Από την Πρωτοϊστορία υπάρχει μια «σύγκρουση Ανατολής και Δύσης» με επίκεντρο τις Συμπληγάδες. Αν καλοθυμηθείτε, οι τόποι και οι άνθρωποι εναλλάσσουν τα σύμβολά τους εντατικά, όπου διατηρείται η έννοια του συνόρου, του διαφορετικού, του αλλιώς ωραίου, (που δεν είναι Ελύτης, αλλά Άννα Κομνηνή) ή του παραδοσιακά απεχθούς.
Και βέβαια, δεν περιορίζεται αυτό στα τρανταχτά γεγονότα. Ανάλογες διαιρέσεις συναντά κάποιος μεταξύ πόλεων, κρατών, περιοχών αλλά και μα τα σύμβολά τους, είτε αυτά λέγονται «Δούρειος Ίππος» είτε «Πύργος-Αμαλιάδα». Παγκοσμίως βέβαια.
Αλλά ταχτήκαμε παραδοσιακά με την πλευρά των νευρικών εραστών, κι όχι με την λάγνα, κάπως γεματούτσικη Ανατολή. Κι όποτε φτάναμε πέρα από τα Φράατα ή στο Αφιόν Καραχισάρ, ήταν για λίγο.
Δυο ιστορίες. Η πρώτη
Την εποχή που ο Ηράκλειος εβάραγε τους Πέρσες και άφησε τον γιόκα του, τον Πατριάρχη Σέργιο και τον Πατρίκιο Βώνο να ξεμπερδεύουν με τους Αβάρους που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα, τότε που έγινε δημοφιλές το «τη Υπερμάχω», ο Χαγάνος ζητούσε από τους πολιορκημένους να τον κοιμίζουν και να τον τραπεζώνουν καθημερινά -ήταν γενικώς βαλκανικό συνήθειο, αλλά αυτά δεν υπάρχουν στην σχολική ύλη. Ο γιόκας εξυπηρέτησε το έθιμο του έστειλε σερβίτσια και φαγητά του σκασμού με το σημείωμα: Εγώ και μισούμενος αγαπώ και πολεμούμενος εις αγάπην προτρέπω.
Η δεύτερη
Όταν οι Σελτζούκοι, 11ος αιώνας, μπήκαν στη Μικρασία και ο Ρωμανός Διογένης έκρινε πως έπρεπε να τους πολεμήσει, οι Τούρκοι, τότε υπό τον σοφό Αρπ Ασλάν, δεν τον αντιμετώπισαν με φλάμπουρα, αλλά ανάρτησαν σε ένα κοντάρι την συνθήκη ειρήνης που μόλις είχαν υπογράψει με τους Βυζαντινούς. Κι όταν έφεραν τον πληγωμένο αυτοκράτορα μπροστά στη σκηνή του νικητή, ο Αρπ Ασλάν, πρώτα τον πάτησε στον σβέρκο και έπειτα τον σήκωσε τρυφερά και του φέρθηκε άψογα και τον ξαπόστειλε στους «φίλους του» στην Πόλη να τον κόψουν από τις λίστες της ζωής.
Αναφέρθηκα σε δύο τρανταχτές περιπτώσεις όπου τα πολεμικά ήθη είχαν διαχρονικά εμποτίσει τους αντιπάλους Ανατολής και Δύσης, σε μία εναλλαγή υψιπετούς ηθογραφίας και βαρβαρόφωνου πάθους. Όπως και εψέ, με την Αγία Σοφία που κοιμήθηκε μουσείο και ξημέρωσε τζαμί.
Σχόλια κατά περίπτωση
Προτείνω να ξεχάσουμε τις βεβαιότητες του τύπου «Ο Ιουστινιανός δεν ήταν Έλληνας» και «κοιτάξτε πως καταντήσαμε το Αλατζά Ιμαρέτι». Πρόκειται για αριστεροδεξιές παπαριές που μας έφεραν στο χάλι που είμαστε. Γι αυτό, ας ορίσουμε τον φράχτη και ως που μας παίρνει.
