη είναι από την ζωή της, αν αγαπάει τον άντρα που κάθεται δίπλα της.

    Εκείνος φοράει μαύρα γυαλιά και κοιτάζει την θάλασσα. Είναι ψηλός, αδύνατος, φοράει μπλέ σορτσάκι και οι κινήσεις του προδίδουν μια ανεπαίσθητη θηλυπρέπεια.

    Όταν σηκώνονται για να κολυμπήσουν, το κάνουν και πάλι μαζί, με ενορχηστρωμένες κινήσεις πέφτουν ταυτόχρονα στο νερό, γελάνε με κάποιο αστείο που είπανε, επιστρέφουν στην ακτή μαζί, η σχέση τους μοιάζει με γαλήνιο παφλασμό νερού σε καλοκαιρινό δειλινό.

    Είναι 12 Αυγούστου του 2020, ο καιρός είναι φανταστικός, η θάλασσα αμνιακός σάκος, σε περικλείει, σε αγκαλιάζει και σε κανακεύει, μάνα και θεότητα μαζί, αφήνεσαι με πίστη, χάνεσαι μέσα της, σε διαλύει και σε συναρμολογεί, αφαιρεί άχρηστα κομμάτια, ξεσκονίζει εγκαταλελειμμένα, φυσάει μέσα τους νέα πνοή, «κοίτα» μουρμουρίζει, «εδώ άνοιξε ένας καινούργιος χώρος, ρίξε σποράκι να δεις τι θα φυτρώσει», δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά σου, είναι αλμυρά, αλμυρή είναι και η θάλασσα, κάτι σπάζει και  λιώνει στο στήθος σου, μια νοσταλγία βαριά σαν πέτρα κατρακυλάει στον βυθό, βγαίνεις έξω, τα χαλικάκια καίνε στις πατούσες σου, κυλάνε στο χώμα οι αλμυρές σταγόνες, η άμμος αδιάφορη τις στεγνώνει γρήγορα.

  • Η Λάλλα

    Την νέα μου γειτόνισσα την λένε Λάλλα και είναι από το Αφγανιστάν. Έχει ωραία μαύρα μάτια και γλυκό χαμόγελο. Το όνομά της το τραγουδάει,  “what’s your name?” την ρωτάω, «Lalla» μου απαντάει και αυτό το λάμδα το λέει τόσο μελωδικά, σαν κελάηδημα πουλιού.  Την στιγμή που εκείνη προφέρει το όνομά της στο ραδιόφωνό μου, κάποιος τραγουδάει «λαλα λαλα λαλαλα..»

    Εγώ φοβάμαι τον κορονοϊό, αυτή μάλλον όχι. Χτύπησα την πόρτα τους όταν ανακάλυψα ότι μετακομίσανε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου που ήτανε άδειο για χρόνια, είχα ψήσει κουλουράκια και ήθελα να τους καλωσορίσω, “thank you!” μου χαμογέλασε, ”please, come in” η μαμά της άνοιξε τα χέρια, ο κορονοϊός μου φώναξε «ΟΧΙ!», δεν μπήκα.

    Ήθελα σήμερα να καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας μου με την κοπέλα με το μελωδικό όνομα, να πίνουμε καφέ με κουλουράκια πορτοκαλιού και να τα λέμε. Να μου πει για το μεγάλο ταξίδι που έκανε για να φτάσει ως εδώ, σε αυτή την μικρή πόλη της Μακεδονίας, για τους μεγάλους φόβους και τις τεράστιες ελπίδες, για την ζωή μέσα της που την κάνει να χαμογελάει τόσο ατρόμητα.

    Και ύστερα με σταματάει ο Νέος Φόβος, αυτός ο τόσο τρομακτικός που ζούμε εδώ και τριάντα τέσσερις μέρες. Και λυπάμαι πολύ, για όλες τις χειραψίες που δεν θα ξανακάνουμε με τους άλλους ανθρώπους, για όλες τις χαμένες αγκαλιές που θα φοβόμαστε να προσφέρουμε.

    Και προετοιμάζομαι για το μέλλον προβάροντας στον καθρέφτη μου χαμόγελα, μεγάλα χαμόγελα που φτάνουν ως τα μάτια, την καρδιά,  και το μυαλό.

    «Να» λέω, «έτσι θα κοιταζόμαστε, αυτά θα είναι τα χέρια μας και οι αγκαλιές μας πια».

    Και κάπως παρηγοριέμαι με αυτό.

