«Επομένως, σου είπα, εάν επέμενες επι της ποιήσεως (ισχυρά συνηγορούσα υπέρ της ενασχόλησής μου με την Ιστορία, την Ζωγραφική, την Γεωγραφία και την Διηγηματογραφία) θα έπρεπε να θεωρήσεις δεδομένο ότι δεν σκόπευα να διαπρέψω ως μαθητής των δημοτικιστών, των εθνικών και λυρικών στόχων. Θα ήμουν ικανός να τεχνουργήσω όπως ο Βιζυηνός, σε πεζό και ποίηση; τότε μάλιστα. Αλλιώς (αισχύνομαι που το θυμάμαι) σου ζήτησα να εγκαταλείψεις την προσπάθεια και να με αφήσεις στον ζώντα βίο μου ασύδοτο.
Δεν απάντησες επ΄ολίγον. Υπέθετα ότι έκανες τους λογαριασμούς σου. Και μετά, μου ζήτησες τρία πράγματα. Πρώτον, άσχετα με τις επιθυμίες και τους στόχους μου, έπρεπε να ασκηθώ σε όλα τα είδη ποίησης. Δεύτερον, να ετοιμάζομαι, εφ όσον επέμενα στις αιτιάσεις μου, για μεγάλο, πιθανόν αργόσυρτο, σίγουρα βασανιστικό, ίσως πέραν του βίου μου, διάστημα μη αναγνώρισης, χωρίς μάντιδα δάφνην. Θα έθετα εαυτόν εκτός αποθεώσεως και επαίνων. Θα αντιμετώπιζα δυσπιστία, κατηγορίες για πεζολογία, άρνηση ακόμη και της παραμικρής αξίας των ποιημάτων μου. Τρίτον, ότι έπρεπε να βασιστώ σε εσωτερικά κριτήρια και δεν έπρεπε να μπλεχτώ με αντικειμενισμούς.
Χωρίς συζήτηση, συμφώνησα. Σου ζήτησα διευκρινήσεις για το κριτήριο. Η άποψή σου ήταν απλή: θα είχα μέσα μου, απλούς, αυστηρούς κανόνες, φυτεμένους στον εγκέφαλο, που θα με βοηθούσαν να διακρίνω αυτομάτως το καλό και το κακό, όχι από κάποια ηθική έννοια, αλλά εάν ο κατενώπιον στίχος είχε στυλ και τεχνική ή όχι. Τα υπόλοιπα θα ήταν και θα παρέμεναν φρέσκος καθαρός αέρας. Η γραφή, μου εξήγησες, είναι αυτόχθων και ανεξάρτητη αρχή. Ενόσω την επιχειρείς, να θυμάσαι ότι «γράφεις» και με τις κινήσεις του σώματος, ότι σκέφτεσαι και με χρώματα, ότι τα ελληνικά δεν είναι η μόνη σου αρματωσιά. Οι ήχοι είναι η πάσα σου αρματωσιά. Η ποίηση είναι απόλυτο κριτήριο εξωστρέφειας. Είναι ό,τι περιέχεται στο αέτωμα ενός αρχαίου ναού, ό,τι περιέχεται στο εσωτερικό ενός τρούλου».
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ [2002]
Toν Ν.Γ. Πεντζίκη δεν τον γνώρισα, κι ας μιλήσαμε αρκετές φορές. Ήταν επί χρόνια στον μαύρο κατάλογο των μπαγιάτηδων του πνεύματος, και στην συνειδητή αφάνεια που επέβαλαν οι νεότεροι. Ωστόσο, μαζί με τους Ατηναίοι και την εκτίμηση που του έδειχναν πολύ συγκεκριμένοι πεζογράφοι και ποιητές εκ βορρά, έπρεπε να διαβαστούν «οι μέρες της κυρίας Έρσης» σε ένα τευχάκι σα ένθετο, αν θυμάμαι καλά, στον «Ταχυδρόμο» που είχε γράψει ο Γιώργος Σεφέρης, ως Ιγνάτης Τρελός. Βγήκε και στον «Ερμή» μια γενιά αργότερα (1987) αλλά βέβαια, μύριζε Σεφέρη από τις πρώτες γραμμές του κειμένου, και ήταν σαν συνέχεια του «ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους». Είχε υπάρξει, για τον Πεντζίκη, πάλι στον «Ταχυδρόμο» ένα διήγημά του, το «Καλημέρα σας» που το είχα μάθει απέξω από τις πολυαναγνώσεις. Ήταν ακόμη μια συνεπής καταστροφή του εγώ μου, που κατάφεραν να ολοκληρώσουν ο Γιώργος και η Λένα Σαββίδη. Δεν κρατούσα άλλα εξτραί εφημερίδων και περιοδικών, παρά όπου τους ένοιωθα να συμμετέχουν. Προχείρως θυμάμαι το αφιέρωμα «στην Αρλέτα Τσάπρα» και το διήγημα «Πάει κι ο προφέσορας» σε δύο συνέχειες, υπο το όνομα του παλαιού Επτανησίου Ανδρέα Ιδρωμένου.