Η Ουνέσκα ως θήλεια νύμφη
Το 1934, η Αγία Σοφία έγινε μουσείο. Διότι ο Κεμάλ, από το 1922, ίδρυσε την νεοπαγή Τουρκική Δημοκρατία. Η οποία έπαψε να υπάρχει μετά την τελευταία προεδρική εκλογή του Ερτοάν. Το «μουσείο» είναι βέβαια, επιφαινόμενο, διότι και στο Μπλε τζαμί μπαίνουμε οι αλλόθρησκοι. Αυτό που έκαναν πριν σαράντα χρόνια καίει: τότε που ορίστηκε ένα σύνολο της Πόλης ως μέρος της «παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς» της Ουνέσκας. Το ήπαθε και η Σαλονίκη που έχωσε ομαδόν τα μνημεία της στην ίδια μάκινα. Και η Ουνέσκα έχει ένα κεφάλαιο αυτοψιών και επιθεωρήσεων και περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο για «μνημεία εν κινδύνω». Ανάμεσα σε άλλα, η αλλαγή χρήσης ενός μνημείου «δεν πρέπει να μεταβάλει επί τα χείρω την υπάρχουσα κατάστασή του». Κι επειδή επι χρόνια οι Αμερικάνοι και άλλοι έβγαλαν στην επιφάνεια τα ψηφιδωτά, που δεν είναι ανεκτά στο Ισλάμ όταν εμφανίζουν πρόσωπα, αν γίνει τζαμί το μνημείο, τίθεται εν κινδύνω, άρα αφαιρείται από τον παγκόσμιο κατάλογο μνημείων. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει τιμωρητικό ή οτιδήποτε άλλο. Η Ουνέσκα, στην δήλωσή της εκφράζει λύπη που «δεν υπήρξε διάλογος». Σα να λέει στον Ερτογάν «κάνε ένα ρημάδι τηλεφώνημα να τα βρούμε».
Δηλαδή είναι παπαριά πως το μνημείο είναι βακούφι και ξερωγώ. Η Ουνέσκα δεν ανακατεύεται, δεν προστατεύει, άπαξ του έτους βγάζει εκθέσεις και τέρμα. ‘Ενα το κρατούμενο. Η συμπεριφορά της στην Παλμύρα και στο Αφγανιστάν, και διαρπαγή αραβικών μουσείων, δείχνει πεντακάθαρα την διεπιστημονική συμπαιγνία ήτοι μια πονεμένη ανθρωπιστική και άχρηστη έκδοση ευχών και ψηφισμάτων. Από το ΝΑΤΟ στην Ουνέσκο και από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ έως τις αποφάσεις του Ευρωκοινοβουλίου, αμη και στα εξαγόμενα του συμβουλίου της Ευρώπης, δεν έχει οδό για εμάς και πολλούς άλλους, ακυβέρνητους.
Πόρισμα
Η Ελλάς, όσο την παίρνει, που δεν είναι δα κι ευρύχωρο, έζησε αρμονικά προσφάτως με την Τουρκία από το 1923 έως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τότε που Έλληνες και Τούρκοι φαντάροι στη Θεσσαλονίκη ήταν στο κτίριο του ΝΑΤΟ στη γειτονιά μου με κοινό δίδυμο εθνόσημο. Αποδείχτηκε τελείως λανθασμένη η ελληνική πολιτική στο Κυπριακό κι έκτοτε παρά τις κρεμάλες στον Μεντερές, δεν σώθηκε η παρτίδα, μήτε η επαίσχυντη ήττα του 1974.
Οι Αμερικανοί από την αυγή του Ψυχρού πολέμου, εφηύραν την ονείρωξη της «ελληνοτουρκικής φιλίας» που είχε εν μέρει πραγματωθεί από τις σχέσεις του Κεμάλ με τον Βενιζέλο. Γιατί αυτό; Διότι δεν υπήρχαν (τότε) φιλοαμερικάνικα Βαλκάνια. Παρεκτός κάτι νύξεις τιτοϊσμού που το έπαιζε «αδέσμευτος».
Η Ελλάδα θα ήταν ευτυχής εάν ο Κεμάλ ζούσε κι άλλα χρόνια, διότι ο άνθρωπος που έκαψε την μικρασιατική ελληνική εκστρατεία και τη Σμύρνη, επεδίωκε έναν τύπο μεσοπολεμικής δημοκρατίας που ήταν του γούστου του Βενιζέλου κι εμείς κλαίμε συγκλονισμένοι με τους βασιλιάδες, αλλά και που χάσαμε τον Βενιζέλο, κι έκτοτε στριφογυρίζουμε στον τάφο μας, διότι μας συνοδεύει η συμπεριφορά του Αρπ Ασλάν και ολόκληρο το έπος του Διγενή Ακρίτη, το οποίο ουδέποτε διαβάσαμε, αλλά το «Τρεμπιέν» είπε και αποχώρησεν ο ναύαρχος Δεριγνύς, το εμπεδώνουμε αλληλοσυγχαιρόμενοι αλλήλοις.
