Να ξαναβάλουμε στο τραπέζι την χωρική ανάλυση

Πέρα από το ανεκδοτάκι για το φτερό της πεταλούδας που μπορεί να δημουργήσει έναν φόνο στο άλλο ημισφαίριο, επείγει να συμφωνήσουμε σε κάποιο σύστημα αναφοράς. Και σε αυτό είμαστε αξιοθρήνητοι.

Αυτό που τελείται στα Εξάρχεια, είναι φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που δαιμονίζουν το Χονγκ Κονγκ. Τα συστατικά, προσόμοια: μια υπόθεση διείσδυσης μιας νέας «δικαιοσύνης» στην παλιά αποικία, φέρνει έμπρακτο αντίλογο από ανθρώπους που δεν την επιθυμούν, από δικαιολογημένο φόβο για το μέλλον. Δεν είναι αναλογία, είναι τήρηση συνταγής. Εννοώ, να προσέξουμε, αλλά πάρα πολύ, την Βία.

Η Ελλάδα πίστεψε με διαδοχικές κυβερνήσεις, πως οι ομάδες με τους ποικιλόχροες επιχρωματισμούς, πρέπει να εξαφανιστούν. Από το 1995 ήδη, όταν καταστρώθηκαν οι πρώτοι κατάλογοι πεντακοσίων περίπου «παραβατών» που έκτοτε χρησιμοποιούνται ως βασικό αρχείο. Στην ουσία, κάποιος, καταμεσής μιας κρίσης, αγόρασε ένα μπαλόνι για να το ξεφουσκώνει κατά το δοκούν. Αλλά η αντίδραση δεν ακολούθησε φυσικούς νόμους πίεσης και αποσυμπίεσης αερίων. Κι όσο ζούσαμε με τους ηγέτες του εικοστού αιώνα, κανένας δεν κατάλαβε, πως αγοράστηκε ένα ζέππελιν. Άλλοι ήθελαν να το κάψουν κι ας  γίνει χαμός, άλλοι υποστήριζαν «άστο να πετάει, θα έρχονται και τουρίστες».

Όλα τα άλλα είναι δουλειά για φαρμακοτρίφτες και σκιτζήδες.

Δεν είναι πως η Δημοκρατία είναι το άριστο πολίτευμα και το «μπλαμπλαμπλα με εκλέξανε». Επειδή υβρίζει την ανθρωπότητα όποιος πιστεύει πως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν δημοκρατία. Σπαρτακιστές και εθνικοσοσιαλιστές, είδαν φως και μπήκαν. Και νίκησε ο φασισμός, τελεσιδίκως. Οι νικημένοι μπαίνουν στο εικονοστάσι, οι νικητές ξεσαλώνουν και παρίστανται, πάντως, στις επετειακές εκδηλώσεις. O ηττημένος έχει το δικαίωμα να το βουλώνει, ο νικητής  φοράει ένα μουστάκι λαογραφικής συμπόνιας. Μα κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι παραπάνω από την ολόψυχη προσφορά του Μαρτυρίου του;

Το διαδίκτυο είναι μια ονειροπαγίδα που όταν κάποιος κρίνει πως αρκετά παίχτηκε, κλείνει με έναν διακόπτη.

Ανάλογα ταραγμένη περίοδος στο κόσμο υπήρξε η δεκαετία του 60. Ειδικά η συμπεριφορά στην Νεολαία της εποχής, είχε όλα τα χαρακτηριστικά του κατευθυνόμενου αναβρασμού. Οι κοινωνίες πρόσεξαν πολύ και ανέταμαν την παιδική συμπεριφορά, της παρείχαν καταναλωτική αγωγή, την έπεισαν για τον μονόδρομο «της ανυπακοής» πυροβόλησαν εν ψυχρώ κάθε ίνδαλμά της και περίμεναν την Ανάδραση και το πέρασμα στον κόσμο των τριαντάρηδων, να εκτελέσει τα υπόλοιπα.

Μετά από πενήντα χρόνια, κανένας δεν έχει την αντοχή να σαρκάσει. Ο Ηλίας του 16ου,  ο Αυλωνίτης χωροφύλακας με εγκάρδια κοιλίτσα και ο Θάνος Τζενεράλης ως διοικητής αστυνομικού τμήματος, αντικαταστάθηκαν από καθαρή, ανόθευτη βία και «επιτελικό σχεδιασμό» για να απλωθεί μια προβλέψιμη (και αυτοματικώς μηχανική) εξέγερση.

