«Τα περισσότερα ανθρώπινα όντα λειτουργούν σαν ιστορικοί: μόνο αναδρομικά αναγνωρίζουν τη φύση της εμπειρίας τους»: στη νηφάλια διαπίστωση του Χόμπσμπομ («Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991») θα έπρεπε ίσως να σταθούμε όχι τόσο για μια γνωστή αλήθεια όσο για μια παραγνωρισμένη υπόθεση—«σαν ιστορικοί», σαν να ήταν ιστορικοί, που όμως δεν είναι. Δεν διαθέτουν με άλλους λόγους ούτε την επιστημονική εποπτεία ούτε το επιστημονικό ήθος του ιστορικού. Αν επιθυμούμε λοιπόν την ιστορική αλήθεια, αν πιστεύουμε στο νόημα και τη σημασία της ιστορικής αλήθειας (στην αργή ωρίμανση της αλήθειας με το χρόνο), θα έλεγα, αφού αφήσουμε την ιστορία των όσων συνέβησαν στο Πολυτεχνείο το 1973 στους ιππότες της ιστορικής αλήθειας, τους ιστορικούς· τη μυθιστορία και το εμπόριο της συγκίνησης, στους δημοσιογράφους που θέλουν να πουλήσουν σασπένς και φύλλα εν όψει της επερχόμενης επετείου· την ασυναρτησία, σε όλα δυστυχώς τα πολιτικά κόμματα· την άγνοια, στις κομματικές νεολαίες· την παρα-ιστορία , στους παρενδυμένους δήθεν ιστορικούς ή «δημόσιους διανοούμενους»—όσοι δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτά, αν καν υπάρχουμε, να κλείσουμε τα παράθυρα και τ’ αυτιά μας στις σειρήνες και να το ρίξουμε στη μελέτη, την περισυλλογή και την προσήλωση στην ενθύμηση όσων ζήσαμε εκείνες τις μέρες, αν ζήσαμε, και αν ζούμε. Βέβαιη είμαι ότι με παρόμοια ενδόμυχα μνημόσυνα, κάτι αληθινότερο από την παραπολιτική και παρα-ιστορική φλυαρία μπορεί και να προκύψει.
Σημείωση: Τους ευάριθμους ευγενικούς αναγνώστες του Πρώτου Μέρους της τοιχοκόλλησής μου της περασμένης Πέμπτης 7 Νοεμβρίου με τίτλο «Διεκπεραιώσεις μεταμορφώσεων στο μαύρο φεγγαρόφωτο» θα ήθελα να διαβεβαιώσω πως η συνέχεια επέρχεται την προσεχή Πέμπτη 21 Νοεμβρίου. Υπομονή. Σε όσους ενδιαφέρθηκαν να πληροφορηθούν ιδιωτικώς τί υποκρύπτει το ιρεαλιστικό «μαύρο φεγγαρόφωτο»—επίσης υπομονή συνιστώ: μαύρισε το μάτι μου αλλά δεν μαύρισε γι’ αυτόν το λόγο και το φεγγαρόφωτο. Άλλα υποδηλώνει ο γρίφος. Όταν τον 4ο αιώνα π.Χ. με άδεια ποιητική η απλή δήλωση «τα κουπιά χτυπούσαν τη θάλασσα» μεταμφιέζεται σε «την παρθενοκτόνο Θέτι / με τα σπαθιά τους χτυπούσαν, μυριόποδες, ωραίες / πελαργόχρωμες, της Φαλάκρας οι κόρες» (Λυκόφρονος, Αλεξάνδρα, 22-24, μτφρ. Φανής Παιδή—«Φαλάκρα» εν πάση περιπτώσει είναι «μια από τις κορυφές του όρους Ίδη στην Τροία από όπου προερχόταν η ξυλεία με την οποία ναυπηγήθηκαν τα πλοία του Πάρη») γιατί να μη βαφτίσει ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ «μαύρο φεγγαρόφωτο» το κοινό μελάνι του μελανοδοχείου.