Βαρεμάρα

Άρχισα να γράφω για την Τραϊάνα Ανανία αλλά συνειδητοποίησα το ατόπημά μου. Διάβασα το παραλήρημά της, άρχισα να διαβάζω τα σκωπτικά σχόλια, έγραψα κι εγώ μια χαζομάρα. Και μετά βαρέθηκα και το παράτησα γιατί συνειδητοποίησα ότι είχα αρχίσει να κατασκευάζω έναν συλλογισμό που είχε να κάνει με τα δρώμενα στο κεφάλι αυτής τής Τραϊάνας! Η βαρεμάρα που με έπληξε όμως ήταν μια βαρεμάρα θεμελιακή. Μια βαρεμάρα που ένιωσα να με καταρρακώνει γιατί σήμαινε την απώλεια νοήματος. Κι έτσι θυμήθηκα το παρελθόν.

Τις νύχτες καθόμασταν κοντά στη φωτιά και κοιτάζαμε τα αστέρια. Εντάξει, όταν έκανε κρύο μπαίναμε μέσα και η φωτιά γινόταν τζάκι. Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε η τηλεόραση. Έσβησε το τζάκι. Αν δεν είχαμε χώρο το θεωρούσαμε πολύ βολικό να τη βάλουμε μέσα στο τζάκι. Δε φτάνει που έπιανε χώρο, ας είχε και αυτό τη χρησιμότητά του. Αργότερα, συνιστούσε εκλεπτυσμένη μαγκιά να δηλώνουμε ότι δεν έχουμε τηλεόραση και για αρκετά χρόνια υπήρξαν τζάκια που, μα την Παναγία, δεν είχαν τηλεόραση. Οι καιροί όμως άλλαξαν και τώρα ελάχιστοι τολμούν να δηλώσουν ότι δεν έχουν φέισμπουκ, ακόμη κι αν δεν έχουν.

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διάγουν τώρα τα χρυσά χρόνια τους. Τα χρόνια που πέρασε η τηλεόραση στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Η τηλεόραση, παραδόξως, έχει σήμερα απενοχοποιηθεί. Είναι κάτι σαν το σεξ στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η τηλεόραση είναι τώρα η επικουρική σύνταξη για να συμπληρώνεις την κύρια, που δεν είναι άλλη από το φέισμπουκ. Και τα δυο μέσα όμως, τηλεόραση και κοινωνική δικτύωση, είχαν, και έχουν, απώτερο σκοπό να σε διασκεδάζουν διαιωνίζοντας το συναίσθημα της βαρεμάρας. Αυτό το συναίσθημα της θεμελιακής βαρεμάρας που ένιωσα όταν βρέθηκα απέναντι στο σκηνικό με την Ανανία. Βιώνουμε σήμερα έναν ιδιότυπο μιθριδατισμό μέσα σε αυτή τη μαρινάδα του φληναφήματος. Μικρές δόσεις χαζομάρας, κάθε ημέρα, όλη μέρα, για να συντηρείται η φλόγα της βαρεμάρας. Όλοι βάζουμε το χεράκι μας γι’ αυτό γιατί η βαρεμάρα, σε όση δράση κι αν πιστεύεις ότι επιδίδεσαι, πρέπει να παραμένει αλώβητη. Η βαρεμάρα είναι ο φοίνικας που αναγεννάται από τις στάχτες της είδησης που καίγεται κάθε δυο ή τρεις μέρες, για να δώσει τη θέση της σε μια νέα είδηση που θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Γιατί η βαρεμάρα είναι μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου, και η αληθινή εξουσία είναι η εξουσία να επιβάλλεις βαρεμάρα.

Τώρα, όλα αυτά μου ήρθαν γιατί προχθές κάποιος μου θύμισε ένα απόσπασμα από το (αμετάφραστο ακόμη) Humboldt’s Gift τού Σολ Μπέλοου. Ένα απόσπασμα που αναφέρεται στη βαρεμάρα, που και ο ίδιος ο Μπέλοου, με τη σειρά του, το είχε προσέξει στο βιβλίο «Συνομιλίες με τον Στάλιν» του Μίλοβαν Τζίλας. Γιατί είναι ο Τζίλας που περιγράφει αυτά τα λουκούλλεια (12 πιάτων!) δείπνα που παρέθετε ο Στάλιν στους κομισάριους του. Τα δείπνα που τελείωναν στις 2 το πρωί. Τα δείπνα που έπρεπε να κλείσουν με την προβολή κάποιου αμερικάνικου γουέστερν και που κάποιος από τους συνδαιτυμόνες μπορεί στο τέλος να μην την έβγαζε καθαρή γιατί ο αμφιτρύων είχε διαφορετική άποψη. (Όποιος είδε πέρσι το «Ο Θάνατος του Στάλιν» θα εκτιμήσει την ειρωνεία γιατί μετά από ένα τέτοιο δείπνο βρίσκει τον θάνατο και ο ίδιος ο Στάλιν). Αυτά τα τραπεζώματα, λέει ο Μπέλοου, επιδεικνύουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο αυτή την ανεξιχνίαστη σύνδεση εξουσίας με το αμάλγαμα βαρεμάρας και τρόμου. Στις μέρες μας, φυσικά, μπορεί η βαρεμάρα να μην εκπέμπεται από παρόμοιες συχνότητες αλλά και πάλι ενέχει τρόμο.