Το Χαλιφάτο μη το κλαις
Παράλληλα με την απώλεια του Χαλιφάτου και παράλληλα με την νέα τακτική Ερτοάν, αξίζει τον κόπο να παρατηρηθεί πως γεμίσαμε τουρκολόγους, που εμφανίστηκαν στην πατατοκέφαλη πρακτόρευση επι Οτσαλάν, για να κολλήσει η βελόνα, αν θυμάστε με ένα «ναι και όχι» που έφερε ο Ερτοάν στην Ελλάδα στην επίσκεψή του στον Τσίπρα για το θέμα των στρατιωτικών που απαίτησε αλλά «χάθηκαν». Αλλά και με Μητσοτάκ, η ψυχρότητα διατηρήθηκε, αφ΄ενός επειδή πέσαμε μέσα στον πεζόβολο ή παραγάδι της «γαλάζιας πατρίδας», αφ΄ετέρου διότι τη βέβαιη Κρίση της πανδημίας, ακολούθησε μια τρανταχτή φτώχεια των Ελλήνων και ο πιο έξυπνος κουτοπόνηρος (δεν ξέρω ποιος κανάγιας ήταν, αλλά ο Πέτσας το υλοποίησε) σοφίστηκε, ενώ κατέρρεαν τα διαφημιστικά έσοδα των ΜΜΕ, να προικοδοτήσει με τζάμπα λεφτά τους ΜΜΕδες, ώστε να μη λείπουν καθημερνές και σχόλες οι υπουργοί από τις εκπομπές. Πράγμα που εξόργισε τον Μαρινάκη στον επιχειρηματικό τομέα, διότι έπαιρνε ψίχουλα σε σχέση με άλλους. Κι επειδή δεν υπήρχαν διαφημίσεις, άρα και παραγωγές, η τηλεόραση, όπως παλιά με τους μακεδονομάχους, γέμισε τουρκολόγους! Ακόμη φίσκα είναι. Απέναντι, ο Σύριζας αφιερώνει καταγγελίες υπό την στιβαρή σκέψη του Βούτση, ενώ ο Τσίπρας υποδύεται τον Ναξιώτη Νικόδημο Αγιορείτη, μιμούμενος το έργο του «ο Αόρατος πόλεμος».
Η ομιλια του Εφέντη, τα δικά μας ομιλήματα ή πετεγολέτσια
Κουρτινάκια ή σαλοπέτες στα ψηφιδωτά και έως εκεί. Ό,τι είπε, το ξαναείπε. Μόνη μας προσδοκία, να μετράει μέρες, ανκαι ο διάδοχός του αποκλείεται να αποκτήσει την φήμη του «μαλακού ξεπουλητή». Εμάς, το μόνο που μας σώζει μακροπρόθεσμα είναι μια χαλαρή βαλκανική ομοσπονδία, διότι εκ της γεωγραφικής μας θέσεως κρατάμε τα αχαμνά και τις μπαρότσαρκες της Χερσονήσου. Αλλά μας αγαπάει ο Πάιατ οπότε άστο καλύτερα.
Όταν γεννήθηκα, η Τουρκια ήταν 20 εκατομμύρια και η δραχμή δυό λίρες ή αυγά τουρκίας από αλανιάρα κότα σαν την ωραία του Γιλδιζ. Τώρα, περιμένοντας την πλάβα του Αχέροντα είναι ο δείκτης στα 80.
