Αυτοκτονία Χαρακτήρα

Η εβδομάδα που πέρασε ανήκε δικαιωματικά στην Ελένη Αντωνιάδου. Δεν θα πάρω όμως ακριβώς τη σκυτάλη για να συνεχίσω αυτό που σε μερικές ημέρες δεν θα θυμάται κανείς πέρα από την ίδια. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι λίγο διαφορετικό. Θα ήθελα να προσπαθήσω να σκιαγραφήσω την άλλη πλευρά. Την πλευρά της Αντωνιάδου – και κάθε Αντωνιάδου – που στέκεται αυτός που κάθε φορά υφίσταται αυτή τη στοχοποίηση των λαϊκών δικαστηρίων που στήνονται αυτοστιγμεί σε κάθε ψηφιακό τοίχο. Η Αντωνιάδου δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που υποπίπτει σε ατοπήματα του είδους που έκπληκτοι(;) διαπιστώσαμε την εβδομάδα που πέρασε. Αυτό όμως που είναι σχετικά νέο είναι η ενασχόληση του κοινού, μέσω ΜΚΔ, με τον “σχολιασμό” (ευφημιστικά διατυπωμένο) αυτών των περιπτώσεων. Και αυτό που με ενδιαφέρει είναι αν και πότε ο “σχολιασμός” περνάει τη λεπτή γραμμή της απόλυτα δικαιολογημένης επισήμανσης και στηλίτευσης κάποιου ατοπήματος (ηθικής ή νομικής τάξης) και υπεισέρχεται στα δυσώδη νερά της δολοφονίας χαρακτήρα.

Κατ’ αρχάς, μιλάμε για δολοφονία χαρακτήρα όταν αναφερόμαστε στη συστηματική, προσχεδιασμένη, και ηθελημένη διασπορά συκοφαντικών αναφορών με στόχο τη σπίλωση της υπόληψης συγκεκριμένου προσώπου (φυσικού ή νομικού). Το κατ’ εξοχήν πεδίο εφαρμογής δολοφονίας χαρακτήρα είναι το πολιτικό. Πιο συνηθισμένη περίπτωση, η σπίλωση υποψηφίου σε εκλογική αναμέτρηση με στόχο την υφαρπαγή ψήφων. Οι παραλλαγές, πολλές και ευφάνταστες. Ακόμα και το ρωμαϊκό damnatio memoriae, η απαλοιφή ονομάτων και προσώπων από δημόσια έγγραφα, επιγραφές, και τοιχογραφίες, συνιστά μορφή δολοφονίας χαρακτήρα. Δολοφονία χαρακτήρα, επομένως, υφίσταται όταν ο μηχανισμός έχει υποκινηθεί ηθελημένα με σκοπό τη σπίλωση συγκεκριμένου προσώπου (φυσικού ή νομικού) και όχι όταν κάποιος εντοπίζει κάποιο ατόπημα ηθικής ή νομικής τάξης και το δημοσιοποιεί συνοδεία μιας έστω προσχηματικής επιχειρηματολογίας. Νομίζω ότι κανένας δεν θα διαφωνήσει ότι η περίπτωση της Ελένης Αντωνιάδου εμπίπτει σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία. Θα αποπειραθώ να σκιαγραφήσω την εξελικτική δυναμική αυτής της περίπτωσης. Στην πορεία θα κάνω επισημάνσεις για το πού θεωρώ ότι εμφιλοχωρούν στοιχεία ή υπόνοιες στοιχείων που ξεφεύγουν από το πνεύμα της αρχικής δημοσιοποίησης του ατοπήματος και υπεισέρχονται, αρχικά στα εδάφη ad hominem (ενάντια στο άτομο) και ύστερα σε αυτά της δολοφονίας χαρακτήρα.

