Ο Ουίλ Άντριους, ο νεαρός ήρωας τού Τζον Ουίλιαμς, φτάνει στο Butcher’s Crossing (BC), στην πολιτεία τού Κάνσας. Έρχεται από τα ανατολικά, από τη Βοστώνη, και έχει παρατήσει το Χάρβαρντ για να αναζητήσει, επηρεασμένος από τη σκέψη τού Ραλφ Ουάλντο Έμερσον, απαντήσεις σε ερωτήματα που όπως θα φανεί στην πορεία δεν έχουν ακόμη μορφοποιηθεί μέσα του. Τα βασικά στοιχεία της πλοκής στήνονται χωρίς περιττές περιδινήσεις. Ο Μίλερ, έμπειρος κυνηγός, που θα χριστεί αρχηγός της ομάδας, γνωρίζει ένα οροπέδιο κάπου στο Κολοράντο, στο οποίο ζει ένα από τα τελευταία, μεγάλα κοπάδια βουβαλιών στη χώρα. Μαζί με τον Σνάιντερ, τον έμπειρο εκδορέα, και τον Τσάρλι Χοτζ, τον περίπου θρήσκο και σχεδόν αλκοολικό, άτυπο υπασπιστή τού Μίλερ θα ξεκινήσουν για το προσοδοφόρο κυνήγι των βουβαλίσιων δερμάτων. Ο Ουίλ θα είναι ο χρηματοδότης, και, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, ο μαθητευόμενος.
Σε ολόκληρο το βιβλίο συναντάμε ένα μόνο γυναικείο χαρακτήρα (ή σχεδόν ένα): τη Φρανσίν· πόρνη στο Butcher’s Crossing που εκδηλώνει τη συμπάθειά της προς τον Ουίλ λίγο πριν την αναχώρησή του για το κυνήγι. Εκείνος, άπειρος περί των ερωτικών, θα δειλιάσει και θα την απορρίψει λόγω της αποστροφής του προς την ιδιότητά της· θα απορρίψει τη Φρανσίν επειδή τη θεωρεί μιαρή. Ο Ουίλ εφορμά από την πόλη τού Butcher’s Crossing προσκολλημένος σε μια εξιδανικευμένη εικόνα τόσο της γυναίκας όσο και της φύσης, που συνιστά τον έτερο “γυναικείο χαρακτήρα” του βιβλίου. Στο μυθιστόρημα αντιπαραβάλλεται η εξιδανικευμένη ιδέα του πρωταγωνιστή για τη φύση, και τη ζωή γενικότερα, με μια διαφορετική πραγματικότητα που παίρνει, σταδιακά, σάρκα και οστά στην πορεία της περιήγησης των ηρώων. Όταν ο Ουίλ, για παράδειγμα, θα βρεθεί, καταμεσής τού κυνηγιού, να προσπαθεί να γδάρει το πρώτο του βουβάλι, θα λιποψυχήσει μπροστά στο σφαγιασμένο κουφάρι του. Λίγο αργότερα, σε μια στιγμή περισυλλογής (σελ. 175), θα κάνει τη σύνδεση με τη λιποψυχία του απέναντι στη Φρανσίν. Θα συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν η θέα του ξεκοιλιασμένου ζώου που τον είχε κάνει να σαστίσει, αλλά κάτι βαθύτερο: το γεγονός ότι δεν μπορούσε να δεχτεί το καίριο πλήγμα που είχε καταφέρει ο Μίλερ στη ζωή του ζώου που, τη μία στιγμή, περιφερόταν αγέρωχο, και την άλλη κειτόταν σφαγιασμένο καταγής. Με τον ίδιο τρόπο που αδυνατούσε να αποδεχτεί τη φύση της Φρανσίν ως την πόρνη που είναι, όπως και το ότι μια τέτοια γυναίκα τού έδειξε την προτίμησή της, αδυνατούσε να αποδεχτεί και τη φύση τής φύσης στην οποία είχε διεισδύσει με σκοπό το κυνήγι βουβαλιών για το πολύτιμο δέρμα τους. Ο Ουίλ παρέμενε προσκολλημένος σε μια εξιδανικευμένη εικόνα τόσο της γυναίκας, όσο και της φύσης την οποία εξάλλου, υποδόρια, προσλαμβάνει ως το υπέρτατο θηλυκό.
