Οι πόλεις το καλοκαίρι αλλάζουν ράσο. Τα ναρκωτικά διανέμονται πλέον σε τουριστικούς τόπους, κανένας «φορέας» δεν διανοείται (διότι δεν επιθυμεί να τον σουβλίσουν ζώντα) να δώσει άδειες στο προσωπικό άνοιξη ή χειμώνα, ακόμη και διπλάσιο χρόνο, η συνύπαρξη πανδημίας και γελοίων, τραυλών ερμηνειών της ανοσμίας συνεχίζει την παράδοση «μας ψεκάζουν στην κούφια γή», κανένας δεν θυμάται πως αν στις χώρες που «ανακαλύφθηκαν» δεν μπούκαρε η σύφιλη, οι γηγενείς πληθυσμοί δεν θα εξοντώνονταν οικογενειακώς.
Κακά τα ψέμματα. Ο νεοέλλην βίος βιώνεται υπαιθρίως και κάλλιο στρωματσάδα παρά κλεισούρα σε ανάκτορο. Ο υπαίθριος Έλλην θεωρείται τέκνο του Ήλιου και «Στάσου, μύγδαλα» ενώ κάθε σπιτικό έχει ιστορικό διαμονής ηρώων του Δίκενς.
Δεν αδικώ κανέναν. Μόνο που οι μπαταρίες ξεθεώνονται συχνά για μύριους λόγους και αρνούμαι να δώσω βάση σε όποιον ή όποιαν δηλώνει πως γέμισε μπαταρίες στις εξοχές ή στην τουρνέ. Στην καλύτερη περίπτωση ήταν παραδόξως πρόθυμη η γνωριμία ανάμεσα σε δυό ποτά ή μεταξύ μελιτζανοσαλάτας και ενός χλωρού τυριού που το παινεύουν αλλά μυρίζει χλωροφόρμιο.
Εάν λάβω πρωτοβουλία και κόψω την ζωή μου τουζλαμά ψιλοκομμένο, δεν υπάρχουν αξέχαστες διακοπές στον βίο ενώ αφθονούν οι στιγμές που ήμουν απασχολημένος σε χώρο διακοπών, αλλά δούλευα.
Δουλεύοντας, κυρίως σε εργοτάξια, περιοδείες και ανασκαφές, είχα πάντοτε το αφτί παντόφλα στις φθινοπωρινές διηγήσεις των φίλων μου, και είναι θαύμα πως επικοινωνούσαμε μαγικά, ήτοι ήρχονταν και πήαινα κατακαλόκαιρο, αρκεί να άκουγα τον κώδικα «λέω Πάτμο ή Μονοβασιά» και αυτό ήταν αρκετό για να βρεθούμε. Χωρίς κινητά, στο μιλητό, σε λερά καταστρώματα, με ότοστοπ, και κάθε ημέρα μία ζώσα λαϊκή παράδοσις αγνών χωρικών που μας έβριζαν ως μαλλιάδες, αλλά στράγγιζαν ευχαρίστως την κοκακόλα που ήτον προχώ. Κι από αρρώστειες, από κατάγματα έως πούντες, ενώ οι πυρετοί και τα πυρέτια ήρχονταν κι έφευγαν απαρατήρητα. Η πείνα έδενε τις παρέες, η δίψα όχι πρωτοφανής, αλκοόλ συχνότατα, παιδιά με το γρατζουνισμένο γόνατο, μόνο με ολίγη σουλφαμιδόσκονη, και αρκετή ώρα στα τηλεφωνεία του στυλ «στείλτε φράγκα, μας σώθηκαν».
Κατά τα άλλα, ξέρασα σε νορβηγικό θαλασσοπνίχτη στη Βαλτική, έψαξα ματαίως βαλίτζα στο χαοτικό Άλεν Ντάλες της Ουασινγκτώνος, με βάρεσε καστοριανή γουνομηχανή στην καούκα, κοπανήθηκα σε υπέρθυρο καστανιάς στην Αιανή και με πήραν τα γαίματα, κρεμάστηκα εξωτερικά από μπαλκόνια πέμπτου και έκτου ορόφου από έρωτα, κοιμήθηκα με φίλους κάτω από κοπάδι αρνιών στη Μεγάλη Βόλβη, πάτησα ξεθεωμένος κωμόπολη λαφιατών που έβαζαν γρόνθο την ουρά τους να μου ρίξουν άπερκατ, είδα σπήλαιο σε χρυσοτόκο ανασκαφή και μάτωσα, κάθε χρονιά η Χαλκιδική να υποφέρει από κήλη έξω από τις Πόρτες και στη Νικήτη, με τον Μιχάλη μάθαμε σε γκαρσονάκι να μετράει ελληνικά κατά παράκλησή του, τρώγοντας χαβίτς με σαντιγύ, τρομάρα τους, στην Τραπεζούντα, χάρη στην Ραλλού Κράλη του Μόλυβου, η κόρη μου ονομάστηκε Ραλλού και όχι Εξηλεκτρισμός ή Εκβιομηχάνιση (Έκβω) καθώς επιθυμούσα, άφησα δυό σκορπιούς να με περπατήσουνε γδυμνόν ενώ μισοκοιμόμουνα στον ΨευτοΡήχιο, μου έμαθε εργάτης ανασκαφής να ζεύω όχεντρα από το κεφάλι και να βολτάρουμε, τότε η Εκείνη cut.