Γιατί βγαίνουμε απ’ τη θάλασσα; Τι μας ωθεί να επιστρέφουμε στην ξηρά; Τι μας περιμένει εκεί; Το υπόλοιπο της ζωής μας σε ρυθμό κιρκαδιανό; Γιατί; Γιατί, όμως; Γιατί δεν μένουμε εκεί; Δεν είναι καλύτερα έξω απ’ το νερό. Ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι. Αλλά εμείς εκεί. Το είδος μας. Φτιάχνει πολιτισμούς. Φτιάχνει τεχνολογίες. Φτιάχνει κοσμοθεωρίες. Το είδος μας κατοικοεδρεύει στην ξηρά. Εκεί όλα τα σπουδαία. Η θάλασσα παραμένει για τόσο όσο. Για ανάπαυλα, για αναψυχή, για διακοπές, για να διακόπτει για λίγο τον ρυθμό, προκειμένου αυτός να παραμένει στο διηνεκές σταθερός.
Ο άνθρωπος πρέπει να περνά τη ζωή του δουλεύοντας – δεν γίνεται αλλιώς. Ο άνθρωπος θα έπρεπε να περνά τη ζωή του κολυμπώντας – κι αυτό να ήταν το δεν γίνεται αλλιώς του. Αν περνούσαμε τη ζωή μας στη θάλασσα, το μυαλό μας σιγά σιγά θα άρχιζε να καθαρίζει. Θα ερχόταν πιο κοντά στη ζωή του ψαριού στα πόδια μας ή του σκύλου στην παραλία. Γιατί δεν μας ένοιαξε ποτέ η ευτυχία μας; Γιατί δεν προτιμήσαμε να ζήσουμε με τη θάλασσα που μας δόθηκε; Ποια είδους έκπτωση μας έριξε στην ξηρά;
Δεν ήταν κήπος, ήταν θάλασσα η Εδέμ. Ο διάβολος που μπήκε στο μυαλό μας είπε στο μυαλό μας εσύ δεν είσαι μόνο για αυτά. Εσύ δεν είσαι μόνο για κολύμπια και βουτιές και άδειασμα από λέξεις. Εσύ είσαι για πολλά περισσότερα. Έλα, φάε το μήλο των λέξεων. Γέμισε, μυαλό, με αυτές. Άρχισε να είσαι ανήσυχο. Άρχισε να ζητάς κι άλλα. Άρχισε να χτίζεις. Άρχισε να θες να ζεις με ανέσεις. Άρχισε να πρέπει να ζεις με ιδανικά. Άρχισε να ζεις εντός χρόνου. Άρχισε να μετράς τον χρόνο. Άρχισε να ζεις εντός μιας φυλής. Άρχισε να οριοθετείς το εμείς από το αυτοί. Άρχισε να περιφράσσεις τον χώρο σου. Άρχισε να έχεις βασιλιάδες. Άρχισε να έχεις θεούς. Άρχισε να έχεις νεκρούς που πέθαναν για κάτι υψηλότερο. Άρχισε να έχεις σπίτι δικό σου. Άρχισε να έχεις οικογένεια δική σου. Άρχισε να είσαι ιδιοκτήτης. Άρχισε να είσαι ιδιοκτησία. Άρχισε να δουλεύεις. Άρχισε να πολεμάς. Άρχισε να σκοτώνεις. Άρχισε να σκοτώνεσαι. Άρχισε να εξουσιάζεις. Άρχισε να εξουσιάζεσαι.
Άρχισε να θες τον κόσμο δικό σου, χωρίς να καταλαβαίνεις καλά καλά τι είναι αυτό που θέλεις, ενώ η θάλασσα ήταν εξαρχής δική σου. Η θάλασσα ήταν εξαρχής εκεί. Δεν χρειαζόσουν τίποτα άλλο. Θα περνούσες τις μέρες σου εκεί και δεν θα βαριόσουν ποτέ, γιατί κι η έννοια βαριέμαι ήρθε μαζί με όλες τις άλλες που σου γέμισαν το μυαλό και σε έριξαν στην ξηρά. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι ενεργητικά στη θάλασσα. Σκέφτεται η θάλασσα για σένα. Γεμίζει εκείνη το μυαλό σου, αλλά όχι με λέξεις. Το γεμίζει με αρμονία, το συντονίζει με τη φύση και την βαθύτερη ύπαρξή σου, το συντονίζει με τη φύση της βαθύτερης ύπαρξής σου.
Δεν σου έχουν προσφέρει τίποτα οι λέξεις και οι έννοιες και όσα έχτισες στην ξηρά. Είσαι σε λάθος μέρος, είσαι σε λάθος τερέν, είσαι εκεί που εξέπεσες με τη θέλησή σου. Μπορείς ακόμα να γυρίσεις. Μπορείς ακόμα να παρατήσεις κάθε τι της ξηράς και να πας να ζήσεις εκεί. Θα σε πουν τρελό, θα σε πουν διάφορα ονόματα, θα προσπαθήσουν να σε γυρίσουν με κάθε μέσο πίσω. Φοβούνται. Φοβούνται αυτό που και οι ίδιοι νιώθουν στη θάλασσα. Πως θα ήταν να παραδεχόσουν ότι έχεις παίξει το παιχνίδι όλης της ζωής σου στο λάθος έδαφος;
Αλλά δεν σε νοιάζει πια πώς θα σε αποκαλέσουν, δεν σε νοιάζει πια τι θα σκέφτονται για σένα, δεν σε νοιάζει πια αν θα σε ξεγράψουν. Εσύ θα είσαι στη θάλασσα. Εσύ θα έχεις δείξει το δρόμο. Εσύ θα έχεις μπροστά σου ένα υπόλοιπο ζωής ελεύθερο από χρόνο, ελεύθερο από λέξεις, ελεύθερο από σκέψεις.
Θα είσαι μέσα στη θάλασσα ένα ζώο με ανθρώπινο σώμα. Θα ξεχάσεις να μιλάς. Θα ξεχάσεις να ανησυχείς. Θα ξεχάσεις κάθε τι δευτερεύον. Μόνο θα είσαι. Μέσα στη θάλασσα. Μόνο θα είσαι.