«Δίκη» και «Δικαστήριο»

Δείτε λίγο την αποτύπωση μιας εικόνας.

ΗΠΑ σήμερα: ο αυταρχισμός, η συστηματική και αυθαίρετη επιβολή απαγορεύσεων από αυτόκλητα δικαστήρια που πραγματοποιούν δίκες στο πόδι από πλευράς λίμπεραλ Δημοκρατικών ρίχνει νερό στο μύλο του τραμπισμού που κεφαλαιοποιεί ακριβώς αυτή την υπερβολή όλων αυτών των προοδευτικών της πολιτικής ορθότητας για να δείξει ότι εκείνος, ο Ρεπουμπλικάνος Τραμπ, η παραδοσιακά πιο συντηρητική, ρατσιστική, και σεξιστική πλευρά, είναι τελικά ο θεματοφύλακας της ελευθερίας λόγου και πράξεων. Οι ακρότητες των δικαστηρίων αυτών στην εμμονή τους με την πολιτική ορθότητα, που υποσκάπτει κάθε έννοια δόκιμης και συνετής εφαρμογής πολιτικής ορθότητας που σαν στόχο έχει την προστασία των παραδοσιακά και ιστορικά αδικημένων και περιθωριοποιημένων, οδηγεί στην ενδυνάμωση των πλέον συντηρητικών εκφάνσεων της πατριαρχίας και του πουριτανισμού. Προσέξτε τον παραλογισμό του σχήματος: οι φωνάζοντες (και φωνασκούντες) για ελευθερία και ισότητα, οι αντιρατσιστές, που είθισται να ταυτίζονται και με το «αντιφά» κίνημα, θέτουν σε κίνηση τα γρανάζια του μηχανισμού που συσπειρώνει το συντηρητικότερο κομμάτι της κοινωνίας (όχι μόνο το alt-right) και λύνει τα χέρια όσων επιθυμούν ακόμα μεγαλύτερες δόσεις ανισότητας και ανελευθερίας. Γιατί; Γιατί η υπερβολή του μένους της διεκδίκησης, του μένους τού αντιρατσισμού, μένους που με αφορμή τα τελευταία δραματικά γεγονότα στις ΗΠΑ διαχέεται και στρέφεται όχι μόνο κατά φυσικών και νομικών οντοτήτων αλλά και εναντίον κάθε συμβόλου (έργου τέχνης – μνημείου) που μπορεί να υπαινίσσεται ή να συνδέεται αιτιακά ή και συγκυριακά με ρατσιστικές και αποικιοκρατικές πληγές του παρελθόντος, μετατρέπεται σε γνήσιος ρατσισμός “των καλών”. Όλα αυτά δίνουν την αφορμή και οδηγούν εύτακτα στην προλείανση του εδάφους για την επιβολή τού ακριβώς αντίθετου από το επιθυμητό: της διαιώνισης “υποδούλωσης” σε αυτούς που παραδοσιακά ελέγχουν τα πράγματα.

Η παράγραφος που διαβάσατε συνιστά, κατά κάποιο τρόπο, επεξηγηματική παράφραση κάποιων σημείων του άρθρου της Σώτης Τριανταφύλλου στην AV. Πού διαφωνώ; «Στα περισσότερα κρατικά όργανα και μηχανισμούς, η δημογραφική σύνθεση αντικατοπτρίζεται με σχετική ακρίβεια, αν και πράγματι όχι σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας: ωστόσο, κανείς δεν είναι a priori αποκλεισμένος», γράφει στην τελευταία παράγραφό της. Το ότι δεν είναι κάποιος a priori αποκλεισμένος –και αυτό είναι αλήθεια– δεν σημαίνει ότι τελικά δεν είναι αποκλεισμένος. Και η ανάγνωση της κατάστασης μέσω της εμπειρίας (a posteriori) φανερώνει ότι ο αποκλεισμός υφίσταται αν και είναι πιο λεπτός (nuanced) και διεισδυτικός απ’ όσο ίσως θα περίμενε κάποιος που παραμένει προσκολλημένος στο γράμμα του νόμου. «[…] [Ο] ενδογενής ρατσισμός, αυτός που εμφιλοχωρεί στο μυαλό των ανθρώπων –είτε είναι λευκοί, είτε έχουν «χρώμα»– δεν εκριζώνεται με λογοκρισία, απαγορεύσεις και αυταρχικά πρότυπα «ορθής» διαγωγής. Εκριζώνεται, δεν θα πάψω να το επαναλαμβάνω, με παιδεία και νομιμότητα· με δημοκρατία και ίσες ευκαιρίες για όλους», καταλήγει η Τριανταφύλλου. Ανάμεσα όμως στο σημείο που σωστά αναγνωρίζει ότι «με λογοκρισία, απαγορεύσεις και αυταρχικά πρότυπα «ορθής» διαγωγής» δεν κάνουμε δουλειά, και στο σημείο που δηλώνει ότι «με παιδεία και νομιμότητα· με δημοκρατία και ίσες ευκαιρίες για όλους» εκριζώνεται ο ενδογενής ρατσισμός, χάσκει ένα δυσοίωνο και απειλητικό κενό.

