Η καρδιά μου γέμισε μελαγχολία και πίκρα. Ήταν απαράδεκτο να μιλήσει ο Μητσοτάκης για τον πατέρα του Τσίπρα, καθώς ο Ηπειρώτης υπομηχανικός ήταν νέος άνθρωπος στα χρόνια της χούντας και άφησε στον γιό του, που γεννήθηκε στην Μεταπολίτευση, μια αγαθή προφορική παράδοση για τον βίο του στο παιδί του, πράγμα που ο κύριος Αλέξης την μετέφερε στο εκλογικό κοινό του, κατά γράμμα. Δεν ήταν παράλογο: οι οικογενειακές παραδόσεις, ως προφορικά τεκμήρια, σπανίως είναι λυτρωτικές εξομολογήσεις.
Οι Συναγερμοί του Παπάγου και η οκταετία του Καραμανλή, ψηφιζόταν από εκατομμύρια Ελλήνων. Τα πιστοποιητικά φρονημάτων της εποχής ήταν πασαπόρτι για να γίνεις καντηλανάφτης ή να λάβεις άδεια για τρακτέρι. Έτσι, για αυτόν που ακούγονταν πως ήταν αντεθνικώς δρών, απέμενε ο δρόμος της λαθραίας εισόδου στην αγορά, και δεν είναι τυχαίο που είχαν πληθύνει οι εργολάβοι , οι εργοδηγοί και οι υπομηχανικοί που δούλευαν ιδιωτικά ή μέσα σε τεχνικές ιδιωτικές εταιρείες για να επιβιώσουν.
Το «υπομηχανικός» δεν το ανέφερα υποτιμητικά. Ήταν ο τίτλος που δίνονταν από το «Μικρό Πολυτεχνείο» από γερές σχολές, όπως ο «Ευκλείδης». Στην εποχή της βαριάς αντιπαροχής, ήταν σύνηθες να υπάρχουν ταμπέλες στα γιαπιά που διαφήμιζαν τον εργολάβο, τον συντάξαντα την μελέτη και τον επιβλέποντα. Υπήρξαν με το πέρασμα του χρόνου, επιγραφές που ανέγραφαν για κάποιον «ε. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ»(εμπειρικός μηχανικός δηλαδή) καθώς οι επεκτάσεις δικαιωμάτων «υπογραφής» συναγωνίζονταν με την μόδα της προσθήκης ορόφων.
Αυτοί έχτισαν την Ελλάδα, παράλληλα με τους «διπλωματούχους». Διότι αν εξαιρέσεις τα δημόσια έργα, που ήταν όλα τα λεφτά, οι εργολάβοι αποκτούσαν υπόσταση και κύρος συχνά τελείως αγράμματοι. Δεν χρειαζόταν μεγάλο κεφάλαιο. Για μια πολυκατοικία αναδυόμενης συνοικίας, αρκούσε να πουλήσεις ένα σπίτι. Η αντιπαροχή ήταν αρκετά χαμηλή, εξάλλου την έδινες παραχωρώντας ένα 25% στους οικοπεδούχους, πλήρωνες διπλωματούχο μηχανικό που δεν ήξερε καν που βρίσκεται το «έργο» του το 10% της νόμιμης αμοιβής του για τη μελέτη που δεν συνέτασσε και κάπως μικρότερο για την επίβλεψη που δεν την ασκούσε. Μετά ο εργολάβος έβαζε αγγελίες και διαφήμιζε την υπό ανέγερση πολυκατοικία για να προσελκύσει μελλοντικούς ιδιοκτήτες, που αγόραζαν «απο τα χαρτιά» σε ένα συντριπτικό ποσοστό. Με τα δάνεια που έπαιρναν, τις δόσεις που πλήρωναν στον εργολάβο και άλλα που δεν αναφέρω, η στέγη ήταν γεγονός.
Παράλληλα, οι οικοπεδικοί συνεταιρισμοί και τα οικόπεδα στου διαόλου το κέρατο με δόσεις, ήταν μια τεράστια μπίζνα και περίσσεψαν σε οικογενειακά αρχεία προσύμφωνα οικοπέδων που δεν υπήρξαν ποτέ και οι προκαταβολές πήγαν στον βρόντο. Για να πάρετε μια ιδέα, στον Μαρμαρά του 1958, πουλούσαν αγροτεμάχια με ένα πεντακοσάρικο, ενώ η Χαλκιδική άρχισε να ακριβαίνει σταδιακά ώσπου μετά τους σεισμούς του 78, έγινε απρόσιτη για τους πολλούς, Εντούτοις και στην δεκαετία του 80, έβρισκες καλές ευκαιρίες. Θυμάμαι που μου πούλαγαν οικόπεδα με σπίτι μέσα σε ρημαγμένο χωριό, έναντι δεκαπέντε χιλιάδων το κομμάτι πριν σαράντα χρόνια, τα οποία αρνιόμουν διότι κατά τα πιστεύω μου, η ιδιοκτησία ήταν κλοπή.
Η φραγή του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων δεν ήταν εμπόδιο για κάποιον που έστηνε τεχνική εταιρεία. Τα τυπικά του νόμου τα κάλυπταν με προσχηματικές υπογραφές. Και οι γκραν αριστεροί, μεταπολιτευτικά συνήθιζαν στα ράφια του γραφείου τους ,μια μικρή προτομή του Μαρξ ή του Λένιν. Αλλά πάντως μέσα από τα εκρηκτικά των οδοποιών, είναι γνωστό πως διοχετεύτηκε υλικό για τις «κροτίδες», όπως τις έλεγε η χούντα. Ξέρω πολλές τέτοιες υποθέσεις.
Τέλος, η αυτοεξορία στην Σαουδική Αραβία ήταν μια εξαιρετικά καλοπληρωμένη δουλειά που διεκδικούσαν πολλά στελέχη εταιρειών ή μηχανικοί. Κράτησε σε όλη τη δεκαετία του 70.
Και ένας μεγάλος αριθμός μηχανικών που πήραν δουλειές στην περίοδο 1968-1973, απείχαν επιδεικτικά από τέτοιες ενέργειες στην δικτατορία Ιωαννίδη. Δεν γράφω παπάντζες. Και το πιο ακατάδεχτο κομμάτι των Ιωαννιδικών, με προσθήκες στρατιωτικών που τους λέγαμε «Κανταφικούς» απορροφήθηκαν εν μέρει από το μετέπειτα ΠΑΣΟΚ. Επειδή απλοποιητικά μιλάμε για μία χούντα. Υπήρξαν δύο και ήταν διακριτές.
Aλλά βέβαια, υπερισχύει πάντοτε η Ιστορία που λιβανίζει τους ζωντανούς, παρέχοντας την δέουσα μακαριά στους αποθαμένους και πονηρά τεμαχίζει την Μνήμη σε περιόδους που έχουν αλληθωρίσει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Οι ζωντανοί παρόντες μένουν αμετανόητοι , ακόμη κι αν οι οπαδοί τους έρχεται στιγμή και ανακράζουν «σκασμός!». Παράδειγμα, η λαϊκή δυσφορία για την κατάντια μιας Τετάρτης, «διορθώθηκε» την Παρασκευή, ελαττώνοντας οι μονομάχοι την ένταση της φωνής τους κατά μερικά ντεσιμπέλ.
Αυτά τα γράφω για να μπήτε στην ατμόσφαιρα της εποχής και τέρμα.