  • Κατ’ εξαίρεση

    Έχουμε κλειστεί στο σπίτι, έχει πεθάνει κόσμος, δεν περπατάμε, δεν συναντιόμαστε με τους ανθρώπους μας και δεν ξέρουμε πότε θα τους ξανά σφίξουμε στην αγκαλιά μας,
    τρέμουμε από τον φόβο μετά το σούπερ μάρκετ…

    …για να έρθει τώρα η Ιερά Σύνοδος να μας πει πως θα ανοίξει τις εκκλησίες τις ημέρες του Πάσχα;

    Πόσο παχιά είναι η ασυνειδησία και η βλακεία τους Θεέ μου;

  • Χάθηκα μεταξύ σαλονιού και μπάνιου

    Την δέκατη ημέρα εγκλεισμού ξύπνησα μέσα στην νύχτα και βγήκα στο μπαλκόνι. Μια απόκοσμη ησυχία κυριαρχούσε, στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή και τα σπίτια, που την ημέρα μοιάζανε με κατσαρόλες που σιγοβράζουν, είχανε ησυχάσει εντελώς. Αυτό το σιγοβράσιμο μέρα τη μέρα μεγάλωνε, έμοιαζε με αιχμάλωτη δυσφορία που μάταια έψαχνε τρόπο να δραπετεύσει. Η αρρώστια που απλώθηκε στην πόλη φυλάκισε τους ανθρώπους στα σπίτια τους κι εμένα στο δικό μου.

    Και έτσι για να μην τρελαθώ, κάθε μέρα περπατάω. Κάνω το ίδιο δρομολόγιο, κρεβατοκάμαρα, μπάνιο, κουζίνα, σαλόνι. Μου αρέσει να βλέπω τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας που κρέμονται ως το μεσημέρι στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας, τα αντισηπτικά, τα γάντια και το οινόπνευμα πάνω στο πλυντήριο, τα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης, τον λοιμωξιολόγο και εκπρόσωπο του υπουργείου υγείας στην οθόνη της τηλεόρασης. Καθώς περπατάω καθαρίζω -τα πόμολα, τους πάγκους και το πάτωμα- τα χέρια μου μυρίζουν αντισηπτικό, το μυρίζω ακόμα και την ώρα που κοιμάμαι.

    Τα καπάκια των σπιτιών που γίνανε κατσαρόλες εν τω μεταξύ, μέρα με την ημέρα αποκτάνε την δική τους υπόσταση. Χθες, χορεύανε στο αέρα σαν δαιμονισμένα και προχθές, ένα από αυτά είχε μεταμορφωθεί σε πίστα χορού που πάνω της χορεύανε ταγκό, οι δύο άντρες του τρίτου ορόφου. Ανακαλύψαμε έτσι πως είναι ζευγάρι και πως αγαπιούνται καιρό. Γέμισε χειροκροτήματα η γειτονιά, κάποιοι φωτογραφίζανε με τα κινητά τους, πρώτο θέμα γίνανε την επόμενη μέρα οι φωτογραφίες τους στο φέισμπουκ.

    Μετά από αυτό και κάποιοι άλλοι ξεθαρρέψανε και ανασηκώνοντας τα καπάκια, λέγανε τα μυστικά τους, «Αγαπώ τον Θανάση!» φώναζε η γυναίκα του φούρναρη και ο στρατιωτικός της απέναντι μονοκατοικίας βγήκε ένα βράδυ στο μπαλκόνι με γυναικείο ντύσιμο -και έπαιξε τόσο ωραία με την φυσαρμόνικά του το ταγκό του έρωτα- που αν τον άκουγε η Καραΐνδρου θα τον χειροκροτούσε και αυτή.

    Και εγώ είδα ένα παράξενο όνειρο. Χάθηκα λέει μεταξύ σαλονιού και μπάνιου και έμεινα να κοιτάζω τον τοίχο σαν υπνωτισμένη. Επειδή τα πόδια μου ήτανε πιο βαριά και από μολύβι έμεινα εκεί για ώρα και καθώς κοίταζα τους κόκκους του σοβά, μια ρωγμή μου κίνησε την προσοχή και άρχισα να την ξύνω, στην αρχή ήσυχα και στην συνέχεια με μανία. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου ένα άνοιγμα που όσο το κοίταζα τόσο μεγάλωνε, ώσπου στο τέλος πέρασα μέσα του και βρέθηκα σε ένα κρυφό δωμάτιο που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει.

