Με διαπερνά ο πάγος του καιρού, ρίχνω μια ματιά στη δενδροστοιχία του δρόμου και βλέπω δρυίδες απλωμένους στα κλαδιά, για να είναι χρήσιμοι στο τζάκι. Στις γιορτές έβγαινα σπανίως έως ποτέ, και ήταν ουσιαστικά όλος ο Δεκέμβριος. Εφέτος εννοείται πως δεν ρίχνω μήτε ματιά από το παράθυρο. Ωστόσο, πεπρωμένο είναι αυτό, Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη και έπρεπε να λύσω έναν γρίφο από το εκ Βαλονίας τηλέφωνο των παιδιών. Ήτοι, μια παράσταση γριφώδης, ανάγλυφη σε μαντέμι από το οποίο δεν έβρισκαν άκρη. Για κάποιον εναγή που κατάφερε να βολτάρει στα Κελλόπεδα και να ιδεί το ίχνος του πύργου των Αβραμιτών, ήταν παιχνίδι ― όντως υπάρχει παλαιόθεν μια ιστοριούλα για τρια κατσικάκια και ένα κακό τζίνι.
Κι έπειτα, αφού σκόπευα να βασανιστώ λογικά με τον Κλάιβ Όουεν ως Αρθούρο και την Κίρα Νάιτλι ως Γκουινεβίαρ κι έναν άγνωστό μου Λανσελότο με δυο σπάθες στην πλάτη, έπαιζα με τα κουμπιά και κακόπεσα. Ήταν δυο σαββατιάτικα αναμνηστικά, από Σκάην και Αιτένα με τραγούδια του τύπου «κέφι, ακράτητο κέφι» και παραπληρωματικά, με την παρουσία ενός Κοκλώνη-Κυκλώνη που με αποσβόλωσε ― ενας τουρίστας της σόουμπιζ που ακόμη και ο Ευτύχης Μπλέτσας ήταν πιο ζωντανός και ενδιαφέρων.
Στην Αιτένα ήταν ηθοποιοί και μια μήνη τραπεζιών και μία κυρία ετραγούδα, Πλέσσα νομίζω. Οι άλλοι στον Σκάην εόρταζαν στίχους του Βίρβου, αλλά αι κυρίαι ήταν ντυμένες κανονικά, μόνον εφόρουν ένα ύπερθεν τσίτι για τσιφτετέλες και άλλο τσίτι-επενδύτη για ζεϊμπεκιέρες.
Ενίοτε μία άλλη κυρία λυνόταν από την αναβασταγιά και χόρευε τα δικά της, αγγίζοντας το μαύρο βαμμένο πάτωμα όπως θα έπρατταν ξυπόλητοι γερμανοί αποικιστές στην Ναμίμπια (που άγγιζαν στιγμιαία την άμμο μη συγκαούν). Δεν υπάρχει πιο ανατριχιαστικό άκουσμα από το να θυμάσαι την κλαγγή-φωνή του Στράτου (που χρησιμοποιούσε το «πουθελά» αντί του «πουθενά») μεταφερμένο σε μισογελαστή χειλώδη σερπαντίνα μιας αναλυτής κυρίας. Όχι, δεν ήταν οι παλιές ηλικίες, που τόσο ξεψάχνιζε ο Σουλιώτης, ήταν ίσως αυτό το σχήμα «πει» των προσκεκλημένων που έδινε εικόνα συγκέντρωσης πρέσβεων στο «55 ημέρες στο Πεκίνο».
Θα ήθελα να είμαι έξω, όπως πριν σαράντα και πενήντα χρόνια, ώρα Τρίτη της νυχτός, αντί να βλέπω Σαξόνων βλέμματα του σινεμά, δραχμικώς απένταρος, με τις τσέπες ανάποδα στεγνές, κατεστραμμένος από λάθος εκτίμηση λοζέ βαλέδων του αντιπάλου και μη καταλαβαίνοντας πως σκατά κατάφερε το χρώμα, με τα ταξιά να θορυβούν και ποτέ να μη σου χαρίζουν το αγώγι, ενώ θα έβγαινε ο ήλιος και με περίμενε μια μέρα άραχλη με πλήθος στίχων να συνωστίζονται για να τους πετάξω στον κάδο.
Θα ήθελα, αλλά δεν. Σήμερα, δεν έχει στίχους να πετάξω. Θα μείνω μέσα διότι γνωρίζω τι συμβαίνει. Στην πόλη που δεν ξέρει αν ξύπνησε ή αν κοιμάται, τέτοια ώρα, τα σπορία της πανδημίας κολλάνε σε παιδικούς βλεννογόνους σε μύτες, χειλάκια και ουρανίσκους, αλλά δεν τα πιάνει ο ρούφουλας και δεν έχουν συμπτώματα. Μήτε θα έχουν, κι ας συνεδριάζουν οι κατ΄επίφασιν σοφοί. Έχουν, μωρά και πιτσιρίκια, ήδη τέτοιαν ώρα της νυχτός, εγκαταστήσει αποικίες σκουλάτων ιών όπου μπορούν να ίστανται αόρατα για παπούδες και γιαγιάδες, για μεσήλικες και νεαρούληδες. Είναι μια ανταλλαγή άφατης αγάπης, θανάτω θάνατον πατήσασα, προϊόν λανθασμένης εκτίμησης και κόλασης κολλημένων εγκεφάλων, που υποτίθεται σκέπτονται, άρα υπάρχουν. Τα μωρά και οι άγουροι σκοτώνουν του ατέρμονου γκαϊλέ τις ηλικίες και οι γιατροί ψάχνουν για συγκινησιακές ουλές στο σώμα μιας καραντίνας.
Ναι, στο απώτατο μέλλον θα γράφουν διατριβές για τον «ηλικιακό εμφύλιο» και θα εξετάζουν την ασίγαστη (άνκαι λανθάνουσα) αυτοματική τάση, στη θέση του άσβεστου μίσους που χωρίζει τις γενιές, να ακυρώνεται λίγο-λίγο η πλασματική αγάπη που υποκαθιστά όλες τις βλαμμένες και διαβρωμένες κοινωνίες.
Για το άλλο έκζεμα, την συνωμοτική άτυπη συνεννόηση των τοπικών αρχών με τα τοπικά κρούσματα, δεν περιμένω κάποια βελτίωση, διότι τα δύο μέρη σκοπεύουν κάποια στιγμή να διαδώσουν πως υπήρξαν τσιλιαδόροι και λουφαδόροι, έντιμα πράττοντες στην μικροκοινωνία των σαλταδόρων…
Ξημερώνει και γαλακτώνει στέρφα ανατολή οξύνοντας τον λόφο Λανάρι. Άλλες εποχές θα στανιάριζα με ολίγο μολτ σε μια λίμνη έξτρα ντράι σέρι, τώρα με εξοντώνει ο εναγκαλισμός του Γκέρσουιν με τον Μπερνστάιν.