Για το χιόνι

Πώς τελειώνει μια πόλη; Σε τάφρο; Σε τείχος; Σε λιβάδια; Μήπως σε λοφάκια μπάζων από παράνομες εκφορτώσεις; Ή μήπως δεν «λήγει» ποτέ, παρά μόνον σε ζώνες που θυμίζουν εξοχή, σε suburbian skies, με απαραίτητη την σπαρακτική μουσική που εκβάλει το μέσον αναπαραγωγής ήχου από το αυτοκίνητο;

Θυμάμαι ένα τελείωμα πόλης, ένα ρέλι, μια ούγια, 4 Ιανουαρίου 1969, πυκνό χιόνι στα σύνορα της Άνω Τούμπας με το πουθενά. Ίσως φταίει εκείνο το τραγούδι για μπουάτ, από τον Πάνο Σαββόπουλο ή τον Φίλιππο Κούκουνο ― θα σας γελάσω: «στην Άνω Τούμπα βράδιασε/ σαν ανηφόρισα για σε». Ίσως διότι θυμάμαι αορίστως τοπόσημα και ασφάλτους που στέρευαν απότομα, στον Κήπο του Καλού, σε εσπερινούς ραντεβουδότοπους, σε ένα χαλασμένο Ζούνταπ, μια πενταετία νεκρό, που κανένας δεν μάζεψε μήτε για να ξεπουλήσει τα σκελετά.

Η πόλη ήταν φανερό πως δεν άντεχε πολλά και σοβούσε βαρβάτη κρίση, χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο στις πτέρυγες του Σχεδίου πόλης. Και έκλεινε ένα μήνα η τακτική συνάντησή μας να βγάλουμε ένα συλλογικό βιβλίο με ένα διήγημα ο καθένας και διαβάζαμε κάθε εβδομάδα ενός ή μιάς το κείμενο. Πρόσφατο αντάμωμα, 23 Δεκεμβρίου 1968, αλλά για πάρτι. Ήταν φάση που με περιτύλιγαν ολούθε Αναστασίες με ευρηματικά υποκοριστικά. Κι όταν χιόνισε τη μέρα που ήταν η επόμενη συνάντηση, έπεσε η ιδέα να παίξουμε χιονοπόλεμο στα σύνορα Άνω Τούμπας και του δασυλλίου άνωθεν.

Μήτε ταξί, μήτε ΙΧ. Με τον ΟΑΣΘ στο τέρμα και μετά περπάτημα. Ήταν αξέχαστα, αλλά ξυπνώντας σήμερα, μου ήρθε ένα στιχηρό από το (απαραίτητο) καθημερινό στιχούργημα (τα υπόλοιπα τα πήρε ο διάολος. «Σκέφτομαι πάντως το στήθος σου και την κοιλιά σου/ στο χιονισμένο δάσος της Άνω Τούμπας γυμνά/ καθώς και της Άρτας το γεφύρι, πιο τυχερό από μένα».

Δεν θέλω να θυμηθώ την άτυχη που προσέλκυσε τέτοιες λέξεις, αλλά αμέσως το αναπλήρωσα αναλογιζόμενος μερικούς λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης που σάλευαν ακόμη στο αγιάζι. Τη μοναξιά του Θέμελη στα μεσημεριανά σινεμά, το εύρημα του Βαφόπουλου να θρηνήσει με το ίδιο ποίημα δύο ηρωίδες ισαπέχουσες, Εβραιοπούλα και Παλαιστίνια νομίζω, τα δρομολόγια του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, την δίκαιη αυστηρότητα του Γιώργου Ιωάννου όταν πρωτοδιάβασε ένα «διήγημα» που εμφάνισα στο πρώτο «Τραμ» και τη λύσσα μου να εντοπίσω κείμενα του Μπάμπη Νίντα σε λησμονημένα έντυπα ή σε παρατηρήσεις του στο περιθώριο πιο γνωστών περιοδικών. Ας σημειώσω πως συνεχίζει να με συγκινεί ο θάνατός του από τροχαίο, διασχίζοντας την απαρχή της Τσιμισκή στη ΧΑΝΘ, και από την συγκίνηση δύσκολα μπορώ να ανατρέξω σε στίχους του Βάιου Μπαγλάνη και πολλών που γνώρισα όταν η μνήμη ήταν ακόμη αχρείαστη.

Τώρα, 51 χρόνια αργότερα, ομολογώ πως πλην δύο ή τριών εξαιρέσεων εκείνης της παρέας, οι επίλοιποι θα σταδιοδρομούσαμε τέλεια ως δάσκαλοι του σκι είτε στα τρία-πέντε Πηγάδια, είτε προβιβαζόμενοι στον Άγιο Αθανάσιο και στη τσουπωτή πίστα του Πισοδερίου. Με το χιόνι σταμάτησα να ασχολούμαι όταν ζύγισα τα αζύγιστα στο χιόνι της ποίησης και του προφορικού λόγου του Μίμη Σουλιώτη και κατάλαβα πως με τα μετεωρολογικά φαινόμενα, κάλλιον το σιγάν αν δεν το έχεις το άχτι και το ίρτζι, κι αν το κούνησες το καρπούζι και δεν έτριξε.

Όσο για τα τότε όρια της πολιτείας, από καιρό έχουν σκεπαστεί από νεολογισμούς, όπως «Νέα Άνω Τούμπα», «Κωνσταντινουπολίτικα» και άλλα ηχηρά παρόμοια, στα ρείθρα του Ελαιορέματος.

Άλλα δεν ξέρω και θα σας γελάσω. Μόνον οι μύλοι με συγκινούν, εδώ και πολλά χρόνια.