    Στο δωμάτιο είχε σκοτάδι και από τις γρίλιες ενός ξύλινου παντζουριού φαγωμένου από τον χρόνο έμπαινε λιγοστό φως. Αράχνες κρέμονταν από τα δοκάρια του ταβανιού και η σκόνη χόρευε στις ακτίνες του ήλιου που έφταναν στο πάτωμα. Ξαφνιασμένη γύρισα να κοιτάξω καλύτερα και τότε, το είδα.

    Ένα παράξενο πλάσμα κρεμότανε σαν νυχτερίδα από τα δοκάρια, έμοιαζε με άνθρωπο και έμοιαζε και με ζώο «Επιτέλους ήρθες», μου μίλησε με ανθρώπινη φωνή «Ποιος είσαι;» ρώτησα με περιέργεια «Δεν με θυμάσαι; Είμαι ο εραστής που το δύο χιλιάδες δέκα έξη με κλείδωσες εδώ για να μη με βρει ό άντρας σου, από τότε σε περιμένω, άργησες πολύ…»

     Άνοιξα τα μάτια απότομα και καθώς προσπαθούσα να ξυπνήσω και να συνέλθω, είμαι σίγουρη πως άκουσα το ταβάνι μου να χοροπηδάει σαν καπάκι κατσαρόλας. Αν και είμαι εντελώς βέβαιη πως, αν τα σπίτια δεν είχανε μεταμορφωθεί σε κατσαρόλες, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε ποτέ συμβεί.

  • River Party

    Το χωριό μου χαμογελάει αυτές τις μέρες του River Party και καμμιά φορά ξεκαρδίζεται κιόλας.

    Είναι πολύ ευτυχισμένο. Η ομορφιά είναι στους δρόμους, περπατάει με σακίδια στην πλάτη, μιλάει δυνατά, γελάει και κατηφορίζει τον δρόμο που πάει προς το ποτάμι.

    Νεαρά κορίτσια κ αγόρια, γέμισε νιάτα το Νεστόριο. Τις νύχτες τραγουδάνε, τις μέρες κολυμπάνε, ο ήλιος λούζει τα σώματά τους, τα γέλια φωτίζουν τα μούτρα τους, γνωρίζονται και αναγνωρίζονται, χτίζουν φιλίες και σχέσεις. Όμορφα – όμορφα κυλάνε οι μέρες και οι νύχτες φωνάζουν δυνατά.

    Τις μουσικές, τα βράδια τις παίρνει το νερό και τις ταξιδεύει, νομίζω πως φτάνουν μέχρι το μπαλκόνι μου.

    Και τότε κάτι σαν γλυκό κρασί κατοικεί στην καρδιά μου και ξαναγίνομαι είκοσι χρόνων -όχι είκοσι, δεκαέξι, δώδεκα ίσως.

    Τότε που το κολύμπι με τις φίλες μου (στο πάντα γκρεμισμένο φράγμα, στην σημερινή περιοχή του river party) ήτανε σαν μια μικρή απόδραση στην χώρα του απαγορευμένου και του Πήτερ Παν, μιας και όσο πιο πολύ φοβόμασταν την μαμά μας, άλλο τόσο μας γοήτευε αυτή η περιπέτεια.

    Και του χρόνου χωριό μου, με ησυχάζει η σκέψη πως εσύ θα είσαι για πάντα το χωριό μου, όσο και να γεράσει το River Party, όσο και να γεράσουμε και εμείς.

    #river_party

  • Η παπαρούνα

    Σήμερα πλαγιάζω στο μαξιλάρι που έχει αιχμαλωτίσει την μυρωδιά σου

    και την μυρωδιά από το δωμάτιο το γεμάτο ανάσες και ιδρώτα.

    Χώνω την μύτη μου και ανασαίνω λαίμαργα. Η μυρωδιά του μαξιλαριού ξεχύνεται στα πνευμόνια μου, στην καρδιά μου, στην κοιλιά μου, φτάνει ως τα νύχια μου.

    Σαν τότε που κάναμε σφιχτή αγκαλιά

    και αιωρούμασταν δέκα εκατοστά πάνω από το έδαφος.

    Ύστερα παίρνω την μύτη μου από αυτό το αόριστο σύμπαν

    και κοιτάζω έξω από το παράθυρο.

    Μία απρόσκλητη παπαρούνα έχει ανθίσει στην γλάστρα με τον βασιλικό και έχει βάψει με κόκκινο όλη την γειτονιά.