Έτσι, είναι τελικά το μένος των λίμπεραλ Δημοκρατικών που αναδεικνύεται ως ο καθοριστικός σύμμαχος του αντιπάλου τους: του τραμπικού συντηρητισμού. Συντηρητισμού που φυσικά δεν σερβίρεται ως τέτοιος από τους οπαδούς και υποστηρικτές του, αλλά ως η φωνή μιας μετριοπαθούς μεσότητας που με τον μανδύα της φιλελεύθερης έννομης τάξης προωθεί την παλιά καλή συντηρητική καραμέλα τής θεωρητικής ισότητας και της πραγματιστικής ανισότητας. Είναι δηλαδή η σχετικοποίηση αυτή που αναδεικνύει και μεταμορφώνει τα πλέον συντηρητικά ανακλαστικά σε μετριοπαθή. Είναι η σύγκριση με τους παραλογισμούς των αυτόκλητων δικαστηρίων της πολιτικής ορθότητας που κάνει το οπισθοδρομικό να φαντάζει μετριοπαθές, σωτήριο, και, κυρίως, σαγηνευτικά επανεκλέξιμο. Όσο όμως και αν παραμένω επικριτικός απέναντι στο γκρέμισμα αγαλμάτων και την απαγόρευση έργων τέχνης, δεν μπορώ να μην διακρίνω στο «αντιφά» μένος της πολιτικής ορθότητας μια ευλογότητα. Δηλαδή, όταν έχεις συστηματικά καταστρατηγήσει ελευθερίες και ευκαιρίες ισονομίας δεν είναι μόνο εύλογο το πιεσμένο ελατήριο, άμα τη απελευθερώσει του, να δώσει μια άλλη ακρότητα; Ένας απλός διαλεκτικός σχηματισμός θα μπορούσε, μπακάλικα, να το προβλέψει αυτό. Το πολυπόθητο σημείο ισορροπίας όμως, όσο και αν θέλουμε να το περιγράφουμε ως συνισταμένη των εμπλεκομένων δυνάμεων, παραμένει άγνωστο.

Ο Μίλαν Κούντερα, στο «Οι Προδομένες Διαθήκες», από το μακρινό 1995 αναφέρεται σε δύο λέξεις-έννοιες που μας κληροδότησε ο Κάφκα: «Δίκη» και «Δικαστήριο». Και τις αποκαλεί «λέξεις-έννοιες» για να υπογραμμίσει τη σημασιολογική βαρύτητα που φέρουν οι λέξεις αυτές για το έργο τού Κάφκα. «Μας τις κληροδοτεί: δηλαδή, τις θέτει στη διάθεσή μας, για να τις χρησιμοποιήσουμε, να τις σκεφτούμε και να τις ξανασκεφτούμε σε συνάρτηση με τις δικές μας εμπειρίες» (σ. 249). Ο Κούντερα σε δύο σύντομα κεφάλαια, σε περίπου δέκα σελίδες, καταπιάνεται με τις δίκες και τα δικαστήρια τα οποία ταλανίζουν την Ευρώπη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Και καταλήγει στο πόσο δύσκολο έχει υπάρξει ιστορικά να γίνει κατανοητή η συνεισφορά και η δύναμη του πολιτισμού που τελικά το “μόνο” που κάνει είναι να «[…] εξαγοράζει τη φρίκη μετουσιώνοντάς τη σε υπαρξιακή σοφία». Θα πρότεινα να διαβάσετε όλο το βιβλίο διεξοδικά, και να το σκεφτείτε μέσα από τις δικές μας, σημερινές εμπειρίες. Παραθέτω μέρος της καταληκτικής παραγράφου των δέκα αυτών σελίδων για τη «Δίκη» και το «Δικαστήριο»:

«Ο κομφορμισμός της κοινής γνώμης είναι μια δύναμη που αυτοαναγορεύτηκε σε δικαστήριο και το δικαστήριο δεν είναι εδώ για να χάνει την ώρα του με σκέψεις, είναι εδώ για να προετοιμάζει δίκες. Και όσο βαθαίνει η άβυσσος του χρόνου ανάμεσα στους δικαστές και τους κατηγορούμενους, πάντοτε η μικρότερη εμπειρία θα δικάζει τη μεγαλύτερη. […] Αν το πνεύμα της δίκης καταφέρει να εκμηδενίζει τον πολιτισμό αυτού του αιώνα, δεν θα μείνει πίσω μας παρά μια ανάμνηση φρικαλεοτήτων, τραγουδισμένη από μια παιδική χορωδία» (σ. 257).   

 

*η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο προέρχεται από τη «Δίκη» τού Όρσον Ουέλς. Ο Κούντερα στο βιβλίο αποδομεί την κατανόηση του Ουέλς για το έργο του Κάφκα.