Το αρχικό συμβάν, το ground zero, στην περίπτωση Αντωνιάδου ήταν η ανάρτηση του καθηγητή Κώστα Μπουγιούκου. Αμέσως μετά, η συνειδητοποίηση από μια σημαντική μερίδα κοινού ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι βάσιμα αξιοκατάκριτο οδηγεί στη κοινοποίηση της αρχικής ανάρτησης. Η είδηση αποκτά μομέντουμ. Κατά τα φαινόμενα (και όχι μόνο) η Αντωνιάδου δεν έχει θυματοποιήσει μόνο τον εαυτό της αλλά έχει παρασύρει μαζί της σημαντικό αριθμό δημοσιογράφων, φορέων, και πολιτικών. Τα ενημερωτικά σάιτ εφορμούν με άρθρα προς άγραν κλικ. Το κοινό οσφραίνεται αίμα. Ποικίλες παραφυάδες αμφιβόλου ηθικής και αισθητικής κάνουν την εμφάνισή τους. Τη σκυτάλη έχουν ήδη πάρει οι λογαριασμοί τουίτερ και φέισμπουκ. Οι παράπλευρες (και πάγιες) πρακτικές διακωμώδησης των εμπλεκομένων (της ίδιας της Αντωνιάδου, δημοσιογράφων, πολιτικών, φορέων) με τουίτ, κείμενα, meme, φοτοσοπαρισμένες φωτογραφίες, και βίντεο δημιουργούν ένα μωσαϊκό που εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα. Το αξιοσημείωτο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι η Αντωνιάδου συγκεντρώνει πολλά (πάρα πολλά) που θα ήθελε να γκρεμίσει κάποιος. Η Αντωνιάδου είναι νέα, όμορφη, μορφωμένη, βραβευμένη. Η Αντωνιάδου είναι μια ενάρετη Barbie. Μια Barbie, δια χειρός Mattel, που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλες τις αρετές μιας νέας γυναίκας ενώ δείχνει να απεκδύεται όλα τα στερεότυπα. Η Αντωνιάδου δεν είναι απλώς μια ωραία γυναίκα. Θυμάστε την περίφημη σκηνή στο Fight Club, εκεί που ο Έντουαρντ Νόρτον κάνει κιμά τη μούρη του ξανθού νεαρού, και μετά, σχεδόν κυνικά, δηλώνει «I felt like destroying something beautiful»; Ε, η Αντωνιάδου, ασχέτως των ατοπημάτων που έχει υποπέσει, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που προκαλούν τα σκληρότερα και πιο μοχθηρά ένστικτα του όχλου. Γιατί; Κοιτάξτε λίγο τις φωτογραφίες της και νιώστε το τσίμπημα του να θέλεις να κάνεις τη μούρη κρέας σε κάτι όμορφο. Πώς; Με κάθε αστειάκι και γελάκι και μοχθηρό κειμενάκι των δύο γραμμών που θα την κάνει να νιώσει το σκουπίδι που αποκαλύφθηκε ότι είναι.

Τι έχει όμως συμβεί σε αυτό το σημείο στην ίδια την Αντωνιάδου; Πώς παρακολουθεί μια νέα γυναίκα όλο αυτό το μένος εις βάρος της; Αν κοιτάξετε τη σελίδα της στο φέισμπουκ θα δείτε ότι όχι μόνο δεν έχει ζητήσει συγγνώμη, αλλά υποστηρίζει ότι δεν φέρει καμία ευθύνη για αυτό που έχει συμβεί. «Εμένα ο στόχος μου ποτέ δεν ήταν να ανταγωνιστώ ακαδημαϊκούς ή να συγκρίνω τα πρώτα μου βήματα στην επιστήμη ως νέα ερευνήτρια με άτομα τα οποία είναι στο χώρο πολλές δεκαετίες», γράφει, ως μοναδική απολογία, μεταξύ άλλων ευχολογικών κοινοτοπιών για το επιστημονικό ήθος και το κοπιώδες της έρευνας. Η συγκεκριμένη ανάρτηση συνοδεύεται και από φωτογραφία που δήθεν αποδεικνύει(;!) την αλήθεια.

