Καρκατσουλιά ή τσιτσιλαριά: η κηδεία μιας οικογένειας

Κάθε αρνί απ΄το πόδι του κρέμεται. Αυτήν την παροιμία την ήκουσα εν Γιαννιτσοίς, στην οδό Αθανασίου Τσαμαλδούπη, απέναντι από τους Πυτιλάκηδες, στην αυλή των Σαρμπάνηδων και την διακοίνωσε η Άμια Κυριακιώ, η αγαθή γιαγιά της οικογένειας με τα έξι κορίτσια, που μας νοίκιαζε το σπίτι. Κούλα, Ζαφείρω, Φυλλίτσα, Λέλα, Αρτεμισία, Βαγγελίτσα το μικρό.

Οι οικογένειες, για να αρχίσουμε από τα βασικά, δεν ιδρύονται για να τις βλέπουμε ηρωίδες στο σινεμά. Μήτε «κρύβουν» επτασφράγιστα, αμαρτωλά μυστικά που, σκάζοντας σαν μπαλόνια, γεμίζουν λάσπη και χλωροφόρμιο τις ένοχες γειτονιές. Είναι κύτταρα μοναχικά μέσα στην πληθώρα τους, μοναδικά μέσα στην ζωντάνια τους, γεννήτριες DNA, παροδικές στην απόγνωσή τους, καλές με τα παιδούδια που γεννάνε, πενθώντας τους χαμένους συγγενείς.

Όταν «ξέρουμε πολλά» για ένα σόι, επιμένω, είτε δεν έχουμε ιδέα για τη ζωή τους, είτε (σε μετρημένες περιπτώσεις) το ίδιο το σόι μας μπουκώνει με αχρείαστες δήθεν πιπεράτες πληροφορίες για τα δήθεν μυστικά τους. Γι΄αυτό και προτιμώ, κάθε κυψελίδα της μνήμης μου, να την γεμίζω με στοργή κι αγάπη, αφού η κόσα του θανάτου δεν θα λείψει από κανενός την αναπόδραστη στιγμή.

Βέβαια, η παροιμία που ανέφερα, δεν σχετίζεται με το δίκιο και το άδικο: είναι φτιαγμένη από ένα μάτσο στερεότυπα, που ενίοτε, ισχύουν και τα αντίθετά της. Κι έτσι, μου δίνεται η ευκαιρία να σχολιάσω, ως καντιποτένιο καρκατσουλιό (παραδίδεται και ο όρος «τσιτσιλαριό») μια οικογενειακή ιστορία που θα ήταν άξια κάθε αποσιώπησης και λήθης, αν δεν είχε την τοξική συνήθεια να εκδίδει βιβλία. Στην Γαλλία.

Βιβλία; Τι ναι πάλι αυτό; δεν αρκεί στην μπαφιασμένη μας κοινωνία η σχεδόν υστερική μονομανία των συνελλήνων να υπερβαίνουν τον Ρουβίκωνα, ιδίως στο Κανάλι της Βουλής και στην Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης, εξηγώντας μας το μεγαλείο τους; Φαίνεται πως δεν αρκεί. Αν μάλιστα την συγκρίνουμε με τους ζωηρούληδες και ζωηρούλες της οικογένειας Μπρούνι, είμαστε μάλλον στην αρχή. Γι αυτό και ξεκινάω από μια φωτογραφία. Από την κηδεία ενός Μπρούνι, όπου το ξόδι περιλαμβάνει έναν Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας ως γαμπρό και έναν στενό οικογειακό κύκλο. Ο Σαρκοζής, πενθεί τον πεθερό του. Αμ δε!

Ο ίδιος ανήκει στην σέχτα των κοντών που έχουν εθιστεί να βγαίνουν στις φωτογραφίες χωρίς να εγγίζουν το έδαφος οι φτέρνες. Δεν είναι βέβαια της κομμούνας των «γαλοτσιανών» όπως ο μακαρίτης ο Μπόγκαρτ που εφόρει τσόκαρα στα γυρίσματα με την Μπέργκμαν.

Σε ειδικό βιβλίο, η πενθερά Σαρκοζί δηλώνει πως άλλος και όχι ο Μπρούνι είναι ο πατέρας της Κάρλας και μάλιστα η φαμίλια μόνο με μήνυμα διαστημοπλοίου δεν το είχε εξακοντίσει. Ακόμη και ο «εραστής» το αναφέρει σε βιβλίο. Όσο για την δυχατέρα, σε άλλο βιβλίο, εξηγεί πως στόχευσε έναν υιό φιλοσόφου (και αυτός συγγραφέας βιβλίου) αφού προηγήθηκε άλλος φιλόσοφος, πατέρας του υιού φιλοσόφου. Και το κοινό σπεύδει. Και μάλιστα, εξ όσων γνωρίζω, διατηρεί τα αυτά ήθη και έθιμα όσο μπορεί στην απλή, καθημερινή, ανύπαρκτη ζωή του.

Όντως αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι είχαν έκπαλαι πρωτοτυπήσει. Γνωρίζοντας λαούς, φρόντιζαν και φώτιζαν ενδιαφέροντα συνήθεια όπως «οι Λιβυρνοί κατοικούν μετά τους Κέλτες και οι γυναίκες των γαμιένται με όσους θέλουν, δικούς και ξένους και κανένας δεν βγάζει το κιχ του διότι γυναικοκρατούνται».

Βέβαια η περιέργεια είναι διαχρονική πανδημία, σπανιότατα δημιουργική, συνήθως βαρετή, ενίοτε για βλαμμένους: «εγώ ποτέ δεν είπα για το κρεβάτι τους» στιχουργεί ο Γιώργος Ιωάννου. Αλλά δε βαριέσαι.