To Λατέρι μου

Ήταν Ιούνιος του 1965, στα Γιαννιτσά, ένα απροσδιόριστο λαδί στην ατμόσφαιρα και πήγα να αποχαιρετίσω τον φροντιστή μου στα μαθηματικά, τον Χατζηδημητρίου, επειδή μετακομίζαμε Θεσσαλονίκη και από πρόβατο επί σφαγή στα μαθηματικά, με έκαμε ικανό να παρακολουθήσω μαθήματα στο Πέμπτο Λύκειο.

Αμέσως μετά τις εξετάσεις, εκτός την οικογενειακή μετακόμιση, έπρεπε να επιλέξω τι θα κρατούσα στο νέο σπίτι της Θεσσαλονίκης. Έπιπλα δεν θα παίρναμε μαζί μας. Μόνον ρουχικά και βιβλία. Ο πατέρας μου αποφάσισε να πετάξει όλα του τα ενθυμήματα από τη Σιβηρία – το μεκανό, τα τσαρικά χαρτονομίσματα. Πέταξα κι εγώ ό,τι έως τότε είχα ζωγραφίσει – θα έφτιαχνα άλλα, καλύτερα, στο μέλλον. Έτσι πίστευα. Απλώς ανέβηκα στην ταράτσα του Πετρίδη, όπου ξενύχτησα πολλές φορές, ενώ εκεί τελείωσα και πολλά βιβλία: την Οδύσσεια σε μετάφραση Εφταλιώτη και ό,τι από τις Εποχές δυσκολευόμουνα να καταλάβω με την πρώτη. Το όρος Πάικο, ένα γαλάζιο βουνό έσκεπε την πόλη που για αυτόν τον λόγο δεν την έπιανε ο Βαρδάρης. Είδα το βουνό να φεύγει.

Στον αποχαιρετισμό έτυχε και ήταν εκεί και η συμμαθήτριά μου η Μαίρυλιν, που αγαπούσα πλατωνικώς έτη πολλά. Μαίρυλιν την έλεγα επειδή περπατούσε σαν την Μαίρυλιν. Επιστρέφοντας στα σπίτια μας, σκέφτηκα ότι ήταν χρυσή ευκαιρία να της κλείσω ένα ραντεβού, ένα ντέιτ όπως δίδασκαν οι χολιγουντιανές ταινίες. Αλλά είχα κολλήσει από το τρακ. Το τόλμησε εκείνη: Θέλεις να συναντηθούμε να περπατήσουμε στη βόλτα το απόγευμα; Μου αράδιασε και δυό ονόματα από φίλες της που θα ερχόταν μαζί, για ξεκάρφωμα. Ένευσα «ναι» κατακόκκινος και εξαφανίστηκα. Μετά, έτρεξα να το πω στον Μπίλη.

Στο δρόμο για το σπίτι του, έπεσα σε μια αφισέτα στο σινεμά «Ρεξ». Παράσταση του θιάσου Τίτου Βανδή με το έργο «ένας όμηρος» του Μπρένταν Μπήαν. Την προτεραία είχα πάθει κοκομπλόκο με τον «Άμλετ» του Κοζίντσεφ, όπου έπαιζε ο Σμοκτουνόφσκη. Η γραφομηχανή μου μπλοκάρισε από μιά σειρά ποιημάτων που έγραψα για την περίσταση. Όπως το 1964, που είδα την «Τροτέζα» του Μπίλι Γουάιλντερ και παιδεύτηκα να τελειώσω το έπος «εγκώμιο στην Ίρμα».

Γλύτωσα τη βόλτα και αυτομόλησα στο θέατρο. Εξάλλου ήμουν πνευματικός άνθρωπος – η Μαίρυλιν θα καταλάβαινε.

Το σκηνικό, ένα χωλ οίκου ανοχής και ένα κλουβί να χωρέσει άνθρωπο, αριστερά. Όμηρος ήταν ο Τζώρτζης, νεότατος τότε. Βαρύ μελόδραμα μπρεχτικό, όπου ο Άγγλος στρατιώτης ερωτεύεται, κι Εκείνη αυτόν, αλλά τον σκοτώνουν οι απαγωγείς του, Ιρλανδοί επαναστάτες.

Η μουσική με κάρφωσε στο δοξαπατρί. Τι «Λαμπρή», που την τραγουδούσε όλος ο θίασος, απειλητικός και σπαρτακιστής, τι «γελαστό παιδί», τι η λέξη «μολοντούτο» και η έκφραση «άνοιξε λίγο το παράθυρο κι ασ’ το φυρό για το Χριστό» («φυρό!») και τέλος «δεν έχει η γη κι ο κόσμος θέση σαν κι αυτή, ακούς λατέρι μου χρυσό, ωώ, ωώ».

Λάτρευα ήδη τον Ρώτα, αλλά αυτό μου έπεσε βαρύ. Ήταν η πρώτη βραδιά που υποχώρησαν οι Έλληνες ποιητές που με βύθιζαν, και ήδη μου είχαν απαντήσει στην Νέα Εστία, που είχα στείλει δύο ποιήματα, με βαρβαρώδη (και δίκαιη) ειρωνεία: Αποσπάσματα από ποιητές της τελευταίας ώρας οι στίχοι σας. Αλλά και ο μονόλογός σας αδικαιολόγητος.

Τότε δεν ήξερα ότι περνούσαμε τον τελευταίο μήνα από το δημοκρατικό διάλειμμα του Γέρου και τι μας έμελλε να δούμε από Ιούλιο και εφεξής. Είπαμε: 1965.

Βγήκα απο το Ρεξ βέβαιος πως η Μαίρυλιν θα ήταν το λατέρι μου. Δεν ήξερα τι ήταν, αλλά ταίριαζε. Εντέλει δεν ήταν μήτε το λατέρι, μήτε το παρτέρι, μήτε το καρτέρι μου. Πάντως δεν την ξέχασα.

Πέρασε μισός αιώνας έκτοτε, και επειδή όποτε ξεκινούσα να τραγουδήσω το «Ένας όμηρος» με έπνιγαν λυγμοί, έκαμα τις προάλλες μια προσπάθεια να κοιταχτώ. Είδα τα πραγματικά στοιχεία. Ο θίασος Βανδή του άφησε μόνον χρέη, και έφυγε Αμερική τον άλλο μήνα, να ξεχρεώσει. Διάβασα τους στίχους του Μπήαν στο πρωτότυπο και σκέφτηκα με αγαθότητα τον Ρώτα. Μετά, πρώτη φορά βρήκα τους στίχους και τους διάβασα.

Πουθενά λατέρι.

Ο στίχος δήλωνε αδρά «Ακούσλα, ταίρι μου χρυσό». Ακούσλα, όνομα γυναικείο. Ακούσλα.

Ένας ιρλανδέζικος τρυφερισμός, Αcushla που σήμαινε «Αχ χτυποκάρδι μου!».

Άρα η συνάντηση στην βόλτα είχε γίνει.