Πέρα και πίσω από την ιστορία που ξεδιπλώνεται στην επιφάνεια, ο Ουίλιαμς υφαίνει και μια δεύτερη: αυτή που σχετίζεται με πιο καταχθόνιες δυναμικές. Το κυνήγι των βουβαλιών συνιστά αφορμή για να μιλήσει ο συγγραφέας για την απληστία της μικρής ομάδας των κυνηγών σε μια δοκιμασία που ενώ ξεκινά με τη γνήσια συγκίνηση και τον ενθουσιασμό των δόκιμων πρώτων θηραμάτων, πολλών θηραμάτων, εξελίσσεται σε μια εμμονική εκατόμβη όπου κάθε ίχνος λογικής εγκαταλείπεται. Ο Μίλερ, αρχηγός και δεινός σκοπευτής, είναι αυτός που επιβάλλει στους υπόλοιπους αυτο το κυνήγι μέχρι τελικής πτώσης. Η ειδυλλιακή, αλλά και αρχικά δόκιμη ψηλάφηση των ορίων, ενός ίσως πιο αυθεντικού εαυτού, μέσα στο πρόσφορο περιβάλλον της παρθένας φύσης αρχίζει, σιγά σιγά, να φαντάζει χίμαιρα που αποκαλύπτει τη βαθύτερη αλήθεια: η φύση δεν αποτελεί παρά την άλογη στόφα πάνω στην οποία το έλλογο βιώνει, αενάως, προβολές που φέρει μέσα του. Οι άνδρες, σταδιακά, απομονώνονται στις εμμονές τους καθώς απομακρύνονται από καθετί άλλο πέραν του κυνηγιού και του γδαρσίματος των βουβαλιών. Ο Μίλερ αφήνεται ολόψυχα στο κυνηγετικό του μένος· ο Σνάιντερ σε ονειροπολήσεις για τις απολαύσεις που τον περιμένουν στην πόλη· ο Τσάρλι Χοτζ αφήνεται στις φοβίες και τις ανασφάλειές του. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια ρουσσωική επιστροφή στη «φυσική κατάσταση». Εδώ δεν μιλάμε για ένα σκηνικό Θορώ, βγαλμένο από το περίφημο Ουόλντεν, αλλά για τη μανία εξόντωσης ενός τεράστιου κοπαδιού βουβαλιών με σκοπό την αποκόμιση χρηματικού κέρδους. Ο Ουίλ, με τη σειρά του, βρίσκεται εγκλωβισμένος στα γρανάζια μιας δυναμικής που θα πλήξει τη σχεδόν εδεμική αθωότητά του. Ο συγγραφέας όμως στέκεται στο ύψος των περιστάσεων: πιστός στον μυθοπλαστικό μίτο που διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο, δεν θυσιάζει πουθενά τη ροή του κειμένου για να επιδοθεί σε φλύαρες θεωρητικολογίες βασισμένες στις πράξεις των ηρώων του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα πειστήρια δεν βρίσκονται στη διάθεση του αναγνώστη, για να επιστρέψει, αν και εφόσον το επιθυμεί, στο κείμενο και να το γδάρει με την επιμέλεια που γδέρνει ο Σνάιντερ, ο εκδοροσφαγέας της ομάδας, τα τρόπαια του κυνηγιού: τα βουβάλια. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι το «γδάρσιμο», μεταφορικά, υπονοεί την απάτη, την υπερβολή, είτε αυτή αναφέρεται στο δίπολο φύση – άνθρωπος, είτε στο κείμενο – αναγνώστης. Έτσι, το γδάρσιμο του κειμένου, μπορεί να μην προσφέρει την ηδονή της καταβύθισης που χαρίζει μια απνευστί ανάγνωσή του· προσφέρει όμως, σε μια δεύτερη, πιο προσεκτική ανάγνωση, τη μεστή ικανοποίηση της διαπίστωσης ότι τίποτα στο βιβλίο, ακόμη και το πλέον τετριμμένο, δεν είναι ατάκτως ερριμμένο. Δεν μπόρεσα, για παράδειγμα, να μην θαυμάσω πώς, η απομονωμένη ομάδα των κυνηγών που αρχικά σιτίζεται με το γευστικό κρέας των βουβαλιών που σκοτώνει, και το οποίο κατά συνέπεια υπάρχει σε αφθονία φτάνει στο σημείο να μην μπορεί πια να τραφεί με αυτό και αποζητά την πεζότητα των ζαρζαβατικών. Δεν μπόρεσα δηλαδή να μην θαυμάσω πώς ο Ουίλιαμς –πιστός σε μια αισθητηριακά καθοδηγούμενη αφήγηση, όπου οι ήρωές του θα διψάσουν στο λιοπύρι από την έλλειψη νερού, και θα ξεπαγιάσουν στις πολικές θερμοκρασίες του ορεινού χειμώνα–, υποδηλώνει την υπερβολή των πράξεών τους με μια σωματική, αισθητηριακή αποστροφή προς το θρεπτικό και πλούσιο κρέας του βουβαλιού.
