Λέγεται πως ο Ουέλινγκτον, παγιδευμένος σε έναν σχηματισμό τετραγώνου του πεζικού του, ευχήθηκε «να πέσει η νύχτα ή ανάγκη πάσα να έρθουν οι Πρώσσοι» ενώ άντεχε δώδεκα επελάσεις του αυτοκρατορικού ιππικού των Γάλλων, χάρη στην μεγαλύτερη εμβέλεια και την ταχύτητα πυρός της Πεζής Φρουράς του.
Διακόσια χρόνια και δώδεκα μέρες αργότερα, κι ενώ η μάχη του «τζούφιου δημοψηφίσματος» καλά κρατούσε, ανάμεσα στους Έλληνες, σε έναν από τους μοιραίους εμφυλίους τους, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των αντιπάλων έβγαζαν μάτι.
Το πεδίο της μάχης δεν ήταν πλέον το Βατερλώ, αλλά μιά εικονική χώρα, η Τουιτερί, μια στενή πεδιάδα κάτω από τους λόφους στο αγρόκτημα Φατσαμπουκί και στο δυναμάρι του Μαξίμοβου, ενώ τα στρατά γέμιζαν και άδειαζαν την Πλας δε λα Κονστιτουσιόν και το αγρόκτημα της κυρά Ζωής, κατά βούληση.
Εξηγήσαμε αλλαχού ότι στην μάχη επολέμουν οι δήθεν μπολσεβίκ με τους δήθεν Εουροπατρί.
Οι ακμαίοι σπαθοφόροι του Τσίπρα, γανωμένοι στις μάχες, βετεράνοι εθελοντές, με ένα πυροβολικό επτά χιλιάδων κανονιών που ξερνούσαν φωτιά και οβίδες, το καλύτερο ιππικό της εποχής και κάπως κακοκυβερνημένους γρεναδιέρους της κλάσης Συνιστωσί, είχαν μόλις απωθήσει τους Πρώσσους του Μπλύχερ, πέραν του Υμηττού. Στόχος του Τσίπρα ήταν να μη ενωθούν ποτέ η εντόπια πολιτοφυλακή με τους γαλάζιους εκ Βρυξελλών κομισάριους του Μεγάλου Λογιστηρίου. Ήθελε να πελεκήσει τους συμμάχους αυτούς έναν-έναν.
Γι’ αυτό και αδυνάτισε το στράτευμά του, στέλνοντας σε καταδίωξη του Μπλύχερ, τον Ιανίς-Γκρουσί και την διαπραγματευτική του ομάδα (Ζακαλότ, Ντε Λα Δραγασάκ και άλλους) με 32 χιλιάδες επιχειρήματα να ψοφήσουν στην κούραση και στο μπέρδεμα τους Πρώσσους ώστε να μείνουν στην Βαβρ-Βρυξελλί και να μη ενισχύσουν τους ντόπιους των Βορί-προαστί και το κτήμα Κολονάκ.
Έτσι θα είχε καιρό να εξοντώσει τις εξεγερμένες φυλές των Νενέκ που δεν είχαν κανέναν επικεφαλής, εξόν ένα μπατιρημένο επιτελείο, αναμένοντας κάποιον κλινικώς άγνωστον Ουέλινγκτον να τους ξελασπώσει.
Η μάχη άρχισε αργά, διότι έβρεχε καρέκλες και τα κανόνια είχαν κολλήσει στη λάσπη. Ο Τσίπρας άργησε να ξυπνήσει. Ωστόσο, στρίμωξε τους εναντίους μια χαρά. Οι Νενέκ είχαν, βλέπετε, λειτουργήσει ως στρατός κατοχής επί πέντε χρόνια και οι πολίτες, έτσι και τους έβλεπαν, τους πετούσαν καβαλίνες από τα παράθυρα και δεν τους άφηναν σε χλωρό κλαρί στις χαράδρες της τουιτερί.