Γιατί τι θα ήταν η βαρεμάρα αν δεν περιείχε και λίγο τρόμο; Μπορεί να μη φοβόμαστε για τη ζωή μας όπως στα σταλινικά τραπεζώματα, αλλά η εγγενής υπαρξιακή αγωνία, αυτός ο ίλιγγος του καθενός μας, έρχεται να συμπληρώσει τη συνταγή. Και η αγωνία αυτή βρίσκει συμπαραστάτη της την ταχύτητα εναλλαγής των θεμάτων της επικαιρότητας αλλά και τη σχεδόν παντελή έλλειψη ιεράρχησης της σπουδαιότητας κάθε είδησης. Η συντριβή της ποιότητας εις βάρος της ποσότητας είναι πασιφανής και υπαγορεύεται από τη φύση του μέσου. Η Τραϊάνα Ανανία μπορεί να πήρε τη σκυτάλη από το φονικό στη Ρόδο και να δώσει τη θέση της σε κάτι εξίσου απεχθές. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Το ζάπινγκ έχει πια αντικατασταθεί από το ανελέητο σκρόλινγκ του τάιμ λάιν. Ατελείωτες εργατοώρες θυσιάζονται καθημερινά στον βωμό αυτής της βαρεμάρας. Μπροστά στην τηλεόραση ήμασταν παθητικοί καταναλωτές, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή γινόμαστε, δυνητικά, και ενεργητικοί. Μικρή η διαφορά, κι ας νομίζουμε ότι συντελείται κάποια επανάσταση. Οι πιθανότητες να επηρεάσουμε κάποιον μέσα από τις δράσεις μας στην κοινωνική δικτύωση είναι τόσες όσες ήταν και οι πιθανότητες να κερδίσουμε στον τροχό της τύχης χωρίς να συμμετέχουμε. Μπορεί να νομίζουμε ότι δεν είναι έτσι αλλά κάνουμε λάθος. Δεν έχει σημασία.

Η βαρεμάρα είναι αυτή που βγαίνει κερδισμένη όταν το attention span έχει κατέβει από τα 15 λεπτά στα 15 δευτερόλεπτα. Αν στο παρελθόν ήταν δύσκολο να αφοσιωθείς σε απαιτητική εργασία, τώρα είναι πρακτικά αδύνατο αν δεν λάβεις δραστικά μέτρα. Να ακούς να σου λένε να γίνεις ο εαυτός σου (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), και εσύ να βαριέσαι. Να παρακολουθείς με δέος πόσο ανοίγει η ψαλίδα ανάμεσα στις προσδοκίες σου για τα πράγματα, και τα πράγματα αυτά καθ’ αυτά. Να παρακολουθείς σχεδόν σε πραγματικό χρόνο τις ζωές των άλλων, από τις φωτογραφίες των υπερηχογραφημάτων τους μέχρι το αδυσώπητο flatline τους. Και όλα αυτά να περνάνε μπροστά από τα μάτια σου όπως κατεβαίνει το τάιμ λάιν. Με ρυθμούς που δεν αφήνουν καν χρόνο για μια κάποια υποψία ενσυναίσθησης. Η στατικότητα της ταχύτητας σε όλο της το μαυσωλείο.

Βαρεμάρα. Ούτε έναν εποικοδομητικό θυμό δεν μπορείς να θρέψεις μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό. Πόσο μάλλον να συμπάσχεις με το θάνατο ή την αρρώστια του άλλου αν μετά την κοινοποίηση του ακολουθεί το μιμίδιο – αντίδοτο που σε κάνει να ξεχνάς αυτά που είδες ένα δευτερόλεπτο πριν. Βαρεμάρα. Ίσως τελικά η λύση να βρίσκεται στην ομοιοπαθητική: σε μακροπερίοδες ντανταϊστικές βόλτες με υπέργηρες χελώνες στο κέντρο της πόλης. Ίσως έτσι να είναι εφικτό να κατέβουν οι ρυθμοί που απαιτούνται για να μπορέσεις να ανακτήσεις τον έλεγχο. Βαρεμάρα.