Ή, λίγο παρακάτω στο κείμενο, όταν ο Ουίλ διαπιστώνει, παρατηρώντας τις συμπεριφορές των υπολοίπων μελών της ομάδας, ότι αδυνατούσε να δει τον εαυτό του. «He was unable to view himself» (σελ. 237). Ο Ουίλ, εγκλωβισμένος στη βαρυχειμωνιά, στις πλέον αφιλόξενες συνθήκες, αποπειράται να προσεγγίσει τον πρότερο εαυτό του, αυτόν που κοιτούσε από το BC δυτικά, προς το σημείο που βρίσκεται τώρα, και αδυνατεί να θυμηθεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Το περιστατικό αυτό επιβεβαιώνει και αποτυπώνει τη φαινομενολογία τού περάσματος από την πρότερη στην παρούσα κατάσταση, όπου τόσο το ίδιο το πέρασμα, η μετάβαση, όσο και η πρότερη κατάσταση παραμένουν πλέον ερμητικά κλειστές ως βιωματικές εμπειρίες. Ο αποκλεισμός στο οροπέδιο, αυτή η αναγκαστική, φυσική ακινητοποίηση, συνιστά και μια μεταφορική ακινητοποίηση: μια κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας ο Ουίλ αδυνατεί να αντιληφθεί προσλαμβάνουσες του εαυτού του. Μέχρι να επέλθει η ωρίμανση και αποκρυστάλλωση των νέων δεδομένων, ο Ουίλ θα παραμείνει μια κενή, εκτοπλασματική οντότητα. «He thought of himself now as a vague shape that did nothing, that had no identity» (σελ. 237). Σε μια επιδέξια κίνηση επιβεβαίωσης της άψογης διαχείρισης του υλικού του, ο Ουίλιαμς, στις επόμενες γραμμές, θα αφήσει τον ήρωα του να περιπλανηθεί στο κατάλευκο τοπίο μιας χειμερινής ευδίας όπου και θα απολέσει, προσωρινά, την όρασή του. Η αδυναμία τού Ουίλ να αντιληφθεί με τη δύναμη του νου και να συνειδητοποιήσει τη θέση του θα επισφραγιστεί, μυθοπλαστικά, και με μια προσωρινή, βιολογική τύφλωση. Εξάλλου, σε αυτό ακριβώς το σημείο, λίγο πριν τη διττή αυτή τύφλωσή του, θα αναλογιστεί ξανά τη Φρανσίν και τα σαρκικά της θέλγητρα και θα αρχίσει να μην καταλαβαίνει γιατί την είχε απορρίψει. «He saw himself pushing away from him her warm white flesh, and he wondered at what he had done, as if wondering at the actions of a stranger» (σελ. 236).
Το Butcher’s Crossing τοποθετείται στο 1873, αλλά, όπως επισημαίνουν πολλοί κριτικοί, συνιστά προάγγελο του Blood Meridian τού Cormac McCarthy που τοποθετείται το 1849. Το BC είναι μια ευθύγραμμη ιστορία που παίρνει ως δεδομένα πολλά απ’ όσα λαμβάνουν χώρα στο BM. Το κυνήγι βουβαλιών για το δέρμα τους προϋπέθετε το κυνήγι των Ινδιάνων, που κι αυτό συνοδευόταν από την πρακτική του σκάλπινγκ, για το δικό τους. Αλλά δεν είναι μόνο οι θεματικές διαφορές που κάνουν τα δύο βιβλία να ξεχωρίζουν· είναι και οι τεράστιες υφολογικές διαφοροποιήσεις. Για να το θέσω πιο παραστατικά, το Butcher’s Crossing, παραμένει, παρά την ανούσια και αλόγιστη σφαγή των ζώων, ένας βουκολικός πίνακας, ένα, για παράδειγμα, «A Storm in the Rocky Mountains, Mt. Rosalie – 1866» τού Albert Bierstadt (ο πίνακας που συνοδεύει το κείμενο), που αποτυπώνει τη μαγεία και τα θέλγητρα της παρθένας Δύσης. Από την άλλη, το Blood Meridian, για να επεκτείνω την αναλογία, είναι μια Γκερνίκα τού 19ου αιώνα που συνιστά, το δίχως άλλο, απείκασμα, τόσο φόρμας όσο και περιεχομένου, της ανθρώπινης θηριωδίας που ελλοχεύει στα θεμέλια κάθε πολιτισμού.
Το Butcher’s Crossing υπογραμμίζει, αντηχεί, αν θέλετε, τον παθητικό ρόλο της φύσης ως μοχλό ανάδειξης της ανθρώπινης μοχθηρίας που βρίσκει διέξοδο τόσο στην απληστία όσο και σε μια ρομαντική πλάνη αναζήτησης μιας φευγαλέας αυθεντικότητας. Αυθεντικότητας, που υποκινείται από την πλασματική εικόνα αυτής της ειδυλλιακής προσήνειας της φύσης που ενίοτε διακατέχει αυτόν που εισέρχεται στους κόλπους της με ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο σφυρηλατημένο από την απόσταση ασφαλείας τής εγγράμματης παιδείας και του αστικού τοπίου. Στο τέλος, οι τυχοδιώκτες, θα βρεθούν και πάλι ανέστιοι, να περιπλανώνται στις αχανείς εκτάσεις που υπόσχονται δίχως να παραδίδουν παρά μόνο κατοπτρισμούς των στείρων ψυχικών αντηχήσεών τους.
— John Williams, Butcher’s Crossing, Vintage Books, 2014 (1971).