Ξέρετε κάτι; Βαρέθηκα το αψίκορον του Γένους και την διαγραφίτιδα ως εθιστική αλοιφή. Αν έχουμε κοχόνες, να βγούμε από την κυρία Ουνέσκα, θεωρώντας την διακοσμητική υπόθεση, παράγοντας ένα θαύμα που θα καλύπτεται ως Υπουργείο Πολιτιστικής κληρονομιάς που μπορεί, κατάλληλα δουλεμένο να μας φέρνει 50 εκατομμύρια τουρίστες ετησίως και με προσφυείς ανταλλαγές, 100 και λίγους λέω. Δηλαδή Έλληνες ως μεσάζοντες της πολιτιστικής υδρογείου, όπως πάντα, όπως παλιά. Μέχρι και τάγματα ενόπλων φιλελλήνων βλέπω, αρκεί να μη ζουλεύει ο τοπικός κοτζάμπασης. Με λογικό διάφορο, πάντα μεσάζοντες και σκληροτράχηλοι καριόληδες.
Κι επιτέλους, να διαλέγουμε ερωμένες και εραστές του γούστου μας κι όχι τα άτομα που μας κάθονται. Λαμπροί στο εμπόριο, καραβοκυραίοι και αρχοντάνθρωποι, την διοίκηση στους Ηπειρώτες, το καλό καϊμάκι στους Θρακιώτες, με Θεσσαλία, Ρούμελη και Μοριά τάγους των προξενειών, καυγατζήδες και όπου γουρνοπούλα, λαίμαργους. Για Μακεδόνες μη ασχολείστε. Θα γκρινιάζουν ώσπου να βγάλουν πύον από την κακογλωσσιά ώσπου να περπατάνε περήφανα στον θολωμένο Θερμαϊκό.
Πάψτε τώρα να βαράτε με σπαθί από τενεκέ
Το τουρκικό προξενείο, όπου θρυλείται «το σπίτι του Κεμάλ» είναι του γειτονικού κράτους και η ιδέα Βορίδη άσκοπη όπως και της Αρβελέρ, μη και δακρύσουν οι ψηφίδες. Θα ρίξουν στην Τουρκία μερικά κιλά χαρτοβασίλειο με το «σεις» και με το «σας» και τέρμα.
Έχουμε φροντίσει να διακηρύξουμε πως είμαστε ανάδελφοι, άφιλοι, ψυλλιαζόμαστε εύκολα, με το Πατριαρχείο τσακωμένο με τη Μόσχα, να διανύει περίοδο as a great church in captivity, και αδύνατο να απωλέσει την εσωτερική του γεωγραφία, με το Καχριέ τζαμί να περιμένει τη σειρά του, αφού όλοι οι μπέηδες ζήλευαν και ζηλεύουν το καπέλο του Μετοχίτη και τον στίχο «η Χώρα του Αχώρητου»…
…τελειώνω
Δεν ξέρω πόσο Έλληνες αισθάνονταν αυτοί που έχτισαν την Αγία Σοφία σε πέντε χρόνια, βάζοντας ένα πέρπερο σε κάθε βήσαλο αλλά διαβάστε το «Περί κτισμάτων» του Προκοπίου, γαμώ το στανιό μου, διαβάστε χίλια δεκαδυό κείμενα της μεσαιωνικής μας γραμματείας στα ελληνικά που έκρινε δυσμενώς ο Κρουμπάχερ ως κουμπατσέρο, και μετά κάντε μια βόλτα στα ψευδοκουφικά γράμματα, στον Ακρίτη και στα σεκλέτια του, στον Σαχλίκη και στον Βρυέννιο, στα έγγραφα των υπαλλήλων και στις «στιχικες» του Ψελλού, στο ποίημα του Φιλή για τον αδικοχαμένο Παχατούρ, στην βαθιά γνώση της εξωτερικής πολιτικής και στο «γοτθικόν», τελετή επί Πορφυρογέννητου, χαϊδέψτε κουρασάνι σαν γυμνό ώμο ζηλευτής μορόζας, και βρέξτε με τα δάκρυά σας τις γελαστές ασελγείς ξερολιθιές του δικού μας τίποτε και συνεχίστε να ασχολείστε με τους ατάλαντους κλεπταποδόχους του σήμερα, μοιραίοι και άβουλοι διορισμένοι από μια κουρελιασμένη σημαία, κι όλα αυτά επειδή ο Ταγίπ θέλει έναν τάφο δίπλα στων ντεντέδων και των σούφηδων τη δόξα, ως ματαιοπονών, αγνοώντας ότι δεν υπάρχει δερβίσης να του στεγνώσει το μέτωπο κι ας γεννήθηκε στην Αθήνα της Μαύρης θάλασσας. Ως Χάλδος ομιλώ και ξέρω.