Θυμάμαι αδιόρατα μια σκηνή μπροστά στο καφενείο «Νέα Ρέμβη» του Λεονταρή Σαρμπάνη, όταν δύο τετράχρονα φιλαράκια, ο Βασίλης κι εγώ, τρακάραμε απόβαδο τους γονείς μας, τον κύριο Θόδωρο και τον κύριο Σταύρο, εκ των νικητών του εμφυλίου και συζύγους δύο Τρωάδων, της κυρα Λένης και της κυρίας Βαγγελίτσας, που καθώς γλύκαινε το ωραίο φθινοπωρινό δείλι μας έδωσαν από ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα.
Είχε αξία χιλίων δραχμών έκαστο, έκδοσης 1952. Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοια αξία ― το πολύ κανένα μαραμένο πεντακοσάρικο. Με ένα χιλιάρικο έπαιρνεις δύο καραμελωμένα μήλα καρφωμένα σε καλαμάκι, δύο φοινίκια ή μία τουλούμπα και με τα υπόλοιπα έβαζες τον περιπτερά τον Τσαμπάζη να παίρνει ένα μαχαιράκι από σουγιά και να κόβει από ένα ροζ κυλινδράκι, δυό τεμάχια μαστίχας μπαζούκα, που έκανε τεράστιες φούσκες, που κάλυπταν τα πρόσωπά μας όταν έσκαζαν.
Χαρτζιλίκια βλέπαμε να στάζονται σε μεγαλύτερους και ήταν πρώτη φορά που βρισκόμασταν ματσωμένοι.
Θυμάμαι πως συμφωνήσαμε πως ήταν προτιμότερα τα αραπάκια ούζου και το μακρύ δπλωμένο χαρτάκι γεμάτο μπιλάκια, που αν τα γευόσουνα, έσκαγαν ως πυροτεχνήματα στο στόμα.
Ήταν πρώτη φορά που θα πηγαίναμε νηπιαγωγείο την επομένη, στο πάρκο με το άσπρο άγαλμα κι ενώ χτιζόταν ο Αη Γιώργης. Είχαμε τελειώσει την παραθέριση, αυτός Μακρύγιαλο, εγώ στο Μπαξέ.
Έτυχε και δεν μας φιλοδώρησαν τίποτε άλλο. Έκτοτε λεφτά δεν ξαναείδα, εκτός από αρχές του 1954, όταν ο νουνός μου μας έδειξε πεντάρα, δεκάρα, εικοσάρες, πενηντάλεπτο, δραχμή, δίφραγκο, και πάνω απ΄όλα ένα βαρύ τάλιρο. Φυσικά, χαρτονομίσματα έπρεπε να πεθάνει ο Καρτάλης για να δούμε στη γειτονιά ― είχε δώσει μια μάνα στο παιδί της να αγοράσει ψωμί από τον Αχτσόγλου και φυσούσε και του έφυγε από το χέρι ένα πορτοκαλί δεκάρικο και βούιξε ο τόπος.
Δεν ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Ήταν ένα κραχ. Το χίλια έγινε ένα. Το χιλιάρικο δραχμή. Η λίρα Αγγλίας τριακόσιες. Το δολάριο σταθερό. Ήταν πέρα από το ανθρώπινο.
Πρώτη φορά κι ενώ όλοι ήξεραν πως ψυχορραγούσε ο Παπάγος, ένας άλλος σκυθρωπός ονόματι Μαρκεζίνης, άρχισε να λάμπει ως «μάγος της υποτίμησης».
Αλλά αυτά, αργότερα. Το ζήτημα είναι πως έξαφνα, έφτασαν τα κέρματα και ήταν μαγεία. Τα πλησιάζαμε και θολώναμε την όραση. Όλα έγραφαν 1954 και ανάποδα ένα κεφάλι του Παύλου, όχι του αποστόλου. Κύριο βαρύ νόμισμα ήταν το τάλιρο, ισοδύναμο με 5.000 δραχμές.
Τα «Κλασσικά» είχαν αρχικά 4, έπειτα 5 χιλιάδες και τα Μικυμάου τρίδραχμο ακατέβατο.
Κι επειδή άλλα αλισβερίσια με συνάλλαγμα δεν είχαμε, θεωρήσαμε σιωπηρώς, ήταν και κάτι σαν κραχ, πως μοναδιαία και νομαδιαία δική μας, παιδική μονάδα, ήταν η πεντάρα, άντε και δεκάρα.
Με μια πεντάρα έπαιρνες τον πάτον της γλυκύτητας, κάτι δήθεν άνοστα φλοκάκια ενώ μια πεντάρα είχαν και τα επιχρωματισμένα ροζαλιά μαντζούνια, ευφυώς πασπαλισμένα με ζάχαρη.
Προς γενική διευκόλυνση της παρέας, είτε για φούιτ της κοινής μπάλας, είτε για μια γύρα σάμαλι-καράμαλι από το ρολόι, είτε για είσοδο στον αυτοδημιούργητο καραγκιόζη, πηγαίναμε στη Χήρα την Περιπτερού στη μυτερή χωνιά του Αχτσόγλου και μας έκανε τα κέρματα όλα, πεντάρες.
Και έτσι, κυκλοφορούσαμε βροντώντας με μέταλλο τις τσέπες μας, περήφανοι αργυραμοιβοί, πανάθλιοι μπαλαδόροι τρελαμένοι με τα μαγουλάκια των κοριτσιώνε και μάταια προσπαθώντας, πεντέξη ετών, να στρώσουμε χωρίστρα αριστερή, όπως μας συμβούλευαν οι μεγάλοι. Τις ιστορίες με τον Άνταμ Σμίθ, τον Μπλανκί, τον Κέυνς και τον Ιωάννη Καππαδόκη τις αφήναμε για καλύτερες μέρες.