Δέκα χρόνια πριν να λάβω την κάρτα του Πεντζίκη για την «Ντεζιρέ», ο Μουτσόπουλος μας έφερε τον Πεντζίκη ζώντα και κεφάτον, στην αίθουσα με τα σχεδιαστήρια. Ήταν παράξενα. Η αρχιτεκτονική διδάσκονταν με τρεις διαφορετικούς τρόπους: ως ένα μυθιστόρημα του καταρρέοντος χρόνου, που υφίστατο καταιγίδες και τσουνάμι από ανίδρωτους λοτόμους του λογαριθμικού κώδικα και χειριστές του έρκερ, ως μια άριστα προσημασμένη σελίδα μπαουχαζιανής ελευθεριότητας, γραμμένη με σήματα Μορς και μιά εκδοχή της «δραπέτευσης από φεγγίτη», ήτοι ό,τι μπορούσε να διδάξει η πιάτσα, ένα αυτοάνοσο που μας παίδευε έκτοτε. Σε εκείνο το λιβάδι, ακόμη και η αποστήθιση του Νόυφερ (από τα Γερμανικά, που με υπερηφάνεια αγνοούσαμε) ήταν χαμένη ώρα, αφού η πιάτσα τότε ήθελε χώρους για φασόν, νεοβίλλες μεσοβέζικες, χωρίς αετώματα και κιτς, αλλά με μια χοντροκομμένη, βάναυση ασέλγεια υποταγής, που ο νοικοκύρης έπρεπε να είναι ιδιοφυία για να αντέξει το γυμνό μπετόν και τις εμφανείς τουβλοποιίες μπιζουτέ που η νοικοκυρά δεν μπορούσε να βάλει καρφί επάνω τους. Η αρχιτεκτονική που μας εμφύσησε ο Πεντζίκης στη Σχολή εκείνην την ώρα, δεν είχε καμία σχέση με την «αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής» που ποθούσα. Για τεχνικά ζητήματα, ήταν σαν ρομαντικός μεσοπολεμικός εικαστικός, μιλώντας μας για «στρογγυλά ή καρδιόσχημα παράθυρα».
Μετά, την ώρα των ερωτήσεων, καθώς υπήρχε αμηχανία γενική, σκέφτηκα να σπάσω κανένα αβγό στο γόνατο και τον ρώτησα γιατί του πήρε τόσες σελίδες για να πιάσει την μύτη της κυρίας Έρσης, υπονοώντας πως με ανησυχούσε η παρουσία των τεχνικών του νουβώ ρομάν στο έργο του. Απέκτησε τάχιστα τον γουστόζικο «σοβαρό» του πειρακτικό νυγμό: σήκωσε ραμφοειδώς την δεξιά του χείρα και δήλωσε «ναι, αλλά την έπιασα εν τέλει».
Ο Γιάννης Πάνου, που τον ήξερε από παλιά και κάποτε βρέθηκαν στην Διονυσίου, στον περιβόητο Ευστράτιο, τον τιμούσε βαθιά και εκτιμούσε το πρόγραμμά του και μια ιδιότυπη άσκηση συμπεριφοράς πυκνή, καθώς ήταν συχνά σε δπλανά τραπέζια στα σουτζουκάκια του «Κρόνου».
Στο σημείωμά του δεν απάντησα, αλλά τον νεκρολόγησα με άλλους αργότερα, στο Λυσέ, όταν συγχωρέθηκε. Και δεν απάντησα, επειδή ίδια περίοδο, έλαβα έναν φρικτόν αποθαρρό: ενώ ο εκδότης του «Ύψιλον» Θανάσης Χαρμάνης ξαφνιασμένος μου τηλεφώνησε πως οι πωλήσεις έχουν ξεπεταχτεί και μου έστειλε και δικαιώματα, ανοίγω μια σελίδα από αθηναϊκή εφημερίδα και μένω κόγκολος: ένα βαρύ όνομα, ξέσκιζε τα ρουχάκια της Ντεζιρέ, και η πιό φιλική του σύσταση ήταν να απομακρυνθώ ως αποσυνάγωγος από τον Περίπατο των Ποιητών.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Στα δεκαοχτώ μου, έλαβα μέρος σε διαγωνισμό ζωγραφικής και κειμένων στην ΧΑΝΘ, και η «λογοτεχνική» συμμετοχή μου, διακωμωδήθηκε δημοσίως, με πρώτο βραβείο να προσφέρεται στην ιστορία μιας σερπαντίνας που ζούσε τρυφερά στρογγυλή, ώσπου μετά την Αποκρηά, πετάχτηκε ντροπιασμένη και διακορευμένη στις λάσπες. Τότε δε με ένοιαξε επειδή ένας συλλέκτης αγόρασε έναν από τους τρεις πίνακές μου και πήρα αναπτήρα Ρόνσον Πύραυλο.
Δεν είχα το μπόλι. Το μπόλι της προσαρμογής που επιφέρει μετά μπόλικα ντιρέκτ και άπερκατ στην ανοσία έναντι επαπειλούμενης καταισχύνης. Σπανιότατα στο δέντρο με εσπεριδοειδή που έβγαζε αγκάθια επειδή αγρίευε στον κήπο των Εσπερίδων, κατάφερνα να μπολιάσω ένα του κλαδί. Κατέληξα λοιπόν πως άλλοι κυβερνούν αυτό το παϊτόνι, ή αυτήν την Ισπανοσουίζα του μεσοπολέμου και αρκέστηκα να εμπιστεύομαι το βλέμμα των ανθρώπων που εκτιμώ, ως φαρμακός, ήτοι ως μάγος και σαμάνος που δεν λέει να ξεμυτίσει από το πιθάρι του, παραμένοντας εριστικός, με λυμένο ζωνάρι για καβγά, σε έναν χώρο γεμάτον Κάκιες Μένδρη στην έκτη και βάλε δεκαετία της ζωής των και απομιμήσεις ναυτικών Κερέλ που εσχάτως διαφημίζει ο Γκωτιέ. Πάντως, τον τελβέ του γκαηφέ τον λέω φαρσί, ακόμη κι αν μου στείλουν το φελτζάνι με μαίηλ.