O Μαυρίκιος όταν έγινε αυτοκράτορας, έκανε ανακωχή με τους Πέρσες και έρριξε το βάρος του πολέμου ενάντια στους Άβαρες, καταφέρνοντας να ανεβάσει προσωρινά τα σύνορα στον Δούναβη. Άφησε τον πατριάρχη του να πάρει το επίθετο Οικουμενικός και ο Πάπας του εναντιώθηκε.
Μείωσε τη μισθοδοσία του στρατού και τον άφησε να ξεχειμωνιάσει σε εχθρικό έδαφος, για να γλυτώσει έξοδα.
Αλλά ο κόσμος τρελάθηκε όταν αρνήθηκε να εξαγοράσει τους αιχμαλώτους πολέμου που κρατούσε ο Χαγάνος και έτσι σφάχτηκαν δώδεκα χιλιάδες.
Οι Δήμοι στην Πόλη βρήκαν έναν που του έμοιαζε, τον έντυσαν στα μαύρα και του φόρεσαν στεφάνι από σκόρδα, τον ανέβασαν σε γάιδαρο και τον περιέφεραν, άδοντες το σουξέ.
Εύρηκεν την δαμαλίδα απαλήν και ως καινόν αλεκτόριν ταύτη πεπήδηκεν και εποίησεν παιδία ως τα ξυλοκούκουδα και ουδείς τολμά λαλήσαι, αλλά όλους εφίμωσεν. Άγιε μου άγιε, φοβερέ και δυνατέ, δος αυτώ κατά κρανίου ίνα μη υπεραίρηται και γω σοι τον βούν τον μέγαν προσαγάγω εις ευχήν.
Ο στρατός επαναστάτησε και με επικεφαλής τον εκατόνταρχο Φωκά, έπιασαν τον Μαυρίκιο και τον έσφαξαν, αφού είδε να πελεκάνε τα παιδιά του. Ο Φωκάς αποκατέστησε τη σχέση με τον Πάπα και άσκησε δεινή τρομοκρατία στο καθεστώς, αλλά οι Δήμοι πάλι την τέχνη τους.
Πάλιν τον καύκον έπιες, πάλι τον νούν απώλεσας
Εντέλει ο διοικητής της Αφρικής έστειλε τον υιό του Ηράκλειο με στόλο, καθαίρεσε τον Φωκά και τον συνέλαβε.
«Ούτως, άθλιε την πολιτείας διώκησας;» έψεξε τον τέως.
«Συ κάλλιον έχεις διοικήσαι;» του απάντησε εκείνος, οπότε τον αποκεφάλισε ο ίδιος και έδωσε το σαρκίο του στον όχλο.
Ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες οριστικά, και στο τέλος της ζωής του είδε την ακμή των Αράβων και την επιστροφή του Χαγάνου των Αβάρων στο Ιλλυρικό.
Άλλη φορά θα σας πω πως σκότωσαν τον Ανδρόνικο Κομνηνό, μη σας πέσουν βαριά τα μαντάτα.
Αν επιθυμείτε τα ίδια σε καλή ποίηση, να διαβάσετε το «επι ασπαλάθων», το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη.
Ό,τι φοβάμαι, έχει ξαναγίνει και μάλιστα σε υπερπαραγωγή. Ό,τι κι αν ελπίζω, δεν το βλέπω στη γυάλα της μάγισσας.