Είχε αριθμητική υπεροχή περίπου πέντε προς έναν. Αλλά και ένα μεγάλο πρόβλημα: οι περίλαμπροι στρατηγοί του, αισθάνονταν πως έχουν δυνατότητα αυτονομίας κινήσεων. Εκτός από τον παράφορο Παππά Νέυ, που ήταν πειθαρχικός, ο μπάρμπα Γκοριό Φλαμπουριάρ ήταν λάτρης του Κουτούζοφ, ο Λαφαγιετ-Στρατουλί και ο Μπλανκί-Σκουρλετάν, μαζί με τις Κόρες της Επανάστασης της ομάδας «Υπουργίνες κι ρί» είχαν πιάσει στασίδι στα καθεστωτικά κανάλια.
Οι κομισάριοι του Μεγάλου Λογιστηρίου, από την άλλη, βλέποντας ότι οι σύμμαχοί τους Νεκέκεν ήταν ψυχωμένοι αλλά ακαθοδήγητοι, έστειλαν μαγείρους, λογοτέχνες, φιλοσόφους, ονοματολάτρες, βογόμιλους του Ολδ Ρεζίμ και την φαμίλια Μιτς Οτάκ που μάτιαζε εύκολα τους αντιπάλους σε πανστρατιά να βοηθήσουν. Ματαίως. Τα στρατά και οι λαότητες έβλεπαν Φώφεν, Μπαρόν Σαμαράνγκ και τον νεαρό Ντελακρός (Σταύρον) Ντελαριβέρα, και μούτζωναν. Οι προπαγάνδες κατέρρεαν, επομένως, δεδομένης της αντιπαλότητας των Τσιπρικών μεταξύ Ορτζονικιτζικών και Βολιβαρικών, η μάχη ήτο αμφίρροπος.
‘Επρεπε στους Νενέκεν να προσκομισθεί επειγόντως Ουέλινγκτόν τις, ώστε να αναστρέψει την κατάστασιν ίνα μη χαθώσιν οι ζαϊρέδες και το μπαρούτι και ο λουφές.
Τότε έγινεν το θρυλικόν μπανκιράνι και οι κυνηγοί του Μπλύχερ επέστρεψαν επειγόντως στην πατρίδα, υπείκοντες στην κραυγή του Τσίπρα «ου ε γκρουσί» («μην είδατε τον Βαρουφακί») και οι επιστρέφοντες εχάθησαν εις την μετάφρασιν και πεδίον μάχης ουκ είδον.
Ανέμενον τας εξελίξεις οι μεν και οι δε των λαών ως αυτόπται αλλά ήρχισαν να ξεραίνουν το σκατόν αυτών, ίνα αντέξωσιν. Διότι αι τράπεζαι ήπαθον ισχαιμικόν επεισόδιον. Η σιωπηλή πλειοψηφία ξελαρυγγίστηκε και οι οπαδοί του Τσίπρα βράχνιασαν. ‘Εγιναν χαρτοκουζινοσυλλέκται και μπετζινοκυνηγοί.
Ο Γιούνκερμας προσεπάθησεν να παίξει τον Ουέλινγκτον εξ αποστάσεως, αλλα τον έπτυσαν. Και τότενες, απογευματάκι, εφάνησαν οι Πρώσσοι.
Αντί Γιουνκέρ και Σαμαράνκ, επεφάνη ο έμπειρος Καμίνσκι και οι έμπειροι πέριξ αυτού μαγκιόροι μαγιόροι. Με θρυλικό Ζαν Μπουταρί, τον Πατουλίνο και τον Ηλίαν «σμάιλι» Σινάπην.
Ήτο ο Μπλύχερ και το επιτελείον του.
Μετά έπεσε η νύξ και δεν ξέρω τι απόγινε ― πήγα να φάω μύδια με πομφρίτ που αγαπούν Βαλόνοι και Φλαμανδοί. Άλλοι διχασμένοι κι αυτοί.