Το πλήρωμα του χρόνου

Παιδί, όρθιος σε παραλία στο νησί ή ψηλά από το λόφο που βρίσκεται το χωριό μου, κοίταζα δυτικά κι έπειθα τον εαυτό μου ότι μπορούσα να δω την κορυφή της Αίτνας. Ένιωσα δικαιωμένος διαβάζοντας το Slouching Towards Bethlehem της Joan Didion όπου έγραψε: Καθόμουν παιδί στις παραλίες της Καλιφόρνιας και φανταζόμουν ότι έβλεπα τη Χαβάη, ένα λαμπύρισμα στο ηλιοβασίλεμα, μια μόλις διακριτή ασυνέχεια του ορίζοντα που φαινόταν στιγμές μέσα από μισόκλειστα μάτια.

Σε πείσμα αυτού που μου είχε μάθει η μητέρα μου κι αργότερα στο σχολείο, για την καμπυλότητα της επιφάνειας της Γης, για το κατάρτι που πρωτοφαίνεται στον ορίζοντα από το υπόλοιπο σκαρί σαν το πλοίο πλησιάζει, απαιτούσα να μπορώ ν’ απλώνω το χέρι και ν’ αγγίζω τον υπόλοιπο κόσμο.

Δεν νοσταλγώ τα παιδικά καλοκαίρια. Όχι ότι δεν ήταν καλά τα χρόνια που πέρασα ως παιδί. Είναι ότι είχα επίγνωση του προστατευτικού κουκουλιού που ήταν η οικογένειά μου, όπως άλλωστε οι περισσότερες οικογένειες, η κάθε μία με τον τρόπο της. Κι αυτό με έπνιγε. Ήθελα τη ζωή των μεγάλων, την ανεξαρτησία που πίστευα ότι είχαν, όσο αμείλικτος κι αν έδειχνε ο κόσμος όπως τον διάβαζα στα περιοδικά της μητέρας μου.

Τώρα είναι που νιώθω ότι περνώ ανέμελα καλοκαίρια – κι αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι δεν έχω παιδιά ώστε ν’ αγωνιώ με ευθύνες. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα και το απολαμβάνω. Όχι ότι ζω το χειμώνα νοσταλγώντας μια παραλία του καλοκαιριού. Αλλά το καλοκαίρι, σαν βρεθώ σε παραλία, τώρα είναι που έφτασε ο καιρός να ζω τη στιγμή, που την απολαμβάνω δίχως προσδοκία για τίποτα καλύτερο σ’ έναν κόσμο που εξακολουθεί να παραμένει σκληρός, δίχως προσδοκία ότι ο κόσμος θα καλυτερέψει.

Μόνο φοβάμαι πια το μέλλον, όταν δεν θα υπάρχει κάτι στο μέλλον μου για να ζηλεύω και να διεκδικώ. Τη στιγμή που θα νοσταλγώ την ουσιαστική ανεμελιά των τωρινών καιρών, όταν θα έχω ανάγκη αυτό το προστατευτικό περίβλημα που τόσο μίσησα στα παιδικά χρόνια.

Έτσι θα έχουν τα πράγματα.