Από τις αναφορές της ΚΥΠ που έχουν διαρρεύσει τις τελευταίες δεκαετίες, ένα πράγμα λάμπει: η κάλυψη του «μαγαζιού» και σωρεία υποθέσεων εργασίας που δεν καταδεχόταν να αναδημοσιεύσει και ο πλέον κιτρινιστής των εξειδικευμένων φυλλάδων. Το ότι δεν χτίστηκε με μπετόν το παραπόρτι της Στουρνάρη του Πολυτεχνείου και η επιμελής αποφυγή κάθε περικύκλωσης μιας εξεγερμένης ομάδας (που «χάνεται στα στενάκια»  θαρρείς και τους κυνηγάνε Ρωμαίοι του Αστερίξ στη Μασσαλία) κοάζει και κράζει για τον φόβο της εξάπλωσης της «επανάστασης» στις «καλές» γειτονιές. Κι αυτή η τακτική, είναι δοκιμασμένη και πετυχημένη. Επίκεντρο, η Πλατεία και ένας διάδρομος του Ντάντσιχ ώς τη Νομική με προεκτάσεις ενίοτε έως το Σύνταγμα, Ασοέ και η «εξέχουσα του Ορέλ» στα μπούνκερ της Κυψέλης, και κατά περίπτωση, μπαταριές με διαφυγές προς τις ανηφορίτσες του Κολωνακίου και ατιμωρησία  όπου υπάρχει εφαρμογή των στίχων «πέντε μάγκες στον Περαία». Όταν αυτά καταστρατηγούνται από νέους στο επάγγελμα, τίποτις παρκαδόρους, κορυδαλλιώτες και γιάφκες χωρίς φωταγωγό διαφυγής, εφαρμόζεται το δόγμα «τράβα βρε μάγκα και αλάνη». Η υπόλοιπη πρωτεύουσα εξυπηρετείται από επαγγελματίες γνώστες της Αγοράς και μη εισφοροδιαφεύγοντες.

Αφήνω στη μπάντα τους επιδραστικούς ταϊκούνους της Ενημέρωσης και των ποικίλων Επιχειρήσεων, που ευνοούνται από το τάισμα των πρωτοσέλιδων. Αλλά δεν ξεχνώ πως αρκετοί απ΄αυτούς τους σχετικά ολίγους, εκτός από μία έμπιστη καμαρίλλα κολλητών, έχουν ανάγκη σε μερικές περιπτώσεις από στρατούς προορισμένους να επιτείνουν την σύγχυση, κι όχι βέβαια «να νικούν».

Μαλάκες είναι να κλείσουν το τρίγωνο της «επανάστασης»;

Οι στοιχειωμένοι ήρωες είναι πλέον γελαδεροί υπέργηροι, οι νέοι αμα στριμωχτούν αρκούνται σε σπιντάκια μεταμφεταμίνης, ενώ η ζώνη της κόκας έχει από καιρό οριστεί ως ζώνη άυλης κληρονομιάς της Ουνέσκο.

Για χασισάκια θα μιλάμε τώρα;

Χωρική (spatial) ανάλυση χρειάζεται, τουλάχιστον θεωρητικά προς ενημέρωση των καταστολέων. Και αφαίρεση, χειρουργικώς, πάσης ιδεολογικής τρελούμπας. Οι ιστοί (webs) της αράχνης δεν είναι πλέον απόρρητοι. Κανένας δεν φοράει μάσκα του Ζορρό. Απλώς η προσφυγιά, μια κατερπιλάρα με σαράντα εκδοχές και το εμπόριο (που είναι ζήτημα των Μαφφιών, διακρατικών, κρατικών και ιδιωτικών) καθώς και η ανασφάλεια των συνυπαρχόντων στο γκέττο, που την έχουνε βαμμένη, προέρχονται από άλλη, μη ποινικώς κολάσιμη και ελαφροπάτητη σωλήνωση.

Η Βία εξαγοράζει και εξαγοράζεται. Κάποια στιγμή θα γίνουν όλα αυτά σινεμά και διαδραστική κατάντια και μαζί, οι προχώ κουλτούρες των υγιεινιστών εμμονικών που νέμονται την κατάσταση, θα χαθούν στο καυσαέριο, στην σπαλομπριζόλα και στην μεταφυσική ενός μεσόκοπου πολιτισμού. Θα σιγήσει το «ο εισαγγελέας μ’ έκαψε και στα τεφτέρια μ’ έγραψε» και η αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας θα έχει motto το «γιατί ήμαστε μαγκιώροι/ όλοι εμείς οι λαθρεμπόροι».

Για βιαστικούς: Όπως η μεθόδευση για την σωτηρία της ΔΕΗ περνάει από την  υπουργική διασαφήνιση πως πάει για φούντο, έτσι και τα Εξάρχεια θα αφεθούν να σχηματίσουν μια συγκεχυμένη εικόνα έντασης και απειθάρχητης αντιμετώπισης, ώστε όταν ξεσπάσει ο αληθής Αρμαγεδδών, να θεωρηθεί μιας μορφής λύτρωση.

Έχει συμβεί τόσες φορές αυτό το στρατήγημα, που έχει ενσωματωθεί στο DNA των εμπλεκομένων.