Tέσσερις φορές, από το 1961 και εφεξής κι όλες του περασμένου αιώνα, πέρασα από το σπίτι του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο. Και στις τέσσερις, πρόσεξα αλλαγές. Όλες άχρηστες. Επειδή κυριαρχούσε ο κοσμοκαλόγερος, ο άγιος των γραμμάτων μας, η έκδοση Βαλέτα. Κάθε δεκαετία που έλειπα, όλο και κάτι έβγαινε από το κάδρο. Τα διηγήματά του λιγόστευαν συστηματικά. «Ολόγυρα στη λίμνη» κυκλοφορούσαν σε μια θίνα κάτι περίεργοι που ρουφούσαν λαίμαργα τον αέρα από τις τουρμπίνες. Της κοκκώνας το σπίτι που σκιτσάρισα δυο φορές, δεν ξέρω τι σκατά έγινε και τό ‘χασα. Όταν ξαναβάδισα στις εξοχικές Παναγιές του, βρήκα τις κροκάλες στα Λαλάρια λιγότερες. Κάτι κόλλησε στις Κουκουναριές, αυτοάνοσο. Δεν άντεξα Τρίτη βόλτα στο νησέλι του σχολείου.
Εκείνο που με πείραξε περισσότερο, ήταν που δεν τον είδα στη γνωστή κώχη της παραλίας να κρύβεται από τον Καρκαβίτσα που ήρθε με φίλους και τον παραφύλαγε καθώς εστερείτο τα έξοδα παραστάσεως να τον φιλέψει. Βέβαια, περπατώντας στην ανήκουστη αττική ψευτιά και στον Άγιο Ελισαίο, δεν κατάλαβα εντέλει ινατί θεωρούσαν έκπαλαι τον Μωραϊτίδη υπομείονα του συγγενή του, ενώ ποτέ δεν συνδύασα την μαγική λέξη «ανάρπαστος» με το «αφήστε με ν΄ ακούσω τον αδελφό μου» του Σεφέρη.
Λιγοστεύουν οι πατρίδες που επινόησα. Δεν είναι ο τουρισμός και η ανάπτυκσις. Είναι που η Μποφίλιου δεν έπαψε να σηκώνει το χέρι ως παραστάτις ενόσω τραγουδώντας προελκύει χειροκρότημα, είναι που η θυμοσοφία του Καμπουράκη έχασε την αγαθότητά της, είναι που το κυβερνών ζεύγος παρεμβαίνει ως μπάστακας στα καθημερινά δράματα και είναι πως υπάρχουν συνήγοροι υπεράσπισης ικανοί να στείλουν εξώδικα επειδή η παραμάνα στο πανωφόρι του κυρ Αλέξανδρου ήταν δανεική κι αγύριστη από το γραφείο του Νιρβάνα.
Η κάρα του, φυλαγμένη σε ναό στην αιχμή του λόφου, είναι τεράστια.