Είναι βέβαιο ότι η κυρία Αντωνιάδου δεν είναι τόσο ψύχραιμη όσο εμφανίζεται σε αυτή την ανάρτηση, όπως είναι επίσης βέβαιο ότι καταλαβαίνει πολύ καλά τι έχει κάνει και τι έχει συμβεί. Ο δρόμος προς τη συνέχεια όμως δεν περνάει μέσα από την άρνηση και τον εφησυχασμό από τους δέκα “φίλους” της που έχουν αφήσει υποστηρικτικά σχόλια (τα οποία έχουν συγκεντρώσει εκατοντάδες χλευαστικά ριάξιονς). Η Ελένη Αντωνιάδου φαίνεται να επένδυσε τόσο πολύ στο άτομό της, εις βάρος του έργου της, που κάνει τις όποιες επιθέσεις, ακόμα και κατά αυτού του ατόμου (ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στο απυρόβλητο) να φαντάζουν δόκιμες. Και αυτό γιατί όταν μετουσιώνεις το επιστημονικό κύρος σου σε βιτρίνα, τότε, ακόμα και οι επιθέσεις ενάντια στο άτομο (ad hominem) συνιστούν θεμιτές κινήσεις. Θα δώσω ένα παράδειγμα από ένα τέτοιο επιχείρημα για να δείτε ακριβώς σε τι αναφέρομαι. Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος σε πρόσφατη καταχώρηση στο ιστολόγιό του:

«Και επειδή όσοι κάνουν ουσιαστικό επιστημονικό έργο δεν τρέχουν στους δημοσιογράφους (αφενός δεν προλαβαίνουν, αφετέρου δεν καταδέχονται) η κ. Αντωνιάδου τα προηγούμενα χρόνια προβαλλόταν αφειδώς σε διάφορους τηλεοπτικούς σταθμούς […]». (Ποιος είναι αυτός με το μουστακάκι δίπλα στην Ελένη Αντωνιάδου;, 18/9/19)

Το αν κάποιος τρέχει στους δημοσιογράφους δεν έχει τίποτα να κάνει με το έργο του. Το «[…] αφενός δεν προλαβαίνουν, αφετέρου δεν καταδέχονται […]» συνιστά αβάσιμη γενίκευση που στρέφεται εναντίον του ατόμου της κυρίας Αντωνιάδου. Είναι σα να λέει κάποιος ότι ο Στίβεν Χόκινγκ, που είχε έρωτα με τους δημοσιογράφους, δεν παρήγαγε ουσιαστικό επιστημονικό έργο. Αν το έργο της ήταν άμεμπτο, τότε το αν θα πήγαινε σε δημοσιογράφους θα ήταν άσχετο από αυτό. Αλλά η κυρία Αντωνιάδου στήριξε το κύρος της σε τέτοιο βαθμό στη συμμετοχή της σε δημοσιογραφικές εκπομπές και ρεπορτάζ, ταυτίζοντας τα κατορθώματά της με τη δημόσια προβολή και διογκώνοντας το φαίνεσθαί της σε βάρος τού είναι της, που τελικά έδωσε το πράσινο φως στο να μπορεί κάποιος να την κρίνει, δόκιμα, ακόμα και γι’ αυτό.

Μπορεί λοιπόν η κατηγορία της δολοφονίας χαρακτήρα να προϋποθέτει ηθελημένες κινήσεις σπίλωσης για να στοιχειοθετηθεί, αλλά δεν ισχύει το ίδιο και για την ιδιότυπη περίπτωση αυτοκτονίας χαρακτήρα. Επαναλαμβάνω τι δήλωσε η Ελένη Αντωνιάδου: «Ο στόχος μου ποτέ δεν ήταν να ανταγωνιστώ ακαδημαϊκούς ή να συγκρίνω τα πρώτα μου βήματα στην επιστήμη ως νέα ερευνήτρια με άτομα τα οποία είναι στο χώρο πολλές δεκαετίες». Αν αυτό ήταν αλήθεια και δεν ήταν αυτός ο στόχος της, είχε υποχρέωση όταν αυτό συνέβαινε κατά κόρον, καθώς κάποιοι συνέκριναν τα βήματά της με καταξιωμένους επιστήμονες, είχε υποχρέωση (ξαναλέω) να το σταματήσει η ίδια. Γιατί είχε φέρει, βλέπετε, τον εαυτό της στη θέση να πρέπει η ίδια να τραβήξει την πρίζα στην ωρολογιακή βόμβα που τελικά συνιστούσε το απαστράπτον οικοδόμημά της. Αλλά φυσικά δεν το έπραξε. Συμμετείχε, ψυχή τε και σώματι, σε αυτή την απόλυτα ηθελημένη και προσχεδιασμένη, βήμα βήμα, αυτοκτονία του χαρακτήρα της.