Ο φίλος μου ο Μπίλης ήταν όχι μόνο σινεφίλης, αλλά και ο μόνος που είχε διαπρέψει στην προσεκτική ανάλυση των ζενερίκ, άσχετα με την ταινία που έβλεπε. Απ’ αυτόν κόλλησα το χούι να προσέχω τα περιβάλλοντα που έστηναν οι ταινίες. Ήταν αγαπημένο μας παιχνίδι να βλέπουμε ένα έρμο καρεδάκι και να πιστοποιούμε αν προήλθε από την κουλτούρα του Καραγιάννη ή του Φίνου και αναφέρομαι στα ευκολάκια. Η μηχανή γρήγορα επεκτάθηκε στο σκηνοθετικό στυλ ανά δεκαετία εξέλιξης- οι ταινίες των σέβεντις, γενικώς, θεματολογικά και εννοιολογικά τάχιστα έδειχναν την φτιάξη του οπερατέρ και του ενδυματολόγου, ως προς το στυλ των ταινιών των σίξτις και τον έιτις.
Γρήγορα, πολύ γρήγορα, η τεχνολογία (λόγου χάρη ο superman που ίπτατο πειστικά, ήταν μια χαρακτηριστική «τομή» στην εικόνα) άρχισε να τραβάει υπερωρίες. Και μιας μορφής ψηφιακή λογοτεχνία κατέκαυσε τας καρδίας ημών. Πρέπει να είσαι πλέον πολύ απρόσεκτος για να μη βλέπεις το στυλ της τεχνικής που χρησιμοποιεί το στούντιο NU, το παλιό της Μπογιάνα, που μας έπρηξε στις χολιγουντιανές δευτεράντζες. Παράλληλα, υπήρξε μια καταιγιστική επιρροή από το φημισμένο Zoetrope και τα περιβάλλοντα που παρουσίαζε.
Τελευταία, οι ταινίες, ειδικά οι εκτός USA αγγλόφωνες, μας έχουν πρήξει στην γυαλιστερή σκοτίδα. Τις περισσότερες τις βλέπω στο Netflix, ειδικά τις λεγόμενες «φανταστικές». Οι σκηνές με φάος ηελίοιο, σπανίζουν και είναι βασισμένες στην στέππα, στην τούνδρα και στην έρημο. Τα περισσότερα δρώμενα διαδραματίζονται σε ένα περιβάλλον βιομηχανικών παρατημένων χώρων, όπου οι κάμερες είναι γενικώς κολλημένες κάπου. Σκοτίδα, λέμε. Και παντού, αδιανόητα μηχανήματα, σμήνη οθονών, κουμπάκια που αναβοσβηούν, ενώ οι «ήρωες» ρίχνουν ζωηρές ατάκες, υπόσχονται να περατώσουν την αντλία σε λίγες ώρες ή λεπτά, το χακάρισμα συνοδεύεται από βρισιά –μπινελίκι , όλα τα ογκώδη, όπλα, μηχανήματα και έτσι, παρέα με τερατώδη ανακυκλώσιμα μεταλλοπλαστικά ερείπια, είναι προφανώς πεποιημένα και ανύπαρκτα. Ανάλογες και οι ερμηνείες. Κομπάρσοι δεν υπάρχουν στις ποσότητες που ξέραμε και αυτοί που δεν φοράνε φόρμες είναι σπάνιοι. Και οι διάλογοι, μας οδηγούν στην εποχή που οι γιαγιάδες κοίταζαν με τρόπο πίσω από τα κουτιά των τηλεοράσεων, μη και δούνε τον γκώλο του εκφωνητή. «Καταστρέψαμε το μποζόνιο» ομολογεί ο ήρωας, δηλαδή, γάμησέ τα. Τα σενάρια είναι πειστικώς αναλφάβητα.
Θα μου πεις, εδώ κοιτάζεις εκ του φυσικού μια νέα κατασκευή και βλέποντας τον χρωματικό συνδυασμό του μολυβί με το κυλοτί, αμέσως κάνεις τη διάγνωση: δημαρχείο του Καλλικράτη.
Leave a Reply